Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ελληνικές Συνοικίες Ελληνικές Συνοικίες
Οι ελληνικές συνοικίες της Σμύρνης συγκεντρώνονται ως επί το πλείστον στη λεγόμενη Ευρωπαϊκή πόλη, προς το Βορρά του αστικού χώρου. Στην Παλαιά πόλη, όπως θα δούμε παρακάτω, βρίσκονται οι αγορές και οι παραδοσιακές συνοικίες της Σμύρνης, στις παρυφές του Όρους Πάγου (Kadifekale). Ο διαχωρισμός αυτός εδραιώθηκε με την αστική ανάπτυξη στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στη σύγχρονη Σμύρνη, δεν υφίσταται πλέον, καθώς η πυρκαγιά του 1922 εξαφάνισε το βορεινό κομμάτι. Αντιθέτως, ο σχηματισμός της προκυμαίας όπως είναι φυσικό, διατηρήθηκε, ενώ εξακολουθούν να λειτουργούν τα παραδοσιακά παζάρια, σχεδόν στην ίδια τοποθεσία, νότια του κεντρικού λιμένα.
Στην ενότητα των ελληνικών συνοικιών μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα, διαμορφώνεται μια πολύχρωμη εικόνα του καθημερινού βίου των Ελλήνων της Σμύρνης, με έμφαση στις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους αλλά και με τις υπόλοιπες κοινότητες. Κάθε γωνιά αφηγείται μέσω των δρόμων και των κτηρίων της την ιδιομορφία της.
Η περιήγηση στέκεται στις ελληνικές γειτονιές ξεχωριστά για λόγους πρακτικούς, χωρίς να προωθείται ούτε ο εθνικός ούτε ο αστικός διαχωρισμός. Έχει περισσότερο χαρακτήρα πολυπρισματικής θέασης παρά κατακερματισμού, ενώ συνιστάται μετά την ολοκλήρωσή της να μπορούν οι μαθητές να ενοποιούν τις προτεινόμενες διαδρομές, ώστε να αντιλαμβάνονται την ταυτότητα των κοινωνικών διαστάσεων που παράγονται στον αστικό σμυρναίικο χώρο.
Σε αυτή τους την προσπάθεια ιδιαίτερα βοηθητικός είναι ο παλιός χάρτης της προ του 1922 Σμύρνης που παρατίθεται.
Μέσα στα γιασεμιά...
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
—Φωτιά να σας κάψει γριές στρίγγλες, είπε η Άννα ανάμεσα στα δόντια της, μόλις είδε κάποια να τη κατασκοπεύει μέσα από τα παντζούρια των παραθύρων του αντικρινού σπιτιού, που έτριξαν όλα δια μιας και εκλείστηκαν με κρότο.
Και έπειτα, έτσι σαν για να κάνει να σκάσουν όλες αυτές που την εζήλευαν, αρχίνισε να τραγουδάει με δυνατή φωνή ακουμπώντας το κεφάλι της στο πρεβάζι του παραθύρου:
Μια Σμυρνιά
Μια Σμυρνιά στο παραθύρι
Πότιζε Βασιλικό
Μαύρα ν’ τα μάτια π’ αγαπώ.
—Άννα καλέ τι αγριοφωνάρες είν’ αυτές;
—Γρήγορα. Να μη το ξαναπείς.
—Καλέ και να τραγουδήσω δε μπορώ; απάντησε η Άννα με ένα τόνο παραπόνου. Δεν μπορεί πια κανείς και να ξεσκάσει;
Και αρχίνισε ξανά:
Μαύρα ν’ τα μάτια π’ αγαπώ
Και πότιζε βασιλικό.
—Άννα, θα με συγχύσεις σου λέω Comment? Καταλαβαίνεις εγγλέζικα ή δε καταλαβαίνεις;
Η Άννα είπε τώρα με σιγανή φωνή:
—Εμένα θα περάσει! Δε θα το κουνήσω από το παράθυρο. Να δα! Θαρρώ πως έρχεται. Μα ποιος είναι; Ο Νώλης ή ο Κώστας; Μωρέ σαν να μοιάζει του Δήμου. Έτσι μώρχεται να γυρίσω· Μπα; Άλλαξε ρούχα. Αυτός είναι… και παύοντας να κοιτάζει η Άννα μέσα στην αντιφεγγιά του αντικρινού τζαμιού, ένα κομμάτι δρόμου που εβρισκότανε από εκεί οπού είχε γυρισμένες τις πλάτες, εστράφη και αντικρίζοντας το νιό, είπε γεμάτη χαρά:
—Καλησπέρα Τζάκο. Σιγά· μη μιλάς τράβα μη σταθείς, γιατί η μητέρα κάθεται στην αυλή και παραφυλάγει…
Αυτές τις τελευταίες λέξεις, της είπε η Άννα σκύβοντας από το παραθύρι της που ήτανε λιγάκι αψηλό, και το αίμα που κατέβηκε στα μάγουλά της από το σκύψιμο και από την αισθηματική ταραχή, και το πουκαμισάκι το μπατιστένιο το λευκό, που εφορούσε και ανοίχτηκε λιγάκι στο λαιμό για να μισοφανούν τα μυστήρια του παρθενικού της στήθους, μαζί με το πάθος που είχε εμπνεύσει στο νέο που τον ονόμασε Τζάκο, έκαμαν να ξεχειλίσει εις τα νεύρα του τελευταίου αυτού ένα αιφνίδιο ερωτικό αίσθημα. Εδοκίμασε λοιπόν να πηδήσει για να της δώσει μια τσιμπιά στο λαιμό. Η Άννα τρόμαξε· έβγαλε μια λεπτή φωνούλα, αν και προσπάθησε να τη μισοπνίξει, χωρίς όμως να το κατορθώσει.
—Καλέ τι γίνεται αυτού; φώναξε η κυρία Στάναινα, ορμώντας με ένα πανεράκι στο χέρι που το είχε γεμάτο με αποκόμματα από χρωματιστές τσόχες, για να φτιάξει με αυτά ένα χαλάκι σκοπεύοντας να το στρώσει μπροστά στο κρεβάτι της.
Η Άννα δε πρόφταξε ν’ απαντήσει. Το κεφάλι της μητέρας της ερίχτηκε επάνω από τον ώμο της και πρόφθασε να ιδεί το Τζάκο, ένα λιμοκοντόρο που ανοιγότανε εις ολίγων βημάτων απόσταση από το σπίτι της.
—Βρωμόπαιδο! Έννοια σου, και θα σου δείξω εγώ! Πάρε τη μούρη σου να ξαναπεράσεις από τη πόρτα μου και σε σιγυρίζω…
—Σουτ! Σουτ! Μη φωνάζεις και ακούνε οι γειτόνισσες, της έλεγε από μέσα η κόρη της τραβώντας μια άκρη του φουστανιού της.
—Να τις βράσω! Να κοιτάξει η κάθε μια απ’ αυτές τις πομπές της και να μη τις ενδιαφέρει για την ανατροφή που θα δώσω εγώ στα παιδιά μου.
Αυτά τα φώναξε η κυρία Φωτεινή σκυμμένη ακόμη στο παράθυρο, από το ύψος του οποίου της είχαν χυθεί όλα τα χρωματιστά κουρελάκια του εργοχείρου της και σκέπασαν το πεζοδρόμιο. Έπειτα γυρίζοντας μέσα με αστραπιαία κίνηση, έδωκε ένα χαστούκι στην Άννα που τινάχθηκε προς τα πίσω για να αποφύγει και δεύτερο. Αλλά ήτο τόση η ορμή της φυγής, ώστε παρέσυρε με τον αγκώνα της μια μικρή εταζέρα γεμάτη μπιμπελό που εκσφενδονίστηκαν εδώ και εκεί σπάζοντας και βγάζοντας μικρές θρηνερές φωνούλες.
—Να σε πάρ’ η οργή! Μωρέ βάλθηκες να μου κόψεις το αίμα μου; είπε με πνιγμένη φωνή αυτή τη φορά, η κυρία Φωτεινή και όρμησε επάνω στη κόρη της, μαζί με την οποία αρπάχτηκε, εσωριάστηκαν κατάχαμα σ’ ένα ταπέτο που με ζωηρά χρώματα, παρίστανε δυο φιλούμενα περιστέρια, αντάλλαξαν δαγκανιές, τσιμπιές, κλωτσιές, γρονθοκοπήματα, τούφες από μαλλιά έμειναν εις τα δάκτυλα της κάθε μιανής, και όταν η Πελαγία έτρεξε κατακίτρινη από τη τρομάρα να τις χωρίσει όλη η γειτονιά που είχε πάρει κάβο το καυγά, επόζαρε στις πόρτες, στα παράθυρα και στα μπαλκόνια. Τότε και η κυρία Αμαλία, η οποία άκουσε το μαλλιογδαρμό που γινότανε στο σπίτι της Στάναινας, όρμησε στο δώμα της μήπως βρει τη Πελαγία για να τα μάθει, αλλά δεν τη έβλεπε.
Ανέβηκε τότε στο πεζούλι, αν και ήτανε σωματώδης, επήρε μια χουφτιά πετραδάκια από μια γλάστρα και αρχίνισε να τα ρίχνει ένα-ένα στο τζάμι του παραθύρου της κουζίνας της Πελαγίας, για να την ειδοποιήσει και να τρέξει εκείνη να της πει δυο λόγια, γιατί της ερχότανε να σκάσει της γυναίκας.
Θλιβερά απάτη...
2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΑΙ
Θλιβερά απάτη.
Π. Ροδοκανάκη.
Εις μάτην εις από τους συντρόφους μας τραγουδεί περιπαθώς την καλλονήν της ωραίας νύμφης της Ιωνίας:
Αχ, Σμύρνη, Σμύρνη, σ’ αγαπώ
σαν τα μάτια μου, τα μάτια μου τα δυο…
Τα αυτιά και τα βλέμματα των φίλων, που συνεκεντρώθησαν εις το λαϊκό κρασοπωλείον δια να κάμουν σπονδάς εις τον Βάκχον, έχουν αφοσιωθεί εις το καναρίνι, το οποίον χοροπηδά πλάι από τον λαμπτήρα. Τα ποτήρια μένουν γεμάτα ενώ ροφώμεν όλοι το ηχητικόν νέκταρ, που πηγάζει από τον πουπουλένιο λάρυγγα του πουλιού με το κίτρινον φράκο.
Εκοιμότανε επάνω εις το καλαμάκι του την ώραν που η συντροφιά εισήλασε με άσματα τρελά εις το άντρον του ευθύμου Θεού. Και έξαφνα, μόλις ήνοιξε τις μαύρες χάνδρες των ματιών του, όπως ευρέθηκε βουτηγμένο εις τον χρυσόν του ηλεκτρικού και τον ζωηρόν θόρυβον των νεανικών τραγουδιών, εγελάστηκε, και ενόμισεν ότι το όνειρον που έβλεπεν εκείνην την ώραν εγίνετο πραγματικότης. Ευρέθηκεν ως δια μαγείας το καναρίνι εις τα χλιαρά νησιά του Ατλαντικού, όπου οι πρόγονοί μας έβαλαν να επιπλέουν εις το τουρκουάζ των κυμάτων τας Νήσους των Μακάρων, εισέπνευσε το άρωμα των φανταστικών λουλουδιών που θαυματουργεί ο ισημερινός, εστροβιλίσθη με την χρυσόκονιν χιλιάδων άλλων καναρινιών επάνω από τα δάση ολόκληρα βανανεών, έσβησε την δίψαν του με τα ροσόλια μιας χουρμάδας και ετίναξε το πτέρωμά του καταληφθέν από ίλιγγον ηδονής. Όλα αυτά δια να γίνουν δεν εχρειάσθη ούτε δευτερόλεπτον. Έπειτα, η τρελή χαρά που επλημμύριζε το στηθάκι του, εζήτησε να αναβλύσει και να ερμηνευθεί εις ρυθμόν, να ενσαρκωθεί εις μέλος, να αναβεί και να κατρακυλήσει μεθυσμένη επάνω εις τα πλέον ανθισμένα σκαλοπάτια της διατονικής κλίμακος των πουλιών. Και ευθύς από το ράμφος το πελεκημένο σε φίλντισι, εξώρμησε και εστροβιλίσθη ένα συντριβάνι από μέλι, πότε στήνοντας ολόρθον προς τα επουράνια ένα λεπτόν χρυσούν σύρμα, που διαρκώς ανέβαινε και ωμοίαζε με ακτίνα άστρου, από το άκρον της οποίας εκρεμότανε και εσκιρτούσεν ηδονικώτατα το καναρίνι, και πότε η κλωστή αυτή κατέπιπτεν εις μετρημένα διαστήματα, εκινείτο δεξιά και αριστερά σαν μίσχος λουλουδιού και εις το τέλος εθρυμματίζετο και εσκόρπιζε προς όλας τας διευθύνσεις χουφτιές από τοπάζια μικρά και μεγάλα. Όλα αυτά δεν διήρκεσαν παρά μόνον το άπειρον ολίγων δευτερολέπτων. Και επειδή καμία ευτυχία δεν βαστά περισσότερον, αντελήφθησαν και οι μαύρες χάνδρες των ματιών του καναρινιού την σκληράν πραγματικότητα και εζήτησαν παρηγορίαν εις το θάλπος της φτερούγας, η οποία ήνοιξε την βεντάγια της και εσκέπασε στοργικά το μαρτυρικό κεφαλάκι του ξενιτευμένου.
1915.
Μέσα στα γιασεμιά...
ΤΖΑΚΟΣ
Ο Τζάκος ήτανε μεν από τη δωδεκάδα των εραστών της Άννας, αλλά συγκατελέγετο εις τη μερίδα των μάλλον ευνοουμένων, και διότι είχε πολύ ωραίο τόνο φωνής, που όταν της μιλούσε αισθανότανε εκείνη κάποιο μεθυστικό υγρό να κατρακυλάει ηδονικά ίσαμε τις άκρες των δακτύλων της, και επειδή σαν φραγκολεβαντίνος που ήτανε ήξερε ένα σωρό λεπτότητες, που της άρεσαν της Άννας, από τότε που σπούδασε στο Σχολείο των Καλογραιών.
—Je te jure, της είχε ’πει μια μέρα, που έκαναν κόρτε από το παράθυρο· ο παπάκης σήμερα με κεστιονάρησε αν έχω τίποτε κορτοδουλιές μαζί σου, κ’ εγώ του ρεπλικάρησα πως αγαπώ εσένα, και πως εσένα μοναχά θα στεφανωθώ.
Η Άννα τα άκουγε αυτά με πολλή της ευχαρίστηση και διότι ο γάμος θα την εγλίτωνε μια ώρ’ αρχύτερα από το ξύλο της μητέρας, και διότι σαν κυρία που θα γινότανε, θα είχε περισσότερη ελευθερία στις αισθηματικές μεταπτώσεις της καρδιάς της…
Η μητέρα της όμως τάμαθε κι έγινε θηρίο. Άρχισε να φωνάζει:
—Ορίστε γαμπρός! Και της είχε τινάξει ένα διαβολόξυλο από κείνα που δε λέγονται. Ορίστε υποκείμενο να του δώσω τη κόρη μου. Να πεινάσει και το ψωμί ακόμη. Να τη δω να πλένει τα κατουρημένα βρακιά των παιδιών της. Νάχει μια τσούρμα παιδιά και να μη μπορεί να τα παπουτσώσει. Αμ’ δε σ’ αφήνω καλύτερα γεροντοκόρη παρά κακοπεσμένη. Δε θέλω να με βλαστημά εμένα η κόρη μου σαν κλείσω τα ματάκια μου. Όγεσκε!
Αυτά διεκήρυττε η Στάναινα, αλλά η Άννα, που ήτο το μάλλον ενδιαφέρον πρόσωπο της όλης υποθέσεως, δε συνεμερίζετο τας μητρικάς ιδέας περί ευτυχίας. Η Άννα δεν ήτανε καμιά από κείνες που τρώνε άχυρα.
Αυτή, αν και παιδί, έζησε όμως το κόσμο περισσότερο παρ’ ότι υποθέτει η ηλικία της. Ημπορούσε μάλιστα να υπερηφανευθεί ότι σε πολλά ζητήματα ήτανε σοφή. Από τις συμμαθήτριές της, από τις δούλες, από όσα έβλεπε και άκουσε στους δρόμους σαν πήγαινε σχολείο, ολόκληρα φορτία γνώσεων είχαν σωριασθεί μέσα στο πνεύμα της, και αυτά τώρα γεννοβολούσαν μαζί με τη πάροδο, όχι ετών, αλλά των μηνών και των εβδομάδων. Έπειτα η Άννα, έβρισκε πάντα νέα μυθιστορήματα να διαβάζει διότι και η μητέρα της, κληρονομώντας την αδυναμία της κυράς Ζαφειρίτσας να κουβεντιάζει καθημερινώς με μεγάλα προσώπατα όλο μυθιστορήματα αγόραζε. Και δε ντρέπεται καθόλου να πει η Άννα, ότι η Αγγελική η Στέρενα, η γειτόνισσά τους στο παλαιό μαχαλά που καθόντουσαν της εδάνεισε για δυο μόνο μέρες —τόση ήτανε η ζήτησις— τη Νανά, που η Άννα έχυσε τα μάτια της, για να προσπαθήσει να τη διαβάσει όλη, ίσαμε τη τελευταία γραμμή. Είναι λοιπόν σε θέση να ξέρει ότι ο άνθρωπος αποφασίζοντας να κάμει κάτι τι, δε δένεται για πάντα με αυτή του την απόφαση, ότι δηλαδή κάθε πράξις μας ημπορεί να ακυρωθεί από άλλη αντίθετο, η οποία θα ακολουθήσει, με άλλα λόγια, ότι αν πάρει το Τζάκο άνδρα της και δει ότι τηνέ σφίγγει το παπούτσι, η ομορφιά της νάν’ καλά και αυτή βρίσκει άλλον, άλλους, όσους θέλει. Έπειτα, τουλάχιστον για κανένα δύο χρόνια η Άννα φαίνεται ασφαλισμένη από το Τζάκο. Παίρνει πέντε ή εξ λίρες από ένα κατάστημα χαλιών, όπου βαστά τα βιβλία και την αλληλογραφία. Ο μπαμπάς του, υπάλληλος στο Μονοπώλειο των Καπνών, δουλεύει και αυτός ακόμη. Σπίτι έχουνε το πατρογονικό τους. Η μητέρα του, είναι καλή γυναίκα, και αυτό φάνηκε μια φορά που πέρασε με το γιο της από το σπιτικό της δεσποινίδος Άννας και εξόν που τη χαιρέτισε με όλη της τη καρδιά, εκοντοστάθηκε χαμογελώντας για να τηνέ καμαρώσει επειδή της τα είχε πει όλα ο Τζάκος. Λοιπόν, πόσα σπίτια στη Σμύρνη ζούνε με περισσότερο; Ευτυχισμένο το συνοικέσιο για μια νύφη όταν πραγματοποιηθεί με αυτές τις συνθήκες. Και το κάτω κάτω, αφού ο Τζάκος τηνέ θέλει, τι έχουνε να πούνε οι γέροι του που τρέμουνε όταν τον ονοματίζουνε. Και αν πούνε; τι μ’ αυτό; πρόσθετε στους συλλογισμούς της η Άννα: Άμα θέλ’ η νύφη και ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός.
Μέσα στα γιασεμιά...
Το σπίτι της κυρίας Στάναινας είχε ένα μικρό κηπάκο, καθώς τα περισσότερα σπίτια της Σμύρνης, και σ’ αυτόν το κηπάκο, αρκετά περιορισμένο, με βραγιές γεμάτες βανίλιες, τριανταφυλλιές και γεράνια, εβρισκότανε ένα μεγάλο γιασεμί, δέντρο σχεδόν, που έπιανε με τα κλαδιά του το περισσότερο μέρος του τοίχου κάτω από το δώμα της κυρίας Μαεύταινας.
Το γιασεμί αυτό κάθε απόγευμα, μόλις έδυεν ο ήλιος, άνοιγε τα νέα του μπουμπούκια, χιλιάδες άσπρα αστράκια, τα οποία στην αρχήν έμοιαζαν με κουκουνάρια, έπειτα εσχηματίζοντο εις χωνιά μικρούτσικα και με τη δροσιά της βραδιάς, ετέντωναν το ακτινωτό τους περιδέραιο, αφήνοντας να χυθεί μέσα από τα αμίαντα κροντήρια τους το βαρύ εκείνο και υπνωτιστικό των άρωμα. Κάθε βράδυ, όταν δεν εβρισκότανε έξω η Άννα, συνήθιζε να πάρει ένα μεγάλο βάζο από άσπρο φαρφούρι και σκαρφαλώνοντας επάνω σε μια σκάλα, στυλωμένη στον τοίχο, να αποσπά με την άκρη των δακτύλων της τα γιασεμιά από τα χνουδωτά πράσινα κοτσάνια των. Άλλα από αυτά έριχνε στην ποδιά της, άλλα εσκόρπιζε ανάμεσα από τα ασπρόρουχά της και το μπαούλο της εμοσχοβολούσε χειμώνα καλοκαίρι, άλλα έφτιανε μπουκετάκια για τα μαλλιά της και όσα επερίσσευαν τα έστελνε στις Καρπούζενες, που ιδιαίτερα της ευνοούσε, γιατί μόνον αυτές είχε στη γειτονιά, για να της κάνουν πλάτες στα κόρτε της. Εκείνο τ’ απόγευμα, μια εβδομάδα έπειτα από την τιμωρίαν της, είχε πάρει πάλι το φαρφουρένιο βάζο και ανέβηκε στη σκάλα να μαζώξει τα γιασεμιά. Όλες αυτές τις μέρες τής είχε απαγορευθεί να ντυθεί, να κτενισθεί, είτε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο, και η Άννα που ήξευρε πόσον η μητέρα της θα αγρίευεν για να ξεθυμάνει, έπειτα από εκείνο που της έκαμε, επροφυλαγότανε να μη δώσει καμιά αφορμή, αφού άλλωστε σε λίγες μέρες θα ξανάφευγε πάλιν ο πατέρας της για την Κρήτη. Ο αγαθός άνθρωπος! Από την δευτέραν ημέραν δεν εβάσταξε. Της έφερε σοκολατάκια από το ζαχαροπλαστείο, την πήρε στην αγκαλιά του, μια στιγμή που η μητέρα της εβρισκότανε στην κουζίνα — γιατί της είχε μυρίσει πως της Πελαγίας της άρπαξαν οι χοιρινές μπριζόλες στη σκάρα — την φίλησε σαν τρελός από αγάπη και της είπε για συμβουλή: «Να καθίσεις φρόνιμα, παλιοκόρτισο κ’ εγώ σούχω στη Σούδα ένα γαμπρό, που θα γλείφεις τα δάκτυλά σου όταν τον δεις. Είναι αξιωματικός και έχει εκατομμύρια. Ο πατέρας του είναι λόρδος. Η μητέρα της όμως ήταν ακόμη θηρίο ανήμερο. Ούτε εγύριζε να την κοιτάξει, λέξη δεν της είπε και η Άννα εκαταλάβαινε πως το κακό θα ξεσπούσε μόλις ο πατέρας της έκλεινε την εξώπορτα και έφευγε με το αμάξι για να μπαρκαρισθεί. Εκείνο που έκανε την κυρά Στάναινα να σκάζει είναι ότι, μολονότι ενόμιζε πως αυτή είναι τύπος και υπογραμμός μητέρας, πως στη κόρη της έδωκε παραδειγματικήν ανατροφήν—εγγλέζικη—αυτή εβγήκε κακοκέφαλη, που δεν είχε περιορισμό και ότι από ώρα σε ώρα την απειλεί ο κίνδυνος να την βρει στεφανωμένη με κανένα από αυτούς τους λιμοκοντόρους που την τριγυρνούνε. Οι δύο σύζυγοι είχαν συμφωνήσει να την προτείνουν εις τον εγγλέζον αξιωματικόν της Σούδας, που της ερχότανε να τρελαθεί της κυρίας Στάναινας, όταν εσυλλογιζότανε και μόνον, ότι κουμπάρος, σύμφωνα με την συνήθεια, θα παραστεκότανε στο στεφάνωμα ο ίδιος ο Άγγλος πρόξενος της Σμύρνης. Αϊ, μα τότε θα έσκαζαν όλοι της οι εχθροί. Η κόρη της να γίνει Λαίδη με κανένα αρχαίον όνομα που να τελειώνει με άϊρ. Πως ακόμη δεν της έστριψε απορεί και η ίδια. Αυτού έτρεχεν ο νους της και εκείνο το βράδυ όταν έξω εσκοτείνιαζε ήτανε μοναχή. Τα παιδιά είχανε φύγει, η Ρέα με τη θεία Κλάρα στο χωριό και ο Μιχαλάκης στο Κολλέγιο. Η Πελαγία μιλούσε με το Νικολή στην εξώπορτα, γιατί είχε βγάλει γλώσσα πια, όπως την είχε ορμηνέψει η κυρία Αμαλία, και έτσι επήρε την άδεια από την κυρία της να του μιλά ελεύθερα. Μέσα στο σπίτι, ο κηπάκος εβρισκότανε βουτηγμένος σ’ ένα κυανόθαμπο φως, όπου ανέβαιναν αλλόκοτες οσμές, μύρα φυτικά και μύρα ορυκτά, από φύλλα, από λουλούδια και από βρεγμένη γη. Ανάμεσα από τα κλαδιά της γιασεμιάς, όμοια με φίδια λεπτά, απλωνόμενα σαν πλοκάμια αναρίθμητα προς όλας τας διευθύνσεις του τοίχου, εφτερούγιζαν ή μάλλον εχόρευαν κάτι περίεργα έντομα με πράσινο κορμί μακρουλό και φτερά μεγάλα, που έμοιαζαν σαν από γυαλί και τα εκινούσαν τόσο γρήγορα, ώστε εφαίνοντο σαν να εγύριζαν.
Η Άννα εφορούσε ένα λευκό φόρεμα του σπιτιού από μπατίστα, ίσαμε τα πόδια μακρύ, πιασμένο κάτω από το στήθος. Ανεβασμένη μέσα στο καταρράκτη αυτόν των λευκών λουλουδιών, που της έπλεκαν γύρω ένα γαλαξίαν από αστράκια, πολλά των οποίων— εκείνα που δεν είχαν την αντοχήν να ζήσουν ακόμη μιας νυκτός την χαράν— έπεφταν με ανακούφισιν στη γη, σαν μεγάλες σταλαγματιές βροχής, βουβής, από γάλα. Έστρεφεν εκείνη δεξιά και αριστερά με προσοχήν για να μη χάσει την ισορροπία, και σε κάθε τράβηγμα κλώνου για να του αφαιρέσει το ξάφρισμα του σφρίγους του, ολόκληρον το δίκτυον των κλαδιών και ο κορμός ο στριμμένος, εφρύαττον τιναζόμενα επάνω στον τοίχο, σαν να επονούσαν για κάτι τι που τους αφαιρούσαν χωρίς να προφθάσουν να το χαρούν. Η Άννα αυτήν την σκέψιν δεν ήτο εις θέσιν να την κάμει και κρατώντας το φαρφουρένιο βάζο στην λευκήν αγκαλιά της, γεμάτο από τα άσπιλα αστράκια των γιασεμιών, εσήκωνε λιγάκι την άκρη του φορέματός της, ζυγιζομένη να κατεβεί με προσοχήν, όταν το πρόσωπόν της συνεστάλη από ένα οδυνηρόν σπασμόν απογνώσεως, και έγινε και αυτό λευκόν καθώς ήτανε τα λουλουδάκια, όσα αμάζευτα είχαν απομείνει εδώ και εκεί, επάνω εις τα κλαδιά που ξέφευγαν προς το κενόν και σιγότρεμαν. Η φύσις της είχε μιλήσει εκείνην την ώραν μέσα στα σπλάγχνα της και η φωνή της η θεϊκή, της έκαμε να τρίζουν τα δόντια της από συγκίνηση —γεμάτη έχθρα για τον εαυτό της και αγάπη για κάτι ασχεδίαστον ακόμη στο κόσμον του συναισθήματός της. —Και τα γόνατά της εκυρτώθησαν και τα χέρια της τα κέρινα παρέλυσαν τόσον, ώστε για να μη σωριασθεί κατάχαμα αρπάχθηκεν από τη σκάλα και εκρεμάσθη από εκεί—ράκος υπάρξεως—όταν το φαρφουρένιο βάζο εσπούσε με κρότον αγκομαχητού επάνω στη γη, τινάζοντας εις όλας τας διευθύνσεις τα παρθενικά αστράκια, σύμβολα αγνά ενός ουρανού ευτυχίας, που ερραγίσθη και κατέπιπτε εις συντρίμματα…
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1922Ύστερα από μια-δυο μέρες, χάθηκε κι ο καπνός. Τα κτίρια στο μάκρος της προκυμαίας έδειχναν απείραχτα. Το «Σπλέτιντ Πάλας», το Ζαχαροπλαστείο του Φώτη, οι λέσχες και τα προξενεία, ορθώνονταν όπως και πριν. Γυρνώντας όμως τριγύρω, μπορούσε κανείς να δει πως αυτές οι προσόψεις έκρυβαν πίσω τους χαλάσματα και κενά όπως οι αυλαίες των θεάτρων. Τα ρημαγμένα τους παράθυρα έδειχναν χώρους κατακαμένους, γεμάτους στάχτες, που εκτείνονταν σ’ όλο το χώρο ως τη Μπασμαχάν. Κάποια γεροντάκια σέρνονταν ολόγυρα, με τσουβάλια στο χέρι και μάζευαν κομμάτια μέταλλο από τα χαλίκια.
Όσο για τα σπίτια που είχαν γλυτώσει τη φωτιά, είχαν μετατραπεί σε Τούρκικους στρατώνες. Η Ελένη είχε νοικιάσει ένα κάρο και μετέφερε λιγοστά πράγματα σ’ ένα νεκροταφείο του Αγίου Ρόκκου, μια Φράγκικη γειτονιά πέρα από τα όρια της φωτιάς. Ο Χρήστος υποδέχτηκε με χαρά το κάρο, σκαρφάλωσε πάνω του και στριμώχτηκε ανάμεσα στα δέματα. Νόμιζε πως ο αέρας θα του έκανε καλό.
- Να σου πω κάτι, θα πάω να ζητήσω απ’ αυτούς τους Τούρκους ν΄αφήσουν το σπίτι μας στο τέλος της εβδομάδας, είπε στην Ελένη ψιθυρίζοντάς της εμπιστευτικά. Οι στρατιωτικοί πάντα παρατραβούνε τη φιλοξενία που τους προσφέρει κανείς… Τι μέρα και τούτη! Μόλις και νιώθω αυτή τη φρεσκάδα του αέρα!
- Φυσούσε ένα δροσερό βορεινό αεράκι – ο φίλος ο μπάρμπα βοριάς, αληθινή ευλογία για τους σταφιδοπαραγωγούς. Ο Χρήστος ανάσαινε βαθιά και χαμογελούσε. Με λίγη τύχη οι πρώτες σουλτανίνες θα φτάνανε αυτή τη βδομάδα από τη Μανίσα και το Καραγάτς. Στην παραλιακή σουλτανινοπεριοχή στα Βουρλά, θάχαν κιόλας τρυγήσει. Αργότερα, μέσα στον μήνα, θα υπήρχε μια θαυμάσια συγκομιδή από το Νιφ, η καλύτερη στα τελευταία χρόνια, και πολύ βροχή πριν του Αϊ-Βασιλιού κι ένα καλό βοριαδάκι που θα ξέραινε την συγκομιδή. Οι καλύτερες σταφίδες, θάπιαναν είκοσι πιάστρα την οκά στα σταφιδομάγαζα: μεγάλες κεχριμπαρένιες ρόγες, καθαρές σαν το μέλι. Το χρυσάφι της Σμύρνης.
Ο γεροντάκος κουνούσε ζωηρά τα χέρια του και φλυαρούσε ευχαριστημένα ενώ η Ελένη πάλευε με τα γκέμια. Μια στιγμή τη σκούντησε παιγνιδιάρικα. Πώς μπορούσε κανείς να είναι τόσο σοβαρός όταν γύρω του έλαμπε η φύση; Τι χαρά ν’ ακούς τα κάρα να ετοιμάζονται για το θερισμό: τους τροχούς τους να τρίζουν, τον θόρυβο από το ζέψιμο, στο γκρίζο φως της αυγής! Τι βάλσαμο να μυρίζεις τον φθινοπωρινό αγέρα στην προκυμαία την κατάφορτη από σάκους με λιναρόσπορο, σουσάμι και κεχρί. Καρποί της Βαλονίας, μεγάλοι σαν κουκουνάρια ριγμένοι στο καλντερίμι, τριγυρισμένοι από μπάλες καπνό του Ανχισάρ, πιθάρια από μπαμπακόλαδο και πάστα γλυκόριζας και τερεβίνθου. Γυναίκες δούλευαν απ’ το πρωί ως το λιόγερμα, ξεραίνοντας τελάρα με μακαρόνια στον ήλιο, βάζοντας καλοκαιρινά φρούτα στο σιρόπι και γεμίζοντας σάκους ξερά σύκα και καρύδια από τα χτήματα του Αϊδινιού και του Αλασεχίρ… Σήκωσε τα βλέφαρά του και κοίταξε την Ελένη. Έκλαιγε.
- Γιατί τώρα; Τί σου συμβαίνει; Έχεις ανάγκη λίγη ξεκούραση. Πες στον αμαξά να με πάει στη λέσχη για φαγητό. Ύστερα πας σπίτι να κοιμηθείς λίγο και να ξεκουραστείς.
- Δεν υπάρχει πια καμιά λέσχη, θρήνησε η Ελένη. Δεν υπάρχει θερισμός.
Ο πατέρας της έτριψε τα μάτια του με τα δυο δάχτυλα του χεριού του.
- Αλήθεια, είπε, έκαψαν τη λέσχη.
Ύστερα σκεφτικός χάιδευε τη μύτη του.
- Νομίζω και την κυνηγητική λέσχη επίσης;
- Ναι.
- Και το Παλιό Θέατρο;
- Όλα, τα πάντα, μπαμπά.
Για μια στιγμή το μυαλό του φωτίστηκε. Γύρισε αργά το κεφάλι του απ’ την μιαν άκρη στην άλλη σαν να έψαχνε να δει αυτά που υπήρχαν και που είχαν χαθεί για πάντα: τον Άγιο Κωνσταντίνο, το πέρασμα του Σπόντι, την οδό των Ρόδων, τη Σχολή Φράιερ. Οι ώμοι του άρχισαν να σιγοτρέμουν. Ύψωσε τα δάχτυλά του σε μιαν αδύναμη χειρονομία, σα να χαιρετούσε τα περασμένα, τους Πυρόκακους και τους Μπαλτατζήδες, τους Ντεχοσπιέντς, τους Γουάιτολς και τους Λαφονταίν. Τους Προκοπίου και τους Πεσμαζόγλου, τους Πέρσες στο Αντέμ Χαν, τους Εβραίους στο Νοζελές Χαν, τους Αγγλο-Λεβαντίνους στον Παράδεισο, την ελληνική Λέσχη, τη Νέα Λέσχη και την κυνηγετική Λέσχη με τις αίθουσες μπιλιάρδου, τα χορευτικά τσάγια, τους μασκαράτικους χορούς και τα μπαλκόνια με το καλοδουλεμένο σίδερο πάνω από την εγγλέζικη σκάλα. Τα πρωταθλήματα του τένις, τα παιγνίδια του μπακαρά, το «Σπλέντιτ Πάλας» και τη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής.
Τα μάτια του δάκρυσαν. Έσκυψε το κεφάλι, τσακισμένος από τις αναμνήσεις. Η Ελένη τον άφησε στον κήπο του παρεκκλησίου κι έφυγε να ζητήσει βοήθεια από τα ξένα προξενεία.
Όλοι οι διπλωμάτες όμως είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Πλήθη από Έλληνες, με ευρωπαϊκά διαβατήρια συνωστίζονταν κλαίγοντας στα προαύλια. Ποιος μπορούσε να τους βοηθήσει; Στο λιμάνι υπήρχαν μόνο δέκα ως είκοσι καράβια –μερικά ατμόπλοια από τον Πειραιά, λίγα Γαλλικά φορτηγά και μισή δωδεκάδα αμερικάνικα πολεμικά. Ένα πελώριο πλήθος περίμενε ν’ αρπάξει την ευκαιρία να φύγει στο εξωτερικό∙ και αν ακόμα εύρισκες εισιτήριο, οι Τούρκοι μπορούσαν να σε σταματήσουν στη σκάλα.
Η Ελένη κατευθύνθηκε στο Αλσαντζάκ μέσα στην κάψα του καταμεσήμερου. Ο υπάλληλος των εισιτηρίων ήταν ένας Ιταλός Λεβαντίνος που πάλευε ν’ ανοίξει μια λεμονάδα.
- Δεν υπάρχουν εισιτήρια.
- Τότε δώστε μου μια θέση στο κατάστρωμα.
- Μα για το κατάστρωμα μιλώ.
- Τότε στο κατοπινό καράβι.
- Δεν υπάρχουν ούτε γι’ αυτά εισιτήρια, ως μεθαύριο.
- Πάρτε αυτό, για την ενόχληση που σας κάνω.
Ο υπάλληλος έπαιξε τα μάτια του.
- Τι αξίζουν τα χαρτονομίσματα τέτοιες ώρες;
- Ίσως αυτό το νόμισμα είναι καλύτερο.
- Όχι, δώστε μου αυτό.
Και άγγιξε το δαχτυλίδι του γάμου της.
- Και μη δείχνετε πουθενά αυτά τα εισιτήρια, πρόσθεσε, ετοιμάζοντάς τα. Θα σας κόψουν το λαιμό και θα σας πετάξουν στη θάλασσα.
Μέσα στο πλήθος ένας ασχημάνθρωπος άπλωνε το χέρι του στα μπούτια της. Ένας χωριάτης με πλατιά ρουθούνια, την πλησίασε σιγά – σιγά και τρίφτηκε από πίσω της. Η Ελένη τους έσπρωξε κι έφερε τις άκρες από το κεφαλομάντηλό της στο στόμα της. Ήξερε πως είχε αρχίσει να δείχνει πιο μεγάλη χάρη σ’ αυτή την τέχνη του πρόωρου γεράσματος που όλες οι ελληνίδες την ξέρουν τόσο καλά. Σ’ ένα ή δυο χρόνια, καθώς θα ξεραινόταν και θα αφανιζόταν από την ανία και τη μαύρη θλίψη, θα γλιστρούσε, ανεξάρτητα από τα χρόνια της σ’ αυτή την πέρα από ηλικία και φύλο, ουδέτερη κατάσταση των ελληνίδων γυναικών.
Για μια στιγμή οι θλίψεις των γυναικών τάραξαν τη σκέψη της. Θυμήθηκε τα παράδοξα γυρίσματα που είχε πάρει η ζωή της, τα ψευτίσματα και τις ματαιότητές της. Αν είχε κατορθώσει ν’ αγαπήσει τον Αμπντουλλά όσο είχε αγαπήσει το Δημήτρη, θα μπορούσε να μετατρέψει σε τιμημένη παντρειά αυτή την εγωιστική κατεργαριά! Αν είχε κατορθώσει να σεβαστεί τον εαυτό της…
Τελικά , κυριάρχησε το ανατολίτικο στοιχείο του χαρακτήρα της, και η θλίψη της διαλύθηκε σε μιαν απλή αίσθηση ματαιότητας. Την ψυχή της την βόλευε να θυμάται πως είχε γλυτώσει τον Αμπντουλλά και την οικογένειά του από την καταδίωξη και τους κατατρεγμούς εξ αιτίας της.
Καθώς γύριζε, σταμάτησε πάλι έξω από τη βίλλα Τριγώνη και κοίταξε ώρα πολύ το παράθυρο του δωματίου της. Οι Τούρκοι που είχαν εγκατασταθεί μέσα την άφησαν να πάρει ακόμα μια σακούλα με τραπεζομάντηλα κι ένα μικρό κουτί ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ένας τραχύς όμως άντρας με το ένα μάτι μπανταρισμένο, βγήκε και την σταμάτησε ενώ προσπαθούσε να τυλίξει ένα από τα μικρά χαλιά του χωλ της.
- Αυτά τα έπιπλα είναι δικά μου, είπε η Ελένη, και η φωνή της ακούστηκε γερασμένη και κουρασμένη.
- Α! Είστε η δεσποινίς Τριγώνη; Έχω κάτι να σας δώσω.
Της πρότεινε να την πάει στο γραφείο του λοχαγού που άλλοτε ήταν το δωμάτιο υποδοχής του πατέρα της. Αλλά η Ελένη, που είχε φοβηθεί από τις φριχτές ουλές του και τις φλογισμένες ματιές που τις έριχνε, παράτησε το χαλάκι και βιάστηκε να φύγει.
Ξεσήκωσε αμέσως τον πατέρα της και τράβηξε χωρίς να καθυστερήσει για την άκρη του Αλσαντζάκ, κοιτώντας πίσω της από καιρό σε καιρό να δει αν κανείς την ακολουθούσε. Η αποβάθρα χωριζόταν από την προκυμαία με δυο ψηλούς φράχτες μάκρους αρκετών εκατοντάδων μέτρων. Καθένας που περνούσε από τον έλεγχο, μπορούσε να διαβεί από το φυλάκιο σέρνοντας τα πράγματά του προς τον εσωτερικό φράχτη. Εκεί θα συναντούσε ένα άλλο, μεγαλύτερο ακόμα πλήθος που συνωστιζόταν μέσα σε πανδαιμόνιο, μπροστά σε μιαν άλλη, μικρότερη πόρτα.
Παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, ένα τραγικό πλάσμα ντυμένο στα ολόμαυρα, είχε προσπαθήσει να ξεγελάσει τους φρουρούς και να περάσει για γυναίκα. Αυτοί τον έπιασαν και τον ξεβράκωσαν, ενώ μια παρέα από Τούρκους χαχάνιζαν και χωρατεύανε καθώς δείχνουν τα σημάδια του ανδρισμού του. Όταν τελικά οι φρουροί τον οδήγησαν στην αποθήκη, έτσι τέλεια ξεγυμνωμένο, οι άνθρωποι που ήταν μαζεμένοι μπροστά στην πόρτα τον άκουγαν να φωνάζει και να χτυπιέται και γύρισαν απ’ την άλλη μεριά γεμάτοι ντροπή και θλίψη. Όλους τους Χριστιανούς σε στρατεύσιμη ηλικία τους πήραν στο εσωτερικό της χώρας για να ξαναφτιάξουν τις κατεστραμμένες γέφυρες.
Η Ελένη χτύπησε το χέρι του πατέρα της, αυτός όμως χαμογελούσε με απλανές βλέμμα. Μπορεί και να κοιμότανε. Για κείνον, η πόλη ήταν γαληνεμένη. Οι σκοτωμένοι και οι χαμένοι κοιμούνται ειρηνικά στα κρεβάτια τους. Οι απαλές πνοές απ’ την ανάσα τους ακούγονταν πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων. Αργότερα, όταν ο μπάτης θα φρεσκάριζε την ατμόσφαιρα στο μάκρος του λιμανιού, θα ξυπνούσαν σαν κάπως δύστροπα παιδιά, με πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια, θα τέντωναν τα χέρια τους, θάριχναν νερό στο πρόσωπό τους και θα πήγαιναν για κανένα καφέ κοντά στη θάλασσα.
Ο Χρήστος τους έβλεπε όλους, φίλους κι ανταγωνιστές, να περπατούν μέσα στη μαγεία του δειλινού –τραπεζίτες, ποιητές, πατριώτες – και χαμογέλασε. Καθώς περίμεναν μπροστά στην πόρτα, έπιασε ξαφνικά το χέρι της Ελένης.
- Παιδί μου, θέλω να μου δώσεις μιαν υπόσχεση. Γέρασα πια! Θα με θάψεις στην Ελλάδα; Θέλω ένα χριστιανικό μνήμα, αφιερωμένο σ’ ένα πρωτοπόρο του ελληνισμού. Θα το κάνεις για μένα;
Η Ελένη του υποσχέθηκε και ο Χρήστος την φίλησε στο μέτωπο. Είχε ξεχάσει πόσο βαριά την είχε καταραστεί.
- Μερικές φορές σε αποδοκίμασα, παιδί μου, της είπε μαλακά. Είσαι ένα πεισματάρικο κορίτσι και είχες τις επίμονες ιδέες που σούδωσε η μόρφωση. Πάντα όμως σου φέρθηκα καλά, δεν είν’ έτσι;
- Ναι, μπαμπά!
- Μην ανησυχείς. Θα σε φροντίζω πάντα.
Όταν ο φρουρός της πύλης φώναξε το όνομα της Ελένης, την έστειλε να πάει σε μια σκεπαστή αποθήκη, στην άκρη μιας αποβάθρας.
Ο άνθρωπος με τις ουλές που είχε συναντήσει στη βίλλα ήταν εκεί και την περίμενε, τριγυρισμένος από στρατιώτες. Το μοναδικό του μάτι έλαμπε από κακία. Έβαλε όμως το χέρι του στο στήθος του, σημάδι καλών προθέσεων.
- Δεν θέλω να σας καθυστερήσω, είπε, τείνοντάς της ένα μικρό δέμα. Αυτά είναι τα πράγματα του άντρα σας.
Και καθώς η Ελένη άπλωνε το χέρι της να τα πάρει πρόσθεσε:
- Το πτώμα του βρέθηκε στο δρόμο. Του τα είχαν πάρει όλα, εκτός από αυτά τα λίγα ρούχα. Έκανα εξακρίβωση. Ήταν αδερφός μου.
Η Ελένη πήρε το μικρό δέμα στην αγκαλιά της.
- Βρισκόταν εδώ; είπε στο τέλος. Στη Σμύρνη;
Χαμήλωσε τα μάτια που ήταν πνιγμένα στα δάκρια, κατάλαβε πως ο Αμπντουλλά την είχε ακολουθήσει. Τα διαισθάνθηκε όλα. Γύρισε πίσω και είπε στον πατέρα της πως οι φρουροί είχαν κάνει λάθος, πως την είχαν πάρει για κάποια άλλη.
Το πλήθος χτυπιόταν πίσω από τις πλάτες της. Η μυρουδιά της φτώχειας τους, η βρώμα τους, τα κίτρινα από την πείνα χείλη τους άρχισαν να την πνίγουν.
- Γιατί δεν φεύγουμε; Γιατί δεν ξεκινάει το πλοίο;
- Μην ανησυχείς, της είπε ο Χρήστος. Θα σε φροντίζω πάντα. Η χώρα μας έχει ένα λαμπρό μέλλον. Τίποτα δεν μπορεί να μικρύνει το μεγαλείο μας. Θα υπάρχει πάντα η αιώνια δόξα της Μεγάλης Ιδέας.
Η Ελένη έσφιξε το δέμα με τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του άντρα της και το φέσι του, και ψιθύρισε στον εαυτό της: «πάμε».
Είχε ζήσει την πείρα της δόξας των περασμένων και ήξερε πως μπορούσε ν’ αντέξει το μεγαλείο του Αύριο.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 502-508
Μετάβαση στο σημείο: Ελληνικές Συνοικίες