Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
Στα παζάρια και τα λαϊκά ξενοδοχεία χτυπάει η καρδιά της ανατολίτικης Σμύρνης. Πόλη με μεγάλη εμπορική κίνηση και αθρόα προσέλευση ξένων επισκεπτών, η Σμύρνη ανέπτυξε ανάλογη ποικιλία υποδομών έτσι ώστε να μπορεί να διευκολύνει την αποθήκευση και τη διάθεση εμπορευμάτων αλλά και να φιλοξενεί τους ξένους εμπόρους, που έρχονταν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό.
Τα μπεζεστένια ήταν μεγάλες κλειστές στοές, ασφαλισμένες με σιδερένιες πόρτες οι οποίες τη νύχτα έκλειναν. Είχαν στέρεα στέγη με γυάλινους θόλους, για να μπαίνει το φως στις σειρές των ενοικιαζόμενων μαγαζιών. Στα μπεζεστένια στεγάζονταν τα σαράφικα (ανταλλακτήρια ξένων νομισμάτων), τα χρυσοχοεία και τα κοσμηματοπωλεία, τα τσοχατζήδικα (καταστήματα υφασμάτων, ιδιαίτερα μεταξωτών), αλλά και ραφτάδικα, ψιλικατζίδικα, γαλακτοπωλεία και ζαχαροπλαστεία. Οι ενοικιαστές των μαγαζιών ήταν κυρίως Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι.
Τα τσαρσιά (από το τουρκικό çarşi), ήταν στεγασμένες, σκεπαστές αγορές λιανικού και χονδρικού εμπορίου, με μαγαζιά δεξιά αριστερά του δρόμου. Τα μαγαζιά είχαν είτε κεραμοσκεπές ή πέτρινους θόλους, ή ήταν ημισκεπαστά με φωταγωγούς, για να εξαερίζονται και να φωτίζονται. Δεν διέθεταν την «πορτάρα» των μπεζεστενιών τη νύχτα, αλλά ασφαλίζονται ατομικά από τους ιδιοκτήτες τους. Το κάθε ένα χωριστά είχε διαφορετική ονομασία, σύμφωνη με το είδος που πωλούσε, όπως λόγου χάρη το Ιντζίρ τσαρσί, όπου έβρισκε κανείς τα φημισμένα αποξηραμένα σύκα της Σμύρνης. Το μεγαλύτερο ήταν το Αραπιάν τσαρσί που εκτεινόταν στο βορρά από τις πορτάρες των μπεζεστενιών και έφτανε ως το Παραλλέλι και την Προκυμαία. Σ’ αυτό συγκεντρωνόταν το χονδρεμπόριο των μπακάλικων, διαθέτοντας αφθονία τυριών και ψαριών.
Τέλος, τα παζάρια, ήταν ασκέπαστες, υπαίθριες λαϊκές αγορές, που γίνονταν κυρίως σε πλατείες, ή αλλιώς στα μεϊντάνια και σε σταυροδρόμια. Συγκεντρώνονταν έμποροι για να πουλήσουν την πραμάτεια τους, την οποία είτε μάζευαν τη νύχτα κι έφευγαν, είτε την ανάθεταν στη φύλαξη των μπεξήδων (φύλακες) και των πασβάντηδων (νυκτοφύλακες). Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η δυνατότητα διαπραγμάτευσης της τιμής μεταξύ πωλητή και πελάτη, το γνωστό μας παζάρεμα. Στο Bit Pazari (παλιατζίδικα και ρούχα μεταχειρισμένα) υπερτερούσαν αριθμητικά οι Τούρκοι ενώ στο Odun (αγορά καυσόξυλων) οι Έλληνες. Στα παζάρια βρίσκεται η οδός Kemeralti, υπαρκτή και σήμερα.
Τα χάνια ήταν ξενώνες μέσα στις αγορές. Χρησίμευαν για τη φιλοξενία περιηγητών, πραματευτών και εμπόρων, κυρίως προερχόμενων από το εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για να εξυπηρετούν την είσοδο των καραβανιών και των φορτωμένων καμήλων, είχαν θύρα μεγάλη σε ύψος και σε φάρδος, οντάδες για να διανυκτερεύουν οι ταξιδιώτες, αποθήκες για τα εμπορεύματα και στάβλους για τα ζώα. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά ήταν το Βεζύρ Χάνι, διώροφο και λιθόκτιστο. Είναι το χάνι που περιγράφεται γλαφυρότατα στο Λουκή Λάρα του Δημήτριου Βικέλα.
Σε συνδυασμό με την ενότητα των Μεγάλων Ταβερνών, να αξιολογήσετε τις εμπορικές δραστηριότητες ως κοινωνικό προϊόν της αστικής δομής της Σμύρνης. Έπειτα, δίνοντας έμφαση στα τραγούδια της ενότητας, να μελετήσετε το ρόλο της λαϊκής ψυχαγωγίας ως εκδήλωσης της ραθυμίας της Ανατολής. Να παρατηρήσετε τη μείξη δυτικής και ανατολίτικης τεχνοτροπίας στη σμυρναίικη μουσική. Να επικεντρώσετε την προσοχή σας στο κείμενο του Μεχμέτ Τζοράλ, στο οποίο δίνονται εικόνες από τη σύγχρονη Σμύρνη και ιδιαίτερα την περιοχή του Kemeralti ως το σταθμό του Μπασμαχανέ. Να βρείτε και να συγκρίνετε άλλες πόλεις που είτε περιλαμβάνονται στην περιήγηση, είτε όχι, στις οποίες σώζονται ανάλογα εμπορικά κτίσματα όπως οι σκεπαστές αγορές και τα παζάρια.
Λουκής Λάρας...
Κατά τας αρχάς του έτους 1821 ευρισκόμην εις Σμύρνην. Ήμην τότε εικοσαετής σχεδόν. Προ επτά ήδη ετών ο διδάσκαλος μου, ο Παππά Φλούτης, θεός συγχωρέσοι τον, είχε βεβαιώσει τον πατέρα μου, ότι έμαθα πλέον όσα γράμματα αρκούν εις άνθρωπον μέλλοντα να μετέλθει το εμπόριον· ο δε πατήρ μου είτε πεισθείς υπό των λόγων του αγαθού ιεροδιδασκάλου, είτε θεωρών το σχολείον του πρακτικού βίου ως ωφελιμώτερον δι' εμέ, δεν ενέκρινε να με αφήσει εις Χίον προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, αλλά μ' επήρεν έκτοτε εις Σμύρνην, παραλαβών με κατ' αρχάς μεν ως μαθητευόμενον, μετ' ου πολύ δε ως εταίρον εις το εμπορικόν του κατάστημα.
Ο Ύψιστος εν τούτοις ηυλόγει τους κόπους μας. Το ισοζύγιον εκάστου έτους ήτο παχύτερον του προηγηθέντος, και η εμπορική μας υπόληψις εστερεούτο επί μάλλον και μάλλον εις την αγοράν της Σμύρνης. Άλλως τε,― δύναμαι μετά υπερηφανείας να το είπω,― απ' αρχής ο πατήρ μου είχεν αποκτήσει όνομα καλόν και υπόληψιν άκραν, διότι ήτο τιμιώτατος και ακριβέστατος εις τας συναλλαγάς του. Οφείλω δε να προσθέσω, (και δεν το λέγω διά να επαινεθώ, γνωρίζων εκ πείρας, ότι ο εαυτόν επαινών ή πλανάται, ή συχνάκις άλλους θέλει ν' απατήσει,, αλλά το λέγω ως φόρον υικής ευγνωμοσύνης,) ότι την επιτυχίαν εις το στάδιον του εμπορικού μου βίου την χρεωστώ, προ παντός άλλου, εις τας αρχάς της τιμιότητος, τας οποίας από της παιδικής έτι ηλικίας μου ενέπνευσεν ο πατήρ μου. Καθ' όσον ηύξανον τα κέρδη εξετείνετο βαθμηδόν των εργασιών μας ο κύκλος, ταυτοχρόνως δε και των βλέψεων μας ο ορίζων. Αι μετά ξένων εν Ευρώπη ανταποκριτών σχέσεις δεν εξήρκουν πλέον προς ικανοποίησιν της εμπορικής μας δραστηριότητος. Δύο ή τρεις εκ των συμπολιτών μας, νέοι Κολόμβοι του ελληνικού εμπορίου, είχον ήδη κατ' εκείνα τα έτη στήσει εις Λονδίνον την σκηνήν των. Το τρόπαιον εκείνων ετάραττε τον ύπνον μας, το δε παράδειγμά των υπέκαιε τους φιλοδόξους πόθους μας, όθεν εσχεδιάζετο να μεταβώ κατά το φθινόπωρον εις Αγγλίαν μεθ' ενός των εκ μητρός θείων μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να διδάσκομαι την Αγγλικήν υπό Άγγλου τινός ιερωμένου, είδους Παππά Φλούτη, όστις βεβαίως πολλά δεν με έμαθεν. Αλλ' ίσως δεν ήτο ιδικόν του το πταίσμα. Ας μη καθάπτομαι της μνήμης των πρώτων διδασκάλων μου!
Ο νους και του πατρός και των περί ημάς συγγενών ή φίλων και εμού αυτού ήτο αποκλειστικώς προσηλωμένος εις το έργον μας. Περί Φιλικής Εταιρίας και τεκταινομένης επαναστάσεως ουδέ το ελάχιστον εγνωρίζομεν. Συνησθανόμεθα μεν αορίστως πως και ημείς, μεθ' όλων των τότε Ελλήνων, τον προς την ελευθερίαν οργασμόν, εβλέπομεν εις Σμύρνην Ευρωπαίους κρατούντας υψηλά την κεφαλήν, και μετά πικρίας ενδομύχου εμακαρίζομεν τα αυτόνομα Χριστιανικά έθνη, είχομεν αμυδράς τινας ιστορικάς γνώσεις περί της Γαλλικής επαναστάσεως και νεφελώδεις τινάς ελπίδας εθνικής αποκαταστάσεως, στηριζομένας κυρίως εις την εξ Άρκτου προσδοκωμένην αρωγήν, τας δ' εορτάς συνερχόμενοι εψάλλομεν και ημείς του Ρήγα τα άσματα· αλλ' όμως δεν εφανταζόμεθα ουδαμώς ότι ευρισκόμεθα εις παραμονάς εθνικής εκρήξεως.
Διηρχόμεθα τον βίον ήσυχοι εντός του Χανίου, την μεν ημέραν εν μέσω των ποικίλων εμπορευμάτων μας, την δε νύκτα εντός του μικρού δωματίου, άνωθεν της αποθήκης, όπου εκοιμώμεθα ο πατήρ μου κ 'εγώ. Τας Κυριακάς ελειτουργούμεθα τακτικώς εις την αγίαν Φωτεινήν, ενίοτε δε επεσκεπτόμεθα οικογένειάν τινα εκ των εν Σμύρνη διαβιούντων Χίων. Σπανίως, άπαξ ή δις του έτους, περί το Πάσχα ιδίως, επηγαίνομεν προς αναψυχήν εις τα παρακείμενα χωρία, και τότε αναπνέοντες αέρα καθαρόν και βλέποντες δένδρα και αγρούς ενθυμούμεθα την Χίον και τον πύργον και τον κήπον μας, και μας εφαίνετο βαρύτερος τότε ο από της οικογενείας χωρισμός.
Ούτω διήρχοντο αι ημέραι και παρήρχετο ο καιρός, η δε κυρία μου σκέψις ήτο περί της μελλούσης εις Αγγλίαν αποδημίας. Τα όνειρά μου περί τούτο περιεστρέφοντο, και ήσαν όνειρα υπό πάσαν έποψιν χρυσά. Αλλ' εξαίφνης και ησυχία και εργασία και σχέδια και όνειρα, τα πάντα διά μιας ανετράπησαν.
Κατά τας αρχάς Μαρτίου μίαν νύκτα εξύπνησα έντρομος. Είχα ακούσει τουφεκισμούς αλλεπαλλήλους εις τον ύπνον μου. Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος.
Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι! Πιφ, παφ , πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι. Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούομεν αμφότεροι.
Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει. Και πώς να το μάθωμεν; Είχομεν την περιέργειαν να εξέλθωμεν, αλλ' ο φόβος ήτο ισχυρότερος και εμένομεν εντός του δωματίου.
Προς τα εξημερώματα κατέβημεν εις την πλατείαν του Χανίου, όπου εύρομεν και άλλους εκ των κατοίκων του συνηγμένους, εις την αυτήν ως ημείς απορίαν και την αυτήν ανησυχίαν.
Τα Χάνια, καθώς ίσως γνωρίζεις, αναγνώστα, είναι συνήθως οικοδομημένα εν είδει φρουρίου. Έξωθεν τοίχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου διά πύλης σιδηράς κλεισμένης την νύκτα.
Ότε την αυγήν ήνοιξαν οι φύλακες την πύλην, εμάθομεν ότι αφ' εσπέρας είχεν έλθει διαταγή να οπλισθώσιν οι Τούρκοι· διά τούτο οι νυκτερινοί τουφεκισμοί και οι αλαλαγμοί των. Αλλά προς τι ο εξοπλισμός; Πόθεν ο προκαλέσας το διάταγμα κίνδυνος; Τοιαύτας ερωτήσεις απηυθύνομεν προς τους έξωθεν ερχομένους, αλλ' ουδέν ακριβές επληροφορούμεθα. Είς έλεγε, στάσις των Γενιτσάρων άλλος, πόλεμος Ρωσικός· τινές εψιθύριζον, επανάστασις των Χριστιανών.
Ούτω διήλθεν η ημέρα εκείνη. Ήτο Σάββατον. Ημείς δεν εξήλθομεν του Χανίου, αλλ' από της πύλης εβλέπομεν ενόπλους και αγρίους τους Τούρκους περιφερόμενους εις τας οδούς.
Την επιούσαν υπήγομεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν. Κατ' εκείνην την Κυριακήν δεν επρόκειτο να ομιλήση ιεροκήρυξ, ώστε το πλήρωμα της εκκλησίας είδε μετ' απορίας τον ιερέα αναβαίνοντα επί του άμβωνος. Δεν ανέβη να μας διδάξη τον λόγον του θεού, αλλά προς ανάγνωσιν Πατριαρχικού αφορισμού.
Ηκούομεν πάντες εμβρόντητοι τον αναγινώσκοντα τας φοβεράς εκείνας κατάρας και τους φρικώδεις εξορκισμούς. Ηκούσαμεν τα ονόματα του Σούτσου και του Υψηλάντου ως ενόχων και προδοτών. Ενοήσαμεν ότι πρόκειται περί κινημάτων επαναστατικών εν Βλαχία και περί μυστικών συνωμοσιών, και εβλέπομεν ο είς τον άλλον εντός της εκκλησίας, και αντηλλάσσοντο ψιθυρισμοί και ερωτήσεις και απορίαι. Τι αρά γε εσήμαινεν η αφοριζομένη επανάστασις; οποία η πηγή του κινήματος; Εγνωρίζομεν μόνον, ότι ο Υψηλάντης ήτο μέγας και πολύς εν Ρωσία, και κάπως υπεθέσαμεν ότι επρόκειτο περί Ρωσικής τινος υποκινήσεως, ότι εγένετο προανάκρουσμά τι Ρωσσοτουρκικού πολέμου. Αλλά ταύτα πάντα διετυπούντο μόλις ως συμπερασμοί, αόριστοι και συγκεχυμένοι πολλώ πλέον ή όσον δύναμαι σήμερον ενταύθα να παραστήσω.
Και οι Τούρκοι όμως της Σμύρνης ήσαν εις το σκότος εισέτι ως προς τα διατρέχοντα, ουδ' είχον ακριβώς εννοήσει ότι οι ραγιάδες αφ' εαυτών επανέστησαν. Ενόμιζον ότι εκ Ρωσίας επέρχεται ο κίνδυνος. Ουχ ήττον, ευθύς απ' αρχής ο φανατισμός αυτών εξηγέρθη. Επρόκειτο περί πολέμου κατ' απίστων· άρα πας χριστιανός εχθρός, πας δε ραγιάς πρόχειρον θύμα. Από της πρώτης λοιπόν ημέρας εμαύρισε δι' ημάς ο ορίζων και μας κατεπλάκωσε την ψυχήν η ανησυχία και ο φόβος.
Αι λέξεις αύται, ανησυχία, φόβος, συχνάκις ήδη διέφυγον τον κάλαμόν μου. Αλλά προς τι να επιδείξω γενναιότητα, την οποίαν ούτε είχομεν, ούτε ηδυνάμεθα να έχωμεν; Μη, αναγνώστα, μειδιάσεις, αναλογιζόμενος ότι είμαι Χίος και αποδίδων εις φυλετικήν δήθεν ιδιοσυγκρασίαν την ατολμίαν μου. Ήθελα να σ' έβλεπα τότε εις την θέσιν μου, όσον γενναίος και αν φρονείς ότι είσαι. Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλείαν, εκτεθειμένοι εις του πρώτου εξηγριωμένου Τούρκου την οργήν ή και την μάχαιραν, άνευ της ελαχίστης ελπίδος του να τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ή καν εκδίκησιν, πώς ήτο δυνατόν ημείς, οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης, να έχωμεν γενναιότητα; Προς τι ηδύνατο η γενναιότης να μας χρησιμεύσει; Υπομονήν μόνον είχομεν, μας εχρειάζετο δε υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας έκτοτε ήτο διαρκής αγωνία και μακρόν μαρτύριον. Αλλ' έχει και η υπομονή τα όριά της. Ενίοτε εξαντλείται και την διαδέχεται τότε είτε η απόγνωσις, είτε η απελπισία εκείνη η άγουσα εις τον ηρωiσμόν. Πολλά ηρωισμού παραδείγματα και κατά την Ελληνικήν επανάστασιν και εις την γενικήν των ανθρώπων ιστορίαν, την γραπτήν και την άγραφον, είναι ίσως απελπισίας τοιαύτης παραγόμενα. Εμέ ο Θεός μ' εφύλαξεν από την απόγνωσιν, η δε φύσις δεν με προητοίμασε διά την απελπισίαν του ηρωισμού. Αλλ' όμως ποτέ δεν μου εξηντλήθη η υπομονή και η ελπίς, και πολλάκις εδόξασα επί τούτω τον Ύψιστον.
Ολίγας ημέρας μετά την Κυριακήν εκείνην του αφορισμού, υπήγα μίαν πρωίαν εις το Χάνι των Εβραίων, προς σύναξιν χρημάτων. Είχα εισπράξει ποσόν τι και έθετα εντός του κόλπου μου τον περιέχοντα τα συναχθέντα σάκκον, ότε ακούω αίφνης κραυγάς και ποδοβολητόν, και βλέπω χείμαρρον Χριστιανών και Εβραίων φευγόντων δρομαίως προς ημάς. Πριν ή ο Εβραίος μου προφθάση να κλείσει την θύραν, η σκοτεινή αποθήκη είχε πληρωμή υπό εντρόμων ομοθρήσκων του.
Αι διακεκομμέναι φράσεις, τας οποίας εψιθύριζον εις την Ισπανικήν διάλεκτόν των, δεν μ' εφώτισαν ούτε με καθησύχασαν· δεν εγνώριζον και αυτοί τι συνέβη και διατί έφευγον.
Αφού ο θόρυβος εκόπασε και επανήλθεν έξω η ησυχία, ηνοίξαμεν μετά προσοχής την θύραν. Βαθμηδόν και αι λοιπαί αποθήκαι ηνοίγοντο, οι δε εντός αυτών καταφυγόντες εξήρχοντο ενθαρρυθέντες, και από στόματος εις στόμα εγνώσθη επί τέλους η αληθής του τρόμου εκείνου αιτία.
Kάμηλος φέρουσα φορτίον βάμβακος ωλίσθησεν εις την στενήν της αγοράς oδόν και πίπτουσα έθραυσεν ενός εργαστηρίου την θύραν. Ο κρότος της κρημνισθείσης θύρας, αι κραυγαί των αγωγιατών και των εντός του εργαστηρίου Εβραίων, η συρροή περί την πεσούσαν κάμηλον, ταύτα πάντα εξελήφθησαν εν ακαρεί ως αρχή οχλαγωγίας και επήλθε παραζάλη γενική και φυγή και τρόμος.
Όταν υπάρχει η απαιτουμένη δόσις ψυχολογικής προδιαθέσεως, δεν απαιτείται πολύ προς διάδοσιν πανικού φόβου. Ατυχώς δε υπήρχε λόγος ισχυρός προς ύπαρξιν τοιαύτης προδιαθέσεως. Διότι των Τούρκων ο ερεθισμός οσημέραι ηύξανεν, ήσαν δε γνωσταί αι εις την συνοικίαν των συναθροίσεις και είχον ακουσθεί απειλαί προσεχούς επιθέσεως. Αλλ' εγώ ουδέν εισέτι περί τούτων εγνώριζα, ουδέ προέβλεπα νέας κατά την ημέραν εκείνην συγκινήσεις.
Απεχαιρέτησα λοιπόν τους Εβραίους, εδίπλωσα επί του στήθους το φόρεμα προς πλειοτέραν προφύλαξιν του εντός του κόλπου μου σάκκου, και εκίνησα διά να επιστρέψω εις τα ίδια. Αλλά μόλις εισέβην εις την κεντρικήν της αγοράς οδόν, ακούω κραυγάς εκ νέου και αλαλαγμούς, και πριν έτι λάβω τον καιρόν ν' αποσυρθώ ή προφυλαχθώ, ευρίσκομαι εντός σμήνους Τούρκων τρεχόντων με τα ξίφη εις χείρας γυμνά. Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ' εφόνευσαν, δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω.
Το ρεύμα με παρέσυρε. Έτρεχα κ' εγώ μετ' αυτών. Ήρπαζα εδώ κ' εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ' έτρεχα, έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ' απογίνω, αλλ' ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον, αλλ' όνειρον φρικτόν. Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι.
Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.
Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων· και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν.
Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος.
Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον. Το μειδίαμα εκείνο το υπέλαβα τότε ως έκφρασιν ευχαριστήσεως διά των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ ' αφού απέκτησα κ' εγώ τέκνα, τότε μόνον εννόησα την αληθή του σημασίαν.
― Τι με μέλει τώρα περί χρημάτων; δια σε, υιέ μου, με μέλει!
Ιδού του πατρικού εκείνου μειδιάματος η έννοια. Με ηγάπα ο πατήρ μου· με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι' εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητας. Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου, και ανεπόλουν τας περιπέτειας και τα ελάχιστα περιστατικά της πολυετούς συμβιώσεως μας, τότε μόνον εννόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του. Διατί τούτο; Αρά γε διότι απαιτείται να απολέσωμέν τι, όπως αισθανθώμεν την αξίαν του όλην; Ή μη διότι αι συμφοραί και τα δεινοπαθήματα μου ήνοιξαν βραδύτερον τον νουν και μου επλάτυναν την καρδίαν;
Πού εν τούτοις οι Τούρκοι εκείνοι έτρεχον; Κατόπιν το έμαθα. Διηυθύνοντο προς την συνοικίαν των Φράγκων με κακούς κατά των εκεί κατοικούντων σκοπούς. Ευτυχώς ο πασάς προλαβών ίσχυσε να τους κατευνάσει και ουδέν απευκταίον συνέβη την ημέραν εκείνην. Δεν είχεν εισέτι επέλθει της αληθούς τρομοκρατίας η αρχή. Και όμως η οχλαγωγία εκείνη, η πρώτη Τούρκων ενόπλων κατά Χριστιανών διαδήλωσις, η πρώτη μου πραγματικού κινδύνου συναίσθησις, έμεινεν εγκεχαραγμένη εις την μνήμην μου, ζωηρότερον ίσως των όσων μετέπειτα είδα και έπαθα.
Από της ημέρας εκείνης οι Τούρκοι εγένοντο επιθετικότεροι. Αίμα εισέτι δεν εχύνετο, αλλ' αι ύβρεις, αι απειλαί, τα βλοσυρά βλέμματα, η επίδειξις των όπλων, ήσαν προοίμια επίφοβα της επερχομένης καταιγίδος. Διότι τα πράγματα εδεινούντο, και εξηπλούτο η επανάστασις. Εις πάσαν δε κραυγήν ελευθερίας των Ελλήνων ανταπεκρίνετο νέα του τουρκικού φανατισμού έκρηξις, μέχρις ου επί τέλους έλειψε πας φραγμός και αφηνίασαν ως μαινόμενοι οι Τούρκοι, και έσφαξαν και ελεηλάτησαν και ηνδραπόδισαν.
Αι ειδήσεις δεν ήρχοντο μέχρις ημών ούτε τακτικώς ούτε ακριβώς, αλλ' έφθανεν όπως δήποτε έως των μυχών του Χανίου μας η αντήχησις των πρώτων εκείνων της εθνεγερσίας σεισμών. Ούτως εμανθάνομεν τα εν Βλαχία συμβαίνοντα, ούτως ηκούσαμεν μίαν ημέραν, ότι ο Μωρέας εσηκώθη, ότι ο αρχιεπίσκοπος Πατρών και οι προεστώτες της Πελοποννήσου ετέθησαν επί κεφαλής του κινήματος,― συγχρόνως δε ήλθεν η φήμη, ότι η Ύδρα και αι Σπέτσαι επανέστησαν.
Ότε, ανατρέχων δια της μνήμης εις το ένδοξον εκείνο παρελθόν, συλλογίζομαι τα καθέκαστα, και αναλύων τας τότε εντυπώσεις μου εξετάζω αυτάς ως αντανάκλασιν, ούτως ειπείν, της κοινής τότε γνώμης, καταλήγω συχνάκις εις το συμπέρασμα, ότι η ευθύς απ' αρχής του αγώνος συμμετοχή των ναυτικών μας νήσων εις το εθνικόν κίνημα συνετέλεσε, πλειότερον ίσως αφ' όσον πολλοί την σήμερον δύνανται να εννοήσωσιν, εις την στερέωσιν και την διάδοσιν της επαναστάσεως. Δεν λέγω τούτο διά την μεγίστην υλικήν βοήθειαν, την οποίαν τα ελληνικά πλοία παρέσχον εις το έθνος, ούτε διά τα λαμπρά κατορθώματα, δια των οποίων περιεβλήθη νέον στέφανον αμαράντου δόξης το ελληνικόν όνομα. Όχι· ταύτα τα είδομεν και τα εννοήσαμεν κατόπιν. Αλλ' ευθύς απ' αρχής, ότε ημείς οι ζώντες μακράν του κρατήρος της εθνικής εκρήξεως ηκούσαμεν ότι οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται και οι Ψαριανοί ανεπέτασαν την σημαίαν της ελευθερίας, συνησθάνθημεν ζωηρότερον περί τίνος επρόκειτο.
Οι πλοίαρχοι της Ύδρας και των Σπετσών και των Ψαρών εξεπροσώπευσαν, δι' ορατού τρόπον τινά και συγκεκριμένου στοιχείου, τον γενικόν, τον πανελλήνιον χαρακτήρα της Επαναστάσεως. Διότι πολλοί εξ αυτών ήσαν γνώριμοι, πολλοί εθεωρούντο ως φίλοι, τα ονόματα και τα πρόσωπα των ήσαν γνωστά εις όλους τους λιμένας, εις πάσας τας αγοράς, όπου υπήρχον Έλληνες. Ώστε, ότε ηκούσαμεν ότι οι άνδρες εκείνοι, οι γνώριμοι, οι φίλοι μας, αγωνίζονται υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και ωρκίσθησαν ή να ελευθερωθώσιν ή να αποθάνωσιν, ηλεκτρίσθημεν όλοι πολύ περισσότερον ή ότε εμάθομεν του Υψηλάντου το κίνημα, ή και αυτής της Πελοποννήσου την εξέγερσιν.
Ομιλώ περί των πρώτων αρχών του αγώνος και των πρώτων εντυπώσεων. Κατόπιν επήλθον άλλαι αφορμαί, όπως συναισθανθώμεν το αδιάρρηκτον του μετά των επαναστατών συνδέσμου μας. Οι Τούρκοι, σφάζοντες και καταστρέφοντες και ανδραποδίζοντες απανταχού άνδρας αόπλους και τα γυναικόπαιδα, εφρόντιζον να μας ενθυμίζωσι το αλληλένδετον του γένους, και αν ημείς είχομεν διάθεσιν να το λησμονήσωμεν.
Συγχώρει, αναγνώστα, τας παρεκβάσεις μου. Η γεροντική μου χειρ, υπείκουσα εις της γεροντικής μου καρδίας την ώθησιν, αρέσκεται ενδιατρίβουσα εις τας συσσωρευμένας αναμνήσεις των παθημάτων και των εντυπώσεων της νεότητός μου. Η πρόθεσίς μου είναι να περιορισθώ εις την αφήγησιν των περιπετειών του βίου μου. Αλλ' ο βίος ενός εκάστου ημών αποτελεί μικράν μονάδα συνεχομένην μετά του συνόλου των κυκλούντων ημάς στοιχείων. Πώς να χωρίζω εκάστοτε τας περιδονήσεις του ευτελούς ατόμου μου από της κινήσεως του γενικού ανεμοστροβίλου, εντός του οποίου παρεσύρετο;
Διά τούτο, και διότι είμαι γέρων, δεν θ' αποφεύγω ίσως πάντοτε τας τοιαύτας παρεκβάσεις γράφων τ' απομνημονεύματά μου. Αλλ' ουδεμίαν έχεις υποχρέωσιν να με αναγνώσης μέχρι τέλους, αναγνώστα μου. Ότε ήσο μικρός και σε έλεγε παραμύθια η τροφός σου, τα έλεγε διά να ευχαριστήσει όχι μόνον την ιδικήν σου περιέργειαν, αλλά και την ανάγκην, την οποίαν η ιδία συνησθάνετο να τα λέγει. Σ' έπαιρνεν ίσως ο ύπνος ενίοτε. Αλλ' εξηκολούθει λέγουσα εκείνη, και συ εξυπνών ήκουες του διηγήματος το τέλος. Ιδού διατί ενθυμείσαι την αρχήν μόνον και το τέλος πολλών παραμυθιών, χωρίς ίσως να γνώριζες, διατί δεν ενθυμείσαι την μέσην. Αλλά το ιδικόν μου παραμύθι δεν έχει καθ' εαυτό ούτε αρχήν ούτε τέλος· ώστε δύνασαι να κοιμηθής από τούδε, αναγνώστά μου. Δεν με διακόπτεις.
Τα πρώτα περί της Επαναστάσεως ακούσματα ήλθον μέχρις ημών κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Οποία Τεσσαρακοστή και τι Πάσχα ήτο εκείνο! Επηγαίνομεν τακτικώς εις την εκκλησίαν, καθόσον μάλιστα εκεί μετεδίδοντο αι ειδήσεις, συχνάκις ψευδείς, συνήθως εξωγκωμέναι, αλλ' επί τέλους αι μόναι ειδήσεις τας οποίας εμανθάνομεν. Και μη υποθέση τις ότι μας απέσπα τον νουν η περί ταύτα φροντίς από των εκκλησιαστικών τελετών. Απ' εναντίας! Το θρησκευτικόν αίσθημα ήτο ισχυρόν τότε, τα δε παθήματα του γένους ενεσαρκούντο, ούτως ειπείν, δι' ημάς εις τα πάθη του Χριστού, και αι κατανυκτικαί ακολουθίαι της Μεγάλης Εβδομάδος εξεπροσώπουν την ψυχικήν κατάστασιν του πληρώματος της Εκκλησίας.
Περί τα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδος φήμαι απαίσιοι διεδόθησαν. Ηκούσθη ότι γίνονται φυλακισμοί και δημεύσεις και σφαγαί εις Κωνσταντινούπολη, ότι πολλοί εκ των προκρίτων του γένους απεκεφαλίσθησαν.
Την Κυριακήν του Πάσχα, εμάθομεν ότι εθανατώθη και ο μέγας Διερμηνεύς, ο Μουρούζης, ο δε τρόμος των αλλεπαλλήλων τούτων ακουσμάτων επέρριπτε πέπλον πένθους εις τα ευφρόσυνα της Αναστάσεως τροπάρια.
Μετ' ολίγας ημέρας διεδόθη φοβερά και καταπληκτική αγγελία. Ο Πατριάρχης εκρεμάσθη! Το πτώμα του εδόθη παίγνιον και όργιον εις τους Εβραίους! Και μας εθέρισε την καρδίαν η είδησις και μας έκοψε τα γόνατα!
Διότι ήμεθα υπό το κράτος διπλού αισθήματος πάντες· της φρίκης, την οποίαν εις πάντα Χριστιανόν, εις πάντα Έλληνα, επροξένει η κατά του ιερού προσώπου του Πατριάρχου, του Εθνάρχου, ιεροσυλία· και της συναισθήσεως, ότι ουδενός πλέον εξ ημών η ζωή ήτο εξησφαλισμένη. Εάν η Κυβέρνησις αυτή του Σουλτάνου απετόλμα τοιαύτα εις την πρωτεύουσαν κατά των αρχηγών, κατά των προκρίτων του γένους, οποίους κινδύνους διετρέχομεν οι άσημοι ραγιάδες ημείς εκ της αχαλινώτου θηριωδίας των Τούρκων της Σμύρνης, και έτι μάλλον των της Ανατολής;
Είχον ήδη προ ημερών αρχίσει να συσσωρεύωνται περί την Σμύρνην σμήνη άτακτα αγρίων οπλοφόρων, τους οποίους η δίψα του αίματος και της λεηλασίας είλκυεν από τα βάθη της Ανατολής. Ο πασάς εφαίνετο εισέτι κηδόμενος της ασφαλείας των κατοίκων και εκράτει εκτός της πόλεως τα θηρία, εκείνα.
Αλλ' η γειτνίασίς των εξήπτε και ηρέθιζε τους εγχωρίους Τούρκους. Εγίνοντο ούτοι από ημέρας εις ημέραν απειλητικώτεροι και εκ των απειλών μετέβαινον εις την πράξιν. Η χειρ έπιπτε συχνάκις επί της μαχαίρας, και ήρχιζεν η μάχαιρα να εξέρχηται ευκόλως της θήκης, πολλοί δε αθώοι επληγώθησαν καί τινες εθανατώθησαν εις τας οδούς της Σμύρνης.
Αλλά ταύτα ήσαν αι απαρχαί της θυσίας. Κατόπιν επήλθον τα όργια της λύσσης, αι σφαγαί και οι εμπρησμοί και αι αιχμαλωσίαι, όχι μόνον εις τας οδούς και τας αγοράς και εις των Χριστιανών τας οικίας, αλλά και υπό τας σημαίας των Προξενείων, και επί αυτών έτι των ευρωπαϊκών πλοίων, από των οποίων εκατοντάδες φυγάδων ηρπάγησαν και εσφάγησαν. Αλλά ταύτα μετέπειτα τα επληροφορήθην. Δεν τα είδα, και δεν θέλω να γράφω ειμή μόνον όσα είδα και υπέφερα.
Πολλοί εν τούτοις, από των πρώτων ημερών, ήρχισαν κρυφίως να φεύγωσι. Ανά πάσαν σχεδόν ημέραν εμανθάνομεν ότι εγένετο άφαντος εκ των γνωστών μας τις. Τι έπαθε! Μη τον εφόνευσαν; Μη κρύπτεται φοβηθείς; Εγίνετο επί τέλους γνωστή η φυγή του. Το δε παράδειγμα των φευγόντων, και ο φόβος των οσημέραι αυξανόντων κινδύνων, δεν μας άφηνον να ησυχάσωμεν, τον πατέρα μου και εμέ. Μας κατέλαβεν ακατάσχετος ο πόθος της φυγής. Άλλο δεν εσκεπτόμεθα ειμή πώς ν' αναχωρήσωμεν.
Το δε πράγμα από ημέρας εις ημέραν απέβαινε δυσκολώτερον. Αι Τουρκικαί αρχαί δεν επέτρεπον πλέον την αναχώρησιν των ραγιάδων. Ελέγετο μάλιστα, αλλά δεν ηθέλομεν εισέτι να το πιστεύσωμεν, ελέγετο ότι οι πρόξενοι έλαβον διαταγάς ν' απωθώσι τους επί ξένων πλοίων προσφεύγοντας. Δεν το επιστεύομεν, και όμως ήτο αληθές. Ευτυχώς ευρέθησαν και πρόξενοι και πλοίαρχοι έχοντες σπλάγχνα, και μη θέλοντες να γίνωσι προμηθευταί σφαγίων εις τους Τούρκους!
Κατ' εκείνας τας ημέρας αφίχθη εις Σμύρνην αρχαίος του πατρός μου φίλος, ο καπετάν Βισβίλης, κυβερνήτης γολέτας υπό Ρωσικήν σημαίαν. Ανέπνευσεν ο πατήρ μου, ότε μίαν πρωίαν τον είδεν εισερχόμενον εις το Χάνιον προς επίσκεψίν μας. Ο αγαθός πλοίαρχος ήρχετο να μας προσφέρει το πλοίον του. Εντός τριών ημερών, μετά την παράδοσιν του φορτίου, υπεσχέθη να μας μεταφέρει εις Χίον.
― Εις την Χίον; ανέκραξα, ότε μου εξεμυστηρεύθη ο πατήρ μου την απόφασίν του. Μη εκεί θα είμεθα ασφαλέστεροι απ' εδώ;
― Εκεί θα είμεθα όλοι ομού με την μητέρα και τας αδελφάς σου. Ή θα σωθούμεν μετ' αυτών, ή όλοι ομού ας καταστραφώμεν!
Εν τω μεταξύ προητοιμαζόμεθα. Αλλ' ούτε καιρόν διά προετοιμασίας είχομεν, ούτε ηθέλομεν να προδώσωμεν δι' ακαίρων μέτρων το μυστικόν σχέδιόν μας. Τα εμπορεύματα απεφασίσαμεν να τα παραιτήσωμεν εις το έλεος του Θεού, τα δε ασύνακτα χρέη εις των οφειλετών μας την συνείδησιν, εάν διασωθώσι και εκείνοι. Περιεσυνάξαμεν όσα χρήματα ηδυνήθημεν, και την τρίτην ημέραν μετά καρδίας παλλούσης επεριμένομεν του ηλίου την δύσιν, κατά την μετά του φίλου πλοιάρχου συνεννόησιν.
Ματωμένα χώματα...
Σαν ξετελεύε καλή δουλειά ο Λουλουδιάς, έκανε γλέντι τρανό. Έφερνε παρέες παρδαλές στο χάνι, έφερνε και παιχνιδιατόρους: την κιορ Κατίνα που ξετρέλαινε τα Καφέ Αμάν της Σμύρνης με το τραγούδι της, το Μεμετάκι, ξακουστόν Τούρκο βιολιτζή, το μάγο του σαντουριού, το Γιοβανάκη. Το γλέντι τότες άναβε και κρατούσε μέρες. Και κάθε μέρα περνούσε και μια αγαπητικιά απ’ την αγκαλιά του Λουλουδιά. Σαν ξεμεθούσε, φεύγανε παιχνιδιατόροι και γυναίκες φορτωμένες λίρα. Τότες η κοκόνα Μαργίτσα με τις δούλες ξεπλένανε το χάνι να ξεμαγαριστεί ο τόπος, φέρνανε πίσω στο σπίτι τα κορίτσια από της θειάς τους της Αννετούλας – όπου τα φυγαδεύανε πριν αρχίσει το γλέντι – θυμιάζανε, ξορκίζανε.
Αι-Γιάννη
ίσαμε και τρίσαμε
έσετε χαλινώσετε
τα σερνούμενα της γης,
τον όφι και την όφεντρα,
το σκορπιό και τη σκουλούμεντρα
το μικρό τ’ αγροαλάκι
απ’ κάτ’ απ’ το καφτσί
να καεί να μυριστεί
και να κιτρινοφυλλιάσει,
τον κακό τον άνθρωπο
τον νυχτοϋριστή…Ο Γιαννακός κλειδωνότανε εικοσιτέσσερις ώρες στο δωμάτιο της γυναίκας του, που το κρατούσε πάντα σφαλιστό. Κανείς δεν ήξερε τι έκανε κει μέσα. Άλλοι λέγανε πως έπεφτε σε βαρύν ύπνο κι άλλοι πως προσευχότανε και παρακαλούσε τη μακαρίτισσα να τόνε συχωρέσει για τις μπερμπαντιές του. Αυτή η γυναίκα του Λουλουδιά, η Παρή, αν και περάσανε δώδεκα ολόκληρα χρόνια απ’ τη θανή της, θάρρειες και σεργιανούσε ακόμα μέσα στο χάνι κι είχε το πρόσταγμα στο νοικοκυριό και στην καρδιά του Γιαννακού. Ακόμα και η κοκόνα Μαργίτσα όταν έλεγε «η Παρίτσα μας» κολλούσε τ’ αχείλι της. «Αν ζούσε η Παρή μας, μου είπε μια μέρα, ο Γιαννακός δε θα ’τανε κοντραμπατζής μα δεσπότης.»
Τον κόσμο που γνώρισα στο χάνι του Λουλουδιά δε θα τόνε ξεχάσω ποτέ. Μα πιο πολύ απ’ όλους αναστάτωσε τη φαντασία μου ο τραγουδιστής ο Ογδοντάκης με την ιστορία του. Ήταν ένα ψηλόλιγνο παλικάρι μ’ απαλή σαν κοριτσίστικη επιδερμίδα, ζεστά μαύρα μάτια και φωνή που μέρωνε θεριό. Όταν ξεπέζευε στο χάνι και τον κατάφερνε ο Λουλουδιάς να τραγουδήσει, κείνο που γινότανε δεν ήτανε γλέντι, μα λειτουργία. Όλοι κλείνανε τα μάτια τους σαν σε προσευχή, κι ο Γιαννακός χλωμός κι αμίλητος έσφιγγε το ποτήρι στην απαλάμη και το θρυμμάτιζε. Κάθε τόσο άνοιγε την παραδοσακούλα του, έβγαζε χρυσή λίρα και την κόλλαγε στο κούτελο του τραγουδιστή.
—Να ζήσεις, Ογδοντάκη! Να ζήσεις, αηδόνι τσ’ Ανατολής!
Μια μέρα μας ήρθε άσκημο μαντάτο. Τον Ογδοντάκη τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον κλείσανε στη φυλακή. Τον αγάπησε, λέει, μια σεβνταλού χανούμη, μα κείνος τήνε περιφρόνησε. Για να τον εκδικηθεί, λοιπόν, έβαλε δυο μπέηδες και του σκαρώσανε φοβερή και τρομερή κατηγορία για κατασκοπεία.
Ο Λουλουδιάς σαν το ’μαθε ταράχτηκε. «Ή θα μπω κι εγώ μέσα, έκανε, ή αύριο, μεθαύριο το πολύ, ο Ογδοντάκης θα βρίσκεται με την τρεχαντήρα μου στο Εγγλεζονήσι…»
Όμως τα πράματα δεν ήτανε τόσο εύκολα, όσο τα νόμιζε. Οι μέρες περνούσανε κι η αγωνία μας κορυφώθηκε σα μάθαμε πως τον καταδικάσανε σε θάνατο, δίχως δίκη, και τον ετοιμάζανε για κρεμάλα!
Σκεφτείτε λοιπόν ποιά ήταν η έκπληξή μας, όταν τη μέρα που ήτανε να κρεμαστεί, κατά το βράδυ, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε μπροστά μας ο Ογδοντάκης, χλωμός κι αλλοπαρμένος, σαν να γύριζε απ’ τον Άδη: Έπεσε στην αγκαλιά του Λουλουδιά. Οι γυναίκες πιάσανε το κλάμα και φωνάζανε: «Είχες άγιο: Άγιο!»
—Δεν πάει ούτε μια ώρα που λευτερώθηκα, είπε ο Ογδοντάκης και κάθισε σε μια καρέκλα μπαϊλντισμένος.
Ο Λουλουδιάς κατέβασε ένα δυο ποτηράκια ρακί, σφούγγισε με την ανάστροφη της παλάμης τα βουρκωμένα μάτια του, γέμισε το ποτήρι του Ογδοντάκη να πιει να συνέρθει και, με φωνή βαριά, τον ρώτηξε:
—Πώς έγινε;
—Χτες, το απογεματάκι, άρχισε το παλικάρι, μπήκε στο κελί μου ο Μεμέτης ο φύλακας. Έφερε φαΐ και ρακί. «Να, αρκαντάς, μου ’πε σαν να ντρεπότανε. Σου φέρνω άσκημα νέα, μα δε θέλω να θυμώσεις μ’ εμένα… Αύριο πουρνό το χάνεις το κεφάλι!» Σύγκρυο μ’ έπιασε, μα δεν τ’ απόδειξα. Μπα και με πιλατεύει, είπα, και το ’ριξα στ’ αστείο: «Η ζωή, Μεμέτη, δεν είναι για χόρταση. Όποιος χριστιανός πάει από Τούρκου χέρι, αγιάζει και τραβάει ίσια στον παράδεισο…» Μόλις έφυγε ο φύλακας, κι απόμεινα μονάχος, με πήρε το παράπονο. Παίρνω το ρακί το κοπανάω όλο να στυλωθώ, με πιάνει το μεράκι κι αρχινάω το τραγούδι. Κείνη τη στιγμή πέρναγε από την αυλή η αφεντιά του, ο Σουλεϊμάν πασάς που ορίζει τσι φυλακές. Στάθηκε κάτω απ’ το κελί μου, κούνησε το κεφάλι. «Βάι! Βάι! Τι ’ν’ τούτο, μπρε; Ποιος τραγουδεί έτσι;» Τόνε κάρφωσε το τραγούδι εκειδά και δεν μπόραγε να σαλέψει. Σε λίγο, να, και με πάνε στο γραφείο του. «Πού έμαθες, μπρε κερατά γκιαούρη, να τραγουδάς έτσι όμορφα;» μου κάνει. «Το τραγούδι, τ’ αποκρίνουμαι, είν’ η ψυχή μου. Και πριν τήνε παραδώσω, την άφηκα να λαλήσει, ν’ αποχαιρετίσει τον ντουνιά.» «Κάτσε, παλικάρι, μου λέει, κάτσε και τραγούδησε για χάρη μου. Τραγούδησε να σ’ ακούσω. Μη σταματάς.» Τραγούδησα κι είδα τα μάτια του θεριού να γλυκαίνουνε, να μερακλώνουνε. Είπα μέσα μου: Βίρα, Ογδοντάκη, βίρα και θα τον ξεγελάσουμε το Χάρο. Έτσι και γένηκε, να, μα το σταυρό, σας λέω! Αρνί ο πασάς. «Θα σου χαρίσω τη ζωή,» μου κάνει. «Τέτοια φωνή είναι κρίμα κι άδικο να πάει χαμένη. Αύριο έχω γλέντι μεγάλο. Θα σε πάρω να τραγουδήσεις. Τ’ αποδέλοιπα άφηκέ τα σ’ εμένανε.» Με κελεψέδες με πήγανε στο κονάκι. Στη μεγάλη κάμαρη πασάδες και μπέηδες τρώγανε και πίνανε. Και τραγούδησα. Έχ, πως τραγούδησα, αδέρφια! Έλιωσα ολόκληρος. Όταν ήρθε το νεφέρι και μ’ έλυσε και μου ’πε «Γκιτ! Γκιτ!», δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Να φύγω; Αλήθεια το λένε ή παίζουνε με τον πόνο μου και μόλις ξεκινήσω θα μου την ανάψουνε; Το νεφέρι με τράβηξε, με κατέβασε ίσαμε την πόρτα και μου ’πε: «Φύγε Ογδοντάκη, άμε στο καλό! Κι αν τήνε θέλεις τη ζωή σου, λείψε καμπόσο από τη Σμύρνη. Αυτό σου μηνάει ο πασάς…»
Το ίδιο κείνο βράδυ, ο Λουλουδιάς μπάρκαρε τον Ογδοντάκη και τον ξαπόστειλε για τη Σάμο. Όμως το τραγούδι που ξετρέλανε το Σουλεϊμάν πασά το πήρε στο στόμα της και το τραγουδούσε ολόκληρη η Σμύρνη:
Αμάν Μεμό Σέκεριμ Μεμό Τζιλβελί Μεμό…
Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 57-61
Οι νταήδες της Σμύρνης...
Η ΚΟΚΕΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΕΡΤΣΑ ΤΩΝ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΩΝΕ
ΤΑ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ στην πορπατησιά τως ηπααίνανε κουνιστοί, πεταχτοί, καμαρωτοί, κ’ ηκάνανε μπουμ από μιαν ώρα αλάργα, καθώς τα ‘βλεπες να ’ρχουνται.
Τα παπούτσα τως ήτανε μποτίνες μαύρες, με μυτερό ποντίνι (μύτη), με δίχως κορδόνια ομπρός ούτες κουμπιά στο πλάι. Μονομάτες, με τακούνι λουΐ-κενζ (γαλλ. Λουδοβίκου δέκατου πέμπτου στυλ), δηλαδής, αψηλό τρία δάχτυλα, που ηστένευε λίγο προς τα κάτω.
Το παντελόνι, όπως είπαμε τζογέ. Ο μποδόγυρος του όμως, που ησκέπαζε οπίσω τη φτέρνα τση μποτίνας και σκεδόν ούλο το τακούνι, ημπορούσε με το περπάτημα να φαγωθεί αυτού. Γιαταυτό και τα κουτσαβάκια τονέ ανεδιπλώνανε προς τ’ απάνω στο οπίσω αυτό μέρος. Και για να μη φαίνται το άσκημο ανάποδό του, ηβάζανε απάνω σ’ αυτό μια γαρνιτούρα από βεγιό (βελούδο). Ήτανε κι αυτό ένα απτά κουτσαβίστικα σκέρτσα.
Τζιλέ και σακάκι, στα μεγάλα κρύα του χειμώνα, τα ‘χανε κουμπωμένα. Το καλοκαίρι όμως ξεκούμπωτα και τα δυο, πράμα που ηθεωριού ’ντανε αγένεια. Στσι μεγάλες πάλι ζέστες, το σακάκι το βγάζανε αποπάνω τως. Δεν ηδίνανε σημασία, πώς η κοινωνία το απαιτούσε φορετό. Κ’ έτσι, άλλοι το κρατούσανε στο χερί για στο μπράτσο, άλλοι το ρίχνανε στην πλάτη για στον ένανε νώμο, κι άλλοι, πάλι, ηβάζανε το ’να μανίκι κ’ ηαφήνανε το σακάκι να κρεμνιέται έτσι απτό νώμο. Αυτοί όμως που το ρίχνανε στον ένανε νώμο, για να μη πως πέσει στο πορπάτημα, ησηκώνανε το νώμο αυτόνανε κ’ ηχαμηλώσανε τον άλλονε, σα να θέλανε να σηκώσουν κανένα βάρος. Κι ο κόσμος για να τσοι κοροϊδέψει, ήλεε «βαραίνουνε τα σίδερα». Μα, κ’ ηπααίνανε με το ’να πλάι, σα να ψευτοκουτσαίνουνε. Γιαυτό και τως ήβγε το παρατσούκλι «κουτσαβάκια». Ήτανε κι αυτό ένα άλλο πάλι σκέρτσο τως.
Το πουκάμισο κάτασπρο, καλοπλυμένο και μαλακό. Όχι μπροστέλλα κολλαρισμένη, ούτες και μανικέτια κολλαρισμένα. Κι αυτόνανε τον κολλαρισμένο κολάρο δεν ημπορούσανε να τόνε υποφέρουνε. Μπελάς μεγάλος, και η κρεβάντα του ματζί, η φράγκικια αυτή κοκεταρία που τηνέ βαριούντοστε. Το καλοκαίρι, το πουκάμισο το ’χανε αξεκούμπωτο κι ανοιχτό ομπρός στο λαιμό. Ενώ το χειμώνα, το κουμπώνανε κ’ ηβάζανε ένα ξενόκουμπο στη μπουτουνιέρα (κουμπότρυπα) ομπρός στο καρύδι του λαιμού. Και, επειδής, δίχως να φορούνε κολάρο, θα ν’ ηγλύτζιαζε ο γιακάς του σακακιού στο σβέρκο, γιαταυτό, ηδιπλώνανε τρίζι (στα δυο σα τρίγωνο) ένα μαντήλι κρεμ μεταξωτό, και μ’ αυτό ησκεπάζανε το γιακά τρογύρω στο σβέρκο, ενώ οι δυο γωνιές του μαντηγιού, κολλητές, ήτανε ριχτές οπίσω. Αυτό ήτανε τση πάστρας.
Απτά κουτσαβάκια δεν ήλειπε το ζωνάρι τρογύρ΄απτή μέσα, που το τυλίγανε πλατύ ωσάμ’ και δώδεκα δάχτυλα, όπως τα ζεϊμπέκια. Άλλοι ηβάζανε μαλλένιο κρεμ, για μαλλομέταξο κόκκινο, μπρουσσαλήδικο (απτή Μπρούσσα), κι άλλοι μεταξωτό κρεμ, για βυσσινί, με σκέδια κίτρινα, πράσινα, μπλου, ταραμπουλούσικο (απτό Ταρά-μπουλούς = Τρίπολις της Συρίας). Το ζωνάρι ήτανε μακρύ, και το παλικάρι, για ν’ το τυλίξει σφιχτά τρογύρ’ απτή μέση του, ήπρεπε τη μια άκριά του να τήνε δέσει κάπου, είτες να τηνέ κρατάει κάποιος γερά, την άλλη πάλι άκρια, να τήνε ακουμπήσει κολλητά στη μέση του. Και, καθώς το ζωνάρι ήτανε έτσι τσιτωμένο, τότες το παλικάρι, παίρνοντας βόλτες, ηερχούντανε προς την άλλη άκρια. Κι αφού αυτό ηφιγγούντανε καλά στη μέσα, τότες ήχωνε και την άκρια αυτή μεσ’ στο ζωνάρι.
Εκεί λοιπόν μεσ’ τσι δίπλες του ηκρύβανε τα μπιστόγια και τσι κάμες, την καπνοσακούλα και το τσακμάκι, την πραδοσακούλα για τον πορτομονέ, το μαντήλι και το κομπολόι. Αυτό ήτανε από κεχλιμπάρι, σιντέφι (μάργαρο), τριανταφυγιάς ξύλο βαμμένο βυσσινί, έβενο μαύρο και άλλης λοής χάντρα (χάντρες). Μα, ήτανε και μακρύ, και καθώς το χώνανε μέσ’ στο ζωνάρι, ηαφήνανε την φούντα του να κρεμνιέται απόξω, που κι αυτή ήτανε μακριά και κόκκινη.
Το παίξιμο του κομπολογιού με τα δάχτυλα, είτες με τίναγμα στον αγέρα, όπως και το στρίψιμο του μουστακιού ήτανε τα αντρίκια καμώματα τως. Το κομπόλόι μερικοί το βάζανε και τσι τσέπες του παντελονιού κ’ ηαφάηκανε την φούντα να κρεμίνεται απόξω. Τσι τσέπες του παντελονιού άλλοι τσι ’χανε στο πλάι του μεριού (μηρού) κι άλλοι ομπρός και λοξές για να ρίχνουνε μέσα ασημένια ψιλή μονέδα και να χώνουνε τα χέρια να τήνε κουδουνίζουνε, για να κάνουνε φιάκα (επίδειξη), και καλά πως κερδεύουν παράδες.
Απτά κουτσαβάκια μας, οι πιο ρεμπέτηδοι δεν ηφορούσανε καπέλο, γιατίς αυτό ηχαλνούσε το μπουλατζέ τως, τη χωρίστρα εκείνη του μαγιού (μαλλιού) στο πλάι είτες στη μέση του κεφαγιού, που με μεράκι ηπροσπαθούσανε να τήνε κάνουνε ίσια. Εκείνοι που’ χανε ίσιο μαλλί ήπρεπε να πααίνουνε ταχτικά στο μπαρμπέρη να τως το κατσαρώνει με την πυρωμένη κατσαρομασιά. Κ’ είχανε οι μπαρμπέρηδοι δυώ λογιώ τέτοιες μασιές. Η μια ήτανε η διπλή, για να κάνουνε τσι κάγκλες (κύματα) απάνω στο μαλλί. Κ’ η άλλη, η μονή, για να σγουραίνουνε την άκρια του μαγιού (μαλλιού) του μπουλαντζέ και να μη πετάει ίσια σα κατσικίσιο μαλλί, καθώς η άκρια αυτή θα ν’ ήπεφτε σαν αφέλεια ομπρός στο κούτελο του κουτσαβακιού. Κοκεταρία απαραίτητη που τηνέ ‘χανε για μεγαλείο.
Το να ’βγαινε κανείς αξεκαπέλωτος (δίχως καπέλο) στσοι δρόμοι, τα χρόνια εκείνα, ήτανε μεγάλη παράλειψη μα και αγένεια. Ως και τα παιδιά και τω μωρά ακόμης ήπρεπε να ‘νε καπελωμένα είτες σκουφωμένα. Ο Γιώργος ο Παπαμιχαήλ που ηγεννήθηκε στο 1898 στο Μπουτζά (στεργιανό περίχωρο τση Σμύρνης) κ’ ηανεθράφηκε στη Σμύρνη, και τώρα κάτοικος Νικαίας Πειραιά, μας είπε, πως, άμαν ήτανε μικρός, κ’ ηγύρευε να βγη για τσι κεντρικοί δρόμοι δίχως καπέλο, του φώναζ’ η μητέρα του. «Έμπα γλήγορα μέσα, και βάλ’ το καπέλο σου. Τι, κουτσαβάκι είσαι και δε θες να το φορέσεις;»
Ο ντυμένος φράγκικα ήπρεπε να φοράει στο κεφάλι καπέλο είτες κασκέτο (έστω και φέσι για τσοι Τούρκοι και τσοι Ρωμνιοί Ανατολίτες). Το κασκέτο ήτανε πρόχειρο και πραχτικό. Από καπέλα, είχανε το μπομπέ (το σκληρό) και το ντεμί-κλακ (γαλ. = μισό κλάκ, αυτοί ήτανε σαν το σκληρό, αποπάνω όμως δεν ήτανε σφαιρικό αλλά επίπεδο) για τσοι σοβαροί. Και τη ρεμπούμπλικα για τον κάθε ένανε. Αυτή είχε λανσαριστεί αποδώ κ’ εκατό σκεδόν χρόνια, τότες που ‘χανε ξαπλώσει στην Ευρώπη οι τελευταίες γαλλικές δημοκρατικές ιδέες, κ’ ήριξε το αψηλό καπέλο για να περιοστή πια αυτό για επίσημο μόνε. Από φτου και η ονομασία τση: ρεμπούμπλικα (ρεπούμπλικα) απτό γαλλικό «ρεπουμπλίκ» = δημοκρατία).
Τα κουτσαβάκια που ηθέλανε να ‘νε καπελωμένα, ηφορούσανε ρεμπούμπλικα μαύρη, φόρμα όμως πρωτινάντσα, δηλαδή τση πρωτινής εποχής τση πολύ πιο πριν απτό 1900, για να συμφωνεί με τη φορεσιά τως. Κ’ ήτανε αυτή από μαύρο κετσέ (πίλημα) με τεπέ αψηλό που του κάνανε απάνω στη μέση με το χέρι μιαν αλαφριά χωρίστρα. Το μπορ (ο γύρος) πολύ μικρό, με γαλονάκι μαύρο γαζωμένο στην άκρια του.
Άμα στο κουτσαβάκι ηλάχαινε να θλιφτεί, τότες ησκέπαζε τρογύρω την κορδέλα του τεπέ τση ρεμπούμπλικας με μια φαρδιά μπάντα από μαύρη τσόχα. Ίδια μπάντα ήβαζε και στο ζερβί του μπράτσο τρογύρ’ απτό μανίκι του σακακιού. Τη θλιφτικιά αυτή μπάντα τήνε λέανε «κρέσπα»[1] . Και για να φαίνονται πως είναι φρεσκοθλιμμένος, ηάφηνε τα γένια του αξούριστα. Και για να δείξει κιόλας πως είναι μερακλής, ήβαζε μαύρο πουκάμισο και μαύρο ζωνάρι, κ’ ηβαστούσε και κομπολόι με μαύρα χάντρα και μαύρη φούντα. Κι αυτό για σαράντα μέρες είτες για τρεις μήνες.
Ούλοι οι κουτσαβάκηδοι, όπως βέβαια κι οι πραματικοί νταήδες, είχανε μουστάκι, που το θεωρούσαν ιερό, κι απάνω σ’ αυτό ηορκιζούντοστε. Και, μολονότι η καινούργια που ηερχούντανε μόδα ηαπαιτούσε το μουστάκι να ’ναι ψαλιδισμένο είτες και ξουρισμένο, αυτοί, κανείς τως δε το ξούριζε και το διατηρούσε αψαλίδιστο κιόλας, γιατίς τέτοια σκέρτσα τα θεωρούσανε ατιμία. Κ’ ηάκουες να λένε «να μου το ξουρίσεις, α δε σταθώ στο λόγο μου».
Ηπααίνανε λοιπόν στο μπαρμπέρη τως να τως ξουρίσει μάγουλα και σαγόνι μονάχα. Κ’ υστερνά, να τως χτενίσει το μουστάκι και να τως βάλει κοσμετίκ[2] για να κολλούνε όμορφα ούλες οι τρίχες ματζί. Όσοι είχανε ψιλό μουστάκι, ήπρεπε οι μύτες του να ’νε κι αυτές ψιλές, μα μακριές για να τσι στρίβουνε περήφανα. Όσοι πάλι είχανε παχύ, ηπροτιμούσανε να το κάνουνε «μπάβα» δηλαδής με μύτες στριφτές και κοντές, σηκωτές όμως προς τ’ απάνω και κολλητές στο μάγουλο. Και, για ν’ το καταφέρνουνε αυτό ηκοιμούντοστε ούλ’ τη νύχτα με το μουστακοδέτη, κολλημένονε απάνω στο μουστάκι και στα μάγουλα, και στερεωμένονε στην κάθε άκριά του με θεγιά (θηλιά) περασμένη στο κάθε αυτί. Ορισμένοι ηζουλούσανε στα δυο τως δάχτυλα φουντούκια νταγκά (τσαγκά) και με το λάδι τως που ’βγαινε, ηπασαλείβανε το μουστάκι για να πάρει μιαν όμορφη γυαλάδα. Γυαλάδα ήπρεπε να ’χουνε και τα μαγιά (μαλλιά) τως. Σ’ αυτά όμως ηβάζανε λάδι τση εγιάς (ελιάς), όπως ήλεε και το τραγουδάκι:
Τσαχπίνη τόνε θέλω ’γω τον αγαπητικό μου, να βάζει λάδι στα μαγιά, να βρίζει το σταυρό μου.
[1]Κρέσπα ιταλ. = ζάρα. Την εποχή εκείνη, οι θλιμμένες γυναίκες ηστολίζανε τα μαύρα ρούχα και το μαύρο καπέλο τως με ένα μαύρο γαζένιο ύφασμα που είχε ζάρες. Μα και ορισμένες ησκεπάζανε το καπέλο τως με πέπλο από τέτοιο ύφασμα που το κατεβάζανε κιόλας ομπροστά τως, για να σκεπάσουνε το πρόσωπό τως σε ορισμένες περιστάσεις. Από τσι ζάρες του, το ύφασμα αυτό ηπήρε την ονομασία «κρέσπα», ονομασία που είχε θλιφτικιά σημασία. Ηλέανε «φορεί κρέσπα» που ησήμαινε «είναι θλιμμένος». Με μια λουρίδα απτό ίδιο γαζένιο ύφασμα, ησκεπάζανε τρογύρω την κορδέλα του τεπέ τση ρεμπούμπλικας τως κι οι θλιμμένοι άντροι. Ίδια πάλι λουρίδα ηβάζανε και στο μανίκι του σακακιού. Μα και από τσόχα να ’τανε η θλιφτικιά λουρίδα πάλι «κρέσπα» τήνε λέανε.
[2]Το κοσμετίκ ήτανε ένα κραιγόν από βούτυρα του κακάο μαυρισμένο, που ημοσκομύριζε κιόλας. Ήτανε ευρωπέικο. Στην Παγιά Ελλάδα, τότες, ηβάζανε μαντέκα, μια μαυρισμένη αλοιφή από κόλλα του κολαρισμέτου άσπρη και ζουμί λεμονιού. Ηπασαλείβανε το μουστάκι, κι άμαν η αλοιφή ηξεραινούντανε, οι τρίχες ηκολλούσανε ούλες ματζί.
Δημήτρης Αρχιγένης, Οι νταήδες της Σμύρνης, Αθήνα 1977, σ. 23-27.
Με του Βορηά τα κύματα...
Τσαρσιά-Βεζεστένια
Εις το Τσαρσί όμως το σμυρναϊκόν, το υγρόν, το σκοτεινόν, το εστεγασμένον ως κάθε Τσαρσί, βασιλεύει αγνή η ανατολική βιομηχανία, από των χρυσών πεδίλων και των παχουλών ταπήτων, μέχρι της νεφελώδους καλύπτρας και των χρυσών ενωτίων. Περνούμεν από μίαν σιδηράν τοξοειδή πύλην, φοβεράν, γεμάτην από καρφία φοβερά, ως ήσαν όλαι αι πύλαι των φρουρίων επί Ενετοκρατίας, η της Χαλκίδος εν παραδείγματι και η του Κάστρου της πατρίδος μου, περνούμεν κύπτοντες υπό μίαν χονδρήν άλυσιν, χρησιμεύουσαν ως εμπόδιον να μη εισέρχονται τα φορτηγά αμάξια και τα λοιπά αχθοφορικά ζώα, και ευρισκόμεθα πάραυτα εις μίαν σκιεράν αρχαίαν οικοδομήν, εφ΄ εκατέρας πλευράς της οποίας εις γραμμήν μακράν εκτείνονται του Σμυρναϊκού τσαρσίου τα εμπορικά καταστήματα, μικρά και παμπληθή, όλα στολισμένα με τέχνην ελκυστικήν. Ο κόσμος των ξένων και των αγοραστών πηγαινοέρχεται με βόμβον μελισσώνος, εκεί εις τα σκοτεινά. Οι διάφοροι μεσίται οι οδηγούντες αυτούς, οι αργοί οι ανεβοκατεβαίνοντες προς θεωρίαν, αι γυναίκες εν μέσω αυτών, ναι το πλήθος εν γένει των ναυτικών ελλήνων, και των τούρκων στρατιωτών, αποτελούσι μίαν οχλοβοήν παρά πολύ κουραστικήν. Αυτά είναι τα Βεζεστένια της Σμύρνης, μη δυνάμενα μεν να παραβληθώσι με της Κωνσταντινουπόλεως το πολυφάνταστον και πολυθαύμαστον Τσαρσίον, όμως διατηρούντα τον τύπον των αγορών των τουρκικών πόλεων. Ζόφος και σκοτία και ημίφως· αι δε ακτίνες του ηλίου δυσκόλως από καμίαν χασμάδα ημπορεί να διεισδύσουν. Υγρασία δε. Υπό το πανούργον λοιπόν ημίφως, με καλλιτεχνικήν σοφίαν είναι εκτεθειμένα εις τα πολυάριθμα αυτά μαγαζεία όλα τα είδη του εμπορίου, από των της πρώτης ανάγκης μέχρι των τιμαλφών πραγμάτων της πολυτελείας. Κινούσι δε την περιέργειαν φυσικά και την προσοχήν του ξένου τα είδη κατ’ εξοχήν της εντοπίου παραγωγής, της ασιατικής τέχνης, από των ωραίων με κτυπητά χρώματα ταπήτων μέχρι των μεταξωτών υφασμάτων και των γουναρικών. Δεν λείπουν και αρχαιολογικής αξίας αντικείμενα, όπλα, και βιβλία και εικόνες και κανδήλια και τα τοιαύτα. Κατά αγοράς ταξινομημένα με πολλήν πανουργίαν εμπορικήν. Παντοία, παντοίων ειδών αγοραί. Οι έμποροι οκλάδην, ως εις κάθε Τσαρσί, σοβαροί· και γύρω-γύρω των οθωμανίδες ακάλυπτοι και απαιτητικαί, μέσα εις το σκότος σχεδόν. Δρόμοι απ’ εδώ και δρόμοι απ’ εκεί. Όπου ιδίως συναντάς οθωμανούς στρατιώτας και γυναίκας με το παμπόνηρον γιασμάκι, από το βάθος του οποίου στίλβουσιν, ως ερπετού δορά στιλπνή, μαύροι κατάμαυροι οφθαλμοί της αμιγούς Ανατολής, της γης του ανατέλλοντος ηλίου. Γυναίκες με όλα τα εμβλήματα της σημειωμένης μαλθακότητος, και στρατιώται ρακένδυτοι, οίτινες επιδεικτικώς φέρουσιν όλοι το μετάλλιον του τελευταίου πολέμου προς μέγα των Ελλήνων ναυτικών άχθος, αποστρεφόντων το βλέμμα κατά τας θλιβεράς αυτάς συναντήσεις, και ουτωσί παρηγορουμένων με πικρόν ίδιον μειδίαμα:
—Τώρα, πού σας κρέμασαν τα μολυβένια λιλιά;
Μετάβαση στο σημείο: Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια