Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης Μπουρνόβας
Περίφημο προάστιο της Σμύρνης, εξίσου σημαντικό με το κέντρο της. Ο Μπουρνόβας (σημερινή ονομασία Bornova), βρίσκεται βορειοανατολικά της Σμύρνης, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων, στις πλαγιές του όρους Σιπύλου. Η πρόσβαση στο Μπουρνόβα ήταν άνετη, ένα μικρό ταξίδι για τους Σμυρνιούς που μπορούσαν να προτιμήσουν είτε το τρένο από το σταθμό του Κασαμπά, είτε το βαποράκι από το λιμάνι της Σμύρνης, που τους μετέφερε στην παραθαλάσσια ομώνυμη σκάλα. Όπως και στο Μπουτζά, έτσι και εδώ, η εύκολη σιδηροδρομική πρόσβαση και το καλό δροσερό κλίμα, συνέβαλαν στην ανάπτυξη της περιοχής εξαιτίας κυρίως της εγκατάστασης των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της Σμύρνης, εύπορων Ελλήνων και επιφανών Λεβαντίνων, κατά κανόνα Άγγλων, γαιοκτημόνων, επιχειρηματιών και διπλωματών. Οι πολυτελείς επαύλεις που χτίστηκαν κατά το 19ο αιώνα διατηρούνται μέχρι σήμερα στη Σμύρνη, μαρτυρώντας με τα αρχιτεκτονικά τους ίχνη, το χαρακτήρα του προαστίου. Ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας του προαστίου ενισχύεται το 19ο αιώνα με την ίδρυση φιλανθρωπικών σωματείων, αγγλικής λέσχης, θεάτρου και κινηματογράφου. Ο Μπουρνόβας έτσι αποκτά αυτονομία, καθώς δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει τις ανέσεις του σμυρναίικου κέντρου, χωρίς ωστόσο να μπορεί να το υποσκελίσει.
Ο Μπουρνόβας ήταν δημοφιλής εκδρομικός προορισμός για τους Σμυρνιούς, οι οποίοι είτε διέθεταν είτε όχι εξοχική κατοικία, οργάνωναν συχνά αποδράσεις, χρίζοντας την περιοχή τόπο ανεμελιάς και αναψυχής και δίνοντας του ανάλογη θέση στην ιστορική μνήμη τους για τη χαμένη ζωή στη Σμύρνη μετά το 1922.
Σ’ αυτή την ενότητα, να επικεντρωθείτε με αφορμή τα κείμενα, στην ευρύτερη εννοιολογική κατηγορία της σχέσης πόλης/προαστίου/υπαίθρου, βρίσκοντας τις ομοιότητες και στις διαφορές στον τρόπο ζωής στην πόλη και στην ύπαιθρο. Να βρείτε στοιχεία που οριστικοποιούν την αντίθεση ή καθιστούν δυνατή την υπέρβαση σαφούς διαχωρισμού. Να παρατηρήσετε στα κείμενα το ενδεχόμενο μεταφοράς της ζωής της πόλης στο προάστιο, για ποικίλες σκοπιμότητες, εκτός αυτών της εξοχικής ανάπαυλας.
Με του Βορηά τα κύματα...
Ο Μπουρνόβας. —Προάστιον από επαύλεις. —Η περίφημος Χαβούζα.
—Ανάστασις όλης της αρχαιότητος.Έστειλα τον καϊκτσή μου,
αμάν!
Έστειλα τον καϊκτσή μου,
στον Μπουρνόβα για κρασί…Πρωί πρωί με την δροσιά. Ο ευώδης ζέφυρος πνέει σήμερον από την αυγήν, δροσίζων κ’ ευφραίνων την καρδίαν. Ιδού καιρός προς εκδρομήν εις το μυρωμένον προάστιον της Σμύρνης, εις τον ανθοστεφή Μπουρνόβαν, ως τον απεκάλεσεν ο τρυφερός ποιητής της Ιωνίας, όπου η πλουσία μερίς της μητροπόλεως παραθερίζει, όπου τα ύδατα κελαρίζουσι διαυγή και δροσερά, όπου αι οπώραι στολίζουσι τους κήπους ηδονικώς, και όπου η άμπελος κυριαρχεί με το ευφρόσυνον ποτόν, τον οίνον των Ψαλμών, το κρασί το γλυκό, που το πίνουν και το τραγουδούν τα Σμυρνιωτάκια τα φαιδρά εις τα τραγούδια των, το κρασί του Μπουρνόβα, όπου απέστειλεν ήδη τον καϊκτσή της η αφρόπλαστη Σμυρνιά στον Μπουρνόβα για κρασί κ’ έμεινε μόνη, μόνη αυτή και οι πόθοι της.
Μετά εν τέταρτον, ή και πλέον, ταχείας σιδηροδρομικής πορείας δια του σιδηροδρόμου Κασαμπά, όστις δια πεδιάδος περιρρύτου, διαπερνών ένα χείμαρρον και ένα ποταμόν, δια μέσου κήπων, περιβολίων, καλαμώνων και αμπελώνων φθάνει εις το εύμορφον, υδατόλουστον, πλατανοφύτευτον χωρίον. Χωρίον με πύργους πολυτελείς, μ’ επαύλεις πολυσυνθέτους, με κήπους, αυλάς κλεισμένας μέσα εις υψηλά, φρουρίου τείχη, αοράτους σιωπηλάς. Όλοι οι πλούσιοι, ιδίως οι Άγγλοι, διαμένουσιν εις το τερπνόν αυτό προάστιον, όπερ την άνοιξιν βεβαίως θα κολυμβά μέσα εις τν ευωδίαν. Ειδική γραμμή —σαν απ’ Αθηνών εις Φάληρον— συνεχώς διατρέχει το σύντομον από Σμύρνης διάστημα, μεταφέρουσι τους παραθερίζοντας και τους αρεσκομένους εν τη εξοχή, και μερικούς άλλους, αναζητούντας τόσον μακράν αέρα γνήσιον, ήθελα να πω χωρίς λάσπην και χωρίς χώμα, δηλαδή αέρα ευώδη, αέρα ζωής, αέρα πνοής, αέρα που ευωδίασαν ίσως οι έρωτες, πετάξαντες σαν χρυσές πεταλούδες μέσα, καταμεσής, από τα ρεύματά του, σαν πέταλα απριλιάτικου ρόδου.
Οδός λιθόστρωτος, σκιαζομένη από καταπράσινον δενδροστοιχίαν πλατάνων, άγει εντός ολίγων λεπτών από του σταθμού εις το προάστιον, αόρατον μέσα εις τους κήπους. Τρομάζεις ν’ ανακαλύψεις, βαθειά εις τας πρασιάς, χωμένους υπό τας λόχμας, μέσα-μέσα, τους οικίσκους του χωρίου, σαν κρυμμένους εκεί. Αι δε επαύλεις των πλουσίων, αυταί πάλιν είναι κατάκλειστοι, πνιγμέναι μέσα εις την ευωδίαν. Αν το έβλεπε κανείς Έλλην δήμαρχος, έτσι έρημον το χωρίον, θα επίστευεν ότι λησταί εισήλασαν και ο κόσμος εκλείσθει μέσα εις τα σπίτια του.
Ήτο καθημερινή, και δεν υπήρχεν εις τα δροσερά άλση του καμία παρέα συμποσιαστών. Προς αποφυγήν θορύβου και του συνωστισμού, οίος παρατηρείται εν των Βοσπόρω τας εορτάς, μ’ αρέσει να κάμνω τας εκδρομάς μου εν ημέρα καθημερινή Δευτέρα πρωί, ίνα μόνος απολαμβάνω της τέρψεως, αγνής και αμώμου, ίνα με βλέπει και με καμαρώνει η εξοχή.
Έτσι και κάποιος εγωιστής, κάθε Δευτέρα εφορούσε τα κυριακάτικά του.
—Για να με βλέπουν!
Κατ’ ευθείαν υψηλά, εις την δεξαμενήν του προαστίου, οπόθεν ποταμός το κρύο νερό χύνεται και πληροί την δεξαμενήν, μεγάλην και τετράγωνον, υψηλά ως επί λόφου.
—Στην Χαβούζα!
Ούτω μας οδήγησεν ένας Μπουρνοβίτης αγαθός, ον ηρωτήσαμεν πού είναι καλά να καθήσωμεν.
—Στην Χαβούζα!
Ω δρόσος, δρόσος Αερμών! Πλάτανοι γύρω-γύρω την σκιάζουσι την δροσεράν αυτήν χαβούζαν, την τόσον ερωτικήν με όλον το αχρείον όνομά της. Καφενείον μικρόν ένθεν, καφενείον άλλο εκείθεν. Και τοποθετών το κάθισμά σου παρά τα χείλη της γεμάτης χαβούζας δροσίζεσαι, αναπνέεις, λούεσαι στον αέρα, πίνων και καθαρόν τσίπουρο, του Μπουρνόβα γευστικόν ποτόν, εν ω ο υδροπέπων–το κουραμπιέ καρπούζ–ριφθέν εν τω ύδατι, καραβίζει ψυχόμενον.
Και πού να ήξευρες, καημένε, πού ευρίσκεσαι!
Ένθεν το Νυμφαίον, σκιερόν και κατάρρυτον όρος, εκείθεν το Σίπυλον το εξάκουστον, με τον τάφον του Ταντάλου. Πόσαι αναμνήσεις προϊστορικαί σαν συννεφάκια χρυσά σου παρουσιάζονται έξαφνα, και πόσοι στίχοι και ημιστίχια, σαν νύμφαι, της αρχαιότητος νύμφαι, εν χορώ δεν σε καλομοιρίζουσιν, οπού ηυτύχησες να θεωρήσεις από τόσον κοντά, την κοιτίδα της ποιήσεως και της καλλιτεχνίας• να δροσισθείς από την δρόσον της• να πάρεις έναν ύπνον υπό την σκιάν της την ιεράν• ν’ ακούσεις το άσμα της, των πτηνών της το άσμα, σαν Ευριπίδου περιπαθές χορικόν, να φάγεις από τους καρπούς της και να πιείς από το νερό, το ποίον εις μάτην επόθει να πει ο δυστυχής ο Τάνταλος τω καιρώ εκείνω. Και μόνον, καημένε, δεν ημπόρεσες να προχωρήσεις ολίγον ακόμη βαθύτερα με τον σιδηρόδρομον του Κασαμπά, ίσως ’κ’ έφθανες στον Πακτωλόν!… Τώρα χόρτασε αέρα, αφού αέρα επόθησες.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
«Ο Φερχάτ, ο τσερκέζος»
- Θα παίξεις πετροπόλεμο;
- Όχι.
- Φοβάσαι;
- Όχι.
- Τότε, αφού δε φοβάσαι, γιατί δεν παίζεις;
- Να είμαι Τούρκος και να κυνηγάω Ρωμιούς; Εγώ Ρωμιός είμαι.
- Τούρκος είσαι. Το σουλτανάτο προσκυνάς, στην Τουρκιά είσαι, Τούρκος είσαι.
- Στο Γιουνανιστάν είμαι.
- Θα σου βαρέσω μια πέτρα στο κεφάλι.
- Κι εγώ άλλη μία.
Οι δυο πιτσιρίκοι είχαν σταθεί ο ένας απέναντι στον άλλο, νεαρά κοκόρια έτοιμα να ματώσουν. Έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Ίδιο μπόι, ίδια φτιαξιά, μάτια ζωηρά, μαργιόλικα. Μόνον από τα χρώματα μπορούσες να τα ξεχωρίσεις. Μαύρο κατσαρό το μαλλί του Αλέξη. Πυρρόξανθα τα μαλλιά του Χασάν.
Και στο πείσμα έμοιαζαν. Κανείς τους δεν έλεγε να κάνει ένα βήμα πίσω.
-Χασάν, ακούστηκε μια βαθιά φωνή, μην τσακώνεσαι με τον Αλέξη. Φίλοι να γίνετε.
Ψηλός, πολύ ψηλός, δυο κεφάλια πιο ψηλός απ’ όποιον άλλο στο τσιφλίκι. Όταν ήταν επάνω στον ψαρή του, το αγαπημένο του βαρβάτο άλογο, άγγιζε τις κορφές των δέντρων. Στο μπακιρένιο πρόσωπό του, τις βαθιές ρυτίδες που αυλάκωναν τα μάγουλά του, ήταν γραμμένα τα βάσανα και οι αγώνες της ράτσας του. Ήταν στιγμές που συννέφιαζε, έδειχνε κουρασμένος. Και μόνον όταν άστραφτε το τσακίρικο βλέμμα του, καταλάβαινες ότι κρατούσε μέσα του όλη την αντρειοσύνη της ράτσας του.
- Δώστε τα χέρια να γίνετε φίλοι, είπε αυστηρά ο Φερχάτ.
Οι δυο μικροί έμειναν αμίλητοι, μουτρωμένοι. Το παιδικό πείσμα αψήφησε την εντολή του Φερχάτ. Δε θα γίνονταν ποτέ φίλοι, υποσχέθηκαν κι οι δυο τους στον εαυτό τους.
- Να γίνετε φίλοι, όχι να τσακώνεστε, επανέλαβε ο Φερχάτ ανυπόμονα, κι ο τόνος της φωνής του δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Ακόμα πιο ανυπόμονος ο ψαρής στριφογύριζε γύρω από το καπίστρι του, χτυπώντας δυνατά τα καρφοπέταλά του στο χώμα.
Ήθελε να ξεχυθεί στον κάμπο.
- Είπα δώστε τα χέρια!
Η φωνή του είχε σκληρύνει. Δε θα περίμενε πολύ.
Απρόθυμα ο Χασάν τέντωσε το χέρι του. Το ίδιο απρόθυμα, μιας και δεν έπαιρνε περισσότερο, έδωσε το χέρι του και ο Αλέξης. Στο άγγιγμα οι δυο τρυφερές παλάμες άφησαν να τους διαπεράσει ένα μικρό ρίγος. Το παιδικό πείσμα το έσβησε.
Ο ψαρής νιώθοντας το χαλινάρι να χαλαρώνει, ρίχτηκε προς το μικρό ανήφορο που άρχιζε από την πλατεία του χωριού. Δεν πρόφτασαν να δουν το αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη του τσερκέζου. Είχαν μείνει κι οι δυο αναποφάσιστοι καταμεσής της πλατείας, δίπλα στη βρύση, απέναντι από το μεγάλο υποστατικό.
Ο τσερκέζος θυμάται
Ο Φερχάτ Ερίμ ήταν ο επιστάτης του τσιφλικιού. Τον Φερχάτ λογάριαζαν αφέντη τους στο τσιφλίκι Τούρκοι και γκιαούρηδες. Εκείνος έκανε το κουμάντο.
Με το χάραμα καβαλίκευε και δεν ξεπέζευε πριν πέσει ο ήλιος. Γύριζε στα χωριά, φώναζε στους χωριάτες να μπήγουν πιο βαθιά το αλέτρι, τους έδειχνε πώς να αλωνίζουν. Εκείνος μάζευε τη σοδειά, μόνος του έκλεινε συμφωνίες με τους εμπόρους της Σμύρνης, που κοντράρανε ποιος να πρωτοαγοράσει τα σύκα, τη σταφίδα, το στάρι του.
Ήταν αφεντικό κι επιστάτης μαζί, μα άρπαζε και το αλέτρι αν έπρεπε να δείξει πώς να οργώνουν το χωράφι. Μα τα βράδια, σαν έπεφτε το σκοτάδι, με την πρώτη ρακή που ζέσταινε τα μέσα του, καβαλούσε τον ψαρή και με τη φαντασία του χυνόταν στα λιβάδια και τα ρουμάνια, εκεί που άλλοτε κάλπαζε με τα παλικάρια της φυλής του.
Ήταν χρόνια που δεν είχε ξεχάσει, χρόνια που νοσταλγούσε, χρόνια που είχε θυσιάσει για το χατίρι της Αΐς, της Τουρκάλας γυναίκας του. Τα θυμότανε. Και τι δε θυμότανε…
* * *
Η φωτιά είχε αρχίσει να τρεμοσβήνει, τα γρήγορα πολεμικά τραγούδια είχαν δώσει τη θέση τους σε μακρόσυρτους λυπητερούς αμανέδες, είχαν βραχνιάσει κι οι φωνές. Το γλέντι των τσερκέζων πολεμιστών είχε φτάσει στο τέλος του.
Ο Φερχάτ σηκώθηκε με αργές κινήσεις, τεντώθηκε, αποχαιρέτησε τους συντρόφους του και πήρε το δρόμο για τη σκηνή του. Δεν ήθελε να δείξει πως βιάζεται. Φοβόταν τα πειράγματα των συμπολεμιστών του. Μα όλο το βράδυ, καθισμένος γύρω από τη φωτιά, πίνοντας και γλεντώντας με τους συντρόφους του, δεν έβλεπε τη στιγμή να γυρίσει στη σκηνή του. Ούτε όμως μπορούσε και να λείψει από τη σύναξη της φωτιάς. Ήταν πανάρχαιο συνήθειο να γλεντούν αδερφωμένοι ύστερα από κάθε επιδρομή.
Το προηγούμενο βράδυ είχαν ορμήσει σ’ ένα τουρκοχώρι της Προύσας. Το βιος που βρήκαν ήταν απρόσμενα πλούσιο. Παράδες, χρυσαφικά, ζωντανά και νεαρές κοπέλες, που τρύγησαν τα κάλλη τους ανάμεσα στις στάχτες των σπιτιών τους. Και φεύγοντας άνοιξαν τις κοιλιές τους να μη γεννοβολήσουν Τουρκάκια.
Δεν άφησαν ούτε κοτέτσι όρθιο. Κι ό,τι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους το έριξαν στις φωτιές που κατάκαιγαν τα χωριατόσπιτα. Η ζωή είχε σβήσει οριστικά στο Αχμουτάζ.
Πρώτος ανάμεσα στην ορδή, ο Φερχάτ είχε κουραστεί να σφάζει και να γκρεμίζει. Θα είχε σίγουρα το μεγαλύτερο μερίδιο από το λουφέ.
Μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεπέζεψε και κοιτούσε γύρω του μην άφησαν τίποτα όρθιο. Μια μεγάλη δεματιά με σανό σιγόκαιγε. Αδιαφόρησε κι έκανε να προσπεράσει όταν μια ριπή αγέρα παρέσυρε τα άχυρα κι άφησε να φανούν δυο γυμνά κατάμαυρα γυναικεία πόδια. Οι φλόγες είχαν αρχίσει να τα τσουρουφλίζουν. Άνοιξε βιαστικά το δεμάτι κι αυτό που είδε γράφτηκε βαθιά στη θύμησή του. Δυο μεγάλα μαύρα μαργιόλικα μάτια τον κοιτούσαν γεμάτα μίσος. Φαρμάκι σκέτο το βλέμμα της.
- Οχιά! Ούρλιαξε. Νόμισες πως θα γλιτώσεις;
- Ούτε εσύ, αντιφώναξε. Και μ’ ένα σάλιο πετάχτηκε όρθια και χίμηξε καταπάνω του.
Ξαφνιασμένος ο Φερχάτ πρόφτασε να δει πως κρατούσε μαχαίρι, ένα μικρό κουζινομάχαιρο, που καθάριζαν οι γυναίκες τα χόρτα. Την άρπαξε από τους καρπούς. Πρόλαβε να του γδάρει με το μαχαίρι της το αριστερό του χέρι.
Μανιασμένος στραμπούλιξε και τα δυο χέρια της. Το αγριεμένο πρόσωπο συσπάστηκε από τον πόνο. Δεν έβγαλε άχνα.
Είχε κιόλας γυμνώσει το κοντολέπιδο μαχαίρι του, να την σφάξει. Κοντοστάθηκε. Μετάνιωσε. Την έσυρε από τα μαλλιά στο άλογό του και την έδεσε με χοντρή τριχιά πισωκάπουλα. Θα την έπαιρνε μαζί του. Δεν ήταν μόνος. Κι άλλοι πολεμιστές είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά του.
Είχαν διαλέξει τις πιο ωραίες του χωριού. Θα τις έσερναν μαζί τους, θα τις γλεντούσαν με την ησυχία τους και θα τις πετούσαν ξεκοιλιασμένες στις χαράδρες, τροφή για τα όρνια. Έτσι ήταν το συνήθειο. Χρόνια τώρα.
Μια ολόκληρη μέρα κάλπαζαν κάτω από το σκληρό ήλιο μέχρι να φτάσουν στο λημέρι τους. Θα γλεντούσαν, θα ξεκουράζονταν και θα έσπερναν παιδιά στις γυναίκες τους, πριν ξεκινήσουν για την καινούρια επιδρομή.
Ήταν κοπιαστική η πορεία τους. Κακοτράχαλα τα μονοπάτια. Και στη σέλα ακόμα πονούσε όλο το κορμί.
Διπλωμένη στα καπούλια ήταν η νέα κοπέλα. Δε βόγκηξε, δεν έκλαψε, δεν παρακάλεσε. Ούτε νερό δε ζήτησε, κι ας είχαν ανοίξει τα χείλη της από τη δίψα.
Είχε σταθεί στο κέντρο της σκηνής. Σκυφτός. Το μπόι του δεν τον έπαιρνε να σταθεί κολονάτος. Έβγαλε το καλπάκι του κι άρχισε να ξαρματώνεται. Έβγαλε και τη φαντή πουκαμίσα του, αφήνοντας να φανεί το δασωμένο στήθος του. Πήρε ένα φουντωμένο κλαδί μυρτιάς, το βούτηξε σε μια γαβάθα με νερό και τρίφτηκε να φύγει ο πολύς ιδρώτας, κι ύστερα άδειασε τη γαβάθα πάνω από το κεφάλι του.
Έτσι όπως έσταζαν τα νερά, έδειχνε ακόμα πιο άγριος. Πυργώθηκε πάνω της.
- Θα σε λύσω, της είπε, θα πιείς νερό από το ασκί, θα βγάλεις το ρούχο σου, θα πλυθείς και θα γείρεις εκεί στο γιατάκι μου.
Την ανασήκωσε κι άρχισε να της λύνει τα χέρια. Έτριψε αμίλητη τους πονεμένους καρπούς της έχοντας καρφωμένο το βλέμμα της θαρρετά στα μάτια του.
Τώρα που την πρόσεχε ήταν πιο λαχταριστή. Το κορμί της γεμάτο μα λυγερό, μεστό το στήθος προκαλούσε μέσα από το κουρελιασμένο ρούχο της. Μα πιο λαχταριστή η κοιλιά της, οι λαγόνες της. Θα χάριζαν σίγουρα μεγάλη αντάρα στο αρσενικό που θα έπεφτε πάνω της και θα έχτιζαν γερά παιδιά.
Κρίμα. Μόλις την γλεντούσε θα έπρεπε να την ξεκοιλιάσει. Έτσι το είχαν.
Το αίμα του είχε αρχίσει να ανάβει. Δεν έβλεπε τη στιγμή να την ξαπλώσει στα στρωσίδια του.
- Βιάσου ! της είπε, κι η φωνή του ακούστηκε βραχνή από την επιθυμία.
Άρχισε να τον πλησιάζει διστακτικά, τρίβοντας ακόμα τους πονεμένους καρπούς των χεριών της. Μύρισε την αναπνοή της. Και ξαφνικά, τελείως απρόσμενα, άρπαξε το μικρό μαχαίρι του από το ζωνάρι του, το ξεγύμνωσε και τραβήχτηκε μ’ ένα πήδημα στην άκρη της σκηνής.
- Σκύλα! Δώσ’ μου το μαχαίρι, αλλιώς θα…
- Ένα βήμα αν κάνεις σφάχτηκα μοναχή μου! Έτσι κι αλλιώς στα όρνια θα καταλήξω…το ξέρω. Αλλά τουλάχιστον δε θα με γλεντήσεις.
Η φωνή της ήταν σταθερή. Δεν αστειευόταν. Αλλά για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή της έσυρε ελαφρά το μαχαίρι στο λαιμό της. Η σάρκα άνοιξε, το αίμα κύλησε στο σταρένιο δέρμα της.
Στάθηκε αναποφάσιστος ο Φερχάτ. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τώρα την ποθούσε ακόμα περισσότερο. Θα προσπαθούσε να την καταφέρει με λόγια.
- Κι αν σου ορκιστώ στον Αλλάχ πως δε θα σε δώσω στα όρνια; Θα σε κρατήσω κοντά μου. Ή, αν το προτιμάς, θα σε στείλω πίσω στους δικούς σου.
- Μαγαρισμένη; Ντροπιασμένη; Καλύτερα να στείλεις νεκρό το κορμί μου.
Ο Φερχάτ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα να την πλησιάσει.
- Στάσου μακριά μου! φώναξε αυτή. Και το μαχαίρι μπήκε πιο βαθιά.
- Έλα στα συγκαλά σου.
Δεν του είχε ξανατύχει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αν ήταν άλλη, θα έκανε κιόλας συντροφιά με τους προγόνους της. Αλλά τον είχε ξελογιάσει και με το κορμί και με το θάρρος της.
Θα προσπαθούσε να την καλοπιάσει.
- Θα προτιμούσες, της είπε ειρωνικά, ένα βρόμικο χωριάτη να σε ξεπαρθενέψει;
- Μάρτυς μου ο Αλλάχ! Το νιώθεις άλλωστε…είσαι το αρσενικό που θα λαχταρούσα να τρυγήσει τούτα δω…
Με μια απότομη κίνηση ξέσκισε το φόρεμα της αφήνοντας να φανούν τα βυζιά της. Κατάμαυρες οι ρώγες. Παλάβωσε ο Φερχάτ.
- Μα τον Αλλάχ, θα σε προτιμούσα απ’ όλους τους άντρες του μιλετιού. Αλλά αυτά εδώ δε θα τα χαρείς. Και χαρεμλού σου δε θα γίνω ποτέ.
Την άλλη μέρα την έκανε γυναίκα του.
Δεν καλοφάνηκε στους συντρόφους του ο γάμος του με την Τουρκάλα. Μισούσαν τους Τούρκους. Δεν ήξεραν γιατί, αλλά έτσι το ’χαν βρει. Ύστερα ήταν και το θέμα πως θα μπαστάρδευε η ράτσα τους.
Χειρότερες οι γυναίκες. Ούτε να την δουν δεν ήθελαν. Πόσες και πόσες δεν είχαν βάλει τον Φερχάτ στο μάτι, και να τον ξελογιάσει μια Τουρκάλα.
Δε δέχτηκαν ποτέ την Αΐς σαν δική τους. Κι άρχισαν να δείχνουν με τον τρόπο τους στον Φερχάτ ότι έπρεπε να ξεκόψει. Ίσως και να του το είχαν πει ανοιχτά αν δεν ήταν το μεγαλύτερο παλικάρι της ορδής. Τον σέβονταν, μα και τον φοβόντουσαν.
Φεγγάρια πολλά κάλπαζε ο Φερχάτ πίσω από τους συντρόφους του. Αυτός που ήταν πάντοτε πρώτος.
Έστηνε τη σκηνή του παράμερα κι άναβε τη δική του φωτιά. Τις πρώτες μέρες, όταν αποτολμούσε να καθίσει γύρω από τη μεγάλη φωτιά της φυλής, οι κουβέντες σταματούσαν, τα πρόσωπα συννέφιαζαν κι ένας ένας οι μεγάλοι τραβούσαν για τις σκηνές τους. Που άλλοτε όλοι κρέμονταν από τα χείλη του κι η γνώμη του ήταν πιο δυνατή απ’ όλους.
Ήταν τότε που συνάντησε τον Γιάννη Υψηλάντη, το δάσκαλο καταπώς τον φώναζαν όλοι. Είχαν ξεπεζέψει στο τσιφλίκι του να ξεδιψάσουν. Είχαν μείνει ώρα μαζί και τα κρυφομιλούσαν. Πώς έδεσαν κανείς δεν έμαθε.
Εκείνη τη μέρα εγκατέλειψε την ορδή κι έγινε αμέσως μπιστικός του.
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1921
Ο Χρήστος ήταν από τους πρώτους στην Σμύρνη που έμαθε για τη μεγάλη μάχη. Πλήρωσε ένα μικροεκδότη και του έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσει αμέσως μόλις είχε κανένα νέο για την εξέλιξη της μάχης. Τα ξημερώματα, ένα παιδί χτυπούσε δυνατά στην πόρτα του, φωνάζοντας.
- Σακάρυα… Σακάρυα…
- Σαγγάριος, για όνομα του Θεού, του απάντησε ο Χρήστος. Δεν έχεις διαβάσει καθόλου ιστορία;
Πέταξε τη ζώνη που φορούσε τη νύχτα για να τον προστατεύσει από το κρύο, και ντύθηκε βιαστικά για να πάει στην Μπόρνοβα. Η Σοφία έμενε εκεί το καλοκαίρι για ν’ αποφύγει τη ζέστη.
- Δεν έχεις τίποτε για μένα; ρώτησε το παιδί καθώς έτρεχε δίπλα στην άμαξα.
Ο Χρήστος του έριξε μια τουρκική λίρα. Μια μεγαλόπρεπη χειρονομία, που ταίριαζε με τη σπουδαιότητα της πληροφορίας που του είχε φέρει. Η μέρα άρχισε καλά για τον Χρήστο. Ο οδηγός έκανε στράκες με το καμουτσίκι του βιάζοντας το άλογο να τρέξει. Τα χάμουρα έκαναν ένα εύθυμο κουδούνισμα. Στη Ρυ ντε Ροζ, συνάντησαν μια γυναίκα που καθάριζε το δρόμο. Ο Χρήστος έγειρε έξω από το αμάξι:
- Επίθεση στον Σαγγάριο, φώναξε.
Η γυναίκα γύρισε τρομαγμένη και τράβηξε την καλύπτρα της γύρω από το στόμα της.
- Αυτά είναι καταπληκτικά νέα, είπε ο οδηγός, έτσι δεν είναι:
- Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαίνει το τέλος του πολέμου, δήλωσε ο Χρήστος.
Μετάδωσε τα νέα σε μερικούς γκαμηλιέρηδες που καθόντουσαν χάμω στο χώμα, σε μια γυναίκα που κατάβρεχε το κατώφλι της και σ’ ένα παιδί που έριχνε χαλίκια στον κήπο ενός καφενείου. Καθώς περνούσαν το σταθμό του Μπασμαχανέ άκουσε μερικά παιδιά να διαλαλούν τα νέα, προφέροντας όμως λάθος τις τοποθεσίες. Σταμάτησε το αμάξι, κατέβηκε κάτω, κι έκανε ένα σύντομο μάθημα γεωγραφίας της Ανατολίας. Μπακάληδες και χασάπηδες με ξυλοπάπουτσα, μαζεύτηκαν και σχημάτισαν ένα κύκλο, ακούγοντας μ’ ενδιαφέρον και ύστερα έτρεξαν να σημαιοστολίσουν τα μαγαζιά τους.
- Μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα από το τρένο στην Μπόρνοβα; ρώτησε ο Χρήστος τον οδηγό. Θέλω να το πω πρώτος στη γυναίκα μου. Ο γιος μας είναι με τη 10η Μεραρχία.
- Τι κρίμα είπε ο οδηγός.
Κανόνισαν μια τιμή υπερβολική, ο Χρήστος όμως ήταν ανυπόμονος. Μόλις έμπαιναν στη Μπόρνοβα, άκουσε κωδωνοκρουσίες κι απόρησε. Θυμήθηκε όμως ότι ήταν το πανηγύρι της Κοίμησης. Ένα Λούνα Παρκ είχε εγκατασταθεί σ’ έναν αγρό πιο έξω. Τα βαγόνια στο σιδηροδρομικό σταθμό ήσαν φορτωμένα με ξερή σουλτανίνα. Ο δρόμος από τον σταθμό μέχρι την πλατεία ήταν γεμάτος κόσμο. Άλλοι κρατούσαν ομπρέλες για τον ήλιο, άλλοι πολύχρωμα μπαλόνια, κορδέλες με τις λέξεις Σακάρυα και Σαγγάριος, άλλοι έτρωγαν ψητούς σπόρους κολοκυθιάς, άλλοι έπιναν κερασόζουμο. Παρέες από κορίτσια περπατούσαν πάνω και κάτω, κουτσομπολεύοντας και χασκογελώντας. Φορούσαν βελούδινους μπούστους και σκούφους στο κεφάλι με μεταξωτές φούντες. Οι νεαροί, δυο-δυο, ακολουθούσαν, μ’ ένα τσιγάρο πίσω στ’ αυτί, και φυλλαράκια δάφνης καρφιτσωμένα στο πέτο τους.
Ήταν απίστευτο να μπορεί να κοιμάται κανείς με τέτοιο θόρυβο. Όταν όμως κτύπησε το κουδούνι, βγήκε η Πολυξένη με το δάχτυλο στα χείλη.
- Μη νομίζεις πως έχω υπομονή να περιμένω, της φώναξε ο Χρήστος. Δεν έχεις πάρει χαμπάρι ότι ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν;
Είδε τη Σοφία μισοκοιμισμένη, μ’ ένα μεταξωτό κιμονό, καθώς φάνηκε στον πάνω διάδρομο.
- Έχω νέα φώναξε.
Άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικός τις σκάλες.
- Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε στην κοιλάδα του Σαγγάριου.
- Αυτό είναι καλό. Ε; έτσι δεν είναι;
- Βεβαίως είναι καλό. Σημαίνει το τέλος του πολέμου.
Η Σοφία όμως του έπιασε το χέρι.
- Ω, Χρήστο, τι φοβερό, ένα γράμμα από την Ελένη…
Και άρχισε να κλαίει, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.
- Βρίσκεται στο Αλασεχίρ. Είναι καλά. Αλλά, Χρήστο, λέει ότι δεν ήταν έγκυος, ότι το είπε επίτηδες επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί το Δημήτρη. Καταλαβαίνεις εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά;
- Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτε από την ιστορία αυτή. Τον παντρεύτηκε εκείνο τον Τούρκο;
Η Σοφία χαμογέλασε ενώ έτρεχαν δάκρυα στα μάτια της.
- Είναι πολύ ευτυχισμένη… Δεν θέλεις να πας να την πάρεις και να την φέρεις σπίτι;
Ο Χρήστος αισθάνθηκε ένα κόμπο στον λαιμό.
- Ευτυχισμένη, αφού κατέστρεψε ένα σωρό ζωές; Ας μείνει με τον Τούρκο της όσο θέλει. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν έχω θυγατέρα.
Πήρε το γράμμα από τα χέρια της Σοφίας και το έσχισε σε μικρά κομμάτια.
Η Σοφία τον παρακολουθούσε. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και είπε:
- Πολύ ευχάριστο αυτό για τον πόλεμο. Εύχομαι να είναι το τέλος.
Φύσηξε τη μύτη της.
- Αλήθεια πολύ καλό. Θάχουμε τον Γιώργο πίσω γρήγορα. Έτσι δεν είναι Χρήστο.
- Ασφαλώς. Υποθέτω. Ρώτησε καθόλου για τον αδελφό της;
- Χρήστο, ρώτησε για όλους. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι αναστέναξε. Ύστερα τον ρώτησε εάν ήθελε να πιει καφέ με γάλα.
Ο Χρήστος θυμήθηκε τον οδηγό και βγήκε έξω βιαστικά να τον πληρώσει. Έξω από τον σιδερένιο φράχτη που έμοιαζε με σειρά από ακόντια στημένα με την αιχμή προς τα πάνω είχαν μαζευτεί μερικοί μικροπουλητάδες. Σιγύριζαν στο χώμα σωρούς πεπόνια από την Κασσάμπα. Γυφτοκόριτσα είχαν απλωμένους δίσκους με ρόδια και έδιωχναν τις μύγες με κομμάτια από χαρτόνι. Μικρά παιδιά, με άσπρες ποδιές, έψηναν νεφρά από αρνί σε αναμμένα μαγκάλια. Γύριζαν αργά-αργά τις μικρές σούβλες με το ένα χέρι και με το άλλο έδιωχναν τις σφίγγες που μαζευόντουσαν. Πιο κάτω, στη γωνία, μερικοί στρατιώτες έστηναν μιαν αψίδα θριάμβου. Ήταν λίγο ανόητο αυτό και αρκετά πρόωρο, αφού δεν μπορούσε κανείς ακόμη να προδικάσει αν η επίθεση θα έφερνε τη νίκη ή την ήττα.
Ο οδηγός της άμαξας έτρωγε ένα κομμάτι καρπούζι.
Φαντάζομαι ότι η οικογένεια θα ενθουσιάστηκε από τα νέα, είπε.
- Πάρα πολύ, απάντησε ο Χρήστος.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 351-354.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Σαϊτάν ντοβλέτ
- Όλοι στο Σαϊτάν ντοβλέτ, ούρλιαξε ο Χασάν ρίχνοντας ένα σαρκαστικό βλέμμα στον Αλέξη, που είχε μείνει σύξυλος.
Τώρα που είχε φύγει ο Φερχάτ, το αίμα των δυο μικρών πολέμαρχων
είχε ανάψει και πάλι.Το ντοβλέτι που είχε στήσει με τους σατανάδες του ο Χασάν ήταν ένα άνοιγμα μέσα σε μια συστάδα κυπαρισσιών στα ριζά του μικρού νεκροταφείου. Εκεί, μέσα στα μνήματα, κάτω από το χώμα, Τούρκοι και γκιαούρηδες αναπαύονταν ειρηνικά. Επάνω οι νεαροί σατανάδες ήταν έτοιμοι να ματώσουν.
Έβραζε από θυμό ο Αλέξης βλέποντας τα μικρά Ελληνάκια να παίζουν στο στρατό του Χασάν παριστάνοντας τους Τούρκους στρατιώτες. Φανταστικός εχθρός ο στρατός των γκιαούρηδων και ορμούσαν εναντίον του φωνάζοντας «Αλλάχ…μπιρ Αλλάχ».
«Να κάνουν τέτοιες αλλοκοτιές τα δικά μας…» Τους άκουγε και φούσκωνε ο θυμός του.
Προτιμούσε τις πρώτες μέρες να μένει μοναχός του κάτω από μια πλατύφυλλη συκιά κάνοντας διάφορα σχέδια στο χώμα, που τα έσβηνε βιαστικά, σαν να έκρυβαν πολύτιμα μυστικά, όταν ξεθάρρευε και πλησίαζε κανείς. Και ήταν η περιέργεια που τραβούσε όλο και περισσότερα γκιαουράκια κάτω από τη συκιά.
- Τι είναι αυτό που σχεδίαζες; Τόλμησε κάποια στιγμή να τον ρωτήσει ένας μικρός. Ίσως ο πιο μικρός και απονήρευτος.
- Το Γιουνανιστάν, η Ιωνία, η πατρίδα μας, απάντησε αδιάφορα ο Αλέξης.
- Μα εμείς είμαστε ραγιάδες, τόλμησε να αντιμιλήσει στον Αλέξη ένα άλλο μυξιάρικο εκείνο το πρωινό.
Του θύμωσε τον εαυτό του.
- Όχι, απάντησε χαμογελαστά. Είμαστε Έλληνες και είναι ντροπή στο παιχνίδι να πολεμάτε τους…Έλληνες. Θα σας τουρκέψει ο Χασάν.
Πολύ γρήγορα η συκιά δεν έδινε πολύ ίσκιο για όλο τα παιδόπουλα. Είχαν πληθύνει, και ο Αλέξης τα τράβηξε πιο μακριά, κάτω από ένα γέρικο πλατάνι που τα κλαδιά του μπλέκονταν με τα διπλανά δέντρα. Με λίγη φαντασία θα μπορούσε να γίνει η σπηλιά του Αλή Μπαμπά.
Εδώ θα είναι το Γιουνανιστάν, είπε ο Αλέξης καθώς σκαρφάλωναν στα γέρικα κλαδιά.
Θα παίξεις καμιά φορά; τον προκάλεσε και πάλι ο Χασάν. Έβλεπε τα περίεργα κρυφομιλήματά του με τα γκιαουράκια και είχε παραξενευτεί.
- Ναι, θα παίξω, απάντησε το ίδιο προκλητικά ο Αλέξης,
Ο Χασάν στάθηκε για λίγο σαστισμένος. Δεν το περίμενε. Αμέσως όμως ξαναβρήκε το τουπέ του.
- Οι σπαχήδες μου εδώ. Και οι…
- Οι Γιουνάνηδες μαζί μου, αντιφώναξε ο Αλέξης.
Οι πέτρες άρχισαν να σφυρίζουν στον αέρα. Οι μικροί πολεμιστές άφηναν κραυγές να τρομάξουν τον εχθρό και να πάρουν κι οι ίδιοι θάρρος. Έτρεμαν τα χέρια τους και οι πέτρες έφευγαν, ευτυχώς στο γάμο του Καραγκιόζη. Όρμησαν γαβγίζοντας και τα σκυλιά, που άφησαν τον τεμπέλικο ύπνο τους για να πάρουν μέρος στο παιχνίδι. Λαχτάρισαν οι μανάδες. Έβαλαν τις φωνές μην τολμώντας να μπλέξουν στο πετρομάνι.
- Πίσω στο Γιουνανιστάν! φώναξε ο Αλέξης.
Ήταν θυμωμένος. Τους είχαν πάρει στο κατόπι. Πιο πολλά, βλέπεις, τα Τουρκάκια, και δεν είχαν ξεθαρρέψει όλοι οι Γιουνάνηδες να έρθουν μαζί του. Δεν τολμούσαν να αψηφήσουν τον Χασάν. Ήταν και πιο πολλά τα τουρκοχώρια στο τσιφλίκι. Τρία τουρκοχώρια, ένα ελληνικό και το νταλιάνι. Άσε που οι Τούρκοι έκαναν παιδιά αβέρτα.
Στην εξορία
Ήταν θυμωμένος ο Αλέξης. Κι όχι μόνο για το πάθημά τους. Στο τσιφλίκι ένιωθε σαν να ήταν εξορία. Και σαν να μην του έφταναν αυτά, ανησυχούσε για τη μητέρα του. Ήταν βαριά άρρωστη σαν έφυγε, όταν τον υποχρέωσαν να φύγει, και δεν ήξερε αν ζούσε ή μήπως και…Ούτε να το σκεφτεί δεν τολμούσε.«Όλα πάνε περίφημα!» έλεγε ο γιατρός κάθε που ερχόταν να την εξετάσει. Πλησίαζαν οι μέρες της, και η κυρία Κατίνα θα έφερνε στον κόσμο το δεύτερο παιδί της
Ο Συμεών ήταν αναστατωμένος. Δεν ήταν εύκολη η γέννα στη Μύριαμ και ανησυχούσε, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Δεν τα κατάφερνε.
Περίμενε να ακούσει και πάλι το «όλα πάνε περίφημα» ο Αλέξης. Αλλά αυτή τη φορά ο γιατρός, ένα ξερακιανό ανθρωπάκι με μαύρη ρεντιγκότα, που η γυαλάδα της έδειχνε την ηλικία της, βγήκε από το δωμάτιο της μητέρας του συνοφρυωμένος. Έβγαλε τα στρογγυλά γυαλάκια του με το συρμάτινο σκελετό, τα σκούπισε προσεκτικά και με ευλάβεια τα έβαλε στη μεταλλική θήκη τους.
«Θα συνιστούσα», τον άκουσαν να λέει, «να ζητήσουμε και τη γνώμη ενός Άγγλου συναδέλφου μου, του δόκτορα Ρέντιγκ. Είναι αυθεντία και…Ίσως να τον χρειαστούμε εις τον τοκετό, και θα ήτο καλόν να έχει σχηματίσει εγκαίρως γνώμην δια το πρόβλημα που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε.
Στάθηκαν αρκετά τα λίγα εκείνα λόγια του γιατρού για να αλλάξει η ζωή της οικογένειας. Άφησαν το αρχοντικό του Μπουρνόβα και γύρισαν στη Σμύρνη, στο βερχμανέ τους. Ήθελαν να είναι κοντά στο νοσοκομείο, αν χρειαστεί, και για να έρχεται πιο συχνά ο Άγγλος δόκτορας.
Η μητέρα δε σηκωνόταν πια από το κρεβάτι. Της είχαν πει να μένει ακίνητη. Ο Συμεών ήταν αμίλητος, συννεφιασμένος. Βημάτιζε πέρα δώθε όλη την ώρα και συχνά τον έβρισκε η αυγή στο πόδι. Είχε αφήσει όλη τη δουλειά στον Καρίμ. Ήταν το λιγότερο που τον ένοιαζε.
Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν αμίλητες στο δωμάτιο της άρρωστης να την περιποιηθούν μην και θελήσει κάτι.
Ο Αλέξης είχε αναλάβει να νταντεύει τη μικρούλα Μιριάμ. Καταλάβαινε το μωρό ότι κάτι κακό συμβαίνει και έμενε ζαρωμένο σε μια γωνιά μισοκλαίγοντας. Έπαιζε μαζί της ο αδερφός της, προσπαθούσε να την κάνει να γελάσει, μα πάντοτε έβρισκε την ευκαιρία να τρυπώσει στο δωμάτιο. Καθόταν σ’ ένα σκαμνί δίπλα στη μητέρα του και την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο λατρεία. Κι εκείνη του χαμογελούσε γλυκά – μόνο εκείνη ήξερε να χαμογελά τόσο γλυκά.
Πόσο του είχε λείψει το χαμόγελο εκείνο.
- Αύριο το πρωί, του είχε πει απρόσμενα ένα βράδυ ο πατέρας του, θα φύγετε μαζί με τη Μιριάμ για το τσιφλίκι. Θα έρθει και η Φατιμά μαζί σας να σας φροντίζει.
- Μα, πατέρα, δε θέλω να φύγω. Πρέπει να είμαι εδώ. Θα χρειαστώ! Δεν μπορώ να φύγω. Δε θέλω.
- Πρέπει.
- Θέλω να είμαι εδώ, μπορεί να χρειαστεί κάποια βοήθεια η μητέρα.
- Η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορεί να της δώσεις είναι να πάρεις την αδερφή σου και να φύγετε. Μόνη της η Μιριάμ θ’ αγριευτεί. Και δεν μπορεί να τριγυρίζει μέσα στα πόδια μας.
* * *
Η πίκρα κι ο θυμός κόχλαζαν στην ψυχή του. Οι δικοί του τον είχαν ξεχάσει στο τσιφλίκι. Έτσι το έβλεπε. Οι Γιουνάνηδές του τον είχαν ντροπιάσει και πάλι. Λαγοί έγιναν μπροστά στα μεμετάκια. Κοκκίνισε. Γύρισε. Ο Χασάν ερχόταν κατά πάνω του.
- Κάνε πίσω! του φώναξε σφίγγοντας ένα λιθάρι στη μικρή χούφτα του. Θα σε χτυπήσω.
- Κάνε εσύ πίσω, γιατί θα σε χτυπήσω κι εγώ.
- Δε χωρατεύω, κρατάω πέτρα.
- Κι εγώ κρατάω πέτρα, κι αν θες να μάθεις αν χωρατεύω κάνε ένα βήμα.
Τρομαγμένοι οι στρατιώτες τους είχαν μαζευτεί πίσω από τους αρχηγούς τους, αρκετά μέτρα μακριά. Φοβόντουσαν. Κάτι τους έλεγε πως αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους δεν ήταν πια παιχνίδι.
Οι δύο αρχηγοί συνέχισαν να απειλούν και να προκαλούν ο ένας τον άλλο. Να τρομάξουν ήθελαν τον απέναντι και να πάρουν θάρρος κι οι ίδιοι. Και χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να το έχουν διαβάσει πουθενά, υπακούοντας στο ορμέμφυτο της ανθρώπινης ράτσας, ξαναζωντάνευαν πανάρχαιες συνήθειες των προγόνων τους.
- Φύγε, φύγε από το δρόμο μου!
- Εδώ θα σταθώ. Δε φεύγω!
- Θα σου ’ρθει…
- Και σ’ εσένα…
Ποιο χέρι κατέβηκε πρώτο, ποιο λιθάρι ήταν εκείνο που ξέσκισε σάρκα δε θα μπορούσε κανείς να πει με βεβαιότητα. Σχεδόν ταυτόχρονα το αίμα ξεπήδησε βάφοντας το ίδιο τα δυο παιδικά κεφαλάκια. Δυο γδούποι, δυο κραυγές πόνου, ένα σφιχταγκάλιασμα να ρίξει ο ένας τον άλλο κάτω. Σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο.
- Μάνα! Μάνα, τρέχα, σκοτώθηκαν.
- Ο Χασάν. Του άνοιξαν το κεφάλι!
- Φατιμά, ο Αλέξης πεθαίνει!
Τα παιδόπουλα είχαν σκορπίσει τρομαγμένα σαν σμάρι από σπουργίτια που τα κυνηγάει η αλεπού. Φώναζαν, έκλαιγαν, έτρεχαν πέρα δώθε, μην ξέροντας τι να κάνουν και που να κρυφτούν. Τα σκυλιά, που μέχρι τότε έπαιζαν με τα μικρά, σαν μύρισαν αίμα άρχισαν να γρυλίζουν αγριεμένα. Οι γυναίκες χύθηκαν στο πλάτωμα, και τα δικά τους ουρλιαχτά πιο δυνατά και από των σκυλιών.
Η γρια-Φατιμά ξέχασε τα χρόνια της, τους πόνους των ποδιών της. Έφτασε πρώτη πάνω από τα δυο ματωμένα κορμάκια και ρίχτηκε στον Αλέξη της. Δε φώναξε, δεν ούρλιαζε. Έκλεισε στην αγκαλιά της το μικρό αγόρι και το ανασήκωσε. Ένιωσε δίπλα της να ξεπεζεύει ο Φερχάτ. Άρπαξε εκείνος στα χέρια του τον Χασάν.
- Φέρε και τον Αλέξη στο δικό μου γιατάκι! πρόσταξε. Και γυρίζοντας στις γυναίκες φώναξε: Φέρτε μου νερό, να βράσει πρώτα, και ξίδι από το περσινό, όχι γλυκάδι. Κι ένα μεγάλο σεντόνι. Εσύ, Αλή, φέρε από την αποθήκη καπνό, καπνό ψιλοκομμένο. Κι αν δεν έχει, διάλεξε φύλλα περσινά, ξεραμένα.
Τα δυο σκανταλιάρικα ήταν ξαπλωμένα δίπλα δίπλα στο μεγάλο κρεβάτι. Τα ματάκια τους τρεμόπαιζαν. Πονούσαν. Ήθελαν να βογκήξουν, μα φοβόντουσαν τον Φερχάτ, αμίλητος εκείνος έπλυνε τις πληγές τους πρώτα με ζεστό νερό. Το δυνατό ξίδι τα έτσουξε. Προσπάθησαν να πνίξουν τις φωνούλες τους. Φοβόντουσαν μα και ντρέπονταν μαζί. Να τους ακούσουν οι άλλοι, οι στρατιώτες τους, τι αρχηγοί θα ήταν;
Ο Φερχάτ έτριψε ξερά φύλλα καπνού πάνω στις πληγές τους, έσκισε το σεντόνι σε λωρίδες κι έδεσε τα πληγωμένα κεφάλια τους προσεκτικά.
Δεν είχε πει λέξη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σαν τελείωσε σηκώθηκε, τους έριξε μια ματιά και κούνησε το κεφάλι του.
- Κοιμηθείτε τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο κι αύριο τα λέμε.
- Τα χέρια σου είναι γεμάτα αίματα είπε ο Χασάν σαν ξεμάκρυναν τα βήματα του πατέρα του. Μάτωσες πολύ; ρώτησε σαν να ζητούσε συγγνώμη.
- Δικά σου αίματα είναι. Όταν σ’ έπιασα από τα μαλλιά. Αλλά και τα δικά σου χέρια μέσα στο αίμα είναι. Κοίτα.
- Τότε, θα πρέπει να είναι δικά σου αίματα.
- Σμίξανε τα αίματά μας; Αυτό θέλεις να πεις;
- Καταπώς βλέπω…Ξέρεις τι λένε;
- Και βέβαια ξέρω.
- Και θέλεις;
- Αν θέλεις κι εσύ. Θέλεις να γίνουμε καρντάσηδες, αδερφοποιτοί;
Το βράδυ σαν γύρισε ο Φερχάτ είδε τα δυο παιδιά να κοιμούνται δίπλα δίπλα. Είχαν αποκοιμηθεί κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Το πρωί έφυγε χωρίς να τους πει λέξη.
Οι δυο στρατοί συνέχιζαν να παίζουν πετροπόλεμο. Αλλά όχι ο ένας εναντίον του άλλου. Γιουνάνηδες και οσμανλήδες πολεμούσαν τους ληστές, που τρομοκρατούσαν τα χωριά.
- Προσέξτε, τους είπε ένα απομεσήμερο ο Φερχάτ χαμογελώντας πειραχτικά. Προσέξτε μην τα βάλετε με τους τσερκέζους. Εμείς δεν κάνουμε πίσω.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 224-231.
Εις τα προάστια της Σμ...
Η ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ
Η πρώτη εντύπωσίς μας είναι πολύ παράδοξη. Θαρρεί κανείς πως βρίσκεται σε αριστοκρατική εξοχή του Λονδίνου, απ’ αυτές που φιλοξενούν κατά τας ώρας της αναπαύσεως τους σπόρτσμεν Βρετανούς πολιτευτάς και τους Λόρδους ευπατρίδης. Γιατί ο Μπουρνόβας δεν είναι μόνο ένα ωραίο ελληνικό χωριό, αλλά ταυτοχρόνως και παροικία των πλουσιοτέρων Άγγλων της Ανατολής. Με την διαφορά, ότι ο ουρανός του αντί να είναι σκεπασμένος με μελαγχολικό σκοτάδι, φωτίζεται με αττική γλυκύτητα. Βίλλες ονειρώδεις σαν κλισέ αμερικανικών περιοδικών κατασπαρμένες εδώ κ’ εκεί μέσα στα περιβόλια, και δασύλλια και ανθώνες που αναπαύουν το μάτι και θωπεύουν την ψυχή. Το Τζιτζίκι γρυλλίζει μέσα σε πάρκα παραδείσου –χώρα μακάρων- πλατείες του λόουν –τένις και του κρίκετ, βεράντες με τζάμια πολύχρωμα, σέρες, πεύκα και έλατα, αποθέωσις της βλαστημένης φύσεως. Δρόμοι πλατιοί διασχίζονται από φτερωτούς Φαέθωνες και μοντέρνα αυτοκίνητα, γκουβερνάντες και μπόννες και κατάξανθες δασκάλες με γυαλιά από τ’ αυτιά οδηγούν μικρά αγγελούδια του Ρούμπενς και του Μποτιτσέλι, γελαστούς μικρούς ινφάντες του Βελάσκουεζ στον περίπατο. Λεωφόροι με σειρές πλατάνων και ρεματάκια με γάργαρα νερά και ησυχία απεριγράπτως ανακουφιστική. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο Μπουρνόβας. Όταν έχει κανείς παπούτσια γερά και κότσια γερότερα μπορεί ν’ αναρριχηθεί και έως το κυρίως χωριό, όπου ανάμεσα από πετρώδεις ατραπούς θα ιδεί αμέτρητα χαμόσπιτα και ρούγες με πορτίτσες αυλών και γυναικούλες που γνέθουν το μαλλί στη ρόκα τους. Θα ιδεί μαγαζάκια και φτώχεια και δουλευτάδες μεροκαματαρέους, γνήσιον Μωριά. Η ζωή του χωριού με τις παραδόσεις και με τους τύπους της παρουσιάζεται ολοζώντανη όπως την εσκάλισε η πέννα του Παπαδιαμάντη. Και παραπάνω ακόμη ένας αθλιότατος Τουρκομαχαλάς με λερωμένα φέσια και αργαστήρια και περιβάλλον, πανομοιότυπον των διηγήσεων του Ναστραδίν-Χότζα. Στην κορυφή μιας ραχούλας γυμνής, αλλά τόσο κλασικής, από εκείνες που ενέπνευσαν στον Ταιν τις παρατηρήσεις του για την αισθητική της αρχαίας τέχνης, από την οποία τα νησιά του Αιγαίου και τα πολεμικά πλοία του λιμανιού της Σμύρνης, είναι οι «Χαβούζες»- παλιές δεξαμενές, πηγές αλλοτινών χρόνων. Σε λίγην απόσταση από κει είναι το αλώνι, χώρος εις τον οποίον κάθε γιορτή οι Ελληνοπούλες του χωριού με το απαράμιλλο κάλλος των επιδίδονται εις την εντοπίαν όρχησιν, τους ξακουστούς «μπάλλους» του Μπουρνόβα. Σήμερα κατά σύμπτωσιν είναι γιορτή, και ελπίζαμε να ιδούμε κάτι τέτοιο, αλλά δυστυχώς από πενταετίας η εκδήλωσις αυτή του ελληνικού σφρίγους έχει διακοπή, καταργηθεί από την τυραννία και τώρα πια κινδυνεύει να εξαφανισθεί ολότελα, να λησμονηθεί.[…]
Έχει όλο το τοπίο μια χαρά που σε κάνει να λησμονιέσαι, και είναι έτσι γύρω στην πρασινάδα του κήπου και στα αρώματα των λουλουδιών, κάτω από τον ολόγλυκο ουρανό, ένα μεγάλο μυθικό πανηγύρι η τελετή της απολυτρώσεως. Από γενεά σε γενεά οι άνθρωποι το επερίμεναν. Εσκάλιζαν τις τριανταφυλλιές τους μ’ αυτήν την προσδοκία και μ’ αυτά τα δάκρυα τις επότιζαν. Και τώρα να, που είναι πραγματικότης το όνειρο. Ο Μπουτζάς κολυμπάει μέσα σε σημαίες γαλανόλευκες. Οι λατέρνες του και τα πιάνα του, τα χαμόγελα των γυναικών του, όλα μιλούν χαρμόσυνα γι’ αυτήν την υπόθεση. Ω! ναι, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ το Μπουτζά καθώς τον είδαμε σαν και σήμερα, ολάνθιστον, ολόχαρον, να γιορτάζει την πιο ιστορική ημερομηνία της λαχτάρας του. Μαζί με το Μπουρνόβα κρατούν τα πόστα από τις δυο μεριές και κλείνουν την κορνίζα που περιβάλλει τη Σμύρνη με το γελαστό κόλπο της. Αυτό το κάδρο είναι το ζηλευτότερο απόκτημα των ελληνικών ιδανικών. Μέσα του εκλειστήκαμε κι εμείς, εκλείσαμε την ψυχή μας, και τη νοιώθουμε να ευωδιάζει λιγωμένη σαν τα ανοιξιάτικα λουλούδια, από την πιο βαθειά ικανοποίηση.
Σμύρνη, 1919
Κώστας Αθάνατος, «Εις τα προάστια της Σμύρνης», περ. Μικρασιατικά, τομ. 2, 1971-1972, σ. 89-93.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Θυμήθηκε το προηγούμενο βράδυ τις σκέψεις, την απογοήτευσή της. Πόσο άδικο είχε! Αλλά δεν ήταν δικό της μόνο το φταίξιμο.
Είχε φτιάξει στη φαντασία της μια ειδυλλιακή εικόνα για τη Σμύρνη, την Γκιαούρ Ιζμίρ, τη νύμφη του Ερμαίου, την πατρίδα του Ομήρου, το Παρίσι της Ανατολής. Κάθε φορά που η γιαγιά της, η Αγγελική Συμεωνίδη, της μιλούσε για τη Σμύρνη χρησιμοποιούσε και ένα καινούργιο εγκωμιαστικό επίθετο για την πόλη όπου είχε αφήσει φεύγοντας την ψυχή του. Και είχε περάσει ώρες ολόκληρες στα γόνατα της γιαγιάς της τα κρύα βράδια στα προσφυγικά της Καισαριανής. Θα μπορούσε να ζωγραφίσει, αν ήξερε να χρησιμοποιεί τα πινέλα, το Και, την πολυτραγουδισμένη παραλία της, την Αγία Φωτεινή, την Καραντίνα, τα Μορτάκια, τον τουρκομαχαλά, τις Μεγάλες Ταβέρνες.
Την έπαιρνε μαζί της στα ταξίδια της φαντασίας και στις εκδρομές που έκανε σαν νεαρό κορίτσι. Στον Μπουτζά, στο Κορδελιό, στην Κάτω Παναγιά, στο λουλουδιασμένο Μπουρνόβα, όπου είχαν τα εξοχικά τους οι Άγγλοι της Σμύρνης.
- Οι Μπουρνοβαλιές, της έλεγε, ήταν οι πιο ωραίες κοπέλες της Ιωνίας. Με τ’ όνομα. Φημισμένος σε όλη την Ανατολή. Η μητέρα μου, η προγιαγιά σου, ήταν Μπουρνοβαλιά. Η Κατερίνα του Κοντοβασίλη με τ’ όνομα. Και ύστερα από λίγο, σαν να το έφερνε δήθεν η κουβέντα, συνέχιζε. Κρίμα που η αδερφή μου, η Κατίνα, δεν της έμοιασε. Εγώ ήμουν φτυστή εκείνη. Κι εσύ. Κι εσύ από μένα πήρες.
Ήταν περήφανη για την παλιά ομορφιά της η γιαγιά, μια ομορφιά που αγωνιζόταν να κρατηθεί ενάντια στα σημάδια του αδυσώπητου χρόνου. Κάθε πρωί, πριν ακόμη ανοίξει το μάτι της όπως έλεγε, μακιγιαριζόταν. Και δεν είχε φορέσει ποτέ μαύρο.
-Δε μου πάνε, έλεγε. Άσε που είναι και γρουσουζιά.
Δε δίσταζε να καταφύγει και στη μυθολογία ακόμα για να στηρίξει το μύθο της δικής της ομορφιάς.
- Έλεγαν, για να καταλάβεις τι ομορφιά είχαν –της είπε ένα βράδυ δίπλα στο μισοσβησμένο μαγκάλι του προσφυγικού τους πως οι πρώτες γυναίκες του Μπουρνόβα είχαν λουστεί στην πηγή της Αφροδίτης κι από κει πήραν την ομορφάδα τους.
- Μα μου το’χεις πει για τις Σμυρνιές αυτό, γιαγιά.
- Τις Μπουρνοβαλιές νοούσα…Έλεγαν ακόμα πως οι Τσεσμελήδες, που ήταν γερά παλικάρια αλλά πολύ άσχημοι, κορίτσια από τον Μπουρνόβα έκλεψαν ένα βράδυ για να φτιάξουν τη ράτσα τους.
- …
- Ο μύθος των Σαβίνων.
- Ποιών Σαβίνων;
- Αχ, κοριτσάκι μου, όταν αρχίσεις λατινικά θα μάθεις. Και για να την πάρει με το μέρος της πρόσθετε: Μόνον εσύ μου έμοιασες, κοριτσάκι μου.
Δεν είχε πρόβλημα με την εμφάνισή της η Άντζελ. Ψηλή, με ωραίο γεμάτο καμπύλες σώμα, κι ένα πρόσωπο τουλάχιστον ελκυστικό, θα μπορούσε να μοιάζει με τη γιαγιά της. Μόνο που ήταν ξανθιά, σε αντίθεση με τα καστανόμαυρα χρώματα της γιαγιάς. Δεν έλεγε όμως τίποτα για να μην την φέρει σε δύσκολη θέση.
Δεν της αντιμιλούσε ποτέ. Τι κι αν είχαν περάσει χρόνια τόσα, τι κι αν είχε χυθεί αίμα και δάκρυ πολύ. Η γιαγιά ζούσε με τη φαντασία της στην αγαπημένη της Σμύρνη και ανακάτευε στα λόγια τις λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούσε στα νιάτα της.
- Καραντίνα… Καρατάσι… Γκιοζ Τεπέ… την μάλωνε με αγάπη όταν γύριζε ξαναμμένη και καθυστερημένη από τις φίλες της. Όμως το καραβάκι που έκανε συνεχώς πέρα δώθε το δρομολόγιο Καραντίνα-Γκιοζ Τεπέ, έτσι κι αυτή, ήθελε να πει, τριγυρνούσε συνεχώς στις φίλες της.
Την είχε φτιάξει τόσο ωραία τη ζωγραφιά της Σμύρνης η γιαγιά της που η σημερινή πόλη της είχε απογοητεύσει.
* * *
Είστε κι εσείς από τα μέρη μας, αν δεν κάνω λάθος; Διέκοψε τις σκέψεις της η Μιριάμ χανούμ με ένα χαμόγελο.
- Μα φυσικά! Δηλαδή η οικογένειά μου. Και όχι μόνον. Αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, οι οικογένειές μας είχαν στενή φιλική και επαγγελματική σχέση, αν όχι και κάποια μακρινή συγγένεια. Έτσι τουλάχιστον μου έλεγε ο θείος Αλέξης,
- Ο Αλέξης…o θείος Αλέξης…εκείνο το ξανθό αγόρι…
- Τον θυμάστε;
- Σαν να ήταν χθες. Ο αγαπημένος μου αδερφός. Δεν ήταν πραγματικός αδερφός μου, αλλά τον αγαπούσα περισσότερο κι από αδερφό.
- Μα. Τότε, τι είπα, είμαστε στενοί συγγενείς, ξαδέρφες ή κάτι τέτοιο. Συγνώμη, όλο τα μπερδεύω όταν προσπαθώ να ξετυλίξω το κουβάρι των συγγενών μου.
Ο Μπουρνόβας Ιστορικά ...
Ο Μπουρνόβας
«Ειν όλο πέτρες (το Θιάκι), μα βγάζει καλά παλικάρια κι
εγώ δεν ξέρω τίποτε άλλο γλυκύτερο σαν την πατρίδα».ΟΔΥΣΣΕΙΑ Α, 27-28
ΟΤΑΝ ΤΑ ΑΠΟΓΕΜΑΤΑ κάναμε τον περίπατό μας στην προκυμαία της Σμύρνης, βαδίζοντας προς την Πούντα, την ώρα που ο ήλιος βασίλευε ολοπόρφυρος απ’ την αντίθετη μεριά, βλέπαμε απέναντί μας, προς τα βορειοανατολικά, μέσα σ’ ένα γλυκορόδινο χρώμα, ν’ αναπαύεται χαϊδευτικά στα πόδια του Σιπύλου, η ωραία και πολΰμνητη κωμόπολη του Μπουρνόβα. Κάποτε η συντροφιά σταματούσε να τον καμαρώσει κι εμείς οι Μπουρνοβαλήδες, μιλούσαμε γι’ αυτόν με ακράτητο ενθουσιασμό. Μα και οι άλλοι της παρέας συμφωνούσαν απόλυτα μαζί μας, γιατί ο Μπουρνόβας δεν ήταν μονάχα δική μας χαρά και περηφάνια. Και οι Σμυρνιοί τον αγαπούσαν το ίδιο με μας. Τα κρύα, σαν κρύσταλλα, νερά του, τα μαγευτικά περιβόλια του που γέμιζαν με χίλιων λογιών αρώματα την ατμόσφαιρα, οι φημισμένες για την ομορφιά των κοπέλες του και η λεβεντιά των παλληκαριών του, έκαναν τον Μπουρνόβα να ξεχωρίζει απ’ όλα τα τριγύρω στη Σμύρνη χωριά. Κι ήταν όλα τα προάστια που κύκλωναν τη Σμύρνη μας διαμάντια, ατίμητα στ’ όλόχρυσο στεφάνι της βασίλισσάς των.
Ο Μπουρνόβας είναι χτισμένος πάνω σε αρκετή μεγάλη έκταση, κατά τα νοτιοδυτικά χαμηλώματα του Σιπύλου, οχτώ περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σμύρνης και στην άκρη μιας πεδιάδας. Η τοποθεσία του είναι γραφική και το κλίμα του πολύ υγιεινό. Από τα υψηλότερα μέρη του το μάτι απολαμβάνει μια υπέροχη θέα. Με στήριγμα της ράχης πάνω στον ιστορικό Σίπυλο (1600 μ. ύψος), έχεις αριστερά σου το Νύφ-Νταγ[1] με τα διάφορα χωριουδάκια φυτρωμένα , θαρρείς, στις ριζοβουνιές του και δεξιά τους χαμηλούς λόφους του Σιπύλου. Μπροστά, σου ανοίγει την αγκαλιά του ο καταπράσινος κάμπος, που τον διασχίζουν η σιδηροδρομική γραμμή και δυο αμαξοδρόμοι, ο ένας προς τη Σμύρνη κι ο άλλος προς το Μπαϊρακλί. Στην άκρη, αριστερά, βλέπεις το μεγαλειώδες πανόραμα της Σμύρνης και πλάι την ήμερη και γελαστή θάλασσα του Αιολικού κόλπου. Τέλος, βαθειά προς τα κάτω, η εξαίσια αυτή εικόνα κλείνει με φόντο, μέσα στο αχνογάλανο χρώμα του ορίζοντα, τις δίδυμες κορφές των Δυο Αδερφιών, που μοιάζουν με στήθος γυναίκας ξαπλωμένης στη ράχη.
Ο Κάμπος λοιπόν του Μπουρνόβα προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον για την προέλευσή του, είναι ωραιότατος ως τοπίο για τις εναλλαγές των εντυπώσεων που παρουσιάζει και είναι εξαιρετικά εύφορος. Η κυριότερη, εκεί, καλλιέργεια ήταν τα’ αμπέλια, μεγάλα ως κλήματα και πολύ καρπερά. Τα περισσότερα αμπέλια ήσαν σουλτανιά, «ψιλόρρωγα», όπως τα λέγαμε, πούκαναν την ξανθή, σαν φλουρί, σταφίδα. Υπήρχαν όμως και πολλά μοσχάτα, καθώς και αρκετά μαύρα κρασοστάφυλα από τα οποία γινότανε το περίφημο κρασί του Μπουρνόβα, ο «ανθοσμίας οίνος Πρινοβάρεως». Εξόν απ’ αυτά καλλιεργούνται και αμπέλια για σταφύλια τραπεζιού, όπως τα ωραία ροζάκια, οι μαύροι εριγκαράδες και διάφορες άλλες ποικιλίες εξαιρετικών σταφυλιών. Παράλληλα προς τ’ αμπέλια καλλιεργούνται και άφθονα οπωροφόρα δέντρα, συκιές, αμυγδαλιές, ροδακινιές, ροδιές, απιδιές, καρυδιές και άλλα. Η ελιά ήταν ένα από τα κυριότερα δέντρα του Κάμπου και των λόφων γύρω από το χωριό. Υπήρχαν ακόμη και πολλά χωράφια, στα οποία έκαμαν διπλές καλλιέργειες. Το χειμώνα τα έσπερναν στάρι, κριθάρι, καπνό, κουκιά και το καλοκαίρι τα φύτευαν ντομάτες και όλα τα άλλα καλοκαιριάτικα κηπουρικά, ή τα έβαζαν μποστάνια για καρπούζια και πεπόνια. Τα νερά είναι άφθονα στον Κάμπο. Αλλού βγαίνουν από πηγές της επιφάνειας κι αλλού από πηγάδια σε μικρό βάθος. Το πότισμα των κήπων γενότανε από μαγκανοπήγαδα με άλογα. Στον Κάμπο μέσα υπήρχε πάντα ζωηρή κίνηση, που την δημιουργούσε η συνεχής και χαρούμενη δουλειά. Έβλεπες τους εργάτες να δουλεύουν πάντα με το γέλιο και το τραγούδι στο στόμα. Τις βαρύτερες δουλειές τις έκαμαν οι άντρες, στις ελαφρότερες όμως, όπως στο κόψιμο και το πέρασμα των φύλλων του καπνού, κάτω από τα τσαρδάκια, στον τρύγο, στο άπλωμα της σταφίδας και στο καθάρισμά της, στο μάζωμα των ελιών και σ’ άλλες τέτοιες, εχρησιμοποιούντο προπάντων γυναίκες. Σε ορισμένη εποχή του χρόνου που δεν επαρκούσαν τα ντόπια εργατικά χέρια, ήρχονταν τακτικά ομάδες δουλευτάδων Τούρκων από την Κόνια, οι λεγόμενοι «Κιρλήδες»[2] πραγματικά βρώμικοι άνθρωποι, που φορούσαν τσαρούχια από δέρμα προβάτου, είχαν τυλιγμένα τα πόδια των με κουρέλια κι είχαν δεμένη τη μέση των με φαρδιά κόκκινα ζωνάρια. Ήρχοντο το χειμώνα, την εποχή που έσκαβαν τη γη, έμεναν στο Χάνι της αγοράς και σε ντάμια (στάβλους), επλήρωναν ελάχιστο νοίκι, ζούσαν λιτότατα κι όταν τέλειωνε η περίοδος της πολλής δουλειάς έφευγαν πάλι ομαδικά για τον τόπο τους. Επίσης την εποχή του τρύγου, το καλοκαίρι, τα μέσα για τη μεταφορά των σταφυλιών στις ταβέρνες του χωριού και της Σμύρνης επλήθαιναν από πολλές καμήλες που τις κατέβαζαν οι καμηλάρηδές τους από το εσωτερικό και εστρατοπέδευαν στην ανοιχτή περιοχή του Κάτω-Τσαγιού, όπως λεγόταν το κάτω τμήμα του χειμάρρου του Μπουρνόβα. Στα μέρη που υπήρχαν πηγές, πανύψηλα και φουντωτά πλατάνια, κυπαρισσόκορμες λεύκες, βαθυπράσινες ιτιές, ωραίες συκαμιές και καρυδιές άπλωναν τον ίσκιο τους κι έδιναν δροσιά και προστασία από τον ήλιο τα καλοκαίρια σε εύθυμες ομάδες αντρών και γυναικών που γλεντούσαν σε εξαιρετικές γιορτάσιμες μέρες. Το καλοκαίρι ο Κάμπος ολόκληρος ήταν χαρά και απόλαυση της ζωής. Κάθε ιδιοκτήτης αμπελιού ή περιβολιού είχε ένα εξοχικό σπίτι εκεί, έναν «κούλα», άλλος μικρό, άλλος μεγάλο κι άλλος μιαν ξύλινη καλύβα, πάντα όμως με μιαν επέκταση μπροστά στην είσοδο μ’ ένα πρόχειρο υπόστεγο, σαν βεράντα, τριγυρισμένο από αγιόκλημα ή άλλες περιπλοκάδες. Όλα ήταν γεμάτα ζωή και χαρά. Ο ήλιος έλουζε με φως την πρασινάδα του γόνιμου Κάμπου του φορτωμένου από καρπό κι ο μπάτης από τη θάλασσα ερχόταν απαλός να χαϊδέψει τις φυλλωσιές και σκορπίσει της δροσιάς του τη χάρη.
[1]Βουνό του Νύμφιου που είναι οροσειρά του Τμώλου.
[2]Τούρκικη λέξις που σημαίνει ακάθαρτος.
Νίκος Καραράς, Ο Μπουρνόβας Ιστορικά – Αναμνήσεις, Αθήνα 1955, σ.9-11.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Οσμάν αγάς
- Ουτς κασί…Ουτς κασί. Ανοίξτε την πόρτα.
- Τεσλίμ…τεσλίμ βαρ. Παραδοθείτε.
- Τεσλίμ καχρ ολσούμ γιουνανλιλάρ. Παραδοθείτε, βρομορωμιοί.
Η μεγάλη δίφυλλη πόρτα του μεγάλου εξοχικού τρανταζόταν από δυνατά χτυπήματα, έτοιμη να σπάσει. Καρφοπέταλα αλόγων και άγρια χλιμιντρίσματα στο πλακόστρωτο, αγριοφωνάρες και βλαστήμιες. Το ήσυχο ανοιξιάτικο πρωινό είχε μεταβληθεί σε μια τρομερή οχλοβοή, λες και είχαν ανοίξει οι πύλες της κόλασης
- Κυρά, τρέξε, κυρά…
- Κυρά, τι να κάνουμε; Ν’ ανοίξουμε;
- Αφέντρα, πλάκωσαν οι εφέδες!* Χαθήκαμε!
Αλαφιασμένες οι ψυχοκόρες έτρεχαν πάνω κάτω τρομοκρατημένες, μεγαλώνοντας τη σύγχυση.
- Μη φωνάζετε. Ανοίξτε ήσυχα την πόρτα. Ποιος είναι;
- Όχι, κυρά. Θα μας σφάξουνε.
- Ανοίξτε την πόρτα είπα. Ρωτήστε ποιος είναι.
Η Κατίνα Συμεωνίδη είχε προβάλει στο χολ σοβαρή, ήρεμη, με την αυτοκυριαρχία πραγματικής αρχόντισσας.
Ήταν έτοιμοι να φύγουν. Θα πήγαιναν στο Νταλιάνι για κάνουν Καθαρή Δευτέρα. Γι’ αυτό και είχαν προτιμήσει να έρθουν κατευθείαν από τη λέσχη στον Μπουρνόβα, αντί να κοιμηθούν στο βερχμανέ* της Μπέλλα Βίστα. Ήταν η πιο αριστοκρατική συνοικία της Σμύρνης, ένα βήμα από τη λέσχη. Αλλά ο Συμεών ήθελε να είναι πιο κοντά στο Νταλιάνι. Το αρχοντικό του Μπουρνόβα ήταν πάντοτε έτοιμα να τους δεχτεί. Άλλωστε εκεί περνούσαν τα περισσότερα Σαββατοκύριακα, και εβδομάδες ακόμα, όταν ο καιρός ήταν καλός.
Το αρχοντικό του Μπουρνόβα ήταν το πατρικό των Συμεωνίδηδων. Το είχε χτίσει ο πρώτος Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη και το είχε αγοράσει ο προπάππος του Συμεών όταν ο σερ Χένρι, ο Άγγλος πρόξενος, μετατέθηκε στην Ινδία. Ήταν ένα γεροχτισμένο σπιτικό, σαν αγγλικός πύργος, με βαριά αγγλικά έπιπλα, πίνακες και πολυελαίους.
Ο σερ Χένρι, έλεγαν, το αγαπούσε τόσο πολύ που δεν ήθελε να το πουλήσει. Υποχώρησε μόνον όταν ο Συμεωνίδης του υποσχέθηκε πως θα το διατηρήσει όπως είχε χτιστεί. Και κράτησε το λόγο του.
Το είχε αγοράσει με όλη την επίπλωση, τους πίνακες και το ρουχισμό ακόμα, και η οικογένεια προσπαθούσε να μην αλλάξει τίποτα. Είχε δυο μόνο πατώματα και το υποστατικό, αλλά τα δωμάτια ήταν ευρύχωρα με μεγάλα παράθυρα.
Ουτς κασί! Ανοίξτε, γιατί θα σπάσουμε με την πόρτα! ακούστηκαν πάλι οι αγριοφωνάρες απέξω.
- Ανοίξτε! επανέλαβε η κυρία Κατίνα. Ποιος είναι;
Η αυτοκυριαρχία της κυράς τους ηρέμησε τις ψυχοκόρες. Έτσι όπως στεκόταν στο άνοιγμα του χολ θύμιζε την πρώτη αφέντρα του αρχοντικού που ποζάριζε στο μεγάλο πίνακα.
Ήταν ωραία γυναίκα η Κατίνα Συμεωνίδου. Το πλεχτό ανοιξιάτικο φόρεμα γλιστρούσε πάνω της, τονίζοντας τη λυγερή κορμοστασιά της, και το κόκκινο δαμασκηνό μαντήλι στο λαιμό έδινε διακριτικές ανταύγειες στα ροδακινιά μάγουλά της. Δε φορούσε κοσμήματα, όπως οι περισσότερες Σμυρνιές, που κυκλοφορούσαν βαρυφορτωμένες με μπιζού. Ένα μόνο μεγάλο κολιέ με χάντρες από ελεφαντόδοντο, που έδινε αρχοντιά στη φυσική της χάρη.
Ήταν κοκέτα, πρόσεχε την εμφάνισή της. «Έχει, βλέπεις, ….ντο άντρα», ψιθύριζαν τα κουσκούσια. Τα έπιανε το αφτί της. Αδιαφορούσε. Μόνον ο Συμεών την ένοιαζε.
- Ανοίξτε! επανέλαβε ανυπόμονα η κυρία Κατίνα.
Δεν είχε προφτάσει να γυρίσει το κλειδί η γρια-Φατιμά και η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα, με πάταγο, κάτω από το βάρος των εξαγριωμένων τσέτηδων. Ένα τσούρμο όρμησε στο άνοιγμα. Συναγωνίζονταν ποιος θα μπει πρώτος, σπρώχνοντας και το σερασκέρη που ήταν επικεφαλής.
Οι στολές τους έδειχναν ότι δεν ανήκαν, εκτός από το σερασκέρη, στον τακτικό στρατό αλλά σε κάποιο από τα ανεξάρτητα ασκέρια που είχαν δημιουργηθεί εκείνα τα χρόνια.
- Πού είναι αυτός ο γκιαούρης; Ρώτησε ο σερασκέρης την κυρία Κατίνα. Προσπαθούσε να δώσει άγριο τόνο στη φωνή του, αλλά, αν τον πρόσεχε κανείς, θα έβλεπε πως δεν ήταν λιγότερο τρομοκρατημένος.
- Ποιος με ζητάει ακούστηκε η φωνή του Συμεωνίδη, πριν προφτάσει να απαντήσει η γυναίκα του.
- Εσύ είσαι ο Συμεωνίδης; Ο γκιαούρ Συμεών;
- Εγώ είμαι ο Συμεωνίδης. Και πρόσεχε τα λόγια σου.
Ο Συμεωνίδης είχε φανεί στο κεφαλόσκαλο της εσωτερικής σκάλας.
Φορούσε σπορ εγγλέζικο σακάκι και μπότες ιππασίας.
Ήταν έτοιμος να καβαλικέψει. Η θωριά του ήταν πιο επιβλητική παρά ποτέ, κι όπως χτυπούσε το μικρό μαστίγιό του νευρικά στις μπότες, έδειχνε θυμωμένος. Μόνον η γυναίκα του μπορούσε να διακρίνει μια ελαφρά χλομάδα κάτω από τα πυρρόξανθα γένια του.
- Λέγε, σερασκέρη, τι θέλεις και γιατί κοντέψατε να σπάσετε την πόρτα; Κάντε γρήγορα γιατί είμαστε έτοιμοι να φύγουμε και μας καθυστερείτε.
* * *
Είχαν σηκωθεί όλοι πολύ νωρίς κι ας είχαν ξενυχτήσει στο χορό της λέσχης. Θα έφευγαν, κατά το συνήθειο της οικογένειας, να κάνουν Καθαρή Δευτέρα στο τσιφλίκι του Υψηλάντη. Ένα μεγάλο τσιφλίκι που ξεκινούσε από τις παρυφές του Τμώλου κι έφτανε στη θάλασσα.
- Όλοι έρχονται στον Μπουρνόβα κι εμείς φεύγουμε, γκρίνιαζε η Μιριάμ. Και δεν είχε άδικο.
Γιόρταζαν με το ίδιο κέφι την Καθαρή Δευτέρα οι Σμυρνιοί, όπως και την Κυριακή της αποκριάς. Λίγες ώρες ύπνο, για να φύγει η ζαλάδα από το ξενύχτι, και πρωί πρωί φόρτωναν τις καρότσες με ολόφρεσκα θαλασσινά, λόπια, δροσερά μαρουλάκια, πίτες και κάθε λογής ζαρζαβατικά και ξεκινούσαν για τις φημισμένες εξοχές της Σμύρνης, τον Μπουτζά, το Κορδελιό, τον Μπουρνόβα, το Γκιοζ Τεπέ.
Μόνο η οικογένεια Συμεωνίδη έφευγε από τον Μπουρνόβα εκείνη τη μέρα.
- Μα δεν το καταλαβαίνεις; έλεγε ο Συμεών στη γυναίκα του, που καμιά φορά έπαιρνε το μέρος της Μιριάμ. Είμαι ο αρχηγός της οικογένειας. Πρέπει να συγκεντρώνω την οικογένεια, όλους τους συγγενείς, μια δυο φορές το χρόνο.
- Τους συγγενείς και…τους φίλους, τον πείραζε εκείνη.
Ήξερε πως ένας από τους λόγους που είχαν διαλέξει το Νταλιάνι ήταν πως εκεί, μακριά από τα ξένα μάτια, μπορούσε να έρθει και ο Καρίμ αγάς. Το είχαν κάνει συνήθειο. Και ο Συμεωνίδης έτρωγε στο σπίτι του την πρώτη νύχτα που άρχιζε το μπαϊράμι*
- Να ξέρεις, της απαντούσε, πως ένας καλός φίλος, όπως είναι ο Καρίμ, πολύ συχνά είναι καλύτερος και από συγγενή. Ο Καρίμ είναι αδερφός μου.
Εκείνο το πρωινό η Κατίνα Συμεωνίδου θα διαπίστωνε πόσο δίκιο είχε ο άντρας της.
* * *
Ήταν όλοι στο πόδι. Όλοι εκτός από τη Μιριάμ. Είχε ξυπνήσει, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένιωθε ένα γλυκό μούδιασμα σε όλο της το κορμί. Έφερνε στη σκέψη της, τη μια μετά την άλλη όλες τις στιγμές της χθεσινής νύχτας. Μιας νύχτας γεμάτης μυρωδιές και μάγια. Ένιωθε τα γεμάτα μηνύματα αγγίγματα των αγοριών, και το μούδιασμα του κορμιού της φούντωνε. Γινόταν πυρετός. Ακόμα κρατούσε η γλυκιά ζαλάδα που τη γέμιζε η λαχανιασμένη ανάσα τους καθώς την χόρευαν.
Προσπάθησε να σηκωθεί. Έκανε μερικά βήματα. Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Ήθελε να αναπνεύσει καθαρό αέρα, να συνέλθει. Μαζί με την πρωινή αύρα όρμησαν όλα τα αρώματα της Ανατολής από τους φρεσκολουλουδιασμένους κάμπους. Έτρεξε πίσω στο κρεβάτι της. Είχε αναριγήσει. Κρύωνε; Έπιασε το μπράτσο της. Έκαιγε. Συνέχισε να χαϊδεύει την ξαναμμένη επιδερμίδα. Κι ύστερα το νοτισμένο μήνυμα. Είχε γίνει πια γυναίκα.
- Ξύπνα, τεμπέλα! Αργήσαμε.
Η αγριοφωνάρα του Αλέξη. Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Η μαγεία Διαλύθηκε σαν την πρωινή καταχνιά. Θύμωσε.
Αν τον έπιανε στα χέρια της θα του γρατσουνούσε τα μάγουλα. Τον άκουσε να κατεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά της ξύλινης εσωτερικής σκάλας φωνάζοντας: «Πηγαίνω στα στάβλο να ζέψω τ’ άλογα».
Μια ακόμα προσπάθεια να επιστρέψει στη μαγεία.
- Ξύπνα, κοριτσάκι μου. Έχουμε αργήσει.
Η μητέρα της είχε βάλει το κεφάλι της στη μισάνοιχτη πόρτα. Το χαμόγελό της, γεμάτο κατανόηση, σαν να ήταν μέσα στα ζωντανά όνειρά της.
- Έλα, σήκω. Δεν είναι σωστό να μας περιμένει ο κύρης μας. Έλα. Σου έχω ετοιμάσει τηγανίτες με κομπόστα βύσσινο.
Θα έπρεπε να πει στη μητέρα της, σκέφτηκε βγάζοντας τα πόδια της από τις κουβέρτες, μην τη λέει πια «κοριτσάκι μου». Ήταν ολόκληρη γυναίκα.
Είχε μισοντυθεί σαν άκουσε να βροντούν την πόρτα.
* * *
Η πρώτη δουλειά του Αλέξη, μπαίνοντας στο στάβλο, ήταν να τρέξει στην καστανότριχη φοραδίτσα του. Ήταν το δώρο του πατέρα του στα γενέθλια του. Την φίλησε στο μέτωπο και της χάιδεψε τη χαίτη. Το έξυπνο ζώο χλιμίντρισε με ευγνωμοσύνη.
- Αλέξη, θα την καπιστρώσεις μόνος σου ή θες βοήθεια; του φώναξε χαμογελώντας πειραχτικά ο καροτσιέρης, που έσφιγγε τα λουριά της καρότσας.
- Μη νοιάζεσαι. Κι αν κάνω λάθος, εγώ θα γκρεμιστώ από τη σέλα.
- Ναι, μα θα πει ο αφέντης πως δε σου ’μαθα καλά.
Δεν του απάντησε ο Αλέξης. Συνέχισε να βουρτσίζει τη φοραδίτσα του. Και σε κάθε άγγιγμα, το πετσί της τρεμόπαιζε.
Έφερε στη σκέψη την προηγούμενη νύχτα. Κάπως έτσι ένιωθε να τρεμοπαίζει η επιδερμίδα των κοριτσιών καθώς τις ψιλοχάιδευε στο λαιμό την ώρα που χόρευαν. Μικρές σταγόνες ιδρώτα στα μάγουλα ήταν η ανταπόκρισή τους. Είχε κάνει πολλές τρέλες ψες βράδυ, σκέφτηκε και του έβγαινε το όνομα. Έπρεπε να προσέχει.
Είχε γλιστρήσει δυο ραβασάκια σε δυο κοπέλες, κρυφά στη μία από την άλλη, στην Ειρήνη του Σπαρταλή και στην Ουρανία τη Σαχτούραινα. Ψιλοκοκκινίζοντας, τα έκρυψαν στον κόρφο τους χωρίς να που λέξη, λες και το περίμεναν.
Έπαιζε μαζί τους, όπως και με όλες τις κοπέλες που γνώριζε. Όχι πως δεν ένιωθε τα μηνύματα της ηλικίας του. Ήταν βράδια ολόκληρα που δεν έκλεινε μάτι. Ξάγρυπνος, αναστατωμένος, μουσκεμένος στον ιδρώτα, στριφογύριζε στο κρεβάτι. Κάτι τέτοιες στιγμές προσπαθούσε να φέρει στη σκέψη του, στη φαντασίωσή του, τις κοπέλες που φλερτάριζε. Καμιά δε χωρούσε στο όνειρο.
Στριφογύριζε, βογκούσε, λαχάνιαζε και τότε, μόνο τότε, ερχόταν εκείνη. Μια φιγούρα αιθέρια, μια οπτασία. Έγερνε δίπλα του και κολλούσε το καυτό σώμα της στο δικό του. Βυθιζόταν στην απεραντοσύνη των μικρών αισθήσεων.
Η ίδια οπτασία, αμέτρητα βράδια. Ενώ δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό της. Τα χαρακτηριστικά της κάτι του θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Ένα θολό σύννεφο, σαν κομμάτι τούλι τυλιγμένο στο κεφάλι της, έκρυβε το μυστικό της.
«Ποια είσαι; Δείξε μου το πρόσωπό σου»
« Ψάξε με. Αν δε με βρεις θα με χάσεις».
Ξυπνούσε τρομαγμένος. Ξανάκλεινε αμέσως τα μάτια, να συνεχιστεί το όνειρο. Άδικα.
Στην αρχή του άρεσε. «Που θα μου πάει, θα την βρω», έλεγε στον εαυτό του. Αλλά το όνειρο ερχόταν και ξαναρχόταν, ολόιδιο κάθε φορά, και τον τρόμαζε. Είχε πολλές φορές σκεφτεί να ρωτήσει τη μητέρα του, που ήξερε τα όνειρα. Ντρεπόταν.
Εκείνο το πρωί πάντως ήταν στα κέφια του ο Αλέξης. Πιο πολύ κι απ’ τα καμώματα της χθεσινής νύχτας, ήταν γεμάτος χαρά με το λόγο του πατέρα του. Τον είχε καλέσει να καβαλικέψει δίπλα του, με τη φοραδίτσα του, κι όχι στην καρότσα με τις γυναίκες, τα καλάθια με τα καλούδια και τα πεσκέσια. Καμάρωνε. Το στήθος του φούσκωνε από υπερηφάνεια.
Ήταν άντρας πια.
Είχε πιάσει την καινούρια σέλα, δώρο κι αυτή μαζί με τη φοραδίτσα, κι ετοιμαζόταν να τη στρώσει στην πλάτη του ζώου, όταν άκουσε τις φωνές και τα καρφοπέταλα. Έσκυψε παραξενεμένος από το παράθυρο. Με μια ματιά κατάλαβε. Πήδησε στη φοραδίτσα, έτσι όπως ήταν, ασέλωτη, και ξεχύθηκε στο μεγάλο λιβάδι πίσω από το στάβλο. Το πιστό ζώο, λες κι είχε καταλάβει, έβαλε τον πιο γρήγορο καλπασμό του.
* * *
Ήταν κι ο Συμεών στις καλές του εκείνο το πρωινό. Δεν τον τυραννούσαν πια οι χθεσινές ανησυχίες. Το είχε πάρει απόφαση. Μόλις θα κόπαζαν οι νοτιάδες, και πριν πιάσουν τα μελτέμια, θα έφευγαν για τη Τεργέστη. Όλη η οικογένεια. Θα έλεγαν στους συγγενείς και φίλους, έτσι για να μαθευτεί, ότι πηγαίνουν για να βρουν σχολειό για τον Αλέξη, να συνεχίσει τις σπουδές του, και με την ευκαιρία θα ακολουθούσε όλη η οικογένεια. Να γνωρίσουν την Ευρώπη και να κάνουν τα ψώνια τους. Το συνήθιζαν οι πιο καλοστεκούμενοι Σμυρνιοί.
Δε θα ταξίδευαν με το καράβι του Πανταλέοντος, που προτιμούσαν οι Ρωμιοί. Είχε κλείσει εισιτήρια με τη «Χαμιδιέ», την τουρκική εταιρεία, και με επιστροφή μάλιστα. Ήταν σίγουρος πως ο Ραχμή, ο Τούρκος νομάρχης, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μίσος είχε για τους Ρωμιούς, θα ρωτούσε, θα μάθαινε. Θα έβρισκε αφορμή να βάλει στο χέρι την περιουσία του Συμεωνίδη.
Στην πραγματικότητα δε θα γύριζαν ποτέ, τουλάχιστον μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Ο Συμεών θα άνοιγε υποκατάστημα στην Τεργέστη και μέχρι να βρει κατάλληλο άνθρωπο να βάλει στο πόδι του θα το κουμαντάριζε ο ίδιος. Έτσι θα έλεγαν. Τα είχαν μιλήσει με τον Καρίμ.
Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά στη σκέψη ότι θα αποχωριζόταν τη Σμύρνη. Την αγαπούσε. Αγαπούσε λοιπόν κάθε σπιθαμή της γης της, τα αρώματα, τις μυρωδιές της, τους θορύβους μιας πόλης ανατολίτικης και ευρωπαϊκής μαζί, που είχε τη δική της ξεχωριστή φυσιογνωμία. Ήταν η μοναδική πόλη όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας του, ο παππούς και ποιος ξέρει πόσοι πριν από αυτούς. Ήταν η δική του πόλη.
Όπου κι αν είχε πάει, στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι ακόμα, του έλειπε η Σμύρνη. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Μα ο πόλεμος είχε κάνει δύσκολη τη ζωή των Ρωμιών. Ιδιαίτερα όσοι είχαν περιουσία ήταν καρφί στο μάτι των κομιτατζήδων.
- Αν το δεις με το δικό τους μάτι, του είχε πει ο Καρίμ την τελευταία φορά που το συζήτησαν, δεν έχουν πολύ άδικο.
- Μα κάναμε τους παράδες με τη δουλειά μας, πληρώνοντας φόρους και χαράτσια.
- Έχεις δει στραβό να βλέπει τη στραβωμάρα του; Εκείνο που βλέπουν δεν είναι η τεμπελιά και η αγραμματοσύνη τους. Το μόνο που ξέρουν είναι πως έχουν στριμωχθεί στον τενεκεδομαχαλά του Πάγου. Κάθε πρωί κατεβαίνουν στην πόλη να πουλήσουν σαλέπι και λεμονάδες, να πουλήσουν τα λιγοστά ζαρζαβατικά τους και να κάνουν τους χαμάληδες στους γκιαούρηδες.
- …
- Πόσους Τούρκους έχει δει να μπαίνουν στη Λέσχη των Κυνηγών, στου Κραίμερ, στα μεγάλα ξενοδοχεία; Γκιαούρ Ιζμίρ, καλέ τη λένε. πόσοι είσαστε, μωρέ Συμεών; Λίγο ακόμα και θα φτάσετε τις διακόσιες χιλιάδες. Δεν έχω δίκιο;
- Έτσι λένε.
- Κι οι Τούρκοι δεν ξεπερνούν τις τριάντα με σαράντα χιλιάδες.
- Το ντοβλέτι…Το ντοβλέτι γιατί δεν κάνει κάτι;
- Τα ’χω μιλήσει αρκετές φορές με το σουλτάνο, ο Αλλάχ να τον προστατεύει. Όποτε πάω στην Πόλη, ο πολυχρονεμένος με δέχεται με χαρά. Είναι απελπισμένος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Τον πνίγουν οι πασάδες και οι μεγαλοαγάδες. Έμεινε συλλογισμένος, σκοτεινός. Το μόνο που μπορεί να κάνει το ντοβλέτι, συνέχισε θλιμμένα, είναι να φτιάχνει καινούριους τεμπελχανάδες. Έχεις ακούσει, μωρέ Συμεών, να υπάρχουν τεμπελχανάδες σε άλλες χώρες; Με ρώτησε τις προάλλες ο Φίντσι, ο νεαρός Εγγλέζος του προξενείου, και ντράπηκα. Άλλαξα κουβέντα.
- Σχολειά, Καρίμ. Σχολειά χρειάζονται. Εδώ στα μέρη μας, και μέχρι την Προύσα και το Εσκί Σεχίρ, οι Ρωμιοί έχουν προοδέψει, γιατί ο σουλτάνος έδωσε στο μητροπολίτη την άδεια να χτίσουμε σχολειά. Μα πιο βαθιά, στην Ανατολία, στην Καππαδοκία και στη Σπάρτα ακόμα, όπου οι αγάδες αψηφούν τα φιρμάνια του σουλτάνου, κι ας είναι δοσμένο το δικαίωμα των ρωμιών από τον ίδιο τον πατισάχ, εκεί δεν ξέρουν γράμματα. Ούτε ρωμαίικα δεν ξέρουν να μιλούν. Το ίδιο με τους Τούρκους είναι.
- Και ποιος να τους μάθει γράμματα;
- Θα σου πω μια κουβέντα και ξέχασέ τη. Θυμάσαι τον Φαούζ τον έμπορό μας στην Καππαδοκία; Είναι από οικογένεια κρυπτοχριστιανών. Και τον έστειλαν, στο τελευταίο ταξίδι του, οι προεστοί με ένα γράμμα στο δεσπότη της Κύπρου. Τον ρωτούσαν αν λογίζονται χριστιανοί που λένε τις προσευχές τους στα τούρκικα, κι αν μπορούσε να τους στείλει παπάδες γραμματιζούμενους, που να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα. Οι Ρωμιοί πάντοτε λογαριάζαμε πολύ τα γράμματα.
- Είστε ανοιχτομάτες. Μανταλωμένα τα δικά μας μάτια. Ποιος να κάτσει να μάθει τη γλώσσα καλά; Δύσκολη είναι, δε λέω. Αλλά και η ρωμαίικη γλώσσα δεν είναι εύκολη. Πόσα χρόνια προσπαθώ να τη μάθω; Όταν σου μιλάω ρωμαίικα χαμογελάς.
- Μια χαρά τα μιλάς! Μόνο η προφορά σου σε προδίνει. Μήπως εγώ δε φαίνομαι ότι δεν είμαι Τούρκος όταν μιλάω τη γλώσσα σας;
- Μωρέ, μακάρι να ήξεραν τα δικά σου τούρκικα οι δικοί μου. Στα χωριά μαζεύει μικρούς και μεγάλους ένας αμόρφωτος χότζας, τους μαθαίνει δυο τρεις σούριες και πιστεύουν ότι ξέρουν το Κοράνι.
- Αλήθεια, τώρα που μίλησες για το Κοράνι. Οι κομιτατζήδες ψιθυρίζουν ότι το Κοράνι προστάζει την τζιχάντ. Τι ακριβώς είναι;
- Οι αντίθρησκοι! Τζιχάντ είναι, όπως λέει το Κοράνι, η υποχρέωση κάθε πιστού ν’ αγωνιστεί για την εξάπλωση του λόγου του Αλλάχ και του Προφήτη. Με την κατήχηση. Το παράδειγμα. Τη συζήτηση. Την ελεημοσύνη. Όχι με πολέμους και σκοτωμούς. Γι αυτό σου λέω, φεύγα για την Τεργέστη, κι όταν μερέψουν τα πράγματα, γυρίζεις. Θα βρεις το σπιτικό σου όπως τ’ άφησες. Έχεις το λόγο μου.
Ήταν τα τελευταία λόγια του Καρίμ που τον έπεισαν να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Είχε τώρα ηρεμήσει. Ήταν χαρούμενος που σε λίγες μέρες η οικογένειά του θα ζούσε μακριά από το φόβο. Όλα έμοιαζαν χαρούμενα εκείνο το πρωινό στο αρχοντικό του Συμεωνίδη.
* * *
- Εσύ, μπρε, είσαι ο Συμεωνίδης; Φώναξε ο σερασκέρης.
- Είπα, εγώ είμαι.
- Έχω φιρμάνι να κάνουμε έρευνα στο σπίτι σου.
Η χλομάδα στο πρόσωπο του Συμεών έγινε πιο έντονη. Κράτησε όμως την ψυχραιμία του.
- Να το δω… κι αν είναι γνήσιο, μπούγιουρουμ.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και οι τσέτες όρμησαν μέσα στο αρχοντικό, χωρίς να ξέρουν δήθεν για το τι ψάχνουν, καταστρέφοντας και αρπάζοντας ό,τι τους γυάλιζε. Οι γυναίκες του σπιτιού, δυο Τουρκάλες και μια Ρωμιά, που είχαν κρυφτεί στην κουζίνα όταν όρμησαν οι τσέτες, έτρεχαν τώρα ξοπίσω τους, για να τους εμποδίσουν να μην κάνουν ζημιές και να μην κλέψουν. Είχαν ξεθαρρέψει και φώναζαν, στρίγκλιζαν, τους έβριζαν, αλλά ποιος τις άκουγε.
Ένας τσαούσης στάθηκε μπροστά σ’ ένα δίσκο ασημένιο με ασημένια ποτήρια του τσαγιού, δουλεμένο με περίσσια τέχνη στη Δαμασκό. Ήταν δώρο του Καρίμ αγά στην κυρία Κατίνα, τη μέρα της γιορτής της. Και η αφέντρα, που δεν χόρταινε να το θαυμάζει, το είχε πάνω στο κομό της μεγάλης σάλας. Ο τσαούσης υποπτεύτηκε την αξία του και λύνοντας το ζωνάρι του άρχισε να τυλίγει τα ποτήρια με προσοχή μη σπάσουν.
- Τι κάνεις εκεί, βρε άτιμε; Άφησε τα ποτήρια στη θέση τους αν θέλεις το καλό σου.
Η Φατιμά χανούμ, μια μεγάλη γυναίκα που είχε μεγαλώσει τον Συμεών, που τώρα, γριά πια, είχε το κουμάντο των γυναικών του σπιτιού, στάθηκε αγριεμένη μπροστά του. Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή με το θράσος της ο τσαούσης, αλλά σαν είδε ποιος του αντιμιλούσε χασκογέλασε με περιφρόνηση.
- Φύγε, γριά αγελάδα, γιατί θα ξεχάσω τ’ άσπρα σου μαλλιά και θα σε μαστιγώσω.
- Η αγελάδα είναι δώρο του Αλλάχ. Γουρούνια σαν και σένα είναι η κατάρα του.
- Σικτίρ κιοπέκ! Σκύλιασε ο τσαούσης και με μια κλοτσιά έστειλε τη Φατιμά να κυλιστεί στο πάτωμα.
Βόγκηξε η άμοιρη.
- Θα το πληρώσεις, σκύλε! φώναξε.
Μια δυνατή καμτσικιά ήταν η απάντηση. Το αίμα κύλησε στο ρυτιδωμένο μάγουλό της.
- Δεν ντρέπεσαι να χτυπάς γριά γυναίκα; Χτύπα εμένα αν σας βαστά και σου ’βγαλα τα μάτια.
Η κυρία Κατίνα, βλέποντας από την πόρτα του γραφείου τη σκηνή, είχε τρέξει να βοηθήσει την πιστή της παραδουλεύτρα. Στο ένα της χέρι κρατούσε ακόμα την Αγγελικούλα και με το άλλο προσπαθούσε να ανασηκώσει τη Φατιμά. Το πρόσωπό της είχε σκληρύνει περίεργα. Δεν ήταν πια η ήρεμη αρχόντισσα. Αγρίμι που έβγαζε τα νύχια του.
Μέσα σε λίγη ώρα είχε καταλάβει ότι οι ευτυχισμένες μέρες στο αρχοντικό του Μπουρνόβα είχαν περάσει. Τώρα έπρεπε να αγωνιστούν για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν να περισωθεί. Τη ζωή τους τη ίδια.
Τα λόγια του άντρα της, λίγες στιγμές πριν, δεν της άφηναν πια αμφιβολίες, κι ας μην ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει.
- Κατίνα… Μιριάμ… Αν με πάρουν μαζί τους, μην τρομάξετε είχε αρχίσει να τους λέει.
Είχαν τραβηχτεί στο δωμάτιο που ο Συμεών χρησιμοποιούσε σαν γραφείο. Κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό, την Αγγελικούλα, που έκλαιγε ακατάπαυστα. Ο Συμεών είχε καθίσει τη Μιριάμ στα γόνατά του και προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Η μεγάλη δεν έκλαιγε. Ένα τρέμουλο σαν σπασμός συγκλόνιζε το κορμάκι της. Από τη μαγεία της χθεσινής νύχτας στον πρωινό εφιάλτη, ήταν δύσκολο να το δεχτεί.
Είχε και τις δικές της τύψεις. Είχε αργήσει να σηκωθεί από το κρεβάτι. Είχε αργήσει και να ντυθεί, κι ας της φώναζε η μητέρα της. Αν όμως δεν αργούσε; Αν είχαν φύγει νωρίτερα; Θα τους έβρισκαν οι τσέτες;
- Μα γιατί να σε πάρουν μαζί τους; απόρησε η κυρία Κατίνα. Έχεις κάνει τίποτα;
- Έλα, Κατίνα, ηρέμησε. Ξέρεις, πως γίνονται αυτές οι δουλειές… Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε: Ζούσαμε καλά σαν άρχοντες και ξεχάσαμε πως είμαστε ραγιάδες.
Έσταζαν πίκρα τα λόγια του. Φαρμακωμένο το πρόσωπό του.
Τρόμαξε, ζάρωσε στη θέση της η Κατίνα. Γρήγορα συνήλθε.
- Ευτυχώς, είπε, είχα στείλει τον Αλέξη στο στάβλο και δεν τον είδαν. Σίγουρα έχει κρυφτεί και περιμένει την ευκαιρία.
- …
- Όταν φανεί να τον στείλεις αμέσως στον Καρίμ. Να του αφηγηθεί τα καθέκαστα, κι εκείνος ξέρει το να κάνει.
- Έρευνα είναι αυτή ή λεηλασία; είπε ο Συμεών με φωνή που προσπαθούσε να την κάνει αυστηρή στο σερασκέρη, που παρακολουθούσε αδιάφορα το όργιο των αντρών του.
- Έρευνα θέλεις, γκιαούρη; Θα σου κάνουμε. Άνοιξε τα συρτάρια του γραφείου σου.
Ο Συμεών άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα συρτάρια. Το πρόσωπό του είχε μια πρωτόγνωρη σύσπαση. Η γυναίκα του κατάλαβε ότι κάτι θα συνέβαινε. Έδωσε την Αγγελικούλα στη Μιριάμ και στάθηκε δίπλα στον άντρα της, έτοιμη να τον υπερασπίσει.
Ένας καλαμαράς, που συνόδευε το σερασκέρη, μέχρι εκείνη τη στιγμή αμίλητος, ζαρωμένος σε μια γωνιά, πλησίασε ξεθαρρεμένος και μ’ ένα χαμόγελο βουτηγμένο στην κακία άρχισε να βγάζει ό,τι έβρισκε μέσα, χαρτιά, κιτάπια, αποδείξεις, μολύβια. Τα αράδιαζε πάνω στο γραφείο χωρίς να τους ρίχνει ούτε μια ματιά. Άλλα ζητούσε. Και ήξερε τι ζητούσε.
- Αυτό το συρτάρι είναι κλειδωμένο, είπε.
- Άνοιξέ το, γκιαούρη, μούγκρισε ο σερασκέρης.
Ο Συμεών καμώθηκε πως έψαχνε τα κλειδιά του. Κοίταξε ένα δυο, αλλά δεν έκαναν.
- Το έχω στο γραφείο, είπε ο Συμεών. Μπορώ να πεταχτώ να το φέρω ή να στείλω κάποιον.
Είχε αναθαρρήσει για λίγο. Αν μπορούσε να ειδοποιήσει τον Καρίμ…
- Τσαούση, πρόσταξε με την αγριοφωνάρα του ο σερασκέρης, άνοιξε το συρτάρι αυτό.
Η κλειδαριά δεν άντεξε ούτε στιγμή στο χατζάρι του τσαούση.
Ο καλαμαράς, που το πρόσωπό του είχε φωτιστεί τώρα από χαρά, έχωσε το χέρι μέσα με το βλέμμα καρφωμένο στον Συμεών, σαν να ήξερε τι θα έβρισκε. Και με μια κίνηση, σαν ταχυδακτυλουργός, άνοιξε μια δέσμη χαρτιά σαν βεντάλια πάνω στο γραφείο.
Τα πέρασε για χαρτονομίσματα η κυρία Κατίνα, ρούβλια ίσως σκέφτηκε και με περιέργεια έσκυψε να δει. Και η τελευταία σταγόνα αίματος έφυγε από τα μαγουλά της. Είχε διαβάσει: « Λαχείον Εθνικού Στόλου…Αθήναι, τη..»
- Ώστε έτσι, βρομογκιαούρη! ούρλιαξε ο σερασκέρης. Γρήγορα, δέστε τον και στο καρακόλι.
Δεν είχε τελειώσει το λόγο του και όρμησαν πάνω του. Βρισιές, κλοτσιές, μαστιγώματα. Χίμηξε η Κατίνα να υπερασπιστεί τον άντρα της, δεν κρατήθηκε. Έμπηγε τα νύχια της όπου έβρισκε, μούγκριζε, κλοτσούσε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε. Τον άντρα της ήθελε να προστατέψει. Ήταν τόση η μανία της που για μια στιγμή οι τσέτες έκαναν πίσω. Αλλά μια γερή κλοτσιά του τσαούση την έριξε στο πάτωμα. Το κεφάλι της χτύπησε στο πόδι του γραφείου. Ένα μικρό κόκκινο αυλάκι κύλησε στο μέτωπό της.
- Σ’ το χρώσταγα, σκύλα! μούγκρισε ο τσαούσης.
Ήταν ο ίδιος που είχε χτυπήσει τη γριά-Φατιμά.
- Μανούλα! Αφήστε τη μανούλα μου!
Ήταν τώρα η Μιριάμ που πήρε σειρά να υπερασπιστεί την οικογένεια. Είχε ριχτεί πάνω στη μητέρα της σαν να ήθελε να την προστατέψει με το λιγνό κορμάκι της.
Από τη σκάλα της εξώπορτας ακούγονταν οι αγριοφωνάρες τους. Γιασασίν…Γιασασίν…Γκιαούρ πεζεβέγκ…
Κατέβαζαν τον Συμεών κουτρουβαλώντας τον. Τα ουρλιαχτά των τσέτηδων πήραν να κοπάζουν καθώς έφευγαν με τον αιχμάλωτό τους.
Καινούρια καρφοπέταλα και χλιμιντρίσματα ακούστηκαν στο πλακόστρωτο της αυλής. Και δυο τουφεκιές. Φωνές, σαματάς.
- Όχι άλλο, Θεέ μου! Όχι άλλο, για σήμερα τουλάχιστον, βόγκηξε η Κατίνα.
Είχε μείνει όπως την άφησαν. Ριγμένη στο πάτωμα του γραφείου, αγκαλιασμένη με τις κόρες της. Είχε σταματήσει ο νους της.
Στα άλλα δωμάτια οι τσέτες συνέχιζαν το πλιάτσικο. Λιγοστοί είχαν με το σερασκέρη και τον κρατούμενό τους. Οι πιο πολλοί είχαν κολλήσει στα λάφυρα τους, όπως οι μύγες στο μέλι.
Είχαν φέρει μάλιστα κι ένα κάρο και το φόρτωναν, όταν ένας καβαλάρης, με όψη άγρια, οργισμένη, φάνηκε στην αυλόπορτα. Δίπλα του ένα σγουρόμαλλο νεαρό αγόρι και ξοπίσω τέσσερις καβαλάρηδες με έτοιμους τους σισανέδες τους.
Ο Καρίμ αγάς στάθηκε για λίγο ξαφνιασμένος. Δεν πίστευε στα μάτια του.
- Τι κάνετε εδώ, σκυλιά; Ποιος σας έδωσε την άδεια να κάνετε γιάγμα στο ξένο σπιτικό; φώναξε.
Ήταν ένας λεβεντόκορμος νεαρός άντρας, αρκετά χρόνια νεότερος από τον Συμεών, χωρίς να ξέρει ακριβώς πόσα. Θα μπορούσε να περάσει για Ευρωπαίος, έτσι όπως ήταν ντυμένος έτοιμος για ιππασία, απαράλλαχτα ντυμένος όπως και ο συνεταίρος του. Οι δυο φίλοι διάλεγαν μαζί τα ρούχα που έφερναν από το Παρίσι και το Λονδίνο και πείραζε ο ένας τον άλλο ποιος αντέγραφε ποιον.
Οι τσέτες στάθηκαν ξαφνιασμένοι καθώς εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. θα τον θεωρούσαν για ξένο με τα ρούχα που φορούσε, αν δεν τον πρόδιδε η μελαμψή επιδερμίδα του και το φέσι, το κόκκινο φέσι που δεν το αποχωριζόταν ποτέ ως πιστός μουσουλμάνος και αφοσιωμένος Τούρκος.
- Τι κάνετε εδώ; Σας ρώτησα! ξαναφώναξε ανυπόμονα. Ποιοι είστε;
- Είμαστε πολεμιστές της ορδής του Οσμάν αγά, του καινούριου Ταμερλάνου, αντιφώναξε προκλητικά ο τσαούσης και τους πλησίασε πιάνοντας τα γκέμια του αλόγου του.
- Θα σου πω εγώ, Καρίμ εφέντη, τι σόι πολεμιστής είναι αυτός ο σκύλος, ακούστηκε μια φωνή. Στην πόρτα έστεκε η Φατιμά χανούμ με αίματα στο πρόσωπό της.
- Την κυρά μου κι εμένα χτύπησε ο αντίθρησκος. Τέτοια παλικαριά.
- Ώστε τέτοιο παλικάρι είσαι;
- Μέριασε μη θυμώσω και…
Δεν πρόφτασε να τελειώσει το λόγο του. Θεριό ανήμερο, ο Καρίμ αγάς τού έδωσε μια δυνατή κλοτσιά. Τον βρήκε στο πρόσωπο. Τα καρφοπέταλα της μπότας του έσκισαν σάρκες. Σωριάστηκε μουγκρίζοντας από τον πόνο, και τα χέρια του, που είχαν σκεπάσει το πρόσωπό του, γέμισαν αίματα.
Ο Καρίμ αγάς σπιρούνισε το άλογό του, ρίχτηκε ανάμεσα στους τσέτες κι άρχισε να τους μαστιγώνει.
- Εμπρός γουρούνια! Γυρίστε πίσω αυτά που κλέψατε.
Οι τέσσερις άντρες του στήριζαν την κάννη των σισανέδων τους στο κεφάλι όσων δεν έδειχναν πρόθυμοι να αποχωριστούν τα λάφυρά τους. και για να μην έχουν αμφιβολίες, έριξαν και οι δυο τρεις τουφεκιές στον αέρα.
Μόνο το νεαρό αγόρι, που καβαλίκευε το ασέλωτο άλογο, βιάστηκε να μπει στο σπίτι.
Ο Αλέξης αγωνιούσε τι είχαν απογίνει η μητέρα του και οι αδερφές του.
Δεν είχαν προφτάσει να σώσουν τον πατέρα. Τουλάχιστον η μητέρα και οι αδερφές του δεν κινδύνευαν πια.
Οι τελευταίοι τσέτες έφευγαν λυσσασμένοι για το χουνέρι που είχαν πάθει. Δεν τους ένοιαζε τόσο η προσβολή όσο που είχαν χάσει από τα χέρια τους το διαγούμισμα.
- Και να πείτε στον αρχηγό σας, τον Οσμάν, ότι ο Καρίμ αγάς σας ντρόπιασε, κι αν θέλει ας έρθει, θα τον περιμένω! τους φώναξε από μακριά.
- Καρίμ, ήρθες, δόξα τω Θεώ! φώναξε με ανακούφιση η Κατίνα. Δαγκώθηκε. Ο Αλλάχ μαζί σου! πρόσθεσε.
Η επιβλητική φιγούρα του Καρίμ αγά είχε φανεί στην πόρτα του γραφείου. Αυθόρμητα η Κατίνα άρπαξε το χέρι του, το φίλησε και ξέσπασε σε λυγμούς. Η Αγγελικούλα έτρεξε και αγκάλιασε την καλογυαλισμένη μπότα του. Μόνον η Μιριάμ είχε μείνει ακίνητη, κοκαλωμένη στην καρέκλα της. Ο Αλέξης της χάιδευε τα μαλλιά προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο βουβός λυγμός, ένας σπασμός, εξακολουθούσε να τραντάζει το άγουρο κορμάκι της.
- Τι θα του κάνουν; Πού τον πήγαν, Καρίμ, πες μου, κλαψούρισε η Κατίνα, αναζητώντας μια λέξη παρηγοριάς, μια κάποια ελπίδα.
- Ηρέμησε κυρά μου. Με τα δάκρυα δεν τον βοηθάμε. Έλα ηρέμησε, όλα θα φτιάξουν.
- Φοβάμαι, Καρίμ,
- Εσύ φοβάσαι; Ντροπιάζεις το σόι σου.
- Αν έβλεπες πώς τον χτυπούσαν.
- Σκυλιά λυσσασμένα οι τσέτες του Οσμάν. Τους ξέρω καλά. Πριν ξεκινήσω έστειλα τον Μεμέτ, τον μπιστικό μου, στον κατή*. Να μάθει. Είναι δικός μου άνθρωπος. Μου μήνυσε πως ήταν προδοσία. Κάποιος τον πρόδωσε και ο Οσμάν βρήκε την ευκαιρία να του αρπάξει το βιος του.
- Βρήκαν λαχεία του στόλου εδώ στο συρτάρι του. Ελληνικά λαχεία. Τι κουτουράδα, Θεέ μου! Γιατί το έκανες; είπε και ξέσπασε σε αναφιλητά.
- Ντροπή, Κατίνα! Σε βλέπουν και τα παιδιά. Συγκρατήσου.
Έμεινε για λίγο αμίλητος, σαν να δίσταζε να πει τη σκέψη του. Μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
- Και μην τον κατηγορείς. Έλληνας είναι, και καλός Έλληνας. Κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα ’κανα. Άλλο το λάθος του. Ζέστανε φίδια στον κόρφο του.
- Τι θέλεις να πεις;
- Ας τ’ αφήσουμε αυτά. Αργότερα. Πρέπει τώρα να βιαστούμε να μην περάσει του Οσμάν, Αλέξη, πάρε χαρτί και μελάνι να φτιάξουμε μια φατίμα.
Ο Αλέξης στεκόταν όλη την ώρα με σφιγμένα τα δόντια. Η οργή έκαιγε τα σωθικά του. Ήθελε να βγει στο δρόμο και να χτυπηθεί με τους τσέτες. Το λογικό του όμως του έλεγε να ακούσει και συμβουλές του Καρίμ. Κάθισε στο γραφείο και βούτηξε την πένα στο μελάνι. Δεν ήξερε καλά τι ήταν η φατίμα. Ακουστά μόνον είχε πως ήταν ένα είδος εγγράφου με την επίκληση του Αλλάχ, που ήταν βαριά αμαρτία να το πατήσει κανείς. Το έγραφε η Σούνα, αλλά μόνον οι παλιοί το χρησιμοποιούσαν πια.
- Γράφε, και με τα ωραία εκείνα γράμματα που κάνεις στο γραφείο. Γράφε… είπε ανυπόμονα ο Καρίμ.
Εν ονόματι του οικτίρμονος και ελεήμονος Θεού, και του προφήτη
αυτού, που ο Αλλάχ να τον ευλογεί και να του χαρίζει ειρήνη…
Εγώ, ο Καρίμ Ασίφ Ουφ Σουλεϊμάν, του Οίκου των Ασίφ Σουλεϊμάν, πιστός και αφοσιωμένος υπήκοος του χαλίφη και σουλτάνου
Αβδούλ Χαμίτ…Και εγώ ο Συμεών Συμεωνίδης, του γένους των Ρουμ, που ο πατισάχ μας έδωσε την ευλογία να δοξάζουμε το Θεό όλων των ανθρώπων, πιστός και αφοσιωμένος υπήκοος του σουλτάνου…
Έγραφε πολλή ώρα ο Αλέξης. Με τις πρώτες γραμμές κατάλαβε τι ήθελε να πετύχει ο Καρίμ. Ήταν ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο ο Συμεών Συμεωνίδης μεταβίβαζε όλη την περιουσία που είχε στην Τουρκία στο συνέταιρό του, με αντάλλαγμα την περιουσία τους στο εξωτερικό. Ώστε να μην υπάρχει περιουσιακό στοιχείο να του κατασχέσουν.
Τον θαύμασε.
- Καρίμ, είσαι ο μόνος μας προστάτης, του είπε η Κατίνα σαν τελείωσαν. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε ο Συμεών να σε θεωρεί πιο δικό του κι απ’ αδερφό. Συγχώρα με που μιλάω έτσι.
- Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω, Κατίνα, κι εγώ σήμερα κατάλαβα πόσο μετράει για μένα ο Συμεών.
- Σ’ εξορκίζω όμως, κάνε το για μας, μην κινδυνέψεις για το χατίρι μας. Ξέρω δεν τα έχεις καλά με τους καινούριους και δε θα πρέπει να τους προκαλείς.
- Μη φοβάσαι, Κατίνα. Μου έχουν πολλά στο τεφτέρι τους. Αν μπορούσαν θα με είχαν χαλάσει. Με φοβούνται. Ακόμα. Πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό δεν ξέρω.
- Ήταν καθισμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα και ρουφούσε αφηρημένα το τσάι που του είχαν φέρει αθόρυβα οι γυναίκες του σπιτιού. Έμεινε για κάμποση ώρα βυθισμένος σε σκέψεις παίζοντας αφηρημένα με το μαστίγιό του.
- Να περάσει αυτή η φουρτούνα, είπε ξαφνικά, και θα δούμε τι θα κάνουμε. Έρχονται δύσκολα χρόνια. Φοβάμαι πως θα ματώσει άσχημα η Τουρκιά.
Είχαν παγώσει όλοι με τα λόγια του. Δεν ήταν εύκολος στις κουβέντες του ο Καρίμ αγάς. Ζύγιαζε κάθε λέξη. Οι καινούριοι του κομιτάτου τον μισούσαν. Ήταν πιστός στο σουλτάνο και όποτε πήγαινε στην Ισταμπούλ το σεράι άνοιγε τις πύλες του. Ο Αβδούλ Χαμίτ τον θεωρούσε πιστό φίλο και συμβουλάτορά του.
Ο Οσμάν αγάς είχε ορκιστεί να τον χαλάσει. Αλλά δεν τολμούσε. Κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Ήταν ο αρχηγός της πατριάς των Ουφ Σουλεϊμάν, που κρατούσαν κατευθείαν από τον Αλ Μπας, το θείο του Προφήτη. Αν τον πείραζαν, θα ξεσηκωνόταν ολόκληρη η γενιά που κατοικούσε στα βάθη της Ανατολής, πέρα από την Άγκυρα.
Πιο πολύ όμως ο Οσμάν αγάς φοβόταν το συνταγματάρχη Μπεκίρ πασά, θείο του Καρίμ και δεύτερο της γενιάς. Αν και πιστός του σουλτάνου, είχε πολεμήσει με τον Κεμάλ στην Κριμαία και στον Καύκασο. Ήταν στενοί φίλοι.
Τον ήξερε καλά ο Καρίμ αυτόν τον Οσμάν αγά, τον Τοπάλ Οσμάν, όπως τον φώναζαν. Σκυλί ανήμερο, είχε μάθει να μισεί τους Ρωμιούς από τότε που έκανε το βαρκάρη στην Τραπεζούντα κι ήταν αυτός, ο μουσλίμ, στη δούλεψη των γκιαούρηδων κι όχι το ανάποδο, όπως θα ήθελε ο Αλλάχ, έτσι πίστευε. Κι ήταν αυτό το άσβεστό μίσος που τον έκανε να πάει εθελοντής στον πόλεμο του ’12. Πολέμησε θαρραλέα, αλλά κάπου εκεί στο Σαραντάπορο μια οβίδα τού τσάκισε το πόδι και τον άφησε τοπάλ, δηλαδή κουτσό, για όλη του τη ζωή.
Θέλοντας να τον ανταμείψει ο σουλτάνος για το θάρρος του στον πόλεμο του έδωσε ένα αγαδιλίκι στα Σούρμενα, στον Πόντο. Αποδείχτηκε όμως τόσο σκληρός, που Τούρκοι και χριστιανοί, με τη βοήθεια του αγά της Τραπεζούντας, τον χτύπησαν άγρια. Έφυγε από τον Πόντο με μερικούς δικούς του και κατέβηκε στην Ιωνία, για να γίνει ο φόβος κι ο τρόμος όλων, χριστιανών και μουσουλμάνων.
«Ως πότε;» αναρωτήθηκε ο Καρίμ μαστιγώνοντας με θυμό τις μπότες του καθώς έβγαινε από το αρχοντικό του Συμεών. Ως πότε θα προστάτευε ο Μπεκίρ πασάς τη θέση του ως αρχηγού του Οίκου των Σουλεϊμάν;
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 140-161.
Μετάβαση στο σημείο: Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης