Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Στην καρδιά της πόλης Αγία Φωτεινή (Μητρόπολη Σμύρνης) & Κεντρικό Παρθεναγωγείο
Η πολυπολιτισμική Σμύρνη στο γύρισμα του 19ου αιώνα, διακρινόταν και για την πληθώρα χώρων θρησκευτικής λατρείας και για τις πολλαπλές επιλογές υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης που προσέφερε. Σχεδόν κάθε γωνιά της πόλης, κάθε εθνοτική ομάδα και κάθε κοινωνική τάξη, διέθετε παραπάνω από έναν ναούς, ο καθένας με ξεχωριστή αισθητική και θρησκευτική σημασία. Απ’ τους χριστιανικούς ναούς της πόλης, ξεχωρίζει ο μητροπολιτικός της Αγίας Φωτεινής, ένα επιβλητικό κτίσμα, με χαρακτηριστικό τρούλο στην κορυφή του οποίου δεσπόζει το καμπαναριό, ορατό στα πλοία που προσεγγίζουν το σμυρναίικο λιμάνι.
Στον περίβολο του ναού λειτουργούσε ήδη από το 1837, το πρώτο ελληνικό σχολείο θηλέων στη Σμύρνη, το λεγόμενο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, παλαιότερα ονομαζόμενο Γραικικό και Παρθεναγωγείο Αγίας Φωτεινής. Από το 1876 και εξής, λόγω πλήθους μαθητριών, μεταφέρεται στην οδό Ρόδων.
Στην ενότητα αυτή, να μελετήσετε προσεκτικά τις μαρτυρίες για την καταλυτική φυσιογνωμία του μητροπολίτη Χρυσόστομου και να συσχετίσετε όσα καταθέτουν οι αφηγήσεις με τη συμβολική αξία που κατείχε η εκκλησία για τους Έλληνες της Σμύρνης.
Με του Βορηά τα κύματα...
Η Αγία Φωτεινή. —Ο ναός. —Πως εκτίσθη. Το περίφημον τέμπλεον. —Ο στολισμός του Ναού. —Αι ακολουθίαι. —Οι ιεροψάλται. —Σκέψεις.
Διακρίνω το περίφημον κωδωνοστάσιον της Αγίας Φωτεινής· ένα πάλλευκον και πολυσύνθετον κομψόν οικοδόμημα από ωραία λευκά μάρμαρα, με κίονας και κιονίσκους και τόξα και ταξίδια, με εύμορφα γεγλυμμένα στολίσματα, οπού αλλού πουθενά δεν έχεις ίδει. Ας εισέλθωμεν λοιπόν εις την Μητρόπολιν της Σμύρνης. Μεγάλη, δενδροφυτευμένη, ανθόσπαρτος και δροσόλουστος πλατεία, με πλατάνους χλοεράς και ευώδεις βασιλικούς, περικλείει τον σεπτόν ναόν της Αγίας Φωτεινής, ταπεινόν έξωθεν, ευτελή, άνευ τρούλου, πλην γέοντα ένδον αρχαιότητος, καλλιτεχνημάτων και κατανύξεως. Καθώς επληροφορήθην, καθ’ ην χρονικήν περίοδον εκτίσθη η Αγία Φωτεινή ο Σουλτάνος είχεν απαγορεύσει εις τους Έλληνας την ανακαίνισιν ή ανέγερσιν Ναών. Όμως οι Σμυρναίοι κατώρθωσαν να λάβουν μίαν άδειαν, ισχύουσαν δια 40 ημέρας. Κτίσται λοιπόν 100 με βοηθούς άλλους τόσους, θεμελιωθέντος του Ναού, ειργάζοντο και τας νύκτας ακόμη, ίνα καταστεί δυνατόν να τελειωθεί ο Ναός εντός της ορισθείσης προθεσμίας. Όπερ και κατωρθώθει. Όμως απέμεινε μικρόν μέρος αυτού. προς τον Νάρθηκα, άστεγον. Επειδή δε εξημέρωνε Κυριακή, και είχεν αποφασισθεί να γίνουν τα εγκαίνια του Ναού κατ’ αυτήν την ημέραν, και τελεσθεί η πρώτη λειτουργία, εστέγασαν το μέρος εκείνο με μουσαμάν. Πλήθος λοιπόν κόσμου, όλοι οι ευλαβείς Σμυρναίοι, άρχοντες και εργατικοί, και οι των διαφόρων ισναφίων, επλήρωσαν τον Ναόν με χαράν απερίγραπτον, η οποία άστραπτεν εις τα πρόσωπα όλων. Αίφνης όμως μία θύελλα, μία λαίλαψ επισυμβάσα, ανέτρεψε τον μουσαμάν, βροχή δε ραγδαία επακολουθήσασα κατεπλημμύρησε τον Ναόν. Όμως, τούτο είναι το θαυμαστόν, κανείς δεν μετεκινήθη από την θέσιν έως τέλους της θείας Λειτουργίας.
΄Ητο Σάββατον εσπέρας ότε εισήλθον. Εψάλλετο ο εσπερινός.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης ο σεβασμιώτατος κ. Βασίλειος, με την λευκήν γενειάδα του, με την αφελή όλην μορφήν του και με τα γυαλιά του, εχοροστάτει. Παρ’ αυτώ, επί χαμηλοτέρου θρόνου, ο μέγας αρχιδιάκονος ως φρουρός· εξάς δ’ όλη ιερέων ετέλει τον εσπερινόν μετά διακόνων.
Και δεν ήτο–μη θαρρείτε–καμμία πανήγυρις. Απλώς ήτο απλής Κυριακής εσπερινός. Σαββατόβραδον. Ιερεύς εν μέσω ιστάμενος ανέγνω ο Κάθισμα του Ψαλτηρίου. Οι ψάλται με τον ιερόν των ένδυμα, με τους βοηθούς των, έψαλλον παναρμονίως όλην την ακολουθίαν του εσπερινού, ενώ ο ναός επληρούτο (ακούσατε! ακούσατε!) επληρούτο κόσμου. Όχι αργού, αλλά κόσμου της δουλειάς, όστις όμως αφήνει προς στιγμήν την εργασίαν του (άκουε ουρανέ! ενωτίζου η γη!) αφίνει την εργασίαν του, δια να προσευχηθεί. Τι λέγεις, κύριε πρώην πρεσβευτά, από το Λονδίνον, με τα γυαλιά; Χρειάζεται μεταρρύθμισιν η ορθόδοξος Εκκλησίας της Σμύρνης; Μου φαίνεται ότι τα κεφάλια μας, δυστυχώς, χρειάζονται μεταρρύθμισιν και ξεθυμαίνομεν, πότε εις το κακόμοιρον το Σύνταγμα, και πότε εις την δυστυχισμένην την Εκκλησίαν! Και ο «Ιερός Σύνδεσμος» τα χάφτει αυτά τα δόγματα από την Λόντραν, χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Και ημπορεί κανείς να πιστεύσει τουλάχιστον, ότι δεν είναι διαμαρτυρόμενος. Καλό κι αυτό!
Τάξις, σεμνοπρέπεια και ακρίβεια απαράμιλλος. Που να φανεί το θαύμα αυτό εν Αθήναις, όπου ο εσπερινός τελείται σαν κρυφά, σαν αγγαρεία, σαν με εντροπήν· μήπως αποκληθώσιν από την Λόντραν βαττολογούντες οι χριστιανοί.
****************
Άξιον σημειώσεως είναι ότι η ελληνική Χριστιανική κοινωνία της Σμύρνης, διεκρίθη πάντοτε, μάλιστα εις τους προ της Επαναστάσεως χρόνους δια την ευσέβειαν, την ευλάβειαν και τα φιλακόλουθα ωραία χριστιανικά αισθήματά τους. Ημπορεί να συνετέλεσεν εις τούτο η ιστορική Σχολή της, η Ευαγγελική καλουμένη, ένθα εδίδαξαν επισημότατοι κληρικοί της ελληνικής ορθοδοξίας, εν οις ο Μέγας Οικονόμος. Ημπορεί να συνετέλεσαν εις τούτο και οι ευλαβέστατοι ιεροκήρυκες οπού ποτέ δεν έλειψαν από την πόλιν αυτήν, την καθαρώς Ελληνικήν, τους χρόνους εκείνους εν οις ο αγιώτατος εκείνος Ιωάννης ο εκ Λίνδου διδάσκαλος και ερμηνευτής και συγγραφεύς εκ των ευδοκιμωτάτων, ο γενόμενος Αρχιερεύς μετά ταύτα, του οποίου τα ιερά συγγράμματα και σήμερον ακόμη αναγιγνώσκονται από τους ευλαβείς χριστιανούς, ως η Αποστολική Σαγήνη, η περίφημος ερμηνεία του εις το Άσμα Ασμάτων και η Χρυσοπηγή του, η όντως χρυσή μετάφρασις της ερμηνείας του θείου Χρυσοστόμου εις την Γένεσιν. Αυτά όλα συνετέλεσαν εις το να σχηματίσωσιν εν Σμύρνη μίαν ευλαβεστάτην κοινωνίαν, ήτις μεταξύ άλλων, πλουσιώτατα συνέτρεχεν εις την εκτύπωσιν εν Βενετία όλων των ιερών συγγραμμάτων, δι’ ων εγαλουχείτο το Ελληνικόν Γένος εν ταις μαύραις της δουλείας του ημέραις, ων η ανάγνωσις τόσον είχε παιδαγωγήσει χριστιανικών και τους αριστοκρατικούς οίκους εκεί των Ελλήνων, ώστε πολλοί τούτων ήσαν αυτόχρημα Εκκλησίαι, ως ο του Μαυρογορδάτου· ως αναφέρουσιν οι πρόλογοι των εκδόσεων αυτών· όπως υπήρχον οι οίκοι των πρώτων Χριστιανών, κατά τον θείον Παύλον.
Θαρρείς κ’ είναι μουσείον χριστιανικόν εν ενεργεία ο ναός αυτός. Μουσείον μάλιστα ζων. Το σεπτότερον δε, το παρέχον τόσον θάμβος, το καταπλήσσον αμέσως τον εισερχόμενον, το προξενούν, το χορηγούν, το επιβάλλον την κατάνυξιν, είναι το μέγα αυτού τέμπλεον. Υψηλόν, βαρύ, μεγαλοπρεπές, Σαν να σου παρουσιάζεται με όλην την υπερήφανον αίγλην της καμμία βυζαντινή σκηνογραφία αίφνης, αφού έμβεις εις τον ναόν. Και το περιβάλλει ο λαός με όλην την αγάπη του· το καμαρώνει, το λατρεύει.
—Είδες το τέμπλεον;
Σε ερωτούν πάντοτε, ότε περί της Αγίας Φωτεινής γίνεται λόγος.
Είναι έργον εκ ξύλου καστανοχρόου, του παρελθόντος αιώνος ή των αρχών του παρόντος, ότε δεν είχεν ακουσθεί ακόμη η Αναγέννησις, και έζει η Ανατολή με τας παραδόσεις της βυζαντινής τέχνης, γνήσια πρότυπα περισώζουσα· αριστουργηματικόν λεπτούργημα ξυλογλυπτικής. Ό,τι είναι τα μικροσκοπικά αγιοσκαλίσματα του διασήμου ξυλογλύπτου Κοσμά του Λαυριώτου, του επιλεγομένου Κοσμαδέλη, το αυτό είναι εν μεγαλογραφία το τέμπλεον της Αγίας Φωτεινής. Έργον πολυπλοκώτατον από των εκ σομακίου πορφυρολεύκων κιονίσκων του μέχρι του Μεγάλου Σταυρού, όστις εν μέσω φύλλων χρυσών, μέσα εις τα άνθη, τους ήλιους τους χρυσούς, εστεφανωμένος, νικητής, ίσταται υψηλά, σαν κλωνάρι τρυφερόν που το εναγκαλίσθει ο κισσός, τρόπαιον καλλίνικον της ορθοδοξίας. Όλα τα λουλούδια του κάμπου, όλα τα αγριολούλουδα του βουνού, όλοι οι καρποί των δένδρων και όλα τα πουλιά, συνδεθέντα από τον ξυλογλύπτην αρμονικώς με κλάδους και φύλλα, εις ποικίλλους σχηματισμούς, απετέλεσαν το καλλιτέχνημα τούτο, το μέγα και σεμνόν, δι’ όπερ, θαρρείς, εκτίσθη ο ναός, έτσι βιαστικά, μη τυχόν και φθαρεί το καλλιτέχνημα.
Και εξέχουσιν εν αρμονία τα άνω μέρη αυτού, σαν εξώσται με πύργους, πύργους με τας επάλξεις των, τους πύργους της Νέας Σιών. Εις τα δύο δε θαυμάσια βημόθυρά του υπάρχουν ωραίαι ξυλόγλυπτοι και πολυσύνθετοι παραστάσεις, ως η Κοίμησις και τα εισόδια της Θεοτόκου.
Κ’ επί των τοίχων δε του ναού, υψηλά όμως εν σκότει, υπάρχουσι καλαί τοιχογραφίαι, δυσκόλως φαινόμεναι κάτωθεν. Η όρασις του Ησαΐου, η ανάβασις του Ηλία, οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω, ο Δανιήλ εν τω λάκκω, η οπτασία του Ιεζεκιήλ, η Σταύρωσις, θαυμασία γραφή, παριστώσα την στιγμήν αυτήν της σταυρώσεως, ότε οι σταυρωταί, θηρία, βαστάζουσι τον Κύριον Ημών, άκακον, ως αρνίον, αγόμενον του θύεσθαι. Η δε συνήθης παρ’ ημίν εικών της Σταυρώσεως, αυτή επιγράφεται: «Και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα». Άλλη ωραία γραφή επιγράφεται: «ο θρήνος της Παναγίας», ένθα παρίσταται μόνη η Θεοτόκος, βαστάζουσα νεκρόν τον Υιόν αυτής εις τας αχράντους αγκάλας, μέγαν μεγαλωστί· κατανυκτικώτατον διπρόσωπον σύμπλεγμα, αναφρικιαστικάς συγκινήσεις προκαλούν.
Και όμως παραδόξως ήκουσα ότι το συμβούλιον της ελληνικής Κοινότητος απεφάσισε την κατεδάφισιν της αγίας Φωτεινής και την ανοικοδόμησιν επί των θεμελίων αυτής άλλης μητροπόλεως. Ευτυχώς αι εφημερίδες της Σμύρνης διευθύνονται από ορθοδόξους έλληνας, τηρούντας τα πάτρια έργω και λόγω, των οποίων το μάτι δεν ξιπάζεται προς την θέαν των οθνείων, ουδέ το ους σαγηνεύεται από τους πολιτισμένους δήθεν λόγους των εν Εσπερία σπουδασάντων θεολόγων και επιδεικνυόντων την σπουδήν αυτών εν τη καταστροφή παντός βυζαντινού, αι εφημερίδες, λέγω, της Σμύρνης εξηγέρθησαν και έγραψαν κατά της μελετωμένης αυτής ιεροσυλίας, ήτις ελπίζομεν ότι δεν θα συντελεσθεί.
Την επαύριον εκκλησιάσθην πάλιν εις την Αγίαν Φωτεινήν. Ελειτουργούσεν ο Μητροπολίτης Σμύρνης. Λίγο-λίγο εγέμισεν η εκκλησία από Σμυρναίους. Τα εργατικά ισνάφια, του εμπορίου του πολυδαιδάλου οι αντιπρόσωποι, τα πληρώματα των εμπορικών μας ιστιοφόρων οπού προτιμούν ιδιαιτέρως την Αγίαν Φωτεινήν, κατέλαβον όλας τας στοάς και την αυλήν ακόμη ολόκληρον. Ήτο προεόρτια της Μεταμορφώσεως· ωραία ακολουθία. Ο δε ονομαστός πρωτοψάλτης της Σμύρνης, ο γλυκύμολπος Μισαϊλίδης, έψαλε τας ωραίας καταβασίας Χοροί Ισραήλ με ιδιαιτέραν τινά διάθεσιν, ίσως ενθουσιασθείς από την γοητεύουσαν ποίησιν του θείου μελωδού Κοσμά, τόσον χαριτωμένα, τόσον γλυκά, ώστε όταν έψαλλε της ενάτης ωδής τον ειρμόν. Ο τόκος σου άφθορος εδείχθη, παρολίγον να χειροκροτήσω, παρολίγον να φωνάξω: Να μουσική μια μουσική μια φορά! Και όντως είναι γλυκύτατον το σμυρναϊκόν ιδίωμα της Βυζαντινής μουσικής, το οποίον πρώτον ανέδειξεν ο πρωτοψάλτης της Σμύρνης, ο αηδονόστομος Νικόλαος, του οποίου τα μουσουργήματα ακουόμενα αφήνουσιν ανεξάλειπτον γοητείαν βαθιά εις την καρδίαν δια το πάθος των· δια τούτο εξόχως αρέσκουσιν εις τους ιεροψάλτας, αν και εις το Φανάριον, όπου προτιμάται η αυστηρά και απλουστάτη γραμμή Πέτρου του Λαμπαδαρίου, δεν τα δέχονται. Εν Αθήναις δε μετά πολλής περιπαθείας τα προτιμά πάντοτε και τα εκτελεί εις τον ιερόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου Καρύτση ο αγαπητός ιατρός κ. Θεοχάρης με την συμπαθητικήν φωνήν του.
Εις την Αγίαν Φωτεινήν τελείται καθ’ εκάστην η θεία Λειτουργία —εις τα δύο του παρεκκλήσια όμως— δεξιά και αριστερά κατανυκτικώτατα πάντοτε και σεμνότατα· διότι οι ιερείς της Αγίας Φωτεινής εναρμονίζουσι την φωνήν των σύμφωνα με τας οδηγίας του κ. Μισαηλίδου· και ούτως αποκτά μίαν χάριν εμμελή πάσα ιερουργία των, έστω και εν καθημερινή. Εκείνο δε οπού μου εκίνησε την περιέργειαν ιδιαιτέρως είναι τούτο, ότι εις τας καθημερινάς αυτάς λειτουργίας ψάλλει πάντοτε ένας τυφλός με μίαν γλυκυτάτην φωνήν ψάλτης, όστις χωρίς να βλέπει, εξ ακοής μόνον, έμαθε και εκτελεί θαυμασίως, χωρίς να παρεκκλίνει διόλου από τη γραμμή του συνθέτου, χωρίς να παρίδει κανένα φθόγγον, όλα τα ωραιότερα μουσουργήματα των ονομαστοτέρων πρωτοψαλτών της Σμύρνης. Ω Σμύρνη μου ωραία, πατρίς του τυφλού Ομήρου! Ω γλυκυτάτη Ιωνία, κοιτίς της τέχνης και των γραμμάτων. Τον τυφλόν αυτόν ψάλτην μ’ αρέσει να τον ακούω κάθε πρωί ψάλλοντα τον Χερουβικόν ύμνον και το Άξιον εστίν εις εναρμόνιον πρώτον ήχον. Έχει την καταγωγήν του από τους αοιδούς των Ομηρικών επών· χωρίς άλλο.
Ο μαρτυρικός θάνατος τ...
Εισαγωγή. Το τεμάχιον είναι το τελευταίον κεφάλαιον της υπό του συγγραφέως το 1929 δημοσιευθείσης βιογραφίας του αειμνήστου ιεράρχου.
Ο Χρυσόστομος εγεννήθη το 1867 εις την μικράν κωμόπολιν της Βυθυνίας Τρίγλιαν. Ο πατήρ του Νικόλαος Καλαφάτης ήτο δημογέρων. Η μητέρα του είχε τάξει τον Χρυσόστομον, ενώ ήτο ακόμη βρέφος, εις την εκκλησίαν, και πράγματι ούτος έδειξεν ενωρίς μεγάλην κλίσιν προς το ιερατικόν στάδιον. Αφού ετελείωσε το σχολείον της πατρίδος του διακρινόμενος πάντοτε εις τα μαθήματα, απεστάλη υπό του πατρός του το 1884 εις την Θεολογικήν Σχολήν της Χάλκης, όπου ηυτύχησε να εύρει αρίστους διδασκάλους. Εκ της Σχολής απεφοίτησεν αριστεύσας το 1892, χειροτονηθείς δε προσελήφθη αμέσως ως αρχιδιάκονος υπό του μητροπολίτου Κωνσταντίνου Βαλλιάδου εις Μυτιλήνην και έπειτα εις την Μητρόπολιν Εφέσου, όπου μετ’ ολίγον μετετέθη ο προστάτης αυτού. Ο Χρυσόστομος, καλλίφωνος όπως ήτο, εύγλωττος κήρυξ του θείου λόγου, έχων το ιερόν πυρ του εμπνευσμένου Χριστιανού, επεβλήθη αμέσως εις την κοινήν εκτίμησιν και συμπάθειαν. Τότε συνέγραψε και ογκώδες δίτομον έργον «περί Εκκλησίας». Μετ’ ολίγον, το 1897, εκλεγέντος του Μητροπολίτου Εφέσου Οικουμενικού Πατριάρχου, παρηκολούθησεν αυτόν ο Χρυσόστομος εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εχειροτονήθει πρεσβύτερος και υπηρέτησεν ως Μέγας Πρωτοσύγγελος των Πατριαρχείων, ήτοι εκπρόσωπος του Πατριάρχου και αναπληρωτής αυτού εν τη ενασκήσει των διοικητικών καθηκόντων του ως ιεράρχου της Κωνσταντινουπόλεως. Και εν τω αξιώματι τούτω διέπρεψεν ο Χρυσόστομος, η δε Εκκλησία, αμείβουσα τας πολλαπλάς υπηρεσίας του, προήγαγεν, αυτόν, νεώτατον έτι, το 1902, εις μητροπολίτην Δράμας. Ενταύθα ο ιεράρχης ανέπτυξεν δράσιν πολυσχιδεστάτην υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους. Είχεν αρχίσει ήδη ο μακεδονικός αγών, βουλγαρικά δε ανταρτικά σώματα εβιαιοπράγουν κατά των Ελλήνων της Μακεδονίας, καταλαμβάνοντες εκκλησίας, δολοφονούντες προκρίτους και εξαναγκάζοντες δια της βίας τους πληθυσμούς να προσχωρήσωσιν εις το σχίσμα. Ο Χρυσόστομος πλήρης θάρρους αρχίζει τον υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αγώνα. Χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψιν τους κινδύνους, εις τους οποίους εξετίθετο, περιοδεύει διαρκώς την επαρχίαν του, κηρύττει τακτικώς, ιδρύει σχολεία, εκκλησίας, γυμναστήρια, ορφανοτροφεία, φιλοπτώχους αδελφότητας, με ολίγα λόγια αναπτερώνει το φρόνημα των Χριστιανών και επαναφέρει εις την ορθοδοξίαν τους προς στιγμήν λιποψυχήσαντας. Φυσική συνέπεια της δράσεως ταύτης υπήρξε το κοινόν εναντίον αυτού μίσος των Βουλγάρων και των Τούρκων. Επανειλημμέναι απόπειραι εγένοντο κατά της ζωής αυτού υπό των βουλγαριζόντων, αι δε τουρκικαί αρχαί εξάλλου, αίτινες εμαίνοντο κατ’ αυτού, απηγόρευσαν εις αυτόν τας περιοδείας του και τέλος επέτυχον κατά το 1907 την ανάκλησίν του. Ο ιεράρχης κατέφυγε τότε εις την πατρίδα του Τρίγλιαν. Το επόμενον όμως έτος, μόλις ανεκηρύχθη το Σύνταγμα εις την Τουρκίαν, επανήλθε πανηγυρικώς εις την έδραν αυτού. Αλλά δεν επέρασαν πολλοί μήνες και οι Τούρκοι πάλιν εξεδίωξαν αυτόν και τον ηνάγκασαν να επανέλθει εκ νέου εις την πατρίδαν του. Τότε πάσα σχεδόν κενουμένη μητρόπολις εζήτει από τα Πατριαρχεία την πλήρωσιν της χηρευούσης έδρας δια του Χρυσοστόμου. Τέλος η Σμύρνη ευτύχησε να λάβει αυτόν το 1910 ως Μητροπολίτην αυτής. Η δράσις του ιεράρχου εις την νέαν ταύτην θέσιν υπήρξεν εντονωτέρα και λαμπροτέρα. Αλλά δια τούτο εκίνησε και δριμυτέραν την εναντίον του οργήν των Τούρκων, οίτινες, μόλις εξερράγη ο ευρωπαϊκός πόλεμος, εξηνάγκασαν αυτόν να απέλθει εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί ο ιεράρχης παρέμεινε καθ’ όλον το διάστημα των εχθροπραξιών, αφοσιώθει δε εις την συγγραφήν βιβλίων εις γαλλικήν γλώσσαν περί των απανθρώπων διωγμών, τους οποίους είχον ενεργήσει οι Τούρκοι κατά του μικρασιατικού ελληνισμού. Μόλις υπεγράφη η ανακωχή το 1918, ο Χρυσόστομος έσπευσε να επανέλθει, εν μέσω του ενθουσιασμού των Σμυρναίων, εις την έδραν αυτού. Εκεί ήλθεν εις νέαν σύγκρουσιν με τον τότε διοικητήν της Σμύρνης στρατηγόν Νουρρεδίν πασάν, όστις, υποπτεύων ότι οι εν Παρισίοις συνεδριάζοντες αντιπρόσωποι των νικητών έμελλον να παραχωρήσωσιν εις την Ελλάδα την δυτικήν Μικράν Ασίαν, ειργάζετο μυστικώς ίνα αμυνθεί, διανέμων όπλα εις τους Τούρκους και παρασκευάζων εν γένει αυτούς εις αντίστασιν. Τούτου τας ενεργείας μετά πειστηρίων περί της ενοχής του κατήγγειλεν ο ιεράρχης εις τους αρμοστάς των Δυνάμεων και επέτυχε την ανάκλησιν αυτού. Τέλος, εκείνα τα οποία από ετών εκήρυττε, πρόελεγε και δια τα οποία ειργάζετο ο Χρυσόστομος, επετελέσθησαν. Από της 1ης Μαΐου 1919 η Σμύρνη μετά της ενδοχώρας κατέστη ελληνική. Ο ιεράρχης έζησε τότε τας ωραιοτέρας ημέρας της ζωής του… αλλά και τας θλιβερωτέρας δυστυχώς ευθύς κατόπιν, όταν περιδεής έβλεπεν ότι το έπειτα από τόσων αιώνων όνειρα και τόσας θυσίας και ποταμούς αιμάτων ανεγερθέν οικοδόμημα εκινδύνευε να κρημνισθεί. Τέλος, ότε κατά Μάρτιον του 1922 αι Δυνάμεις επρότειναν την εκκένωσιν της Μικράς Ασίας υπό του εληνικού στρατού και την εν αυτή αποκατάστασιν της τουρκικής κυριαρχίας, ο Χρυσόστομος συνέστησε την «Παμμικρασιατικήν άμυναν» και, συγκαλέσας τους επισκόπους και τους δημογέροντας και προκρίτους, προέτεινε την ταχείαν εξ ιδίων οργάνωσιν του μικρασιατικού ελληνισμού δια καθολικής επιστρατεύσεως και πάσης υλικής θυσίας, προς διάσωσιν της κινδυνευούσης ελευθερίας. Αλλ’ ήτο πλέον αργά. Η ώρα της τραγικής καταστροφής είχε σημάνει.
Ιστορικαί ημέραι του Αυγούστου του τρομερού έτους 1922.
14 Αυγούστου. —Η Σμύρνη έχει την συνήθη ζωηράν όψιν της. Οι κεντρικοί δρόμοι πλήρεις κινήσεως. Περιπατηταί αμέριμνοι εις τον παραλιακόν δρόμον. Η «Λέσχη των κυνηγών» και η «Ελληνική Λέσχη» και τα καφενεία και τα άλλα κοσμικά κέντρα κατάφωτα και εορταστικά. Τίποτε δεν προδίδει την εγγίζουσαν θύελλαν. Είναι η τελευταία ημέρα της ηρέμου ζωής εις την ελευθέραν Σμύρνην.
15 Αυγούστου. —Αστραπιαία μετάδοσις εις την πόλιν των θλιβερών ειδήσεων. Όμιλος ανησύχων πολιτών εις το διοικητήριον και την μητρόπολιν. Καθησυχαστικόν ανακοινωθέν της Διοικήσεως. Εσπέρα ηρεμωτέρα.
16 Αυγούστου. —Εντείνεται η ανησυχία. Έναρξις συρροής προσφύγων. Αι διατυπώσεις της εκδόσεως διαβατηρίων ανακόπτουν το ρεύμα της εξόδου. Αγωνία και σύγχυσις εις την πόλιν. Επίσημος βεβαίωσις περί αντοχής επί μακρόν χρόνον του μετώπου. Κατανυκτική παράκλησις εις τον ναόν της αγίας Φωτεινής. Ο αρχιστράτηγος ανάπτων λαμπάδα προσεύχεται. Ενθαρρυντικοί λόγοι του μητροπολίτου προς τους εκκλησιαζομένους.
18 Αυγούστου. —Άφιξις και ολιγόωρος διαμονή των υπουργών Στράτου και Θεοτόκη. Απόφασις ταχείας εκκενώσεως. Η αρμοστεία ανακαλεί τους υπαλλήλους του εσωτερικού με οδηγίας, όπως μη προκαλέσουν την ανησυχίαν των κατοίκων. Αποκαρδιωτικόν θέαμα των εισερχομένων φυγάδων του στρατού. Έναρξις επιβιβάσεως προσφύγων. Μεγάλη έλλειψις τροφίμων. Ο μητροπολίτης απευθύνει έκκλησιν προς τον αρχιεπίσκοπον Κανταβρυγίας.
21 Αυγούστου. —Έντονοι ενέργειαι του μητροπολίτου δια την προστασίαν του χριστιανικού πληθυσμού. Ο αρμοστής παραπέμπει τον μητροπολίτην εις τον Άγγλον γενικόν πρόξενον και τον Άγγλον ναύαρχον. Αμφότεροι ζητούν δεκαήμερον προθεσμίαν δια την συνεννόησιν και την λήψιν των απαιτουμένων μέτρων. Εις τον λιμένα της Σμύρνης εβρίσκονται δύο Αγγλικά πολεμικά, δύο Γαλλικά και τρία Αμερικανικά. Επιβίβασις του στρατού εκ διαφόρων σημείων της παραλίας. Κατάπλους του αγγλικού θωρηκτού Γεωργίου Ε’ και του γαλλικού Ερνέστ Ρενάν.
Ο μητροπολίτης διανέμει άρτον και γάλα εις τα παιδία των συγκεντρωθέντων και εν υπαίθρω κατηυλισμένων χιλιάδων προσφύγων.
23 Αυγούστου. —Άφιξις του νέου αρχηγού κ. Πολυμενάκου. Επιτροπή Μικρασιατών προ του διοικητηρίου αξιοί απειλητικώς να παραλάβει τα πολεμοφόδια του στρατού δια την οργάνωσιν αμύνης εις το ύψωμα του Νυμφαίου. Κατάπλους των πλοίων, των μεταφερόντων την μεραρχίαν Θράκης. Ουδείς στρατιώτης αποβιβάζεται.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης απευθύνει το τελευταίον έγγραφόν του προς τα Πατριαρχεία:
«Παναγιώτατε Δέσποτα,
Πιστεύω ότι ελήφθη το από 18ης και 19ης γράμμα μου, το εξαγγέλλον τας μεγάλας και αθεραπεύτους συμφοράς του χριστιανισμού της Μικράς Ασίας. Μη δυνάμενος δια χάρτου και μελάνης να περιγράψω την αφαντάστως κρίσιμον και οδυνηράν κατάστασιν, έκρινα εύλογον να προτείνω εις τα δύο κοινοτικά σώματα να εξαποστείλωμεν εις Κωνσταντινούπολιν τον επιδότην δημογέροντα κ. Σ. Σολομωνίδην, όστις θα εκθέσει Υμίν προφορικώς τα πάντα και θα συσκεφθεί μεθ’ Υμών, έστω και κατά την δωδεκάτην ώραν, εάν είναι δυνατόν να γίνει τι δια την θεραπείαν της καταστροφής».
25 Αυγούστου. —Αγωνιώδης προσπάθεια των προσφύγων προς επιβίβασιν επί των πλοίων. Ο αρχιστράτηγος μεταφέρει επί πλοίου το αρχηγείον. Συμπλήρωσις στρατιωτικής εκκενώσεως. Η πόλις ανυπεράσπιστος. Αποβιβάζονται περιπολίαι Ευρωπαίων ναυτών, έχουσαι αυστηράς οδηγίας, όπως περιορισθούν μόνον εις την φρούρησιν των ξένων ιδρυμάτων. Ο μητροπολίτης ενεργών υπέρ της σωτηρίας των χριστιανών επισκέπτεται τον κ. Χόρτων, πρόξενον των Ηνωμένων Πολιτειών, όστις εις το βιβλίον του «The Blight of Asia» γράφει: «Ο μητροπολίτης ήτο κάτωχρος, η σκιά του εγγίζοντος θανάτου ηπλούτο επί της φυσιογνωμίας του. Ολίγιστοι εξ όσων αναγνώσουν τας γραμμάς αυτάς θα εννοήσουν την σημασίαν του φαινομένου τούτου…».
Ο αρχιεπίσκοπος των καθολικών εξασφαλίζει κατάλληλον θέσιν επί αναχωρούντος ατμοπλοίου και εξορκίζει τον μητροπολίτην να αναχωρήσει υπενθυμίζων εις αυτόν ότι περιήλθεν εις μεγάλην οξύτητα με τας τουρκικάς αρχάς και βιβλία ενυπογράφως συνέγραψε δια τας τουρκικάς ωμότητας. Ο μητροπολίτης εις τόνον γαληνιαίας και ακλονήτου αποφάσεως απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου, αλλά και υποχρέωσις του καλού ποιμένος είναι να παραμείνει με το ποίμνιόν του».
26 Αυγούστου. —Ο ύπατος αρμοστής επιχειρών να αναχωρήσει αναχαιτίζεται υπό εξηγριωμένου πλήθους. Αγγλικόν άγημα εξασφαλίζει την επιβίβασίν του επί του «Σιδηρού Δουκός». Τελευταίοι δημόσιοι λειτουργοί αναχωρούν ο πρύτανις κ. Καραθεοδωρής και ο ταμίας κ. Ρεβελής συναποκομίζοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της υπηρεσίας των. Αποπλέουν τα τελευταία πλοία κατάφορτα προσφύγων. Χιλιάδες χριστιανών παραμείναντες ελλείψει μεταγωγικών μέσων ευρίσκουν καταφύγιον εις οικίας Ευρωπαίων και εις το προαύλιον του ναού της Αγίας Φωτεινής.
Την 4.30 μ.μ. καταβιβάζεται η ελληνική σημαία. Επί κεφαλής ατάκτων Τσετών ιππέων εισέρχεται ο Κιόρ Μπεχλιβάν. Τρομοκρατία εις την πόλιν. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν εις την πόλιν. Ο μητροπολίτης επιστρέφει εις την μητρόπολιν εξασφαλίσας ολίγα τρόφιμα δια τους κατακλύζοντας τα γραφεία, τον ναόν και το προαύλιον πρόσφυγας του εσωτερικού, ανήκοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου εις άλλας μητροπόλεις. Ο αδελφός του Ευγένιος τον βοηθεί εις το φιλάνθρωπον έργον του. Ούτος αρνηθείς να τον αποχωρισθεί φυλακίζεται ολίγας ημέρας βραδύτερον και μετά εξ μήνας απαγχονίζεται δι’ αποφάσεως τουρκικού δικαστηρίου.
27 Αυγούστου, Σάββατον. —Ο μητροπολίτης κάτωχρος από την νηστείαν και την αυπνίαν εισέρχεται την 7ην πρωινήν ώραν εις το ιερόν του ναού δια να προσευχηθεί. Ο ναός επληρώθει ασφυκτικώς από τον κατηυλισμένον εις την μητρόπολιν κόσμον. Μετ’ ολίγην ώραν εμφανίζεται ο μητροπολίτης από της ωραίας πύλης με στερεόν το γόνυ, φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας τους οφθαλμούς. Εγονυπέτησεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα προ του Εσταυρωμένου και τώρα με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθει ως όσιος.
«Η Θεία Πρόνοια», λέγει προς τους εκκλησιαζομένους, «δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν αυτήν. Αλλ’ ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε, ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς».
Την μεσημβρίαν ο μητροπολίτης διανέμει εις όλους φρυγμένον άρτον και ελαίας και όρυζαν εις τα μικρά παιδία.
Μετά τούτο από το ύψος της κλίμακος του προαυλίου αναγιγνώσκει και ερμηνεύει εις τους συγκεντρωμένους πρόσφυγας περικοπάς του Ευαγγελίου. Την ώραν εκείνην ανοίγει θορυβωδώς την εξώθυραν υπαστυνόμος μετ’ ενόπλου στρατιώτου. Η θέα του Τούρκου αστυνομικού κατετάραξε τους συγκεντρωμένους χριστιανούς. Αι γυναίκες και τα παιδία κραυγάζουν γοερώς, οι άνδρες συγκεντρούνται πέριξ του μητροπολίτου. Ο υπαστυνόμος επληροφόρησεν ότι ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή βέης ζητεί τον μητροπολίτην εις το φρουραρχείον. Ο μητροπολίτης γαλήνιος και αποφασιστικός καθησυχάζει δια νεύματος τους τεταραγμένους χριστιανούς και αναχωρεί εν συνοδεία του υπαστυνόμου και του ενόπλου στρατιώτου. Η αγωνία κατέλαβε τους απομεμονωμένους εις το προαύλιον χριστιανούς.
Έξωθεν ηκούετο δαιμονιώδης θόρυβος, ζωηραί κραυγαί και ήχοι οργάνων. Εισήρχετο εις την Σμύρνην το 4ον σώμα ιππικού υπό τον συνταγματάρχην Μεχμέτ Τζακή βέην. Ηκολούθει ο νέος διοικητής Σμύρνης, ο στρατηγός Νουρεδδίν πασάς, ο αιμοβόρος οργανωτής των σφαγών της Ιωνίας, ο ανακληθείς προ τριετίας εκ Σμύρνης υπό των αρμοστών δι’ ενεργειών του μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Οι Τούρκοι υπεδέχθησαν με έξαλλον ενθουσιασμόν τον στρατόν και τον νικητήν στρατηγόν.
Αποσπώμεν από την κατάθεσιν του Θωμά Βουλτσίου, κλητήρος του μητροπολίτου, παραμείναντος μέχρι της τελευταίας ημέρας και επί εικοσαετίαν πιστώς υπηρετήσαντος αυτόν, την κατωτέρω αφήγησιν των τελευταίων περιπετειών του μητροπολίτου. «Ο αστυνόμος οδήγησε το δεσπότη στο φρούραρχο, ένα μαυριδερό Αλβανό. Η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη και έβλεπα μέσα. Εχαιρετίστηκαν. Ο φρούραρχος παράγγειλε για το δεσπότη βυσσινάδα. Έπειτα ο φρούραρχος έλεγε και ο δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα ετελείωσαν. Όταν εβγήκαμε έξω με τον αστυνόμο έλειπε το αμάξι μας. Καλή τύχη έφθασαν την ώρα εκείνη δύο Αμερικάνοι αξιωματικοί και είχαν την καλοσύνην να μας δώσουν το αυτικίνητό τους να γυρίσωμε. Εφθάσαμε στη μητρόπολη η ώρα πέντε. Χαρά όλων, που μας είδαν. Ο μητροπολίτης έγραψε την προκήρυξη που του έδωκεν ο φρούραρχος. Η προκήρυξη έλεγε να μένουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στην εξουσία.
Στας οκτώ το βράδυ έρχεται ένα αυτοκίνητο στη μητρόπολη με τον ίδιο αστυνόμο και δύο στρατιώτες οπλισμένους με λόγχες. Ήλθαν να πάρουν τον δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάει στο διοικητήριο με τρεις δημογέροντες. Επήραμε τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου και εμπήκαν οι τρεις και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, για μένα δεν είχε θέση και μούπε ο δεσπότης να περιμένω στη μητρόπολη. Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες, που ήλθαν το απόγευμα, έφερε μία κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Του έγραφε: «Αγαπητέ αδελφέ, Μας εκράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της Μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχείτε». Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίει. Το άλλο πρωί, Κυριακή, στας 8 με στέλλει να μάθω για το δεσπότη. Εβρήκα τον Ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνάντησε τον υπαστυνόμο, που είχε πάρει το δεσπότη. Αυτός του είπε πως το δεσπότη τον χάλασαν, καθώς και τους δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη, που έφυγα, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε άλλο».
Είναι η μόνη αυθεντική αφήγησις των τελευταίων ωρών της ζωής του μητροπολίτου Χρυσοστόμου. Όλαι αι άλλαι αφηγήσεις Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων περί της ημέρας του θανάτου, εάν τουτέστι το εσπέρας του Σαββάτου ή την πρωίαν της Κυριακής, και περί του είδους των σκληρών βασάνων, τας οποίας υπέστη ο μάρτυς ιεράρχης, δεν έχουν μέχρι τούδε καμμίαν αυθεντικήν βεβαίωσιν παρ’ όλας τας γενομένας ερεύνας. Οι μόνοι αυτόπται μάρτυρες ειναι οι εξηγριωμένοι φονείς, το φανατικόν και αιμοβόρον πλήθος, το οποίον διεμέλισε τον μάρτυρα, αλλ’ εξ αυτών ουδείς δύναται να κληθεί και μαρτυρήσει δια την σκηνήν αυτήν του τραγικού θανάτου. Το πιθανώτερον είναι ότι ο Νουρεδδίν πασάς, διψών εκδίκησιν και φοβούμενος ξενικήν επέμβασιν, παρέδωσε το εσπέρας της ιδίας ημέρας του Σαββάτου τον μητροπολίτην εις το ανυπόμονον και αιμοδιψές πλήθος, το οποίον ωρύετο κάτωθεν του διοικητηρίου και είχε την ακάθεκτον δίψαν των εξεγερθέντων αγρίων ενστίκτων δια να ίδει και εντρυφήσει με απλήστους οφθαλμούς εις το ρέον αίμα και την τραγικώς αλλοιουμένην και σβεννυμένην από μαρτυρικόν θάνατον φυσιογνωμίαν του ιεράρχου, κορυφαίου Ρουμ, συμβολίζοντος εις τα όμματα των Τούρκων την γενναιότητα, την δύναμιν, την υπεροχήν του ηττηθέντος και συντριβέντος τώρα εχθρού.
Αλλ’ εάν ουδεμία υπάρχει αυθεντική αφήγησις της προκαλούσης το ρίγος σκηνής του μαρτυρίου του ηρωικού ιεράρχου, ο βιογράφος του, ο οποίος συνεκέντρωσε με ευλαβή προσοχήν και επιμονήν τας εκδηλώσεις της ζωής του, συνεκόμισεν από έγγραφα, από δημοσιεύματα, από αφηγήσεις, από πάσαν πηγήν το υλικόν της ανασυνθέσεώς του, όστις τον παρηκολούθησε διαπλασσόμενον, λαλούντα από του άμβωνος, κρούοντα τους κώδωνας της αναστάσεως, εξεγειρόμενον υπέρ του δικαίου, αντιμετωπίζοντα την βίαν, τηκόμενον υπέρ της πατρίδος, πραϋνόμενον εντός των κύκλων της ευαγγελικής αγάπης, με την φυσιογνωμίαν του φωτιζομένην πότε από το ιλαρόν φως κανδήλας εικονοστασίου, πότε από την λάμψιν εκρηκτικής ύλης, αυτός ημπορεί με το κύρος αυτόπτου μάρτυρος να αναπαραστήσει το τραγικόν δράμα ως διεξήχθη εις την ψυχήν του μητροπολίτου…
Τον μαρτυρικόν θάνατον αντιμετώπιζεν ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δι’ όλης της ζωής του. Είχε την συναίσθησιν ότι εκεί μοιραίως τον οδήγει η παρρησία και ο ακάθεκτος πατριωτισμός του, ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο δια να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του το ευτελές ορμέμφυτον της ζωής.
Είχεν εμπλησθεί δια της ρομαντικής ιδιοσυγκρασίας του από την πεποίθησιν ότι μαρτυρικός θάνατος είναι η υστάτη υπηρεσία προς το ιδεώδες της πατρίδος. Εφιλοδόξει να γίνει κρίκος της μεγάλης παραδόσεως του ορθοδόξου κλήρου εξαγοράζοντας όλας τας αδυναμίας του δια της τραγικής χορείας των μαρτύρων ιεραρχών. Αισθητικώς απετροπιάζετο δι’ εαυτόν τον άγονον μαρασμόν του γήρατος. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους.
Με αυτήν την βαθέως χαραγμένην ψυχολογίαν ύψωσε το ηθικόν του παράστημα έμπροσθεν του Τούρκου διοικητού. Ευθυτενής, παγερός, ολιγολόγος επτόησε και απεγοήτευσε τον νικητήν.
Ούτως η μόνη διέξοδος κατέστη η παραπομπή του εις την κρίσιν του όχλου, του ορυομένου κάτωθεν του Διοικητηρίου.
Ούτε η πραότης, ούτε η υπεροχή του ιεράρχου συνεκράτησαν τα άγρια ορμέμφυτα του φανατικού όχλου. Και συνετελέσθη εκεί εις την αυλήν του διοικητηρίου η δι’ ύβρεων, εμπτυσμών, κολάφων και πληγμάτων ευαγγελική σκηνή του μαρτυρικού θανάτου.
Όλη η μακρά προπόνησις και εξοικείωσις του μητροπολίτου με τον θάνατον, όλη η θεία μετάληψις της βιβλικής διδασκαλίας και το εξάπτον εις ηρωικήν αυτοθυσίαν ευαγγελικόν δράμα απετέλεσαν κατά την υστάτην εκείνην ώραν το θείον αντίδοτον των ευτελών ύβρεων και των σωματικών αλγηδόνων.
Βάλσαμον έχεον οι λόγοι της τελευταίας προσευχής του Πολυκάρπου, του οποίου ηκολούθει τώρα τα αιματηρά ίχνη ο μητροπολίτης. Θείαν καρτερίαν ενεστάλαζαν εις τον ιεράρχην η υψηλή συναίσθησις ότι ετέλει την στιγμήν εκείνην υστάτην λειτουργίαν, ότι το ιδικόν του αίμα ήτο το υπέρ πολλών εκχυνόμενον…
Και εφόσον τα πλήγματα ήσαν βιαιότερα και εξηκολούθει το μαρτύριον, απέβαινον ολονέν ασθενέστεραι αι σωματικαί αλγηδόνες, εξέλειπον οι σπασμοί και ηπλούτο εντονωτέρα έκφρασις θείας αγαλλιάσεως επί της αγίας μορφής του ιεράρχου.
Το σώμα ηττώμενον ηλευθέρωνε νικήτριαν του θανάτου την ψυχήν…
Και τώρα ο Νεκρός ηκρωτηριασμένος, παραμορφωμένος, άταφος και άκλαυτος εξακολουθεί το ανύστακτον κήρυγμά του από του ύψους του νέου Γολγοθά, συνδέει ως σιδηρούς κρίκος αδιαρρήκτου αλύσεως τας μεγάλας παραδόσεις του ελληνικού κλήρου εις ημέρας καταπτώσεως και παρακμής, ρίπτει φως αγίας λαμπάδος εις το έρεβος καταστρεπτικής περιόδου της ελληνικής ιστορίας, διδάσκει κατά μήκος ατέρμονος χρόνου ότι η ανθρωπίνη ψυχή παλλομένη από ελληνικόν ιδεώδες και χριστιανικήν πίστιν μεταβάλλει το πυρ εις δρόσον και τον μαρτυρικόν θάνατον εις ευθανασίαν…
1929.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Ένα μυστικό
Μόνον όταν ξεπούλαγε όλη τη σοδειά, ο Φερχάτ κατέβαινε από το άλογο. Έβαζε τη φουσκωτή σκελίδα των τσερκέζων, τις καλές μπότες του, και με το κεμέρι και τα ομόλογα των εμπόρων στο ζωνάρι κατέβαινε στη Σμύρνη.
Τον ήξεραν οι υπάλληλοι στη Γαλλική Τράπεζα και μόλις τον έβλεπαν έκαναν τεμενάδες. Δεν είχαν δει ποτέ στα μάτια τους τον Γιάννη τον Υψηλάντη, κι ας ήταν σ’ αυτουνού το λογαριασμό όλο το κεμέρι. Αλλά ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες τους και ακολουθούσαν πιστά τις εντολές του.
Μόλις έβλεπαν την Φερχάτ ετοίμαζαν ένα πουγκί με 3.000 χρυσές τουρκικές λίρες. Θα ήταν, έκαναν τη σκέψη, για τον πελάτη τους, για τα έξοδά του.
Δεν του άρεσε η Σμύρνη του Φερχάτ, δεν του άρεσε καμιά πόλη. Πνιγόταν. Ο θόρυβος, οι φωνές τον ζάλιζαν. Οι μυρωδιές, ανακατεμένες με τα χνότα των ανθρώπων, τον ανακάτευαν. Δεν έφευγε όμως αμέσως. Τραβούσε κατά το γεφύρι των καραβανιών, στον καφενέ ενός φίλου του. Παράγγελνε τον καφέ του και ρουφούσε το ναργιλέ του με τις ώρες, παρακολουθώντας τις καμήλες να ξαποστάζουν, μασουλώντας ασταμάτητα τα χορταρικά που τους πετούσαν.
«Περίεργα ζώα», σκεφτόταν, «δεν πιάνονται φίλοι όπως τα άλογα. Τεντώνεις το χέρι σου να τις ταΐσεις και το δαγκώνουν. Τραβάς το χαλινάρι να τρέξουν κι αυτές γονατίζουν. Ίσως γι’ αυτό τις προτιμούν οι Τούρκοι. Ούτε αυτοί πιάνονται φίλοι. Δεν είναι τσερκέζοι».
Ένα τσίμπημα στο στέρνο. Όποτε άφηνε στη σκέψη του να ξεχειλίσει η εχθρότητα της ράτσας του για τους οσμανλήδες, ένιωθε το ίδιο τσίμπημα και σκεφτόταν το γιο του.
Τον αγαπούσε πολύ, τον καμάρωνε. Είχε πάρει όλα τα σουσούμια του: τη λεβεντιά του, το θάρρος του. Είχε μάθει να καβαλικεύει πριν ακόμα μπουσουλήσει. Μόνο που δεν έλεγε πως είναι τσερκέζος. Η μάνα του τον είχε κάνει οσμανλή.
Έκανε πολλές σκέψεις, ανάκατες, ο Φερχάτ ρουφώντας το ναργιλέ του με τις ώρες. Μόνο σαν έπεφτε ο ήλιος άφηνε τη θέση του. Δεν είχε πει ποτέ στο φίλο του τον καφετζή πού πήγαινε. Ήταν το μυστικό του. «Χαρά στα σκέλια της χανούμισσας που θα δεχτεί τέτοιον άντρα», σκεφτόταν εκείνος δίνοντας τη δική του εξήγηση. Πού να φανταστεί…
Ο Φερχάτ έκανε πως παίρνει το δρόμο για το χάνι, όπου άφηνε το άλογό του, μα έστριβε μετά το παζάρι κι έπαιρνε το δρόμο της Αγίας Φωτεινής. Είχε καλά μετρημένα τα βήματά του. Σκοτείνιαζε σαν έφτανε στο σπίτι του δεσπότη των Ρωμιών. Τραβούσε το καμπανάκι της εξώθυρας και μόλις έβλεπε το μούτρο του καβάση έβγαζε το πουγκί με τις λίρες.
-Από τον Γιάννη το δάσκαλο, έλεγε βιαστικά κι έφευγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά.
Το υποστατικό ήταν τσαρδάκι του Φερχάτ. Εκεί κλεινόταν για να αφήσει τη φαντασία του να γυρίσει στα παλιά. Ήταν ένα μεγάλο υποστατικό, έστω κι αν χανόταν δίπλα στο επιβλητικό αρχοντικό των Υψηλάντηδων.
Είναι αλήθεια πως ο δάσκαλος τον πίεζε να μένει στο αρχοντικό. Το υποστατικό όμως του έφτανε και του περίσσευε. Είχε τρία δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, και άλλα δύο δωμάτια στις άκρες, αντικριστά, και όλο το σπιτικό έκλεινε με ένα μαντρότοιχο, σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο με εσωτερική αυλή. Είχε χτιστεί έτσι ώστε οι γυναίκες του επιστάτη να μην μπλέκουν η μια στα πόδια της άλλης και τσακώνονται. Αλλά ο Φερχάτ δεν είχε πάρει δεύτερη γυναίκα, είχε μάτια μόνο για την Αΐς.
Αντικριστά τα σπιτικά όπου έμεναν οι επιστάτες, ο αποθηκάριος, οι ξυλουργοί. Και πιο πίσω ακόμα οι στάβλοι και τα αχούρια για τα ζώα.
Το αρχοντικό ήταν το καμάρι όλων τους. Δεν έμενε κανείς, αλλά κάθε μέρα άνοιγαν τα παράθυρα, σκούπιζαν τα δωμάτια, τίναζαν τα κιλίμια και γυάλιζαν τις λάμπες. Δεν έμοιαζε ούτε με τουρκικό ούτε με γκιαούρικο σπίτι. Ούτε και η σημαία, που την ανέβαζε ο ίδιος ο Φερχάτ κάθε πρωί, ήταν τουρκική
Ευρύχωρες βεράντες σε κάθε πάτωμα, και στα τρία πατώματα, μεγάλες μπαλκονόπορτες, και η στέγη κατωφερική με κόκκινο κεραμίδι και την απαραίτητη σοφίτα, που έβλεπε κανείς μόνο στα σπίτια της Ευρώπης.
Ήταν ένα από τα αρχοντικά εκείνα που είχαν χτίσει Γερμανοί, καλεσμένοι του προηγούμενου σουλτάνου για να αναδιοργανώσουν την αγροτική παραγωγή της αυτοκρατορίας. Ένα τέτοιο αρχοντικό αγόρασε και ο Γιάννης Υψηλάντης όταν ήρθε από τη Βιέννη. Και στη μεγάλη βεράντα σήκωσε την αυστριακή σημαία.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 221-223.
Τα παιδιά της Νιόβης...
Στο προβέγγερό του ο Χατζή Λεόντης άφηνε από κοκεταρία το σακάκι του ξεκούμπωτο, για να φαίνεται το βελουδένιο φανταιζί γιλέκο που είχε ψωνίσει στην Πόλη. Ο γιατρός Σούνιος, σ’ αυτούς που τρέξανε το ίδιο κιόλας βράδι σπίτι του να μάθουν τα νέα, από μεγαλομανία, ανέφερε κάθε τόσο ακουστά ονόματα της Σμύρνης, για να επιδείξει τις γνωριμίες του στην αριστοκρατία της. Ήταν μια απόλαυση για το φιλάρεσκο, όταν σώπαινε απότομα, να βλέπει τον κύκλο γύρω του κρεμασμένο απ’ τα χείλη του. Συνέχιζε: Από νωρίς είχε διαδοθεί, πως ο μητροπολίτης Χρυσόστομος είχε καλέσει τους μητροπολίτες του βιλαετίου και προύχοντες της Σμύρνης, να παραβρεθούν στην επίσκεψη, που θα του έκανε το απόγεμα ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Λέων» Ηλίας Μαυρουδής για να του ανακοινώσει το διάγγελμα του Βενιζέλου στον ελληνικό λαό της Σμύρνης. Στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής το συγκεντρωμένο πλήθος παραληρούσε από ενθουσιασμό. Είχε κιόλας φτάσει στ’ αυτιά τους πως την επομένη θα καταπλέανε στο λιμάνι πλοία με ελληνικό στρατό. («Με είχε πάρει μαζί του ο φίλος μου λυκειάρχης Χρήστος Αρώνης. Στη μεγάλη αίθουσα του μητροπολιτικού μεγάρου περιμέναμε όλοι με ανυπομονησία τον ερχομό του πλοιάρχου. Τον υποδεχτήκαμε με χειροκροτήματα. Φαινόταν πολύ συγκινημένος. Μέσα σε βαθιά σιγή μας διάβασε το διάγγελμα. Μας φαινόταν πως ακούαμε προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης. Μερικές φράσεις τις έχω κρατήσει στη μνήμη μου: «Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν… Η Ελλάς εκλήθη υπό του συνεδρίου της ειρήνης να καταλάβει την Σμύρνην ίνα ασφαλίσει την τάξιν… Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών πολέμων δούλος υπό τον αυτόν σκληρότατον ζυγόν, εννοώ ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίζουν σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας». Και συνέχιζε με συστάσεις στον ελληνικό πληθυσμό να αποφεύγει τις προκλήσεις και τις εχθρότητες στους ξένους. Ο δεσπότης, στην προσφώνησή του στον πλοίαρχο, πνίγοντας κάθε τόσο τους λυγμούς του, τον διαβεβαίωσε πως ο σμυρναϊκός λαός θα συμπεριφερθεί χριστιανικά. Κλαίγαμε όλοι… Ο καιρός στο προαύλιο, μαθαίνοντας πια από επίσημα χείλη το μεγάλο γεγονός, ξέσπασε σε ζητωκραυγές μόλις είδε τον πλοίαρχο να βγαίνει. Τα ναυτάκια της ακολουθίας του σχημάτισαν γύρω του ζώνη για να μπορέσει να περάσει. Τον αγκάλιαζαν, τον φιλούσαν. Ο μητροπολίτης βγαίνοντας στον εξώστη, έκανε έκκληση στο πλήθος να φανεί ανεξίκακο στους χτεσινούς τυράννους του. Ήταν απαίτηση των συμμάχων, που εμπιστεύθηκαν την ασφάλεια όλων των ξένων στον ελληνικό στρατό. Την επομένη, από πολύ νωρίς, η προκυμαία ήταν πατείς με πατώ σε απ’ την κοσμοπλημμύρα. Πολλοί, με την ωραία βραδιά, είχαν ξενυχτήσει σε παγκάκια, στα καθίσματα των κέντρων, μέσα σε βάρκες και σε μαούνες –για να εξασφαλίσουν μια καλή θέση. Στην προκυμαία όλα τα τροχοφόρα ήταν σταματημένα. Δε λείψανε οι ξυλοδαρμοί για μικροκλοπές. Κάθε τόσο ακούονταν φωνές: ’’Έρχονται!… Έρχονται!…’’. ήταν περαστικά καράβια. Από ένα μπαλκόνι ο φίλος μου Σωκράτης Σολωμονίδης τριγυρισμένος από δημοσιογράφους της εφημερίδας του ’’Αμάλθεια’’, έπαιρνε φωτογραφίες. Απ’ τους πλημμυρισμένους κόσμο εξώστες των προξενείων ακούονταν οι μηχανές να γυρίζουν κινηματογραφικές ταινίες. Επιτέλους, κάποια ώρα, φάνηκε στο βάθος, πρώτο από μια σειρά πλοία, ένα πιο μεγάλο, κάτασπρο σαν τεράστιος κύκνος, να καπνίζει… Το ’’Πατρίς!…Το Πατρίς’’ ξεφώνιζαν όλοι σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ανέμιζαν σημαίες. Τίναζαν λάβαρα. Αγκαλιάζονταν. Φιλιόνταν. Παίζανε φυσαρμόνικες. Χορεύανε. Πανζουρλισμός. Όταν το υπερωκεάνιο πλησίασε αρκετά, τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι συμμαχικά πολεμικά το υποδέχτηκαν με τις σειρήνες τους. Πρώτο το κωδωνοστάσιο της Αγίας Φωτεινής, έδωσε το σύνθημα. Μονομιάς άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες από όλες τις εκκλησιές. Αξέχαστη στιγμή! Ο κόσμος παραληρούσε. Πρώτο πλεύρισε το μεταγωγικό ’’Νέα Γενεά’’. Ένας πανύψηλος τσολιάς κρατώντας την ελληνική σημαία πρόβαλε στη σκάλα μέσα στις ιαχές του κόσμου. Όλοι, μ’ ένα μάτι και μιαν ανάσα, παρακολουθούσαμε το απίστευτο θέαμα: Τα τμήματα του ευζωνικού να πηδούνε στην προκυμαία! Μας φαινόταν πως βλέπουμε όνειρο… Κοντά μου κάποιος γηραλέος σταυροκοπιόταν μουρμουρίζοντας: ’’Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα… Νυν απολύεις τον δούλον σου, δέσποτα…’’. Έκανα κι εγώ το σταυρό μου. ευγνωμονούσα το Θεό, που με είχε αξιώσει να ζήσω αυτή την αγία μέρα. Ο πρώτος τσολιάς, μόλις πήδησε στην προκυμαία, γονάτισε και φίλησε το χώμα. ’’Καλό ποδάρομα!’’ ξεφώνιζαν όλοι. Στο μέρος όπου γινόταν η αποβίβαση, απ’ τα σπρωξίματα, μερικοί λιποθύμησαν. Ξαφνικά, είδαμε τον επικεφαλής του τμήματος αξιωματικό να στήνει το χορό. Ένα ευζωνάκι ξεκρέμασε το βιολί του και άρχισε να παίζει τον καλαματιανό. Ο κόσμος, εκτός εαυτού, τιναζόταν, σφύριζε, έπαιζε φυσαρμόνικες. Ανάστα ο Θεός… Πλάι μου κάποια τυφλή ρωτούσε το συνοδό της πόσο ψηλοί ήταν οι εύζωνες∙ αν μοιάζανε με όλους τους ανθρώπους! Πολύ με συγκίνησε μια μαυροφορεμένη νέα γυναίκα. Μοιρολογούσε μέσα στα κλάματά της: ’’Άντρα μου, γιατί να σε πάρει ο χάρος προτού δεις αυτή τη μέρα;’’. Και δώστου να κλαίει. Ακουόταν η μπάντα να παίζει τον Εθνικό Ύμνο. Ο μέραρχος συνταγματάρχης Αδριανόπουλος κατευθύνθηκε με το επιτελείο του στην εξέδρα, όπου βρισκόταν ο μητροπολίτης μαζί με τους άλλους ιεράρχες. Δέχτηκε τις ευλογίες του. Σφουγγίζαμε τα δάκρυά μας. Αληθινή μυσταγωγία. Καθώς προσπαθούσαν όλοι να πλησιάσουν προς την εξέδρα, απ’ τα σπρωξίματα, χωρίς να το καταλάβουν, μερικοί πέσανε στη θάλασσα! Βρέθηκα μπροστά στο ζαχαροπλαστείο ’’Κραίμερ’’. Κάποιος με χτύπησε στον ώμο. Ήταν ο Κωστής Σοφιανόπουλος. Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Με πήρε να φάω σπίτι του. Θα ’ρθεί στο Σαλιχλί την εποχή της σταφίδας. Ακολουθήσαμε για λίγο τη φάλαγγα με επικεφαλής τον κλήρο, που κατευθυνόταν προς το διοικητήριο… Πάνω στο τραπέζι, ακούσαμε πυκνούς πυροβολισμούς. Υποψιαστήκαμε αμέσως πως ήταν απ’ τους τούρκους. Το απόγεμα, περνώντας απ’ τη ’’Λέσχη των κυνηγών’’ πριν πάω για το τραίνο στο Μπασμαχανέ, έμαθα τις λεπτομέρειες: Καθώς περνούσε η φάλαγγα απ’ τα δρομάκια της Καραντίνας, συνάντησε οδοφράγματα. Ξαφνικά, οι τούρκοι άρχισαν να πυροβολούν απ’ το αρχηγείο χωροφυλακής, απ’ το οίκημα των φυλακών, από ένα τούρκικο ξενοδοχείο, από σπίτια. Οι εύζωνες, αιφνιδιασμένοι, απάντησαν με ομοβροντίες. Ο κόσμος σκορπίστηκε. Έγιναν κάμποσες κλεψιές σε σπίτια και μαγαζιά. Δυο τσολιάδες σκοτώθηκαν. Κάμποσοι τούρκοι. Σκοτώθηκε επίσης ο δημοσιογράφος Νίκος Κυριακίδης. Πολλοί τραυματίες. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι και κλείστηκαν στο ’’Πατρίς’’ ο στρατιωτικός διοικητής, ο βαλής, δυο στρατηγοί και κάπου δυο χιλιάδες μπασιμπουζούκοι…»).
Ο γιατρός πήρε δυο γουλιές σπ’ το τσέρι του. Τσίμπησε το κάτασπρο μούσι του. Ακόμη και η φαλάκρα του είχε ροδίσει απ’ τον ενθουσιασμό του. Τον ευχαρίστησαν. Η περιγραφή του ήταν τόσο ζωηρή, που νόμιζαν πως βρίσκονταν μαζί του στην προκυμαία. Ο Τρύφων Ιωαννίδης την παρομοίασε με τις περιγραφές του Αδαμαντίου Κοραή απ’ τη γαλλική επανάσταση, που έδινε στα γράμματά του στον πρωτοψάλτη της μητροπόλεως Σμύρνης. Πίνοντας τα ποτά τους, κάνανε ευχές να τους αξιώσεις ο Θεός να ζήσουν και στο Σαλιχλί την ποθητή μέρα. Η συζήτηση άναψε: Ως που θα ’φτανε η ελληνική κατοχή; Διαδόσεις κυκλοφορούσαν πως οι σύμμαχοι είχαν αποφασίσει οι έλληνες να καταλάβουν τη Σμύρνη και μια περιοχή απ’ την ενδοχώρα στις όχθες του Μαιάνδρου. Θα περιλαμβανόταν άραγε και το Σαλιχλί; Αλοίμονό τους, αν έμενε απ’ έξω… Το φεγγάρι, όπως έπεφτε από τ’ ανοιχτά παράθυρα, έδινε στα πρόσωπά τους μιαν έκφραση μυστική. Μοιάζανε σαν πίνακας, που παράσταινε σκλάβους σε κρυφή συγκέντρωση… Ο πρόεδρος Βασίλης Ωνάσης πρότεινε να επισκεφθούν οι δημογέροντες τον καημακάμη, για να του ζητήσουν να εγγυηθούν οι τουρκικές αρχές την ασφάλεια των ρωμιών –οι δολοφονίες του Αντώναγα και του Εστρέφ μπέη τους είχαν φοβίσει. Έγινε επιτόπου μια επιτροπή απ’ το Βασίλη Ωνάση, το Χατζή Λεόντη, το φαρμακοποιό Τσαμπάζη – που είχε αντικαταστήσει τον Κωστή Σοφιανόπουλο- και τον πανύψηλο Μάνθο Κεραμιδά, ιδιοκτήτη του μεγάλου αλευρόμυλου έξω απ’ την πόλη, που είχε πάρει τη θέση του Σαρρή. Ότι ετοιμάζονταν να βγουν, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ξανακάθησαν ταραγμένοι. Μήπως ετοίμαζαν και εδώ οι τούρκοι κανένα πατατράκ, για να σπείρουν τον τρόμο;
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. A΄, σ. 304-308
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
«Σύριε, έχω κάτι να σου πω για το παιδί αυτό» έκανε η Κατίνα.
Ο Σύριος κοντοστάθηκε.
«Σε ακούω».
«Ξέρεις, Σύριε, το παιδί αυτό…»
«Ναι;»
«Τέλος πάντων, δεν το αφήνω να φύγει. Το πονάω».
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η Όλγα με την Ελενίτσα.
«Μαμά» έκανε η Όλγα, «η Ελενίτσα έχει μάνα;»
Η Κατίνα κοίταξε το Σύριο.
«Όχι» της έκανε η Κατίνα, «αλλά θα ψάξουμε να τη βρούμε».
«Πατέρα έχει;» ρώτησε τώρα η Όλγα.
«Δε νομίζω» είπε η Κατίνα.
Η Όλγα γύρισε το κεφάλι της προς την Ελενίτσα.
«Μη στεναχωριέσαι. Ούτε εγώ έχω μπαμπά» της έκανε η Όλγα να την παρηγορήσει. «Πέθανε».
«Αααα!» έκανε με το κεφάλι της η μικρή, κουνώντας το σε «όχι, όχι».
Πήγε προς το Σύριο, βγάζοντας άναρθρες κραυγές που έμοιαζαν με ήχους, «μπα αμπ μπ μπ» και χτυπώντας τον στο στέρνο.
«Νάτος ο μπαμπάς σου!» ωρύονταν τα μυαλά της Ελενίτσας. «Τούτος ο μπαμπάς σου. Ψέματα μου λες. Άλλος πέθανε».
Η πρώτη επίσκεψη της Ελενίτσας ήταν στο γιατρό, ο οποίος διαπίστωσε πως το παιδί ήταν υγιές. Μετά το γιατρό, η Κατίνα με την Ελενίτσα πήγανε στο μαχαλά της Αττάρτης.
Οι ζαπτιέδες των Καραμαναίων είχαν οργώσει ολόκληρη την οβραίικη συνοικία και κανείς δεν ήξερε για το παιδί. Μια γυναίκα τους είπε πως το βρήκανε βρέφος και το ρίξανε μέσα στ’ άλλα παιδιά να μεγαλώσει κι αυτό. Ένας άλλος γέρος, με χαρακωμένο πρόσωπο, ανέφερε ένα όνομα «Ισαρέ» (σημαδεμένη), αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Τόσα και τόσα ορφανά. Ποιος τους έδινε σημασία;
«Άνε, τι να κάνω;» ρώτησε η Κατίνα την Αττάρτη.
Η Αττάρτη κοίταξε το κοριτσάκι. Το πήρε στην αγκαλιά της κι εκείνο πήγε με αγαλλίαση.
«Αυτός είναι ο δικός σου σταυρός. Τώρα είσαι μάνα. Μάνα μικρομάνα. Μάνα μιας ψυχής. Θα κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου».
«Άνε, μπορεί το παιδί να γίνει καλά; Μπορεί το παιδί να μιλήσει;»
Η Τουρκομάνα δε μίλησε. Αλλά έδειξε να ευχαριστιέται στην ερώτηση αυτή.
«Άνε, ποιανού είναι το παιδί;»
«Δικό σου» απάντησε η Αττάρτη.
Με τον καιρό, η Ελενίτσα γινόταν μια κούκλα. Μια κούκλα που δε μιλούσε. Μπούκλες καστανές και αιθέριες. Κορμάκι μικροκαμωμένο σα ζωγραφιά. Μουτράκι με γλυκιά έκφραση. Η Κατίνα έψαχνε αγωνιωδώς κάποιον άλλο που να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της. Μόνη της την είχε μάθει γραφή κι ανάγνωση. Μόνη της τής έλεγε παραμύθια σα μένανε το βράδυ σιωπηλές μέσα στην κάμαρη.
Αλλά το παιδί δεν ήθελε να επικοινωνήσει με κανέναν άλλον. Είχε μια περίεργη επαφή με την Όλγα, αλλά η Κατίνα ήταν σίγουρη πως με την Όλγα δε «μιλούσε».
Τρίτη πρωί, η κόνα Καραμάνου είχε καθήκον να πάει στο Παρθεναγωγείο. Παρ’ όλο που πολλές φορές έστελνε εκεί την Παρί, για να ασχοληθεί με τα τουκάρια ανενόχλητη. Η Παρί απεδείχθη σπουδαία. Βούλωνε με αξιοπρέπεια κάθε κενό. Από φίλη έγινε βοήθεια, από βοήθεια απαραίτητη.
«Στην Παρί, στην Παρί» έλεγε η Κατίνα σε ό,τι του σπιτιού παρουσιαζόταν. Κι αναγκαστικά η Παρί ήταν εκεί μέσα κάθε μέρα.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει, ένα παπαδοπαίδι έφερε μήνυμα πως ο μητροπολίτης Σμύρνης ζητά τον κυρίτση Καραμάνο.
«Πέστε στο δέσποτα πως ο κυρ Καραμάνος λείπει στα εξωτερικά» είπα η Παρί.
Το παπαδοπαίδι έκανε στροφή να φύγει, όταν η Κατίνα φώναξε αποπίσω:
«Πέστε στο δέσποτα πως θα ’ρθει».
«Ναίσκε» έκανε το παπαδοπαίδι.
Η Παρί την κοίταξε περίεργα.
«Δώσε μου το καπέλο» ζήτησε η Κατίνα.
Η αυλή της Ιεράς Μητρόπολης μύριζε θρησκεία από μακριά. Η ησυχία ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της. Έπιπλα κατανυκτικά, πολυκαιρισμένα, που ο κάτοχός τους σημασία στα αγαθά δε δίνει. Η Κατίνα γονάτισε μπροστά στο δέσποτα, που είχε το προσόν ποτέ να μην τα χάνει.
«Ζητήσατε να δείτε τους Καραμαναίους, δέσποτα» του είπε.
Τα κορίτσια περίμεναν στην άμαξα. Δεύτερη στάση θα ’ταν το Παρθεναγωγείο. Η Όλγα μασούλαγε λεμοντρότες κολλώντας τη μύτη της στο τζάμι κι έκανε βουλίτσες που τις καθάριζε με το γάντι της. Η Ελενίτσα κοιτούσε ίσια μπρος. Μια-δυο φορές ζάρωσε το κούτελό της σαν από πόνο. Ήταν φευγαλέος και της περνούσε. Άνοιξε σιγά σιγά την πόρτα του αμαξιού και κατέβηκε στο πλακόστρωτο. Εκείνη η μορφή με τα γένια, που ήταν με τη μάνα της… Μαύρα γένια, μεγάλο κούτελο, μάτια ανοιχτά…
«Αμ… μαμά» δίπλωσε το μυαλό της.
Προχώρησε αργά την είσοδο, ανέβηκε τις σκάλες. Ψυχή ζώσα δεν υπήρχε πουθενά. Σταθερά τράβηξε το διάδρομο κι άνοιξε τη μεγάλη πόρτα. Ο μητροπολίτης κι η κάνα Καραπάνου γύρισαν το κεφάλι. Ο μητροπολίτης Σμύρνης χαμογέλασε στην αγγελική μορφή του παιδιού.
«Τι χαριτωμένο κοριτσάκι!»
Η Κατίνα αισθάνθηκε περίεργα. Η Ελενίτσα πήγε κοντά της κι ακούμπησε στη φούστα της, κοιτώντας το δέσποτα.
«Πως σε λένε;» έκανε ο δέσποτας.
Σιγή.
«Δυστυχώς, δε μιλάει, δέσποτα» έκανε η Κατίνα στο σεβασμιότατο.
Αλλά η Ελενίτσα έστριψε το προσωπάκι της στο δέσποτα, τον κοίταξε μέσα στα μάτια κι η Κατίνα την ένιωσε να λέει:
«Ελενίτσα, Ελενίτσα με λένε. Εσένα; Τι είσαι εσύ;»
Ο δέσποτας άφησε ένα χαμόγελο και δυο ρυτίδες αυλάκωσαν τα μάτια του.
«Είμαι βοσκός» της απάντησε χωρίς να μιλά. «Και το ποίμνιό μου υποφέρει από κακούς ανθρώπους, που το χτυπούν και το βασανίζουν».
«Γι’ αυτό θα πεθάνεις;» τον ρώτησε η Ελενίτσα.
«Γι’ αυτό» είπε ο δέσποτας, που ένιωσε μιαν ανθρώπινη ανατριχίλα.
Η Κατίνα παρακολουθούσε άλαλη τη στιχομυθία. Ο δέσποτας παρακολουθούσε το παιδί.
Η Κατίνα με το παιδί έφυγαν. Ο δέσποτας έμεινε ακίνητος για μερικά λεπτά. Γύρισε και κοίταξε την εικόνα του Χριστού. Ένιωθε μέσα στην καρδιά του ισορροπίες μεγαλείου.
«Είχα πολύ καιρό να νιώσω τη δύναμή Σου. Το μεγαλείο της φύσης Σου. Την τελειότητά Σου, που μια μέρα όλα τα πλάσματά Σου θ’ αποκτήσουν. Κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» έκανε ο μητροπολίτης κάνοντας το σταυρό του, νιώθοντάς τον αυτή τη φορά. Βαθιά.
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 436-439
Μετάβαση στο σημείο: Στην καρδιά της πόλης