Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Στην καρδιά της πόλης Φραγκομαχαλάς (Ευρωπαϊκή Οδός)
Ο κοσμοπολιτισμός της Σμύρνης έβρισκε την ανώτατη εκδήλωσή του στον πλούτο των εισαγόμενων και εξαγόμενων εμπορευμάτων, με αποτέλεσμα την ποικιλία επιλογών που απολάμβαναν οι Σμυρνιοί, καμαρώνοντας για την αγορά τους. Ο Φραγκομαχαλάς (Ευρωπαϊκή οδός, ή και Rue Franque, οδός δηλαδή των Φράγκων), συγκεντρώνει τα καλύτερα μαγαζιά της πόλης, με λογής προϊόντα που καταφθάνουν από την Ευρώπη. Είναι ο τόπος που οι ευκατάστατοι Σμυρνιοί όλων των εθνοτήτων αγοράζουν ό,τι καλύτερο και νεώτερο κυκλοφορεί.
Αρχικά, κατά τον 16ο ως τον 17ο αιώνα η περιοχή αποτελούσε ξεχωριστό προάστιο και ανήκε αποκλειστικά στην εκμετάλλευση των Φράγκων. Όταν αναφερόμαστε στους Φράγκους ή Λεβαντίνους, εννοούμε τους Ευρωπαίους έμπορους, Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, Ολλανδούς και Σουηδούς, οι οποίοι επωφελούμενοι από τις θεσμικές αλλαγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα ευνοϊκές για το εμπόριο, έρχονται να εγκατασταθούν έξω από τα παλιά τείχη της Σμύρνης. Έτσι συγκροτείται ο Φραγκομαχαλάς, αρχικά σε άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα και το λιμάνι, ως συνοικία κατοίκησης και εμπορίου, γεμάτη καταστήματα, ξένα προξενεία και καθολικές και προτεσταντικές εκκλησίες. Χαρακτηριστικό της συνοικίας ήταν οι βερχανέδες (παραφθορά του της τουρκικής λέξης frekhane για το φράγκικο σπίτι), διώροφα δηλαδή σπίτια με αποθήκη, εργαστήριο και ισόγειο μαγαζί, με τον πάνω όροφο να χρησιμεύει ως κατοικία.
Μετά τα έργα της προκυμαίας τον 19ο αιώνα, ο Φραγκομαχαλάς απέκτησε Έλληνες και Αρμένιους εμπόρους, με τους βερχανέδες των Φράγκων να περνούν στα χέρια τους και τους ιδιοκτήτες τους να μετακινούνται προς τις συνοικίες της Μπέλλα Βίστα και της Πούντας. Έκτοτε οι βερχανέδες στέγασαν λέσχες, τυπογραφεία, ξενοδοχεία και εμπορικά γραφεία, ιδιοκτησίας Ελλήνων, Αρμενίων και Μουσουλμάνων.
Να εντοπίσετε στα κείμενα, αφηγηματικούς και ρητορικούς τρόπους που υποδηλώνουν την περηφάνια και τον έπαινο για την εμπορική και πολιτισμική πρόοδο που πρεσβεύει η επίσκεψη στο Φραγκομαχαλά. Να γράψετε ένα σύντομο κείμενο για τη φωτογραφία του Τούρκου οδοκαθαριστή στη Φράγκικη συνοικία, αφού μελετήσετε και την ενότητα του Τουρκομαχαλά.
Ξένοι ταξιδιώτες στην ...
Ο Φραγκομαχαλάς της Σμύρνης (1804)
Ένας Άγγλος έμπορος, ο Thomas MacGill, πραγματοποίησε μεταξύ 1804 και 1806 μια σειρά ταξιδιών στην Οθωμανική Ανατολή και στη Μαύρη Θάλασσα. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε στο χρονικό του που κυκλοφόρησε το 1808 σε μορφή επιστολών.
Η Σμύρνη απογοήτεψε τον περιηγητή μας. Άθλια αρχιτεκτονική, σπίτια από ξύλο και πλιθιά, δρόμοι στενοί και κακοστρωμένοι. Τα αμάξια ήταν άγνωστα και οι μεταφορές γίνονταν με καμήλες και με χαμάληδες.
Τον Όμηρο διεκδικούσε και η Σμύρνη. Υπήρχε το σπήλαιο του Ομήρου σε απόσταση μιας ώρας από το χωριό Μπουρνόβα, όπου ο ποιητής «έγραψε την Ιλιάδα» και ο κήπος του Ομήρου, έξω από τη Σμύρνη. Αλλά ο MacGill υποθέτει ότι επειδή το όνομα αυτό είναι συνηθισμένο στη Μ. Ασία κάποιος παλιός περιβολάρης που λεγόταν Όμηρος έδωσε το όνομά του στον μπαξέ.
Ο Άγγλος περιηγητής πληροφορήθηκε ότι στα γειτονικά βουνά υπήρχαν λέοντες και τίγρεις.
Ο πληθυσμός της Σμύρνης είχε αυξηθεί σε 130.000 ψυχές (70.000) Τούρκοι, 30.000 Έλληνες, 15.000 Αρμένιοι, 10.000 Εβραίοι και 5.000 ξένοι). Κατά την τελευταία πενταετία δεν είχε σημειωθεί καμιά επιδημία στην πόλη κι αυτό είχε συντείνει στη διατήρηση του πληθυσμού σε υψηλά επίπεδα. Οι περισσότεροι έμποροι ήταν Χιώτες ενώ οι τεχνίτες και οι υπηρέτες κυρίως Τηνιακοί.
Η κίνηση του λιμανιού ήταν μεγάλη. Σπάνια βρίσκονταν αραγμένα λιγότερα από 15-18 καράβια διαφόρων χωρών. Μερικά φόρτωναν εμπορεύματα για την Αμερική. Πληροφορήθηκε από αρμόδια πηγή ότι μέσα σ’ ένα χρόνο (1 Σεπτεμβρίου-31 Αυγούστου) κατέπλευσαν στη Σμύρνη εξήντα καράβια από το εξωτερικό: από Λονδίνο 7, από Τριέστι 18, από Βενετία 4, από Λιβόρνο 15, από Ολλανδία 3, από Μασσαλία 8 και από την Αμερική 5. Στο ίδιο διάστημα φορτώθηκαν 93 καράβια για διάφορα λιμάνια της Ευρώπης και της Αμερικής: για Λονδίνο 12, για Τριέστι 41, για Λιβόρνο 7, για Βενετία 5, για Ολλανδία7, για Μασσαλία 18, για Αμερική 3. Αυτά τα τελευταία μετέφεραν αποκλειστικά νομίσματα και όπιο.
Η πανούκλα και ο κίτρινος πυρετός αποτελούσαν τους μεγάλους εφιάλτες της Σμύρνης. Σπάνια ωστόσο η επιδημία έφτανε στο Φραγκομαχαλά γιατί με τα πρώτα κρούσματα οι κάτοικοι απομονώνονταν εντελώς από την υπόλοιπη πολιτεία.
Τα σπίτια των Φράγκων, γράφει ο MacGill, είναι σαν φρούρια και γενικά καλύπτουν το χώρο που εκτείνεται από τον εσωτερικό δρόμο ως τη θάλασσα. Προς την πλευρά του δρόμου κάθε σπίτι είχε μια σιδερένια πύλη για να μη κινδυνεύει από την πυρκαγιά και μπροστά απ’ αυτή, προς το δρόμο, υπήρχαν δυο άλλες πόρτες καγκελόφραχτες.
Στη Μ. Ασία ο λαός πίστευε πως δυο θεομηνίες δεν έρχονται ποτέ μαζί. Όταν λ.χ. πέφτει ακρίδα αποκλείεται η πανούκλα. Τον Ιούλιο του 1805 ο περιηγητής βρισκόταν στο χωριό Μπουτζά. Όλα γύρω ήταν καταπράσινα. Τη νύχτα έπεσε ένα σύννεφο ακρίδες. Το πρωί δεν είχε μείνει ούτε ένα φύλλο σ’ ολόκληρη την περιοχή.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1810, ταξίδεψε στη Σμύρνη ο Άγγλος περιηγητής John Hobhouse, ο συνοδοιπόρος του Byron. Ο Φραγκομαχαλάς, γράφει ο Hobhouse, η ευρωπαϊκή συνοικία που απλωνόταν στην προνομιούχα παραλιακή ζώνη, αποτελούσε ένα ξεχωριστό, ολότελα απομονωμένο κόσμο.
«Εκεί βρίσκονταν τα σπίτια των προξένων και των κυριοτέρων Ευρωπαίων εμπόρων». Κομψά, όμορφα, με κήπο και αυλή στις τρεις πλευρές, ήταν χτισμένα με πυρίμαχα τούβλα και σκελετούς από πατερά. Οι αποθήκες, οι στάβλοι, τα γραφεία βρίσκονταν στο ισόγειο, οι κατοικίες στο επάνω πάτωμα».
Στο μουράγιο υπήρχε μια πέτρινη αποβάθρα που εκτεινόταν σ’ ολόκληρη την ευρωπαϊκή συνοικία. Εκεί γίνονταν οι φορτώσει και οι εκφορτώσεις των καραβιών. Η έπαυλη του Άγγλου γενικού προξένου δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα μέγαρα των κεντρικών δρόμων του Λονδίνου. Υπήρχαν ακόμα ξενοδοχείο, καθώς και πολλές ταβέρνες και πανδοχεία για τους ταξιδιώτες.
Η ζωή στη Σμύρνη είναι ευχάριστη, γράφει ο Άγγλος περιηγητής. Και για τους ξένους και για τους μόνιμα εγκατεστημένους. Λέσχες μεγαλοπρεπείς, Καζίνο με αναγνωστήριο –όπου βρίσκει κανείς όλα τα ευρωπαϊκά έντυπα, εκτός από τα αγγλικά-, δυο αίθουσες με μπιλιάρδα κ. ά. Στις Αποκριές οι συνδρομητές έδιναν χορούς στους οποίους καλούσαν τους πιο αξιοσέβαστους Έλληνες με τις οικογένειές τους.
Το πιο αξιοπερίεργο για τον ξένο που ταξίδευε στην Αμερική ήταν τα προξενεία. «Οι Τούρκοι, μ’ όλη την υπεροψία και το δεσποτισμό τους, μ’ όλο το μίσος τους για κάθε τι χριστιανικό, τα ανέχθηκαν και τα ανέχονται σ’ όλες τις μεγάλες πολιτείες της αυτοκρατορίας».
Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810, Τόμ. Γ1, Στάχυ, Αθήνα 1975, σ. 226-232.
Στου Χατζηφράγκου...
Ο παπα-Νικόλας προσπέρασε βιαστικός τη σπετσαρία. Τράβηξε ίσια στο Φραγκομαχαλά, χαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού τον Περ Γιούνγκ, που στεκόταν όξω απ’ τη φραγκόκκλησα του Σακρέ Κερ, ύστερα πέρασε κάτω απ’ την ψηλή καμάρα του καμπαναριού της Άγιας Φωτεινής κι ανέβηκε τα σκαλιά της Μητρόπολης.
Η καμπάνα του ρολογιού της Άγιας Φωτεινής, που ακουγότανε σ’ ολάκερη τη μεγάλη πολιτεία με τις τρακόσες χιλιάδες ψυχές, χτύπησε δώδεκα. Τούτη την ώρα, φιόριζε ο Φραγκομαχαλάς. Γυναικόκοσμος στο δρόμο και στα μαγαζιά. Έβρισκες σ’ αυτά ό,τι κι αν λαχταρούσε η ψυχή σου: τον Ουρανό με τ’ άστρα, την Πούλια, το Φεγγάρι και τον Αυγερινό. Σκολνούσανε κ’ οι υπάλληλοι από τις τράπεζες. Ήτανε κάτι να ’σαι τραπεζιτικός, ξεχώριζες μέσα στην κοινωνία, λογαριαζόσουνα γαμπρός αν ήσουνα μπεκιάρης. Φεύγανε και οι κύριοι απ’ τα γραφεία τους. Χαιρετούρες δεξιά ζερβά. Όπως την Κυριακή πρωί στο Κιαί, έντεκα με δωδεκάμισι.
—Καλημέρα.
—Καλημέρα σας, κυρία μου.
—Καλημέρα σας, δεσποινίς.
—Μπονζούρ, μαντάμ.
—Μπονζούρ, ματμαζέλ.
—Χάλλοου, Τζιμ.
Οι κυρίες, ανάλογα με την εποχή, μαντώ, ταγιέρ ως κάτω από το γόνατο, μποτίνες κουμπωτές ή διάφανες μουσελίνες και γοβάκια. Οι κύριοι, το χειμώνα, μπομπέ, ζακέτα (ιροντέλ τη λέγανε), ή μεσάτο πανωφόρι. το καλοκαίρι, ψαθάκι, άσπρο λινό κοστούμι κι άσπρα παπούτσια. Το χειμώνα, το μπαστουνάκι απαραίτητο.
—Καλημέρα σας.
—Μπονζούρ, μαντάμ.
—Μπονζούρ, ματμαζέλ.
Μα εδώ, από το Φραγκομαχαλά, περνούσε αναγκαστικά όλος ο κόσμος, όχι μονάχα οι φαντασμένοι κ’ οι φιγουράτοι. Ήταν η κεντρική αρτηρία ανάμεσα στους μαχαλάδες και τα ταρσιά. Δευτερότριτοι σιναφλήδες, μαγαζάτορες, εργατιά, μικροϋπάλληλοι, ένας κόσμος ανάκατος, λιγάκι αργοκίνητος μα πάντα κεφάτος κι ανοιχτόκαρδος, με το γκεβεζελίκι του στα χείλια. Τούρκος, σχεδόν κανένας, όπως και σε ολάκερη την κάτω πολιτεία. Ένα αδιάκοπο πάνε κι έλα στο Φραγκομαχαλά. Κι αν τύχαινε να περάσει καμιά καρότσα, βροντολογώντας πάνω στο ντουσεμέ —βάρδα μπρος! βάρδα μπρος!— ο δρόμος ήτανε τόσο στενός, που ο κόσμος κόλλαγε στα ντουβάρια, δεξιά ζερβά, για να γλιτώσει. Κι αν τύχαινε να διασταυρωθούνε δυο καρότσες, έπρεπε να χωθείς μέσα σε κάποιο μαγαζί. Τώρα τελευταία είχανε κάνει την εμφάνισή τους και δυο τρεις καρότσες με λάστιχα τριγύρω στα καρούλια. Φαινότανε αφύσικο, κάτι σα μαγικό, να περνάνε αθόρυβα και ν’ ακούγονται τα πέταλα μονάχα, τάκα τάκα, πάνω στις μαλτεζόπλακες.
Στα δεξιά του Φραγκομαχαλά, τραβώντας για πάνω, όπως και συνέχεια στα Γυαλάδικα, ανοίγονταν οι πορτάρες των βερχανέδων, στοές που βγαίνανε στα Μαλτέζικα. Είχαν κ’ οι βερχανέδες μαγαζιά, μα ο καθαυτό προορισμός τους είχε τελειώσει από τότε που χτίστηκε το Κιαί. Δεν ήταν πολλά χρόνια που η θάλασσα έφτανε ώσαμε τα Μαλτέζικα, τα βαπόρια ξεφορτώνανε τις πραμάτιες τους όξω από την κείθε πορτάρα του βερχανέ, δίχως να πλερώνουνε κουμέρκι, κι ο έμπορας κ’ ιδιοχτήτης του βερχανέ, τα παραλάβαινε και τ’ αποθήκευε. Πολλές μεγάλες περιουσίες είχανε γίνει μ’ αυτό τον τρόπο.
Άλλοτε, ο Φραγκομαχαλάς ήταν αποκλειστικά φράγκικος μαχαλάς. Τώρα, είχε μονάχα τ’ όνομα. Βέβαια, ήταν δυο τρεις φραγκόκκλησες σ’ αυτό το δρόμο, αλλά τα σπίτια —λιγοστά— τα γραφεία και τα μαγαζιά, ήταν ανάκατα ρωμαίικα και φράγκικα. Το ίδιο ανάκατοι κι αυτοί που κατοικούσανε στους μαχαλάδες που απλώνονταν ζερβά, ξεκινώντας από τις Κοπριές κι από του Χατζηστάμου κι από της Μαντάμας το Χάνι και φτάνανε ώσαμε την Κατεντράλε και τα φράγκικα σπιτάλια του Σαν Ρόκου. Είχε κάμποσους φράγκους η πολιτεία. Μερικοί κατάγονταν από Ευρωπαίους, φαμίλιες εγκαταστημένες πριν δυο και τρεις και τέσσερις γενεές. Οι άλλοι, οι πολλοί, είτανε Φραγκολεβαντίνοι, είτε Αρμενοκαθολικοί, που είχανε αφαιρέσει από τ’ όνομά τους την κλασική κατάληξη, είτε καθολικοί Ατζέμηδες, Σαμλήδες, Χαλεπλήδες. Ήταν και αρκετοί από τα ελληνικά νησιά, Σύρο, Τήνο, Νάξο, Σαντορίνη, μα τους παραλαβαίνανε οι Φραγκοπαπάδες κ’ οι Καπουτσίνοι, έτσι που καταντούσανε κι αυτοί λεβαντίνοι από την πρώτη κιόλα γενεά, και στέλνανε τα παιδιά τους στα σκολειά που διατηρούσανε οι φρέρηδες κ’ οι καλόγριες. Ούλοι αυτοί οι Φραγκολεβαντίνοι, μιλούσανε αναμεταξύ τους ρωμαίικα. Συμπαθητικοί άνθρωποι, ανοιχτόκαρδοι, λιγάκι γαλίφηδες, ούλο μουσιού και μαντάμ, μερσί και μπαρδόν. Αν τους ρωτούσες όμως, «τι είσαι;» αποκρίνονταν: «Κατολίκ».
—Βρε, δε σε ρωτάω τη θρησκεία σου. Τι πράμα είσαι;
—Κατολίκ.
—Βρε, ρωμαίικα σου μιλάω: ποιό είναι το μιλέτι σου, με ποια νατσιόνα βαστάς;
—Κατολίκ.
—Ε, άει σιχτίρ, το λοιπόν! — σε πνίγανε, μα το Θεό.
Μερικοί από δαύτους είχανε γίνει Φραντσέζοι προτεζέ, και λέγανε «μουά Φρανσαί». Μα, όπως είπαμε, για γλώσσα τους είχανε τα ρωμαίικα. Και όπως δεν καλοξέρανε φράγκικα, γράφανε φραγκοχιώτικα: ελληνικά, με φράγκικα γράμματα. Ως και στην Κατεντράλε, ο Μονσινιόρος έκανε την πρέντικα ρωμαίικα, ή ανάγγελνε πως «για την ερχόμενη Κυριακή διοργανώσαμε μια εκδρομή στην Καπουλή Παναγιά, στην Έφεσο, όπου θα ψαλλεί και η θεία λειτουργία, και όποιος πάρει μέρος σ’ αυτό το προσκύνημα, θα του χαριστούν εκατό μέρες από το καθαρτήριο».
Οι νεκροί περιμένουν...
Φραγκομαχαλάς
Είχα φτάσει στο Φραγκομαχαλά, όταν ξαφνικά ακούστηκε άγριο τουφεκίδι. Μερικοί πληγωμένοι σέρνονταν από τοίχο σε τοίχο.
—Τρέξτε τους στα Σπιτάλια του Άη-Χαράλαμπου, φώναζαν οι γυναίκες.
—Τι τρέχει, βρε παλικάρια; ρωτούσε ο κόσμος που κατέβαινε.
—Τίποτα σοβαρό. Στο Και γίνονται συγκρούσεις. Οι Τούρκοι δε θέλουνε να παραδώσουν τα καράβια τους…
—Αμ’ θα τα παραδώσουνε, στο χέρι τους είναι; είπαν οι άλλοι και τάχυναν το βήμα τους κατά την παραλία.
Όσο προχωρούσα, η ανθρωποθάλασσα παράσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Μια γριά πλάι μου έπεσε ξερή. Συγκοπή, φώναξαν κι άνοιξαν δρόμο να την περάσουν. Επωφελήθηκα και γλύστρησα μέσα από κείνο το άνοιγμα, κι έφτασα ως το ξενοδοχείο που βρίσκονταν οι δικοί μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα γόνατά μου τρέμανε. Η πόρτα του ξενοδοχείου ήταν αμπαρωμένη. Άρχισα να χτυπάω με τα χέρια και με τα πόδια, απελπισμένα.
—Ανοίχτε, ανοίχτε!
—Δεν ανοίγουμε σε κανένα, γεμίσαμε κόσμο, ακούστηκε η σερέτικη φωνή του κυρ-Ανέστη, του θυρωρού.
—Κόνα-Μαριόγκα, φώναξα με κλάματα στη γυναίκα του, άνοιξέ μου εσύ. Είμαι η Αλίκη Μάγη, θέλω τη μητέρα μου.
Η φιγούρα της κόνα-Μαριόγκας, με την περούκα και το πολύ φτιασίδι, ξεπρόβαλε στο παράθυρο.
—Ήχου, καλέ θα λωλαθώ! τση Μαίρης η μικρή βρέθηκε στσι δρόμοι! Άνοιξέ τση, Ανέστη μου, να δεις καλή μέρα!
Ο κυρ-Ανέστης έβρισε, έφτυσε, κι ύστερα άπλωσε τη χερούκλα του, μ’ άρπαξε απ’ το γιακά και με τράβηξε μέσα.
—Σου χρειάζεται ένα μπερντάχι ξύλο, μου είπε, για να μάθεις να ξεπορτίζεις τέτοιες ώρες…
Χωρίς να προσέξω το θυμό του κυρ-Ανέστη, ανέβηκα τρία-τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκα ίσια στο μεγάλο μπαλκόνι του σαλονιού.
Απέναντι, στο λιμάνι ήταν αραγμένα τα πρώτα ελληνικά πολεμικά. Εκείνη τη στιγμή έμπαινε και το υπερωκεάνιο «Πατρίς» φορτωμένο άντρες με χακί. Πάνω στο κατάστρωμα τραγουδούσαν και χόρευαν φουστανελλάδες.
—Να, αυτοί ’ναι οι Παλιοελλαδίτες, είπε ένας κύριος.
Γύρισα και τον κύτταξα φουρκισμένη γιατί νόμισα πως το «παλιοελλαδίτες» ήταν βρισιά, σαν το παλιάνθρωπος και το παλιόπαιδο. Τότε μονάχα πρόσεξα πως στο ίδιο εκείνο μπαλκόνι, βρισκόταν κι ο πατέρας. Φοβήθηκα νέα σκηνή, μα εκείνος ήταν τόσο συνεπαρμένος, που θεώρησε φυσικότατη την παρουσία μου εκεί.
Κάθε φορά που οι Έλληνες αιχμαλώτιζαν καμιά ομάδα Τούρκων και την κλείδωναν μέσα στις αποθήκες του Τελωνείου, ο κόσμος δυνάμωνε τα ουρλιαχτά του:
—Σειρά σας και σειρά μας, εντεψήζηδες!…
Οι ταραχές πέρασαν γρήγορα. Όταν έγινε γνωστό πως 163 στρατιώτες και πολίτες πλήρωσαν με τη ζωή τους την ειρηνική κατάληψη της Σμύρνης, ο κόσμος τους χαλάλισε:
—Μικρός ο φόρος, για μια τόσο μεγάλη μέρα!
Οι Σμυρνιοί πρόθυμα πετούσαν στους δρόμους τα καλύτερα χαλιά τους για να πατήσει ο στρατός, κι έκοβαν λουλούδια απ’ τους κήπους και τις γλάστρες τους, κι έχυναν τη σοδειά τους το ρύζι, για να ράνουν τους απελευθερωτές.
—Να ριζώστε, παλικάρια της Ελλάδας! Και στην Πόλη με το καλό! Μερόνυχτα κράτησε το πανδαιμόνιο των υποδοχών στο σπίτι μας. Γλέντια, τραπέζια, φιλοξενίες αξιωματικών. Είχαμε χάσει και τη λίγη οικογενειακή ισορροπία που μας απόμεινε.
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 117-125.
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
… Το μπαρμπέρικο ήταν ένα αντρολίβαδο. Τοποθετημένο παλιά στα Ταμπάχανα είχε πελατεία ανάλογη. Αλλά η Φούλα, έξυπνα σκεπτόμενη, πίεσε τον άντρα της να αλλάξει σοκάκι και να φτιάξει μαγαζί δίπλα στα πιο κοσμοπολίτικα περάσματα. Όχι στα μέρη που βρίσκονταν τα πλούσια σπίτια, αλλά εκεί που αυτοί οι άντρες είχαν τις δουλειές τους. Φαντάστηκε πως είναι πολύ πιο απλό να πεταχτεί κάποιος από τη δουλειά του για λίγο στο κουρείο δίπλα, παρά να βγει από το σπίτι του επί τούτου. Κι είχε δίκιο. Άρχισαν να ψάχνουν. Ο κυρ Επαμεινώντας Καρπίδης είχε βολευτεί τόσα χρόνια στο ίδιο μαγαζί, είχε την πελατεία του που τον αγαπούσε και με το ζόρι είπε το «ναι» στις ιδιοτροπίες της γυναικός του.
«Καλά είμαστε, βρε γυναίκα, έτσι όπως είμαστε».
«Καλάμια και παλούκια» του απαντούσε η Φούλα. «Που στήνεσαι καρτέρι με το ξυράφι από το πρωί ως το βράδυ, να μαγουλοστρώσεις τους Αρμεναίους και τους σφαγείς. Γι’ αυτό δεν έχεις δουλειά. Τι να σε χρειάζονται οι σφαγείς! Έχουν κάτι λεπίδες μεγαλύτερες από τις ιδικές σου».
Και πες πες, μάνα και κόρη, τον πείσανε. Είπε το «ναι», περισσότερο για να γλιτώσει από την γκρίνια τους. Βρέθηκε ένα μαγαζί στα σιδεράδικα, καλό και μεγάλο, ιδιοκτησία της χήρας Καραπαναγιώτη, με άπλετο φως και χαμηλό νοίκι. Αλλά της Φούλας, της φάνηκαν ταπεινά και τα σιδεράδικα.
«Θα φύγουμε από τους χασάπηδες να πέσουμε στους μαστόρους, που θες τριάντα οκάδες νέφτι να καθαρίσεις την κόμη τους; Όχι!»
Άρχισε να ψάχνει το Φραγκομαχαλά, την Ευρωπαϊκή Οδό, τα Γυαλάδικα, τα Κουμουτζήδικα. Όλα αυτά της έκαναν. Έμποροι πλούσιοι και σωστοί, μαγαζιά με κασμίρια εγγλέζικα, ρούχα παριζιάνικα, καπέλα, παπούτσια λονδρέζικα, βιτρίνες κομψές και οι μαγαζάτορες στην πένα. Το Bon Marché του Παπαθωμά με τα γουναρικά, του Μαρσάν με τα κεντήματα και τα τραπεζομάντηλα. Άσε του Ξενόπουλου, το καλύτερο μαγαζί της Σμύρνης, ντρέπεσαι να μπεις. Μεγάλη εύνοια της τύχης θα ’ταν ο Ξενόπουλος για τη Δέσποινά της κι είχε και τρεις γιους.
Είκοσι Αυγούστου, βρέθηκε ένα μαγαζί για ενοικίαση, σε κάθετο δρόμο του Φραγκομαχαλά, προς τα Κουμουτζήδικα. Εκατόν είκοσι πήχες με πάτωμα γυαλιστερό και βιτρίνα εφτά πήχες φάτσα. Η Φούλα ήταν ενθουσιασμένη. Αν και το μαγαζί ήταν σε άθλια κατάσταση, όπως το παράτησε ο προηγούμενος ενοικιαστής, που πουλούσε εκεί μέσα πουκάμισα, με τα μάτια της έβλεπε το πως θα γίνει.
«Και εδώ θα βάλουμε αυτό, κι εδώ θα βάλουμε εκείνο» δήλωνε.
«Ακριβό είναι» είπε ο κύριος Καρπίδης.
«Μη σε νοιάζει εσένα. Θα το πλερώσω από την προίκα μου». «Ποιά προίκα σου, βρε γυναίκα; Πάλι τα ίδια; Πόσες ζωές έχει τέλος πάντων αυτή η προίκα;»
Η ανύπαρκτη και μισερή περιβόητη «προίκα» της Φούλας ήταν ένα χαμόσπιτο στο Ρωμιομαχαλά, που πουλήθηκε το 1869 σε έναν καρβουνιάρη, που κι αυτός κατόπιν το μετάνιωσε, γιατί μετά βίας χωρούσαν τα κάρβουνά του μέσα στο αποθηκάκι. Τα λεφτά από την αγοραπωλησία, εφτά μετρημένες τουρκικές λίρες και μερικές οχτάρες, δόθηκαν στο γαμπρό για να αγοραστεί καινούργια καρέκλα μπαρμπερικής, έξι χαβλού πεσκίρια και μια τραπεζαρία για το σπίτι των νεονύμφων. Η προίκα εξατμίστηκε σε δυο μήνες. Τρεις το πολύ. Κάθε φορά όμως που η Φούλα έβαζε στο μάτι κάποια αγορά κι ο Καρπίδης δε συμφωνούσε, το θέμα της προίκας επανερχόταν δριμύτερο. Έτσι αγοράστηκε το εξοχικό στο Κοκαργιαλί, το ασημένιο σερβίτσιο του τσαγιού με τα δεκαοχτώ πιατάκια του γλυκού, κι αυτά ασημένια με τελείωμα σε στιλ δαντέλας, η γούνα από κουνέλι με γιακά ρενάρ…
«Θέλει πολλούς καθρέφτες» είπε τώρα ο Καρπίδης.
«Θα βάλουμε καθρέφτες».
«Θέλει βρύσες, υδραυλικά» είπε ο Καρπίδης.
«Θα βάλουμε και βρύσες» νευρίαζε η Φούλα. «Μπα, π’ ανάθεμά σε, γρουσούζη, μια καλή κουβέντα δεν έχεις ποτέ σου να πεις για τα καλορίζικα».
Αλλά ξαφνικά κώλωνε, σκεπτόμενη πως ο «γρουσούζης» ήταν εκείνος που θα δούλευε το μαγαζί και τον είχε ανάγκη. Τα γύριζε λοιπόν, τον καλόπιανε και τον πήγαινε με το μαλακό.
«Βρε, εσένα κανείς δε σε πιάνει στο ψαλίδι και στο κούρεμα. Είσαι το πρώτο ξουράφι της Σμύρνης. Άσε με να σε κάνω το άστρο της μπαρμπερικής. Να μπαίνει ο καλύτερος κόσμος στο μαγαζί σου, να σε καλημερίζει και να σου πιάνει την κουβέντα για τα εμπόρια και τα κοσμικά. Όχι, πες μου, σε παρακαλώ, τι κουβέντες έκανες με το Μίλτο το σφαγέα, σαν ερχόταν να του φτιάξεις το μουστάκι; Τι κουβέντες έκανες, βρε Νώντα, για το Θεό σου! Το κατά πόσο βόγκαγε το μοσχάρι; Όχι, απάντησέ μου, σε παρακαλώ».
Με τα πολλά, βάλανε χρέος, ξοδέψανε το μικρό τους κομπόδεμα για τα καπάρα. «Τρία νοίκια μπροστά μου ζήτησε η καραμαούνα» είπε η Φούλα συγχυσμένη στην Ευταλία, που τότε μόλις είχε φτάσει από την Καππαδοκία με την Κατίνα δέκα χρονών και την ανεψούλα της την Αννεσώ δεκαοχτώ μηνών. Κείνοι ήταν οι πρώτοι μήνες, που μένανε μαζί, ώσπου να δουν τι θα κάνουν.
Βάλανε κουρτίνες σε χαμηλό βεργάκι μπρούντζινο στη βιτρίνα, με κέντημα άσπρο κοφτό. Το βάψανε, το ασπρίσανε, περάσαν τα ταβάνια του με σχέδια γαλανά. Τρεις λίρες στοίχισαν οι καθρέφτες και τα μάρμαρα στους λαβουμάνους κι ακόμη χρωστούσαν τις καρέκλες, τις κανάτες, τα γκαρνταρόμπ.
Πριν υπογράψει, έκανε η Φούλα μια γύρα με τα πόδια σε όλα τα σοκάκια για να δει μην είχε άλλο μπαρμπέρικο κοντά κι αρχίσουν να κονταροχτυπιούνται για τους πελάτες. Δεν είχε. Το πιο κοντινό ήταν στης Χάβρας το σοκάκι. Αδιάφορον. Κρέμασαν μια ταμπέλα μεγάλη όση κι η φάτσα: «Κουρείον Αδελφοί Καρπίδη».
Και από Δευτέρα πρωί πρωί, πλησιάζοντας του Αγίου Ανδρέα, που αντρειώνει το κρύο, έβαλε η Φούλα το γουναρικό κι επισκέφτηκε όλα τα μαγαζιά της περιοχής. Έμπαινε παντού σαν πελάτισσα αξιοπρεπής, φρόντιζε να μην τους κουράζει με τερτίπια και τους έπιανε το λακιρντί.
«Και να περάσετε κι από του συζύγου μου το κουρείον» τους άρχιζε, «θα σας περιποιηθούμε σφόδρα. Φέραμε μια κολόνια λεβάντα τώρα από τους Παρισίους, μοσχοβολάει ο τόπος λέλουδα».
Ημέρα τρίτη, πήρε και την Ευταλία και ξεπετάξανε παρέα της Μαντάμας το Χάνι.
«Θα ήθελα να ενημερωθώ για ένα κόσμημα. Θα έχω βλέπετε σε λίγο και κόρη της παντρειάς. Μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά» τους έλεγε κλείνοντας το μάτι με γελάκι. «Εσείς; Παντρεμένος, παντρεμένος;» ρώταγε στ’ αστεία. Αν έλεγαν ναι, τους έστελνε στο κουρείο.
«Νέα γυναίκα έχετε. Να σας καμαρώνει φρέσκο φρέσκο και δροσερό σα γυρίζετε στο σπίτι. Εμείς οι γυναίκες τα κοιτάμε αυτά. Ε, Ευταλία;»
Αν δήλωναν ανύπαντροι, κελάριζε τα παρελκόμενα.
Έτσι βγήκανε δυο λίστες. Μια για τον Καρπίδη, που θα τον γέμιζε λεφτά, κι η άλλη όλοι οι πρόσφοροι για τη Δέσποινα, που έκλεινε τα δεκαπέντε στις 8 Μαρτίου.
Η Φούλα απεδείχτηκε σωστή. Το πολυτελές κουρείον έγινε πολυσύχναστο. Προσλάβανε βοηθούς που ζέσταιναν τις πετσέτες. Ανοίξανε με την Ευταλία τα μαγκαζίνα κι είδαν τι κυκλοφορεί στην Ευρώπη στα κοσμικά μπαρμπέρικα. Πήραν μηχανή για τις φαβορίτες. Πήραν δεύτερο θερμοσιφώνι γκαζιού. Πήραν μανικιουρίστα. Τη διάλεξε η ίδια η Φούλα με μπόλικα βυζιά, που τσιτώνανε μέσα από την άσπρη της ποδιά.
Αλλά αυτός που απεδείχθη τελικά αστήρ ήταν ο ίδιος ο Καρπίδης, που τον σήκωσε το περιβάλλον κι απέδιδε καλύτερα στη δουλειά του. Τι καλύτερα! Ο άνθρωπος έφτιαχνε αγγέλους. Τι σβέρκοι λαμπίκο βγαίναν από το κουρείο, τι μουστάκια καλοψαλιδισμένα, τι φαβορίτες κομψές, τι χωρίστρες αλφαδιασμένες, τι κουρέματα της πένας! Ο ίδιος δεν ασχολιόταν πια με το ξύρισμα, το είχε εμπιστευτεί στον αδελφό του, που επέδειξε εκεί δεξιοτεχνία μεγάλη. Άξιος κι αυτός.
Εκτός από τις ζεστές πετσέτες, τις κολόνιες και τα αρώματα, που ήταν αρίστης ποιότητος, οι πελάτες έχαιραν της ειδικής μεταχείρισης της ίδιας της κυρίας Φούλας Καρπίδου, που καθόταν στο ταμείο. Και το καφεδάκι τους και τον καλό τους λόγο και το κομπλιμάν τους. Αισθάνονταν άνετα. Έρχονταν και με τους φίλους τους για ένα κούρεμα παρέα.
«Να σας συστήσω τον κύριο Αχμέτογλου, που έχει το μαγαζί με τα πιάνα στη γωνία. Θέλω, κύριε Επαμεινώνδα, να μου τον προσέξετε ιδιαιτέρως το φίλο μου».
Και ο κύριος Επαμεινώνδας έπιανε τις χτένες και τα ψαλίδια με ζήλο μεγάλο. Πιάναν κι οι πελάτες την κουβέντα, κι η ώρα τους περνούσε ευχάριστα. Καμιά φορά κλείναν και τις δουλειές τους ανάμεσα στ’ αχνιστά προσόψια και τις μαλάξεις της κολόνιας. Η Φούλα είχε αυτιά για όλα. Στις γιορτές ιδίως, ουρές περιμέναν για να τους περιποιηθούν.
«Αποστόλη, ετοίμασε την καρέκλα για τον κύριο Μοσχολιό. Είναι η ώρα του να ’ρθει».
Οι περίφημες κολόνιες που ενθουσίαζαν τους πελάτες, τα καϊμάκια που αλείφονταν στα χέρια τους, τα ταλκ για τους σβέρκους, ήταν κατασκευαστικό έργο της Ευταλίας, που έτσι μπήκε στον ντουρβά με τα καλλυντικά κι άνθισε γρήγορα, περισσότερο γιατί εστράφη προς τη γυναικεία πελατεία. Όλα αυτά εν έτει 1888. Τρία χρόνια μετά, οι Καρπίδηδες είχαν ξοφλήσει όλα τους τα χρέη και το κομπόδεμά τους είχε βαρύνει σημαντικά. Αλλά η Δέσποινα γαμπρό δεν είχε επιλέξει. Κόντευε τα δεκαεννιά τώρα. Ήθελε το Σπύρο, μα τον πρόλαβε η Κατίνα. Π’ ανάθεμά την. Για μήνες μιλιόντουσαν μετά βίας.
Οι κουβέντες που κάνανε με τη Δέσποινα, της Φούλας της μαχαίρωναν την καρδιά. Πως την είχε πατήσει αυτή έτσι!
«Εσύ φταις, μάνα, που δεν της είπες καθαρά πως τον έχουμε βάλει στο μάτι για πάρτη μας. Τότε δε θα ’χε μούτρα η Ευταλία να τον τυλίξει για την Κατίνα. Θα έριχνε αλλού τα μάτια της. Οι καθαροί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους».
«Δίκιο έχει» σκεφτόταν η Φούλα, που την είχε κάνει την κουτσουκέλα της.
«Ναι, βρε κουτσούνα μου, δίκιο έχεις» της έλεγε, «αλλά δε φαντάστηκα η δύσμοιρη πως θα μπορούσε αυτό το “πράγμα” να τυλίξει έναν Σερμπέτογλου. Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό».
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 185-191
Μια Δανέζα στην αυλή τ...
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΩΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ βγήκαμε να κάνουμε περίπατο στην πόλη. Αρχίσαμε από την ευρωπαϊκή συνοικία, το Φραγκομαχαλά. Εκεί είχε πολλά καταστήματα, το ένα δίπλα στο άλλο, και έβρισκε κανείς ό, τι μπορούσε να φανταστεί για τις ανάγκες και την πολυτέλεια των Ευρωπαίων.
Σ΄αυτή τη συνοικία μένουν οι ξένοι έμποροι κι οι πρόξενοι. Οι δρόμοι είναι πολύ στενοί…από τα δρομάκια αυτά περνούσαν συνέχεια φορτωμένες καμήλες, άλογα, γαϊδούρια και βαστάζοι.[…] Οι βαστάζοι, για να τους παίρνουν είδηση οι περαστικοί, φώναζαν συνέχεια «γκουάρντα!». Οι ώμοι των ανθρώπων αυτών είναι πλατιοί κι έχουν στην πλάτη τους ένα φαρδύ, παραγεμισμένο σακί. Πάνω σ’ αυτό σηκώνουν ό,τι θέλουν να μεταφέρουν, όπως μακριές ξύλινες τράβες, μεγάλα κασόνια, στενόμακρα σακιά με καπνό. Σκύβουν τόσο πολύ κάτω από όλο αυτό το βάρος, που δεν μπορούν να δουν μπροστά τους και γι’ αυτό φωνάζουν «γκουάρντα!». Οι τριγύρω περαστικοί μόλις δουν και πλησιάζει ένας βαστάζος, από φόβο μην πέσει πάνω τους και τους ρίξει, τρυπώνουν γρήγορα σε καμιά ανοιχτή πόρτα ή τραβιούνται στην άκρη και σκύβουν το κεφάλι για να περάσει από πάνω τους το φόρτωμα.[…]
Από δω πήγαινε ο δρόμος προς την Μπούντζια[1], εκεί όπου οι πλούσιοι Σμυρνιοί έχουν τα εξοχικά τους σπίτια. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να δούμε πολλές συντροφιές από κυρίες και κυρίους να πηγαίνουν προς τα εκεί. Κάθονταν πάνω στα γαϊδούρια με τα πόδια κρεμασμένα από τη μία πλευρά. Τα σαμάρια είναι υπερβολικά ψηλά, χωρίς ιμάντες από κάτω, κι έτσι γλιστρούν μια μπρος μια πίσω. Πρέπει κανείς να προσέχει πολύ μην πέσει κάτω, γιατί αυτό μπορεί να συμβεί πολύ εύκολα. Το είδαμε και μόνοι μας. Μια πολύ κομψή κυρία κρατιόταν με χάρη πάνω στο σαμάρι, ώσπου σε μια στιγμή το άμυαλο ζώο έκανε μια απότομη κίνηση για ν’ αποφύγει κάποιο εμπόδιο. Η κυρία τότε έχασε το ρυθμό της, δεν μπόρεσε να κρατήσει την ισορροπία της κι έπεσε κάτω. Δε θα ήθελα με κανένα τρόπο να ήμουν στη θέση της! Αμέσως όμως προθυμοποιήθηκαν ένα σωρό κύριοι να τακτοποιήσουν το σαμάρι και η κυρία συνέχισε το δρόμο της καβαλικευτά αυτή τη φορά. Αυτός είναι και ο μόνος σωστός τρόπος να μπορέσει να κρατηθεί κανείς στη θέση του, σε περίπτωση που θα συμβεί κάτι απρόοπτο[…]
Τα σπίτια έχουν κήπους και είναι σχεδόν όμοια μεταξύ τους. Χτισμένα τις περισσότερες φορές στη μέση του κήπου, έχουν μια πλατιά είσοδο με μωσαϊκό κάτω, και στα πλάγια, δεξιά κι αριστερά, γλάστρες με πολλά λουλούδια, κάκτους και άλλα φυτά. Η είσοδος αυτή προεκτείνεται στο σπίτι μ’ ένα διάδρομο που βγάζει ίσια στην πίσω μεριά του κήπου. Είναι πολύ όμορφα αυτά τα σπίτια. Ο διάδρομος έχει στις δυο πλευρές του δωμάτια, μερικά απ’ αυτά σκοτεινά και τακτοποιημένα για να μπορεί κανείς να κάθεται την ημέρα. Αυτό έκαναν συχνά οι κυρίες. Είναι αλήθεια σπάνιο να δει κανείς την ημέρα στο δρόμο μια γυναικεία σιλουέτα. Καμιά φορά ξεπροβάλλει κανένα κεφάλι μέσα από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα και γρήγορα τραβιέται προς τα πίσω, όταν η ματιά των περαστικών πέσει επάνω του. Κι αυτό γιατί δεν πρέπει κανείς να τις δει μ’ αχτένιστα μαλλιά και με τα φορέματα του σπιτιού. Η Σμύρνη δείχνει όλες τις ομορφιές της το βράδυ.
[1] Αναφέρεται στον Μπουτζά (σημ. επιμ.)
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1919Το πρωί του Αγίου Δημητρίου, 26 Οκτωβρίου, ο Υπολοχαγός Δημήτρης Καλαποθάκης προσκάλεσε τον Γιώργο Τριγώνη να περάσουν τη βραδιά μαζί, στη Στρατιωτική Λέσχη. Ο Γιώργος προσπάθησε να βρει κάποια δικαιολογία για να μην πάει, χωρίς όμως και να θίξει τον μέλλοντα γαμπρό του. Παρά τις προσπάθειές του, δεν βρήκε καμιά πρόφαση που να δικαιολογεί την άρνησή του. Η σκέψη ότι θα περνούσε μια βραδιά με τον Καλαποθάκη, του έφερνε τρόμο. Ο Δημήτρης είχε ένα τρόπο να διαβάζει τις σκέψεις του, καμιά φορά απίστευτες και γελοίες, και να τις αποκαλύπτει στις πιο ακατάλληλες στιγμές, δημιουργώντας έτσι τρομερή αμηχανία στο Γιώργο. Τι ευχαρίστηση ή τι όφελος, θα είχε ο Δημήτρης να χάσει τον καιρό του με ένα νέο, που έδειχνε πως δεν συμπαθούσε; Δύσκολο να εξηγήσει κανείς. Στο τέλος η περιέργεια του Γιώργου να δώσει μιαν απάντηση στο ερώτημα αυτό κυριάρχησε και δέχτηκε την πρόσκληση.
Η Στρατιωτική Λέσχη, που αντανακλούσε την επιρροή των Γάλλων στη στρατιωτική οργάνωση του Ελληνικού Στρατού, ήταν γνωστή ως Στρατιωτικό Κέντρο της Σμύρνης. Βρισκόταν στην οδό Φράνκ, όπου ήταν και οι περισσότερες σοβαρές λέσχες. Η λέσχη ήταν επιπλωμένη κατά το αγγλικό στυλ, με βαθιές πολυθρόνες, από χρυσή καρυδιά, δερμάτινα μαξιλάρια, κέρατα ελαφιού και κεφάλια βουβάλων και τραπέζια φορτωμένα με αντίτυπα του «Χρόνου» και της «Θέτιδος». Σε κάθε δωμάτιο, η ματιά του επισκέπτη διασταυρωνόταν με το διαπεραστικό βλέμμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, καθώς τον κοίταζε από φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος, κρεμασμένες στους τοίχους. Ο Δημήτρης του έδειξε τα ράφια όπου βάζανε τις εφημερίδες. Οι περισσότερες ήταν βενιζελικές.
- Εδώ θα δεις μόνο Βενιζελικούς, είπε. Πιστούς και αφοσιωμένους.
Έριξε μια ερευνητική ματιά στο Γιώργο, σα να τούλεγε ότι αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του ως βενιζελικού.
- Βέβαια, αφήνουμε και κανένα Βασιλικό να μπει στη Λέσχη, με την προϋπόθεση ότι θα κρατάει το στόμα του κλειστό. Κανέναν όμως απ’ αυτούς τους καραγκιόζηδες με το μονύελο και τις μακριές σπάθες, που είναι έτοιμοι για καυγά, πίνουνε μπύρα και τραγουδάνε Γερμανικά τραγούδια… Να, πάρε αυτούς εδώ τους τσαλαπετεινούς να τους μαγειρέψουν.
Κι άρπαξε από το χέρι ένα γεροντάκο, γκαρσόνι, που περνούσε και του έδωσε δυο τσαλαπετεινούς, δώρο του Χρήστου Τριγώνη για την γιορτή του Δημήτρη. Καλύτερα να είχα προσκαλέσει το γέρο–Τριγώνη, σκέφτηκε ο Δημήτρης. Κάνει καλή παρέα και είναι μέχρι κόκκαλο βενιζελικός.
Η αίθουσα που παίζανε χαρτιά, είχε διασκευασθεί σε σαλόνι. Είχε ψηλό ταβάνι, διακοσμημένο με χρυσά φίδια. Ήταν τόσο ψηλό που πολλαπλασίαζε τον ήχο. Ο ήλιος αντανακλούσε στην ευρύχωρη αίθουσα, μέσα από μεγάλα παράθυρα με χοντρά, συμπαγή τζάμια. Οι τέντες έξω απ΄τα παράθυρα πλατάγιζαν απ’ το ελαφρύ αεράκι. Ο καπνός απ’ τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες, ανέβαινε προς τα πάνω με λυγερές, φιδίσιες κινήσεις, για να σκορπίσει ξαφνικά και να σχηματίσει περίπλοκα αραβουργήματα, καθώς συναντούσε τις διαπεραστικές αχτίνες του ήλιου. Γύρω στους τοίχους ήταν κρεμασμένα τα πορτραίτα όλων των ένδοξων στρατιωτικών, με βλοσυρά πρόσωπα, απειλητικά μουστάκια και φουντωτές φαβορίτες. Από ψηλά, κοίταζαν την καινούργια γενιά, με απορία και κάποιο φθόνο. Τα νέα στρατηγικά μυαλά, ανησυχούσαν πάντοτε τα παλιά.
- Βενιζελικοί όλοι αυτοί που βλέπεις, είπε ο Δημήτρης δείχνοντας με το χέρι του τα πορτραίτα.
Προχώρησαν στο μάκρος των τοίχων, σα να επιθεωρούσαν στρατεύματα. Ο Γιώργος προσποιούταν θαυμασμό στο αντίκρισμα της χοντρής μύτης του στρατηγού Ζυμβρακάκη. Μόλις κρατήθηκε να μη γελάσει, όταν είδε τις κατακόκκινες φουσκωμένες Βαυαρικές μαγούλες του στρατηγού Νίντερ. Από τα συνεχή μαθήματα που του έκανε ο πατέρας του είχε απομνημονεύσει τις φυσιογνωμίες και τα ονόματα της παλιάς στρατιωτικής δόξας της Ελλάδας, των πολεμάρχων των Βαλκανικών πολέμων, των στρατιωτικών ηγετών στην επανάσταση με το Βενιζέλο, το 1917. Ο Δημήτρης τράβηξε την προσοχή του Γιώργου στα Γαλλικά και Αμερικάνικα μετάλλια που είχε στο στήθος του ο στρατηγός Παρασκευόπουλος. Ύστερα, απότομα, ενώ βρισκόντουσαν κάτω απ’ το πορτραίτο του στρατηγού Σμολένσκυ στο Βελεστίνο του είπε:
- Κοίταξε, καταλαβαίνω ότι χρειάζεται καιρό για να με συνηθίσει και να πάρει μιαν απόφαση. Αλλά έχουν περάσει κιόλας πέντε μήνες και η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. Με μεταχειρίζεται σαν ξένο.
- Η Ελένη; παρατήρησε ο Γιώργος. Δε νομίζω, έχω τη γνώμη ότι της αρέσεις.
Ήξερε στ’ αλήθεια, ότι η Ελένη, παρ’ όλες τις υπεκφυγές της, ήταν γοητευμένη απ’ το Δημήτρη. Αλλά η οικογενειακή αγωγή της, οι κοινωνικοί περιορισμοί και η συνείδηση καθήκοντος και τιμής, την υποχρεώνουν να συμπεριφέρεται μάλλον ψυχρά.
- Είναι ντροπαλή ξέρεις.
- Όχι, είπε ο Δημήτρης. Φαίνεται ότι δεν με θέλει. Νομίζω ότι θα παραιτηθώ από κάποια άλλη προσπάθεια.
Ένας αξιωματικός με κόκκινη μύτη, μεγάλα μουστάκια και μια σειρά από μετάλλια στο στήθος, έτρεξε καταπάνω τους κι άρπαξε τον Δημήτρη πίσω από τον λαιμό.
- Αυτόν, εδώ είναι ο ξεπαρθενευτής της Ιωνίας:
Ο Δημήτρης έσπρωξε τον Γιώργο λίγο προς τα μπρος.
- Αυτός είναι ο αδερφός της αρραβωνιαστικιάς μου, σύστησε.
Ο αξιωματικός έσκασε σε βροντερά γέλια.
- Ο αδερφός;
Έτριψε με το χέρι τη μύτη του που έμοιαζε με μελιτζάνα.
- Α κερατά. Προσπαθείς να βάλεις το κέρατο σε όλη την οικογένεια;
- Αυτός είναι ο Κώστας, είπε ο Δημήτρης. Τον αγαπώ σαν τον ίδιο τον εαυτό μου.
- Σπρώχνοντας ελαφρά τον Γιώργο, έδειξε ένα τραπέζι με τρεις θέσεις κενές.
- Τρεις άδειες καρέκλες. Πάμε.
Ήταν ατιμωτικό να καθίσεις στο τραπέζι εφ’ όσον ένα ζήτημα που αφορά την οικογενειακή τιμή δεν έχει τακτοποιηθεί. Ο Γιώργος όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει εξηγήσεις από τον Δημήτρη. Το όνομα της αδερφής του είχε κάπως εκτεθεί. Από την άλλη μεριά δεν ήταν και τόσο βέβαιος, αν πραγματικά είχε γίνει κάποια προσβολή. Δάγκωσε το χείλι του κι έγειρε στην πλάτη της καρέκλας καθώς ο Δημήτρης έκανε τις συστάσεις των ανθρώπων που καθόντουσαν ήδη γύρω στο τραπέζι:
Δύο υπολοχαγοί της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (και οι δυο από την Αθήνα, αλλά κουτεντέδες), και ένας λοχαγός από τη Λειβαδιά, που έλεγε πως διοικούσε ένα μοναδικό, καταπληκτικό υπέροχο, ακατανίκητο και ηρωικό ορειβατικό κανόνι, προσκολλημένο στη 18η Μεραρχία Πεζικού, σε μια τοποθεσία, που ήταν απαγορευμένο να ονομάσει.
Ο Δημήτρης φώναξε τον σερβιτόρο να φέρει ρακί. Χτύπησε με ανυπομονησία την καρέκλα δίπλα του για να καθίσει ο Γιώργος.
- Κάθισε, κάθισε κάτω. Ξέρεις να παίζεις σεμέν – ντε φερ;
- Μπορώ να κανονίσω μια συνάντηση με τον πατέρα μου, αν θέλεις, είπε ο Γιώργος.
Ο Δημήτρης όμως ζάρωσε τα φρύδια του.
- Δε νομίζω ότι θα ωφελήσει σε τίποτα.
Σε μισή ώρα ο Γιώργος είχε χάσει τριάντα τούρκικες λίρες, δώδεκα δραχμές και μια λίρα στερλίνα. Ο Δημήτρης του πρόσφερε ρακί, αλλά ο Γιώργος αρνήθηκε και προτίμησε μια δεύτερη λεμονάδα. Ο ήλιος είχε μόλις δύσει. Οι σερβιτόροι τράβηξαν τις κουρτίνες και άναψαν τους πολυελαίους. Ο Δημήτρης παράγγειλε ελιές, μύγδαλα και άλλη μια μποτίλια ρακί. Ο Κώστας ήθελε να καπνίσει ένα ναργιλέ. Ο Γιώργος πλήρωσε το σερβιτόρο κι αμέσως μετά έχωσε άλλη μια χαρτωσιά.
- Είσαι ένα καλό παιδί, είπε ο Κώστας, και γέμισε όλα τα ποτήρια με ρακί. Θα μας ήταν πολύ χρήσιμος, κάποιος σαν και σένα, γερός, μεγαλόσωμος κι έξυπνος. Αλλά να το ζητήσεις μόνος σου. Μην περιμένεις να σε πάρει κάποιος απ’ το χέρι και να σε φέρει στον Διοικητή της 1ης Μεραρχίας.
Άδειασε το ποτήρι του με το ρακί και το ξαναγέμισε.
- Εσείς οι Έλληνες της Σμύρνης όλο λέτε ότι μισείτε τους Τούρκους, αλλά δεν κάνετε και τίποτε. Τι έγινε μ’ αυτή την περίφημη Ταξιαρχία Εθελοντών που θα το οργάνωνε:
Ο Γιώργος προσπάθησε να χαμογελάσει.
Γύρισε προς τον Δημήτρη.
- Τι θάλεγες, να έστελνες άλλο ένα γράμμα στον πατέρα μου;
Ο Δημήτρης χαμήλωσε τα μάτια και ξεφύλλισε τα χαρτιά που κράταγε.
- Το πρόβλημα είναι ότι ο πατέρας σου δεν λέει τίποτα για προίκα, πριν συμφωνήσει η Ελένη. Ειλικρινά δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να επιμείνω.
0 Γιώργος άνοιξε το στόμα του, αλλά ο Κώστας τον σκούντησε στο χέρι.
- Άκουσε, είπε ο Δημήτρης δεν έχει ανάγκη να του κάνεις ιδιαίτερη πρόσκληση. Ούτε κι εγώ.
Έβαλε το μαυρισμένο μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα του, κι άρχισε να γουργουρίζει δυνατά, αφήνοντας πυκνά νέφη καπνού από τα φοβερά ρουθούνια του. Ο καλός φίλος Δημήτρης χαμογελούσε θερμά κι αφηρημένα. Ύστερα γέμισε το ποτήρι του με ρακί και το κατέβασε με μια ρουφηξιά.
- Ξέρεις, είπε, με τον Κώστα είμαστε συμμαθητές στη Σχολή Ευελπίδων. Ήμουνα το κέρατο της τάξης, αλλά ο Κώστας, κάλτσα του διαόλου πραγματική.
- Ήμουνα η κάλτσα του διαόλου, συμπλήρωσε ο Κώστας αγγίζοντας τη μύτη του με το τσιμπούκι του ναργιλέ. Τη μέρα που φορέσαμε τη στολή, κατεβήκαμε στον Πειραιά και μπήκαμε σ’ ένα μικρό μπλε καΐκι. Έβγαλα το πιστόλι και το κόλλησα στο κεφάλι του καπετάνιου. Εντάξει γέρο. Θα μας πας κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι προσχωρήσαμε στην Εθνική Άμυνα.
- Τρία ολόκληρα χρόνια πέρασαν, είπε ο Δημήτρης. Σα νάταν χτες. Έτσι γίνεται κανείς Υπολοχαγός σε μια νύχτα.
Κοίταξε εξεταστικά το Γιώργο.
-Πόσων χρονών ήσουνα τότε; Δεκατριών, δεκατεσσάρων; Θα φόραγες ακόμη κοντά παντελόνια και θα ζωγράφιζες γυμνές στο τετράδιό σου.
Ο Γιώργος έγλυψε τα χείλη του. Ένιωθε στενάχωρα κάτω από τη διαπεραστική ματιά του Δημήτρη.
Όλη η συζήτηση, του ήταν μάλλον δυσάρεστη και καθόλου ενδιαφέρουσα. Ονόματα που δεν τα ήξερε ή δεν τα είχε ακούσει καθόλου, αποτελούσαν το κύριο θέμα, Στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, Ναύαρχος Κουντουριώτης, Συνταγματάρχης Νεγρεπόντης, Στρατηγός Ζυμβρακάκης. Ο Κώστας μίλαγε για τη Μακεδονία και τους Βουλγάρους, κι ο Γιώργος θυμόταν φωτογραφίες με κρεμασμένους που είχε δει. «Νέες ενδείξεις εγκλημάτων από τους χαμερπείς Βούλγαρους».
Ένας λοχαγός πλησίασε το τραπέζι, πήρε μια χούφτα μύγδαλα και είπε:
- Έχετε και νεοσύλλεκτο μαζί σας βλέπω.
Ο λοχαγός ήταν ωχρός, και κιτρινιάρης. Τα μαλλιά του ήταν λαδωμένα, είχε μια σειρά από μικρές ελιές στο σαγόνι κι ένα πολύ λεπτό, μαύρο μουστάκι, καλοψαλιδισμένο, που έμοιαζε με φρύδι κοκότας. Ο Δημήτρης τον κοίταξε χωρίς να του απαντήσει. Ο λοχαγός πήρε και δεύτερη χούφτα μύγδαλα.
- Ασφαλώς τον εκπαιδεύετε για να γίνει Βενιζελικός. Κάθεται κάτω από τη φωτογραφία του Στρατηγού Δαγκλή.
- Δεν είναι κι άσχημο αυτό, παρατήρησε ο Δημήτρης. Μη ξεχνάς ότι χρησιμοποιούμε όπλα Σνάιντερ – Δαγκλής σ’ όλη τη Μικρά Ασία.
- Αλήθεια τα έχεις δει; ρώτησε σαρκαστικά ο λοχαγός. Νόμιζα πως δεν βγήκες καθόλου απ’ τη Σμύρνη.
- Πάω κι έρχομαι, απάντησε ο Δημήτρης, τεντώνοντας το χέρι του για να φανεί ο επίδεσμος που είχε στον καρπό. Το έπαθα αυτό κοντά στη Μπεργκάνα. Και συ πού βρίσκεσαι, κύριε λοχαγέ;
- Στον Τσεσμέ.
- Το καταφύγιο; Σε ζηλεύω.
- Το ενδιαφέρον σου με συγκινεί, είπε ο λοχαγός ανταποδίδοντας την ειρωνεία.
Ο Δημήτρης γύρισε στον Γιώργο:
- Να σου συστήσω το Λοχαγό Λουκά Μαυροπέτρο, απ’ την Αθήνα.
Και με σιγανή φωνή:
- Ένας σκατάς βασιλόφρονας.
- Ουσιαστικά ο Δαγκλής είναι λιποτάκτης, είπε ο λοχαγός. Ανεξάρτητα από το πόσο τον θαυμάζεις, το γεγονός είναι ότι παράκουσε τον πιο θεμελιώδη κανόνα της στρατιωτικής πειθαρχίας. Μπορούσε να είχε εκτελεστεί.
- Δεν εκτελέστηκε όμως, παρατήρησε ο Δημήτρης.
- Ήταν τυχερός, είπε ο λοχαγός.
- Εν πάσει περιπτώσει, υπάρχουν κι άλλοι για να πάρουν τη θέση του. Η αίθουσα είναι γεμάτη καθώς βλέπεις. Ύστερα από δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια, οι τοίχοι θα είναι γεμάτοι από τις φωτογραφίες αυτών των νέων.
- Ή στη γραμμή, απέναντι στον τοίχο, είπε ο λοχαγός.
Ο Δημήτρης γέλασε κι άπλωσε το χέρι του για τη μποτίλια με το ρακί.
- Να σε κεράσουμε ένα ποτό, κύριε λοχαγέ. Γιορτάζω σήμερα.
- Όχι τώρα.
- Τι συμβαίνει, κύριε λοχαγέ. Λυπάσαι γιατί μπήκαμε στον πόλεμο με την παράταξη που κέρδισε τον πόλεμο;
- Όχι.
- Λυπάσαι που είμαστε μαζί τώρα στη Σμύρνη;
- Όχι.
Ο λοχαγός σκούπισε το μουστάκι του με την άκρη του δάχτυλου.
- Όχι, αναγκαστικά.
Έβγαλε ένα κουτί με καπνό από την τσέπη του.
- Γιατί όμως μαθαίνεις ένα νεαρό να μιμηθεί έναν αξιωματικό που πήρε μέρος σε κίνημα για να ρίξει την κυβέρνηση;
- Ο νεαρός για τον οποίο μιλάς, είναι σε ηλικία να σκέφτεται μόνος του, είπε ο Δημήτρης. Όσον αφορά εμένα, έχω να πω το εξής. Ένας αξιωματικός έχει καθήκον να υπερασπίσει τα συμφέροντα της χώρας του. Αν τα συμφέροντα της πατρίδας του επιβάλουν να πάρει θέση ενάντια στην κυβέρνηση, πρέπει να το κάνει. Όταν ο αξιωματικός βάλει τη στολή δεν σημαίνει ότι παύει να είναι και πολίτης.
- Δεν είναι αυτό το θέμα, απάντησε ο λοχαγός. Ακούμπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι κι έγειρε προς τα μπρος. Το ωχρό του πρόσωπο γυάλιζε από ιδρώτα. Το θέμα είναι ότι έτσι διαιρείται η χώρα και οι δυνάμεις της φθείρονται. Πολιτικοί γίνονται στρατιώτες και στρατιώτες αναλαμβάνουν καθήκοντα υπουργών.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α.. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 111-117
Με του Βορηά τα κύματα...
Εις ένα ωραίον τρίστρατον. —Ο Διογένης.
Μετά τόσην ήδη περιοδείαν και τόσας συγκινήσεις, ας αναπαυθώμεν εις το Τρίστρατον της Αγίας Φωτεινής. Είναι η μεγαλυτέρα αρτηρία της πόλεως αυτή η μικρά λωρίδα. Το πέρασμα, οπόθεν, τρυγόνες και περιστεραί, διέρχονται αι γυναίκες, και οπόθεν κατά Κυριακήν, μετά την λειτουργίαν, οι Σμυρναίοι τριών συνοικιών κατέρχονται εις την θάλασσαν κάτω, εις το quais, εις την αγοράν να είπωμεν, να καθίσουν εις τα καφενεία, να συνεννοηθούν δια τας υποθέσεις των, να κλείσουν τα βιβλία της περασμένης εβδομάδος και ν’ ανοίξουν τα της νέας. Πολυσύχναστον αυτό το μικρόν τρίστρατον και πολύ καθαρόν. Εις την πολλαχώς τεθλασμένην αυτήν γραμμήν, άνω και κάτω, μέσα εις τον ελληνικότατον Φραγκομαχαλάν, τον μη έχοντα άλλην ιδιαιτέραν εμπορικήν αξίαν, ή μόνον ότι τα πράγματα του Τσαρσίου αγοράζεις υπερτιμημένα εις το διπλούν, συγκεντρούται όλον το εμπόριον της πολυτελείας και των συρμών. Καθίσαμεν εις το μικρόν και ευτελές εκείνο παγοπωλείον, όπερ όμως πωλεί τα δροσερότερα παγωτά, από φυσικόν πάγον από χιόνι του βουνού πάλλευκον, τα καθαρότερα παγωμένα ποτά. Κατέναντι ο «Διογένης» με τον πάνοπλον ανατολίτην φρουρόν του εις την είσοδον. Ουχί ο ρακένδυτος φιλόσοφος της αρχαιότητος, αλλ’ έτερος πλούσιος και επιδεικτικότατος ως κανένας Γοργίας. Είναι ο Διογένης της Σμύρνης μέγα εμπορικόν κατάστημα ή μάλλον παγκατάστημα, απέραντον και δίπατον. Εντός των ευρυχώρων τμημάτων του περικλείεται ολόκληρος η οδός Ερμού των Αθηνών. Αυτός είναι ο Διογένης, όπου χωρίς φανόν δύνασαι να συναντήσεις ουχί μίαν γυναίκα αλλά πολλάς. Είναι ούτως ειπείν η βιτρίνα η παμμεγίστη, εν η εκτίθεται όλος ο πλούτος και η γοητεία της Ανατολής, περιβεβλημένα την τέχνην την απαράμιλλον της Δύσεως. Η Ανατολή είναι προορισμένη πάντοτε να χορηγεί την πρώτην ύλην εις την Δύσιν. Και μήπως μίαν φοράν δεν εχορήγησεν εις τον κόσμον και το πρώτον ανδρόγυνον;
Μέσα στα γιασεμιά...
Η ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ
Μισή ώρα αργότερα κτύπησε η πόρτα και η Πελαγία που ήτανε στο δώμα και τα διηγότανε της κυρίας Αμαλίας, κατέβηκε τις σκάλες με βία και μισοάνοιξε. Εις το επάνω σκαλοπάτι στεκότανε μια κυρία με γάντια τουαλεταρισμένη και με καπέλο του οποίου το πράσινο πουλί έκαμε στην υπηρέτρια καταπληκτική εντύπωση.
Εδώ είν’ η κυρία σου;
Η Πελαγία τα έχασε. Έγινε κατακόκκινη και αρχίνησε να ξύνεται.
Από μέσα από το σαλόνι έφτασε σβησμένη η φωνή της κυρίας Στάναινας.
—Πες πως βγήκα… πες πως βγήκα…
—Α, α, έκαμε γελώντας η κυρία που ευρισκότανε στο τελευταίο σκαλοπάτι και είχε πια τοποθετήσει τη μύτη του λουστρινένιου σκαρπινιού της εις το έμβασμα της αυλής, — πες πως την άκουσα.
Και έπειτα φωνάζοντας επρόσθεσε με τόνο συρτό και παράξενο:
—Είμαι εγώ Φωφώ… Ήρθα να σε πάρω να πάμε στο Κε.
—Καλώς την, καλώς την, εφώναξε από μέσα η κυρία Στάναινα. Πέρασε Πολυξένη στη σάλα. Μια στιγμή γιατί μ’ έπιασε πάλι ο νευρικός πονοκέφαλος.
—Μα δε σου είπα ευλογημένη, απάντησε η επισκέπτρια,— ρίχνοντας ενώ έμπαινε στη σάλα ματιές εξεταστικές στην αυλή για να ιδεί αν ήτανε καλά τριμμένα τα μάρμαρα,— να κόβεις πατάτες στρογγυλά κομμάτια και με ένα τουλπανάκι να τις δένεις στο κούτελό σου; Είναι το μόνο γιατρικό…
—Για φαντάσου, είπε από μέσα η κυρία Στάναινα. Εσιάχτηκε λιγάκι στο καθρέφτη του σαλονιού, έδωκε στη φυσιογνωμία της μια έκφραση γαλήνια και μπήκε στη σάλα της οποίας το ταπέτο με τα αγκαλιασμένα περιστέρια, εξακολουθούσε να είναι αναποδογυρισμένο.
—Σιάξε το ταπέτο Πελαγία, είπε η κυρία της, μόλις φίλησε τη κυρία Πολυξένη και εκάθησε κοντά της στο καναπέ. Αχ αυτές οι βρωμόγατες θα μου καταστρέψουν τα έπιπλά μου.
—Υποφέρετε και σεις από τις γάτες σας; ρώτησε η κυρία Πολυξένη. Μια την έχω, μα είναι σαν μωρό παιδί. Ξέρετε τι μούτρα έχει; Και σου είναι μια κλέφτρα, αλλά έλα που είναι κυνηγιάρα.
—Δόξα τω Θεώ, ποντικούς δεν έχουμε σ’ αυτό το σπίτι. Μα οι ψύλλοι μ’ έχουν αφανίσει. Να δεις τα πουκάμισά μου………
—Το ίδιο υποφέρω κι εγώ. Καλέ καταντώ να κοιμούμαι θεόγυμνη. Έβαλα όμως κουνουπιέρα και έτσι είμαι τουλάχιστον ήσυχη από τα κουνούπια.
Η Πελαγία είχε βγει έξω τρέχοντας στο δώμα να αποτελειώσει την αφήγησή της στη κυρία Αμαλία, που επρόκειτο αύριο να κατεβεί πια στο Φραγκομαχαλά και να της ζητήσει το κτενάκι με τα διαμαντάκια που της το είχε ταμένο.
—Είπαμε για γάτες, αλλά κυρία μου Πολυξένη, αυτές οι αχαΐρευτες οι δούλες δεν είναι η καταστροφή των σπιτιών μας;
—Εμένα μου τα λες; «Ξένο τρέφεις, σκύλο τρέφεις». Σε βλέπω όμως συγχυσμένη, κάτι θάχεις.
—Πως να μην είμαι συγχυσμένη; Δε γυρίζεις να κοιτάξεις εκεί πέρα την εταζέρα μου σε τι χάλια βρίσκεται;
—Ηβοί! καλέ αυτή είναι ξεχαρβαλωμένη, και όλο το μπιμπελό κομμάτια!
—Η δούλα μου την έκανε σ’ αυτή την κατάσταση.
—Μα και καλά, στραβή ήτανε, Θε μου συχώρεσέ με.
—Έλα ντε.
—Να τα περάσεις στο λογαριασμό της.
—Ακούς εκεί.
—Και πως έγινε αυτή η ζημιά;
—Είναι γιαβουκλουδού. Έχει ένα σωρό αγαπητικούς και τρέχει κάθε ώρα και λιγάκι στο παράθυρο, έτσι σαν τρελή και ρίχνει ό,τι βρει μπροστά της. Μα ξέρεις τι κόπο που μου κάνει αυτό το πράμα; Και όπως την έχω υποδεμένη και είναι πάντα χτενισμένη, όποιος περνά το βράδυ στα σκοτεινά, μπορεί να υποθέσει πως είναι η Άννα μου και κάνει κόρτε. Και αυτό το πουλάκι μου, άντρας τι θα πει δε ξέρει.
—Καλέ δε τη στέλνεις στο διάβολο. «Ψωμιά στο μοναστήρι…»
Εκείνη την ώρα ακούστηκε από το πλαϊνό δωμάτιο ένας λυγμός της Άννας, που ριγμένη σ’ ένα καναπέ, είχε αγκαλιασμένη μια μαξιλάρα κ’ έκλαιγε απαρηγόρητα.
—Μα… κλαίει κανείς;
—Είναι η Άννα, το πουλάκι μου. Εσυγχίστηκε κι αυτό το κακόμοιρο… Μάλιστα, στο θυμό μου επάνω άρπαξα ένα βαζάκι, απ’ αυτά τα σπασμένα, να το σαβουρντίσω στο κεφάλι της Πελαγίας και βρήκα την Άννα μου στο σαγόνι. Είμαι νευρικιά κι εγώ.
Αλλάζοντας ευθύς τόνο στη φωνή της επρόσθεσε:
—Για φώναξέ την εσύ…
—Άννα!… Έλα ψυχή μου… Άφησε τα κλάματα γιατί ασχημίζουν όποιοι κλαίνε… Σήκω και ήρθα να πάμε στο Κε… Θα πάρωμε και παγωτό.
Εκείνη από μέσα έκλαιγε τώρα με περισσότερη επίδειξη, αφήνοντας να παίρνει δρόμο ο κλαυθμός που στριβότανε πριν στο λαρύγγι της.
—Άννα come hier… είπεν η μητέρα της και αποτεινομένη έπειτα στη κυρία Πολυξένη, επρόσθεσε: Εγώ πετιέμαι να σιάξω λιγάκι τα μαλλιά μου και να περάσω ένα φόρεμα. Δε θα κάνω δα και μεγάλες τουαλέτες. Έλα. Είναι κλεισμένη στο πλαϊνό δωμάτιο. Μέρωσέ την και βάλτηνε να ντυθεί.
Και ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια η κυρία Στάναινα, είπε δυνατά στη κόρη της με χαϊδευτική φωνή, έτσι για να την ειδοποιήσει πως τα σκέπασε τα πράγματα.
—Δε σε μάλωσε κανείς, μυγιάγγιχτη! Η Πελαγία έκανε τη ζημιά.
Έπειτα από λίγη ώρα η Άννα διηγότανε γελαστή στη κυρία Πολυξένη τι σχέδιο θα είναι το καινούριο μπολερό που θα της κόψει η μαμά της, ενώ η μαμά της εις το επάνω πάτωμα περνούσε στ’ αυτιά της τα μονόπετρα σκουλαρίκια, που πριν κάμποσο καιρό είχε πουλήσει τα διαμάντια τους για ν’ αγοράσει κουρτίνες της σάλας, αντικαθιστώντας τα με ψεύτικα. Εκτενιζότανε στο καθρέφτη, και έτσι, χωρίς να το συλλογισθεί, αρχίνισε να τραγουδάει με διαπεραστική φωνή, το τραγούδι που είχε ανεβεί στα χείλη της:
«Και πότιζε βασιλικό
Μαύρα ’ν’ τα μάτια π’ αγαπώ».
Μετάβαση στο σημείο: Στην καρδιά της πόλης