Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά (Μπασμαχανέ)
O 19ος αιώνας, εποχή ταχύτατης εκβιομηχάνισης των πόλεων, αγγίζει και την κοσμοπολίτικη Σμύρνη. Η διάνοιξη σιδηροδρομικών σταθμών, μαζί με το μεγάλο έργο της πρόσχωσης της προκυμαίας την ίδια περίπου περίοδο, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία της πόλης και επικουρεί σημαντικά την εμπορική της ανάπτυξη.
Στην πόλη φτιάχνονται δύο σιδηροδρομικοί σταθμοί. Ο πρώτος χρονικά είναι αυτός που συνδέει τη Σμύρνη με το Αϊδίνι και βρίσκεται στην Πούντα. Ο δεύτερος είναι του Κασσαμπά—περιοχή της Μαγνησίας, η οποία δίνει το όνομά της και στην αγγλική εταιρία που ανέλαβε το έργο, στην Smyrna-Cassaba Railway Company— και είναι στην άλλη άκρη της πόλης, στο νότο, προς τη Γέφυρα των Καραβανιών. Αναφέρεται συχνά και ως Μπασμαχανέ, καθώς είναι εγκατεστημένος εκεί που παλαιότερα βρισκόταν το τυπωτήριο υφασμάτων Μπασμαχανέ. Η πρώτη γραμμή, έτοιμη το 1864, συνέδεε τη Σμύρνη με το Κασσαμπά και τη Μαγνησία, εξυπηρετώντας παράλληλα και το δημοφιλές προάστιο του Μπουρνόβα. To 1894, μια δεύτερη εταιρία, αυτή τη φορά γαλλική, με τη συμμετοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Τράπεζας, θα επεκτείνει τη γραμμή ως το Αφιόν Καραχισάρ.
Οι σιδηροδρομικοί σταθμοί της Σμύρνης σφύζουν από έντονη κινητικότητα. Είτε πρόκειται για εμπορικές δραστηριότητες, είτε για αποδράσεις στα περίχωρα, οι Σμυρνιοί όλων των εθνοτήτων, είχαν βάλει στην καθημερινότητά τους τη μετακίνηση με το τρένο. Να μελετήσετε στην ενότητα το ρόλο του σιδηροδρόμου και της μετατόπισης, εσωτερικής και εξωτερικής στη ζωή των Σμυρνιών. Η μετακίνηση αντί της στασιμότητας, συμβάλλει κατά τη γνώμη σας, στο σχηματισμό της σμυρναίικης ταυτότητας;
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1921
Ο Χρήστος ήταν από τους πρώτους στην Σμύρνη που έμαθε για τη μεγάλη μάχη. Πλήρωσε ένα μικροεκδότη και του έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσει αμέσως μόλις είχε κανένα νέο για την εξέλιξη της μάχης. Τα ξημερώματα, ένα παιδί χτυπούσε δυνατά στην πόρτα του, φωνάζοντας.
- Σακάρυα… Σακάρυα…
- Σαγγάριος, για όνομα του Θεού, του απάντησε ο Χρήστος. Δεν έχεις διαβάσει καθόλου ιστορία;
Πέταξε τη ζώνη που φορούσε τη νύχτα για να τον προστατεύσει από το κρύο, και ντύθηκε βιαστικά για να πάει στην Μπόρνοβα. Η Σοφία έμενε εκεί το καλοκαίρι για ν’ αποφύγει τη ζέστη.
- Δεν έχεις τίποτε για μένα; ρώτησε το παιδί καθώς έτρεχε δίπλα στην άμαξα.
Ο Χρήστος του έριξε μια τουρκική λίρα. Μια μεγαλόπρεπη χειρονομία, που ταίριαζε με τη σπουδαιότητα της πληροφορίας που του είχε φέρει. Η μέρα άρχισε καλά για τον Χρήστο. Ο οδηγός έκανε στράκες με το καμουτσίκι του βιάζοντας το άλογο να τρέξει. Τα χάμουρα έκαναν ένα εύθυμο κουδούνισμα. Στη Ρυ ντε Ροζ, συνάντησαν μια γυναίκα που καθάριζε το δρόμο. Ο Χρήστος έγειρε έξω από το αμάξι:
- Επίθεση στον Σαγγάριο, φώναξε.
Η γυναίκα γύρισε τρομαγμένη και τράβηξε την καλύπτρα της γύρω από το στόμα της.
- Αυτά είναι καταπληκτικά νέα, είπε ο οδηγός, έτσι δεν είναι:
- Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαίνει το τέλος του πολέμου, δήλωσε ο Χρήστος.
Μετάδωσε τα νέα σε μερικούς γκαμηλιέρηδες που καθόντουσαν χάμω στο χώμα, σε μια γυναίκα που κατάβρεχε το κατώφλι της και σ’ ένα παιδί που έριχνε χαλίκια στον κήπο ενός καφενείου. Καθώς περνούσαν το σταθμό του Μπασμαχανέ άκουσε μερικά παιδιά να διαλαλούν τα νέα, προφέροντας όμως λάθος τις τοποθεσίες. Σταμάτησε το αμάξι, κατέβηκε κάτω, κι έκανε ένα σύντομο μάθημα γεωγραφίας της Ανατολίας. Μπακάληδες και χασάπηδες με ξυλοπάπουτσα, μαζεύτηκαν και σχημάτισαν ένα κύκλο, ακούγοντας μ’ ενδιαφέρον και ύστερα έτρεξαν να σημαιοστολίσουν τα μαγαζιά τους.
- Μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα από το τρένο στην Μπόρνοβα; ρώτησε ο Χρήστος τον οδηγό. Θέλω να το πω πρώτος στη γυναίκα μου. Ο γιος μας είναι με τη 10η Μεραρχία.
- Τι κρίμα είπε ο οδηγός.
Κανόνισαν μια τιμή υπερβολική, ο Χρήστος όμως ήταν ανυπόμονος. Μόλις έμπαιναν στη Μπόρνοβα, άκουσε κωδωνοκρουσίες κι απόρησε. Θυμήθηκε όμως ότι ήταν το πανηγύρι της Κοίμησης. Ένα Λούνα Παρκ είχε εγκατασταθεί σ’ έναν αγρό πιο έξω. Τα βαγόνια στο σιδηροδρομικό σταθμό ήσαν φορτωμένα με ξερή σουλτανίνα. Ο δρόμος από τον σταθμό μέχρι την πλατεία ήταν γεμάτος κόσμο. Άλλοι κρατούσαν ομπρέλες για τον ήλιο, άλλοι πολύχρωμα μπαλόνια, κορδέλες με τις λέξεις Σακάρυα και Σαγγάριος, άλλοι έτρωγαν ψητούς σπόρους κολοκυθιάς, άλλοι έπιναν κερασόζουμο. Παρέες από κορίτσια περπατούσαν πάνω και κάτω, κουτσομπολεύοντας και χασκογελώντας. Φορούσαν βελούδινους μπούστους και σκούφους στο κεφάλι με μεταξωτές φούντες. Οι νεαροί, δυο-δυο, ακολουθούσαν, μ’ ένα τσιγάρο πίσω στ’ αυτί, και φυλλαράκια δάφνης καρφιτσωμένα στο πέτο τους.
Ήταν απίστευτο να μπορεί να κοιμάται κανείς με τέτοιο θόρυβο. Όταν όμως κτύπησε το κουδούνι, βγήκε η Πολυξένη με το δάχτυλο στα χείλη.
- Μη νομίζεις πως έχω υπομονή να περιμένω, της φώναξε ο Χρήστος. Δεν έχεις πάρει χαμπάρι ότι ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν;
Είδε τη Σοφία μισοκοιμισμένη, μ’ ένα μεταξωτό κιμονό, καθώς φάνηκε στον πάνω διάδρομο.
- Έχω νέα φώναξε.
Άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικός τις σκάλες.
- Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε στην κοιλάδα του Σαγγάριου.
- Αυτό είναι καλό. Ε; έτσι δεν είναι;
- Βεβαίως είναι καλό. Σημαίνει το τέλος του πολέμου.
Η Σοφία όμως του έπιασε το χέρι.
- Ω, Χρήστο, τι φοβερό, ένα γράμμα από την Ελένη…
Και άρχισε να κλαίει, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.
- Βρίσκεται στο Αλασεχίρ. Είναι καλά. Αλλά, Χρήστο, λέει ότι δεν ήταν έγκυος, ότι το είπε επίτηδες επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί το Δημήτρη. Καταλαβαίνεις εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά;
- Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτε από την ιστορία αυτή. Τον παντρεύτηκε εκείνο τον Τούρκο;
Η Σοφία χαμογέλασε ενώ έτρεχαν δάκρυα στα μάτια της.
- Είναι πολύ ευτυχισμένη… Δεν θέλεις να πας να την πάρεις και να την φέρεις σπίτι;
Ο Χρήστος αισθάνθηκε ένα κόμπο στον λαιμό.
- Ευτυχισμένη, αφού κατέστρεψε ένα σωρό ζωές; Ας μείνει με τον Τούρκο της όσο θέλει. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν έχω θυγατέρα.
Πήρε το γράμμα από τα χέρια της Σοφίας και το έσχισε σε μικρά κομμάτια.
Η Σοφία τον παρακολουθούσε. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και είπε:
- Πολύ ευχάριστο αυτό για τον πόλεμο. Εύχομαι να είναι το τέλος.
Φύσηξε τη μύτη της.
- Αλήθεια πολύ καλό. Θάχουμε τον Γιώργο πίσω γρήγορα. Έτσι δεν είναι Χρήστο.
- Ασφαλώς. Υποθέτω. Ρώτησε καθόλου για τον αδελφό της;
- Χρήστο, ρώτησε για όλους. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι αναστέναξε. Ύστερα τον ρώτησε εάν ήθελε να πιει καφέ με γάλα.
Ο Χρήστος θυμήθηκε τον οδηγό και βγήκε έξω βιαστικά να τον πληρώσει. Έξω από τον σιδερένιο φράχτη που έμοιαζε με σειρά από ακόντια στημένα με την αιχμή προς τα πάνω είχαν μαζευτεί μερικοί μικροπουλητάδες. Σιγύριζαν στο χώμα σωρούς πεπόνια από την Κασσάμπα. Γυφτοκόριτσα είχαν απλωμένους δίσκους με ρόδια και έδιωχναν τις μύγες με κομμάτια από χαρτόνι. Μικρά παιδιά, με άσπρες ποδιές, έψηναν νεφρά από αρνί σε αναμμένα μαγκάλια. Γύριζαν αργά-αργά τις μικρές σούβλες με το ένα χέρι και με το άλλο έδιωχναν τις σφίγγες που μαζευόντουσαν. Πιο κάτω, στη γωνία, μερικοί στρατιώτες έστηναν μιαν αψίδα θριάμβου. Ήταν λίγο ανόητο αυτό και αρκετά πρόωρο, αφού δεν μπορούσε κανείς ακόμη να προδικάσει αν η επίθεση θα έφερνε τη νίκη ή την ήττα.
Ο οδηγός της άμαξας έτρωγε ένα κομμάτι καρπούζι.
Φαντάζομαι ότι η οικογένεια θα ενθουσιάστηκε από τα νέα, είπε.
- Πάρα πολύ, απάντησε ο Χρήστος.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 351-354.
Τα παιδιά της Νιόβης...
Την επομένη, καθώς ξαναμπαίναμε στο βαθμό του Μπασμαχανέ, απ’ τη μνήμη μου ξετυλίχτηκαν μεμιάς όσα είδα και άκουσα στις δεκαπέντε μέρες μας στη Σμύρνη. Αισθανόμουν αυτό που μου είχε πει για τον εαυτό της η Ρόη γυρίζοντας απ’ το ίδιο ταξίδι: Είχα μεγαλώσει! Κάτι σαν προ Χριστού και μετά Χριστόν θα χρονολογούσα πια τα γεγονότα της ζωής μου –πριν και μετά απ’ το ταξίδι στη Σμύρνη. Μέσα στην παιδιάστικη αφέλειά μου έμοιαζε σα να ’θελα να χωρίσω με μαχαίρι αυτό το άμορφο ρευστό –τη ζωή-, που παίρνει πάντα το σχήμα των πραγματοποιήσεών μας. Πολύ μονότονη θα μου φαινόταν από δω και πέρα η ζωή στο Σαλιχλί. Μέσα στο τραίνο έφερνα κάθε τόσο μπρος μου στιγμιότυπα στα διαλείμματα του σχολείου: Να μ’ έχουν κυκλώσει με θαυμασμό κορίτσια και αγόρια∙ κι εγώ να τους λέω, να τους λέω, να τους λέω…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. A΄, σ. 297
Πολλές ζωές στη Σμύρνη...
Όταν έφτασαν πάνω από τον κόλπο της Σμύρνης, ο Ισίκ έκοψε ταχύτητα και άφησε το αεροπλάνο να προχωρήσει πιο αργά. Πετώντας πάνω από το μισοφέγγαρο που σχημάτιζε ο κόλπος, από την κατεύθυνση του Κορδελιού και πέρα, άρχισε να της δείχνει με λεπτομέρειες το πανόραμα της πόλης. Λίγα λεπτά αφότου είδαν το Τζουμά-οβασί, ο Ισίκ, με μια αριστοτεχνική μανούβρα, προσγείωσε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Αντνάν Μεντερές.
Πήραν ένα ταξί και έφτασαν στην πλατεία Κονάκ. Ο Ισίκ πήρε την Αλέβ από το χέρι και της διηγήθηκε όλες τις αλλαγές που είχε περάσει η πλατεία τα τελευταία ογδόντα χρόνια. Ύστερα την πήγε μέσα στο Κεμέραλτι. Περπάτησαν όλη την αγορά κατά μήκος των στενών της με τα μαγαζιά δεξιά κι αριστερά.
Ο Ισίκ επανέλαβε και με την Αλέβ όλες του τις παλιές συνήθειες. Από τον Καντρί των σερμπετιών ήπιαν χυμό μαύρου μούρου, στου μάστορα Σεφέρ έφαγαν καζάντιμπι, και στο «Μενάν» μαστιχωτό παγωτό. Στο Χάβρα σοκάκ αγόρασαν τουλουμοτύρι της Περγάμου με μπαχαρικά.
Έπειτα βγήκαν στη λεωφόρο Ικί-τσεσμελίκ. Έστριψαν στην Αγορά και περπάτησαν στα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς της πόλης. Πήραν μια ανάσα κάτω από τις αρχαίες κολόνες και συνέχισαν στα παλιά στενοσόκακα του Ναμαζγκιάν που έμοιαζε να μην έχουν αλλάξει σε τίποτα εδώ κι εκατό χρόνια.
Από εκεί πέρασαν στο Μεζαρλίκ-μπασί, στο Ντονέρ-τας, στο Τιλκιλίκ και τέλος έφτασαν στο Μπασμανέ, όπου η Αλέβ άρχισε να διαμαρτύρεται από την κούραση. Ο Ισίκ της είπε να κάνει λίγη ακόμα υπομονή, ότι αφού περνούσαν την αψίδα που έβλεπαν λίγο πιο πέρα από το κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού, θα έμπαιναν στο χώρο του Φουάρ (της διεθνούς έκθεσης), όπου θα μπορούσαν να κάνουν στάση για ξεκούραση. Να καθίσουν σε κάποιο υπαίθριο τεϊοποτείο και να φάνε ένα από τα περίφημα «γκεβρέκ» (κουλούρια) της Σμύρνης, που είχαν πετιμέζι για προζύμι. Θα του ’βαζαν ανάμεσα το υπέροχο τυρί που είχαν αγοράσει λίγο πριν στο Χάβρα σοκάκ, και θα ’πιναν μαζί τσάι από σαμοβάρι. Ως και ναργιλέ θα μπορούσε να πιει η Αλέβ, αν ήθελε!
«Σε πήγα πρώτα στα μέρη απ’ όπου μπορείς να πάρεις ακόμα μερικές αυθεντικές εικόνες της παλιάς Σμύρνης. Φυσικά τα πιο όμορφα σημεία της πόλης είναι οι συνοικίες που βρίσκονται στην παράλια λωρίδα γύρω από τον κόλπο, δηλαδή το Καρσίγιακα, το Άλσαντζακ, το Γκιουζέλ-γιαλί… Εκεί θα πάμε κατά το βραδάκι.»
«Οι ναργιλέδες της Σμύρνης φημίζονται από παλιά. Διατήρησαν την παράδοσή τους από την οθωμανική περίοδο μέχρι την εποχή της δημοκρατίας, ακόμα και ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Οι ναργιλέδες του παλιού καιρού είχαν φαρδύ λουλά, μεγάλο μαρκούτσι, βελουδένια λαβή και κρυστάλλινη φιάλη… Όσο για τους ναργιλέδες της Σταμπούλ, ιδιαίτερα αυτούς στο καφενείο Μεσρουτιγέτ, που κάποτε λεγόταν Σύνταγμα, αυτοί είχαν κοντό λουλά και το μαρκούτσι ήταν μικρό και καμωμένο από μπρούντζο. Ενώ τα Σμυρναίικα ήταν από κεχριμπάρι. Οι πραγματικοί θεριακλήδες, που φρόντιζαν για την απόλαυσή τους, έφερναν δικό τους ασημένιο επιστόμιο και το περνούσαν πάνω στο όμορφο κεχριμπαρένιο μαρκούτσι. Στο περίφημο Café de Paris της Προκυμαίας, κάποτε, τις καλοκαιρινές ημέρες, όλοι σχεδόν οι προεστοί της πόλης κάθονταν και κάπνιζαν νωχελικά τους ναργιλέδες τους με θέα τον κόλπο… Απ’ ό,τι βλέπεις, τώρα έχουμε εκσυγχρονιστεί. Τα μαρκούτσια είναι πια πλαστικά, οι φιάλες είναι από κοινό γυαλί και οι λαβές από συνθετικό βελούδο που ξεφτάει πολύ γρήγορα. Αλλά και πάλι έχε το νου σου. Ακόμα κι ο Ναζίμ Χικμέτ προειδοποιούσε τους θιασώτες λέγοντας: “Ο ναργιλές της Σμύρνης λένε ότι βαράει στο κεφάλι όποιον δεν είναι συνηθισμένος”.»
Όσο της μιλούσε ο Ισίκ, δίνοντάς της πληροφορίες και συμβουλές σχετικά με το ναργιλέ, η Αλέβ κρατούσε σφιχτά το μαρκούτσι, αν και της ερχόταν να το πετάξει από το χέρι κάθε φορά που την έπιανε βήχας. Η πεισματική όμως έκφραση στο πρόσωπό της δήλωνε τη βεβαιότητά της πως τελικά θα κατάφερνε να τον απολαύσει. Ακούμπησε το στόμιο του μαρκουτσιού στο κάτω χείλος της, όπως της είχε δείξει ξανά και ξανά ο Ισίκ. Ύστερα, ακουμπώντας απαλά και το πάνω χείλος, άρχισε με μικρές ρουφηξιές να κάνει σιγά σιγά το τουμπεκί να καπνίζει.
«Είδες λοιπόν; Χα, χα… Παιχνιδάκι είναι! Πρώτα με μικρές εισπνοές θα κάνεις το τουμπεκί να τραβήξει τη φωτιά μέσα του και να ζωντανέψει. Το πότε είναι έτοιμο θα σου το πουν οι μπουρμπουλήθρες του καπνού που περνάει από το νερό. Δε θα το τραβήξεις μονοκοπανιά μέσα σου. Ούτε θα κρατάς το μαρκούτσι όπως κρατάει η νιόνυφη κατιτίς! Κατάλαβες, μικρέ κύριε; Ne c’ est pas, chérie? Ει, μικρέ, έλα να αλλάξεις τη φωτιά!»
«Τι όμορφο αυτό το μέρος εδώ, που λες ότι ονομάζεται Κιουλτούρ-Παρκ. Ένα δείγμα πολύ έξυπνου πολεοδομικού σχεδιασμού. Ποιος ξέρει τι μεγάλοι έρωτες πέρασαν από δω μέσα… Αλήθεια πότε δημιουργήθηκε αυτό το πάρκο;»
Ο Ισίκ διασκέδαζε πολύ παρακολουθώντας τη γυναίκα που αγαπούσε να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με το ναργιλέ. Κοντοστάθηκε πριν απαντήσει.
«Η ιστορία του πάρκου δεν είναι και τόσο ευχάριστη. Τις τελευταίες ημέρες του Πολέμου της Ανεξαρτησίας, λίγες ημέρες αφότου μπήκε ο τουρκικός στρατός στην πόλη, ξέσπασε μια μεγάλη φωτιά που σάρωσε τα πάντα εδώ πέρα. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές υποθέσεις γύρω από το πώς ξέσπασε η φωτιά, αλλά δε θέλω να πιάσω αυτό το θέμα τώρα και να χαλάσω τη μέρα μας.
»Οι πιο όμορφες και πιο πλούσιες γειτονιές της Σμύρνης έγιναν στάχτη σ’ εκείνη την καταστροφή. Ακόμα και μετά την ίδρυση του νέου κράτους της Τουρκίας, η καμένη περιοχή έμεινε για πολλά χρόνια όπως ήταν, μια καμένη γη μέσα στην καρδιά της πόλης, σαν δυσοίωνος τόπος θανάτου. Ύστερα από δέκα χρόνια και κάτι, οι ιθύνοντες της πόλης έριξαν την ιδέα να καθαριστεί η περιοχή αυτή και να γίνει ένα ευρύχωρο πάρκο από το οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν οι κάτοικοι της πόλης. Έτσι δημιουργήθηκε αυτό το πράσινο, όπου τραβούμε τους ναργιλέδες μας τώρα.»
Η Αλέβ κοίταζε με μια έκφραση όλο σοβαρότητα τις μπουρμπουλήθρες που χόρευαν μέσα στη φιάλη του ναργιλέ.
«Κι οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ; Γιατί δε διεκδίκησαν τις περιουσίες τους και δεν ξανάχτισαν από την αρχή τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, τα αρχοντικά κι ό,τι άλλο τους κατέστρεψε η φωτιά;»
Ο Ισίκ πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αφού σου είπα, είναι μεγάλη ιστορία… Η οθωμανική Σμύρνη ήταν μια κοσμοπολίτικη πόλη. Ήταν ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο κι ο πληθυσμός της εκτός από Τούρκους, Λεβαντίνους, Ρωμιούς και Αρμένιους, αποτελούνταν και από άλλους πολίτες, επιχειρηματίες από χώρες της Δύσης…
»Αν μπω στις λεπτομέρειες, θα σου μιλάω επί μέρες. Περιληπτικά συνέβη το εξής: Η κοινωνική δομή, η οποία αποτελούσε ένα χωνευτήρι για όλες τις εθνικές διαφορετικότητες μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατέρρευσε κατ’ αρχάς από τα αίτια που προκάλεσαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη συνέχεια από τη διάλυση του οθωμανικού κράτους, με την κατάληψη των εδαφών του, και τελικά, ως επακόλουθο τούς Πολέμους της Ανεξαρτησίας.
»Για να έρθουμε από το γενικό στο ειδικό, η τραγωδία που ξεκίνησε με την κατοχή της Σμύρνης και της Δυτικής Μικρασίας από τους Έλληνες, στάθηκε αιτία να σπάσει το μωσαϊκό των πολιτισμών, που είχαν ζήσει μαζί εδώ και αιώνες. Η φωτιά της Σμύρνης, που ξέσπασε μετά τη νίκη του Ατατούρκ, ήταν η βασική αιτία που έφερε την αρχή του τέλους. Τα βαριά κρίματα που είχαν διαπράξει άνθρωποι και των δύο εθνοτήτων, θα καθιστούσαν αδύνατη πλέον τη συμβίωσή τους. Για το λόγο αυτό αποφασίστηκε η ανταλλαγή των πληθυσμών. Εξαναγκάστηκαν δηλαδή οι Ρωμιοί της Μικρασίας να φύγουν στην Ελλάδα και οι Τούρκοι από τα εδάφη της Ελλάδας να κατοικήσουν στα μέρη που οι πρώτοι είχαν αδειάσει. Διαλυμένες οικογένειες, τρόποι ζωής που ανατράπηκαν και άλλα πάμπολλα τραγικά γεγονότα ήταν μερικές από τις συνέπειες που προκάλεσε τούτη η απόφαση. Αλλά το βέλος είχε πια φύγει από το δοξάρι.
»Αυτή είναι μια πρόχειρη πρώτη απάντηση στο γιατί δεν οικοδομήθηκε εκ νέου η καμένη περιοχή…»
Η Αλέβ πήρε τη μικρή τσιμπίδα που κρεμόταν με μια αλυσίδα από το σκαμνί του τουμπεκιού και ανακάτεψε τη φωτιά του ναργιλέ της. Είπε χωρίς να τον κοιτάζει:
«Ήταν πολύ επιφανειακή η τοποθέτηση, αλλά νομίζω πως πρέπει να αρκεστώ σ’ αυτήν. Εξάλλου λόγω της εθνικότητάς σου δεν μπορείς να είσαι εντελώς αμερόληπτος. Κατάλαβα ότι η βασική αιτία που δεν ανοικοδομήθηκε η περιοχή είναι ότι οι άνθρωποι που θα διεκδικούσαν τις περιουσίες τους είτε εξαναγκάστηκαν με την ανταλλαγή να μετοικήσουν είτε έχασαν τη ζωή τους μέσα στη φωτιά… Ή κάνω λάθος;…»
Ο Ισίκ σήκωσε ελαφρά τους ώμους.
«Ο πατέρας μου είχε ερευνήσει αρκετά την Ιστορία γύρω από την περίοδο της κατοχής. Είχε ζήσει τα δεινά της καθώς και τις κοινωνικές οδύνες της μετέπειτα περιόδου. Κάποτε, σε αντίστοιχη ερώτησή μου, είπε τα εξής: “Όσο ζούσαμε μαζί με τους Ρωμιούς, ως υπήκοοι του οθωμανικού κράτους, η ζωή μας κυλούσε μέσα στα καθημερινά βάσανα, χωρίς ποτέ να προβληματιστούμε. Μόνο μετά την ελληνική κατοχή αντιληφθήκαμε ότι στην πραγματικότητα μέσα στην πορεία της Ιστορίας η κάθε κοινότητα είχε εμπιστευτεί προσωρινά τον εαυτό της στην άλλη. Επί αιώνες δημιουργούσαμε απίθανους μύθους, ανατρεφόμασταν με λάθη, χωρίς να παύουμε να νιώθουμε ότι ανήκαμε σε ισχυρές αλλά και πρωτόγονες κοινωνίες, τις οποίες οι κυρίαρχες δυνάμεις έκαναν ό,τι ήθελαν… Μια αγγλική παροιμία λέει: Might makes right… Κι έτσι είναι, η ισχύς κάνει το δίκιο… Έρχεται όμως η ώρα που το θύμα γίνεται δήμιος… Και τότε το δίκιο γίνεται ισχύς! Όταν, λοιπόν, κι οι δυο πλευρές αντικριστά παίξουν από μία φορά αυτόν το ρόλο, δεν μπορούν πια να ξαναζήσουν αντάμα. Επειδή, σε όσα προηγήθηκαν, ο καταπιεσμένος έχει ζήσει τον τύραννο κι ο τύραννος τον καταπιεσμένο. Κι όταν γίνεται αυτό, χάνεται πια η εμπιστοσύνη ότι δεν πρόκειται να ξαναζήσουν παρόμοιες ιστορίες…”
»Νομίζω ότι η ερμηνεία του πατέρα μου μου χρησίμεψε σαν τυφλοσούρτης, για να μπορώ να δίνω γρήγορες απαντήσεις σε ένα σωρό ερωτήματα που τριγυρίζουν μέσα στο μυαλό μου. Η ελληνική σκέψη, ακολουθώντας τους δρόμους που χάραξαν ευφυΐες όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, όφειλε να είναι σ’ όλα μεγάλη. Αλλά αυτός ο λαός, ο τόσο εξελιγμένος στη φιλοσοφία, στις επιστήμες, στις τέχνες, δεν τα είχε καταφέρει καλά στην ίδρυση του κράτους του, στη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας και στην επέκταση και διατήρηση των εδαφών του μέσα από στρατιωτικές νίκες.
»Η αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα κράτος. Την αποτελούσαν ορισμένες πόλεις-κρατίδια που, έχοντας κατ’ αρχήν κοινή γλώσσα, συνδέονταν μεταξύ τους με εμπορικές και πολιτιστικές συναλλαγές. Δεν είχαν σύνορα. Η επέκταση του ελληνικού εθνισμού ήταν ανάλογη με την κατά διαλέκτους κατανομή των λαών.
»Το 19ο αιώνα οι άνεμοι της ρομαντικής επανάστασης, που είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη, άρχισαν να φυσούν και πάνω από τα υπό οθωμανική κυριαρχία ελληνικά χώματα. Τότε, πήρε μορφή ένα νέο ρεύμα σκέψης που κατέληξε στην πρωτοβουλία για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, έτσι ώστε να είναι πλέον αναπόφευκτες οι συνέπειες των καταστροφών, για τις οποίες μιλάμε τόση ώρα.»
Η Αλέβ έπαιζε με το μαρκούτσι του ναργιλέ της σαν να ήθελε να σημαδέψει προς κάτι εκεί γύρω.
«Η πόλη που γεννιέται μέσα από τις στάχτες της! Ένας τουρκικός αναγεννημένος Φοίνικας λοιπόν; Κι ετούτη δω η φωτιά, που έκανε τη Σμύρνη στάχτη, μάλλον συμβολίζει την ελληνική μικρασιάτικη διασπορά, έτσι δεν είναι;»
Ο Ισίκ τρεμόπαιξε τώρα τα μάτια του κουνώντας το κεφάλι καταφατικά στην Αλέβ.
«Νομίζω ότι είχαν πάρει την προειδοποίηση πάνω από χίλια χρόνια πριν. Ξέρεις, ο Ηρόδοτος λέει πως, όταν μια καταστροφή πρόκειται να βρει κάποιο λαό, υπάρχουν θεϊκά σημάδια που εμφανίζονται και την προαναγγέλλουν!»
Η Αλέβ τράβηξε ακόμα μια ρουφηξιά από το ναργιλέ κι ύστερα άπλωσε το χέρι στο φλιτζάνι της πάνω στο τραπέζι.
«Εντάξει, ας αφήσουμε τώρα το παλιό δράμα της Σμύρνης κι ας έρθουμε στα δικά μας. Έχεις βρει κάποια ανακούφιση μετά τις υπνώσεις που σου κάνει ο Γκιουρχούν;»
Ο Ισίκ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και βύθισε το βλέμμα του πέρα, σ’ ένα ιδεατό σημείο ανάμεσα στις ακακίες, μέσα στο πράσινο φύλλωμά τους.
«Δε θα ’λεγα. Θαρρώ όμως ότι υπάρχει κάτι καινούργιο.»
«Δηλαδή;»
«Τώρα πια θυμάμαι κάποιους από τους εφιάλτες που βλέπω. Λόγου χάρη το όνειρο που είδα προχτές το βράδυ. Ένας μαυροφορεμένος τύπος, που δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του, μου έλεγε ότι συχνά το παρελθόν μας σπρώχνει. Αντίθετα, εγώ ήμουν σίγουρος ότι με τραβούσε το μέλλον… Είχα γονατίσει καθώς τον άκουγα. Με το ένα χέρι έσκαβα τον τάφο μου, ενώ με το άλλο πάσκιζα να παραμείνω στην κούνια μου!…
»Ένιωθα σαν σκουριασμένος κεραυνός που εξαφανιζόταν μέσα στο σκοτάδι. Τίποτα δε φαινόταν να συμβαίνει με τη θέλησή μου. Λες και στο βάθος της ύπαρξής μου ένα τόξο είχε τεντωθεί όσο δεν έπαιρνε άλλο, το βέλος που ξέφευγε απ’ το τόξο τρυπούσε το χρόνο και, χωρίς να μου αφήνει δυνατότητα ν’ αντιληφθώ τι γίνεται, κατευθυνόταν γοργά προς το σκοπό του.
»Ήταν σαν να κοιτούσα τη ζωή μέσα από το θάνατό μου…
»Έπαιζα συνεχώς στοιχήματα στο παιχνίδι της ρουλέτας όπου “ο χαμένος τα κερδίζει όλα”!
»Στα χθεσινοβραδινά μου όνειρα ήταν συνυφασμένη και μια πολύ έντονη μουσική. Όταν ξύπνησα θυμόμουν ακόμα χοντρικά τις νότες των μελωδιών που συνόδευαν τις εικόνες στ’ όνειρό μου.
»Έτρεχα με κομμένη την ανάσα μέσα στα στενοσόκακα. Με είχε αδράξει κάποιος μεγάλος φόβος. Ύστερα βρέθηκα σ’ ένα ίσωμα. Πιο πέρα ήταν ένας γκρεμός. Συνέχισα να τρέχω τρικλίζοντας προς τα κει. Όταν πλησίασα, κατάλαβα ότι αυτό που μου φαινόταν γκρεμός ήταν η θάλασσα που απλωνόταν με κατάμαυρα κύματα πέρα από έναν πέτρινο μόλο.»
Ο Ισίκ σώπασε για λίγο. Η Αλέβ του πήρε το χέρι.
«Μίλησες για μουσική. Ποιο κομμάτι λες ότι θυμόσουν καθαρά;»
Το βλέμμα του Ισίκ άστραψε παράξενα. Έσφιξε το χέρι της.
«Ήταν η Κατάρα του Φάουστ!»
«Μπερλιόζ!»
«Φυσικά… Θυμήσου το κομμάτι που λέγεται Ο δρόμος για την Κόλαση.»
«Ναι… Πα-πα-πα-παμ! Η 18η και η 19η σκηνή του τέταρτου μέρους! Νομίζω ότι είναι η πιο δραματική στιγμή ολόκληρης της σύνθεσης.»
«Οι ήχοι της Κόλασης που βγαίνουν από την ορχήστρα… Ο διαβολικός ρυθμός της χορωδίας… Με τη συνοδεία αυτής της διαβολικής μουσικής, που συγκλονίζει συθέμελα τον άνθρωπο, έτρεχα μαζί με τον Φάουστ και τον Μεφιστοφελή προς την έσχατη άβυσσο που στα βάθη της ήταν η Κόλαση. Λες κι είχα ταυτιστεί με την τραγωδία του Φάουστ, που είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο, ανταλλάσσοντάς τη με γνώση και δύναμη!
»Καθώς πλησίαζα με κομμένη ανάσα το σημείο που ο μόλος έβρισκε τη θάλασσα, ξαφνικά είδα πάλι μπροστά μου τον άνθρωπο με το σκοτεινό πρόσωπο. Σήκωσε το χέρι με σαφή τρόπο και με σταμάτησε. Τρικλίζοντας στάθηκα ακριβώς απέναντί του. Ήμουν τόσο κοντά και πάλι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα σκοτεινά χαρακτηριστικά του προσώπου του.
»Εκείνος κατέβασε αργά το υψωμένο του χέρι και το σταμάτησε ακριβώς στο ύψος του προσώπου μου. Άρχισε να σαλεύει το δείκτη του προς τα μένα σαν δικαστής, κι ύστερα μου μίλησε με φωνή που έβγαινε μέσα από το λαρύγγι του σαν ρόγχος…»
Οι κόρες των ματιών του Ισίκ είχαν μεγεθυνθεί. Η ανάσα του είχε γίνει γρήγορη. Η Αλέβ προσπάθησε να αποσπάσει το βλέμμα του από κει που το είχε βυθίσει μέσα στις ακακίες.
«Τι σου είπε, Ισίκ; Πες μου, αγαπημένε μου. Πες μου να ξελαφρώσεις. Κι ας φύγουμε ύστερα από εδώ. Θέλω να πάμε στην Προκυμαία, να δοκιμάσω το ούζο με τα παγωμένα αμύγδαλα, που μου υποσχέθηκες. Να νιώσω τον μπάτη πάνω στο δέρμα μου και να ζήσω τη σμυρναίικη βραδινή ρέμβη. Έλα, προσπάθησε λίγο ακόμα. Βγάλε το δηλητήριο από μέσα σου!»
Ο Ισίκ της άφησε το χέρι. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα. Σηκώθηκε όρθιος. Ύστερα σήκωσε το δεξί του χέρι και κουνώντας το δάχτυλο πέρα, προς ένα ακαθόριστο σημείο, είπε με φωνή που δεν ήταν δική του:
«Ε, Ισίκ Κάνσοϊ, εσύ που βγήκες από την ανυπαρξία με ειδική εντολή της θείας δύναμης, είσαι καταδικασμένος να ζήσεις τη μοίρα σου! Όμως το τέλος μιας ζωής που έχει εκπληρώσει το σκοπό της θεωρείται ότι είναι η αρχή της αλήθειας. Το κάρμα απαιτεί την εκπλήρωση του θεϊκού σχεδίου. Θα φτάσεις κι εσύ στο τέλος αυτού του μακρινού δρόμου!»
Μετάβαση στο σημείο: Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά