Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
Το νότιο μέρος της πόλης αποτελεί την καρδιά της μουσουλμανικής Σμύρνης. Η Πλατεία του Ρολογιού (Konak Meydani στα τούρκικα) είναι εμβληματική για τους Τούρκους ακόμα. Σ’ αυτή δεσπόζει ο Πύργος του Ρολογιού (στα τουρκικά Saat Kulesi), κτίσμα του 1901, ύψους 25 μέτρων. Δώρο του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στο Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Β΄, είναι το χαρακτηριστικότερο από τα 58 ρολόγια που κτίστηκαν την ίδια περίοδο, με σκοπό να υιοθετηθεί ο δυτικός τρόπος μέτρησης του χρόνου. Όπισθεν της πλατείας, βρισκόταν το Κονάκι (στα τουρκικά Konak θα πει ευρύχωρη κατοικία), το τούρκικο δηλαδή Διοικητήριο της πόλης, το οποίο χρησίμευε και ως κατοικία του Οθωμανού κυβερνήτη.
Στην ευρύτερη περιοχή απλώνονται οι στρατώνες και το τουρκικό νεκροταφείο. Στην πλατεία του Διοικητηρίου έχουν εγγραφεί συμβολικά αντικρουόμενες μνήμες. Για τους Έλληνες της Σμύρνης συνιστά τόπο μαρτυρίου, καθώς σ’ αυτήν παραδόθηκε από τον Νουρεντίν Πασά στον όχλο, για να τον λιντσάρουν, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Για τον μουσουλμανικό όμως πληθυσμό της πόλης, αποτελεί σύμβολο, καθώς σ’ αυτήν εδραιώνεται η «απελευθέρωση» της Σμύρνης από τους απίστους (γκιαούρηδες), η ανύψωση της τουρκικής σημαίας και η αρχή μιας νέας πόλης που τους ανήκει.
Να μελετήσετε αυτή την αντίφαση και τα συναισθήματα που γεννά, στα κείμενα της ενότητας. Εντοπίζετε σημεία σύγκλισης ή ριζικής απόκλισης στις αφηγηματικές φωνές που μαρτυρούν τα ιστορικά γεγονότα;
Οι στάχτες της Σμύρνης...
«Κονσέρτο για πολυβόλα»
Ο πατέρας του έμεινε ευχαριστημένος από την εμφάνιση αυτή. Πολύ συχνά ο Γιώργος κυκλοφορούσε με απεριποίητα τούρκικα ρούχα, πυτζάμες και ρόμπες μεταξωτές∙ καμιά φορά φαινόταν επίσης αφηρημένος σα να διάβαζε πολύ τα βράδια. Είχε κληρονομήσει τα μεγάλα, διάφανα μάτια της μητέρας του που δεν είχαν καθορισμένο χρώμα, ένα μείγμα από καστανό και γκριζοπράσινο, μα πάντοτε υγρά. Βαλμένα κάτω από το μεγάλο ψηλό μέτωπο, τα μάτια του δεν έδειχναν τόλμη, έμοιαζαν σαν τα μάτια μικρού παιδιού που κοιτάνε πίσω από ένα κράνος.
-Δεν έφαγες το πρωινό σου; Φαίνεσαι ωχρός, είπε ο Χρήστος.
-Θα φάω ένα πορτοκάλι ή κάτι άλλο, απάντησε ο Γιώργος. Πρέπει να βγω έξω.
Η Ελένη ζήτησε καφέ με γάλα, και η Σοφία τσάι κομπλέ, με βούτυρο και μαρμελάδα, έναν παριζιάνικο συνδυασμό. Ο ξάδερφός της ήταν πρεσβευτής στο Παρίσι. Ο Χρήστος όμως παράγγειλε για το Γιώργο ένα παλιό ελληνικό κολατσιό μαύρες ελιές και άσπρο τυρί, κάτι που το συνήθιζε ο Σωκράτης και είχε φτάσει μέχρι τα μέρη μας. Αυτό συνήθιζε να τρώει κάθε πρωί κι ο ίδιος, γιατί ήταν ελληνικό και θρεπτικό. Σήμερα όμως ήταν πολύ συγκινημένος και δεν μπορούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα του.
Μια μικρή καταιγίδα ήρθε απ’ τη θάλασσα και μερικές σταγόνες βροχής μπήκαν απ’ το παράθυρο. Ξαφνικά, ακούστηκαν βήματα στο λιθόστρωτο. Ο Γιώργος έσκυψε από το παράθυρο και γύρισε απότομα.
-Είναι οι στρατιώτες μας, Έλληνες στρατιώτες.
Τα μάτια του Χρήστου γέμισαν δάκρυα. Στράφηκε στην Ελένη και της είπε να φέρει αμέσως τη σημαία.
Οι στρατιώτες βάδιζαν σε μονό ζυγό, σπρώχνοντας ελαφρά ο ένας τον άλλο. Το σοκάκι ήταν στενό και γλιστερό. Μόλις έφτασαν στον Μώλο, παρατάχτηκαν κι άπλωσαν το ένα χέρι στο ύψος του ώμου για να ζυγιστούν. Η Ελένη έσκυψε έξω από το παράθυρο κρατώντας τη σημαία. Ένας στρατιώτης σήκωσε το κεφάλι του, την είδε και χαμογέλασε. Του έλειπε ένα μπροστινό δόντι.
Ο Χρήστος έβγαλε το κεφάλι του και φώναξε:
-Είναι ο Υπολοχαγός Καλαποθάκης μαζί σας;
-Πατέρα, έκανε η Ελένη σε αμηχανία. Σταμάτα.
Προσπάθησε να φύγει, αλλά ο πατέρας της έβαλε το χέρι του γύρω στη μέση της και το άλλο στον ώμο του Γιώργου, που τον ένοιωσε να τρέμει ελαφρά κάτω από την παλάμη του, όπως ένα άλογο που είναι σφιχτά σελωμένο. Ο εκκωφαντικός κρότος μιας ομοβροντίας από ένα πολεμικό έκανε τα τζάμια να τρίξουν κι αχολόγησε πέρα στους λόφους σα να προανήγγελλε την Ημέρα της Κρίσης.
-Υποθέτω πως ήταν χαιρετισμός, είπε ο Γιώργος με φωνή μάλλον σφιγμένη, κι ο Χρήστος καθώς γύρισε να τον δει, παρατήρησε πως τα χείλια του ήταν ωχρά.
- Ασφαλώς είναι χαιρετισμός, βιάστηκε να βεβαιώσει ο Χρήστος.
Κοίταξε ακόμη μια φορά τα άχρωμα χείλια του γιου του, και μια φοβερή αμφιβολία πέρασε από το μυαλό του. Απομάκρυνε τη δυσάρεστη σκέψη, βυθίζοντας τα δάχτυλά του στον ώμο του Γιώργου. Εκείνος τραβήχτηκε με μια κραυγή.
- Κάντε το σταυρό σας. Περνάνε τις άγιες εικόνες.
Η ηχώ απ’ τα κανόνια των πολεμικών τράνταξε την πόλη σα να ήταν σεισμός. Στο θόρυβο των κανονιών και της βροχής ο Κενάν, σήκωσε τον υποκόπανο του τουφεκιού που κρατούσε κι έσπασε το παράθυρο της σοφίτας στο Σπίτι του Στρατιώτη. Ακούμπησε την κάνη του τουφεκιού στο πρεβάζι και έριξε μια ματιά έξω, στο δρόμο. Γύρισε ύστερα προς τα μέσα, κοίταξε τον τρελό – Ισμαήλ και είπε:
- Είσαι έτοιμος;
Εκείνος του απάντησε μ’ ένα γνέψιμο με τα μάτια. Διακόσια μέτρα μακριά, στο σημείο όπου η πλατεία ανοίγει προς την προκυμαία, το λάβαρο ενός άγιου εκεί που έστριβε τη γωνιά κουνιότανε ζωηρά όπως το πανί μιας βάρκας στη θύελλα. Ένα μουρμουρητό διαπέρασε τα πλήθη. Υπάλληλοι και γραφιάδες, με βλαστούς βασιλικό στην κορδέλα στα ψαθάκια τους, ναυτικοί με ανοιχτά πουκάμισα κι έφηβοι που κουνούσαν ζωγραφισμένα λάβαρα, σα να ήταν εξαπτέρυγα σε παρέλαση. Άρχισαν όλοι να σπρώχνονται με τους αγκώνες, προσπαθώντας ο καθένας να περάσει στην πρώτη γραμμή, ώστε να βλέπει καλύτερα, τεντώνοντας το λαιμό τους στην επιθυμία τους να δουν τους στρατιώτες.
Ο Κενάν καθόταν στο πάτωμα σταυροπόδι, όπως κάθονται οι ράφτες. Σφίγγοντας το τουφέκι κάτω από το κομμένο του μπράτσο, τράβηξε προς τα πίσω το κινητό ουραίο για να γεμίσει. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναγεμίσει στη στάση που βρισκόταν. «Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Ίσως δεν θα έχω πια καιρό να γεμίσω και δεύτερη φορά». Κοίταξε με φανερή λύπη τα όπλα πούχε κλέψει ο Ισμαήλ απ’ το οπλοστάσιο: τρία τουφέκια Μαρτίνι, ένα παλιό, βαρύ πιστόλι Λάγκαρντ, δυο σειρές από σφαίρες και μια χειροβομβίδα. Περισσότερο από αρκετά για έναν μισότρελο κι έναν σακάτη. Και η σοφίτα δεν προσφερόταν για πεδίο μάχης. Από κει που είχε καθίσει έβλεπε μόνο τη πρόσοψη της Αποθήκης Ζιρώ και τα δέντρα γύρω από τον πύργο του Ρολογιού. Η είσοδος στους τούρκικους στρατώνες και το κυβερνείο ήταν κρυμμένα πίσω από μιαν ατέλειωτη σειρά από καμινάδες.
Απ’ όλα τα καραούλια απ’ όπου είχε πολεμήσει, από τα σύνορα της Βουλγαρίας μέχρι την Παλαιστίνη, αυτό ήταν το πιο ακατάλληλο και άβολο για να υπερασπίσει την τιμή της αυτοκρατορίας. Αλλά ανήκε στον τρελο – Ισμαήλ, που ήταν πολύ περήφανος για το παλάτι του. Μπαίνοντας στο κτίριο έβγαλε τις λαστιχένιες μπότες του, σα να έμπαινε στο Τζαμί του Χισάρ, την πιο ιερή μέρα. Για ένα άτομο με τη νοοτροπία του Κενάν, το ότι ο ευλογημένος τρελός παραχώρησε το μέρος του για μια προσπάθεια καταδικασμένη εκ των προτέρων, ήταν ένας καλός οιωνός. Έσκυψε το κεφάλι του βαθιά κάτω στο πάτωμα σε μια ύστατη προσευχή, αφιερώνοντας τον εαυτό του στο έλεος του Θεού, του Μεγαλόψυχου. Γνώριζε πως ο θάνατος, στην περίπτωση αυτή θάταν η καλύτερη και πιο ευπρόσδεκτη λύση.
Τη στιγμή που ο Κενάν έφερνε το τουφέκι του σε θέση βολής, οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες φάνηκαν πίσω απ’ την Εθνική Σημαία. Κρατούσαν τα όπλα τους με τις ξιφολόγχες στον δεξιό τους ώμο και τραγουδούσαν ένα εύθυμο εμβατήριο. Μικρές σημαίες πέφτανε πάνω και γύρω τους, σαν τις πεταλούδες πριν κάτσουν σ’ ένα λουλούδι. Τα πρώτα τμήματα πέρασαν την πλατεία κι αμέσως μετά φάνηκαν άλλα να μπαίνουν και το στρίμωγμα κι ο πανικός άρχισαν να δείχνουν τα πρώτα σημάδια, καθώς εκείνοι που ακολουθούσαν το στρατό έπεφταν πάνω σ’ εκείνους που στεκόντουσαν όρθιοι και τους έσπρωχναν κατά τον τοίχο. Μερικοί έχασαν τα ψαθάκια τους κι άλλοι τα γυαλιά τους απ’ τα μάτια. Άλλο κύμα περιέργων έφτασε πίσω από την πλάτη εκείνων που βρισκόντουσαν ήδη στην πλατεία κι αυτό δημιούργησε μια κατάσταση ασφυκτική που άγγιζε τώρα την υστερία.
Ο Κενάν πήρε βαθιά αναπνοή και ξάπλωσε όπως ο σκύλος. Κάπου, προς τη δεξιά του μεριά, άκουσε το σπάσιμο από τζάμια. Σημάδεψε προσεκτικά το Χριστιανικό Λάβαρο, μέτρησε αργά ως το τρία και πυροβόλησε. Τη στιγμή που ο Ισμαήλ τούδινε ένα δεύτερο τουφέκι γεμισμένο, ακούστηκαν καμιά ντουζίνα πυροβολισμοί από την πλατεία.
Έξω, στο κέντρο του πλήθους άρχιζε να σχηματίζεται ένας κύκλος, όπως κάνει η δίνη στην άκρη μιας λίμνης. Στην αρχή φάνηκε να δημιουργείται μια μάζα που κινήθηκε αργά προς τα πλάγια, για να διαλυθεί ξαφνικά, όπως σκορπάνε βώλοι κτυπημένοι με δύναμη από μια μπίλια. Ναυτικοί πέσανε στη θάλασσα, στρατιώτες τρέξανε να καλυφτούν στα δέντρα και υπάλληλοι και άλλοι περίεργοι εξαφανίστηκαν μέσα στις αυλές και τις εξώπορτες. Σε μια στιγμή η πλατεία άδειασε.
Στη μέση της πλατείας, ένας άνδρας με κρητικές βράκες και ένα σακάκι ριγωτό, άσπρο και θαλασσί, ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στο χώμα. Ένας άλλος στρατιώτης τον τραβούσε απ’ τα πόδια προς τα δέντρα. Ο Κενάν σημάδεψε προσεκτικά για δεύτερη φορά και πάτησε τη σκανδάλη. Το πρόσωπο του στρατιώτη εξαφανίστηκε κάτω από ένα κόκκινο υγρό που άρχισε να αναβλύζει από μια τρύπα.
-Κενάν Μπέη, ψιθύρισε ο Ισμαήλ, λες και το δωμάτιο ήταν γεμάτο από ωτακουστές. Γιατί ξοδεύεις τα βόλια σου άδικα σε κοινούς στρατιώτες; Γιατί δεν πυροβολείς το στρατηγό;
- Όταν δεις το στρατηγό, να μου τον δείξεις, είπε ο Κενάν, και φύτεψε μια δεύτερη σφαίρα στο σώμα του στρατιώτη που σπαρταρούσε.
Σε λίγο το τουφεκίδι γενικεύτηκε ακολουθούμενο από το χαρακτηριστικό γάζωμα του πολυβόλου. Ο τοίχος στην Αποθήκη Ζιρώ, απέναντι, γέμισε από τρύπες και κάθε σφαίρα άφηνε μια μικρή τούφα από σκόνη. Ήταν δύσκολο να δει κανείς τι κάνανε οι Έλληνες στους στρατώνες και το κυβερνείο.
- Πώς βγαίνουμε από δω; ρώτησε ο Κενάν;
- Έξω; Ρώτησε με τη σειρά του ο Ισμαήλ. Από κει που μπήκαμε. Κάτω στις σκάλες και από την πόρτα έξω στο δρόμο.
- Ηλίθιε. Δεν υπάρχει άλλη πόρτα;
Ο Ισμαήλ ζάρωσε τα φρύδια του, και κοίταξε αβέβαιος τρέμοντας τη δυσαρέσκεια του Κενάν. Έπειτα, σήκωσε τους ώμους του και πλατάγισε τη γλώσσα. Ο Κενάν έσφιξε τη γροθιά του και την κτύπησε στο πάτωμα.
- Πήγαινε ν’ αμπαρώσει την εξώπορτα, είπε.
Ο τρελός Ισμαήλ, σκούπισε τη μύτη του με το χέρι, μουρμούρισε μερικά λόγια που σήμαιναν ότι με χαρά του θα έκανε ότι μπορούσε για να υπηρετήσει την Πατρίδα κι έτρεξε προς τις σκάλες, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο κρότος απ’ το πολυβόλο σταμάτησε, αφήνοντας ένα κουδούνισμα στ’ αφτιά. Για λίγη ώρα επικράτησε απόλυτη σιωπή και ξαφνικά, οι Έλληνες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Μερικοί στρατιώτες φάνηκαν σκυφτοί μέσα απ’ τα δέντρα κι άλλοι ξεπρόβαλλαν πίσω απ’ τα μαγαζιά. Η βροχή σταμάτησε. Τούφες από γκρίζα και πορτοκαλιά σύννεφα, κυνηγημένα απ’ τον αέρα, έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν πίσω από τους λόφους.
Ο Κενάν έβαλε κάτω το τουφέκι του. Η σοφίτα ήταν χειρότερη κι από την καλύβα ενός γύφτου. Δεν υπήρχαν ντουλάπια, ούτε έπιπλα και η πόρτα ήταν μια λεπτή σανίδα από κόντρα πλακέ. Στην πραγματικότητα, όλο το κτίριο έμοιαζε με μια μεγάλη, άδεια φλούδα, ένα κέλυφος με μικρά διαμερίσματα, περιστοιχισμένο από μια αυλή, όπως οι σταθμοί των καραβανιών στην Κεντρική Ανατολία.
Ποταμάκια από βρώμικο νερό έτρεχαν στους τοίχους και τους διαδρόμους και η σκάλα ήταν σκοτεινή σαν κόλαση. Το κάτω πάτωμα είχε ένα μπαλκόνι από μαραμένα φυτά και λουλούδια σε γλάστρες από ντενεκέ κι από ένα σχοινί κρεμόταν ένα σώβρακο που έσταζε νερό. Η μονή έξοδος ήταν από την πόρτα, που ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μια ολόκληρη καρότσα μπορούσε να περάσει ανάμεσα στα πορτόφυλλά της.
Ο Κενάν έριξε διαδοχικά τα τουφέκια και τις σφαίρες, κάτω στην αυλή. Έχωσε το πιστόλι Λάγκαρντ στη ζώνη του κι έβαλε τη χειροβομβίδα στην τσέπη του χιτώνα του. Κοίταξε ακόμη μια φορά προς τα έξω, κι είδε μια περίεργη πομπή να κατεβαίνει προς την πλατεία από τους οθωμανικούς στρατώνες. Επί κεφαλής βρισκόταν ένας τούρκος συνταγματάρχης, μ’ ένα άσπρο μαντήλι δεμένο στα χέρια του. Τα χέρια του ήταν ενωμένα και σηκωμένα πάνω στο κεφάλι του. Το μαντήλι ανέμιζε στο πρόσωπό του που φαινόταν ανέκφραστο και ωχρό σα γύψος. Αξιωματικοί και στρατιώτες ακολουθούσαν σε φάλαγγα με τα χέρια υψωμένα πάνω απ’ το κεφάλι τους. δεν κοίταξαν ούτε μια φορά τους Έλληνες που στεκόντουσαν δεξιά κι αριστερά στους δρόμους και τις εξώπορτες.
Πρώτος έσπασε τις γραμμές των θεατών ένας μεγαλόσωμος κοκκινωπός Έλληνας από τα βόρεια μέρη, με αρκετές σταγόνες από Σλάβικο αίμα στις φλέβες του. Ήταν γεροδεμένος, με χοντρά, γυμνά μπράτσα. Στο ένα του χέρι κρατούσε μια καρέκλα καφενείου με τέτοια ευκολία πούλεγες πως ήταν φτιαγμένη από χαρτί. Ο Κενάν άκουσε την υστερική του φωνή καθώς παρακινούσε και τους άλλους. Ξαφνικά όλοι όρμησαν με μποτίλιες στο χέρι και καρεκλοπόδαρα.
Στην άκρη της πλατείας αναποδογύρισαν ένα κάρο κι άρπαξαν ξύλα και σιδερένιες μπάρες. Ο κοκκινομάλλης Έλληνας έτρεξε κατά πάνω στον Τούρκο συνταγματάρχη, που βάδιζε ίσια σαν υπνοβάτης, ενώ το μαντήλι ανέμιζε στο πρόσωπό του. Με μια κραυγή θριάμβου ο Έλληνας σήκωσε ψηλά την καρέκλα και την κατέβασε με δύναμη. Ο Τούρκος πετάχτηκε προς τα εμπρός και οι Έλληνες έπεσαν πάνω του. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι Έλληνες τους χτυπούσαν κατακέφαλα με μποτίλιες και πόδια από καρέκλες και σιδερένιες μπάρες. Δυο στρατιώτες, από το τέλος της φάλαγγας, που ανήκαν στην Τουρκική Φρουρά σήκωσαν το αναίσθητο σώμα του συνταγματάρχη. Στο μέτωπο είχε μια βαθιά πληγή απ’ όπου έτρεχε άφθονο αίμα.
Σιγά – σιγά, όλα τα δημόσια κτίρια άδειασαν. Οι υπάλληλοι, με κοστούμια από γκρίζο μαλλί Βιέννης, υψώνονταν στις μύτες των ποδιών για να παρακολουθήσουν το θέαμα, των Ελλήνων που ριχνόντουσαν πάνω στους Τούρκους. Γέροντες Χατζήδες και Χοτζάδες σκέπαζαν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους να προφυλαχτούν από τα σάπια φρούτα που τους πετάγανε. Μαθητές απ’ το Κολλέγιο του Σουλτάνου, έτρεχαν με τα χέρια ψηλά, κρατώντας το κεφάλι τους, καθώς Έλληνες στρατιώτες τους κυνηγούσαν με τις ξιφολόγχες.
Ο Κενάν αναστέναξε κι έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Πήρε μέρος στην υποχώρηση από το Λουλεμπούργκας, μαχόμενος αδιάκοπα. Έμεινε στο Τζαμί του Σουλτάνου Αλμέτ, όπου οι περισσότεροι από τους άντρες πέθαναν από σηψαιμία και ασιτία. Βρέθηκε στο Σουέζ και την Αναφάρτα και Συρία με τον Γκυλντιρίμ. Κι είχε αποκοιμηθεί σε αμμοθύελλες όρθιος ή πλαγιαστός μισοχωμένος στη λάσπη. Οι Έλληνες δεν τούδωσαν περισσότερο από τρία λεπτά. Δυνατοί γδούποι συντάραξαν το ετοιμόρροπο κτίριο καθώς προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πόρτα. Οι διάδρομοι αχολόγησαν σαν άδειος τάφος. Η πόρτα υποχώρησε με έναν κρότο, όπως κάνει ο ζεστός αέρας που ορμάει μέσα σε μια καμινάδα.
Ο Κενάν κοίταξε κάτω και είδε τους Έλληνες ν’ αρπάζουν τον Ισμαήλ. Δυο τον κρατούσαν κάτω από τις μασχάλες και τα πόδια του μόλις ακουμπούσαν το πάτωμα. Το σαρίκι είχε σκιστεί κι απ’ το κεφάλι του έτρεχαν αίματα. Καθώς τον τραβούσαν έξω του έπεσε το μπαμπακερό του παντελόνι που σουρνόταν γύρω στα πόδια του όπως μια σαύρα γλιστράει από το παλιό πετσί της. Ο Κενάν είδε τα μάτια του να γυρίζουν μέσα στις κόγχες, άσπρα σα βότσαλα.
-Πες το, του φώναζαν οι Έλληνες. Πες: «Ζήτω ο Βενιζέλος».
- Πεθαμένος; είπε κάποιος. Το διάβολο, πραγματικά πέθανε;
Το πλήθος, παρ’ όλ’ αυτά, όρμησε και άρπαξε τον τρελό Ισμαήλ από τα πόδια και τα σήκωσαν πιο ψηλά από το κεφάλι του κι άλλοι του τραβούσαν τα χέρια και τον τίναζαν πάνω και κάτω, όπως αδειάζει κανείς ένα σακί με πατάτες. Κι άλλοι φώναζαν:
- Ισμαήλ, ο τρελός Ισμαήλ.
Ο Ισμαήλ τιναζόταν δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει από τους βασανιστές του. Κάποιος πλησίασε και τον κτύπησε στο κεφάλι με μιαν αλυσίδα. Οι Έλληνες έδιναν διαταγές ο ένας στον άλλο:
- Κάντε τον να πει «Σκατά στο Κοράνι». Βάλτε τον να χέσει στο Κοράνι… Κράτα του τα χέρια…
Τον περιφέρανε σα να ήτανε τρόπαιο, ενώ από παντού γύρω τον κτυπούσαν.
Τότε έφτασε ένας ψηλός, δυνατός, γεροδεμένος στρατιώτης χωρίς πηλίκιο, τρέμοντας ολόκληρος από μανία κι έσπρωξε μακριά το πλήθος. Μετά, ρίχτηκε μ’ όλη του την ορμή πάνω στο θύμα του, με απλωμένο μπροστά το χέρι του. Ο Ισμαήλ τινάχτηκε προς τα πάνω με μια γοερή κραυγή αγωνίας, τραντάχτηκε σαν το σκιάχτρο του αγρού στη νυχτερινή θύελλα, έμεινε για λίγο στον αέρα σα να τον βάσταγε κάποια δύναμη αόρατη, και μετά, οι ώμοι του λύγισαν, το στόμα του άνοιξε διάπλατα σε μια έκφραση απορίας και τέλος έπεσε βαριά προς τα πίσω. Ο στρατιώτης τράβηξε το χέρι ματωμένο μέχρι τον αγκώνα, και το πλήθος διαλύθηκε με αηδία.
Ύστερα από λίγη ώρα, άνθρωποι άρχισαν να σπρώχνονται για να μπουν ξανά μέσα στο σπίτι. Ο Κενάν έτρεξε στο διάδρομο, έβγαλε την περόνη από την χειροβομβίδα και την κατρακύλησε στις σκάλες. Χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα, δρασκέλισε το πρεβάζι του παραθυριού κι άφησε τον εαυτό του να πέσει κάτω από ύψος δέκα μέτρων, στην αγκαλιά ενός Έλληνα αξιωματικού.
Ο αξιωματικός κύλησε προς τα πίσω κοιτάζοντάς τον με τρόμο. Βρέθηκαν και οι δυο αναποδογυρισμένοι σε κάτι βρεγμένα χόρτα, ενώ η βροχή έπεφτε στο πρόσωπό τους. Ήταν κι οι δυο αρκετά ζαλισμένοι για να κουνηθούν. Πρώτος ο Κενάν έκανε μια απότομη στροφή και βρέθηκε όρθιος. Πριν κάνει τρία βήματα, ο αξιωματικός άρχισε να πυροβολεί και να φωνάζει με βραχνή φωνή. Ο Κενάν σταμάτησε. Ο Έλληνας ήρθε από πίσω του, ανασαίνοντας γρήγορα.
- Σήκωσε τα χέρια σου…. τα χέρια σου.
Ο Κενάν παρ΄όλο που τον κατάλαβε, δεν υπάκουσε. Γύρισε αργά, αντιμετωπίζοντας το νεαρό υπολοχαγό που κουνούσε το πιστόλι του πάνω-κάτω, πότε σημαδεύοντας το κεφάλι και πότε τα πόδια του Κενάν.
- Τα χέρια σου, είπα. Α, έχεις ένα χέρι μόνο. Σήκωσε το χέρι σου, λοιπόν.
Ο Έλληνας αξιωματικός φαινόταν σα να χόρευε πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Είχε μια έκφραση αγωνίας στο πρόσωπο. Το χέρι που κρατούσε το πιστόλι έτρεμε.
- Μείνε σε απόσταση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο. Ρίξε τα όπλα σου… όχι μην κουνιέσαι. Κράτα το χέρι σου ψηλά.
Με νευρικές κινήσεις και κάνοντας γκριμάτσες ο υπολοχαγός έκανε δυο βήματα και άρπαξε το Λάγκαντ του Κενάν. Ο Κενάν στεκόταν σα ναρκωμένος. Σκεφτόταν αν η χειροβομβίδα είχε εκραγεί. Αν δεν την είχε πετάξει και την κρατούσε τώρα απάνω του, κοντά στην καρδιά του και τραβούσε την περόνη, τη στιγμή ακριβώς που ο Έλληνας τον αφόπλιζε. Άπλωσε το χέρι του, χαμογελώντας στη σκέψη ότι θα έκανε το ταξίδι στην αιωνιότητα συντροφιά με τον Έλληνα αξιωματικό. Ο υπολοχαγός όμως υποχώρησε σκούζοντας.
Μερικοί βγήκαν στα παράθυρα, τον κρατάω, μην ανησυχείτε, φώναξε με θριαμβευτική φωνή ο υπολοχαγός.
Τράβηξε τον Κενάν στην άλλη άκρη του κήπου, όπου ήταν ένα υπόστεγο για τη βροχή και τον γύρισε με τα μούτρα στον τοίχο. Ο Κενάν τον άκουσε να ψάχνει για την τσιγαροθήκη του, ν’ ανάβει ένα τσιγάρο και να φυσάει δυνατά τον καπνό.
- Παρά λίγο να με σκοτώσεις Μεμέτη, τραύλισε ο υπολοχαγός. Η καρδιά μου ανέβηκε στο στόμα.
Χτύπησε με δύναμη τον Κενάν στο κεφάλι.
- Θάπρεπε να σε ξεφλουδίσω σαν κρεμμύδι, μαλάκα, γουρούνι, Μεμέτη… Μη με κοιτάζεις καθόλου μυγόχεσμα, γιατί θα σου βγάλω και το άλλο μάτι.
Ο αξιωματικός πήγαινε κι ερχόταν πίσω του, σταματούσε πότε-πότε παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Τον είχε πιάσει μανία με τη σκέψη ότι λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Ο Κενάν περίμενε να τον ξαναχτυπήσει.
Ο θυμός όμως του υπολοχαγού έπεσε γρήγορα. Έπαψε να πηγαινοέρχεται και να μιλάει, άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και περίμενε σα να πρόκειται κάτι να συμβεί. Όταν γύρισε το κεφάλι του ο Κενάν τον είδε να κάθεται σ’ ένα σωρό από ξύλα, κρατώντας το πιστόλι ανάμεσα στα πόδια του.
Μείνανε αρκετή ώρα στην αυλή. Η βροχή σταμάτησε και οι θόρυβοι απ’ την αναταραχή και τη φασαρία έπαψαν ν’ ακούγονται. Ο Έλληνας αξιωματικός σηκώθηκε, έβαλε τον Κενάν να περπατάει μπροστά του και πήρε το δρόμο ανάμεσα από διάφορα κτίρια, προς την πλατεία. Ο κόλπος γυάλιζε σαν ασημένιο πιάτο. Πέρα, στο βάθος, οι κορφές ήταν ακόμα σκεπασμένες από αραιή ομίχλη κι ο αφρός της θάλασσας ράντιζε την έρημη προκυμαία. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ένας άλλος αξιωματικός, με ψαρό μουστάκι, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, είδε τον υπολοχαγό, σταμάτησε, και του είπε:
- Καλαποθάκης, τι διάολο κάνεις εδώ χάμω; Ο υπολοχαγός έδειξε με το πιστόλι του τον Κενάν.
- Έχω αυτόν τον αιχμάλωτο, συνταγματάρχα μου.
- Ιησού Χριστέ και Παρθένα Παναγία. Όλοι έχουν και από έναν αιχμάλωτο. Που είναι οι άντρες σου;
- Ο λόχος μου; Ερευνούν την περιοχή για ελεύθερους σκοπευτές.
- Είσαι βέβαιος; είπε ο συνταγματάρχης. Βρήκα αρκετούς απ’ τους άντρες σου στο ζαχαροπλαστείο του Φώτη, στο Μώλο. Αν δεν ήταν για τον πατέρα σου, θα έπρεπε να σε περάσω στρατοδικείο. Πήγαινε πίσω στην αποβάθρα και μάζεψε τους άντρες σου.
Ο υπολοχαγός πήρε μια βαθιά αναπνοή, ενώ τα μάτια του άστραψαν από οργή κι αγανάκτηση. Προχώρησε προς το αυτοκίνητο κι έσκυψε πάνω από την πόρτα.
- Συνταγματάρχα μου, σας ρωτώ, τι να τον κάνω τον αιχμάλωτο;
- Να τον αφήσεις ελεύθερο, δεν βλέπεις ότι είναι σακάτης;
- Κύριε, είναι επικίνδυνος, κοιτάχτε τον στο πρόσωπο. Αλλά ο συνταγματάρχης του ξανάπε:
- Άφησέ τον ελεύθερο.
Κι έδωσε διαταγή στον οδηγό του να προχωρήσει. Όταν το αυτοκίνητο δεν φαινόταν πια, ο υπολοχαγός γύρισε προς τον Κενάν.
- Εντάξει Μεμέτη, δίνε του, πήγαινε σπίτι σου.
Ο Κενάν δίστασε.
- Πήγαινε, φύγε, τρέχα, ξανάπε ο Έλληνας αξιωματικός.
Αλλά καθώς ο Κενάν άρχισε να τρέχει, ο αξιωματικός πυροβόλησε. Η πρώτη σφαίρα αστόχησε. Η δεύτερη όμως βρήκε το δεξί πόδι του Κενάν, λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο. Το πόδι του, που πλατάγιζε στο λασπωμένο λιθόστρωτο, τινάχτηκε, σα να του ξερίζωσαν, κι άρχισε να τρέχει αίμα από την πληγή. Ο Κενάν έπεσε. Σηκώθηκε με κόπο, σούρνωντας το πόδι και ξανάπεσε. Ξανασηκώθηκε γι’ άλλη μια φορά και με τα φτερά του Γαβριήλ στους ώμους και την πνοή του Θεού, άρχισε να τρέχει.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 34-43
Περπατώντας η δόξα...
Ιζμύρ
Ο Τούρκικος μαχαλάς εις την Σμύρνην είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό από την ζωήν και την κίνησιν της πόλεως ό,τι περίπου δια την Κωνσταντινούπολιν η Σταμπούλ. Δεν είναι εύκολον ν’ αποκαλύψει κανείς το Ιζμύρ, ερχόμενος και ζων εις την Σμύρνην. Όχι πως είμαστε Έλληνες, αλλά είναι αλήθεια αντιπροσωπεύουσα πιστότατα την πραγματικότητα, ότι το χρώμα της Σμύρνης είναι και διά τον τυφλόν ακόμη Ελληνικότατον. Οι Τούρκοι κατείχον επί πεντακόσια και πλέον χρόνια την ωραίαν αυτήν νύμφην της Μικρασιατικής ακτής εφήρμοσαν όλα τα φοβερά μέσα της τρομοκρατίας και της εξοντώσεως του Ελληνικού στοιχείου, αλλά δεν κατόρθωσαν να την κατακτήσουν πραγματικώς, να γίνουν αυτοί η κοινωνία της, να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριον και να ρυθμίζουν την δράσιν και την ζωήν της […]
Επί του όρους φέροντος και αυτού το αρχαιοπρεπές Ελληνικόν όνομα «Πάγος», είναι χτισμένος κι εκτείνεται ο «Τουρκομαχαλάς». Απόκοσμα εντελώς και σχεδόν χώρια κανένα σύνδεσμον με την πόλιν της Σμύρνης, ζει εκεί ο Τουρκικός πληθυσμός της Ιωνικής Μητροπόλεως, αποτελούμενος, ως επί το πλείστον, από Τουρκοκρήτας, εγκατεστημένους εκεί προ δέκα περίπου ετών.
Ο Τουρκικός μαχαλάς καταλήγει προς την θάλασσαν, όπου είναι το περίφημον Κονάκι, η έδρα της διοικήσεως του βιλαετίου, μέγαρον κατάλευκον, αραβικού ρυθμού, με πολυτέλειαν και χλιδήν οθωμανικήν, μέσα εις το οποίον ο απεχθής Ραχμή εσυνέχισε το μυσαρόν έργον των προκατόχων του βαλήδων προς εξαφάνισιν του χριστιανικού κόσμου της εκπνεούσης Αυτοκρατορίας. Απέναντι από το Κονάκι εγείρεται μουσουλμανικότερον εις σχέδιον το μέγαρον του Στρατιωτικού Διοικητηρίου, η έδρα του τρομερού στρατηγού Ναντίρ πασά με απέραντους στρατώνας, ικανούς να χωρέσουν εν ανέσει όλους τους άνδρας, του Σώματος Στρατού της περιφερείας. Μεταξύ των δύο αυτών οικημάτων υψούται εν είδει περιποιημένου μιναρέ το «Ωρολόγιον», με αισθητήν την παραφωνίαν των λατινικών αριθμών εις τας ώρας του. Ολόγυρα από το ωρολόγιον υπάρχει πρασινάδα περιβόλου και αναβλύζουν νερά από ένα Τουρκικόν συντριβάνι. Την πλατείαν αυτήν οι μαρτυρικοί ομογενείς μας επρότεινον τώρα να μετονομασθεί εις «κήπον του κλαυθμώνος», διά τα χριστιανικά δάκρυα που την έχουν ποτίσει κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, και τους στεναγμούς του πόνου που έχουν γεμίσει τον αέρα της. Ο μικρός ανηφορικός δρόμος που οδηγεί εις το Κονάκι, κατά την ίδιαν επιτυχή έμπνευσιν, θα λάβει το όνομα «οδός Γολγοθά», ώστε να μη σβήσει ποτέ η απαισία ανάμνησις του τραγικού τοπίου. Οι τοίχοι των κτιρίων, κατάστικτοι από σφαίρες είναι η απάντησις που έδωσαν τα μάνλιχερ των τσολιάδων μας εις την ενέδραν κατά την πρώτην ημέραν της Ελληνικής κατοχής. Επάνω και κάτω, σε παράθυρα και σε μπαλκόνια βομβούν χιλιάδες οι κρατούμενοι Τούρκοι αξιωματικοί, ενώ εις τας σκοπιές με τα Σουλτανικά στέμματα καμαρώνουν με την μπαγιονέτα εφ’ όπλου τα φανταράκια μας, ευσταλή παλληκάρια της Αμύνης Κρητικοί και Νησιώτες, με το σιδηρούν κράνος του Μετώπου στο κεφάλι. Πιο πέρα λίγο οι φυλακές, που τας άνοιξαν οι Τούρκοι την ημέρα εκείνη, για να προσθέσουν και τους εγκληματίας του κοινού δικαίου εις το πραξικόπημά των. Παραπάνω, πολλά κυπαρίσσια και ανάμεσα στα «μεζάρια» χιλιάδες «ταφιά», μαρμάρινες παραστάσεις σαρικιών και σειρές σκαλιστά αραβικά γράμματα «ινμεμόριαμ» αγάδων και μπέηδων κι εφέντηδων και πασάδων. Εις το μεταξύ οι δρόμοι και τα σοκάκια κοκκινίζουν από το φέσι.
Μέσα εις το βάθος ενός «καλντιριμιού» είναι τα γραφεία και τυπογραφεία της διαβοήτου Ανατολού, της οποίας ο φανατικός εκδότης Χαϊντάρ Ρουστή επήρε τα βουνά εις την εμφάνισιν του πρώτου τσολιά. Ένα ημιτελές γιαπί με θεμέλια από χρωματιστό μάρμαρο, παραπλεύρως ακριβώς εις τις φυλακές, δείχνει την τοποθεσίαν όπου επρόκειτο να αναγερθεί το Τουρκικόν Πανεπιστήμιον. Οι πολιτισμένοι πιστοί του Μωάμεθ θα εδιδάσκοντο εκεί μέσα το ποινικόν δίκαιον θεωρητικώς, κι ύστερα, φαίνεται, θα περνούσαν από δίπλα εις το γκιζντάνι δια την πρακτικήν! Τουρκιά, ξυποληταριά, χαμάληδες φορτωμένοι τσουβάλια και μαδέρια, περιφέρονται αγκομαχούντες υπό το βάρος του φορτίου των, αραμπάδες συρόμενοι από βόδια, παιδόπουλα φεσοφορούντα ουρλιάζουν, γριές χανούμισσες με τριμμένα πρασινωπά ντόμινα κρύβουν επιμελώς τας ρυτίδες των με τον φερετζέ, και κάπου-κάπου μεσ’ από τα μυστηριώδη δικτυωτά καφάσια μας κοιτάζουν αθέατες αι ωραίες φυλακισμένες των χαρεμιών. Το μόνιππο τραμ, που τρέχει αλαφρά στις γραμμές του, δεν έχει από’ δω κι απάνω τίποτε από την κομψότητα του «Και», αλλά πηγαίνει σχεδόν καταχρηστικώς έως το τέρμα, μεταφέρον την γενειάδα κανενός Χότζα. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε τρίστρατο κι από ένα Καρακόλι, ιδιόρρυθμος αστυνομικός σταθμός, που εις την μέτωπον του κυματίζει καμαρωτή κι υπερήφανη η σημαία μας, και εις την είσοδόν του έχουν στήσει λημέρι μερικά ευζωνάκια με τον αξιωματικό τους.
Προς την κορυφή του μαχαλά στέκει βουβόν και άδοξον το Τόπ-αλτί, κανόνι που αναγγέλλει κατά την Τουρκικήν συνήθειαν το Γιαγκίνβαρ, όταν πιάνει πουθενά πυρκαϊά. Από δω πάνω οι Τούρκοι της Σμύρνης, συγκεντρωμένοι μακριά από την πραγματικότητα σαν άρρωστοι αποκλεισμένοι σε λοιμοκαθαρτήριον, ετοποθετούσαν την παλάμην στον μέτωπον ως γείσον, κι αγνάντευαν επί πεντακόσια χρόνια την ωραίαν πόλιν που έσφυζεν από ζωήν, λουσμένη στο χρυσάφι του Ηλίου:
-Γκιαούρ Ιζμύρ!…
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1921
Ο Χρήστος ήταν από τους πρώτους στην Σμύρνη που έμαθε για τη μεγάλη μάχη. Πλήρωσε ένα μικροεκδότη και του έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσει αμέσως μόλις είχε κανένα νέο για την εξέλιξη της μάχης. Τα ξημερώματα, ένα παιδί χτυπούσε δυνατά στην πόρτα του, φωνάζοντας.
- Σακάρυα… Σακάρυα…
- Σαγγάριος, για όνομα του Θεού, του απάντησε ο Χρήστος. Δεν έχεις διαβάσει καθόλου ιστορία;
Πέταξε τη ζώνη που φορούσε τη νύχτα για να τον προστατεύσει από το κρύο, και ντύθηκε βιαστικά για να πάει στην Μπόρνοβα. Η Σοφία έμενε εκεί το καλοκαίρι για ν’ αποφύγει τη ζέστη.
- Δεν έχεις τίποτε για μένα; ρώτησε το παιδί καθώς έτρεχε δίπλα στην άμαξα.
Ο Χρήστος του έριξε μια τουρκική λίρα. Μια μεγαλόπρεπη χειρονομία, που ταίριαζε με τη σπουδαιότητα της πληροφορίας που του είχε φέρει. Η μέρα άρχισε καλά για τον Χρήστο. Ο οδηγός έκανε στράκες με το καμουτσίκι του βιάζοντας το άλογο να τρέξει. Τα χάμουρα έκαναν ένα εύθυμο κουδούνισμα. Στη Ρυ ντε Ροζ, συνάντησαν μια γυναίκα που καθάριζε το δρόμο. Ο Χρήστος έγειρε έξω από το αμάξι:
- Επίθεση στον Σαγγάριο, φώναξε.
Η γυναίκα γύρισε τρομαγμένη και τράβηξε την καλύπτρα της γύρω από το στόμα της.
- Αυτά είναι καταπληκτικά νέα, είπε ο οδηγός, έτσι δεν είναι:
- Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημαίνει το τέλος του πολέμου, δήλωσε ο Χρήστος.
Μετάδωσε τα νέα σε μερικούς γκαμηλιέρηδες που καθόντουσαν χάμω στο χώμα, σε μια γυναίκα που κατάβρεχε το κατώφλι της και σ’ ένα παιδί που έριχνε χαλίκια στον κήπο ενός καφενείου. Καθώς περνούσαν το σταθμό του Μπασμαχανέ άκουσε μερικά παιδιά να διαλαλούν τα νέα, προφέροντας όμως λάθος τις τοποθεσίες. Σταμάτησε το αμάξι, κατέβηκε κάτω, κι έκανε ένα σύντομο μάθημα γεωγραφίας της Ανατολίας. Μπακάληδες και χασάπηδες με ξυλοπάπουτσα, μαζεύτηκαν και σχημάτισαν ένα κύκλο, ακούγοντας μ’ ενδιαφέρον και ύστερα έτρεξαν να σημαιοστολίσουν τα μαγαζιά τους.
- Μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα από το τρένο στην Μπόρνοβα; ρώτησε ο Χρήστος τον οδηγό. Θέλω να το πω πρώτος στη γυναίκα μου. Ο γιος μας είναι με τη 10η Μεραρχία.
- Τι κρίμα είπε ο οδηγός.
Κανόνισαν μια τιμή υπερβολική, ο Χρήστος όμως ήταν ανυπόμονος. Μόλις έμπαιναν στη Μπόρνοβα, άκουσε κωδωνοκρουσίες κι απόρησε. Θυμήθηκε όμως ότι ήταν το πανηγύρι της Κοίμησης. Ένα Λούνα Παρκ είχε εγκατασταθεί σ’ έναν αγρό πιο έξω. Τα βαγόνια στο σιδηροδρομικό σταθμό ήσαν φορτωμένα με ξερή σουλτανίνα. Ο δρόμος από τον σταθμό μέχρι την πλατεία ήταν γεμάτος κόσμο. Άλλοι κρατούσαν ομπρέλες για τον ήλιο, άλλοι πολύχρωμα μπαλόνια, κορδέλες με τις λέξεις Σακάρυα και Σαγγάριος, άλλοι έτρωγαν ψητούς σπόρους κολοκυθιάς, άλλοι έπιναν κερασόζουμο. Παρέες από κορίτσια περπατούσαν πάνω και κάτω, κουτσομπολεύοντας και χασκογελώντας. Φορούσαν βελούδινους μπούστους και σκούφους στο κεφάλι με μεταξωτές φούντες. Οι νεαροί, δυο-δυο, ακολουθούσαν, μ’ ένα τσιγάρο πίσω στ’ αυτί, και φυλλαράκια δάφνης καρφιτσωμένα στο πέτο τους.
Ήταν απίστευτο να μπορεί να κοιμάται κανείς με τέτοιο θόρυβο. Όταν όμως κτύπησε το κουδούνι, βγήκε η Πολυξένη με το δάχτυλο στα χείλη.
- Μη νομίζεις πως έχω υπομονή να περιμένω, της φώναξε ο Χρήστος. Δεν έχεις πάρει χαμπάρι ότι ιστορικά γεγονότα συμβαίνουν;
Είδε τη Σοφία μισοκοιμισμένη, μ’ ένα μεταξωτό κιμονό, καθώς φάνηκε στον πάνω διάδρομο.
- Έχω νέα φώναξε.
Άρχισε ν’ ανεβαίνει βιαστικός τις σκάλες.
- Η τελική επίθεση εκδηλώθηκε στην κοιλάδα του Σαγγάριου.
- Αυτό είναι καλό. Ε; έτσι δεν είναι;
- Βεβαίως είναι καλό. Σημαίνει το τέλος του πολέμου.
Η Σοφία όμως του έπιασε το χέρι.
- Ω, Χρήστο, τι φοβερό, ένα γράμμα από την Ελένη…
Και άρχισε να κλαίει, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της.
- Βρίσκεται στο Αλασεχίρ. Είναι καλά. Αλλά, Χρήστο, λέει ότι δεν ήταν έγκυος, ότι το είπε επίτηδες επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί το Δημήτρη. Καταλαβαίνεις εσύ τίποτε απ’ όλα αυτά;
- Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτε από την ιστορία αυτή. Τον παντρεύτηκε εκείνο τον Τούρκο;
Η Σοφία χαμογέλασε ενώ έτρεχαν δάκρυα στα μάτια της.
- Είναι πολύ ευτυχισμένη… Δεν θέλεις να πας να την πάρεις και να την φέρεις σπίτι;
Ο Χρήστος αισθάνθηκε ένα κόμπο στον λαιμό.
- Ευτυχισμένη, αφού κατέστρεψε ένα σωρό ζωές; Ας μείνει με τον Τούρκο της όσο θέλει. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Δεν έχω θυγατέρα.
Πήρε το γράμμα από τα χέρια της Σοφίας και το έσχισε σε μικρά κομμάτια.
Η Σοφία τον παρακολουθούσε. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και είπε:
- Πολύ ευχάριστο αυτό για τον πόλεμο. Εύχομαι να είναι το τέλος.
Φύσηξε τη μύτη της.
- Αλήθεια πολύ καλό. Θάχουμε τον Γιώργο πίσω γρήγορα. Έτσι δεν είναι Χρήστο.
- Ασφαλώς. Υποθέτω. Ρώτησε καθόλου για τον αδελφό της;
- Χρήστο, ρώτησε για όλους. Πήρε μια βαθιά αναπνοή κι αναστέναξε. Ύστερα τον ρώτησε εάν ήθελε να πιει καφέ με γάλα.
Ο Χρήστος θυμήθηκε τον οδηγό και βγήκε έξω βιαστικά να τον πληρώσει. Έξω από τον σιδερένιο φράχτη που έμοιαζε με σειρά από ακόντια στημένα με την αιχμή προς τα πάνω είχαν μαζευτεί μερικοί μικροπουλητάδες. Σιγύριζαν στο χώμα σωρούς πεπόνια από την Κασσάμπα. Γυφτοκόριτσα είχαν απλωμένους δίσκους με ρόδια και έδιωχναν τις μύγες με κομμάτια από χαρτόνι. Μικρά παιδιά, με άσπρες ποδιές, έψηναν νεφρά από αρνί σε αναμμένα μαγκάλια. Γύριζαν αργά-αργά τις μικρές σούβλες με το ένα χέρι και με το άλλο έδιωχναν τις σφίγγες που μαζευόντουσαν. Πιο κάτω, στη γωνία, μερικοί στρατιώτες έστηναν μιαν αψίδα θριάμβου. Ήταν λίγο ανόητο αυτό και αρκετά πρόωρο, αφού δεν μπορούσε κανείς ακόμη να προδικάσει αν η επίθεση θα έφερνε τη νίκη ή την ήττα.
Ο οδηγός της άμαξας έτρωγε ένα κομμάτι καρπούζι.
Φαντάζομαι ότι η οικογένεια θα ενθουσιάστηκε από τα νέα, είπε.
- Πάρα πολύ, απάντησε ο Χρήστος.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 351-354.
Ο μαρτυρικός θάνατος τ...
Εισαγωγή. Το τεμάχιον είναι το τελευταίον κεφάλαιον της υπό του συγγραφέως το 1929 δημοσιευθείσης βιογραφίας του αειμνήστου ιεράρχου.
Ο Χρυσόστομος εγεννήθη το 1867 εις την μικράν κωμόπολιν της Βυθυνίας Τρίγλιαν. Ο πατήρ του Νικόλαος Καλαφάτης ήτο δημογέρων. Η μητέρα του είχε τάξει τον Χρυσόστομον, ενώ ήτο ακόμη βρέφος, εις την εκκλησίαν, και πράγματι ούτος έδειξεν ενωρίς μεγάλην κλίσιν προς το ιερατικόν στάδιον. Αφού ετελείωσε το σχολείον της πατρίδος του διακρινόμενος πάντοτε εις τα μαθήματα, απεστάλη υπό του πατρός του το 1884 εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, όπου ηυτύχησε να εύρει αρίστους διδασκάλους. Εκ της Σχολής απεφοίτησεν αριστεύσας το 1892, χειροτονηθείς δε προσελήφθη αμέσως ως αρχιδιάκονος υπό του μητροπολίτου Κωνσταντίνου Βαλλιάδου εις Μυτιλήνην και έπειτα εις την Μητρόπολιν Εφέσου, όπου μετ’ ολίγον μετετέθη ο προστάτης αυτού. Ο Χρυσόστομος, καλλίφωνος όπως ήτο, εύγλωττος κήρυξ του θείου λόγου, έχων το ιερόν πυρ του εμπνευσμένου Χριστιανού, επεβλήθη αμέσως εις την κοινήν εκτίμησιν και συμπάθειαν. Τότε συνέγραψε και ογκώδες δίτομον έργον «περί Εκκλησίας». Μετ’ ολίγον, το 1897, εκλεγέντος του Μητροπολίτου Εφέσου Οικουμενικού Πατριάρχου, παρηκολούθησεν αυτόν ο Χρυσόστομος εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εχειροτονήθει πρεσβύτερος και υπηρέτησεν ως Μέγας Πρωτοσύγγελος των Πατριαρχείων, ήτοι εκπρόσωπος του Πατριάρχου και αναπληρωτής αυτού εν τη ενασκήσει των διοικητικών καθηκόντων του ως ιεράρχου της Κωνσταντινουπόλεως. Και εν τω αξιώματι τούτω διέπρεψεν ο Χρυσόστομος, η δε Εκκλησία, αμείβουσα τας πολλαπλάς υπηρεσίας του, προήγαγεν, αυτόν, νεώτατον έτι, το 1902, εις μητροπολίτην Δράμας. Ενταύθα ο ιεράρχης ανέπτυξεν δράσιν πολυσχιδεστάτην υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους. Είχεν αρχίσει ήδη ο μακεδονικός αγών, βουλγαρικά δε ανταρτικά σώματα εβιαιοπράγουν κατά των Ελλήνων της Μακεδονίας, καταλαμβάνοντες εκκλησίας, δολοφονούντες προκρίτους και εξαναγκάζοντες δια της βίας τους πληθυσμούς να προσχωρήσωσιν εις το σχίσμα. Ο Χρυσόστομος πλήρης θάρρους αρχίζει τον υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αγώνα. Χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψιν τους κινδύνους, εις τους οποίους εξετίθετο, περιοδεύει διαρκώς την επαρχίαν του, κηρύττει τακτικώς, ιδρύει σχολεία, εκκλησίας, γυμναστήρια, ορφανοτροφεία, φιλοπτώχους αδελφότητας, με ολίγα λόγια αναπτερώνει το φρόνημα των Χριστιανών και επαναφέρει εις την ορθοδοξίαν τους προς στιγμήν λιποψυχήσαντας. Φυσική συνέπεια της δράσεως ταύτης υπήρξε το κοινόν εναντίον αυτού μίσος των Βουλγάρων και των Τούρκων. Επανειλημμέναι απόπειραι εγένοντο κατά της ζωής αυτού υπό των βουλγαριζόντων, αι δε τουρκικαί αρχαί εξάλλου, αίτινες εμαίνοντο κατ’ αυτού, απηγόρευσαν εις αυτόν τας περιοδείας του και τέλος επέτυχον κατά το 1907 την ανάκλησίν του. Ο ιεράρχης κατέφυγε τότε εις την πατρίδα του Τρίγλιαν. Το επόμενον όμως έτος, μόλις ανεκηρύχθη το Σύνταγμα εις την Τουρκίαν, επανήλθε πανηγυρικώς εις την έδραν αυτού. Αλλά δεν επέρασαν πολλοί μήνες και οι Τούρκοι πάλιν εξεδίωξαν αυτόν και τον ηνάγκασαν να επανέλθει εκ νέου εις την πατρίδαν του. Τότε πάσα σχεδόν κενουμένη μητρόπολις εζήτει από τα Πατριαρχεία την πλήρωσιν της χηρευούσης έδρας δια του Χρυσοστόμου. Τέλος η Σμύρνη ευτύχησε να λάβει αυτόν το 1910 ως Μητροπολίτην αυτής. Η δράσις του ιεράρχου εις την νέαν ταύτην θέσιν υπήρξεν εντονωτέρα και λαμπροτέρα. Αλλά δια τούτο εκίνησε και δριμυτέραν την εναντίον του οργήν των Τούρκων, οίτινες, μόλις εξερράγη ο ευρωπαϊκός πόλεμος, εξηνάγκασαν αυτόν να απέλθει εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί ο ιεράρχης παρέμεινε καθ’ όλον το διάστημα των εχθροπραξιών, αφοσιώθει δε εις την συγγραφήν βιβλίων εις γαλλικήν γλώσσαν περί των απανθρώπων διωγμών, τους οποίους είχον ενεργήσει οι Τούρκοι κατά του μικρασιατικού ελληνισμού. Μόλις υπεγράφη η ανακωχή το 1918, ο Χρυσόστομος έσπευσε να επανέλθει, εν μέσω του ενθουσιασμού των Σμυρναίων, εις την έδραν αυτού. Εκεί ήλθεν εις νέαν σύγκρουσιν με τον τότε διοικητήν της Σμύρνης στρατηγόν Νουρρεδίν πασάν, όστις, υποπτεύων ότι οι εν Παρισίοις συνεδριάζοντες αντιπρόσωποι των νικητών έμελλον να παραχωρήσωσιν εις την Ελλάδα την δυτικήν Μικράν Ασίαν, ειργάζετο μυστικώς ίνα αμυνθεί, διανέμων όπλα εις τους Τούρκους και παρασκευάζων εν γένει αυτούς εις αντίστασιν. Τούτου τας ενεργείας μετά πειστηρίων περί της ενοχής του κατήγγειλεν ο ιεράρχης εις τους αρμοστάς των Δυνάμεων και επέτυχε την ανάκλησιν αυτού. Τέλος, εκείνα τα οποία από ετών εκήρυττε, πρόελεγε και δια τα οποία ειργάζετο ο Χρυσόστομος, επετελέσθησαν. Από της 1ης Μαΐου 1919 η Σμύρνη μετά της ενδοχώρας κατέστη ελληνική. Ο ιεράρχης έζησε τότε τας ωραιοτέρας ημέρας της ζωής του… αλλά και τας θλιβερωτέρας δυστυχώς ευθύς κατόπιν, όταν περιδεής έβλεπεν ότι το έπειτα από τόσων αιώνων όνειρα και τόσας θυσίας και ποταμούς αιμάτων ανεγερθέν οικοδόμημα εκινδύνευε να κρημνισθεί. Τέλος, ότε κατά Μάρτιον του 1922 αι Δυνάμεις επρότειναν την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας υπό του εληνικού στρατού και την εν αυτή αποκατάστασιν της τουρκικής κυριαρχίας, ο Χρυσόστομος συνέστησε την «Παμμικρασιατικήν άμυναν» και, συγκαλέσας τους επισκόπους και τους δημογέροντας και προκρίτους, προέτεινε την ταχείαν εξ ιδίων οργάνωσιν του μικρασιατικού ελληνισμού δια καθολικής επιστρατεύσεως και πάσης υλικής θυσίας, προς διάσωσιν της κινδυνευούσης ελευθερίας. Αλλ’ ήτο πλέον αργά. Η ώρα της τραγικής καταστροφής είχε σημάνει.
Ιστορικαί ημέραι του Αυγούστου του τρομερού έτους 1922.
14 Αυγούστου. —Η Σμύρνη έχει την συνήθη ζωηράν όψιν της. Οι κεντρικοί δρόμοι πλήρεις κινήσεως. Περιπατηταί αμέριμνοι εις τον παραλιακόν δρόμον. Η «Λέσχη των κυνηγών» και η «Ελληνική Λέσχη» και τα καφενεία και τα άλλα κοσμικά κέντρα κατάφωτα και εορταστικά. Τίποτε δεν προδίδει την εγγίζουσαν θύελλαν. Είναι η τελευταία ημέρα της ηρέμου ζωής εις την ελευθέραν Σμύρνην.
15 Αυγούστου. —Αστραπιαία μετάδοσις εις την πόλιν των θλιβερών ειδήσεων. Όμιλος ανησύχων πολιτών εις το διοικητήριον και την μητρόπολιν. Καθησυχαστικόν ανακοινωθέν της Διοικήσεως. Εσπέρα ηρεμωτέρα.
16 Αυγούστου. —Εντείνεται η ανησυχία. Έναρξις συρροής προσφύγων. Αι διατυπώσεις της εκδόσεως διαβατηρίων ανακόπτουν το ρεύμα της εξόδου. Αγωνία και σύγχυσις εις την πόλιν. Επίσημος βεβαίωσις περί αντοχής επί μακρόν χρόνον του μετώπου. Κατανυκτική παράκλησις εις τον ναόν της αγίας Φωτεινής. Ο αρχιστράτηγος ανάπτων λαμπάδα προσεύχεται. Ενθαρρυντικοί λόγοι του μητροπολίτου προς τους εκκλησιαζομένους.
18 Αυγούστου. —Άφιξις και ολιγόωρος διαμονή των υπουργών Στράτου και Θεοτόκη. Απόφασις ταχείας εκκενώσεως. Η αρμοστεία ανακαλεί τους υπαλλήλους του εσωτερικού με οδηγίας, όπως μη προκαλέσουν την ανησυχίαν των κατοίκων. Αποκαρδιωτικόν θέαμα των εισερχομένων φυγάδων του στρατού. Έναρξις επιβιβάσεως προσφύγων. Μεγάλη έλλειψις τροφίμων. Ο μητροπολίτης απευθύνει έκκλησιν προς τον αρχιεπίσκοπον Κανταβρυγίας.
21 Αυγούστου. —Έντονοι ενέργειαι του μητροπολίτου δια την προστασίαν του χριστιανικού πληθυσμού. Ο αρμοστής παραπέμπει τον μητροπολίτην εις τον Άγγλον γενικόν πρόξενον και τον Άγγλον ναύαρχον. Αμφότεροι ζητούν δεκαήμερον προθεσμίαν δια την συνεννόησιν και την λήψιν των απαιτουμένων μέτρων. Εις τον λιμένα της Σμύρνης εβρίσκονται δύο Αγγλικά πολεμικά, δύο Γαλλικά και τρία Αμερικανικά. Επιβίβασις του στρατού εκ διαφόρων σημείων της παραλίας. Κατάπλους του αγγλικού θωρηκτού Γεωργίου Ε’ και του γαλλικού Ερνέστ Ρενάν.
Ο μητροπολίτης διανέμει άρτον και γάλα εις τα παιδία των συγκεντρωθέντων και εν υπαίθρω κατηυλισμένων χιλιάδων προσφύγων.
23 Αυγούστου. —Άφιξις του νέου αρχηγού κ. Πολυμενάκου. Επιτροπή Μικρασιατών προ του διοικητηρίου αξιοί απειλητικώς να παραλάβει τα πολεμοφόδια του στρατού δια την οργάνωσιν αμύνης εις το ύψωμα του Νυμφαίου. Κατάπλους των πλοίων, των μεταφερόντων την μεραρχίαν Θράκης. Ουδείς στρατιώτης αποβιβάζεται.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης απευθύνει το τελευταίον έγγραφόν του προς τα Πατριαρχεία:
«Παναγιώτατε Δέσποτα,
Πιστεύω ότι ελήφθη το από 18ης και 19ης γράμμα μου, το εξαγγέλλον τας μεγάλας και αθεραπεύτους συμφοράς του χριστιανισμού της Μικράς Ασίας. Μη δυνάμενος δια χάρτου και μελάνης να περιγράψω την αφαντάστως κρίσιμον και οδυνηράν κατάστασιν, έκρινα εύλογον να προτείνω εις τα δύο κοινοτικά σώματα να εξαποστείλωμεν εις Κωνσταντινούπολιν τον επιδότην δημογέροντα κ. Σ. Σολομωνίδην, όστις θα εκθέσει Υμίν προφορικώς τα πάντα και θα συσκεφθεί μεθ’ Υμών, έστω και κατά την δωδεκάτην ώραν, εάν είναι δυνατόν να γίνει τι δια την θεραπείαν της καταστροφής».
25 Αυγούστου. —Αγωνιώδης προσπάθεια των προσφύγων προς επιβίβασιν επί των πλοίων. Ο αρχιστράτηγος μεταφέρει επί πλοίου το αρχηγείον. Συμπλήρωσις στρατιωτικής εκκενώσεως. Η πόλις ανυπεράσπιστος. Αποβιβάζονται περιπολίαι Ευρωπαίων ναυτών, έχουσαι αυστηράς οδηγίας, όπως περιορισθούν μόνον εις την φρούρησιν των ξένων ιδρυμάτων. Ο μητροπολίτης ενεργών υπέρ της σωτηρίας των χριστιανών επισκέπτεται τον κ. Χόρτων, πρόξενον των Ηνωμένων Πολιτειών, όστις εις το βιβλίον του «The Blight of Asia» γράφει: «Ο μητροπολίτης ήτο κάτωχρος, η σκιά του εγγίζοντος θανάτου ηπλούτο επί της φυσιογνωμίας του. Ολίγιστοι εξ όσων αναγνώσουν τας γραμμάς αυτάς θα εννοήσουν την σημασίαν του φαινομένου τούτου…».
Ο αρχιεπίσκοπος των καθολικών εξασφαλίζει κατάλληλον θέσιν επί αναχωρούντος ατμοπλοίου και εξορκίζει τον μητροπολίτην να αναχωρήσει υπενθυμίζων εις αυτόν ότι περιήλθεν εις μεγάλην οξύτητα με τας τουρκικάς αρχάς και βιβλία ενυπογράφως συνέγραψε δια τας τουρκικάς ωμότητας. Ο μητροπολίτης εις τόνον γαληνιαίας και ακλονήτου αποφάσεως απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμείνει με το ποίμνιόν του».
26 Αυγούστου. —Ο ύπατος αρμοστής επιχειρών να αναχωρήσει αναχαιτίζεται υπό εξηγριωμένου πλήθους. Αγγλικόν άγημα εξασφαλίζει την επιβίβασίν του επί του «Σιδηρού Δουκός». Τελευταίοι δημόσιοι λειτουργοί αναχωρούν ο πρύτανις κ. Καραθεοδωρής και ο ταμίας κ. Ρεβελής συναποκομίζοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της υπηρεσίας των. Αποπλέουν τα τελευταία πλοία κατάφορτα προσφύγων. Χιλιάδες χριστιανών παραμείναντες ελλείψει μεταγωγικών μέσων ευρίσκουν καταφύγιον εις οικίας Ευρωπαίων και εις το προαύλιον του ναού της Αγίας Φωτεινής.
Την 4.30 μ.μ. καταβιβάζεται η ελληνική σημαία. Επί κεφαλής ατάκτων Τσετών ιππέων εισέρχεται ο Κιόρ Μπεχλιβάν. Τρομοκρατία εις την πόλιν. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν εις την πόλιν. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν εξασφαλίσας ολίγα τρόφιμα δια τους κατακλύζοντας τα γραφεία, τον ναόν και το προαύλιον πρόσφυγας του εσωτερικού, ανήκοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου εις άλλας μητροπόλεις. Ο αδελφός του Ευγένιος τον βοηθεί εις το φιλάνθρωπον έργον του. Ούτος αρνηθείς να τον αποχωρισθεί φυλακίζεται ολίγας ημέρας βραδύτερον και μετά εξ μήνας απαγχονίζεται δι’ αποφάσεως τουρκικού δικαστηρίου.
27 Αυγούστου, Σάββατον. —Ο μητροπολίτης κάτωχρος από την νηστείαν και την αυπνίαν εισέρχεται την 7ην πρωινήν ώραν εις το ιερόν του ναού δια να προσευχηθεί. Ο ναός επληρώθει ασφυκτικώς από τον κατηυλισμένον εις την μητρόπολιν κόσμον. Μετ’ ολίγην ώραν εμφανίζεται ο μητροπολίτης από της ωραίας πύλης με στερεόν το γόνυ, φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας τους οφθαλμούς. Εγονυπέτησεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα προ του Εσταυρωμένου και τώρα με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθει ως όσιος.
«Η Θεία Πρόνοια», λέγει προς τους εκκλησιαζομένους, «δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν αυτήν. Αλλ’ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε, ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς».
Την μεσημβρίαν ο μητροπολίτης διανέμει εις όλους φρυγμένον άρτον και ελαίας και όρυζαν εις τα μικρά παιδία.
Μετά τούτο από το ύψος της κλίμακος του προαυλίου αναγιγνώσκει και ερμηνεύει εις τους συγκεντρωμένους πρόσφυγας περικοπάς του Ευαγγελίου. Την ώραν εκείνην ανοίγει θορυβωδώς την εξώθυραν υπαστυνόμος μετ’ ενόπλου στρατιώτου. Η θέα του Τούρκου αστυνομικού κατετάραξε τους συγκεντρωμένους χριστιανούς. Αι γυναίκες και τα παιδία κραυγάζουν γοερώς, οι άνδρες συγκεντρούνται πέριξ του μητροπολίτου. Ο υπαστυνόμος επληροφόρησεν ότι ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή βέης ζητεί τον μητροπολίτην εις το φρουραρχείον. Ο μητροπολίτης γαλήνιος και αποφασιστικός καθησυχάζει δια νεύματος τους τεταραγμένους χριστιανούς και αναχωρεί εν συνοδεία του υπαστυνόμου και του ενόπλου στρατιώτου. Η αγωνία κατέλαβε τους απομεμονωμένους εις το προαύλιον χριστιανούς.
Έξωθεν ηκούετο δαιμονιώδης θόρυβος, ζωηραί κραυγαί και ήχοι οργάνων. Εισήρχετο εις την Σμύρνην το 4ον σώμα ιππικού υπό τον συνταγματάρχην Μεχμέτ Τζακή βέην. Ηκολούθει ο νέος διοικητής Σμύρνης, ο στρατηγός Νουρεδδίν πασάς, ο αιμοβόρος οργανωτής των σφαγών της Ιωνίας, ο ανακληθείς προ τριετίας εκ Σμύρνης υπό των αρμοστών δι’ ενεργειών του μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Οι Τούρκοι υπεδέχθησαν με έξαλλον ενθουσιασμόν τον στρατόν και τον νικητήν στρατηγόν.
Αποσπώμεν από την κατάθεσιν του Θωμά Βουλτσίου, κλητήρος του μητροπολίτου, παραμείναντος μέχρι της τελευταίας ημέρας και επί εικοσαετίαν πιστώς υπηρετήσαντος αυτόν, την κατωτέρω αφήγησιν των τελευταίων περιπετειών του μητροπολίτου. «Ο αστυνόμος οδήγησε το δεσπότη στο φρούραρχο, ένα μαυριδερό Αλβανό. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη και έβλεπα μέσα. Εχαιρετίστηκαν. Ο φρούραρχος παράγγειλε για το δεσπότη βυσσινάδα. Έπειτα ο φρούραρχος έλεγε και ο δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα ετελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω με τον αστυνόμο έλειπε το αμάξι μας. Καλή τύχη έφθασαν την ώρα εκείνη δύο Αμερικάνοι αξιωματικοί και είχαν την καλοσύνην να μας δώσουν το αυτικίνητό τους να γυρίσωμε. Εφθάσαμε στη μητρόπολη η ώρα πέντε. Χαρά όλων, που μας είδαν. Ο μητροπολίτης έγραψε την προκήρυξη που του έδωκεν ο φρούραρχος. Η προκήρυξη έλεγε να μένουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στην εξουσία.
Στας οκτώ το βράδυ έρχεται ένα αυτοκίνητο στη μητρόπολη με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες οπλισμένους με λόγχες. Ήλθαν να πάρουν τον δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάει στο διοικητήριο με τρεις δημογέροντες. Επήραμε τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου και εμπήκαν οι τρεις και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, για μένα δεν είχε θέση και μούπε ο δεσπότης να περιμένω στη μητρόπολη. Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες, που ήλθαν το απόγευμα, έφερε μία κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Του έγραφε: «Αγαπητέ αδελφέ, Μας εκράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της Μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχείτε». Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίει. Το άλλο πρωί, Κυριακή, στας 8 με στέλλει να μάθω για το δεσπότη. Εβρήκα τον Ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνάντησε τον υπαστυνόμο, που είχε πάρει το δεσπότη. Αυτός του είπε πως το δεσπότη τον χάλασαν, καθώς και τους δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη, που έφυγα, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε άλλο».
Είναι η μόνη αυθεντική αφήγησις των τελευταίων ωρών της ζωής του μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Όλαι αι άλλαι αφηγήσεις Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων περί της ημέρας του θανάτου, εάν τουτέστι το εσπέρας του Σαββάτου ή την πρωίαν της Κυριακής, και περί του είδους των σκληρών βασάνων, τας οποίας υπέστη ο μάρτυς ιεράρχης, δεν έχουν μέχρι τούδε καμμίαν αυθεντικήν βεβαίωσιν παρ’ όλας τας γενομένας ερεύνας. Οι μόνοι αυτόπται μάρτυρες ειναι οι εξηγριωμένοι φονείς, το φανατικόν και αιμοβόρον πλήθος, το οποίον διεμέλισε τον μάρτυρα, αλλ’ εξ αυτών ουδείς δύναται να κληθεί και μαρτυρήσει δια την σκηνήν αυτήν του τραγικού θανάτου. Το πιθανώτερον είναι ότι ο Νουρεδδίν πασάς, διψών εκδίκησιν και φοβούμενος ξενικήν επέμβασιν, παρέδωσε το εσπέρας της ιδίας ημέρας του Σαββάτου τον μητροπολίτην εις το ανυπόμονον και αιμοδιψές πλήθος, το οποίον ωρύετο κάτωθεν του διοικητηρίου και είχε την ακάθεκτον δίψαν των εξεγερθέντων αγρίων ενστίκτων δια να ίδει και εντρυφήσει με απλήστους οφθαλμούς εις το ρέον αίμα και την τραγικώς αλλοιουμένην και σβεννυμένην από μαρτυρικόν θάνατον φυσιογνωμίαν του ιεράρχου, κορυφαίου Ρουμ, συμβολίζοντος εις τα όμματα των Τούρκων την γενναιότητα, την δύναμιν, την υπεροχήν του ηττηθέντος και συντριβέντος τώρα εχθρού.
Αλλ’ εάν ουδεμία υπάρχει αυθεντική αφήγησις της προκαλούσης το ρίγος σκηνής του μαρτυρίου του ηρωικού ιεράρχου, ο βιογράφος του, ο οποίος συνεκέντρωσε με ευλαβή προσοχήν και επιμονήν τας εκδηλώσεις της ζωής του, συνεκόμισεν από έγγραφα, από δημοσιεύματα, από αφηγήσεις, από πάσαν πηγήν το υλικόν της ανασυνθέσεώς του, όστις τον παρηκολούθησε διαπλασσόμενον, λαλούντα από του άμβωνος, κρούοντα τους κώδωνας της αναστάσεως, εξεγειρόμενον υπέρ του δικαίου, αντιμετωπίζοντα την βίαν, τηκόμενον υπέρ της πατρίδος, πραϋνόμενον εντός των κύκλων της ευαγγελικής αγάπης, με την φυσιογνωμίαν του φωτιζομένην πότε από το ιλαρόν φως κανδήλας εικονοστασίου, πότε από την λάμψιν εκρηκτικής ύλης, αυτός ημπορεί με το κύρος αυτόπτου μάρτυρος να αναπαραστήσει το τραγικόν δράμα ως διεξήχθη εις την ψυχήν του μητροπολίτου…
Τον μαρτυρικόν θάνατον αντιμετώπιζεν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δι’ όλης της ζωής του. Είχε την συναίσθησιν ότι εκεί μοιραίως τον οδήγει η παρρησία και ο ακάθεκτος πατριωτισμός του, ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο δια να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του το ευτελές ορμέμφυτον της ζωής.
Είχεν εμπλησθεί δια της ρομαντικής ιδιοσυγκρασίας του από την πεποίθησιν ότι μαρτυρικός θάνατος είναι η υστάτη υπηρεσία προς το ιδεώδες της πατρίδος. Εφιλοδόξει να γίνει κρίκος της μεγάλης παραδόσεως του ορθοδόξου κλήρου εξαγοράζοντας όλας τας αδυναμίας του δια της τραγικής χορείας των μαρτύρων ιεραρχών. Αισθητικώς απετροπιάζετο δι’ εαυτόν τον άγονον μαρασμόν του γήρατος. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους.
Με αυτήν την βαθέως χαραγμένην ψυχολογίαν ύψωσε το ηθικόν του παράστημα έμπροσθεν του Τούρκου διοικητού. Ευθυτενής, παγερός, ολιγολόγος επτόησε και απεγοήτευσε τον νικητήν.
Ούτως η μόνη διέξοδος κατέστη η παραπομπή του εις την κρίσιν του όχλου, του ορυομένου κάτωθεν του Διοικητηρίου.
Ούτε η πραότης, ούτε η υπεροχή του ιεράρχου συνεκράτησαν τα άγρια ορμέμφυτα του φανατικού όχλου. Και συνετελέσθη εκεί εις την αυλήν του διοικητηρίου η δι’ ύβρεων, εμπτυσμών, κολάφων και πληγμάτων ευαγγελική σκηνή του μαρτυρικού θανάτου.
Όλη η μακρά προπόνησις και εξοικείωσις του μητροπολίτου με τον θάνατον, όλη η θεία μετάληψις της βιβλικής διδασκαλίας και το εξάπτον εις ηρωικήν αυτοθυσίαν ευαγγελικόν δράμα απετέλεσαν κατά την υστάτην εκείνην ώραν το θείον αντίδοτον των ευτελών ύβρεων και των σωματικών αλγηδόνων.
Βάλσαμον έχεον οι λόγοι της τελευταίας προσευχής του Πολυκάρπου, του οποίου ηκολούθει τώρα τα αιματηρά ίχνη ο μητροπολίτης. Θείαν καρτερίαν ενεστάλαζαν εις τον ιεράρχην η υψηλή συναίσθησις ότι ετέλει την στιγμήν εκείνην υστάτην λειτουργίαν, ότι το ιδικόν του αίμα ήτο το υπέρ πολλών εκχυνόμενον…
Και εφόσον τα πλήγματα ήσαν βιαιότερα και εξηκολούθει το μαρτύριον, απέβαινον ολονέν ασθενέστεραι αι σωματικαί αλγηδόνες, εξέλειπον οι σπασμοί και ηπλούτο εντονωτέρα έκφρασις θείας αγαλλιάσεως επί της αγίας μορφής του ιεράρχου.
Το σώμα ηττώμενον ηλευθέρωνε νικήτριαν του θανάτου την ψυχήν…
Και τώρα ο Νεκρός ηκρωτηριασμένος, παραμορφωμένος, άταφος και άκλαυτος εξακολουθεί το ανύστακτον κήρυγμά του από του ύψους του νέου Γολγοθά, συνδέει ως σιδηρούς κρίκος αδιαρρήκτου αλύσεως τας μεγάλας παραδόσεις του ελληνικού κλήρου εις ημέρας καταπτώσεως και παρακμής, ρίπτει φως αγίας λαμπάδος εις το έρεβος καταστρεπτικής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, διδάσκει κατά μήκος ατέρμονος χρόνου ότι η ανθρωπίνη ψυχή παλλομένη από ελληνικόν ιδεώδες και χριστιανικήν πίστιν μεταβάλλει το πυρ εις δρόσον και τον μαρτυρικόν θάνατον εις ευθανασίαν…
1929.
Μετάβαση στο σημείο: Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι