Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης Τουρκομαχαλάς (Τουρκική συνοικία)
Πίσω απ’ το Κονάκι, απλωμένη ως τις παρυφές του Όρους Πάγου (Kadifekale), είναι η μεγάλη συνοικία των Τούρκων, ο δικός τους μαχαλάς. Η Σμύρνη πέρασε στα χέρια των Μουσουλμάνων Aydinoglu, Τουρκομάνους εμίρηδες του Αϊδινίου στις αρχές του 14ου αιώνα. Στην Οθωμανική αυτοκρατορία ανήκε πλέον το 1425. Αυτοί ήταν οι πρώτοι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στην άνω πόλη της Σμύρνης. Έκτοτε μετά από κάθε μεγάλη πολεμική σύρραξη (Κριμαϊκό Πόλεμο του 1854, Ρωσοτουρκικό του 1877-78, Βαλκανικούς πολέμους, ανταλλαγή πληθυσμών το 1923), μουσουλμάνοι μεταναστεύουν στη Σμύρνη, για να κατοικήσουν στη συνοικία kefe, μεταξύ δηλαδή του Πάγου, των παλαιότερων γειτονικών συνοικιών και των μουσουλμανικών νεκροταφείων. Διακρίνουμε αυτούς τους πληθυσμούς με βάση το θρήσκευμα και για λόγους αναγνώρισης αναφερόμαστε σε Τούρκους. Αυτό συμβαίνει, διότι η θρησκεία αποτελεί το κύριο ενοποιητικό χαρακτηριστικό τους, ενώ σε επίπεδο εθνικότητας και διαλέκτου παρουσιάζουν ποικιλομορφία λόγω της χώρας προέλευσής τους. Είναι Τούρκοι, αλλά και Βόσνιοι, Τάταροι, Αλβανοί, Τσερκέζοι κ.α.
Στον Τουρκομαχαλά κατοικούν μουσουλμάνοι των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων, εργάτες, αχθοφόροι, βαρκάρηδες, τεχνίτες κ.ο.κ. Ωστόσο στη Σμύρνη υπάρχουν και εύποροι Οθωμανοί. Είναι μεγαλογαιοκτήμονες, στρατιωτικοί, ιδιοκτήτες χανιών και ορισμένοι απ’ αυτούς διατηρούν προνομιακή σχέση με το Σουλτάνο και την Υψηλή Πύλη. Πολύ λιγότεροι ανήκουν στην ανερχόμενη μεσαία τάξη των εμπόρων και των μορφωμένων. Οι ευκατάστατοι Οθωμανοί επιλέγουν άλλες συνοικίες για να χτίσουν τα κονάκια τους, μεταφερόμενοι είτε στην προκυμαία και τη Μπέλλα Βίστα, είτε και στα προάστια της Σμύρνης, όπως το Γκιοζ Τεπέ, ο Μπουτζάς και ο Μπουρνόβας, περιοχές που τους δίνουν αφενός άνεση και κύρος, αφετέρου μεγαλύτερη ευελιξία ώστε να διαχειρίζονται τις μεγάλες εκτάσεις γης που κατέχουν.
Σ’ αυτή την ενότητα να διακρίνετε και να ταξινομήσετε κατ’ αρχήν τις αφηγηματικές φωνές. Ποιοι μιλάνε για ποιους; Πώς οι Έλληνες βλέπουν και αντιμετωπίζουν τους Τούρκους και αντίστροφα; Υπάρχουν στερεότυπες εικόνες για τον αλλοεθνή και τον αλλόθρησκο; Ποιοι αισθάνονται ξένοι και ποιοι κυρίαρχοι στην πόλη και πώς αυτό εγγράφεται στην κοινωνική χρήση του αστικού χώρου;
Στου Χατζηφράγκου...
Αφού προσκυνήσανε τον Άγιο συνεχίσανε τον ανήφορο μέσ’ από τον τουρκομαχαλά. Μια γαλήνη ανατολίτικη βασίλευε σε τούτα τα σοκάκια. Οι δύο δάσκαλοι αποφεύγανε, για το ασύγχυστο, να σηκώσουνε τα μάτια τους στα καφάσια, που από κει πίσω σίγουρα κρυφοβλέπανε οι χανούμισσες. Πού και πού ένας Τούρκος, περαστικός ή στην πόρτα κάποιου μικρομάγαζου, τους έριχνε μιαν αδιάφορη ματιά. Μα ένας ή δυο, φτύσανε από πίσω τους. Καθώς περνούσανε μπρος από ένα τζαμί, ένα σμάρι περιστέρια σηκώθηκε απ’ τη αυλή και φτεροκοπούσε, γκρίζο με πρασινογάλαζες νεροφεγγιές, αέρινο, γύρω στους μολυβένιους τρούλους και στον άσπρο μιναρέ. Ένας χότζας, με καφτάνι και πράσινο σαρίκι, που έβγαινε απ’ την αυλή του τζαμιού, χαιρέτησε τους δάσκαλους με τεμενέ, φέρνοντας το χέρι του πρώτα στην καρδιά ύστερα στα χείλια και στο κούτελο. Τον αντιχαιρετίσανε βγάζοντας το καπέλο τους.
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
Η Σμύρνη στα 1888. Στους φτωχομαχαλάδες
«Ζέστες!» έκανε η Ευταλία ανοίγοντας το παράθυρο του σπιτιού της. Της ήρθε ένας λίβας. «Θα καούμε σήμερα. Φύλλο δεν κουνάει!»
«Ζέστη πολλή σήμερα» φώναξε από απέναντι η Βασιλεία, που άνοιγε κι εκείνη τα παντζούρια της την ίδια ώρα. «Να δεις που θα φέρουν σεισμούς αυτές οι ζέστες. Αλίμονό μας. Τα ’μαθες για τη Ζαχαρούλα;»
Πως κατάφερνε η ρουφιάνα κα συντονιζόταν τόσο καλά, ν’ ανοίγει τα βολέ της την ώρα που τ’ άνοιγες κι εσύ;
Η Βασιλεία έστριψε το κεφάλι προς τη μεριά του σπιτιού της Ζαχαρούλας και μύρισε τον αέρα. Τι να μαγείρευαν αυτές σήμερα;
«Κιοφτέδες!»
Κάθε μέρα που ξημέρωνε στη Σμύρνη, ξεκίναγε ίδια κι απαράλλαχτα με την προηγούμενη. Άνοιγαν οι μαχαλιώτισσες τα παράθυρα, να μπει το πρωινό αεράκι, να ξεμυρίσει η κάμαρη απ’ τα χνώτα του ύπνου. Έβγαζαν στα παράθυρα τα σεντόνια για να αεριστούν και να λιαστούν. Τίναζαν το πατσαβουράκι κι έπιαναν την πάστρα.
Άρχιζαν το συγύρισμα, μουρμουρίζοντας για τα πεταμένα πράγματα των παιδιών τους. Πουκάμισα, παιχνίδια, βρακιά, ζωνάρια, μολύβια, όλα κουβάρια σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Σκυφτές έφερναν το σπίτι δυο-τρεις γύρες γκρινιάζοντας για τη μοίρα τους.
«Μαζεύω, μαζεύω και τελειωμό δεν έχω. Μια ζωή μαζεύω!» Οβραίες, καθολικές, Τούρκες, Αρμένισσες, Ρωμιές, οι Σμυρνιές όλες, σε όλους τους μαχαλάδες, κάναν κάθε μέρα τις ίδιες επικύψεις.
Άνοιγαν μετά την πόρτα κι ορμούσαν για το μανάβη της γειτονιάς, να ψωνίσουν τα της ημέρας. Σαν ερχόταν η ώρα να ακουστεί ο μουεζίνης από το μιναρέ, ο τέντζερης έπρεπε να έχει μπει στη φωτιά και το φαΐ να βράζει. Αν είχες καμιά φορά κρέας της προκοπής στο φτωχομαχαλά, άνοιγες τα παραθύρια σου φαρδιά πλατιά, για να μυρίσει η γειτονιά τις σπατάλες σου και να ζηλέψει την αρχοντιά σου. Αν φώναζε ο μουεζίνης κι εσύ ήσουν ακόμη στο νεροχύτη να καθαρίζεις τις πατάτες, είχε τη φαγούρα πως σε πήρε η νύχτα και τίποτε άλλο δε θα προλάβαινες να κάνεις. Μήτε τα βασιλικά, μήτε τα γλυκά, μήτε τα κεντινά, μήτε την «ενημέρωση». Με τα χρόνια, πολλές πίστευαν πως αυτό είναι η ζωή και τίποτε άλλο.
Το σοκάκι μας ήταν στην άκρη του Ρωμιομαχαλά, αλλά και πρώτο στον Τουρκομαχαλά. Δυο σπίτια πιο κάτω από μας έμενε η Ζαχαρούλα με τις δυο της κόρες και το γιο. Τη Λευκοθέα, την πιο μεγάλη απ’ τους τρεις, την είχε σπουδάσει η κυρα-Ζαχαρούλα γλώσσα. Γαλλικά. Καλό κορίτσι ήταν αυτό. Και την είχε μάθει δαντέλες και κοπανέλι μπουρνοβιότικο, για να βγάζει το ψωμί της στα πλουσιόσπιτα, που έστρωναν δαντέλες παντού. Η Φωτεινή η μικρότερη, το καμάρι του μαχαλά, ήταν όμορφη, αλλά βλίτο από τα λίγα. Ό,τι της έλεγες το ’χαβε.
«Ξέρεις, Φωτεινή, γιατί οι αϊδινιώτισσες παραμάνες είναι οι καλύτερες;» την πείραζε ο μικρός της αδελφός.
«Γιατί;» ρωτούσε η Φωτεινή.
«Γιατί έχουν τρία βυζιά!»
«Αα!» έκανε η Φωτεινή κι απέκλειε παντελώς για τον εαυτό της αυτό το επάγγελμα, αφού εκείνη, δυστυχώς, είχε μόνο δύο.
Ο Μηνάς ήταν ένας από τους γιους της γειτόνισσάς μας, της Βασιλείας της Ντέμε. Από τους γιους της Βασιλείας είχαν ζήσει τέσσερις κι όλες –εφτά τον αριθμό– αρσενικές γέννες.
Δίπλα από τη Βασιλεία, κατάκαρσι σ’ εμάς, ζούσε η Πηνέλα με τον άντρα της τον ψαρά και τους δυο της γιους. Ο ψαράς κι η Πηνέλα είχαν μεγαλύτερο σπίτι, με δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόντουσαν στρωματσάδα και στο άλλο είχαν το τραπέζι, μπροστά από το κουζινάκι, όπου περνούσαν τη μέρα τους. Αυτοί κοιμόντουσαν με βάρδιες, γιατί ο ψαράς έφευγε νύχτα για τις ψαριές στον κόλπο. Και ο κόλπος της Σμύρνης ήταν πλούσιος σε αλιεύματα. Φαγκριά, τσιπούρες, μπαρμπούνια, μουρμούρες, αστακοί, κολλιοί τον Αύγουστο, ψάρια περαστικά μεγαλύτερα, που έρχονταν το βράδυ να φάνε τα μικρά και μπλέκανε στα δίχτυα του κυρ Αργύρη. Ο ένας γιος ακολουθούσε τον πατέρα. Ψαράς κι αυτός. Ο άλλος δούλευε φαναρτζιδάκι. Ζωνόταν το σακί κάθε μέρα με τα εργαλεία και γυρνούσε τις γειτονιές να φτιάξει τα άφτιαχτα. Αν καμιά φορά τον παίρναν στα γιαπιά, να δουλέψει με την κατασκευή, ήταν καλή δουλειά και γλίτωνε κι απ’ τον ποδαρόδρομο. Έφερνε τότε στο σπίτι μοσχαράκι, να το κάνει η μάνα του ατζέμ.
Η κυρα-Πηνέλα το ψάρι το παίνευε, για να τ’ αγοράζουν οι άλλες από το καλάθι του Αργύρη, που το ’φερνε γύρα στο μαχαλά κάθε πρωί.
«Τι νοστιμιά αυτή του ψαριού!» έλεγε η κυρα-Πηνέλα πηγαίνοντας στο μανάβη για να αγοράσει τα τριγύρω του ψαριού: παντζάρια, σέσκουλα, καρότα. «Κανένα άλλο φαγώσιμο δεν την έχει!»
Αλλά εμετός της ερχόταν, και σ’ αυτήν που τα ξεκοίλιαζε απ’ τ’ άντερά τους και στα παιδιά της, σα γύριζαν σπίτι κι έβρισκαν πάλι ψάρια στο τραπέζι.
«Πάλι ψάρια, βρε μάνα;»
«Πάλι, και να λέτε και δόξα το Θεό που ’χουμε και τρώμε!»
Το δικό μας σπίτι έτρωγε απ’ όλα. Ό,τι είχαμε από μπεζαχτά, τα δίναμε στο φαγητό. Η Ευταλία ποτέ δεν στέρησε το τραπέζι από τίποτα. Εξόν από τ’ απαραίτητα, που ήταν το πετρέλαιο για τη λάμπα, το κάρβουνο για το μαγκάλι του χειμώνα, δυο αλλαξιές ρούχα για την Κατίνα –εμένα δηλαδή– και την Αννεσώ, όλα τ’ άλλα τα ρίχναμε στην κοιλιά μας. «Ζητάει το ψωμοσάκουλο, ζωή να ’χει» έλεγε η Ευταλία και μαγείρευε. Μαγείρευε νόστιμα. Λιχούδικα. Ούτε μπουκιά δεν αφήναμε στα πιάτα μας, και με το ψωμάκι, που το ’ψηνε κι αυτό στο φούρνο, φέρναμε γύρα τη σάλτσα, για να γλείψουμε και το τελευταίο της χνάρι.
Η Αννεσώ σήκωνε τότε το πιάτο και το ’δειχνε στη θεία Ευταλία με χαμόγελο!
«Είδες» της έλεγε εκείνη, «ούτε πλύσιμο δε θέλει τώρα».
Καμάρωνε η Ευταλία για τη μαγειρική της, όπως καμαρώνανε κι όλες οι νοικοκυράδες στη Σμύρνη για τα φαγητά που έκαναν στους αντράδες τους. Και τα γλυκά. Τι γλυκά, Θεέ μου! Καμία δεν είχε τον τέντζερη σαν αγγαρεία. Εξόν, ίσως, από την ξαδέλφη μου τη Δέσποινα. Αλλά εκείνη είχε αποπίσω τη μάνα της, τη θεία τη Φούλα, να τη μαζεύει, να τη συγυρίζει, να τη μαντάρει, να την ταΐζει…
Αυτό που ζηλεύαμε όμως περισσότερο στα γειτονικά σπίτια ήταν η αντρική παρουσία. Το σπίτι θέλει έναν άντρα. Άντρα δυνατό. Η Πηνέλα είχε τον ψαρά. Παραδίπλα μια Τούρκα είχε τον Οσμάν. Ούτε μια μπουκιά φαΐ δεν μπορούσε ο Οσμάν να φέρει στα Τουρκάκια του και στη χανούμα του, την Ισμάρ, αλλά υπήρχε ο ίσκιος του μέσα στο σπίτι και μαζί μ’ αυτόν υπήρχε και μια αδιόρατη σιγουριά. Η Ζαχαρούλα είχε τον άντρα της, τον κυρ Λευτέρη. Σαν ερχόταν η ώρα να τα βρούνε σκούρα, πέταγαν όλες την κουβέντα του θανάτου: «Τώρα που θα γυρίσει ο πατέρας σου, θα του τα πω όλα και θα σε κανονίσει, κακοσούρα μου. Τώρα… Περίμενε και θα δεις».
Εμείς πατέρα στο σπίτι μας δε είχαμε. Αφήκαμε τα λείψανά του εκεί πίσω, στο χωριό, στην Καππαδοκία, και πήραμε τους δρόμους για καλύτερες μέρες. Αφήκαμε πίσω μας και τη γιαγιά μου, την Ελένη, που αποφάσισε να ζήσει μόνη της στο χωριό. Αυτό με πόνεσε πολύ περισσότερο. Μας μάζεψε η Ελένη έναν μπόγο, έφτιαξε ντομαλδί για το δρόμο, μας σταύρωσε, μας έδωσε ό,τι οδηγίες ήξερε και δεν ήξερε για τη ζωή. Μας έβαλε στην τσέπη ό,τι παράδες είχε μαζέψει από τα τελευταία ζώα που είχαν πουληθεί. Φορτωθήκαμε στο κάρο του Μπουρ μπέη, που θα πήγαινε για Τουζ γκιολού, φορτωμένο με γίδινα τομάρια κι αλογίσια πέταλα. Και φύγαμε. Θα πηγαίναμε για τα παράλια, να αφήκουμε την Αννεσώ στον πατέρα της στο Τσεσμέ, κι εμείς θα τραβάγαμε για το Ισμίρ γιουνάν, όπου ζούσε η ξαδέλφη της μάνας μου, η Φούλα. Η Φούλα ήταν κόρη της κυρα-Ζαπφώς, αδελφής της γιαγιάς Ελένης. Φύγαμε από το χωριό για να βρούμε την πόλη, που είχε πιο ανοιχτά μυαλά, να δεχτεί εμένα και τη μάνα μου. Ξεκινήσαμε στις τέσσερις το πρωί, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1887. Είχα κλείσει τα εννιά και περπάταγα για τα δέκα.
Γιατί άραγε; Γιατί η Ευταλία πήρε αυτή την απόφαση; Γιατί έπρεπε να φύγουμε από το χωριό μας; Γιατί έπρεπε να φύγουμε από τη νενέ Ελένη; Είχα κι άλλη μια γιαγιά, που την είδα μόνο μία φορά όταν θάψανε τον πατέρα. Εκείνη καθόταν μπροστά στον τάφο τυλιγμένη στο καφτάνι και το φερετζέ. Δεν ήξερα αν έκλαιγε ή αν απλώς στεκόταν.
Μας κοίταξε επίμονα χωρίς να μιλήσει, από μακριά, για μερικά λεπτά, κι έφυγε με άλλες τρεις μαυροφέντανες γυναίκες.
Τρεις βδομάδες κράτησε το ταξίδι. Πότε με το κάρο, πότε ποδαράτες. Φορτωνόμουνα εγώ τον μπόγο κι η μάνα γαϊδουρόπλατα την Αννεσώ, που ήταν δεκαοχτώ μηνών.
Η Αννεσώ ποτέ δε μίλησε τούρκικα. Έφυγε, βλέπεις, πολύ μικρή από το χωριό. Που και που, σου πετούσε κάνα «μπενί ραχάτ μπρακ», αλλά αυτό ήταν όλο. Εγώ δυσκολεύτηκα με τα ελληνικά, αλλά σιγά σιγά η γλώσσα μου έλυσε. Ό,τι ελληνικά μιλούσα στο χωριό, τα μιλούσα με τη γιαγιά. Με τη μάνα και τον πατέρα, μόνο τούρκικα.
Αλλά στη Σμύρνη, για να επιζήσεις, έπρεπε να μιλάς ελληνικά. Εσύ κι όλοι οι άλλοι. Τούρκοι, οβραίοι, κατολίκ, όλοι ελληνικά. Τούρκοι στο χωριό υπήρχαν πολλοί.. Τούρκοι στη Σμύρνη πολλοί, αλλά υποτακτικοί. Στο χωριό φοβόμαστε εμείς. Στη Σμύρνη οι εγκρατείς ήταν αυτοί. Τα σχολεία ήταν ελληνικά κι η Ευταλία μ’ έστειλε τρία χρόνια σε σμυρνέικο Παρθεναγωγείο για γραφή, αριθμητική κι ανάγνωση. Τον πρώτο χρόνο, σπούδασα στο φιλόπτωχο Παρθεναγωγείο «Άγιον Πνεύμα». Αλλά μόλις έμαθε η μάνα μου πως το σχολείο αυτό το συντηρεί η Ελληνική Τεκτονική Στοά, τρόμαξε. Φαντάστηκε πως θα με παρασύρουν στις βουλές του Διαβόλου. «Τέκτονες» έλεγε, «μασόνοι… δε μ’ αρέσει αυτή η λέξη». Τη συνέδεσε στενά με σκοτάδια, μυστικισμούς κι οβραίους και βάλθηκε να με βάλει αλλού. Εκλιπάρησε, έτρεξε, ρώτησε και κατάφερε να με πάρουν στο «Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» στην οδό Μεϊμάρογλου. Ήταν πολύ καλύτερο σχολείο κι είχε και συσσίτιο για τις άπορες.
Το σοκάκι μας ήταν στην άκρη του Τουρκομαχαλά. Πιο πέρα, άρχιζαν οι ρωμαίικοι φτωχομαχαλάδες, τα αλάνια. Αν έστριβες αριστερά, έπεφτες στους οβραίους, κι αν έπαιρνες το δρόμο στα δεξιά, ήταν οι Αρμεναίοι. Οι πιπεριές. Εκεί ζούσαν οι Αρμένισσες, σαβανωμένες ως τα μπούνια. Φορούσαν φερετζέ τρεις φορές πιο χοντρό από τις Τουρκάλες, που τον στερέωναν στην κορφή της κεφαλής τους, πάνω από ένα καλυμμαύχι τετράγωνο σαν του δικού μας του παπά στην εκκλησία. Οι μικρές Αρμενίτσες δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους για να παίξουν στους δρόμους. Μόνο μεγάλες γυναίκες κυκλοφορούσαν, αλλά κι αυτές αραιά και πού. Αν τυχόν και ξεμονάχιαζαν καμιά απ’ αυτές οι Ρωμιοί –θαύμα θα ήταν βέβαια το πώς– ξετρελαίνονταν από τη γλύκα που είχε αυτό το βλέμμα τους. Πολλές είχαν μάτια γαλάζια κι ήταν άσπρες και ξανθές. Κι όσο πιο ξανθές ήταν, τόσο περισσότερο τις έκρυβαν οι μανάδες τους κάτω από τόπια και τόπια χοντρό ύφασμα.
«Αν είχα εγώ ένα αρμενέικο φουστάνι να το λιανίσω» έλεγε η Ευταλία, «ως και ριντό στα παράθυρα θα ’βαζα. Μα, τέτοια σπατάλη!»
Για να μη φαίνονται τα χέρια τους, έραβαν ειδικές τρύπες στα ράσα τους, να τα περάσουν μέσα. Άλλο τρόπο δεν είχες για να δεις την ηλικία τους, από το πόσο ζωντανό ήταν το βλέμμα τους
Αρμονικά ζούσαν όλοι στη Σμύρνη, αλλά η Ευταλία την κουβέντα της την πέταγε για όλες.
«Ποιος ξέρει τι κάνουν αυτές εκεί μέσα που χώνουν τα χέρια τους. Και που τα βάζουν! Αν τύχει και γκαστρωθεί καμία κατολίκ κατά λάθος, Αρμεναία πρέπει να την ντύσουν για να την κυκλοφορούν. Χαμπάρι δε θα πάρει κανείς».
Υπήρχαν και πλούσιοι Αρμεναίοι. Πολύ πλούσιοι. Αλλά εκεί! Εκεί! Με τους φερετζέδες και τα καλυμμαύχια. Και πάντα στον Αρμεναίικο μαχαλά. Μόνο που, σαν πλούτιζαν, μετακόμιζαν λίγο πιο μπρος, στον καλό τους δρόμο, προς τους Ρωμιούς.
Μπροστά, στ’ αριστερά της αρμένικης συνοικίας, απλωνόντουσαν οι Οβραίικοι μαχαλάδες. Αυτοί ήταν γεμάτοι χαχαμίκους και τα οβραίικα σπίτια έφταναν ως τις αγορές του Ισάρ τζαμί.
Οι οβραίισσες ήταν γυναίκες καθαρές. Φορούσαν το φυλαχτό του θεού τους με το άστρο του Δαβίδ στο λαιμό κι οι άντρες τους κάναν εμπόρια διάφορα.
Εμείς δεν τους θέλαμε τους οβραίους. Μόλις πρωτοφτάσαμε στη Σμύρνη, η Φούλα έσπευσε να μας τοποθετήσει σωστά, γιατί δεν ξέραμε πρόσωπα και πράγματα. Μας μπόλιασε με το δικό της μίσος, που το οικειοποιηθήκαμε εξ ολοκλήρου, κι είμαστε κι ευχαριστημένες.
«Οι γιαχουντήδες» μας είπε, «παίρνουν μικρά παιδιά δικά μας το Πάσχα, τα βάζουν σε βαρέλια, τα τρυπούν με αιχμηρά και πίνουν το αίμα τους».
«Το νου σου, Ευταλία, τα παιδιά» της είπε την πρώτη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, που πήγαμε να μεταλάβουμε όλοι μαζί στην εκκλησία.
Τρελάθηκε η Ευταλία από το φόβο της. Τι ήταν να της πει τέτοιο πράγμα η Φούλα για τους οβραίους, χρονιάρες μέρες! Για τον εαυτό της δεν την ένοιαζε. Εκείνη ας κινδύνευε. Αν πέθαινε και κάνας μεγάλος άνθρωπος, δεν πειράζει! Αλλά τα παιδιά! Και σα να μη έφτανε αυτό, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, στο άνοιγμα του παράθυρου, να σου κι η Βασιλεία η Ντέμε, πρωί πρωί, από τ’ απέναντι, να ενισχύσει τους φόβους της.
«Πριν από μερικά χρόνια» είπε, «εξαφανίστηκε εκεί κοντά στο Μέλη τον ποταμό ένα Ελληνόπουλο. Τρελάθηκε ο κόσμος να το γυρεύει. Νταήδες βγήκαν στους δρόμους, γονιοί, κόσμος, ο παπάς. Άφαντο. Είπαν τότε πως το ’χαν αρπάξει οι οβραίοι, το ’χαν σκοτώσει και του πήραν το αίμα να πλάσουν τα άζυμά τους και να βάψουν με το αιματάκι του τις πόρτες των σπιτιών τους. Ξεσηκώθηκε ο κόσμος να τους φάει ζωντανούς. Κόντεψε να γίνει ρεμπελιό».
Αυτό ήταν. Μήτε στο παράθυρο δε μας άφηνε να πλησιάσουμε.
Για την αγία μετάληψη το πρώτο μας εκείνο Πάσχα στη Σμύρνη, μας αγόρασε η Ευταλία από του «Διογένη» άσπρα παπουτσάκια, καινούργια. Σα γυρίζαμε στο σπίτι, θα βάφαμε τα κόκκινα αυγά μας και θα πλάθαμε τα κουλούρια της Λαμπρής. Την Κυριακή του Πάσχα, θα βλέπαμε τι κάνουν οι άλλοι για αρνί στη Σμύρνη, γιατί εμείς, στο χωριό, είχαμε τον πατέρα, που έφτιαχνε το τσεμπίτς. Αλλά εδώ, που να σκάψεις λάκκο μέσα στους μαχαλάδες!
Στην πλάτη μας, στην πίσω μεριά του σοκακιού, απλώνονταν οι τούρκικοι μαχαλάδες. Μαχαλάδες με τα όλα τους, με τζαμιά και μιναρέδια, με αγορές αλλά και μπόλικη μπούφα, λάσπες και φτώχεια. Απλώνονταν από το σταθμό του Κατσαμπά ως τις φυλακές, κάτω, κοντά στο λιμάνι. Τουρκομαχαλάδες απομονωμένοι στην άκρη της πόλης. Παρακατιανοί, βρομεροί και τρισάθλιοι. Μακριά από τους Ρωμιούς, πιο μακριά από τους Γάλλους και τους Ιταλούς, ακόμη πιο μακριά από τους πλούσιους, που απολάμβαναν μια άλλη Σμύρνη –με τα θέατρά της, τα καθαρά σπιτάλια της, τις αποβάθρες, τις Σχολές υψίστου κύρους, τα καφέ μοντέν με τις ορχήστρες τους– μέσα στα μεγάλα σα σαράγια σπίτια τους.
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 31-40
Περπατώντας η δόξα...
Ιζμύρ
Ο Τούρκικος μαχαλάς εις την Σμύρνην είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό από την ζωήν και την κίνησιν της πόλεως ό,τι περίπου δια την Κωνσταντινούπολιν η Σταμπούλ. Δεν είναι εύκολον ν’ αποκαλύψει κανείς το Ιζμύρ, ερχόμενος και ζων εις την Σμύρνην. Όχι πως είμαστε Έλληνες, αλλά είναι αλήθεια αντιπροσωπεύουσα πιστότατα την πραγματικότητα, ότι το χρώμα της Σμύρνης είναι και διά τον τυφλόν ακόμη Ελληνικότατον. Οι Τούρκοι κατείχον επί πεντακόσια και πλέον χρόνια την ωραίαν αυτήν νύμφην της Μικρασιατικής ακτής εφήρμοσαν όλα τα φοβερά μέσα της τρομοκρατίας και της εξοντώσεως του Ελληνικού στοιχείου, αλλά δεν κατόρθωσαν να την κατακτήσουν πραγματικώς, να γίνουν αυτοί η κοινωνία της, να πάρουν στα χέρια τους το εμπόριον και να ρυθμίζουν την δράσιν και την ζωήν της […]
Επί του όρους φέροντος και αυτού το αρχαιοπρεπές Ελληνικόν όνομα «Πάγος», είναι χτισμένος κι εκτείνεται ο «Τουρκομαχαλάς». Απόκοσμα εντελώς και σχεδόν χώρια κανένα σύνδεσμον με την πόλιν της Σμύρνης, ζει εκεί ο Τουρκικός πληθυσμός της Ιωνικής Μητροπόλεως, αποτελούμενος, ως επί το πλείστον, από Τουρκοκρήτας, εγκατεστημένους εκεί προ δέκα περίπου ετών.
Ο Τουρκικός μαχαλάς καταλήγει προς την θάλασσαν, όπου είναι το περίφημον Κονάκι, η έδρα της διοικήσεως του βιλαετίου, μέγαρον κατάλευκον, αραβικού ρυθμού, με πολυτέλειαν και χλιδήν οθωμανικήν, μέσα εις το οποίον ο απεχθής Ραχμή εσυνέχισε το μυσαρόν έργον των προκατόχων του βαλήδων προς εξαφάνισιν του χριστιανικού κόσμου της εκπνεούσης Αυτοκρατορίας. Απέναντι από το Κονάκι εγείρεται μουσουλμανικότερον εις σχέδιον το μέγαρον του Στρατιωτικού Διοικητηρίου, η έδρα του τρομερού στρατηγού Ναντίρ πασά με απέραντους στρατώνας, ικανούς να χωρέσουν εν ανέσει όλους τους άνδρας, του Σώματος Στρατού της περιφερείας. Μεταξύ των δύο αυτών οικημάτων υψούται εν είδει περιποιημένου μιναρέ το «Ωρολόγιον», με αισθητήν την παραφωνίαν των λατινικών αριθμών εις τας ώρας του. Ολόγυρα από το ωρολόγιον υπάρχει πρασινάδα περιβόλου και αναβλύζουν νερά από ένα Τουρκικόν συντριβάνι. Την πλατείαν αυτήν οι μαρτυρικοί ομογενείς μας επρότεινον τώρα να μετονομασθεί εις «κήπον του κλαυθμώνος», διά τα χριστιανικά δάκρυα που την έχουν ποτίσει κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, και τους στεναγμούς του πόνου που έχουν γεμίσει τον αέρα της. Ο μικρός ανηφορικός δρόμος που οδηγεί εις το Κονάκι, κατά την ίδιαν επιτυχή έμπνευσιν, θα λάβει το όνομα «οδός Γολγοθά», ώστε να μη σβήσει ποτέ η απαισία ανάμνησις του τραγικού τοπίου. Οι τοίχοι των κτιρίων, κατάστικτοι από σφαίρες είναι η απάντησις που έδωσαν τα μάνλιχερ των τσολιάδων μας εις την ενέδραν κατά την πρώτην ημέραν της Ελληνικής κατοχής. Επάνω και κάτω, σε παράθυρα και σε μπαλκόνια βομβούν χιλιάδες οι κρατούμενοι Τούρκοι αξιωματικοί, ενώ εις τας σκοπιές με τα Σουλτανικά στέμματα καμαρώνουν με την μπαγιονέτα εφ’ όπλου τα φανταράκια μας, ευσταλή παλληκάρια της Αμύνης Κρητικοί και Νησιώτες, με το σιδηρούν κράνος του Μετώπου στο κεφάλι. Πιο πέρα λίγο οι φυλακές, που τας άνοιξαν οι Τούρκοι την ημέρα εκείνη, για να προσθέσουν και τους εγκληματίας του κοινού δικαίου εις το πραξικόπημά των. Παραπάνω, πολλά κυπαρίσσια και ανάμεσα στα «μεζάρια» χιλιάδες «ταφιά», μαρμάρινες παραστάσεις σαρικιών και σειρές σκαλιστά αραβικά γράμματα «ινμεμόριαμ» αγάδων και μπέηδων κι εφέντηδων και πασάδων. Εις το μεταξύ οι δρόμοι και τα σοκάκια κοκκινίζουν από το φέσι.
Μέσα εις το βάθος ενός «καλντιριμιού» είναι τα γραφεία και τυπογραφεία της διαβοήτου Ανατολού, της οποίας ο φανατικός εκδότης Χαϊντάρ Ρουστή επήρε τα βουνά εις την εμφάνισιν του πρώτου τσολιά. Ένα ημιτελές γιαπί με θεμέλια από χρωματιστό μάρμαρο, παραπλεύρως ακριβώς εις τις φυλακές, δείχνει την τοποθεσίαν όπου επρόκειτο να αναγερθεί το Τουρκικόν Πανεπιστήμιον. Οι πολιτισμένοι πιστοί του Μωάμεθ θα εδιδάσκοντο εκεί μέσα το ποινικόν δίκαιον θεωρητικώς, κι ύστερα, φαίνεται, θα περνούσαν από δίπλα εις το γκιζντάνι δια την πρακτικήν! Τουρκιά, ξυποληταριά, χαμάληδες φορτωμένοι τσουβάλια και μαδέρια, περιφέρονται αγκομαχούντες υπό το βάρος του φορτίου των, αραμπάδες συρόμενοι από βόδια, παιδόπουλα φεσοφορούντα ουρλιάζουν, γριές χανούμισσες με τριμμένα πρασινωπά ντόμινα κρύβουν επιμελώς τας ρυτίδες των με τον φερετζέ, και κάπου-κάπου μεσ’ από τα μυστηριώδη δικτυωτά καφάσια μας κοιτάζουν αθέατες αι ωραίες φυλακισμένες των χαρεμιών. Το μόνιππο τραμ, που τρέχει αλαφρά στις γραμμές του, δεν έχει από’ δω κι απάνω τίποτε από την κομψότητα του «Και», αλλά πηγαίνει σχεδόν καταχρηστικώς έως το τέρμα, μεταφέρον την γενειάδα κανενός Χότζα. Σε κάθε γωνιά, σε κάθε τρίστρατο κι από ένα Καρακόλι, ιδιόρρυθμος αστυνομικός σταθμός, που εις την μέτωπον του κυματίζει καμαρωτή κι υπερήφανη η σημαία μας, και εις την είσοδόν του έχουν στήσει λημέρι μερικά ευζωνάκια με τον αξιωματικό τους.
Προς την κορυφή του μαχαλά στέκει βουβόν και άδοξον το Τόπ-αλτί, κανόνι που αναγγέλλει κατά την Τουρκικήν συνήθειαν το Γιαγκίνβαρ, όταν πιάνει πουθενά πυρκαϊά. Από δω πάνω οι Τούρκοι της Σμύρνης, συγκεντρωμένοι μακριά από την πραγματικότητα σαν άρρωστοι αποκλεισμένοι σε λοιμοκαθαρτήριον, ετοποθετούσαν την παλάμην στον μέτωπον ως γείσον, κι αγνάντευαν επί πεντακόσια χρόνια την ωραίαν πόλιν που έσφυζεν από ζωήν, λουσμένη στο χρυσάφι του Ηλίου:
-Γκιαούρ Ιζμύρ!…
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
Η αφέντρα της Σμύρνης
Τρεις μέρες έβρεχε με τα τουλούμια. Απρίλης βλέπεις. Μετά τη βροχή, βγήκε ένα ουράνιο τόξο που έπιανε από την Πούντα ως το Ντάραγατς. Και ένας ήλιος λαμπρός. Το χώμα μοσχομύριζε μουσκεμένο. Τα νερά είχαν βρέξει τις πασχαλιές και τις βιολέτες. Όλη η Σμύρνη ανθεί και λουλουδίζει αυτή την εποχή άσπρες και μοβ βιολέτες.
Η Κατίνα άνοιξε τα παράθυρά της. «Βάι νε γιουζέλ»*. Έκλεισε τα μάτια στρίβοντας το πρόσωπο προς τον ήλιο. Ανέπνευσε βαθιά. Όσες στεναχώριες και να έχεις, άρχισε από την αρχή. Πάρε μια βαθιά ρουφηξιά από αεράκι και πες: Αναπνέω, ζω, θα τα καταφέρω. Πεθύμησε μια βόλτα. Μια βόλτα ξέγνοιαστη, διασκεδαστική. Να τη χτυπήσει το αεράκι περισσότερο. Να φχαριστηθεί το μάτι της θέα και πρασινάδα. Και ξαφνικά θυμήθηκε το αρχαίο φρούριο στην άλλη άκρη της πόλης. Να πήγαινε μια βόλτα προς τα εκεί.
Ζήτησε να της σελώσουν το καινούργιο άλογο. Άσπρος, με μια βούλα στο μέτωπο, ο Σουράτ ήταν δώρο του σουλτάνου προς την αφέντρα της Σμύρνης. Πολυχρονεμένος να ’ναι ο Αβδούλ Χαμίτ. Ήρθε με τα προικιά του. Σέλα φτιαγμένη από κεντητό δέρμα, χαϊμαλίκια με πέτρες γαλάζιες, ποδιές και δυο παραδούλους, που ξέραν τα χούγια του και τον αγαπούσαν, για να τον περιποιούνται.
Όρμηξε στην ντουλάπα κι έβγαλε τα ιππευτικά φουστάνια. Πήρε παρέα την Όλγα.
«Έλα, Ολγί, να πάμε τσάρκα».
Τράβηξαν για το Κάστρο. Ο Σουράτ ήταν μεγαλοπρεπής από την κορυφή ως τα νύχια του. Τα πέταλά του έκαναν ήχο χορευτό πάνω στα καλντερίμια κι όλοι γυρίζαν με θαυμασμό στο πανέμορφο άτι. Αλλά και τις κυράδες. Τις πλουσιοκυράδες που το καβαλικεύανε. Θαυμασμός στην εικόνα. Ζήλια και φθόνος στην καρδιά. Άθελά τους. Ο πλούσιος κι ο φτωχός. Ο ταπεινός κι ο αξιωμένος. Ο αφέντης κι ο δούλος. Ο Σουράτ τους επιβεβαίωνε τη θέση τους. Τους ανάγκαζε να κάνουν ένα βήμα πίσω. Άθελά τους. Τούρκοι, οβραίοι, κατολίκ, γύφτοι, Έλληνες ή Αρμεναίοι. Όλοι.
Βγήκαν στις αλάνες και καλπάσανε. Το ζώο πάτησε το χορτάρι που δεν είχε πέτρες και φχαριστιόταν κι αυτό. Ξαναπιάσαν τα καλντερίμια και τα σοκάκια πέρα για τους Αρμεναίους, τις αράπικες συνοικίες και το Ατζέμικο Χάνι, προς τον Τουρκομαχαλά.
Η Κατίνα έστρεψε τα χαλινάρια απότομα και συγκράτησε το άτι σε ένα αργό περπάτημα.
Μπήκαν στους φτωχομαχαλάδες. Καλντερίμια με λασπόνερα, βούρκοι με πεταλιές, ροδιές και βρομιές από τους αραμπάδες.
«Που πάμε, μαμά; Βρομάει από δω πέρα».
Περάσαν το φούρνο της γκαβής. Πέρασαν το καπηλειό του κυρ Ηλία. Ακουγόταν ένα ούτι. Στο άνοιγμα μερικά αλητάκια παίζαν αγιούτο. Παραπέρα δυο τσακωνόντουσαν για ένα πολύχρωμο αγκάθι στα κότσια. Το ένα είχε μύξες και κλάματα.
Η Όλγα ανατρίχιασε. «Που πάμε, μαμά;» Ο Σουράτ σταμάτησε.
Από το παραθύρι στο δεξί σπίτι με το ταρατσάκι και τις ντάλιες στην αυλή, βγήκε μια γυναίκα μαυροτσούκαλη και τίναξε ένα πινακωτοπέσκιρο. Πρέπει να είναι κάποια από τις νύφες της Βασιλείας. Πάει κι η Βασιλεία, Θεός σχωρέσ’ την. Ίσως να ήταν η γυναίκα του Μηνά. Η αφέντρα γύρισε τα μάτια της στο απέναντι χαμόσπιτο. Ήταν κλειστό, σαθρό και μουχλιασμένο. Ποιος να ’μενε τώρα εδώ; Από τη σέλα είδε τη μεριά που είχαν θάψει την Ψιψίνα. Είδε το μέρος που η μαμή είχε θάψει τα μούχλια των μαγικών της. Θεός σχωρέσ’ τηνε κι αυτήν. Χμ! Πόσο μακρινά είναι όλα αυτά τώρα. Σα να επρόκειτο για κάποια άλλη κοπέλα, για μιαν άλλη ζωή.
Αλλά δυο σπίτια παρακάτω, η Λευκοθέα είχε γεννηθεί, είχε μεγαλώσει κι είχε μεστώσει κι αυτή, ακίνητη, στο ίδιο σπίτι, με τα ίδια φαγητά, με τους ίδιους καημούς. Σαν ένα κουκί που το φυτεύεις κι εκεί μένει. Αδύναμο κορμάκι σε χώματα ασθενικά. Κι εκεί θα πεθάνει μετά από μια μίζερη ζωή. Γιατί εμένα κι όχι τη Λευκοθέα; Γιατί εγώ κι όχι η Λευκοθέα; Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό. «Γιατί διάλεξες εμένα κι όχι τη Λευκοθέα;» σκέφτηκε και ψιθύρισε τα μαγικά της ντέστε: «Νασίμπ σσου αντάκ ελέ. Σουμ χάμπλε». Το επανέλαβε στα ελληνικά. «Μοίρα μου, καλομοίρα μου, τι μου ’χεις στα γραμμένα».
Στις 17 Δεκεμβρίου του 1887 πρωτομπήκαμε σ’ αυτό το χαμόγειο. Ήταν το πιο φθηνό που βρέθηκε στο φτωχομαχαλά. Καθίσαμε μουγγές σε μια γωνιά στο μοναδικό του δωματιάκι και κοιτάζαμε τα τριγύρω μας. Είχε ένα παραθύρι και μια πόρτα. Δεν είχε σόμπα. Μας πήρε το παράπονο. Κλάψαμε κι οι δυο. Εγώ μου τρέχανε τα μάτια δάκρυα και η μάνα έριχνε τους λυγμούς. Σκέφτηκα το χωριό και τη σόμπα μας. Σκέφτηκα τα καππαδόκικα λιβάδια. Σκέφτηκα τι αφήκαμε πίσω μας, που φύγαμε για τις καλύτερες. Στο χωριό ζεσταινόμαστε με μια ξυλόσομπα στο μέσο του δωματίου. Το κέντρο του σύμπαντος ήταν αυτή εδώ η σόμπα, γύρω από την οποία στηνόταν το νοικοκυριό. Το βράδυ μας ζέσταινε, μας έφεγγε, πάνω της μαγειρεύαμε, πάνω της ψήναμε, στα σωθικά της φουρνίζαμε, γύρω της απλώναμε τα καρτσόνια για να φύγει η μουσκιά και να τα φορέσουμε για τον ύπνο. Για το παιδικό μας τότε μυαλό, σπιτικό ήταν τούτη εδώ η σόμπα. Ακόμη κι αν οι τοίχοι γύρω ήταν από πέτρα, πλίνθο, πανί ή κι αν δεν υπήρχαν καθόλου, άπαξ κι είχες τη σόμπα, είχες σπιτικό. Η καλύτερη θέση ήταν η καρέκλα κοντά της, που όλοι τη διαπραγματεύονταν, μα στην άφιξη του πατέρα, καθόταν αυτός.
Τραπέζι δεν υπήρχε στην Καππαδοκία, αλλά και τι να το κάνεις; Τραπέζι χρειάζονται οι γραφιάδες για να απλώνουν τα χαρτιά τους. Ένας ένας, που ερχόταν από τη δουλειά, άνοιγε τον τέντζερη, μύριζε το φαγητό. Γύρναγε το καπάκι ανάποδα, έριχνε με την κουτάλα μια μερίδα πάνω, το ντερλίκωνε στα σβέλτα, ξανάκλεινε το καπάκι και κρέμαγε την κουτάλα πάνω στην κατσαρόλα. Ένα ειδικό θηλάκι είχε στο πλάι για να την κρεμάς. Τόσο, που σαν ερχόταν ο έμπορας με το κάρο στο χωριό για να ψωνίσουν οι μανάδες μας, διαλαλούσε το εμπόρευμά του, τονίζοντας τις κατσαρόλες του με τα θηλάκια. Τα πιο καινούργια μοντέλα είχαν δυο και τρία θηλάκια, αν κάποιος από την οικογένεια σιχαινόταν να φάει με το κουτάλι του αλλουνού. Η σόμπα είχε την ευθύνη να κρατά το φαΐ ζεστό, μοσχοβολάτο.
17 Δεκεμβρίου 1887, έκανε ένα ψοφόκρυο. Είχα φορέσει και τα παπούτσια μου να ’ρθω από της Φούλας το σπίτι εδώ και χτυπούσε το νύχι μου μπροστά. Πονούσα και κούτσαινα. Πήρε η Ευταλία το γρομπαλάκι πριν ξεκινήσουμε, το πύρωσε στη φωτιά, το κρύωσε και το ’χωσε μέσα στο παπούτσι, εκεί που βρισκόταν το μεγάλο μου αδάχτυλο. Το δέρμα φούσκωσε και στρογγύλεψε. Δεν πονούσα πια, αλλά τα πόδια μου ήταν μπούζι και μουσκεμένα από μια τρύπα που είχαν τα πατούμενα στη σιόλα.
Σουρούπωσε κι η μάνα σηκώθηκε να στρώσει το χράμι να κοιμηθούμε. Ένα χράμι είχαμε φέρει όλο κι όλο, καπλαντισμένο από την Ελένη. Το ’χε φτιάξει μόνη της η Ελένη με κουρελάκια από μαλλί προβάτου. Πόσο ζεστό ήταν αυτό το χράμι! Τι γλυκό ύπνο έκανες σ’ αυτό το χράμι! Ώρες ώρες, ακόμη και τώρα λιμπίζομαι να το ’βρισκα, που το ’χει καταχωνιασμένο, γιατί σίγουρα κάπου το ’χει καταχωνιασμένο η κόνα Ευταλία, να ξανακοιμόμουνα σ’ αυτό. Αλλά, μαζί με το χράμι, ερχόταν παρέα η γουργούρα στο στομάχι, που δεν την ησύχαζε το νεροκούκι. Και οι κλοτσιές που έτρωγες από την Αννεσούλα στη μούρη, που γύρναγε σαν τη σβούρα στον ύπνο της. Α πα πα πα πα! Τι μέρες αναποδιασμένες. Φτου! Φτύσ’ τον κόρφο σου, Κατινάκι μου, να μην ξαναρθούν. Ίσως να μην ήτανε το χράμι, που ονειροπολώ τη γλυκιά του αγκαλιά. Να ήταν η ζέστη του κορμιού της μάνας, που κουλουριαζόσουν μέσα του από ανάγκη για να χωρέσεις και συ. Η γλυκιά σιγουριά του κορμιού της μάνας. Η ανάσα της και τα δάκρυά μας που ενώνανε γλυφά, σαν η καθεμία έκανε τις σκέψεις της πριν μας πάρει ο ύπνος. Αγαπημένη μου μανούλα. Μανούλα μου. Τι έκανα εγώ για σένα;
«Πάμε να φύγουμε, μαμά». Τα τσογλάνια είχαν μαζευτεί και πειράζανε το Σουράτ. Στην αρχή διστακτικά και μετά είχαν ξεθαρρέψει. Ένα του τράβηξε την ουρά.
«Πάμε να φύγουμε, μαμά» ξαναείπε η Όλγα παραπονεμένα. «Τι είναι εδώ;»
«Τίποτα».
Σπιρούνιασε και φύγανε καλπάζοντας.
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 423-428
Μετάβαση στο σημείο: Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης