«Σταχτιά σύννεφα στην καρδιά»
Σ’ όλη τη διαδρομή, καθώς αγκομαχούσε το τρενάκι του Μπουτζά για να φτάσει στη Σμύρνη, αγκομαχούσε κι η καρδιά μου από αγωνία. Τα μάτια μου παίζανε νευρικά αρπάζοντας εκείνες τις όλο γαλήνη εικόνες του ήρεμου τοπίου: Τα περιβόλια με τα δέντρα, που τα κλαριά τους γερνάνε ως κάτω απ’ τον πλούσιο καρπό, τα κοκκινόμαυρα χώματα, που ρουφούσαν ηδονικά τα τρεχούμενα λαχταριστά νερά, τις αγελάδες και τ’ άλογα που αδιάφορα μασούλιζαν το αφράτο χορτάρι τους. Εδώ κι εκεί αμέριμνοι οι χωρικοί με τις κουνιστές τους βράκες, σκάλιζαν τη γης και όργωναν τ’ αμπέλια που θα πότιζαν αύριο με το χυμό τους το κέφι των εύθυμων Σμυρνιών, για να τραγουδούν και ν’ αγαπούνε…
Μέσα μου πάλευε η συγκίνηση με την οργή. Γιατί πάλι αυτή η αναταραχή κι η τρικυμία; Γιατί οι άνθρωποι του τόπου μας έπρεπε να τρέχουν κυνηγημένοι και να σκοτώνονται. Γιατί να καίγονται πάλι τα σπίτια τους και τα σπαρτά τους και οι ελπίδες τους; Γιατί δε βρισκόταν ένας τρόπος να ζει ο καθένας στη γη των προγόνων του και να τη δουλεύει ήσυχα και καλά, είτε Τούρκος ήταν είτε Έλληνας; Νάταν από Θεού δοσμένο τότε, δε θάταν πόλεμος, θάταν σεισμός, αστροπελέκι, πλημμύρα. Τούτη τη συμφορά ποιοί άνθρωποι να τη φτιάχναν και γιατί;
Όταν φτάσαμε στην οδό Μοσκώφ και είδα όλους τους δικούς μου μαζεμένους να τρώνε ξένοιαστοι, κάτι ξεσφίχτηκε μέσα μου. Κανείς εδώ δεν φαινόταν ανήσυχος. Μήπως ήταν υπερβολικές οι ειδήσεις του θείου μου;
Η κυρά-Ευανθία σερβίριζε ένα μυρωδάτο μουσακά και σουλήνες παραγεμιστές. Ρίχτηκα κι εγώ στο πιάτο μου κι άρχισα να τρώω τα γευστικά φαγητά της μητέρας και ν’ ακούω τ’ αστεία δυο καλεσμένων αξιωματικών που χαριεντίζονταν με τη Ριρή και τη θεία Ελένη. Την ώρα του καφέ ο πατέρας επέμενε να παίξει η Ριρή στο πιάνο το Τροβατόρε που τ’ αγαπούσε, ενώ εκείνη διαμαρτυρόταν.
—Ώχ, καλέ μπαμπά κι εσύ, με τις αρχαιολογίες σου!
Τα νοήματα που μου έκανε η κυρά-Χρυσή από την πόρτα, μου θύμισαν το σκοπό της επίσκεψής μου. Έσκυψα στ’ αυτί της μητέρας και της είπα:
—Μανούλα, πάμε έξω. Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σου πω.
Της εξήγησα όλα, όπως τ’ άκουσα, κι όπως μου τα είπε η θεία Ερμιόνη και της έδωσα τη σακούλα με τις λίρες.
Μόλις μπήκε ο πατέρας, η μαμά έκρυψε αμέσως τα λεφτά. Η βιασύνη της εκείνη, μ’ έκανε να καταλάβω πόσο είχε λείψει μεταξύ τους η εμπιστοσύνη.
—Τι συμβαίνει; ρώτησε ο πατέρας.
Κοίταξα ερευνητικά τη μητέρα μου και ζήτησα να διαβάσω στα μάτια της τι έπρεπε να πω. Μα εκείνη βιάστηκε να του απαντήσει:
—Το παιδί φεύγει ταξίδι με τη θεία του και την οικογένεια του Γεράσιμου.
—Μπα; και πώς τώρα δα, στα καλά καθούμενα;
—Μα, ως λένε, δεν είναι κι εντελώς καλά καθούμενα. Κάτι, τα νέα απ’ το μέτωπο είναι άσκημα.
—Άσκημα; Όλο απαισιόδοξα τα βλέπει ο Γιάγκος. Μια θα υποχωρεί, μια θα προχωρεί ο στρατός μας. Αυτά μου λέγανε, τώρα ακριβώς, οι καλεσμένοι μας. Ας πάνε στο ταξιδάκι τους όμως οι άνθρωποι, και με το καλό να ξαναγυρίσουν.
Η αισιοδοξία όλου του κόσμου εκεί μέσα και η ευθυμία τους έκανε πολύ ευκολότερο τον αποχαιρετισμό μας. Τ’ αδέρφια μου με ζήλευαν που θα γνώριζα την Αθήνα κι όλοι μου παράγγελναν να τους φέρω κάτι για ενθύμιο.
Όταν βγήκα στην εξώπορτα, ξαναγύρισα και φίλησα πάλι τη μητέρα μου.
—Μανούλα, της είπα, μην ξεχάσεις. Όταν χρειαστεί με το πρώτο βαπόρι, με το πρώτο καΐκι… Ακούς;
Καθώς διέσχιζα την οδό Μοσκώφ ένιωσα το ίδιο αίσθημα που είχα όταν μ’ έστελναν μακριά απ’ το σπίτι μου, με τη γκρίζα εκείνη βαλιτσούλα και τα σταχτιά σύννεφα στην καρδιά. Θα γυρίσω τάχα ξανά στ’ αγαπημένα τούτα σοκάκια; αναλογίστηκα με συντριβή. Θα ξαναδώ τη μητέρα μου; Τι νέες βαριές εκπλήξεις μας φύλαγε το μέλλον;
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 125-127