Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ελληνικές Συνοικίες Τράσσα
Ως άκρο του Φασουλά και ως αφετηρία της αριστοκρατικής συνοικίας της Μπέλλα Βίστα, η οδός των Τράσσων (προέρχεται από την γερμανική λέξη strasse που θα πει δρόμος), αποτελούσε σημείο εκκίνησης για να εισέρθει κανείς στο εσωτερικό ελληνικών συνοικιών όπως π.χ. τα Σχοινάδικα και το Κερασοχώρι. Έμειναν όμως στην ιστορία ως το κέντρο των φημισμένων σμυρναίικων Αποκριών. Σ’ αυτή την ενότητα να ανασυστήσετε το εορταστικό κλίμα που μας δίνουν οι αφηγήσεις και τα πολυμεσικά τεκμήρια, με άξονα μια σημαντική τελετουργία της τότε σμυρναίικης ζωής, το αποκριάτικο καρναβάλι. Ποιο ρόλο έπαιζαν για τους Σμυρνιούς οι Απόκριες; Πώς η έννοια της γιορτής συνδέεται με την εικόνα και την πολιτισμική αξία της πόλης;
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
Πέρασαν δυο βδομάδες. Τη νύχτα της Τσικνοπέμπτης, όλη η Σμύρνη γλεντάει ξέφρενα. Στην οδό των Τράσσων, που φωτιζόταν απόψε με πυρσούς, ο κόσμος μαλιβράσι. Γλυκά σκορπούσαν, οι εστουδιαντίνες τραγουδούσαν, τα όργανα έπαιζαν. Εξωφωνή. Μασκαράτες, κομφετί. Όλα ένα γλέντι. Η νύχτα της Τσικνοπέμπτης ήταν φέτος μια γλυκιά φλεβαριάτικη νύχτα. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο άλλος, αλλά κερνιόντουσαν κρασί, χορεύανε παρέα, με τις ορχήστρες. Πιερότοι, βασιλιάδες, ντόμινα, κουδουνάτοι, μπεχλιβάνηδες, μουτσούνες πολύχρωμες, ταραντέλες. Οι μασκαράτες στήνανε φωτιές για γέλια τρελά. Οι πλούσιοι βολτετζάρανε από εκεί για να χαζέψουν τους άλλους στους μανιακούς του παροξυσμούς.
«Θα φοράει ο αφέντης μπέρτα κόκκινη, μαύρη, κουκουλήθρα στα μάτια και καπέλο σατινέ» έφερε η Ρόζα.
Μετά από δυο κανάτια κρασί, κανείς δεν είναι στα συγκαλά του. Είναι όμως στα όπα του. Και κρασί μπρούσκο, δυνατό. Τόσο είχανε πιει ο Καραμάνος κι η παρέα του, καθένας για πάρτη του, μια καθήμενοι και μια βολτετζάροντας. Το γαϊτανάκι σε ζάλιζε με τις κορδέλες του, που καθεμιά από αυτές την τραβούσε χορεύοντας κι ένας μουτσουνάτος. Άντρες, γυναίκες πλουμιστές, γελαστές, πρόσχαρες, μεθυσμένες.
Το γλέντι αυτό δε χωράει τάξεις. Αρχόντοι και φτωχοί ανακατεύονται στο πλήθος, αφού κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. Οι πλούσιοι ντύνονται φτωχοί, οι φτωχοί βασιλιάδες, οι πουτάνες μεγαλοκυρίες, οι άντρες γυναίκες. Ευκαιρία ψάχνουν κι αυτοί ώρες ώρες για να βγάλουν το άχτι τους.
Στην ταβέρνα του Ιλάμ, που κατέληξε η παρέα του Καραμάνου, πατείς με, πατώ σε! Τα όργανα έπαιζαν κείνη την ώρα δοξασμένα αράπικα μανέδια. Γυναίκα δεν είχαν φέρει μαζί τους. Σκέτη αντροπαρέα. Παράγγειλαν ρούσικο χαβιάρι, αλλά δεν είχε. Πήραν σαφρίδια και τυρί. Παράγγειλαν κρασί χύμα, ταβερνιάρικο, από γλυκοστάφυλα.
Μειδίαμα έπεσε από τον κάπελα, στις παραγγελίες αυτές επάνω. Τούτοι δεν ήξεραν τι και πως να τρώνε.
«Αρχόντοι» μυρίστηκε, «καλοί παράδες».
Και τους πήγε, από μόνος του, τα καλύτερα μεζεκλίκια, που έφτιαχνε η μάνα του στην κουζίνα, πάνω σ’ ένα δίσκο απλωμένα και τους τα ’βαλε κάτω από τη μύτη.
«Διαλέχτε νοστιμιές» τους είπε. «Τούτο είναι καρνιγιαρίκ, τούτο γιουβέτσι, ταβασί γιαχνισί. Και ντομαλάνλι! Ε, μπρε, τι έφτιαξε η κυρα-Καλλιόπη σήμερα!»
Τα πήραν όλα. Τους έφερε και κρασί από το καλό βαρέλι, που κρατούσε για τον ίδιο και τους φίλους του, και το χρέωσε τριπλά.
Πλάτη με πλάτη είχαν κάτι παρέες με κοπέλες που γλεντούσαν και τραγουδούσαν. Εδώ ήταν λαϊκά τα πράγματα, δεν υπήρχαν πίστες κι ορχήστρες περιωπής, όπως στο Ίνγκλις Κλουμπ. Και γι’ αυτό δεν μπορούσες να χορέψεις. Αν καποιανού του την έδινε το ντέρτι ξαφνικά στο κεφάλι, πλημμύριζε από τη μουσική κι ήθελε να ρίξει τις γύρες του, σηκωνόταν ορθός και χόρευε, κουνάμενος κατά τα κέφια του.
Η Βιολέτα, με τις υπόλοιπες νταμ και μερικούς άντρες είχαν απόψε αξιοπρεπές αποκριάτικο τραπέζι στο Ίνγκλις Κλουμπ.
Είχαν ξεκινήσει την αρχοντλίδικη βραδιά όλοι μαζί, εκεί, στο Ίνγκλις. Και ορχήστρα και βαλς κι ακριβές στολές με πούλιες και σιρίτια, εποχής Ναπολεόν, μιλιτέρ, Λουδοβίκων, ρουά σολέιγ. Γάντια, βεντάλιες, μάσκες χρυσές και δε συμμαζεύεται. Έφαγαν, άνοιξαν και τις σαμπάνιες τους, έκαναν το κομιτάτο και χειροκρότησαν χλιαρά, όταν κάποιος πέταξε:
«Δεν πάμε κι από την Τράσσων; Χαμός θα γίνεται εκεί πέρα». Ακολούθησε ο Ραφαήλ, εξάδελφος της Βιολέτας, γνωστός στον κόσμο ως «ο λαδάς», από τα λάδια που εμπορευόταν, ο ακόλουθος κι ο κονσουλάτος, που πέταγε τη σκούφια του για κάτι τέτοια, οι Αβράμογλου –πατέρας και γιος– κι ο Κωνσταντίνος Καραμάνος, που το ’χε ούτως ή άλλως συνήθεια, κάθε χρόνο αυτή τη μέρα, να περνά κι από την Τράσσων.
Η αντροπαρέα αυτή του Καραμάνου, αξιοπρεπείς άνθρωποι χωρίς τις μουτσούνες το πρωί, χάζευε τριγύρω, ήταν πιωμένη μεν, μα συγκρατημένη. Αλλά οι άλλοι, αποπίσω τους, του ’διναν και καταλάβαινε. Τραγούδαγαν εξωφωνή χτυπώντας παλαμάκια. Και ξέραν όλα τα τραγούδια, όλους τους σκοπούς.
«Γεια σου, Μαναέ μου, να χαρώ το βιολί σου!» φώναζαν εκείνες στους βιολιτζήδες.
«Γεια σου, Βάιε, με το κανονάκι σου!»
Και μια από αυτές σηκώθηκε στο «Αχ, αμάν Σμυρνιοπούλα μου» και λικνίστηκε στο ουσούλι. Τι κούνημα ήταν ετούτο. Τι γιαβρί* ήταν αυτό! Όλο το μαγαζί γύρισε προς τα εκεί. Τα όργανα σηκώθηκαν ορθά κι έπαιζαν τώρα δυνατότερα. Η παρέα του Καραμάνου σχολίασε «το γιαβρί» μεταξύ της, σκύβοντας ο ένας στον άλλο, χαμογελώντας με υπονοούμενα.
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 224-227
Στου Χατζηφράγκου...
Άνοιξε το Τριώδι.
Τα κοριτσάκια του μαχαλά ντυθήκανε κουδουνάτοι με ό,τι παλιατσαρίες βρεθήκανε μες στα φορτσέρια. Τ’ αγόρια, με μια μουτσούνα μακρομύτα το σκάζανε σε άλλους μαχαλάδες για να ’χουνε πιο το ελεύθερο, βγήκανε βόλτα οι αραμπάδες με το τουμπελέκι, εριμιόλα ειβαλά, το γαϊτανάκι, ο ξυλοπόδαρος και όλα συνηθισμένα της απόκριας — το βραδάκι, εδώ κι εκεί, μια κιθάρα ή ένα μαντολίνο, τη νύχτα πληθαίνανε οι πατινάδες κ’ ήτανε όμορφα να σε ξυπνάει, τα χαράματα, έν’ αργοπορημένο από τον έρωτα και μερακλίδικο βιολί με συνοδεία σαντούρι, κι όσο παιδί κι αν ήσουνα λίγωνε η καρδιά σου κι έπλαθες όνειρα πάνω που σε ξανάπαιρνε ο ύπνος. Κι ο Τσουρτσούρας, ο κλεφτοσκυλάς, ανέβαζε σε ανοιχτή καρότσα ένα οργανάκι μαζί με τον οργανατζή, γυρόφερνε τα σοκάκια, μέρα μεσημέρι, κοκκινομύτης, θρονιασμένος επίσημος και σοβαρός, όπως πάντα σαν ήτανε σκνίπα στο μεθύσι. Και τ’ οργανάκι έπαιζε Λουτσία ντι Λαμερμούρ.
Φέτος πρωτακούστηκε στο μαχαλά το μερακλίδικο τραγούδι:
Είσ’ εσύ δι’ εμένα ο κόσμος,
είσ’ εσύ δι’ εμένα θησαυρός…κι εκείνο το άλλο το σέρτικο:
Άδικά ’τανε τα λόγια,
άδικα και τα φιλιά,
μέσα στην καρδιά σου, δόλια,
είχες όχεντρας φωλιά.Μα το μεγάλο γλέντι ολάκερης της πολιτείας ήτανε το απόγεμα της τελευταίας Κυριακής. Αυθόρμητο, δίχως καμιά διοργάνωση και κομιτάτα. Ένα ξεχείλισμα χαράς, ένα κουβαρνταλίκι.
Ο κόσμος ξεχυνότανε στους δρόμους ακολουθώντας μια ορισμένη διαδρομή: Τράσα, πλατεία Μπελλαβίστα, έστριβε κι έβγαινε στο Χαλεπλί, Ζέρβα Φούρνο, Κατιρτζόγλου, Μπογιατζίδικα, και πάλι Τράσα και συνέχεια, κάπου τρία χιλιόμετρα όλα μαζί που τα ’φερνες γύρα δυο τρεις φορές — από του Ζέρβα κλαδιζόσουνα και στο Φαρδύ του Αι-Δημήτρη, αν είχες καμιά γιαβουκλού να της πετάξεις ένα μπουκετάκι μενεξέδες ή ένα διπλό ζουμπούλι, κι ακόμα παραπέρα στο Φαρδύ της Αρμενιάς αν γλυκοκοίταζες καμιά Αρμενοπούλα: τη μέρα εκείνη, μηδέν παρεξήγηση απ’ τους δικούς τους.
Πήχτρα ο κόσμος κ’ οι καρότσες. Ο κυρ Αργύρης ο ταβερνάρης με την παρέα του, ντυμένοι φουστανελάδες, πάνω στ’ αλόγατα, άλλοι φουστανελάδες, πεζοί και καβαλάρηδες, βλαχοπούλες, ναύαρχοι, στρατηγοί, ντόμινα, παλιάτσοι, κολομπίνες, αρλεκίνοι, πεζούρα ή μέσα σε καρότσες, μουσικές — γυναικόκοσμος, ομορφόκοσμος μαζεμένος στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, βροχή λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί, στις οξώπορτες αφράτα δουλικά, τσαμπούρνες, μπαλόνια σκάζανε, σφυρίχτρες που ξετυλίγονταν σα σφύριζες και βρίσκανε κατάμουτρα τον καρσινό σου, χλαλοή, στα τρίστρατα μορτάκια με χαρτοσακούλες γεμάτες λόπια παραμονεύανε ποιος θα περάσει με μπομπέ: βουρ! και τα λόπια κροταλίζανε πάνω στο σκληρό καπέλο και κοκκινίζανε το σβέρκο του λιμοκοντόρου —μια τρέλα, μια χρυσόσκονη, ένα κεφάτο ρεμπελιό τυλίγανε την πολιτεία.
Και μέσα σ’ αυτό το πατιρντί, σε μια ανοιχτή καρότσα που τη σέρνανε δυο γυαλιστερά αλόγατα, καράδες, στεφανωμένα με χάρτινα λουλούδια άσπρα και γαλάζια, συνεπαρμένοι και άλαλοι, ο Γιακουμής και η Κατερινούλα — η Κατερινούλα δίχως το κίτρινο γατί στην αγκαλιά, για μια φορά. Ο νουνός της και θείος της μαζί, ένας μπεκιάρης σαρανταρίτης, καροτσιέρης του Φασουλά με δικιά του καρότσα, είχε τάξει της Κατερινούλας να τη βγάζει σεργιάνι με την καρότσα κάθε χρόνο στα γενέθλιά της. Και σύμπτωση , φέτος, τα γενέθλιά της πέσανε την τελευταία Κυριακή της απόκριας. Ο μπαρμπα-Κωστής το συλλογίστηκε λιγάκι, γιατί, μέρα που ήτανε, αν έπαιρνε αγώι, μπορεί να ’βγαζε και μια χρυσή λιρίτσα. Μα το τάξιμο, τάξιμο. Είχε και αδυναμία στην ανιψιά του.
Η Κατερίνα είχε βάλει όρο να την παίρνει μονάχη της σεργιάνι, σα μεγάλη κυρία, δίχως τη μητέρα και τον πατέρα της. Λοιπόν, τρεις και μισή το απόγεμα, οι γειτόνισσες είχανε βγει στις πόρτες να δούνε την Κατερινούλα ν’ ανεβαίνει στην καρότσα.
—Και νύφη! Και νύφη! της φωνάζανε, όσο καμάρωνε η μητέρα της.
Ξεκινήσανε. Καθώς περνούσανε απ’ το Φαρδύ του Αι-Γιάννη για να βγουν στη Μπελλαβίστα, το μάτι της Κατερίνας πήρε το Γιακουμή, που ’τρεχε να προφτάσει την παρέα του.
—Μπάρμπα Κωστή! Στάσου! Σταμάτα! φώναξε του θειού της. Εκείνος κράτησε τ’ αλόγατα, κι από το ψηλό του κάθισμα γύρισε το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει.
—Μπάρμπα Κωστή, να πάρομε το Γιακουμή; Ε, Γιακουμή! φώναξε δίχως να περιμένει απάντηση. Εδώ! Έλα δω, ανέβα στην καρότσα.
—Μα εσύ δεν ήθελες να σε βγάζω μονάχη, σαν κοκόνα; διαμαρτυρήθηκε ο θειός της.
—Σήμερα είναι απόκριες.
—Καβαλιέρο που τον διάλεξες! γκρίνιασε ο μπάρμπα Κωστής, που το φτωχικό ντύσιμο και η αδυναμιά του Γιακουμή δεν του γεμίσανε το μάτι. —Ας είναι. Ανέβα, βρε πιτσιλήθρα, είπε του Γιακουμή, που στεκότανε σα χαζός.
Και τώρα, καταμεσής στα Τράσα, τα δυο παιδιά κάθονταν αμίλητα. Η Κατερίνα με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της, σαστισμένη, αφαιρεμένη, πρώτη φορά μέσα σε τέτοιο ταβατούρι, ο Γιακουμής μαζεμένος στη γωνιά του, άπραγος από καρότσα. Κρατούσανε κ’ οι δυο στο χέρι από μια σακουλίτσα κονφετί, που τους είχε αγοράσει ο μπάρμπα Κωστής.
Γύρισε το κεφάλι του:
—Γιατί δε μιλάτε, βρε κουτάβια; Τι συλλογιέστε σα ντερβίσηδες;
Η Κατερινούλα είπε:
—Συλλογιέμαι την ευτυχία.
Το μπαγάσικο! μουρμούρισε από μέσα του ο μπάρμπα Κωστής, μιλάει σα μεγάλη. Ύστερα είπε φωναχτά:
—Βρε γέλα! Είν’ απόκριες! Πέταξε κονφετί!… Ε! Βάρδα μπρος!
Τα δυο παιδιά κοιταχτήκανε, γελάσανε, βγάλανε από μια φούχτα κονφετί και τα πετάξανε το ένα στ’ άλλο και τα μαλλιά τους γεμίσανε πολύχρωμα χαρτάκια. Αυτό ’τανε. Ξεθαρρέψανε, πειράζανε τις κουδουνάτοι, ο μπάρμπα Κωστής τσακωνότανε με όποιους θυμώνανε και βρίζανε τα παιδιά, τους φοβέριζε με το καμουτσί. —Κοίτα τούτον εδώ το φούσκα! Κοίτα εκείνον το γλίτση! φωνάζανε τα παιδιά— μαζεύανε τις σερπαντίνες που πέφτανε μισοξετύλιχτες μες στην καρότσα και τις ξαναπετούσανε, κάνανε σα μεθυσμένα, κάποιος από ένα μπαλκόνι πέταξε μια κόκκινη καμέλια και φώναξε γελώντας: —Για τη δεσποινίδα με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά! —μα δε σημάδεψε καλά, κ’ η καμέλια έπεσε πίσω από την καρότσα. —Στάσου, μπάρμπα Κωστή! φώναξε η Κατερίνα, μα η καμέλια είχε κιόλα τσαλαπατηθεί, πίσω ερχότανε άλλη καρότσα, μέσα στην ίδια ζούρλια, η ντελμπεντέρισσα πολιτεία φόραγε στραβά τη σκούφια της, μια τρίτη βόλτα — και ξαφνικά τα δυο παιδιά χάσανε το κέφι τους, καθόντανε σα μουδιασμένα, γιατί ανάψανε τα φανάρια στα σοκάκια, καίγανε κάπου κάπου, από παράθυρα, ένα βεγγαλικό και ήτανε τόσο χλωμά, το φως των φαναριών και τα βεγγαλικά μέσα στο σούρουπο, και τόσο μελαγχολικά, και τότε προσέξανε πως είχε αραιώσει ο κόσμος, αλήθεια, σχεδόν είχαν αδειάσει τα σοκάκια, πως δεν το πήρανε είδηση, και σα φτάσανε κοντά στο χάνι του Φασουλά, ο μπάρμπα Κωστής κράτησε τ’ αλόγατα, γύρισε το κεφάλι του και είπε:
—Τέλος. Ο κάθε κατεργάρης στο μπάνκο του.
Τ’ αλόγατα, είπε, ήτανε κουρασμένα, έπρεπε να τα ξεζέψει και να τα βάλει στο παχνί. —Και ύστερα θα σε πάω…
—Μη νοιάζεσαι, μπάρμπα Κωστή, τον έκοψε η Κατερίνα. Θα με πάει στο σπίτι ο Γιακουμής.
Ο θειός κοίταξε το Γιακουμή με αμφιβολία:
—Είσαι άξιος να φυλάγεις το κορίτσι;
—Ο Γιακουμής; πετάχτηκε η Κατερίνα. Έδειρε μια φορά ένα μεγάλο αγόρι που με ’πε παλαβή — κι έκανε το μάτι του Γιακουμή.
Ανέβηκε στο μπροστινό καναπεδάκι, αγκάλιασε το θειό της και τον φίλησε στα δυο μάγουλα.
—Μαργιόλα, μουρμούρισε ο μπάρμπα Κωστής.
Τα δυο παιδιά πήρανε το δρόμο για το γυρισμό. Τα Τράσα ήτανε στρωμένα με κονφετί, σερπαντίνες, αδειανές χαρτοσακούλες, μαραμένα λουλούδια, τσαλαπατημένες καβαλίνες. Είχε σκοτεινιάσει πια. Τα φανάρια φέγγανε λιγότερο μελαγχολικά.
Ο κάθε κατεργάρης στο μπάνκο του. Μια δυο παρέες κουδουνάτοι, τσαλακωμένοι, σέρνανε άκεφα τα ποδάρια τους, αναρωτιόσουνα που να πηγαίνανε. Σε πολλά σπίτια, η σάλα, στο ισόγειο, ήτανε φωτισμένη, αλλού έρημη, αλλού ένα δυο άντρες, μια δυο γυναίκες, κουβεντιάζανε κουρασμένα ή σωπαίνανε, ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες. Δουλικά φροκαλούσανε τις μαρμαροστρωμένες αυλές —σήμερα τις λένε χωλ— κι αυτές γεμάτες φρόκαλα και κονφετί. Μια πολίτσια με δυο ζαντάρμες περιπολούσανε, μπαϊραμντάν σόνρα. Σε μια σάλα, μια κοπέλα, μονάχη, καθότανε στο πιάνο κι έπαιζε, με την πλάτη γυρισμένη, ένα κομμάτι όλο τρίλιες. Τα δυο παιδιά σιμώσανε στο χαμηλό παράθυρο, ακουμπήσανε τους αγκώνες στο πρεβάζι κι ακούγανε τη μουσική μέσ’ από τα σφαλιχτά τζάμια. Πλάι στον αγκώνα του Γιακουμή, παραπεσμένη, κειτότανε μια κόκκινη καμέλια, σε κάπως καλή κατάσταση. Την πήρε, τη φύσηξε για να τη φρεσκάρει, και την πρόσφερε στην Κατερίνα, που αφαιρεμένη, παρακολουθούσε τα χέρια της κοπέλας όποτε ξεπροβάλλανε, δεξιά ζερβά, πάνω στα κόκαλα του πιάνου.
—Α! έκανε η Κατερινούλα.
Κοίταζε την κόκκινη καμέλια, εκστατική — και ξαφνικά τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό για να του χαμηλώσει το κεφάλι, και τον φίλησε στο μάγουλο.
Την άλλη μέρα, Καθαρή Δευτέρα, οι τουρκογύφτισσες, κλαδωτές, σεινάμενες κουνάμενες πάνω στα ψηλά τακούνια τους, πήρανε τα σοκάκια πρωί πρωί, ζητιανεύοντας τ’ αποκριάτικα αποφάγια.
—Μάντζα, κοκόνα, μάντζα!
—Μάντζα, μακαρόνια, μάντζα!
Κι ο ουρανός γέμισε τσερκένια, που κορωνίζανε, ψηλά, χωνεμένα μέσα στο γαλάζιο.
Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι αγναντεύεις τ’ άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά και ατσαλένια.
Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Η τελευταία αποκριά
Μια χρυσή ηλιαχτίδα πάνω σε γαλάζιο κύμα. Το πρωινό φως που γλιστρούσε μέσα από τη γρίλια παιχνίδιζε πάνω στο γυαλιστερό ύφασμα. Η Μιριάμ άνοιξε με κόπο τα νυσταγμένα ματάκια της. Το βλέμμα της έψαξε μέσα στο μισοσκόταδο. Λαχτάρισε. Μια φωνούλα χαράς, μια κραυγή θριάμβου. Πήδησε από το κρεβάτι της και ξυπόλυτη όπως ήταν έτρεξε να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. Έμεινε άφωνη.
Στη ράχη της μεγάλης πολυθρόνας ήταν προσεκτικά απλωμένο ένα ολοκαίνουριο φόρεμα. Ένα γαλάζιος ταφτάς με φραμπαλάδες γύρω γύρω, μεγάλο ντεκολτέ και μανίκια φουσκωτά, όπως ήταν μόδα. Το δώρο έκπληξη της μητέρας της για τον αποψινό χορό της αποκριάς στη Λέσχη των Κυνηγών.
Η χαρά ήταν τόση που της είχε κοπεί η λαλιά. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το νυχτικό της, φόρεσε το καινούριο φόρεμα και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το είδωλο που αντίκριζε. Ήταν, αλήθεια, αυτή; Το καινούριο φόρεμα τόνιζε το άγουρο στηθάκι της που είχε αρχίσει να έχει τις απαιτήσεις του. Έστρωσε με το χέρι της το κρουστό ύφασμα κι ένιωσε για πρώτη φορά την αίσθηση που προκαλούσε το χάδι. Παραξενεύτηκε.
Κοίταξε στον καθρέφτη πόσο μακρύ ήταν. Για πρώτη φορά ανακάλυψε τις γάμπες της. Άρχισε να τις εξετάζει ανήσυχη, συστρέφοντας τα πόδια της. Είχε ακούσει πως οι άντρες θαύμαζαν τα ωραία πόδια των γυναικών.
Θα τους άρεσαν άραγε και τα δικά της;
- Τι κάνεις εκεί; άκουσε να την ψευτομαλώνει η μητέρα της . Eίχε ανοίξει χωρίς να την καταλάβει την πόρτα του δωματίου της την ώρα του αυτοθαυμασμού. Έβλεπε το κοριτσάκι της να μπαίνει στην εφηβεία. Συνέχισε: Είναι για το βράδυ. Βγάλ’ το αμέσως κι έλα να φας. Και γλυκαίνοντας ακόμα περισσότερο την ψευτοθυμωμένη φωνή της πρόσθεσε: Έλα, αγάπη μου. σου έχω ετοιμάσει και τηγανίτες με κομπόστα φράουλα που σ’ αρέσει.
- Λίγο ακόμα, μανούλα, να το πιστέψω. Δικό μου αυτό το φόρεμα!…
- Σ’ αρέσει; Αν δε σ’ αρέσει, βάζεις κάτι άλλο.
- Αν μ’ αρέσει; Είναι το ωραιότερο φόρεμα του κόσμου!
Δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον καθρέφτη. Θαύμαζε όχι μόνο το φόρεμα αλλά και τη νεαρή κοπέλα, το είδωλό της, που έβλεπε για πρώτη φορά. Μέχρι τότε, μέσα στα παλιά παιδικά της φορέματα, έδειχνε μικρό κοριτσάκι.
- Μα ένα τέτοιο φόρεμα θα με πάρει ο Αλέξης στη σάλα να με χορέψουν οι φίλοι του;
- Αν είσαι σοβαρή σαν μεγάλη κοπέλα, γιατί όχι;
* * *
Ο Συμεών Συμεωνίδης, ο κύριος Συμεών, όπως τον αποκαλούσαν όλοι με σεβασμό, πολύ μεγαλύτερο από όσο επέβαλλε η ηλικία του, είχε πει στον κυρ Μήτσο, τον αμαξά, να έρθει πιο νωρίς. Θα πήγαιναν όπως κάθε χρόνο, στο μεγάλο χορό της Λέσχης των Κυνηγών που συγκέντρωνε την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας της Σμύρνης. Είχε τη δική του λότζα που τον περίμενε.
Θα ξεκινούσαν από νωρίς. Αυτή τη φορά ήθελε να κάνουν μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, να γνωρίσει η κορούλα μου, η Μιριάμ, το σμυρναίικο καρναβάλι. Είχε γίνει κοτζάμ κοπέλα πια. Κι επειδή ζούσαν στο οικογενειακό αρχοντικό, στον Μπουρνόβα, δεν είχε γνωρίσει τη ζωή της Σμύρνης.
Κοιτάχτηκε για μια ακόμα φορά στον καθρέφτη. Ένας άνθρωπος της δικής του κοινωνικής θέσης όφειλε να είναι πάντοτε άψογα ντυμένος. Ήταν ένας νέος άντρας, χωρίς μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά, που θα φανέρωνε την είσοδό του στη μέση ηλικία. Μόνο το προσεκτικά ψαλιδισμένο γένι του φιλοξενούσε μερικές άσπρες τρίχες.
- Αν ξύριζες τα γένια σου, θα φαινόσουν δέκα χρόνια νεότερος, του έλεγε ο φίλος του, ο Καρίμ αγάς. Γιατί δεν ξυρίζεσαι;
- Θέλω να φαίνομαι αξιοσέβαστος, απαντούσε ειρωνικά.
Κανείς δεν ήξερε πως άφηνε τα γένια για το χατίρι της γυναίκας του. Δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν.
Είχαν γνωριστεί στις τελευταίες τάξεις του σχολείου και δεν είχαν χωρίσει ποτέ. Η αφέντρα Κατίνα ήταν ένα χρόνο μικρότερή του. Μόνον ένα χρόνο. Ήταν κάτι που την ενοχλούσε, αν και δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ. Το μοναδικό συννεφάκι στο γάμο τους, σε μια κοινωνία που ήθελε τη γυναίκα πέντε με δέκα χρόνια πιο μικρή από τον άντρα.
Ήταν μια ωραία γυναίκα η Κατίνα, μια γαϊτανοφρύδα μελαχρινή με κάτασπρο δέρμα και λυγερή κοριτσίστικη κορμοστασιά. Τα μάγουλά της ανοιξιάτικα ροδάκινα. Τραβούσε την προσοχή των αντρών. Και τότε έριχνε κλεφτές ματιές να δει αν το είχε προσέξει ο Συμεών. Αν όμως έπιανε κάποια γυναίκα να τον καλοκοιτάζει, και δεν ήταν λίγες μελαγχολούσε.
Με τα γένια ο Συμεών έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν το δώρο στη γυναίκα του, που την λάτρευε.
Ο κύριος Συμεών έκανε χώρο να ανεβούν πρώτα οι γυναίκες. Η Μιριάμ, χωρίς δισταγμό, σκαρφάλωνε βιαστικά και χωρίς να πει λέξη κάθισε δίπλα στη δική του θέση, αφήνοντας τη μητέρα της να καθίσει απέναντι, όπου τόσα χρόνια καθόταν εκείνη. Ο κύριος Συμεών έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα του, αλλά η κυρία Κατίνα του έκανε νόημα να μη μιλήσει. Το καινούριο φόρεμα είχε μεταμορφώσει τη μικρούλα Μιριάμ σε μια απαιτητική νέα κοπέλα.
Κοιτάζοντας λοξά τη νεαρή δεσποινίδα που καθόταν πλάι του ο Συμεών θυμήθηκε εκείνο το ζαρωμένο πλασματάκι με την τριανταφυλλένια επιδερμίδα που είχε αφήσει η μαμή στην αγκαλιά του. Ντράπηκε αναπολώντας την απογοήτευση που είχε νιώσει όταν του ανήγγειλαν ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει κορίτσι. Μια απογοήτευση που κράτησε μέχρι να του δώσουν το μωρό στην αγκαλιά του.
Ήθελε αγόρι ο Συμεών. Αγαπούσε τις κόρες του, τη Μιριάμ και τη μικρούλα την Αγγελική, που γεννήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχαν χάσει κάθε ελπίδα πως θα αποκτούσαν κι άλλο παιδί. Τις αγαπούσαν πολύ, αλλά ήθελε να έχει κι ένα γιο. Προκαταλήψεις; Ίσως. Ο ίδιος δικαιολογιόταν στον εαυτό του πως ήθελε ένα διάδοχο για την επιχείρησή του.
Ο Οίκος Συμεωνίδης-Καρίμ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους της Ανατολής. Είχαν μοιράσει τη δουλειά με τον αδελφικό φίλο και συνέταιρό του, τον Καρίμ αγά, και είχαν σχεδόν μονοπωλήσει το εμπόριο χαλιών στη Σμύρνη. Ήταν φίλοι από μικρά παιδιά και δεν είχε ποτέ πικράνει ο ένας τον άλλο.
Είχαν μοιράσει και τη δουλειά. Ο Καρίμ συγκέντρωνε με τους ανθρώπους του τα καλύτερα χαλιά από τη Σπάρτα, την Καππαδοκία και την Προύσα. Η οικογένειά του, γενιές ολόκληρες, ασχολιόταν με το χαλί, κι ο ίδιος ήταν ο πιο έμπειρος στη δουλειά.
Ο Συμεών, από τη μεριά του, με τους δικούς του ανθρώπους, μοσχοπουλούσε τα χαλιά στο Κάστρο, στην Τεργέστη και τη Μασσαλία, και στο Παρίσι ακόμα. Δεν είχαν παράπονο.
«Ποιος θα συνεχίσει τη δουλειά όταν εγώ…»σκέφτηκε.
Μια ξαφνική οχλοβοή διέκοψε τις μελαγχολικές σκέψεις του. Φωνές, γέλια, τραγούδια, σφυρίγματα. Είχαν μπει στο Φαρδύ της Αγίας Αικατερίνης. Μεγάλα παϊτόνια, μικρά μόνιππα και αραμπάδες φορτωμένα με ζουμπούλια, μενεξέδες και κάθε λογής λούλουδα ανεβοκατέβαιναν το φαρδύ δρόμο. Οι νεαροί δανδήδες έραιναν με λουλούδια τις σκερτσόζες κοπέλες, και μαζί πετούσαν και τα γλυκόλογά τους. Αμ εκείς; Καπριτσιόζες και ξεθαρρεμένες, άρπαζαν τα λουλούδια και σε όποιον τους άρεσε έκλειναν και το μάτι. Αποκριά ήταν.
Μα την πιο μεγάλη φασαρία την έκαναν οι πιτσιρίκοι. Έκλεβαν τα λουλούδια που δεν πρόφταιναν να αρπάξουν οι κοπέλες, τις τσιμπολογούσαν καθώς έτρεχαν να ξεφύγουν, κογιονάριζαν τους λιμοκοντόρους, χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Ένα ξέφρενο γλέντι.
Τα μάγουλα της Μίριαμ είχαν κοκκινίσει από τον ενθουσιασμό και τη χαρά. Δεν είχε περάσει μόνιππο απ’ όπου να μην της ρίξουν ένα μπουκέτο με ζουμπούλια, και κάποιος νεαρός να μην της χαμογελάσει με θαυμασμό. Ήταν μια μεγάλη κοπέλα. Την πρόσεχαν τα αγόρια. Είχε μεθύσει από χαρά.
Ο Συμεών είχε στηρίξει τα χέρια του στη φιλντισένια λαβή του μικρού μπαστουνιού του, δώρο του αντιπροσώπου του στο Παρίσι. Ήταν ένα ακόμα εξάρτημα της κοινωνικής θέσης του εκείνη η φιλντισένια λαβή. Παρακολουθούσε ξαφνιασμένος το ξεφάντωμα της κόρης του. Σε λίγα χρόνια θα ήταν καιρός της να παντρευτεί και να κάνει δικής της οικογένεια. Αλλά η μικρούλα η Αγγελική μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. Έπρεπε να κρατήσει αρκετά χρόνια ακόμα την επιχείρηση μέχρι να την αποκαταστήσει.
«Μα τι έχω πάθει απόψε;» αναρωτήθηκε. «Όλο μελαγχολικές σκέψεις κάνω».
Ήταν ακόμα νέος, με σιδερένια υγεία και άψογη εμφάνιση. Ψηλός, γεροδεμένος, με το ξανθό γένι του, τα γκριζογάλανα μάτια του, θα ήταν περιζήτητος γαμπρός αν δεν ήταν παντρεμένος.
Τόσο που τον πείραζε ο φίλος του ο Καρίμ, εκθειάζοντας τα καλά της πολυγαμίας.
-Αν ήσουν μουσουλμάνος, Συμεών, τον πείραζε, θα είχες ολόκληρο χαρέμι, και πάλι δε θα πρόφταινες.
- Κι εσύ που είσαι μουσουλμάνος γιατί δεν έχεις χαρέμι;
Καινούρια οχλοβοή, ένα κύμα από φωνές και τραγούδια. Είχαν μπει στο Παραλέλι. Μια μεγάλη άμαξα, φορτωμένη τραγουδιστάδες, ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν μια παρέα νεαροί του Ωδείου που έκαναν επίδειξη του ταλέντου τους. Κιθάρες, μαντολίνα, ένα μικρό σαντούρι και τραγούδι:
Σμυρνιωτοπούλα μου τρελή
με τα μεγάλα μάτια
έκανες την καρδούλα μου
σαράντα δυο κομμάτια.- Πατερούλη! Πατερούλη! Φώναξε η Μιριάμ. Ας σταματήσουμε λίγο να τους ακούσουμε.
Η άμαξα με τους τραγουδιστάδες είχε φτάσει απέναντι από τη δική τους. Ο αρχιτραγουδιστής έριξε μια ματιά στη Μίριαμ και με μια κίνηση των χεριών έκοψε στη μέση το τραγούδι της Σμυρνιωτοπούλας. Κι αμέσως άρχισε να τραγουδά.
Εις τον αφρόν της θάλασσας
η αγάπη μου κοιμάται…Η Μίριαμ ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει μέχρι τα αφτιά. Ήταν τα πρώτα ερωτόλογα που άκουγε. Της άρεσε. Ως καθωσπρέπει κορίτσι θα έπρεπε να κάνει τη θυμωμένη. Αλλά η τελευταία Κυριακή της αποκριάς στους δρόμους της Σμύρνης τα επέτρεπε όλα. Ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι. Στροβίλιζε τις ψυχές των ανθρώπων.
Καθισμένος στη λότζα του, στη Λέσχη των Κυνηγών, ο κύριος Συμεών παρακολουθούσε τη σάλα. Ο Αλέξης είχε πάρει την ξαδέρφη του να χορέψουν με την παρέα του. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από το πλευρό του και την παρακολουθούσε άγρυπνα, αδιαφορώντας για το ερωτικό χαμόγελο της γυναίκας του. Γι’ αυτόν η νέα κοπέλα που χόρευε με τους νεαρούς ήταν το κοριτσάκι του.
Στη λέσχη το γλέντι ήταν πολύ πιο καθωσπρέπει απ’ ό,τι στους δρόμους της πόλης. Οι νεαρές κοπέλες, καθισμένες με ψευτοσυνεσταλμένο ύφος μαζί με τους γονείς τους, περίμεναν τους νεαρούς καβαλιέρους να τις ζητήσουν σε χορό. Και τότε ακόμα, δεν έσπευδαν. Έπρεπε απαραιτήτως να συμβουλευτούν τα μικρά κομψά καρνέ τους, όπως έκαναν και στην Ευρώπη. Τηρούσαν αυστηρή σειρά προτεραιότητας, για να μη δείξουν προτίμηση σε κανέναν, εκτός κι αν το ήθελαν. Και συμβουλεύονταν το καρνέ, ακόμα κι αν τα φύλλα του ήταν άγραφα.
Ήταν μεγάλη δυστυχία για μια νεαρή Σμυρνιωτοπούλα να έχει άγραφο το καρνέ της. Φρόντιζε να το καταχωνιάζει στο τσαντάκι ή στον κόρφο της, για να μην το πάρει μάτι. Αντίθετα, όσες είχαν σουξέ, όπως το έλεγαν, το φύλαγαν και το έδειχναν στις φιλενάδες τους, μέχρι την επόμενη αποκριά.
Ο κύριος Συμεών παρακολουθούσε συνεχώς την κόρη του. Ο Αλέξης την είχε εγκαταλείψει στους φίλους του και άρπαζε να χορέψει όποια κοπέλα του γυάλιζε, αδιαφορώντας για το ποιος είχε σειρά.
Ήταν το πιο ζωηρό αγόρι στην αίθουσα και οι κοπέλες λιγώνονταν μπροστά του. Λυγερόκορμος, με αστραφτερά μάτια και πυκνά σγουρά μαλλιά, σαν τα φτερά του κόρακα γυαλιστερά, είχε αποδειχτεί μεγάλος καρδιοκατακτητής.
Τον καμάρωνε ο Συμεών. Είχε πάρει τη θέση του γιου που δεν είχε αποκτήσει. Όταν ο πατέρας του, ο καπετάν Γιακουμής Κατερίνης, ομογάλακτος αδερφός της γυναίκας του, χάθηκε στη Μαύρη Θάλασσα μαζί με τη μητέρα του, την καπετάνισσα, ο Αλέξης ήταν μικρό παιδάκι. Τον πήρε αμέσως κοντά του και τον έκανε γιο του. Και τον αγάπησε σαν παιδί του.
Ήταν έξυπνος, ζωηρός, πολύ ζωηρός, και είχε έντονο ενδιαφέρον για το τι συνέβαινε στον κόσμο. Πάνω στο γραφείο του υπήρχαν πάντοτε κάνα δυο ξένες εφημερίδες, που τις ξεκοκάλιζε με πάθος.
Η μόνη του στενοχώρια του θετού πατέρα του ήταν ότι ο Αλέξης δεν έδειχνε να νοιάζεται για το εμπόριο. Διψούσε για δράση. Το γραφείο τον έπνιγε.
- Αν ήμασταν στην Ελλάδα, θα γινόμουν αξιωματικός του ιππικού, ξεφούρνισε ξαφνικά μια μέρα στο τραπέζι.
- Μόνο που δεν είμαστε στην Ελλάδα. Κι αν θέλεις να γίνεις αξιωματικός, θα πρέπει να…τουρκέψεις, τον πείραζε.
- Πατέρα, έτσι τον έλεγε, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Προτιμώ να με σφάξουν!
Τον παρακολουθούσε να αλλάζει τις ντάμες τη μια μετά την άλλη και χαμογελούσε μέσα από τα γένια του. Καμιά δεν είχε αρνηθεί να χορέψει μαζί του. Θα έβαζε στοίχημα ότι όλες κρυφοκαρτερούσαν να τις προσέξει.
Είχε αφαιρεθεί και ο ίδιος. Τράβηξε τη χρυσή αλυσίδα που κρατούσε το ρολόι του. Έριξε μια ματιά. Είχε περάσει η ώρα χωρίς να το καταλάβει.
- Ελάτε…Αλέξη, πάρε τη Μιριάμ να φύγουμε, του φώναξε. Κοίταξε και πάλι το μεγάλο χρυσό ρολόι να βεβαιωθεί.
- Πατερούλη, ήρθε αναψοκοκκινισμένη κοντά του η Μιριάμ. Ας μείνουμε λίγο ακόμα.
- Αρκετά, αρκετά. Κι αύριο μέρα είναι.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 131-139.
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1921Όταν γύρισε από την Αθήνα ο Χρήστος, βρήκε τη Σμύρνη καταστόλιστη για το καρναβάλι. Το λιμάνι ακτινοβολούσε στο φως του ήλιου. Από το κιόσκι των διαβατηρίων ακουγόντουσαν τα κουδούνια από τα τρόλεϊ.
Ρίχνοντας το κεφάλι πίσω, ο Χρήστος ανάπνευσε βαθιά τον χειμωνιάτικο αέρα, που μύριζε καπνό, τερεβινθίνη και μαστίχα. Τι καλά που είναι να βρίσκεσαι πάλι σ’ αυτή τη σφριγηλή και ώριμη ασιατική ατμόσφαιρα, τόσο αντίθετη με τον ξερό και άγονο αέρα της Αττικής. Οι μήνες που πέρασε στην παλιά Ελλάδα, ήταν όχι μόνο άκαρποι, αλλά τον είχαν εξαντλήσει. Ένιωθε ότι του χρειαζόταν να ξαναβρεί τη δραστηριότητα και την ενεργητικότητά του. Ήταν αρκετό να πατήσει ξανά το πόδι του στη Σμύρνη, για να νιώσει και πάλι τις αρτηρίες του να πάλλουν και την καρδιά του να φτερουγίζει, καθώς σκέφτηκε τις Απόκριες, το Καρναβάλι.
Φυσικά δεν ήταν παιδαρέλι να τρέχει στους δρόμους μασκαρεμένος, με την καραμούζα και το τρίγωνο, ζητώντας ζαχαρωτά κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών. Ούτε όμως και κανένα ζαρωμένο πετσί, κανένας ξοφλημένος. Είχε ζήσει καλά στο παρελθόν τα οργιαστικά καρναβάλια στο Βουκουρέστι, στη Βάρνα και την Κωνσταντινούπολη, τα μεθύσια και τους χορούς στους δρόμους και τα καμπαρέ, μ’ ένα πλήθος από εύθυμες παρέες νέους και νέες και γέρους, το ξεφάντωμα της ψυχής και της σάρκας, που πάντοτε ενεργούσε σαν αντίδοτο στη σκληρή και άχαρη ζωή του περιπλανώμενου, σαν κάθαρση, ένας εξαγνισμός. Και τώρα, με το θέλημα του Θεού θα έβγαινε παρέα με τη γυναίκα του και την κόρη του και τον αρραβωνιαστικό της, όλοι μαζί στους δρόμους και τα χορευτικά κέντρα, γυρίζοντας τις ροκάνες, χορεύοντας κάτω από ένα σύννεφο από κομφετί και χαρτοπόλεμο, ντυμένοι με βελούδινα ντόμινα, χαρούμενοι και γελαστοί ξεχνώντας για λίγο τις αγωνίες του πολέμου και την πολιτική.
Το αμάξι του πέρασε από το Σπλέντιτ Πάλας που ήταν στολισμένο με πολύχρωμες ταινίες, το Σπόρτινγκ Κλάμπ, το Θέατρο της Σμύρνης, το Δανικό Προξενείο. Ύστερα από λίγο ο Χρήστος αντίκρισε την κομψή πρόσοψη, σε αγγλικό στυλ, του σπιτιού του. Έτσι, ξαφνικά, θυμήθηκε τις διαισθήσεις της Σοφίας και η χαρά του βυθίστηκε σ’ έναν περίεργο φόβο και αγωνία. Ιδρώτας τον περιέλουσε.
Ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας και χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά του τόσο δυνατά που τα τζάμια έτριξαν. Ένας ξεραμένος Μάης που κρεμόταν από ένα καρφί, έπεσε άψυχα στο έδαφος.
Η Σοφία κατέβηκε σιγά, κρατώντας ένα μαντήλι στο στόμα της. Μόλις έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι, έριξε τα χέρια γύρω από το λαιμό του Χρήστου και άρχισε να κλαίει.
Ο Χρήστος αισθάνθηκε την καρδιά του να τον αφήνει.
- Ο Γιώργος; Ρώτησε με πνιγμένη φωνή.
- Όχι.
- Ο Δημήτρης;
- Όχι, όχι. Και οι δυο είναι καλά.
Έβαλε ξαφνικά το δάχτυλο στα χείλη της. Κοίταξε γύρω φευγαλέα, ύστερα πήγε κι έκλεισε την πόρτα της κουζίνας. Στάθηκε ακόμη λίγο κι αφουγκράστηκε. Ύστερα πήρε τον Χρήστο από το χέρι και τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη. Ακούμπησε σε μια βιτρίνα και σκούπισε τα μάτια της.
- Ω, Χρηστάκη, τι καταστροφή. Φωτιά έπεσε και μας έκαψε.
Το δέρμα της Σοφίας είχε γεμίσει από καφετιούς και κίτρινους λεκέδες. Τα μάτια της ήταν στεφανωμένα από μαύρες σκιές. Παίρνοντας το χέρι του Χρήστου, τον τράβηξε κοντά της.
- Η κόρη σου.
- Συμβαίνει τίποτα με την Ελένη;
- Έχασε δυο περιόδους, ίσως τρεις… Δεν είναι καθόλου κανονική.
Και η Σοφία ξέσπασε σε λυγμούς. Πήγε προς το παράθυρο, κοίταξε έξω. Φύσηξε τη μύτη της. Μεγάλα κύματα φούσκωναν κι έσπαγαν στην προβλήτα. Ένα κάτασπρο βουνό από αφρούς κατάβρεχε με ορμή την προκυμαία που γυάλιζε σαν ένα τεράστιο ψάρι. Όλα τα πολεμικά ήταν κατάφωτα με μπλε και κίτρινα φώτα για τη γιορτή του καρναβαλιού. Στη σκιά του δειλινού που έπεφτε, ο ουρανός πέρα στο βάθος, είχε μιαν απόχρωση χαλκού.
Ο Χρήστος έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του.
- Πουτάνα, ψιθύρισε, κάτω από την αναπνοή του, και ύστερα δυνατότερα. Είσαι βέβαιη;
- Ένα κορίτσι δεν βγάζει τέτοια πράγματα από τη φαντασία του.
- Α, στο είπε η ίδια; Μα την εξέτασε κανένας;
- Όχι βέβαια, καμιά από τις μαμές της Σμύρνης. Θάταν το ίδιο σα να το βγάζαμε ντελάλι από το βουνό Πάγος.
- Τότε εσύ ή η Πολυξένη.
- Κανένας άλλος δεν το ξέρει εκτός από σένα.
- Επουράνιε Θεέ, είπε ο Χρήστος. Κάθισε στο σοφά από αλογότριχες, που ήταν μοντέρνος ευρωπαϊκός και καθόλου αναπαυτικός. Τον είχε αγοράσει η Σοφία πριν λίγα χρόνια όταν την είχε πιάσει η γαλλομανία της.
- Πώς; για όνομα του Θεού…
- Αυτό δεν το καταλαβαίνω, μουρμούρισε η Σοφία. Εσύ το καταλαβαίνεις;
Ύστερα συνέχισε κουρασμένα:
- Φαίνεται πως οι άνθρωποι χάσανε την αξιοπρέπειά τους. Στην ηλικία μου ήμασταν τόσο αθώες. Αν κανένας νοστιμούλης μου προσέφερε άνθη, ήμουνα ζαλισμένη για μια βδομάδα.
Σταμάτησε κι αναστέναξε. Εκείνος ο καιρός είχε φύγει πια μια για πάντα. Τότε, ένα κορίτσι σαν την Ελένη, ήσυχο και καλοαναθρεμμένο, παντρευόταν συνήθως σε ηλικία δέκα έξη χρόνων αν προηγουμένως, βέβαια, δεν την είχε προσέξει κανένας Πασάς, μ’ έναν καθώς πρέπει κύριο γύρω στα σαράντα πέντε. Κάποιο μεγαλέμπορο, ή εφοπλιστή, ένα δεύτερο πατέρα, όπως υπήρξε ο Χρήστος για τη Σοφία. Κάποιον που θα της συμπεριφερόταν σα νάταν κόρη του, την ημέρα τουλάχιστο, και που, θα την γέμιζε παιδιά.
- Ήμασταν τόσο απλοί. Δεν μιλάγαμε τότε για πολιτική και πολέμους και σφαγές. Εμείς πηγαίναμε στην εκκλησία μας, οι Τούρκοι στο τζαμί τους. όλα ήταν ειρηνικά, όχι βρωμερή πολιτική, όχι πόλεμοι και αγριότητες κι ανηθικότητα κάθε είδους… Δεν το καταλαβαίνω. Όταν ήμουν κοπέλα δεν μας επέτρεπαν να καθίσουμε στο ίδιο δωμάτιο μ’ ένα νέο. Πολύ περισσότερο να τον αγγίξουμε, να τον φιλήσουμε ή να παίξουμε μαζί του, ούτε εκείνος να μαλάξει τα κρυφά μέρη του κορμιού μας, σα να είμαστε κανένα κομμάτι πηλός.
Ξαφνικά ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι του.
- Μα ποιος να είναι αυτός;
- Τι εννοείς; είπε η Σοφία κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Μπας και νομίζεις ότι ήταν ο νυχτοφύλακας;
Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν και εκείνη χαμογέλασε κουρασμένα.
- Νόμισες ότι ήταν κανένας ουδέτερος σαν τον Άγιο Γρηγόριο;
- Ω, Θεέ μου, είπε ο Χρήστος. Ομολόγησε ποιος είναι;
- Αρνείται να πει τ’ όνομά του, αλλά είναι φανερό. Η Πολυξένη λέει ότι τριγυρνούσε εδώ σαν κεραμιδόγατος μέρα και νύχτα, όταν εμείς λείπαμε. Πέντε μήνες ήταν πολύς καιρός μακριά από το σπίτι μας. Το αισθάνθηκα κάποτε, θυμάσαι που στο είπα;
Ο Χρήστος κούνησε το χέρι του. Σιχαινόταν να του θυμίζουν τι είχαν πει οι άλλοι στο παρελθόν.
- Τουλάχιστο ξέρουμε ποιος είναι, είπε. Ξέρουμε ότι δεν είναι κανένας άγριος.
Η Σοφία σήκωσε τους ώμους της σα να την έπιασε ρίγος.
- Και καλύτερα που το ξέρουμε τώρα που είναι ακόμα καιρός πριν αρχίσει το καρναβάλι. Μπορώ να τον φέρω πίσω στη Σμύρνη σε μια ή δυο μέρες. Και μπορούν να παντρευτούν αμέσως.
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
- Πότε θα γίνουν τ’ αγγελτήρια του γάμου;
- Αγαπητή μου, η εγκυμοσύνη της είναι προχωρημένη. Καλά που δεν φαίνεται ακόμα. Ή έχει… Άκουσε, η αναγγελία μπορεί να γίνει από την εκκλησία και ο γάμος να γίνει πριν από την Καθαρή Δευτέρα. Πού είναι ο νεαρός τώρα, στο Ουσάκ;
Αφηρημένα χτύπησε τον ώμο της Σοφίας.
- Άκουσε δεν είναι καμιά τραγωδία. Εξάλλου πάντοτε τον συμπαθούσα. Αντιπροσωπεύει έναν ωραίο τύπο χριστιανού άντρα, είναι τολμηρός, θαρραλέος…
- Ω, σε παρακαλώ απάντησε η Σοφία κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της.
Ο Χρήστος την άφησε καθισμένη στο παράθυρο, με το κεφάλι χαμηλωμένο, χαμένη στις αναμνήσεις, του παρελθόντος, όταν τα κορίτσια ήσαν ντροπαλά, αμόρφωτα, φορούσαν σκουφάκια κεντημένα με φλουριά, και δεν είχαν τα χέρια ελεύθερα να παίζουν ερωτοπαίχνιδα με άγνωστους νέους.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 273-277
Η ζωή στη Σμύρνη...
Οι Απόκριες στα σοκάκια τση Σμύρνης
α) Το σκέδιο των σοκακιώνε, -Για το σκέδιο έχομε να πούμε πως, εξόν απτόν Απάνω-μαχαλά, ούλ’ ή άλλη Σμύρνη ήτανε ίσια (ισόπεδη)∙ δίχως ανηφορο-κατηφόρες και δεν ηκούραζε τον κόσμο να πααινοέρχεται όπου ήθελε. Τα τραγουδισμένα σοκάκια τση ήτανε βολικά. Δεν είχανε μεν το χάος όπως τα μπουλεβάρτα, είχανε όμως μεγάλο μάκρος. Και το φάρδος τως ήτανε τόσο, ώστε να μπορούνε να περνούνε ελεύτερα δυο καρότσες, κι ακόμα στα πλάγια, ορισμένοι διαβάτες. Ομορφοστρωμένα με τετράγωνες γκρίζιες, είτες γκριζόμαυρες πλάκες (από πέτρα του Βεζούβιου), ώστε τα νερά τση βροχής να στραγγίζουνε στα πλαϊνά χαντάκια δίπλα στα πεζοδρόμια, που κι αυτά δεν ήτανε φαρδιά, μισό μέτρο, ένα μέτρο και σπάνια που και που δυο μέτρα.
β) Τα Σπίτια –Αυτά, πάλι, ήτανε με δυο είτες το πολύ με τρία πατώματα, με αρκετά μεγάλα πανάθυρα στο Ισόγειο και στα απάνω πατώματα. Με τα ωραία αψηλά σμυρνέικα μπαλκόνια, τα κομψά εκείνα μαραγκοδουλεμένα κλειστά και σκεπαστά, τριγυρισμένα στο απάνω μέρος τως με τσερτσεβέδες (τσερτσεβέ, περσοτουρκ. = πλαίσιο) τζαμωτοί, που ηανοίγοκλούσανε συρτοί απάνω-κάτω. Με τα ρομαντικά πρωτινά σαχνισίρια (σαχνισίν, περσοτουρκ. = εξώστης), λιγοστά όμως, τα γραφικά αυτά χτιστά και σκεπαστά μπαλκόνια μα παράθυρα μπατζουρωτά. Σπίτια ομορφοχτισμένα με αρχοντιά και γούστο που ηστολίζανε τα σοκάκια και ηχαίρούσουνε να περνάς και να τα βλέπεις.
Κ’ έτσι λοιπόν, ο κόσμος στσι αποκριάτικες Κυριακάδες ησεργιανούσε στα σοκάκια με τα ποδάρια είτες με τσι καρότσες, ντυμένος, κουδουνάτος, είτες όχι, για να κάνει σεΐρι (χάζι) είτες για να δειχτεί. Μα προπάντως, για να ξεσπάσει με κορδέλες και πεταλάκια (σερπαντίνες και κομφετί) αναμεταξύ του και αναμεταξύ του εμαυτού του και τω νοικοκυραιώνε τω σπιτιώνε, που ηκαθούντοστε χαρούμενοι στα πανάθυρά τως και στα μπαλκόνια κ’ ηβλέπανε. Και που κι αυτοί ηγερεύανε αφορμή για να ξεσπάσουνε, με τον ίδιο τρόπο, με τον κόσμο αυτόνανε που απόμπρος τως περνούσε.
2. – Η ΠΑΡΑΤΑ ΜΕ ΚΑΡΟΤΣΕΣ ΣΤΑ ΣΟΚΑΚΙΑ
Στο αποκριάτικο ξέσπασμα μεγάλη φιγούρα (φιγκούρα, ιταλ. = επίδειξη) ήκανε η παράτα με τσι καρότσες στα κεντρικά σοκάκια τση Σμύρνης, που τήνε κάνανε παρέες τζόβενα (τζόβινε, ιταλ. = παλικαράκι, νεαρός) πλούσια και αριστοκράτες. Η κάθε παρέα, από δυο-τρεις ανομάτοι, ηνοίκιαζε την καρότσα απτήν πιάτσα (πλατεία) του Φασουλά (όπου ήτανε το κεντρικό στέκι για τσι καρότσες) και τήνε φόρτωνε με διάφορα αποκριάτικα πράματα, που θα τα ’ριχνε στα πανάθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιώνε απόπου θα ν’ ηπερνούσε. […}
Αφού, λοιπόν, τηνέ φόρτωνε έτσι την καρότσα τση η κάθε παρέα, ηανέβαινε απάνω κ’ ηξεκινούσε για τα αριστοκρατικά κεντρικά σοκάκια. Κ’ ήβλεπες τσι καρότσες αυτές αράδα, η μια οπίσ’ απτήν άλλη, να περνούνε απτά σοκάκια φτα. Οι κοπέλες τότες που ηκαθούντοστε στα πανάθυρα και τα μπαλκόνια τω σπιτιώνε, ηρίχνανε στα τζόβενα αυτά των καροτσώνε κορδέλες και πεταλάκια. Κ’ εκείνα, πάλι, όρθια μεσ’ στην καρότσα, τως ηπαντούσανε, ρίχνοντας κορδέλες με δύναμη είτες με ειδικό μπιστολάκι – πεταλάκια φουχτιές απτό τσουβάλι – πούλουδα και πούλουδα και γλιχουδιές – που, όπως είπαμε, ούλα ετούτα τα ’χανε μεσ’ στη καρότσα.
Η παράτα αυτή με τσι καρότσες ηξεκινούσ’ απτό Φασουλά κ’ ητραβούσε για το σοκάκι τα Τράσσα. Εκεί, άλλες μεν καρότσες ηστρίβανε απτό Χαλεπλί σοκάκι για να πάρουνε βόλτα Αγία Κατερίνα, Κεντρικό Παρθεναγωγείο και να κατεβούνε απτό σοκάκι τα Άσπρα-Μπογιατζίδικα, κ’ έτσι, να φτάξουνε πάλι Φασουλά, Τράσσα και πάλι το ίδιο. Κι άλλες, πάλι, ηφτάσανε πιο κάτω, ωσάμ’ την πιάτσα (πλατεία) τση Μπέλλα-βίστας, κι αποκεί ητραβούσανε για το φαρδύ σοκάκι τσ’ Άγιας Κατερίνας, Τσα(λ)κιτζή’ μπαση κι Αη-Δημήτρη. Και πάλι οπίσω.
Οι παράτες αυτές ηγενούντοστε οτσι δυο τελευταίες αποκριάτικες Κυριακάδες. Ηαρχινεύανε ύστερις απτσί δυο ώρες απτό μεσημέρι κ’ ηβαστούσανε ωσάμ’ το βράδυ που ησκοτείνιαζε. Και τότες, τα τζόβενα, καθώς ηπερνούσανε με τσι καρότσες, ηανάβανε κάτι σπίρτα μεγάλα που ηκάνανε φως χρωματιστό, τα κόλορια που ηλέαμε. Ηανάβανε και τ’ αστρουλάκια που αυτά καθώς ηανάβανε κ’ οι νοικοκυραίοι τω σπιτιώνε στα πανάθυρα και μπαλκόνια, και ηφεγγοβολούσανε τα, με αραιά φανάρια φωτιζούμενα, τότες, σοκάκια.
3. –Ο ΚΟΣΜΟΣ ΗΒΓΑΙΝΕ ΣΤΑ ΣΟΚΑΚΙΑ ΝΑ ΞΕΣΠΑΣΕΙ
Από νωρίς ο κάθε περίεργος Σμυρνιός ηκατέβαινε απτσοί ακριανοί μαχαλάδες κ’ ηερχούντανε στα κεντρικά αυτά σοκάκια για να ξεσπάσει αποκριάτικα, μα και να δει την ωραία αυτή αποκριάτικια παράτα με τσι καρότσες. Να δει, έστω και να τσαλαπατηθεί μεσ’ στην πολυκοσμία, που κι αυτή ήρχε (ήρθε) να ξεσπάσει κ’ ησεργιανούσε σύρριζα κοντά στα σπίτια για ν’ αφήσει να περάσουνε στη μέση του σοκακιού οι καρότσες. Οι καρότσες τση παράτας, που τότες ηπαίνανε σιγά-σιγά και πότες ημισοτρέχανε. Μα και τ’ άλλα σοκάκια στσοι πιο δεύτεροι μαχαλάδες –όπως στον Άη Τρύφωνα, στο Κερατοχώρι (Κερασοχώρι), στον Αη-Δημήτρη και στο φαρδύ σοκάκι του τσάι – ήταν γεμάτα κόσμο που κι αυτός ήκανε φασαρία και ντόρο.
Σ’ ούλα τα σοκάκια, παιδάρια και παλικαράκια είχεν ροκάνες, σφυρίχτρες, ντρουμπετίτσες και τσαμπούρνες, λογιώ-λογιώ, για να κάνουνε ντόρο. Τσαμπουρνίτσες με φουσκίτσα ομπροστά κόκκινη, πράσινη, μπλού. Και, άμαν ηφυσούσες μεσ’ στην κάθε τσαμπουρνίτσα, τότες η φουσκίτσα τση ητσιτωνούντανε κ’ ημεγάλωνε. Κι άμαν ησταματούσες να φυσάς, αυτή ηξεφούσκωνε κ’ ηφώναζε. Πολλοί τηνέ ακουμπούσανε κρυφά στ’ αυτί του διπλανού τως για ντονέ ξαφνιάσουνε. Κ’ είχανε ακόμης και τσαμπούρνες μεγάλες σα χωνιά στενόμακρα από χαρτόνι με χρωματιστές ρίγες. Τσαμπούρνες τυλιχτές από χαρτί που, άμα τσι φυσούσες, ηξετυλιγούντοστε, ημακραίνανε κ’ ητσιτωνούντοστε απότομα σα μασούρι. Κ’ είχανε στην ακριά τως ένα μικρό χρωματιστό φτερουγάκι. Πολλοί τσι φουσκώνανε κρυφά κι απότομα πλάι στη μούρη τ’ αλλουνού, που τόνε ξάφνιαζε το γαργάλημα του φτερουγακιού τση. Είχανε και κάτι πιτσιλήθρες νικελένιες, που ήτανε σα μεγάλα ρολόγια τση τσέπης. Τσι γεμώζανε κολώνια και τσι ζουλούσανε για να πεταχτεί πιτσιλιχτά η κολώνια. Αυτό το κάνανε κοντά στο μάγουλο είτες στο σβέρκο τ’ αλλουνού για ν’ τόνε ξαφνιάσουνε. Μα και κάτι κατουρλόφουσκες βοδινές ξεραμένες και φουσκωμένες καλά, δεμένες από’ νανε σπάγο και γερές, που μ’ αυτές οι χαιρέκακοι ηκατακεφαγιάζανε όποιονε ημπορούσανε. Μα και πολλά άλλα πειράγματα.
Στα φασαριόζικα σοκάκια άντροι μόνε και αγόρια ημπορούσανε να πάνε να σεργιανίσουνε κι όχι γυναίκες και κορίτσια, γιατίς θα τσι πείραζε ίσως κανένας. Κι αν ηθέλανε να πάνε για να δούνε κι αυτές, ηντυνούντοστε κουδουνάτοι αντρίστικα για να μη φαίνουνται. Μα θα ν’ ησυνοδευούντοστε και με άντρα για ν’ τσι υπερασπίσει σε ώρα ανάγκης.
Δημήτρης Αρχιγένης, Λαογραφικά Γ΄. Η ζωή στη Σμύρνη, Αθήνα 1981, σ. 221-225.
Μετάβαση στο σημείο: Ελληνικές Συνοικίες