Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα Σκηνές ζωής και θανάτου (Προκυμαία λιμανιού-Τελωνείο-Αποβάθρες)
Με του Βορηά τα κύματα...
Η πρωινή κίνησις της εργασίας εν τη προκυμαία. —Αι κάμηλοι. —Οι σάκοι της κριθής. —Κίνησις οργανική.
Είναι χασμητικώς διασκεδαστικόν τεμπελικώς τεμπέλικον, από του εξώστου να θεωρείς την εν τω λιμένι της Σμύρνης και τη προκυμαία κίνησιν και ζωήν της πόλεως, πόλεως διεκδικούσης τα πρωτεία εν τη εξαγωγή, ουχί μόνον εν τω Αιγαίω, αλλά και εν τη Μεσογείω αυτή, μετά την Μασσαλίαν ίσως. Ατμόπλοια καταπλέουσι και αποπλέουσι· ρυμουλκά οδηγούσι φορτηγίδας, πλήρεις και κενάς. Ο σεισμόπληκτος κρότος των βιντς, οι οξείς διακεκομμένοι συριγμοί των μικρών ατμοπλοίων του Ερμαίου, αι λέμβοι ως καρκίνοι περιφερόμεναι, ο καπνός, ο κόσμος των αχθοφόρων, και τελωνοφυλάκων. Οι κουλουρτζήδες με τα εύμορφα, μεγάλα, σισαμόπαστα, αφράτα, κουλούρα των, οι σταφυλοπώλαι με τα δροσερά της ανατολικής αμπέλου δώρα. Και μέσα εις τον σωρόν των σάκων, διασκελίζων ως τράγος αυτάς, ο ανατολίτης σουμαδοπώλης με την τεραστίαν μπουκάλαν του υπό μάλης. Πρωί-πρωί αρχίζει ο ζέφυρος, πρωί-πρωί αρχίζει και η φόρτωσις της κριθής, ην από των απεράντων αποθηκών των δύο σιδηροδρόμων κομίζουσιν αι κάμηλοι, κάθε μία ανά τέσσαρας σάκους.
Με τον λαιμόν υψωμένον ως του κύκνου, με την κεφαλήν προτεταμένην εις ευθείαν γραμμήν, με το βλέμμα ακίνητον, ηλίθιον, βλακώδες, με τα πλαδαρά, πλατέα, αφράτα πέλματά των, με την υψηλήν, μεγαλοπρεπή καμπούραν των, αι κάμηλοι, αργά-αργά, με το ραχάτι των, τέλειοι τύποι των κυριάρχων της χώρας — πλην του σαμαρίου —με τον διπλούν κώδωνα, ρυθμίζοντα το βραδύ περιπάτημά των, εμπρός με τον οδηγόν, έναν υπερήφανον όνον, μεταφέρουσιν από της πρωίας μέχρι της εσπέρας τους σάκους της κριθής, ους τοποθετουμένους κατά γραμμήν, επιθεωρούσι ζυγίζουσι, και μεταφέρουσιν είτα οι αχθοφόροι εις τας φοβεράς μαούνας. Μία κίνησις τακτική, ήσυχος, αδιάκοπος, μονότονος, οργανική κίνησις. Εάν έτσι ενήργουν και οι οργανικοί του Κράτους μας νόμοι! Να είναι έκαστος εις την θέσιν του! Ο επόπτης της προκυμαίας, ο καθορίζων το μέρος της εκφορτώσεως, προς αποφυγήν συγκρούσεως με τον τροχιόδρομον. Ο έμπορος με την μικράν σιδηράν σέσουλαν αυτού, ο δοκιμάζων το πράγμα συμφώνως προς το ανά χείρας δείγμα. Ο ζυγιστής ο ζυγίζων δεξιώτατα τους σάκκους με μίαν του κίνησιν μόνον. Ο αχθοφόρος, έτοιμος, με τον μέγαν γάντσον ν’ αρπάσει αυτούς. Η μαούνα, φοβερά κοίλη ναυς, αναμένουσα να πληρωθεί. Το μέγα ατμόπλοιον, καθαρόν, περιμένον φορτίδον δι’ Αγγλίαν. Και πάλιν το αυτό. Και πάλιν η αυτή κίνησις, τακτική, οργανική. Σώμα λειτουργούν τακτικώς, με τας φλέβας, τας αρτηρίας, τους μυς, το λογικόν. Και ρακένδυτοι αι αθιγγανίδες, με το κόσκινον εις την μίαν χείρα και την σκούπαν εις την άλλην, περιμαζεύουν σαρώνουσαι τους διασκορπισμένους εις τας σχισμάδας των πλακών κόκκους της ξανθής κριθής, προθυμότερον παρά τους κόκκους της χρυσής άμμου, ενώ τα περιστεράκια περιίπτανται πεινασμένα, μη δυνάμενα να προσεγγίσωσιν, επτοημένα από το σάρωθρον της φοβεράς αθιγγανίδος. Ο δροσερός ζέφυρος, η μονότονος τακτική κίνησις της εργασίας, η όψις του τεχνιτού λιμένος, όλα εν μακαρία γαλήνη, τα κύματα του έξω πελάγους, σιγά-σιγά, σε αποκοιμίζουν επί της κωπαστής του εξώστου, ως το έπαθεν ήδη η παρακαθημένη ωραία Σαμία δέσποινα, με τους τρυφηλούς της οφθαλμούς, τύπος νωθρότητος ερατεινής, ως ζωντανή διαμαρτυρία κατά της οργανικής κινήσεως, αποληγούσης εις ύπνον και νυσταγμόν, ενώ η αταξία ταράσσουσα τα νεύρα, διεγείρει τον άνθρωπον εις φωνάς και εις θεωρίας. Πόσαι λοιπόν συνταγματικαί θεωρίαι θα έλειπον, εάν οι νόμοι του Κράτους μας ενήργουν οργανικώς! Και πόσων θεωριών εν είδει συνεντεύξεων θα εστερούμεθα, εάν ουδεμία παράβασις εσημειούτο εν τη πολιτική μας πορεία! Δια τούτο ίν’ αποφύγω και εγώ τον νυσταγμόν, κατέρχομαι εις την προκυμαίαν, το περίφημον, το μοναδικόν της Σμύρνης quais, το εν μια γραμμή και εν μια στιγμή ζωγραφίζον όλην την εύμορφον και πλουσίαν μητρόπολιν της Ιωνίας, ενώ ο ξενοδόχος μου, ένας ομιλητικώτατος άνθρωπος, παρατηρήσας την έκπληξίν μου δια την πρωινήν αυτήν κίνησιν της εργασίας, μου λέγει:
—Και που να ιδείς τι θα γίνεται εδώ μετά δύο μήνας! Τώρα μόνον τις καμήλες είδες και τους σάκους της κριθής και λοιπών δημητριακών. Μετά δύο μήνας να ιδείς τι κίνησις και τι οχλοβοή θα γίνεται με την εξαγωγήν της σταφίδος, των σύκων και του βελανιδίου. Χιλιάδες κορίτσια θα εργάζονται εις την τακτοποίησιν των πλουσίων αυτών προϊόντων της Ανατολής· χιλιάδες εργατών. Τώρα τα ξενοδοχεία όλα κάθονται, αι αποθήκαι εκείναι αι μεγάλαι είναι κλεισταί. Μεθαύριο να ιδείς!…
Από τη Σμύρνη...
Οι Τούρκοι τρέμουν ακόμα τον Ελληνικό στόλο. Τα βαπόρια για ν’ αράξουν στο λιμάνι της Σμύρνης περνάνε από την επικίνδυνη ζώνη των τορπιλλών, τρέχουνε πίσω από το πλοηγό Τούρκικο βαποράκι, το οποίο τρία χρόνια τώρα κάνει αυτή την ενοχλητική δουλειά.
Ο σαρικοφόρος Αχμέτ Μπέης, σύντροφος του τσίπουρου και του ναργιλέ, τούρκος με φρόνηση και βαθιά σκέψη, μου έλεγε προχτές:
—Καλά κάνουν κ’ έχουν τις τορπίλλες στο κάστρο. Σεις οι Γκιουναλήδες είστε σεϊτάν μιλέτ. Μπορούν να περάσουν βασιλικά βαπόρια σας τη νύχτα και να πιάσουν τη Σμύρνη! Γι’ αυτό ο κολαούζος ας δέρνεται απ’ τους βοριάδες κι ας προσέχουν οι καπετανέοι.
Όταν έφυγα από την Αθήνα, στολισμένος από τις δάφνες δυο πολέμων, είπα σε υπάλληλο του υπουργείου των Εξωτερικών.
—Θάβρω τους Τούρκους πτώματα στη Σμύρνη.
Απατήθηκα. Ο Τούρκος δεν παραδειγματίστηκε από τ’ ανεγδίγητα παθήματα, έμεινε Τούρκος, ταρταρίνος, φαφλατάς, καραγκιόζης του πολιτισμού και βρώμικη λάσπη του χρυσοφόρου αυτού τόπου.
Οι αστυνόμοι του πασαπορτιού εξετάζουν, ρωτούν τους Έλληνες επιβάτες, τους κρατάνε μια-δυο ώρες κ’ επιτέλους τους αφήνουν ελεύτερους, ικανοποιημένοι από την εγγύηση ενός ραγιά.
Το γνωστό Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδο» —μα τι πρόοδο— έχει μαζέψει εδώ τα όργανά του, όλους εκείνους τους χαφιέδες της Πόλης και της Θεσσαλονίκης, με το σκοπό να κυνηγήσει τη Ρωμιοσύνη, να τη χτυπήσει κατακέφαλα.
Όσοι γιατροί δεν έχουν άδεια από το Τούρκικο Πανεπιστήμιο δεν έχουν το δικαίωμα να γιατρέψουν τον κόσμο. Έλληνες υπήκοοι πλερώνουν μισή λίρα για την καταπολέμηση της ακρίδας, την κατασκευή δρόμων, δίνουν γερά ποσά για το επιτήδευμα, δέρνουνται όταν δεν ανοίξουν το πουγκί τους για το στόλο, οι βαρκάρηδες εμποδίζουνται να δουλέψουν, αξιωματικοί σκίζουν την Ελληνική σημαία στο ζυθοπωλείο του Αυστριακού Κρέμερ, ασπρογάλανο πανί δεν κρεμιέται πουθενά, Ελληνικά τραγούδια δε φωνάζουν στις ταβέρνες, ο πρόξενος τυπικά και ξέψυχα διαμαρτυριέται και ο Βαλής Ραχμή Μπέης προφασίζεται ότι ούλα αυτά είναι θέληση του λαού.
Ας το μάθουν κάτω στο μεγάλο Ντοβλέτι της Ελλάδος. Ο Έλληνας εδώ είναι χειρότερος του ραγιά. Δεν τολμάει να πει το παράπονό του, οι συνθήκες είναι χαρτί άγραφο και το Προξενείο μας γραφείο πασαπορτιών.
Στο εσωτερικό χειρότερα. Αλίμονο στους Έλληνες υπηκόους. Μια ματιά τους στο γαλανό ουρανό μπορεί να τους κοστίσει τη ζωή. Να τσιτσιριστούν στα κάρβουνα. Οι Τούρκοι το πήραν απόφαση, το λένε και το φωνάζουν. Θάρθουν στην Αθήνα. Οι διωγμοί τους από την μια μεριά δυναμώνουν τον Ελληνισμό. Τον φανατίζουν, τον εξαγριώνουν, του θυμίζουν πάντα τον τύραννο και τη Μητέρα Ελλάδα. Σήμερα του καταστρέφουν το εμπόριο και του χαλάνε την ησυχία. Χωρίς άλλο μια ημέρα θα σηκώσουν το κεφάλι και θα πάνε να του ζητήσουν λόγο. Η τυραννία έφερε την ελευτεριά. Ο πόνος το γιατρό. Ας τυραννίζουν το λαό. Θα φωνάξει μια μέρα. Και η φωνή του θακουστεί κάτου στο ασκέρι της Μάνας.
Και τώρα ο λόγος για τη φιλολογική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου. Οι Τούρκοι δεν έχουν είδηση από τα φαγητά αυτά. Οι άλλες φυλές των καθολικών έχουν να δείξουν μερικούς ερασιτέχνες μουσικούς και τον Κερκυραίο Ιταλό ζουγράφο Πιζάνη. Οι Αρμεναίοι και οι Εβραίοι δε διαφέρουν από τους Τούρκους. Τα γράμματα, η εφημερίδα, το περιοδικό, η ποίηση, το θέατρο, η ζουγραφική, η γλυπτική είναι στον κύκλο των Ελλήνων.
Εκτός από τις εφημερίδες, κάθε δεκαπέντε ημέρες βγαίνουν τα καλλιτεχνικά και φιλολογικά περιοδικά «Κόσμος» και η «Νέα Ζωή» και κάθε βδομάδα ο σατυρικός «Κόπανος» από το βαθυστόχαστο λόγιο Γιώργο Αναστασιάδη.
Κάθε Κυριακή στην βίλλα του «Γκιουλιστάν» ο ποιητής Μ. Αργυρόπουλος δέχεται την ποιητική νεολαία, περνάει ώρες αξέχαστες και τραγουδάει τις μεθοδικές νότες των Ανατολικών τραγουδιών του.
Ο δρόμος της βίλλας του Αργυρόπουλου «Γκιουλιστάν» στολίστηκε με τ’όνομα του Σααδή. Εκεί μέσα ο ποιητής δούλεψε τις ψυχρές νύχτες του χειμώνα και σε λίγο καιρό θα τυπωθούν τα «Τραγούδια της Ανατολής» και τα «Τραγούδια της Ζήλιας». Είναι μια πλούσια πνευματική δουλειά σκορπισμένη σε διάφορα περιοδικά κ’ εφημερίδες. Τα «Τραγούδια της Ζήλιας» είναι από τα τελευταία του. Είχα το ευτύχημα ν’ακούσω μερικά. Είναι αληθινά μαργαριτάρια. Ο «Έρως ατσιγγάνων» και το «Φιλί» δυνατά στην έμπνευση και στο στίχο.
Ο Αλέκος Φωτιάδης, ο ποιητής των «Ανοιχτών μυστικών», ετέλεψε το βουκολικό ειδύλλιο «Αμαρυλλίς». Το έργο του χωρίς μουσική είναι αδύνατο να παιχτεί. Όπως λέει, ο Μανόλης Καλομοίρης από καιρό τώρα τονίζει την «Αμαρυλλίδα». Πού έφτασε, κανένας ακόμα δεν ξέρει.
Έχει σκηνικό διάκοσμο πλούσιο, δύσκολο για το καλοκαιρινό θέατρο.
Το ειδύλλιο του Φωτιάδη, με τους ωραίους του Ελληνικούς μύθους, μονάχα στο Βασιλικό Θέατρο και με τη μουσική του Καλομοίρη, είναι δυνατό να κάμει την εντύπωση που ονειρεύτηκε ο αψεγάδιαστος ποιητής.
Για το Στέλιο Σεφεριάδη τίποτα θετικό δεν μπορώ να γράψω. Κρύβει τόσο Σαϋλωκικά τη δουλειά του. Όταν την παρουσιάσει θα μας θαμπώσει. Ο Κώστας Μισαηλίδης ετοιμάζει ποιητικό τόμο με τον τίτλο «Ερείπια».
Ο κύκλος των νέων είναι μεγάλος και ελπιδοφόρος. Ο Σίλβιος με τα καλοδουλεμένα του σονέττα και τα πεζά τραγούδια, ο Πάνος Πετρίδης με τις προσεχτικές και διαλεχτές μεταφράσεις. Ο Κρυονέρης του Αϊντινιού, που σίγουρα μια μέρα θα μας ξαφνίσει με το βιβλίο του, η Ζωή Αναστασιάδου, μια δυνατή ποιητική φλέβα, τεχνίτρα στο στίχο, θαυμαστή στην έμπνευση, ο Γληνός, Δύσσης Μαρμάρης, Καλοναίος και μερικοί ακόμα νέα παρουσιάζουν μια άνθηση κολακευτική για την πνευματική πρόοδο του Ελληνισμού της Ανατολής.
Οι δημοτικιστάδες είναι ευτυχισμένοι, γιατί ήρθε ανάμεσό τους και ο γνωστός στους φίλους του «Νουμά» Μένιος Φιλήντας.
Ο ζουγράφος Ιθακήσιος άνοιξε το σαλόνι του και παρουσίασε μερικά καλά έργα. Ο Χρήστος Συράκος είναι στο τέλος μιας μεγάλης εικόνας «Η αναχώρησις του Ναύτη» και ο Ευστρατιάδης μένει πάντοτε ο δυνατός ζουγράφος της εκκλησίας.
Το γλυπτικό κόσμο αντιπροσωπεύει ο Ρενιέρης, ο οποίος εχτός από την επαγγελματική δουλειά του, ετοιμάζει έργα για τον έξω καλλιτεχνικό κόσμο.
Το δυστύχημα είναι ότι όλος αυτός ο καλλιτεχνικός και φιλολογικός κόσμος δεν έχει μια σάλα να μαζωχτεί, να κουβεντιάσει, να γνωριστεί. Το κακό ίσως το θεραπέψει ο σύλλογος που ιδρύθηκε πρόπερσι από εκατόν είκοσι ανθρώπους της δημοτικής και ο οποίος έχει πρόεδρό του τον Αργυρόπουλο. Μια σάλα του «Λαϊκού Κέντρου» είναι στη διάθεσή του. Αν εξακολουθήσουν να μένουν χωρίς στέγη θα βραχούν και θα… διαλυθούν.
Σμύρνη, Γεννάρης 1914
«Από τη Σμύρνη», περιοδικό Ο Νουμάς, τόμ.12, Αρ.519/1914, σ.27-28
Μέσα στα γιασεμιά...
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
Έπειτα από κάμποσο καιρό απουσίας στη Κρήτη, όπου ο κ. Στανής αναγκάζεται να μένει χάριν των ξένων στόλων των οποίων μαζί με άλλους επιχειρηματίας έχει αναλάβει μέρος της τροφοδοσίας των πληρωμάτων, εγύρισε πίσω στη Σμύρνη, και η χαρά της γυναίκας του δεν περιγράφεται, όταν τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
Τόση μάλιστα υπήρξε η χαρά της, ώστε λησμόνησε να υποκριθεί και τη λιποθυμία, της οποίας από πολλού μελετούσε μια κομψή πτώση επάνω στο καναπέ της αυλής, όπου ξεπίτηδες είχε τακτοποιήσει και τα μαξιλάρια. Ο κ. Στανής ήτο από τους αγραμμάτους εκείνους τύπους, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι όλοι στην εξάσκηση του εμπορίου των. Εγνώριζεν όμως τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα τουρκικά και τη μητρική του γλώσσα, όχι βέβαια γραμματικώς, αλλά επιτέλους κουτσά στραβά ο άνθρωπος έφτιανε τη δουλίτσα του σαν σωστός λεβαντίνος, που διαρκώς εβρίσκεται σε συνάφεια με όλες τις ράτσες της Μεσογείου. Ψηλός, χονδρός, με πρόσωπο κοκκινωπό από το ουίσκι των αγγλικών πλοίων, από τα οποία κατόρθωνε να κουβαλεί λαθραίως σπίτι του ολόκληρα φορτία σαλαμιού και κονσερβών, ο κ. Στανής ήτο κατά βάθος μακάριος άνθρωπος, φροντίζων πως να στέλλει περισσότερα χρήματα στην οικογένειά του, από την οποία, χρόνια τώρα, έχει συνηθίσει να ζει μακριά.
Έτσι, γι’ αυτόν, η ανάπτυξις των παιδιών του έγινε αυτομάτως και κάθε τόσους μήνες που ερχότανε σπίτι του να περάσει μερικές ημέρες, πότε έβρισκε ότι η γυναίκα του ήτανε δέκα χρόνια πιο νέα, πότε ότι η Άννα αψήλωσε μια πιθαμή και πότε ότι ήτανε καλύτερο το χρώμα της άλλης των κόρης, της μικρότερης, της Ρέας, που έπασχε το κακόμοιρο από λεύκωμα, το είχαν αποφασισμένο οι γιατροί και εβρισκότανε στη θεία της τη Κλάρα, επειδή κατοικούσε στην εξοχή. Είχε και ένα γιο ο κ. Στανής, το μικρότερό τους παιδί, το Μιχαλάκη, Μισέλ, Μικαέλο, Μίσελ, αναλόγως των εθνικιστικών ιδεών των θείων του ή των ιταλών διδασκάλων του, οι οποίοι από δύο χρόνια τον έχουν στο Κολλέγιό τους οικότροφο δωρεάν και με υποσχέσεις όταν πάρει δίπλωμα, να τον στείλουν στη Ρώμη να σπουδάσει γιατρός και να γίνει μέγας και πολύς. Όταν ο Στανής ερχότανε σπίτι του να περάσει μερικές μέρες, κατέβαινε η Ρέα από το χωριό και ο γιος έβγαινε με άδεια λίγο καιρό από το Κολλέγιο, και η οικογένεια εβρισκότανε κατ’ αυτό το τρόπο συγκεντρωμένη σε εορτή που συνέπιπτε μόνο δυο ή τρεις φορές το χρόνο. Η Άννα, αυτές τις μέρες ήτανε στις χαρές της, γιατί ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλο του παιδί. Επειδή στη Σμύρνη αγαπούν το πρώτο παιδί, οι μητέρες το τελευταίο και οι άλλοι συγγενείς, παπούδες και θείες, τα μεσάζοντα αν υπάρχουν. Την αγαπούσε όμως ο κ. Στανής την Άννα του και διότι του έλεγαν ότι του έκοψαν το κεφάλι και της το έβαλαν, τόση ήταν η ομοιότης που είχε με το μπαμπά της. Εκείνο το βράδυ, η Άννα επωφελούμενη της φασαρίας, που εδημιουργήθηκε στο σπίτι από τη παρουσία της Ρέας, του Μιχαλάκη και της θείας Κλάρας, ξεπόρτισε. Η λέξις είναι περιεκτικής σημασίας για τις μητέρες όσες έχουν κόρες στη Σμύρνη. Είπε δηλαδή η Άννα στην υπηρέτρια, που εκαθότανε στο χαμηλότερο κατώφλι, φορώντας στα μαλλιά μια τεράστια χτένα από κοκκινωνπή ταρταρούγα με γιρλάντα όλο ψεύτικα διαμαντάκια και παρατηρώντας με στενοχώρια ότι αρχίσανε να ανάβουν τα φανάρια και ο Νικόλας της δε φάνηκε:
—Πελαγία, αν με γυρέψει η μητέρα πες της πως πήγα στης Καρπούζενες να τες ρωτήσω για το καπέλο που θα παραγγείλω. Ακούς;
Πέρασε όμως αρκετή ώρα, και η κυρία Στάναινα βλέποντας ότι η Άννα πουθενά δε φαινότανε, φώναξε από το σαλόνι, όπου έριχνε τα χαρτιά, για να ιδεί αν κάποιος γαμπρός που είχε στο μάτι η Κλάρα για την μεγαλύτερη της ανεψιά, θα δεχότανε τη πρόταση:
—Άννα; Comme hier…
Η Άννα βγήκε· πήγε στις Καρπούζενες, απάντησε με θυμωμένη φωνή η Πελαγία από το δρόμο.
Η κυρία Στάναινα για να μη δείξει στην αδελφή της ότι υποπτεύεται τη κόρη της, είπε στο Μιχαλάκη με γλυκύτητα:
—Πετάξου παιδί μου να της πεις νάρθει.
Ο Μιχαλάκης όμως γύρισε σε λίγο και είπεν ότι η Άννα είχε περάσει από εκεί πριν μια ώρα, αλλά έφυγε παρευθύς.
—Έχει χάζι να πήγε στης καπελούς, συνεπέρανε η μητέρα της για να μη δώσει υποψία στην αδελφή της, ότι κάπου θα σουρτουκεύει. Η Κλάρα όμως, αφήνουσα τα χαρτιά που ανακάτευε, επειδή γνώριζε τι φρούτο ήτανε η ανεψιά της, είπε στην αδελφή της με αυστηρότητα, σαν μεγαλύτερη:
—Και καλά, νυχτιάτικο πως γίνεται να πήγε στης καπελούς. Και να κάνει μια ώρα ίσαμε να γυρίσει; Κύριε Ελέησον!
—Ωραία! Μπράβο σας! Εκαθήσατε στο τραπέζι και δεν εστέλνατε να μου πουν νάρθω…
—Μην κάνετε τώρα σύγχυση, είπεν η Κλάρα σηκωνομένη από το τραπέζι, στο γαμπρό και την αδελφή της. Αλλιώς βάζω το καπέλο μου και φεύγω νυχτιάτικα. Θα γίνει όπως είπαμε. Θα την στείλωμε νηστική στο δωμάτιό της και μεις όλοι θα πάμε στο θέατρο.
—Μην τη δείρεις μαμακίτσα· να με θάψεις! είπεν η Ρέα, γυρίζοντας τα κυανωμένα γύρω μάτια της προς την κυρία Στάναινα, που μόλις συνεκρατείτο να μην ορμήσει στην αυλή κρατώντας ήδη την κουτάλα της σούπας στο χέρι.
Τα παιδιά της Νιόβης...
Απ’ το ημερολόγιο του κυρίου Τρύφωνα Ιωαννίδη, αντιπροσώπου της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ».
25 Μαρτίου 1921
Γιορτάσαμε σήμερα την πρώτη επέτειο της επαναστάσεως του 21 με ελληνική κατοχή. Εκατό χρόνια αιματόβρεχτης ιστορίας. Ελλάδα μου –από τότε, που μια χούφτα ραγιάδες ξεσηκώθηκαν εναντίον μιας αυτοκρατορίας, ως σήμερα όπου η αυτοκρατορία αυτή κάνει απελπισμένον αγώνα για να υπάρξει ως κράτος κάτω απ’ την απειλή των άλλοτε σκλάβων της. Κατανυκτική η λειτουργία στην εκκλησία. Όλοι κλαίγαμε. Μεγάλη η στιγμή. Σε ευχαριστώ, Θεέ μου, που με αξίωσες να ζω σε τέτοιες ανεπανάληπτες μέρες. Παρέλαση. Η στρατιωτική μπάντα να παίζει εμβατήρια. Τελετή στα γραφεία της Δημογεροντίας με λόγους, απαγγελίες ποιημάτων απ’ τον μαθητόκοσμο και παράσταση του θεατρικού έργου του Αριστομένη Προβελέγγιου «Η κόρη της Λήμνου». Δεξίωση του στρατηγού στη στρατιωτική λέσχη, όπου ο γυναικόκοσμος βρήκε ευκαιρία να χαριεντιστεί. Το Σαλιχλί κατάφωτο πανηγυρίζει. Η μεγάλη νίκη του στρατού μας στο Τουμπλού Μπουνάρ έδωσε πρόσθετη αίγλη στη μεγάλη μέρα.
27 Μαρτίου 1921
Κάθε εχθρό των τούρκων τον θεωρούμε σύμμαχό μας. Η εξέγερση των Κούρδων στα υψώματα της Σεβάστειας, είναι μεγάλος αντιπερισπασμός για τους Κεμαλικούς μέσα στη φωλιά τους…
Ο συμπολίτης μας Ιωσήφ Καμπουράκης, τελικά, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και πήγε να κλειστεί σε μοναστήρι. Ο ανεκτίμητος δάσκαλος έχει θρέψει με τη σοφία του γενεές σαλιχλιώτες. Παράξενη φύση: Ενώ εμείς πανηγυρίζαμε την εθνική γιορτή και τη νίκη του στρατού μας στο Τουμπλού Μπουνάρ, εκείνος είπε στο Χατζή Λεόντη πως πενθούσε γιατί κηδεύεται το Σαλιχλί! Το είχε δει σε ένα εφιαλτικό του όνειρο. Του απάγγειλε χωρίο με τρομακτικές σκηνές απ’ την Αποκάλυψη. Ο γιατρός Σούνιος είπε τη γνώμη του: «Θρησκευτικόν παραλήρημα». Τι απλοϊκή γνωμάτευση για έναν χώρο, την ψυχή, όπου μονάχα το βλέμμα του Θεού μπορεί να εισχωρήσει…
16 Απριλίου 1921
Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης έφτασε στη Σμύρνη για ολιγοήμερη επίσκεψη. Διαδίδεται ότι ο βασιλιάς πρόκειται να επισκεφτεί το μικρασιατικό μέτωπο.
20 Απριλίου 1921
Έγινε αυτό που φοβόμαστε: Η δυστυχισμένη Παντελιώ έμεινε έγκυος απ’ τους τούρκους βιαστές της. Το κουσέλι οργιάζει. Πονοκέφαλος για τη Δημογεροντία: Να την αφήσουμε να γεννήσει τουρκάκι; Τρομερό. Εκείνη ούτε ν’ ακούσει για έκτρωση. Απειλεί πως θα πάει να πέσει στα σίδερα του τραίνου. Σκεφτόμαστε να συμβουλευτούμε το δεσπότη…
10 Μαΐου
Το πρώτο ελληνικό Πάσχα μας. Ο εορτασμός στον στρατώνα θέαμα μοναδικό: Επίσκεψη του κόσμου. Σουβλιστά αρνιά. Χοροί. Η μπάντα να παίζει αδιάκοπα. Τσουγκρίσματα αυγών. Χορεύτηκε καλαματιανός με επικεφαλής το γέρο στρατηγό. Ο αντιπρόσωπος του ύπατου απών… Κυρίες και δεσποινίδες χορτάσανε χαϊδολόγημα . Μιλούν για νέα αρραβωνιάσματα με αξιωματικούς…
20 Μαΐου 1921
Απρόβλεπτο γεγονός μας απάλλαξε απ’ την έννοια για την εγκυμοσύνη της Παντελιώς. Στο σπίτι της θείας της, όπου μένει η δυστυχισμένη, απ’ την αναμμένη φουφού πήρε φωτιά ο τσιλτές της. Οι γείτονες που τρέξανε στις φωνές τους, είδαν και πάθανε να τη σβήσουν καθώς άρχιζε να απλώνεται. Η χαζούλα απ’ τον τρόμο της έκανε αποβολή! Το Σαλιχλί χαχανίζει…
28 Μαΐου 1921
Οι σμυρναίοι ετοιμάζονται να υποδεχτούν το βασιλιά. Έρχεται στην Ιωνία, για να επιθεωρήσει το μικρασιατικό μέτωπο. Φεύγω αύριο στη Σμύρνη, για να μη χάσω την ιστορική μέρα. Αυτή τη φορά παίρνω μαζί μου και τη γυναίκα μου∙ έτσι θα βεβαιωθεί πως τα ταξίδια μου εκεί είναι πάντα επαγγελματικά και δεν πηγαίνω να διασκεδάσω –όπως μερικοί πουριτανοί συμπολίτες- στα «Πολιτάκια»…
30 Μαΐου 1921 (Σμύρνη, μεσάνυχτα, στο ξενοδοχείο «Πατρίς»)
Σήμερα το απόγευμα, ανάμεσα στον κόσμο της προκυμαίας, ενώ με τα φυσικά μάτια μου παρακολουθούσα τον αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα να προτείνει το χέρι στο βασιλιά για να αποβιβαστεί απ’ την ατμάκατο στην αποβάθρα, με τα νοητά μάτια μου έβλεπα ενσαρκωμένο στη μορφή του τον τελευταίο των αυτοκρατόρων μας, τον εθνομάρτυρα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, να πατεί «πάλι με χρόνια με καιρούς» στο έδαφος της αυτοκρατορίας του…
Από νωρίς το απόγευμα η προκυμαία ήταν πατείς με πατώ σε απ’ τον κόσμο. Στο χώρο μπρος απ’ το φρουραρχείο είχαν πάρει θέση ο ανώτερος κλήρος με επικεφαλής το μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, οι προξενικές αρχές, οι θρησκευτικοί αρχηγοί των τούρκων, καθολικών, αρμενίων, ισραηλιτών. Ανώτεροι αξιωματικοί και ανώτεροι υπάλληλοι. Η Δημογεροντία. Οι διευθυντές των εφημερίδων. Οι πρόεδροι όλων των σωματείων. Μια ομάδα ελληνίδες κρατούσε σημαίες και περιστέρια. Τα βλέμματά μας, ήταν στυλωμένα στο βάθος του ορίζοντα. Επιτέλους, κατά τις τρεις φάνηκε στο βάθος του σμυρναϊκού κόλπου στολίσκος από πολεμικά. Στην είσοδο του λιμανιού, τα αντιτορπιλικά ανέκοψαν ταχύτητα, για να προηγηθεί το θωρηκτό «Λήμνος», που μετέφερε το βασιλιά, τους πρίγκηπες, τον πρωθυπουργό και μερικούς υπουργούς. Θα ήταν πια περασμένες τέσσερις, όταν ο βασιλιάς, με στολή εκστρατείας, αποβιβάστηκε απ’ τη βασιλική ατμάκατο στην αποβάθρα, ενώ το πλήθος παραληρούσε από ενθουσιασμό. Άλλοι έσειαν σημαίες, άλλοι κουνούσαν μαντήλια βρεμένα απ’ τα δάκρυά τους. τα περιστέρια φτερούγιζαν θεαματικά. Ο αρχηγός της στρατιάς Παπούλας πρότεινε το χέρι στο βασιλιά για να αποβιβαστεί στο έδαφος της Ιωνίας, ενώ η μπάντα έπαιζε τον εθνικό ύμνο και συνόδευαν κανονιοβολισμοί τιμητικοί. Λυγμοί πνίγανε τους γύρω μου. μερικοί λιποθύμησαν. Ομολογώ ότι έχει παράστημα επιβλητικό. Συγκράτησα ένα σκίρτημα. Κάποιος γεροντάκος, που είχε εισχωρήσει ανάμεσα σε μένα και στη γυναίκα μου, ψιθύρισε: «Γερμανόμουτρο, δεν έχεις ούτε μια στάλα αίμα ελληνικό στις φλέβες σου…». Του χαμογέλασα, βάζοντας το δάχτυλο στα χείλη να μη συνεχίσει. Η ψευδαίσθησή μου είχε μεμιάς διαλυθεί: Είδα, τότε, εσένα, μεγάλε Βενιζέλε, θύμα της διχόνοιας, να νοσταλγείς, αυτοεξόριστος στη Νίκαια της Γαλλίας, την Ιωνία –κατάκτησή σου αγαπημένη, που οι αντίπαλοί σου την οικειοποιούνται τώρα θριαμβολογώντας «εν χορδαίς και τυμπάνοις». Ο βασιλιάς κατευθύνθηκε στο γενικό στρατηγείο. Λίγο αργότερα, απ’ τη βασιλική ατμάκατο επιβιβάστηκε σε ένα αντιτορπιλικό, που έκανε το γύρο σε όλο το μήκος της προκυμαίας μέσα στις ζητωκραυγές του κόσμου, ενώ η μπάντα έπαιζε «του Αετού ο γιος…». Όταν το αντιτορπιλικό έφτασε ως τα θερινά λουτρά της Πούντας, άλλαξε πορεία παίρνοντας κατεύθυνση προς την αποβάθρα του Κορδελιού. Λίγο αργότερα, -στην έπαυλη Κ. Κοτζιά όπου κατέλυσε- δέχτηκε μαζί με τους πρίγκηπες τον ύπατο αρμοστή και τους ανωτέρους αξιωματικούς. Αύριο, απ’ το κους-κους στη «Μικρασιατική Λέσχη», θα μάθω λεπτομέρειες για το επίσημο δείπνο που δόθηκε απόψε…
31 Μαΐου 1921
Υστερόγραφο από έναν πανηγυρισμό: Στη «Μικρασιατική Λέσχη» σαρκαστικά σχόλια για τη δουλοπρεπή συμπεριφορά του υπάτου αρμοστή στα νέα αφεντικά του: Ανάστημα του Βενιζέλου, ο αποκρουστικός φιλότουρκος, κάλεσε το ανώτερο προσωπικό της αρμοστείας και έπλεξε το εγκώμιο του βασιλιά και της πολιτικής του…
Το διάγγελμα, που απηύθυνε σήμερα ο βασιλιάς στο στράτευμα, κείμενο ρουτίνας: «Είμαι υπερήφανος δια σας…».
(Αφού τους χώρισε σε βενιζελικούς υπό δυσμένεια και βασιλικούς προνομιούχους). «…Μάχεσθε υπέρ της ιδέας της ελληνικής, η οποία εδώ εγέννησε τον απαράμιλλον εκείνον πολιτισμόν, ο οποίος ουδέποτε θα παύση να προκαλεί του κόσμου τον θαυμασμόν…». (Εμείς τι κάνομε;). «Αι αρεταί σας εγγυώνται, ότι εκ των θυσιών και της νίκης θα αναθάλλει ο εφάμιλλος εκείνων πολιτισμός…». (Τα ελαττώματά μας, όμως, τι εγγυώνται;). «Στρατιώται, επί το έργον. Όλοι ηνωμένοι…». (Πού χάθηκε η «ένωση», για να τη βρούμε στη «χώρα που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα;»). Κλπ. κλπ…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 220-224
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
ΙΟΥΝΙΟΣ 1920
Στη Σμύρνη, κάθε καλοκαιριάτικη μέρα είναι πιο φωτεινή απ’ την προηγούμενη. Ένα άρωμα ιωδίου και λεμονανθού έρχεται από τη θάλασσα, μια βρώμα από καβαλίνα καμήλας από τα καλντερίμια. Το αντιφέγγισμα του λιμανιού σε ζαλίζει τόσο κι ο ουρανός είναι τόσο λαμπερός που η γη μοιάζει να είναι πασπαλισμένη με μιας κόκκινη σκόνη.
Η Ελένη κι η μητέρα της είχαν πάει στην Μπόρνοβα για το καλοκαίρι, αφήνοντας το Γιώργο και το Χρήστο σε μια κατάσταση εργένικης βαρβαρότητας. Για το Χριστό ήταν μια ευχάριστη αλλαγή το να γευματίζει με τον Γενικό Διοικητή, να κουβεντιάζει με φιλέλληνες επισκέπτες για την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Σμύρνης, να στέλνει αμέτρητα γράμματα για να ζητάει πολιτική υποστήριξη από τους Πανελλήνιους Συλλόγους στις άλλες χώρες. Για το Γιώργο, ήταν μια περίοδος ασταμάτητης αγωνίας.
Ποτέ πριν ο Γιώργος δεν είχε συνειδητοποιήσει την ανωριμότητά του, την τόση έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του. Όχι μόνο ο πατέρας του τον έψελνε συνεχώς για το καθήκοντά του σαν πατριώτη, αλλά κι ο Δημήτρης τον τορπίλιζε με ανέκδοτα ελληνόπουλων, όχι πιο γενναίων απ’ αυτόν, που είχαν αυτοκτονήσει, τρελαθεί ή πεθάνει από φόβο όταν πρωτοστάτησαν τους Τούρκους. Ένας ατέλειωτος χείμαρρος φωτογραφίες έφταναν στο σπίτι σε μεγάλους κίτρινους φακέλους: «Το κομμένο κεφάλι ενός Έλληνα ιερέα κοντά στις Τράλλεις», «Τα ακρωτηριασμένα θύματα των αγριοτήτων στη Φιλαδέλφεια». Και προσκαλούσαν το Γιώργο να τις απολαύσει, πριν ο πατέρας του τις στείλει στην Αλεξάνδρεια ή στο Μάντζεστερ ή στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια.
Τη στιγμή ακριβώς που ο Γιώργος είχε ελπίσει πως η Διάσκεψη στο Παρίσι θα ξεκαθαρίσει τα πράγματα και θα βάλει ένα τέρμα στην τουρκική απειλή, άκουσε εντελώς, τυχαία μια πολύ ανησυχαστική συζήτηση. Ήταν σ’ ένα απ’ τα καφενεία της προκυμαίας.
Κάποιος παραπονιόταν με σκυθρωπή φωνή για την αύξηση της τιμής των σύκων που παράγονται στα μικρά λιμανάκια νότια απ’ τη Σμύρνη. Κάποιος άλλος, παράγγειλε σαλάτα ψάρι με μαγιονέζα. Και μια Τρίτη φωνή έκανε μιαν ανάλυση του Μουσταφά Κεμάλ.
- Επιτίθεται εναντίον θέσεων των συμμάχων, νομίζει πως μπορεί να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς, οι Εγγλέζοι ξέρουν τον κίνδυνο. Τώρα θ’ αφήσουν ένα εκστρατευτικό μας σώμα να βγει έξω από τη γελοία αυτή ζώνη κατοχής και να ολοκληρώσει την προσάρτηση της Μικράς Ασίας.
- Θέλεις να πεις ότι θα γίνει ελληνική επίθεση;
- Απ’ τη μια μέρα στην άλλη, για να μην πω απ’ τη μια ώρα στην άλλη.
Ο Γιώργος άφησε το φλιτζάνι του, χωρίς να το δοκιμάσει. Νόμιζε πως ένα χέρι τον είχε αρπάξει απ’ το λαιμό. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτ’ άλλο από τη στρατολογία του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου και το κατάστιχο με το όνομα του ανάμεσα στους άλλους εθελοντές. Χωρίς να περιμένει ν’ ακούσει περισσότερο, έτρεξε στους στρατώνες όπου έμενε ο Δημήτρης.
Τους τελευταίους μήνες ο Δημήτρης είχε γίνει ο μυστικοσύμβουλός του. Δεν υπήρχε κανένας άλλος που να μπορεί ο Γιώργος να τον εμπιστευτεί. Ο πατέρας του τον περίμενε να ζει με μια τελειότητα θείας επιφοίτησης. Η αδερφή του προφήτευε πάντοτε τις αποτυχίες του. Η μητέρα του τον φύλαγε και τον κανάκευε και τον έκανε να νοιώθει ακόμα πιο αβοήθητος, περισσότερο κι από ένα μωρό ακόμα. Ο Δημήτρης απ’ την άλλη μεριά του φερόταν αδερφικά, τον υπολόγιζε, τον κατατόπιζε. Αν συναντούσε το Γιώργο στο δρόμο, μπορούσε να φωνάξει:
- Ε! Νεαρέ, είσαι καταϊδρωμένος! Δεν ξέρεις πως αυτό δεν είναι καλό για την καβάλα;
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 166-167
Τα παιδιά της Νιόβης...
Απ’ το ημερολόγιο του κυρίου Τρύφωνα Ιωαννίδη, αντιπροσώπου της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ».
30 Ιουνίου 1921 (Σμύρνη, ξενοδοχείο «Πατρίς»).
Ουδέν κακόν αμιγές καλού… Ένα παραπάτημα της γυναίκας μου στο Φραγκομαχαλά, την κρεβάτωσε στο «Γραικικό νοσοκομείο» ένα μήνα. Έτσι, δε βρεθήκαμε στο Σαλιχλί, όταν πέρασαν από κει ο βασιλιάς με τους πρίγκιπες και τον πρωθυπουργό. Ευτύχημα. Με πληροφόρησαν πως ο ενθουσιασμός του κόσμου δεν ήταν όσος θα τον περίμενε κανείς. Δεν τους κέρδισαν ως φυσιογνωμίες. Όλοι οι Χοετζόλερν: Μακρύ φαλακρό κεφάλι, αυτιά μεγάλα, μάτια κρύα ψαρίσια· ο πρωθυπουργός μια ενάρετη μετριότητα. Αλλά το δραματικό απροσδόκητο εκείνης της μέρας στο σταθμό ήταν ο ερχομός του γιου του συμπολίτη μας Παναγή Καντάρογλου. Απίστευτο: Ο Τζανής γύρισε έφεδρος αξιωματικός με κομμένο το αριστερό πόδι! Στην εμφάνιση του ωραίου νέου, η συγκίνηση του κόσμου ήταν συγκλονιστική. Ω, ανθρώπινη μοίρα με τις μεταστροφές σου! Πού να το φανταστώ , πως ο ανεπρόκοπος Τζανής θα γινόταν ήρωας! Αισθάνομαι τύψεις για τους πικρόχολους χαρακτηρισμούς, που του έχω κάνει μέσα σ’ αυτές τις σελίδες. Ανυπομονώ να του φιλήσω το χέρι…
10 Ιουλίου 1921
Τούρκοι εσκιάδες κλέψανε τον Τζανή! Ζητούν διακόσιες χρυσές για να τον λευτερώσουν. Ο δύστυχος πατέρας τρέχει να τις δανειστεί. Οι απαγωγείς απειλούν, αν δεν δοθούν τα χρήματα, θα στείλουν μέσα σε ταγάρι το κεφάλι του γιου του. Η απαγωγή έγινε απ’ τον κουλά τους, όπου εμόναζε και διάβαζε! Ο πόνος απ’ την αναπηρία του τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. Θυμήθηκα τη ρήση του μεγάλου Ντοστογιέφσκι: «Μέσα στον πόνο υπάρχει μια υψηλή αρχή του βίου…». Ω, ναι…
25 Ιουλίου 1921
Οι απαγωγείς του Τζανή, λίγο προτού τον αφήσουν ελεύθερο, αφού πήρανε λύτρα, παίξανε φάρσα: Αντί για το κεφάλι του μέσα στο ντορβά, όπως είχαν απειλήσει να κάνουν αν δεν τους τα ’στελναν, άφησαν έξω απ’ την πόρτα του έναν ντορβά και μέσα του μια μεγάλη πέτρα! Το κους-κους παίρνει και δίνει στο Σαλιχλί. Δεν μπορούν να βρουν εξήγηση. Μα είναι τόσο απλό: Οι ληστές θεώρησαν το κεφάλι του –με το πώς είχε μέσα- πως άξιζε όσο και μια πέτρα! Υποψιάζομαι, πως η απαγωγή με τη φάρσα υποκινήθηκε του Σαλιχλί, για να εκδικηθούν τον ήρωα της πόλης μας και μαζί να τον εξευτελίσουν. Και όλα αυτά κάτω απ’ τα μάτια του ελληνικού στρατού…
21 Ιανουαρίου 1922
Υποχρεωμένος απ’ τις δουλειές μου να μένω στο Σαλιχλί, αισθάνομαι πως κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, απ’ τις λογής φήμες που φτάνουν στ’ αυτιά μας γύρω απ’ το μικρασιατικό ζήτημα. Αναχωρώ αύριο για τη Σμύρνη, να μάθω από υπεύθυνα πρόσωπα τα καθέκαστα…
23 Ιανουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Ήταν καλή σύμπτωση να μπει στο βαγόνι μου απ’ τη Μαγνησία η αγαπητή Θάλεια Σοφιανοπούλου, η γυναίκα του χαλέμπορου Κωστή. Η παλιά δυναμική σαλιχλιώτισσα είχε πάει στην αδερφή της για να της μεταδώσει τα νέα απ’ τους κύκλους της Σμύρνης. «Το εικόνισμα της Αγίας Αναστασίας της φαρμακολύτριας στο μοναστήρι στο Χορόσκιοϊ δακρύζει. Χάνομε τον τόπο μας…», μου ψιθύρισε. Έτσι, έμαθα, μέσες-άκρες, όσα θα μου επιβεβαίωναν το ίδιο κιόλας βράδυ στα γραφεία της «Αμάλθειας»: Η υπόθεση της Μικράς Ασίας περνά την κρισιμότερη φάση της. Ο σατραπίσκος Στεργιάδης προσπαθεί να διασπάσει τη συνεργασία ανάμεσα των μικρασιατών, ώστε τελικά να αποτύχει η δημιουργία μιας αυτόνομης Μικράς Ασίας. Η πρώτη υποψία γι’ αυτή τη διάσπαση, -μου είπε ο νεαρός γιος του εκδότη της «Αμάλθειας» Χρίστος Σολωμονίδης- του είχε περάσει στη σκέψη από ένα περιστατικό, που λίγοι τότε του είχαν δώσει σημασία: Σε μιαν επιθεώρηση μονάδων στο στάδιο του «Πανιώνιου» είχε κληθεί και ο αρμοστής. Ο επικεφαλής στρατηγός Δημαράς τον περίμενε με τους επιτελείς που κάποτε μιαν ώρα. τελικά, ο Στεργιάδης δεν παρουσιάστηκε, χωρίς να ειδοποιήσει ότι είχε κάποιο εμπόδιο. Ο στρατηγός, έξω φρενών, έδωσε εντολή να ματαιωθεί η παρέλαση. Καθώς αποχωρούσε, κούνησε το κεφάλι περίλυπος: «Αλλοίμονον!…αλλοίμονον!…», ακούστηκε να λέει.
25 Ιανουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Αυτό το «Αλλοίμονον…, αλλοίμονον…», απ’ τα χείλη του στρατηγού Δημαρά – όπως έγραφα χτες- το ψιθυρίζω κι εγώ μέσα στην απελπισία μου… Ο φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος, όπως το περίμενα, με κάλεσε σήμερα το βράδυ σε δείπνο. Έχει πολύ απλώσει τις δουλειές του – με παραγγελίες για λογαριασμό του σε ταπητουργία του Ντεμερτζί και του Ουσάκ, που τον έχουν αναδείξει σε σημαντική προσωπικότητα της σμυρναϊκής κοινωνίας. Έτσι, οι πληροφορίες του είναι από θετική πηγή: Η «Ελληνική Επιτροπή Μικρασιατικής Αμύνης», που την αποτελούν- όπως μας είχε βεβαιώσει ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας – απότακτοι αξιωματικοί, πρόκριτοι απ’ την Πόλη και απ’ τη Σμύρνη, με επικεφαλής το Πατριαρχείο (σύμβουλος τους, λέγεται ο Βενιζέλος), έστειλε έκκληση στον έλληνα πρωθυπουργό και τον αρχιστράτηγο Παπούλα, όπου διακηρύττει την απόφαση του μικρασιατικού ελληνισμού να υπερασπιστεί τις εστίες και τους βωμούς του και να μην εγκαταλείψει τη χώρα του στο έλεος της αγριότητας των τούρκων. Ο αρχιστράτηγος ανταποκρίθηκε αμέσως στην έκκληση, στέλνοντας στην Κωνσταντινούπολη τους αξιωματικούς Σαρηγιάννη και Σκυλακάκη να συζητήσουν το θέμα της αυτονόμησης με τους εκεί παράγοντες και τον πατριάρχη Μελέτιο, πάντα με την προϋπόθεση πως όλες οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν με την έγκριση της κυβερνήσεως. Επίσης με άλλη έκκληση στους πρωθυπουργούς και υπουργούς των εξωτερικών της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Αμερικής – η οργάνωση υπενθυμίζει την άρνηση ως το 1920 της Τουρκίας να εφαρμόσει όσα προνόμια είχε υποσχεθεί στις μειονότητες με τα φιρμάνια του 1839 και 1856 (επικυρωμένα απ’ τις συνθήκες των Παρισίων και του Βερολίνου), καθώς και τις εγκληματικές ενέργειες εναντίον των χριστιανών. Διευκρινίζει ότι, στα όρια της συνθήκης των Σεβρών, οι τούρκοι είναι μειονότητες σε σύγκριση με τους έλληνες. Ότι αυτή τη στιγμή πολεμούν με τον ελληνικό στρατό τριανταπέντε χιλιάδες μικρασιάτες, αποφασισμένοι να διασώσουν τη Μικρά Ασία απ’ τη θηριωδία των τούρκων ή να εκπατριστούν! Τέλος επικαλείται τα χριστιανικά αισθήματα των «συμμάχων» ζητώντας την παρέμβασή τους για τη δημιουργία μιας αυτόνομης μικρασιατικής πολιτείας… Κουνήσαμε τα κεφάλια μας με σκεπτικισμό. Η αιώνια «Διπλωματία», που προλαμβάνει τάχα τους πολέμους, ενώ συχνότατα τους προετοιμάζει. Ο αγαπητός Κωστής μου υποσχέθηκε να με πάρει μαζί του σε μια απ’ τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του γιατρού Ψαλτώφ, όπου οι σμυρναίοι πρόκριτοι συζητούν τα καθέκαστα γύρω απ’ το μικρασιατικό πρόβλημα…
27 Ιανουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»)
Μόλις γύρισα απ’ τα γραφεία της «Αμάλθειας». Ο διευθυντής της Σωκράτης Σολωμονίδης κάλεσε στο γραφείο του το προσωπικό και των δύο εφημερίδων του («το Θάρρος» είναι απογευματινή έκδοση της «Αμάλθειας»), για να τους εκθέσει τις εξελίξεις γύρω απ’ το μικρασιατικό ζήτημα: Ο αρχιστράτηγος έφυγε ξαφνικά για την Αθήνα με σκοπό να πληροφορηθεί από υπεύθυνα χείλη τη στάση της κυβερνήσεως στο αίτημα του μικρασιατικού λαού να κηρύξει την αυτονόμηση της Μικράς Ασίας. Ξαφνικά, μπήκε στο γραφείο του ο μεγαλύτερος γιος του ο Σπύρος, συνδιευθυντής –με τον αδελφό του Χρίστο- του «Θάρρους». Ήταν κατάχλωμος. Γύριζε απ’ το διοικητήριο. Τον είχε καλέσει ο ύπατος αρμοστής. Όταν παρουσιάστηκε στο γραφείο του, τον υποδέχτηκε κρατώντας ένα βούρδουλα. Το «Θάρρος» αναδημοσιεύει αυτές τις μέρες μιαν εξιστόρηση της αγγλικής προπαγάνδας στην Αθήνα τον καιρό του διχασμού, που είχε κάνει σε αθηναϊκή εφημερίδα κάποιος με το ψευδώνυμο «Ποσειδών». Τη διακοπή της την είχε ζητήσει ο άγγλος πρόξενος. Ο αρμοστής τίναζε το βούρδουλα: «Ή θα σταματήσεις τον «Ποσειδώνα» ή θα σου μετρήσω τα πλευρά με τούτο εδώ…», του είπε. Ο νέος τον κοίταξε μια στιγμή άναυδος. Έφυγε χωρίς να του απαντήσει. Ο Σωκράτης Σολωμονίδης ξέσπασε σε κατάρες: «Θα σε κρεμάσουμε, θεοκατάρατε…», ξεφώνιζε. Ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Φοβηθήκαμε καμιάν αποπληξία, καθώς είναι αιματώζος…
2 Φεβρουαρίου 1922 (Σμύρνη «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Ο αρχιστράτηγος γύρισε απ’ την Αθήνα. Προηγήθηκε μια μέρα πριν ο ύπατος αρμοστής, που είχε πάει και αυτός εκεί στο μεταξύ. Παρά την υπόδειξη του τελευταίου, οι σμυρναίοι κλείσανε τα καταστήματά τους και κάνανε θερμή υποδοχή στο στρατηγό. Στην επιτροπή, που τον επισκέφθηκε για να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα του ταξιδιού του, απάντησε με τα ίδια λόγια του πρωθυπουργού Γούναρη στον ίδιο: «Να πεις εις τους σμυρναίους, ότι θα προστατεύσωμεν και δεν θα εγκαταλείψωμεν την Σμύρνην…». Ο υπουργός των στρατιωτικών Ν. Στρατός τού πρόσθεσε: «Όταν ψηφισθεί το νομοσχέδιο δια την διχοτόμησιν του νομίσματος, θα σας στείλω και βοήθεια…». Ατμόσφαιρα αισιοδοξίας στη «Μικρασιατική λέσχη»…
9 Φεβρουαρίου 1922 (Σμύρνη «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Με την ιδιότητα του εκπροσώπου της κοινότητας Σαλιχλί, που βρίσκεται σε δραματική μεθόριο, λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω απ’ την ζώνη της συνθήκης των Σεβρών, με καλωσόρισαν οι σμυρναίοι πρόκριτοι στο αρχοντικό του γιατρού Ψαλτώφ σήμερα το βράδυ. Με συνόδευε ο φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος. Ο φημισμένος χειρούργος της Σμύρνης με τους δημογέροντες Τενεκίδη και Δήμα αποτελούν τη δραστήρια τριανδρία, που έχει αναλάβει να συντονίζει τις ενέργειες της «Ελληνικής Μικρασιατικής Αμύνης». Περίμεναν το μητροπολίτη Σμύρνης, για ν’ ακούσουν απ’ τα σεπτά χείλη του τις τελευταίες εξελίξεις γύρω απ’ το Μικρασιατικό. Η συγκίνηση πλημμύρισε την ψυχή μου, μόλις αντίκρισα τον ιεράρχη να μπαίνει στο σαλόνι. Μας ευλόγησε. Ασπαστήκαμε το χέρι του. Έδειχνε να έχει πολύ καταβληθεί απ’ την τελευταία φορά όπου είχα παρακολουθήσει την ιερολογία του στην Αγία Φωτεινή. Έβηχε. Ο Ψαλτώφ του παραπονέθηκε πως είχε παραμελήσει τον εαυτό του. Μα πώς να προφυλαχτεί, απάντησε χαμογελώντας, αφού κοιμόταν δυο-τρεις ώρες τη νύχτα και κάποτε με τα ράσα! Το λεπτό κορμί του έμοιαζε με λαμπάδα, που είχε λυγίσει απ’ την υπερθέρμανση –την αγωνία του. Μονάχα τα πυρετικά γαλανά μάτια του, κρυμμένα ανάμεσα στο θύσανο του γενιού με τις πυκνές άσπρες τρίχες, καθώς δάκρυζαν απ’ το συνάχι –είχαν θαρρείς, ανάγκη να δακρύζουν απ’ το τρικύμισμα της ψυχής του- πρόδιναν την εσωτερική έντασή του. Μας ζήτησε συγγνώμη. Η αργοπορία του οφειλόταν σε αιφνιδιαστική επίσκεψη του διευθυντή της Αστυνομίας Νικηφοράκη. Τον είχε στείλει στο μητροπολιτικό μέγαρο ο ύπατος αρμοστής για να του δηλώσει, πως θα ματαίωνε με κάθε μέσο το συλλαλητήριο που μελετούν να κάνουν οι σμυρναίοι. Και εκείνος του παράγγειλε να πει στον αρμοστή, πως: «ο σμυρναϊκός λαός γνωρίζει πολλούς τρόπους δια να διατρανώσει την απόφασή του να επιτύχει την αυτονόμησιν της Μικράς Ασίας…». Χειροκροτήσαμε. Τα νέα του ήταν δυσάρεστα: απεσταλμένα απ’ το στρατηγό Ιωάννου, που βρίσκεται στην Πόλη, επισκέφθηκαν τον αρχιστράτηγο για να του δηλώσουν πως είναι έτοιμος –μαζί με τους στρατηγούς Καλομενόπουλο, Ζυμβρακάκη, Μαζαράκη και άλλους- να σπεύσει στο μέτωπο για να ενισχύσει τον αγώνα της μικρασιατικής άμυνας. Ο αρχιστράτηγος τον ευχαρίστησε, αλλά επιμένει ότι μόνο με την έγκριση της κυβερνήσεως μπορεί να τεθεί επικεφαλής τους. Η κυβέρνηση όμως δεν εκδηλώνεται… Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Ψαλτώφ με τον συνάδελφό του Δουλγερίδη, πρότειναν την «εκτρωτική μέθοδο» -όπως τη χαρακτήρισαν σαν γιατροί-, για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τη στάση της: Να σταλεί αντιπροσωπεία στην Αθήνα, για να της εκθέσει την κατάσταση και να πληροφορηθεί τις απόψεις της. Ορίστηκαν ο Ψαλτώφ και ο δικηγόρος-ποιητής Μιχάλης Αργυρόπουλος. Επίσης, αποφασίστηκε μια αντιπροσωπεία να επισκεφτεί τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για να διαφωτίσει τους «συμμάχους» πάνω στο πρόβλημα του μικρασιατικού ελληνισμού και να ζητήσει την υποστήριξή τους για την αυτονόμηση της Μικράς Ασίας. Μέλη της ορίστηκαν απ’ τους παρόντες: Ο Ψαλτώφ, ο Παπαμιχάλης, ο Ευσταθόπουλος και ο δικαστής Λάμπρου που απουσίαζε. Τέλος, μια Τρίτη αντιπροσωπεία θα αναχωρήσει στην Αμερική, για να δραστηριοποιήσει τους εκεί ομογενείς που επηρεάζουν την κυβέρνηση της, ώστε να υποστηρίξει τον αγώνα. Ορίστηκαν ο δικηγόρος Αντώνιος Αθηνογένης και ο Στέφανος Βεϊνόγλου. Όλοι θεώρησαν τη νέα εξέγερση των Κούρδων στη Σεβαστεία μεγάλο αντιπερισπασμό για τον κεμαλικό στρατό…
Σωπάσαμε. Στο πλαϊνό σαλόνι η κόρη του οικοδεσπότη τραγουδούσε μελωδικότατα, με συνοδό στο πιάνο τη μητέρα της, το κοσμαγάπητο: «Σμύρνη, πατρίδα μας γλυκιά, αγαπημένη χώρα…». Συγκρατούσαμε τους λυγμούς μας. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μας. Ξαφνικά, ο δεσπότης πετάχτηκε απ’ την πολυθρόνα του. Καθώς άπλωσε βίαια τα χέρια του μέσα στα ράσα, μου φάνηκε σαν οργισμένος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης με μαύρα φτερά! Γύρω απ΄ το πρόσωπό του τρεμόλαμπε σαν φωτοστέφανος μια αργυρή αχλύ. Τα σκουρογάλανα μάτια του σπίθιζαν από εσωτερικό φως: «Αδελφοί!…, φώναξε, όλα υπέρ του αγώνα μας διά να διασώσωμεν την αγαπημένην Μικράν Ασίαν. Η εκκλησία θα διαθέσει τα χρυσά και αργυρά σκεύη της, την κτηματικήν της περιουσίαν. Υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια. Αν δεν τα διαθέσει τώρα, θα μας τα εκποιήσει ο Μουσταφά Κεμάλ. Θα έχωμεν την ενίσχυσιν και των ζαπλούτων μας –του Ζαχάρωφ, του Μποδοσάκη, του Ευγενίδη, του Ζαρίφη, του Πεσμαζόγλου, του Καρβουνίδη… Θα επιτύχωμεν με τη βοήθειαν του Θεού, αδελφοί…». Ο ποιητής Μιχάλης Αργυρόπουλος σηκώθηκε απ’ τη θέση του αμίλητος. Στάθηκε κυπαρισσόκορμος στη μέση του σαλονιού. Τα μακριά ψαρά μαλλιά του είχαν σκορπίσει γύρω απ’ το λιπόσαρκο χλωμό του πρόσωπο. Σήκωσε το χέρι του με μιαν ανάταση στο βλέμμα σα να ’δινε όρκο: «Και εμείς θα πουλήσουμε τα κοσμήματά μας, τα χρυσαφικά μας, τις γούνες μας, τα χρυσά δόντια μας, τα μπακίρια μας, τα κτήματά μας- για σένα, πολυαγαπημένη μας Ιωνία, που εφώτισες τον κόσμο…», φώναξε. «Όλα, όλα τα υπάρχοντά μας για τον αγώνα!…», απαντήσαμε μ’ ένα στόμα. Όσα χρόνια που μέλλεται να ζήσω, θα φέρνω πάντα στη μνήμη μου αυτή την κατανυχτική στιγμή μέσα στο αρχοντικό του γιατρού Ψαλτώφ. Είχα την εντύπωση πως βρισκόμουν στους τελευταίους μήνες της αγωνίας πριν απ’ την άλωση της Πόλης, όταν οι βυζαντινοί έστελναν πρεσβείες στη Δύση εκλιπαρώντας βοήθεια. Υποδεχτήκαμε με χειροκροτήματα την οικοδέσποινα και την κόρη της. Ένα υπηρέτης πλησίασε τον Ψαλτώφ και κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί. Εκείνος χάιδεψε το σγουρόξανθο γένι του και μας χαμογέλασε ειρωνικά: «Έξω μας παρακολουθούν κατάσκοποι του Στεργιάδη…», είπε. Σταθήκαμε στα παράθυρα. Οι φανοί της προκυμαίας ρίχνανε τις ανταύγειές τους στα μικρά κύματα, που ξεσήκωνε το βοριαδάκι. Τραμβάυ πηγαινοέρχονταν. Άμαξες. Στρατιωτικά αυτοκίνητα. Κόσμος λιγοστός απ’ το κρύο. Μερικά καράβια πρόβαλαν τη σιλουέτα τους με χαμηλωμένα τα φώτα. Έφερα μπρος μου μια προκυμαία σημαιοστολισμένη και το σμυρναϊκό λαό να υποδέχεται το βασιλιά σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού. Δεν έχει περάσει από τότε ούτε χρόνος! Ποιος δαίμονας έχει αντιστρέψει έτσι απροσδόκητα την τύχη μας; «Σμύρνη! Σμύρνη! Είσαι ακόμη δική μας…», ψιθύρισα αυθόρμητα σα να μιλούσα σε αγαπημένη γυναίκα, που κινδύνευα να χάσω. Τα μάτια μου βουρκώσανε…
Ο Ψαλτώφ παρακάλεσε το δεσπότη να μείνει τη νύχτα σπίτι του, για να τον περιποιηθούν με το κρυολόγημά του. Ο ιεράρχης κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας: «Το μητροπολιτικόν μέγαρον είναι το φρούριόν μου. Εκεί συνομιλώ με τον Θεόν…», απάντησε.
Γύρισα στο ξενοδοχείο σα να επέστρεφα από μυσταγωγία. Εκθέτω το περιστατικό με λεπτομέρειες, γιατί μπορεί κάποτε να μου χρησιμεύσουν σε μια συνθετικότερη εξιστόρησή τους…
11 Φεβρουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξάνδρειας»).
Η γυναίκα μου μού γράφει πως έχει νοσταλγήσει το… ροχαλητό μου! Αναχωρώ αύριο για το Σαλιχλί. Τι νέα θα φέρω στους σαλιχλίωτες: Ω, τίποτε άλλο από μια δραματικά αβεβαιότητα…
Ματωμένα χώματα...
Πήρα τρεχάλα το δρόμο, βγήκα στην προκυμαία. Κείνη τη στιγμή τα πολεμικά σήκωναν άγκυρα. Από τα φουγάρα τους έβγαινε πυκνός, μαύρος καπνός. Οι άνθρωποι στο Και μαρμαρώσανε. Δεν ανασαίνανε, δε μιλούσανε, δε ζούσανε. Μοιάζανε σαν τις πέτρινες πλάκες στα μεζαρλίκια, η μια πίσω απ’ την άλλη… Μα τι λέω; Μόνο όποιος έθαψε το σπλάχνο του κι άκουσε το τρίξιμο του φέρετρου την ώρα που το κατεβάζουνε στον τάφο, μόνε αυτός μπορεί να νιώσει τι ’ταν για μας κείνη η στιγμή.
Ύστερα έγινε κάτι τόσο άτιμο, που μας έφερε στα σύγκαλά μας. Ένα γαλλικό πολεμικό, το «Βαλντέκ Ρουσσώ», άρχισε ν’ ανακρούει τον εθνικό μας ύμνο! Οι «σύμμαχοι» «χαιρετούσαν» την ελληνικήν ναυαρχίδα που έφευγε, όπως το απαιτούσανε οι κανονισμοί και το πρωτόκολλο!
Τούτο το πόμπεμα μας αγρίεψε. Τα νεκρωμένα από τον πόνο απολιθώματα αναδεύτηκαν και σαν ένας ορμητικός χείμαρρος κίνησαν ομπρός.
—Όλοι στου Στεργιάδη!
—Να λογοδοτήσει!
—Να μας εξηγήσει, γιατί δε μας αφήκε να φύγουμε, μόνε μας ηγύρευε πασαπόρτια και σφραγίδες!
—Όπλα! Θέλουμε όπλα για άμυνα!
Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ύστερα κι άλλες πολλές.
—Έφυγε ο Στεργιάδης!
—Έφυγε, πάει στον αγύριστο!
—Τον γλιτώσανε οι Εγγλέζοι! Τον φυγαδέψανε!
Σταθήκαμε να καταλάβουμε τούτο το νέο μαντάτο. Κι ύστερα ξέσπασε άσκοπη, η ομαδική οργή. Τρέχαμε δεξά ζερβά, λες και κυνηγούσαμε το φευγάτο όνειρό μας, χειρονομούσαμε, τυφλώναμε.
—Π’ αναθεματισμένοι, που να μην ησώνατε να ’ρχετε!
—Γιατί; Γιατί δε μας ημπαρκάρανε κι εμάς;
—Τι θα γενούμε;
—Ηφοβηθήκανε μπα και πάμε στην Αθήνα και καθαρίσουμε την πατρίδα από την κοπριά τση προδοσιάς!
Σαν πλάκωσε η νύχτα, ερήμωσε η προκυμαία. Όλοι χώθηκαν κάτω από μια στέγη και περιμένανε τη συνέχεια. Έμεινε μόνο ο τρόμος να σουλατσάρει στα σκοτεινά σοκάκια, σαν παζβάντης που προμηνούσε το πιο άγριο ξημέρωμα, που γνώρισε ποτέ η ρωμιοσύνη…
Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 301-303
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1922Σιγά-σιγά ο λαός της Σμύρνης μάθαινε για την κρίση.
Στην αρχή κυκλοφόρησαν τρομαχτικές φήμες ότι ο στρατός είχε διαλυθεί και ο Μουσταφά Κεμάλ προχωρούσε ακάθεκτος με ορδές ιππικού. Ύστερα έφτασαν τα πολεμικά ανακοινωθέντα πως ο στρατός ήταν άθικτος και ανασυντάσσονταν δε νέα γραμμή για άμυνα. Τελικά, η πόλη κατακλύστηκε από αλλοπρόσαλλες ειδήσεις από τη Ρώμη και το Λονδίνο, φανταστικές ιστορίες σκαρώνονταν στα καφενεία και οι φυγάδες αφηγούνταν εξογκωμένα περιστατικά.
Ένα ατέλειωτο καραβάνι από ξύλινα κάρα άρχισε να μπαίνει στη Σμύρνη. Άντρες με κεφαλοπάνια ήταν σκαρφαλωμένοι πάνω σε κουρασμένα βόδια και οι γυναίκες κάθονταν πίσω, μισοθαμμένες μέσα σε ξεθωριασμένα στρωσίδια και έπιπλα, και κρατώντας παιδιά στην αγκαλιά τους. Παπάδες του χωριού έφταναν με κάρα φορτωμένα με ατλαζένια καλύμματα της Αγίας Τράπεζας, στεφάνια γάμων και ιερές εικόνες μαυρισμένες από τα κεριά και στολισμένες με κεντήματα και φύλλα ασήμι.
Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος κανόνιζε τις διανομές στους πρόσφυγες. Κάθε μέρα τριγύριζε στους δρόμους της φράγκικης συνοικίας, φορώντας μια βαριά χρυσή μίτρα και χρυσοποίκιλτα άμφια, και μοίραζε από μια μερίδα ρύζι και λάδι στις γυναίκες που ντάντευαν μωρά στη σκιά των κάρων. Οι καμπάνες της μητρόπολης καλούσαν σε παρακλήσεις, και ο μητροπολίτης άρχισε νηστεία καθαρμού.
Στα εστιατόρια της προκυμαίας, έβλεπες εμπόρους που ποτέ δεν είχαν φάει σε δημόσιο κέντρο να καταβροχθίζουν πιάτα με χορταρικά και λάδι, και να ζητάνε μακαρόνια, κολοκύθια και παντζάρια. Σταματούσαν στη μέση μιας γρήγορης συνομιλίας και ανασήκωσαν τα κεφάλια τους, θαρρείς για ν’ ακούσουν κάποιον μακρινό θόρυβο, ύστερα ξεσπούσαν σ’ ένα νευρικό γέλιο, έπαιρναν μια ανάσα, άδραχναν τα πιρούνια τους και άρχιζαν πάλι να καταβροχθίζουν άπληστα σαν πεινασμένες γάτες.
Οι δρόμοι, οι εκκλησίες και τα καφενεία της παραλίας ήταν γεμάτα μέρα-νύχτα. Υπήρχαν γενειοφόροι Έλληνες λιποτάχτες, ντυμένοι σαν διάκοι του χωριού. Χλωμοί Σύριοι που περνούσαν λαθραία όπιο, που το έκρυβαν στον πρωκτό τους. Μαλτέζοι με ψυχρά μάτια που άλλαζαν ένα εγγλέζικο διαβατήριο μ’ ένα δαχτυλίδι με διαμάντι, και οργισμένοι Ευρωπαίοι εμπορικοί αντιπρόσωποι που κουβαλούσαν τσάντες γεμάτες απλήρωτα τιμολόγια για εμπορεύματα που είχαν παραδώσει στον Ελληνικό Στρατό. Λαθρέμποροι από τη Σάμο αγόραζαν κιβώτια με τουφέκια και καϊκτσήδες από την Κρήτη νοίκιαζαν τα σκάφη τους σε τρομαχτικές τιμές.
Το λιμάνι γέμιζε και άδειαζε κάθε μέρα, στην προκυμαία ήταν στοιβαγμένες πυραμίδες από εμπορεύματα που προορίζονταν για την Ευρώπη. Οι εμπορικές συνοικίες μύριζαν σάπια φρούτα. Οι έξυπνοι έμποροι πούλησαν τα αποθέματά τους εισπράττοντας χρυσάφι και έκλεισαν τις πόρτες τους. Οι πλούσιοι, οι κυνηγημένοι και οι πονηροί άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη.
Όταν ο Χρήστος περπατούσε το ηλιοβασίλεμα στην πλατεία μπροστά στην παραλία, έβλεπε βαριά φορτωμένα κάρα να κυλούν με θόρυβο στην προκυμαία προς την κατεύθυνση του λιμανιού. Στο Πασαπόρτ, είδε έναν Ολλανδό και τη γυναίκα του, με ξανθά παιδιά στην αγκαλιά τους, και μπαούλα στα πόδια τους, πιο πίσω, έναν Έλληνα καπνοκαλλιεργητή, και εκατό μέτρα παραπίσω μια οικογένεια Τούρκων που το φανταχτερό πλούσιο παρουσιαστικό τους έδειχνε πως ήταν αντίθετοι με την επανάσταση της Άγκυρας. Οι άντρες φορούσαν κοστούμια από την Κωνσταντινούπολη και δερμάτινα παπούτσια, και οι γυναίκες, με φερετζέδες από λεπτή διαφανή μουσελίνα, είχαν μεταξωτά παρασόλια για να προφυλάγονται από το αντιφέγγισμα του ήλιου στη θάλασσα.
Άπιστοι! Νόμιζαν λοιπόν πως η Σμύρνη θα εξατμιζόταν; Μια πόλη που ίδρυσαν οι Αμαζόνες; Μια πόλη προορισμένη από τον Κύριο να φοράει ένα στέμμα ζωής;
Η Σμύρνη ποτέ δεν υπήρξε, σαν τη Ρώμη, έδρα εξουσίας, ή σαν τη Νέα Υόρκη, πύλη της ελπίδας, ή σαν το Παρίσι, μητέρα της μόδας, ή σαν το Μάντσεστερ, κατασκευαστής εφοδίων, ή σαν την Κωνσταντινούπολη, ουρά της πορφύρας των αυτοκρατόρων, ή σαν την Ιερουσαλήμ, λειψανοθήκη θρησκειών. Η Σμύρνη ήταν πάντοτε μια εμπορική πόλη, πραχτική κι αρπαχτική, που στραγγάλιζε τους ανταγωνιστές της, υποδούλωσε τους προμηθευτές της, κολάκευε τους πελάτες της.
Όταν ο Αλέξανδρος κυριαρχούσε στον κόσμο, όταν οι Βενετοί έστηναν τα εμπορικά πρακτορεία τους σ’ όλες τις ακτές, όταν οι Γιάνκηδες κουβαλούσαν τούρκικα χαλιά αμμωνία και τραγάκανθα στη Βοστώνη, η Σμύρνη ήταν ο αναγκαίος διάμεσος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση: άκαρδη, πλούσια και χρήσιμη.
Γι’ αυτό και η Σμύρνη δεν θα χανόταν. Ο κόσμος δεν θα εγκατέλειπε το σιδηρόδρομό της, τα ορυχεία χρωμίου, τις γλυκόριζες, τους ξερούς καρπούς, τον αρωματικό καπνό, την προκυμαία της, το εργοστάσιο φωταερίου, τις ιεραποστολικές σχολές της. Ακόμα κι αν ο Ελληνικός Στρατός αποτύχαινε, τα πλοία της Ευρώπης θα προστάτευαν την πόλη. Ο Χρήστος τα φανταζόταν να ξερνούν καπνό μέσα στον κόλπο την αυγή: Ένας στόλος από βαριά πολεμικά, που θα έφερνε την ειρήνη και την αρμονία στην Ανατολή.
Αλλά όταν ο Χρήστος κοίταξε το λιμάνι, είδε μόνο ένα μοναχικό ατμόπλοιο ν’ απομακρύνεται, μέσα στη μελαγχολική σκιά του κάβου, κι όταν έφτασε στο σπίτι του, ένα κάρο στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Τα πέτρινα σκαλοπάτια ήταν γεμάτα με δεμένα κουτιά, τα παραθυρόφυλλα κλειστά, η πόρτα σφαλισμένη με την αλυσίδα. Μέσα από τα τζάμια, έβλεπε την Πολυξένη, ντυμένη με χειμωνιάτικα ρούχα κι ένα βαρύ κασκόλ, να σκύβει πάνω σ’ ένα χαρτοκούτι στο σαλόνι, πιέζοντας με τα χέρια τ’ αυτιά της και τρέμοντας. Ο Χρήστος σήκωσε το μπαστούνι του και χτύπησε τη γρίλια.
Η Πολυξένη αναπήδησε κι άφησε μια κραυγή. Όταν τράβηξε τον σύρτη, τα χέρια της έτρεμαν σαν φτερά πεταλούδας.
Ο διάδρομος ήταν γεμάτος ντορβάδες και καλάθια από λυγαριά σκεπασμένα με μουσελίνα. Υπήρχαν μπαούλα με μεταλλικά ελάσματα και γαλαζοπράσινο χαρτί κολλημένο στις γωνιές, ξύλινα κιβώτια δεμένα με σκοινιά και ταξιδιωτικοί σάκοι με ξεθωριασμένες ετικέτες από ταξίδια στην Ελβετία. Στα σκαλοπάτια ήταν ένας καταρράχτης από καφετιά μπουκάλια που κάποτε περιείχαν λάδια και αρώματα, άδεια κουτιά από ζαχαρωτά και σπασμένα αγαλματάκια.
Κλείνοντας τα μάτια και πασχίζοντας να δαμάσει το θυμό του, ο Χρήστος ανέβηκε τα σκαλιά και φώναξε μαλακά τη γυναίκα του. Κάτω στο χωλ ξεχώρισε την γυαλάδα των μαλλιών της.
- Δεν μπορώ να το πιστέψω, είπε, ακολουθώντας την στην κρεβατοκάμαρα.
Με τα παράθυρά της κλειστά η ατμόσφαιρα εκεί ήταν αποπνιχτική, αλλά η Σοφία φορούσε το βαρύ μάλλινο ταξιδιωτικό φόρεμα που είχε αγοράσει για να φορέσει στην Αθήνα. Καθώς την παρατηρούσε, αυτή γλίστρησε ένα μπρασελέ στο στήθος της και φόρεσε τα γάντια της για να κρύψει τα δαχτυλίδια της.
- Άκου αυτές τις νεκρικές καμπάνες! είπε. Είναι σαν να ξενυχτάμε νεκρό. Σαν τη Μεγάλη Παρασκευή.
- Σοφία, δεν έχεις λοιπόν καθόλου πίστη;
Η Σοφία απάντησε μ’ ένα πνιχτό θόρυβο: συγκρατούσε τα αναφιλητά της. Ανοίγοντας συρτάρια, γέμισε το πάνω μέρος του κομμού με κομμάτια ρουζ και βαζάκια με αλοιφές. Μ’ ένα λυγμό, τα πέταξε όλα στο πάτωμα, άνοιξε τα χέρια της και πήγε προς το μέρος του.
- Ω, Χρήστο! Έχω βδομάδες να κοιμηθώ. Σκέφτομαι συνέχεια τη φωτιά. Χτες βράδυ ένα παιδί άρχισε να φωνάζει στο δρόμο «Έρχονται!» και ήμουν σίγουρη πως άκουσα τον καλπασμό των αλόγων τους στην προκυμαία.
- Ανοησίες. Χρειάζεσαι ένα υπνωτικό.
- Η πόλη είναι γεμάτη πρόσφυγες. Θα έχουμε επιδημία χολέρας.
- Μην είσαι ανόητη. Είδα σήμερα πάλι τον μητροπολίτη, επισκέπτεται προσωπικά όλα τα ξένα προξενεία και ζητάει να στείλουν πολεμικά πλοία.
Άγγιξε την άκρη από τα γάντια της Σοφίας, αυτή όμως αποτράβηξε το χέρι της.
- Τα ξένα πολεμικά δεν θα μας σώσουν απ’ τη χολέρα.
- Πόσο πολύ φοβάμαι.
Χάιδεψε το κεφάλι της σα να ήταν ένα τρομαγμένο παιδί.
- Δεν έχεις εμπιστοσύνη σε μένα Σοφία;
Τελικά σήκωσε το στόμα της να την φιλήσει. Τα σκοτεινά μάτια της ήταν πλημμυρισμένα από δάκρια. Την πήγε στο παράθυρο και άνοιξε τα παραθυρόφυλλα προς τον κήπο που ανέδινε μια ευωδιά γιασεμιού και νοτισμένης γης. Στους λόφους πάνω από τον κόλπο γλιστρούσαν αδύναμα φανάρια σαν άστρα που τρεμοσβήνουν.
- Δεν ξέρεις πως ο Άγγελος υποσχέθηκε στη Σμύρνη βάσανα και θλίψεις, κι ένα στέμμα ζωής;
- Το ξέρω.
- Και η Σμύρνη έζησε.
- Το ξέρω.
Ανασήκωσε πάλι το στόμα της. Αλλά ο Χρήστος έκανε μια χειρονομία προς τα φώτα λες και απόδειχναν την άποψή του. Αυτή ήταν η αθάνατη πόλη! Λυδοί και Πέρσες είχαν επιτεθεί εναντίον της, βασιλιάδες της Περγάμου την ταπείνωσαν, Σελτζούκοι πρίγκιπες, Οθωμανοί κουρσάροι και ιππότες Σταυροφόροι την κατάχτησαν, ο Ταμερλάνος γέμισε το λιμάνι της με πέτρες και έχτισε έναν πύργο από χίλια ανθρώπινα κεφάλια για να θυμίζει την επίσκεψή του, και τα βήματα των Αράβων, των Γενοβέζων, των Ούννων και των Βενετών είχαν αντηχήσει στις ακτές της. Τα βάσανά της αμέτρητα όπως τ’ άστρα, κι όμως η Σμύρνη βάστηξε.
Η Σοφία ήταν γερμένη στον ώμο του, αναπνέοντας ήρεμα, μ’ ένα γαλήνιο χαμόγελο στο πρόσωπο. Τότε άρχισε να ουρλιάζει η μαγείρισσα. Της φάνηκε σα να αισθάνθηκε ένα ρεύμα αέρα και νόμισε πως οι Τούρκοι σκαρφάλωναν στα παράθυρα.
- Τη γαϊδούρα! είπε ο Χρήστος.
Η Σοφία όμως έτρεξε στο μπαλκόνι κι έσκυψε πάνω από το κιγκλίδωμα.
- Ω, Θεέ μου, μουρμούρισε, και η αναπνοή της έγινε πιο γοργή. Μεγάλε Θεέ και Αγία Παρθένα. Τι σκεφτόμουν;
Έκανε το σταυρό της κι έκλεισε τα μάτια.
- Φεύγει τα μεσάνυχτα. Ένα αιγυπτιακό πλοίο, νομίζω…
Θα φορέσω το νυχτικό μου, και πάνω απ’ αυτό τα ρούχα μου. Ή είναι καλύτερα να τυλίξω τα κολιέ μου στη μέση μου;
Έτρεξε πάλι στον κομό και ξανάρχισε να μαζεύει σαν τρελή. Ο Χρήστος την παρατηρούσε αμίλητος. Τελικά είπε:
- Σοφία, σου απαγορεύω να βγεις από το σπίτι.
Η γυναίκα του όμως δεν απάντησε. Ο Χρήστος κατέβηκε κάτω για ν’ αναλάβει τη μαγείρισσα που προσπαθούσα να σπρώξει έξω από την πόρτα ένα καλάθι από λυγαριά.
- Λύσε αυτά τα πράγματα αμέσως, της είπε.
Η Πολυξένη τον κοίταξε και συνέχισε να σέρνει το καλάθι προς τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Οι δυο οδηγοί πετούσαν κουτιά πάνω στο κάρο και φώναζαν στη μαγείρισσα να κάνει γρήγορα. Ο Χρήστος άρχισε να κουβαλάει το καλάθι στο σπίτι.
Η μαγείρισσα τον ακολούθησε. Είχε τα χείλια της σφιγμένα σε μια λεπτή γραμμή. Αρπάζοντας ένα άλλο καλάθι, άρχισε να το σέρνει προς την πόρτα. Ο Χρήστος το άρπαξε απ’ την άλλη μεριά. Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, ανέκφραστα και τρέμοντας απ’ την προσπάθεια.
- Ηλίθια! είπε λαχανιασμένα. Φύγε από δω!
Τα ρουθούνια της Πολυξένης ανοιγόκλεισαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσφιξε τη γροθιά της. Από πάνω τους, η Σοφία φώναξε:
- Ήρθε ο αραμπάς; Ω, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!
- Φύγε! είπε ο Χρήστος. Σε διατάζω!
Η γυναίκα όμως ήταν δυνατή, όπως όλες οι νησιώτισσες και πεισματάρα επίσης. Σιγά-σιγά έσυρε το καλάθι στα σκαλοπάτια. Όταν έφτασε κάτω ο Χρήστος το παράτησε. Έτρεξε λαχανιασμένος έξω να σταματήσει τους οδηγούς. Πρώτα προσπάθησε να τους κλείσει το δρόμο∙
Έκανε το σταυρό της κι έκλεισε τα μάτια. ύστερα, όταν αυτοί απλούστατα τον παρέκαμψαν, όρμησε πάνω στα κοφίνια που φόρτωναν το κάρο.
Οι δυο γίγαντες ζευγολάτες τον κοίταξαν οργισμένοι.
-Σταμάτα το αυτό παππού!
Και τον πέταξαν στην άκρη σαν πούπουλο.
Ανέβηκε πάλι τη σκάλα. Η Σοφία φορούσε ζακέτες, και ρόμπες, τη μια πάνω στην άλλη. Ο Χρήστος βρόντηξε τη γροθιά του στο κομό.
- Σου απαγόρεψα! Είναι ντροπή να φύγεις. Δεν φεύγουν παρά οι φοβητσιάρηδες και οι κερδοσκόποι.
- Δεν πρόκειται να μείνω για να με σφάξουν στο κρεβάτι μου.
- Δεν υποσχέθηκα να σε προστατέψω:
Προσπάθησε πάλι να τη φιλήσει, αλλά του ξέφυγε. Ντυμένη σαν Εσκιμώα κατρακύλησε τη σκάλα πιάνοντας τα κάγκελα και φωνάζοντας τη μαγείρισσα. Ο Χρήστος την κοίταξε μ’ άγριο αίσθημα απελπισίας και θυμού. Στην πόρτα δίστασε, έριξε ένα πέπλο στο κεφάλι της και έτρεξε προς το κάρο.
Ο Χρήστος την ακολούθησε με μια κραυγή.
Η Πολυξένη σκαρφάλωσε στο σκεπασμένο λαντό. Το κάρο με τις αποσκευές πήγαινε μπροστά. Ο Χρήστος άπλωσε τα χέρια του αλλά ο οδηγός χτύπησε το μαστίγιό του και ο Χρήστος άρχισε να τρέχει πίσω από το αμάξι σαν χαμίνι.
Στη γωνία πήδηξε στο αμάξι κι έγειρε πάντα από τα γόνατα της Πολυξένης.
- Τίποτε από αυτά που σου είπα δεν σούκανε εντύπωση;
Η Σοφία δεν απάντησε. Ο άνεμος σφύριξε στη δερμάτινη κουκούλα.
- Δεν νιώθεις ντροπή που φεύγεις; Σκέψου τις γυναίκες στο Σούλι.
Περίμενε μια στιγμή και πρόσθεσε:
- Σκέψου τις γυναίκες του Μεσολογγιού.
- Το μυαλό σου είναι πάντα στο παρελθόν, είπε η Σοφία με υπόκωφη φωνή.
Ο Χρήστος άρπαξε ανυπόμονα το χέρι της.
- Εκείνες οι γυναίκες έμειναν για την Ελλάδα.
- Για την Ελλάδα. Αυτό είναι όλο κι όλο που σκέφτεσαι.
- Είναι τόσο ασήμαντο; Αγαπώ την Ελλάδα.
- Την λατρεύεις.
- Κι αυτό είναι για να μου το κατακρίνεις;
- Δεν είναι το ίδιο με την αγάπη. Όταν αγαπάς κάτι, το χρειάζεσαι. Όχι για χάρη του. Για χάρη σου.
Τον κοίταξε δακρυσμένη.
- Εσύ είπες ποτέ πως με χρειάζεσαι;
Κεντρισμένος από τη ντροπή, ο Χρήστος απάντησε:
- Θα σε χωρίσω αν φύγεις μακριά μου.
Κοντά στην προκυμαία, έκοψαν ταχύτητα για να ξεπεράσουν μερικά κάρα που στέκονταν άδεια στο σκοτάδι. Το αμάξι κυκλώθηκε αμέσως από ένα πλήθος χωριάτες που μύριζαν τραγίλα. Ένα βραχνό χωριατόπαιδο, που φορούσε πουκάμισο χωρίς μανίκια, έβαλε τα χέρια του στον προφυλαχτήρα και κοίταξε μέσα.
- Δώσε μου μια βοήθεια, εφέντη.
Μιλούσε τούρκικα με ελληνική προφορά και το χέρι του έμοιαζε με φτυάρι.
- Κάτω τα χέρια σου, είπε ο Χρήστος. Τι κάνεις εδώ; Έπρεπε να κρατάς τουφέκι.
Το αγόρι έδειξε τα δόντια του σε μια προκλητική γκριμάτσα. Απλώνοντας το ηλιοκαμένο χέρι του, τράβηξε τη φούστα της Πολυξένης.
- Μπαξίς, εφέντη. Η ελεημοσύνη είναι ευλογημένη.
- Δεν θα σου έδινα ούτε νερό, είπε ο Χρήστος. Είσαι χειρότερος κι από γύφτο. Έπρεπε να είσαι στο στρατό.
- Δεν υπάρχει στρατός, εφέντη.
Ακούστηκαν περιπαιχτικά μουρμουρητά από το πλήθος πίσω του.
- Στρατός; Ο στρατός έγινε λαγός.
Ο Χρήστος φώναξε στον οδηγό να μαστιγώσει το άλογο. Το πλήθος όμως τους κύκλωσε μουρμουρίζοντας:
- Δεν υπάρχει στρατός. Τι πρέπει να κάνουμε;
Το χωριατόπαιδο άπλωσε το βρώμικο χέρι του κάτω από τη μύτη του Χρήστου.
- Εφέντη; Ονομάζεις τον εαυτό σου χριστιανό; Δώσε μου λίγα λεφτά! Και το πλήθος φώναξε κι αυτό:
- Λεφτά! Λεφτά!
Άπλωσαν τα χέρια τους. Τα στόματά τους κρέμονταν ανοιχτά, και τα μάγουλά τους ήταν λερωμένα απ’ τη σκόνη. Τα μάτια τους ήταν πυρωμένα κόκκινα.
- Εσείς οι πλούσιοι γλυτώνετε μόνο τα τομάρια σας.
- Για όνομα του Θεού, κάντε πίσω! φώναξε ο Χρήστος.
Το αμάξι όμως προχωρούσε τόσο αργά, που έλεγες πως το πλήθος έριξε το δίχτυ γύρω απ’ τους τροχούς του. Η Σοφία έγειρε πίσω, αλύγιστη σαν πεθαμένη. Τα μάτια της ήταν κλειστά και το πρόσωπό άκαμπτο.
Τρομοκρατημένος, ο Χρήστος έψαξε τις τσέπες του, βρήκε ένα νόμισμα, και το πέταξε έξω. Το πλήθος κινήθηκε απότομα προς τα εμπρός, και το άλογο του αμαξιού τίναξε πανικόβλητο το κεφάλι του.
Η μαγείρισσα σηκώθηκε λες και θα πηδούσε. Είχε ένα σίδερο του σιδερώματος στο χέρι.
- Ρίξτε έξω μερικά χρήματα, είπε ο Χρήστος.
Πέταξε το πορτοφόλι. Το πλήθος έπεσε πάνω σ’ αυτό μ’ ένα μουγκρητό. Το αμάξι προχώρησε μπροστά.
Αλλά το χωριατόπαιδο κρατούσε σφιχτά τον προφυλαχτήρα. Ο Χρήστος προσπάθησε να του λυγίσει τα δάχτυλα, αλλά αυτό ήταν γαντζωμένο στ’ αμάξι σαν ναυαγός στην κουπαστή μιας βάρκας. Η θέρμη της μανίας του γέμιζε το αμάξι καθώς κρατούσε το κεφάλι του μέσα, αναπνέοντας λαχανιασμένα στα πρόσωπά τους. Η Πολυξένη όμως ορθώθηκε σε μια τρομερή στριγκλιά και σύντριψε τις αρθρώσεις του με το σίδερο. Το αγόρι έπεσε πίσω ουρλιάζοντας, και το αμάξι γλίστρησε από τις πύλες της ταξιδιωτικής αποβάθρας.
Η Σοφία ανάσανε βαθιά. Ο Χρήστος ελευθέρωσε τον λαιμό της από τα στρώματα των ρούχων και έριξε την ανάσα του στα βλέφαρά της που ήταν μαύρα σαν χτυπημένα. Σ’ ένα λεπτό συνήλθε και είπε.
- Πώς μπόρεσες να με εκθέσεις σε τέτοια πράγματα;
Μέσα τους έζωσε ένα πλήθος ακόμα πιο πολυάριθμο απ’ τους χωριάτες στην προκυμαία. Χαμάληδες τρέκλιζαν ξυπόλητοι προς τον καρυοθραύστη, κουβαλώντας συσκευασμένα πιάνα. Κάρα και αμάξια συνωθούνταν γύρω από τη σκάλα του πλοίου και οι οδηγοί χτυπούσαν τα άλογά τους και στρίγγλιζαν ο ένας στον άλλο. Από πάνω, το πλοίο έτρεμε μ’ ένα ασταμάτητο, οξύ μουγκρητό.
Ο Χρήστος παρατήρησε τα ιδρωμένα πρόσωπα των επιβατών που στέκονταν πλάι- πλάι σε κάθε κιγκλίδωμα..
- Κερδοσκόποι και φοβητσιάρηδες.
Η Σοφία κάθισε σ’ ένα ταξιδιωτικό μπαούλο και φύσηξε τη μύτη της. Όποτε κοίταζε τον Χρήστο αυτός γύριζε αλλού κάνοντας πως ασχολείται με τις αποσκευές. Τελικά, μάζεψε τα πράγματά της και προχώρησε προς το πλοίο. Στη σκάλα, γύρισε και περίμενε.
- Χρήστο, δεν είσαι στρατιώτης. Έλα μαζί μας.
- Επαναλαμβάνω την προειδοποίησή μου, είπε εκείνος. Θα σε χωρίσω…
Αλλά η Σοφία σκέπασε το στόμα της με το μαντίλι της κι έπιασε απ’ το μπράτσο την Πολυξένη. Αργότερα, ο Χρήστος την είδε σκυμμένη στο κάγκελο που έζωνε το κατάστρωμα. Ήταν στριμωγμένη ανάμεσα σε μια πελώρια Αρμένισσα με βαρύ πένθος και σε μια ερειπωμένη γριά που το σαγόνι της ακουμπούσε στο κάγκελο. Το αγαπημένο της πρόσωπο ήταν όπως ακριβώς όταν το πρωτογνώρισε φιλήδονο, ευγενικό, με μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στην κατάνυξη και την εγκατάλειψη. Ακουμπούσε το χέρι της στο κιγκλίδωμα. Ο Χρήστος το παρατηρούσε με απροσδόκητη προσήλωση.
Του φαινόταν πως η μητέρα πατρίδα έμοιαζε με ανθρώπινη μάνα που ζήλευε τις ερωμένες του και τη ζήλευαν κι αυτές, λες κι η αγάπη του για την Ελλάδα να απόκλειε κάθε αντίζηλο. Πάλι και πάλι, οι υποχρεώσεις της φυλής και της πίστης του είχαν καταστρέψει τις αγάπες του. Αντήχησε η σειρήνα του πλοίου και οι γυναίκες στο κιγκλίδωμα στρίγγλισαν.
Η Σοφία άρχισε να κουνάει τα χέρια της σα να του έγνεφε. Μπόρεσε ανάμεσα στους θρήνους των άλλων γυναικών να την ακούσει να φωνάζει:
- Χρήστο! Έλα μαζί μου!
Ύστερα, τον έπιασε πανικός. Έτρεξε στο μάκρος του λιμενοβραχίονα, αλλά η γέφυρα του πλοίου σηκωνόταν. Τα παλαμάρια έπεσαν, η σειρήνα αντηχούσε στα υπόστεγα στο μάκρος της παραλίας και το πλοίο άρχισε ν’ απομακρύνεται απ’ το μόλο.
Καθώς η απόσταση ανάμεσα στο πλοίο και τη στεριά μεγάλωνε, είδε τη Σοφία να κολλάει και τα δυο της χέρια στο στόμα της.
Έτρεξε στην άκρη του μόλου κι άπλωσε τα χέρια του. Το πλοίο έγινε μια κούπα πάνω στο νερό, ύστερα μια αγκράφα με πετράδια και ύστερα, τέλος, ένα πεφταστέρι. Βουτηγμένος στη δική του θλίψη, δεν είχε παρατηρήσει πως ο μόλος ήταν γεμάτος από άλλους άντρες που τα κεφάλια τους ήταν χαμηλωμένα, τα μάτια τους, υγρά, και οι ώμοι τους φορτωμένοι με απέραντη απελπισία.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 413-422.
Με του Βορηά τα κύματα...
Ένα όνειρον. —Αναχώρησις εκ Σμύρνης. —Ο Ιμπεράτωρ.
—Εν μέσω Ρώσων προσκυνητών.Μ’ εφάνει πως εισέπλεον τον ζεφυρόλουστον Ερμαίον. Ελαφραί πνοαί του ζειδώρου ανέμου ερρυτίδονον την γαλανήν της θαλάσσης επιφάνειαν, εγώ δε-τάχα-καθήμενος εν τω πρυμναίω ερρόφων δροσιάν και ζωήν. Και έβλεπον το ενώπιόν μου θαυμασίως εκτυλισσόμενον θέαμα.
Πλούτος και αφθονία εν πάσι. Πλούτος εις χωρία και συνοικισμούς· και πλούτος εις καλλιέργειαν και εις Τσιφλίκια. Βουναλάκια εδώ κ’ εκεί καταπράσινα· αλλά κ’ αμπελοφυτείαι θαυμάσιαι, και σταφυδοφυτείαι ατελείωτοι. Τάπητες καταπράσινοι απλούνται πανταχόθεν μακαριότητι. Δεν χορταίνει το βλέμμα από ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ορμίσκοι εδώ κ’ εκεί με βαρκούλες που ήσαν αραγμέναι, με βαρκούλες που ψαρεύουν. Χωριουδάκια σαν βράχοι, σαν ριζωμέναι πέτραι οπού λάμπουν εις τον ήλιον του θερινού δειλινού. Εκεί εις την γυμνήν εκείνην άκραν, μύλοι οπού αργούν, μύλοι οπού αλέθουν με ανοικτά τα φλόκια των, κολπούμενα από τον ισχυρόν μπάτην.
Αγροί θερισμένοι με την ολόχρυσον καλαμιάν των, αναλάμπουσαν με χρυσάς ακτίνας. Αγροί κατάσκιοι από τα οπορωφόρα δένδρα. Και ο ζέφυρος εξηκολούθει ισχυρός, μου εφαίνετο τάχα, και μου έφερνε τις σπίθες της καπνοδόχου του ατμοπλοίου μέσα εις τα μάτια μου, σαν να τα εφθονούσεν οπού απελάμβαναν την Φώκαιαν. Είναι ψαροπούλαι; Διελογιζόμην. Και έως ου τας ίδω καλά τας πεταχτάς ψαροπούλας, μ’ εφάνη τάχα πως επάγησαν ως πήγνυται το άλας, πως μετεμορφώθησαν εις σκηνάς λευκάς στρατοπέδου λευκού, αναρίθμητοι κάτασπροι σκηναί! Τι να θέλει το στρατόπεδον αυτό εις αυτήν την ήρεμον χώραν της ειρήνης της καλής, της κριθοφόρου ειρήνης; Και έως ου διαλογισθώ καλώς, κάποιος μου φωνάζει:
—Ούτε ψαροπούλαι πεταχταί είναι, ούτε κάτασπροι αναρίθμητοι σκηναί στρατού, αλλ’ είναι σωροί άλατος, άλατος λευκού της αλατούχου Φωκαίας.
Είναι η Φώκαια λοιπόν εδώ, είπα κ’ εγώ. Και αυτός ο κόλπος ο εύμορφος με την φρεσκάδα αυτήν την ζωντανήν, είναι ο κόλπος της Σμύρνης! Και το ατμόπλοιον εχώρει, εχώρει εμπρός, πάντοτε εμπρός, και ο ζέφυρος έπνεε, ζείδωρος πάντοτε και ευώδης. Και το θέαμα το ευφρόσυνον της Ανατολής εξειλίσσετο φαιδρόν, εξειλίσσετο ζων, κινούμενον, έμψυχον. Πρασινάδα ατελείωτος. Λόφοι πάλιν και βουνά καταπράσινα. Πεδιάδες χλοεραί. Καλαμώνες, δένδρα, αμπελώνες. Ακταί γελώσαι, νησάκια, καϊκάκια, σκούναι, βρίκια, ατμόπλοια, ρυμουλκά, εστριφογύριζον όλα, ως κλεισμένα καβούρια εντός λεκάνης. Να το πρώτον καραβοφάναρο. Να το δεύτερον καραβοφάναρο. Το φρούριον παρέκει με τις ντάμπιαις του. Να τα Δύο αδέρφια, το δικόρυφον της Σμύρνης προπύργιον. Το Καρατάς, το Γκιόστεπε, ο Καρσιακάς, τα εύμορφα της Ιωνικής Μητροπόλεως προάστια. Αχ! αναστέναξα από ευχαρίστησιν βαθιά εις τον ύπνον μου.
Ιδού η λευκή γραμμή του quais, τείχος περικαλλές της Σμύρνης. Το Κουμερκάκι νάτο, εις το μέσον. Εκεί θα βγω. Πότε λοιπόν; Αι λέμβοι μας περιεκύκλωσαν. Οι επιβάται όλοι ετοιμάζονται, ετοιμάζουν, συνάζουν τα πράγματά των. Πότε λοιπόν θα περιπατήσω εις το quais; Να καθίσω εις την Αλάμβραν, να δειπνήσω ει την Republique, ν’ ανάψω ένα ναργιλέ εις την Κορίνναν, να δροσισθώ εις του Λουκά, να ακούσω ένα «Άξιον έστιν» εις την Αγίαν Φωτεινήν. Ν’ ακούσω του Πρωτοψάλτου Νικολάου τα παθητικότατα μαθήματα εις την Λειτουργίαν. Ν’ ακούσω τον τυφλόν ψαλτάκον οπού με τόσην περιπάθειαν τα εκτελούσεν εις τας καθημερινάς λειτουργίας. Να καμαρώσω ακόμη μια φορά τους σκαλιστούς εξώστας του περιφήμου Τεμπλέου· και να θαυμάσω μια φορά ακόμη το πελεκητόν της κωδωνοστάσιον! Ξέρω αν θα τα ξαναϊδώ;… Να κάμω ένα γύρον εις τον Φραγκομαχαλάν· να ψωνίσω γαρίδες από τις Μεγάλες Ταβέρνες. Να κάμω ένα περίπατον ακόμη επάνω εις το Και, να επισκεφθώ τας πηγάς του Μέλητος, έστω και αποξηραμένας, συντροφευμένος με το απλοϊκόν γεροντάκι, τον ανεψιόν του Καρασούτσα. Να χορτάσω την ωραίαν μου Σμύρνην. Ξέρω αν θα την ξαναϊδώ;… Ανεστέναξα βαθειά, εις τον ύπνο μου, ότε ένας κρότος ασυνήθης, σαν σιδερένιος, σαν βροντή, με εξύπνησεν. Ανεσηκώθην, από εκεί όπου εκαθήμην, κατατρομαγμένος. Εξύπνησα, και έβλεπα γύρω μου εις τα χαμένα. Ανεχώρησα λοιπόν, είπα, αληθινά από την ωραίαν μου πόλιν; Δεν ήτο όνειρον; Δεν ωνειρεύθην; Και έως ου το είπω αυτό, είδον, και ιδού εγώ επί του Ιμπεράτορος Αλεξάνδρου. Έτριψα, έτριψα ώραν πολλήν τα μάτια μου.
Πέλαγος ανοικτόν περί εμέ και Ρούσκι μιρ. Ωνειρευόμην λοιπόν έτι ήμην εις την Σμύρνην; Έτριψα άλλην μίαν φοράν τα μάτια μου που άρχισαν να βουρκώνουν. Ο ήλιος έκλινε προς δύσιν. Ως λευκή γραμμή, μόλις, εφαίνετο η εύμορφη Σμύρνη, ως λευκόν τσεσμελή μανδήλιον. Περί εμέ ρωσσικαί κάσκαι και ιδιότυποι προσκυνηταί του Αγίου Τάφου, με τα καμινέτα των και τσαγερά κρεμάμενα επ’ ώμων· με μακρά ρυπαρά κομβοσχοίνια εις την δεξιάν, με χείλη πρασινοκίτρινα, ψιθυρίζοντα ευχάς, με μάτια γαλανά ως να τα έβρεξεν η γαλανή θάλασσα, επιστρέφοντες από τους Αγίους Τόπους. Και η λευκή γραμμή του quais εχάνετο πλέον μέσα εις τα χρυσά κύματα του Ερμαίου, όστις κατάχρυσος ηπλούτο, και χρυσιζόμενος από τας χρυσάς ακτίνας του ηλίου, που σιγά-σιγά εβασίλευεν. Η Μυτιλήνη δεξιά, η Χίος αριστερά, και πέραν το Αιγαίον, ευρύ πέλαγος, το οποίον ο βορράς έθεσεν εις κίνησιν, εις χορόν, χορόν δροσερόν, χορόν κάτασπρον. Δεν ωνειρευόμην λοιπόν. Τωόντι ανεχώρησα από την γελαστήν πόλιν, που ως πτηνόν καλλίπτερον και καλλικέλαδον κάθηται μέσα εις την φωλεάν της, κάτω από τον υψηλόν Πάγον; Χαίρε… Δεν επρόφθασα να το ειπώ. Με μίαν κίνησιν καλμούκου πηδηκτήν, ο Ιμπεράτωρ έκοψε τα υψηλά κύματα εις δύο, τα οποία πάραυτα εν οργή πλαταγίσαντα φοβερώς εις τας δύο, μαύρας παρειάς του, κατέβρεξαν τους σπανούς μοναχούς με τα τσαγερά, ερρόφησαν την φωνήν μου και τον χαιρετισμόν μου.
Τα παιδιά της Νιόβης...
Απ’ το ημερολόγιο του κυρίου Τρύφωνα Ιωαννίδη αντιπροσώπου της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ».
10 Ιουνίου 1922
Το καλοκαίρι μπήκε άτονα. Νοσταλγούμε την παλιά ευθυμία στον αμπελώνα –τόσο κοντινό μα και τόσο πια μακρινό παρελθόν… Ξυπνάμε με το εναγώνιο ερώτημα: «Τι γίνεται στο μέτωπο;». Κυκλοφορούν ποικίλες διαδόσεις –απ’ τις πιο ανησυχητικές ως τις πιο αισιόδοξες. Για τις πρώτες, οι βασιλόφρονες κατηγορούν τους βενιζελικούς, πως υπονομεύουν το έργο της κυβερνήσεως σπέρνοντας την ηττοπάθεια∙ για τις δεύτερες, οι βενιζελικοί την κυβέρνηση, πως κρύβει απ’ το λαό την αλήθεια. Στο μεταξύ, κρίση στην αγορά. Φυλάμε τα χρήματά μας για τις δύσκολες μέρες…
25 Ιουνίου 1922
Η στασιμότητα, που παρατηρείται γύρω απ’ το μικρασιατικό θέμα, μου φαίνεται ύποπτη. Εκείνο το «Διάγγελμα προς τον Μικρασιατικόν λαόν» της κυβερνήσεως, που μας είχε ανακοινώσει ο αρμοστίκος στην εκκλησιά, πως εγγυόταν την προστασία μας, ήταν σαπουνόφουσκα. Όλους μας κατέχει αίσθημα ανασφάλειας. Σε παλαιότερη εγγραφή μου είχα παρομοιάσει αυτή τη στασιμότητα με το φαινόμενο της «Ρεστίας», όπου κάτω απ’ την απατηλή ήρεμη θάλασσα γίνεται έντονος κυματισμός…
10 Ιουλίου 1922
Απεσταλμένος της «Αμάλθειας» στο μέτωπο, που διανυκτέρευσε σπίτι μου επιστρέφοντας στη Σμύρνη, μου έδωσε αποκαρδιωτικές πληροφορίες: Οι στρατιώτες τρέφονται μ’ ένα άθλιο συσσίτιο. Οι αξιωματικοί έχουν να πάρουν μισθούς δυο μήνες. Διαμαρτύρονται. Γίνονται στάσεις. Λιποταξίες. Την επιθετική πρωτοβουλία την έχουν ολοένα και πιο συχνά οι τούρκοι. Οι τσέτες κάνουν μεγάλη φθορά στα μετόπισθεν. Απ’ την άλλη, μελετάται η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης! Ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης κινείται μεταξύ Σμύρνης και Αθηνών. Μάταια ο μητροπολίτης κάνει δραματικές εκκλήσεις στο Βενιζέλο και στους ευρωπαίους πολιτικούς να συμπαρασταθούν στο μικρασιατικό λαό. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…
20 Ιουλίου 1922
Επιτέλους, μετά την απατηλή ηρεμία, η αναταραχή: Οι εφημερίδες δημοσιεύουν προκήρυξη του ύπατου αρμοστή Σμύρνης προς το μικρασιατικό λαό, πως είναι εξουσιοδοτημένος απ’ την κυβέρνηση να του ανακοινώσει, ότι του έχει ανατεθεί «εν ονόματι του ελληνικού λαού, όπως διαμορφώσει, εν τη Δυτική Μικρά Ασία, πολιτειακόν οργανισμόν, καλών τους κατοίκους, όπως παράσχωσιν την πρόθυμον υποστήριξιν αυτών…». Συγχρόνως η κυβέρνηση, με άλλο ανακοινωθέν της αναφέρεται στο ιστορικό της μικρασιατικής εκστρατείας με ύφος απολογούμενου… Μου φαίνεται, πως αυτή η «Αυτόνομη Μικρασιατική Πολιτεία» είναι ένα παραπλανητικό κατασκεύασμα της κυβερνήσεως, για να παρουσιαστεί στο μικρασιατικό λαό πως κόβεται για την τύχη του. Η νομική της οργάνωση –που είναι έργο μακρού χρόνου ενώ τα γεγονότα καλπάζουν- έχει ανατεθεί στο λαομίσητο Στεργιάδη! Πώς μπορεί να κατοχυρωθεί η «αυτονομία», με τους ευρωπαίους αδιάφορους για την τύχη της και την … εγγύηση ενός κράτους καταχρεωμένου; Απ’ το συλλαλητήριο, που οργάνωσε ο Στεργιάδης, για να μιλήσει στο σμυρναϊκό λαό, απουσίαζαν εντυπωσιακά οι προύχοντες…
2 Αυγούστου 1922
Ο Αύγουστος μπήκε δυσοίωνα: Στους συρμούς, που ανεβαίνουν στο μέτωπο, τα σιωπηλά φανταράκια μοιάζουν με πρόβατα που τα πάνε για σφάξιμο… Ταξιδιώτες απ’ το Ουσάκ μιλούν χαμηλόφωνα για «διάσπαση» του μετώπου. Μερικοί άρχισαν να φεύγουν απ’ τις πατρίδες τους. Προσπαθώ να συμβιβαστώ με την πικρή σκέψη πως θα εγκαταλείψουμε το Σαλιχλί…
10 Αυγούστου 1922
Η αγωνία μας κορυφώνεται. Μέρες Γολγοθά. Ο αντιπρόσωπος του αρμοστή και ο στρατιωτικός διοικητής εγκατέλειψαν την πόλη χωρίς να μας το ανακοινώσουν. Η χωροφυλακή συγκεντρώνει τα αρχεία της. Απ’ το φρουραρχείο οι απαντήσεις διφορούμενες –μοιάζουν σα να μας λένε: «Βλέπετε, κρίνετε και αποφασίστε». Απ’ τον πίσω δρόμο αρχίζουν να περνούν καραβάνια με πανικόβλητους απ’ τα γύρω χωριά, που δεν έχουν σιδηροδρομική επικοινωνία με τα παράλια. Ο πρόεδρος των Κούλων, περαστικός απ’ το Σαλιχλί, μας είπε πως ο αδελφός του, ο καθηγητής της Φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας Γεώργιος Ιωακείμεγλου, τον στο τελευταίο γράμμα του να κατεβεί στη Σμύρνη για να είναι έτοιμος να φύγει… Στην Αθήνα θεωρούν βέβαιο, πως ο ελληνικός στρατός θα αποχωρήσει απ’ τη Μικρά Ασία πριν απ’ το χειμώνα. Η Σαρρίνα, που γύρισε άρον-άρον απ’ τη Σμύρνη, μας έφερε τα ίδια νέα: Την είχε καλέσει σπίτι του ο διοικητής της «Γεωργικής Τραπέζης», όπου εργάζεται η μεγάλη κόρη της, και τη συμβούλευε να εγκαταλείψει το Σαλιχλί. «Η αποχώρηση του ελληνικού στρατού θα σας βρει πάνω στη συγκομιδή», της είπε. Σίγουρα, απηχεί γνώση επισήμων. Μέσα σε όλα αυτά τα δεινά, ορφάνεψε πάλι η κοινωνία μας από άλλο πολύτιμο μέλος της: Ο αγαπημένος φίλος γιατρός Παντελής Κόκκινος έπαθε βαρύτατη ημιπληγία. Έπασχε από υπεραιμία. Τα δυσάρεστα νέα τον επηρέασαν ψυχικά. Σωριάστηκε παράλυτος στο κρεβάτι –ζωντανός νεκρός ανάμεσα σε ζωντανούς, που δεν ξέρουν αν θα επιζήσουν…
16 Αυγούστου 1922
Ο Κόκκινος, δεν άντεξε μια ζωή αταίριαστη για τη λεβεντιά του. Κάποια στιγμή, που δεν τον πρόσεχαν, έκοψε τις φλέβες του με ξυραφάκι, που τον είχε ξυρίσει η κόρη του. Τον βρήκαν στο κρεβάτι να πλέει στο αίμα. Νεκρολόγησα «το κόσμημα της πόλης μας» μέσα στους λυγμούς των λίγων πια που έχουν απομείνει απ’ την επάνω συνοικία. Το Σαλιχλί έχει γλώσσα… Μας μιλά με τα γεγονότα: «Με αγαπήσατε πολύ… Εγκαταλείψτε με, προτού γίνω αγνώριστο…». Η πόλη μας είναι γεμάτη από περαστικό στρατό, που κατεβαίνει απ’ το μέτωπο… όλοι ανυπομονούν να βρεθούν μακριά απ’ τον κίνδυνο…
17 Αυγούστου 1922
Μάταια ήλπιζα, πως δε θα με αξίωνε ο Θεός να κάνω αυτή την εγγραφή: Σε αποχωρίζομαι, αγαπημένο μου Σαλιχλί. Τα δάκρυά μου έχουν στεγνώσει. Φεύγω αύριο με τη γυναίκα μου. ανάμεσα σε όσα μπόρεσα να πάρω είναι κι’ ένα σακουλάκι με χώμα απ’ το αμπέλι μου. Διαδόσεις ότι μια μεραρχία έχει αιχμαλωτιστεί απ’ τους τούρκους. Οι συρμοί κατεβαίνουν προς τη Σμύρνη κατάμεστοι από στρατό με έκφραση φυγάδων…
Οι φίλοι απ’ την επάνω συνοικία δίνομε τα ραντεβού μας στη Σμύρνη, στο «Ξενοδοχείον της Αλεξάνδρειας», όπου συνηθίζαμε να μένουμε τις χαρούμενες μέρες, και στα κέντρα της προκυμαίας «Κραίμερ» και «Χατζηφώτη»…
18 Αυγούστου 1922
Δεν κατόρθωσα να βρω δωμάτιο στο «ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας». Ακόμη και οι διάδρομοί του έχουν γεμίσει από πρόσφυγες του εσωτερικού. Ευτυχώς, ο πολύτιμος φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος μας πρόσφερε στέγη. Καθένας μας, επιστρέφοντας απ’ τον περιπλάνησή του στην πόλη, ανάλογα με τα νέα που φέρνει, διαμορφώνει την ψυχική μας κατάσταση…
Η Σμύρνη παρουσιάζει εικόνα πανικόβλητης πόλης. Οι δρόμοι κατάμεστοι απ’ τα πλήθη, που φθάνουν αλαφιασμένα απ’ το εσωτερικό. Στρατός ασύντακτος με έκφραση φυγάδων. Έξω απ’ τα καφενεία, τα μαγαζιά, στα μπαλκόνια, τα παράθυρα και τις πόρτες – οι σμυρναίοι νύχτα-μέρα συζητούν… Είναι σε απόγνωση –τι να κάνουν; Μοναχά οι περιπολίες της χωροφυλακής, καθώς περνούν ήρεμες, δίνουν ακόμη την ψευδαίσθηση της «ελληνικής κατοχής»… Λέγεται πως οι τούρκοι δεν μπορούν να φθάσουν στη Σμύρνη πριν από δέκα μέρες. Έχει ενισχυθεί η γραμμή Πανόρμου-Φιλαδέλφειας, για να ανακόψει την προέλασή τους, ώστε να μπορέσει να εγκαταλείψει με τάξη τη Μικρά Ασία ο ελληνικός στρατός…
19 Αυγούστου 1922
Η προκυμαία κατάμεστη από κουρελιασμένους στρατιώτες, αξιωματικούς χωρίς εξάρτηση, καμιόνια με πυρομαχικά, αρχειακό υλικό, πυροβόλα –τρέχουν προς τις αποβάθρες, για να απομακρυνθούν από το μίασμα που λέγεται «Ιωνία». Άλλοι κατευθύνονται προς τα δυτικά, για να επιβιβαστούν απ’ τον Τσεσμέ. Είναι ο «ηρωικός ελληνικός στρατός», που φιλοδοξούσε να φτάσει ως την «Κόκκινη Μηλιά»… Παρακολουθούμε το τραγικό θέαμα με την ψυχή στο στόμα. Οι απαίσιοι λεβαντίνοι, με τα περιβραχιόνια, δηλωτικά της ξένης υπηκοότητας τους, οργιάζουν σπέρνοντας τις πιο ανησυχητικές διαδόσεις. Θησαυρίζουν απ’ τις μεσολαβήσεις τους στα πρακτορεία για προμήθειες εισιτηρίων. Οι τούρκοι, στα καφενεία τους, φαίνονται έκπληκτοι για την τόσο ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων. Απ’ τα πολεμικά τους οι ευρωπαίοι ανταλλάσουν δεξιώσεις, μας παρακολουθούν σαν ένα θέαμα… Εύποροι σμυρναίοι ναυλώνουν ιστιοφόρα –ακόμη και βάρκες- για να φύγουν στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Μια βάρκα στοιχίζει ολόκληρη περιουσία. Κατορθώσαμε με το Σοφιανόπουλο να αποκτήσουμε εισιτήρια, για να φύγουμε με ολλανδικό πλοίο που θα φτάσει στη Σμύρνη σε πεντέξι μέρες. Το πληρώσαμε με χρυσάφι…
Η γυναίκα μου γύρισε απ’ την Αγία Φωτεινή. Η μητρόπολη είναι γεμάτη κόσμο, που κάνει ολονυχτίες και προσεύχεται. Ο μητροπολίτης περιφέρεται ανάμεσά τους, τους ευλογεί και τους εγκαρδιώνει…
21 Αυγούστου 1922
Πλήθη έχουν πλημμυρίσει τη Σμύρνη. Κοιμούνται πάνω σε κουρελούδες, στους βερχανέδες, στα χάνια. Μοιάζουν σαν αλλοπαρμένοι, άνθρωποι που πριν από λίγον καιρό ζούσαν στα μέρη τους ήρεμοι και ευτυχισμένοι. Τροφή τους σταφύλι και ψωμί. Στις αποβάθρες περιφέρονται στρατιώτες χωρίς χιτώνια, με πρησμένα πόδια, άρρωστοι, ανάπηροι. Πολλοί σωριάζονται απ’ την ασιτία και την κούραση, ύστερα από μέρες πορεία. Πραγματική έφοδος στα πρακτορεία. Οι πράκτορες πουλούν τριπλάσιες θέσεις από όσες μπορούν να χωρέσουν τα πλοία, που πρόκειται να καταπλεύσουν σε πεντέξι μέρες. Άραγε θα προφτάσουμε να φύγουμε; Διαδόσεις πως η στρατιά του Νουρεντίν κατεβαίνει ασυγκράτητη προς τη Σμύρνη σπέρνοντας τον όλεθρο…
22 Αυγούστου 1922
Απόσπασμα από γράμμα απογνώσεως του μητροπολίτη Χρυσοστόμου προς το Βενιζέλο. Έφτασε στα χέρια του εκδότη τη «Αμάλθειας»: «Σε μόνο θεωρούμεν τον από μηχανής Θεόν, Σε βράχον, Σε ελπίδα, Σε σωτηρία και Μεσσίαν μας».
24 Αυγούστου 1922
Στα γραφεία της «Αμάλθειας» εξακολουθεί η καταπιεστική λογοκρισία απ’ την αρμοστεία. Ο απαίσιος άνθρωπος προσπαθεί ως την τελευταία στιγμή να κρύβει την αλήθεια απ’ το λαό. Ψύχραιμος και ασυγκίνητος, είπε στους δημοσιογράφους: «Διά του κράτους ήλθομεν, διά του κράτους θα φύγωμεν ευκοσμίως…».
25 Αυγούστου 1922
Νύχτα απαίσια. Σωστή κόλαση. Οι δρόμοι της Σμύρνης κατασκότεινοι. Ο Στεργιάδης, σε ρήξη με την ξένη εταιρία αεριόφωτος, δεν της πλήρωσε το λογαριασμό! Και κείνη έσβησε το φως! Απ’ τα κρεβάτια μας ακούμε το ποδοβολητό του ιππικού και το σύρσιμο των ποδιών του κουρασμένου πεζικού πάνω στο καλντερίμι. Κατευθύνονται στις αποβάθρες, για να προφτάσουν να μπουν στα τελευταία πλοία. Βοϊδάμαξες με πυρομαχικά προχωρούν προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, για να επιβιβαστούν απ’ τον Τσεσμέ. Το πρωί αντικρίσαμε τα επίτακτα «Ατρόμητος» και «Αδριατικός», πλημμύρα από στρατό και τυχερούς πολίτες, να απομακρύνονται αφήνοντας πίσω τους θυσάνους από μαύρο καπνό. Μένει το «Νάξος» για τους τελευταίους τυχερούς. Εμείς τι θα απογίνουμε;
28 Αυγούστου 1922 (Πάνω στο ιταλικό φορτηγό «Μεργκ» ενώ πλέουμε για τη Χίο).
Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, που ευδόκησες να εισακούσεις την ικεσία μου! Χτες, καθώς έφευγα απ’ τα γραφεία της «Αμάλθειας», ο φίλος συντάκτης, που είχα φιλοξενήσει στο Σαλιχλί όταν γύριζε απ’ το μέτωπο, βάζοντας στην τσέπη μου ένα σημείωμα, μου ψιθύρισε: «Σπεύσε να συναντηθούμε στο μέρος που σου ορίζω…». Έμεινα κατάπληκτος όταν διάβασα: Ένα μικρό ιταλικό φορτηγό με το όνομα «Μεργκ», αγκυροβολημένο στην απόμερη μεριά μπρος απ’ το Κουμερκάκι, έπαιρνε επιβάτες χωρίς χρήματα! Ο ιταλός πλοίαρχος, γιος καθολικού ιερέα, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι με σκοπό να διασώσει θύματα απ’ την θηριωδία των τούρκων! Ένας τουρκοκρητικός βαρκάρης με το βοηθό του, συνεννοημένοι μαζί του, περνούσαν τους επιβάτες μέσα στο καράβι. Έτρεξα στους Σοφιανόπουλους. Προσευχηθήκαμε. Αρπάξαμε τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε με τις γυναίκες. Η αγωνία μας δεν περιγραφόταν: Θα προφταίναμε να επιβιβαστούμε; Μήπως ο δημοσιογράφος μας παράσερνε χωρίς να το υποψιάζεται σε μια περιπέτεια, που μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή μας ή να χάσουμε τις θέσεις μας στο ολλανδικό πλοίο που περιμέναμε; Φτάνοντας στο Κουμερκάκι με την ψυχή στο στόμα, αντικρίσαμε ένα μικρό φορτηγό γεμάτο πολίτες και στρατιωτικούς. Ο τουρκοκρητικός βαρκάρης, με συνωμοτική σιωπή, μας πέρασε με άλλους πέντε στο καράβι. Κάναμε το σταυρό μας μόλις πατήσαμε στο κατάστρωμα. Να ’ταν ψευδαίσθηση; Ένας κοντουλός ανθρωπάκος μας υποδέχτηκε με αγαθό χαμόγελο. Τον αγκαλιάσαμε. Με μας, είπε, συμπληρώνονταν τετρακόσιοι πενήντα. Θα’ παιρνε άλλους πενήντα. Ήταν πολίτες, γυναικόπαιδα, στρατιώτες, αξιωματικοί, τραυματίες –με την έκφραση ακόμη της αγωνίας από όσα είχαν δει τα μάτια τους. η χαρά μου δεν λεγόταν, όταν συνάντησα το σεβάσμιο συνεκδότη της «Αμάλθειας» Γεώργιο Υπερείδη∙ τον αδελφό του Θεόδωρο, εκδότη του «Τηλέγραφου»∙ τον Γεώργιο Αναστασιάδη, εκδότη του σατιρικού «Ο Κόπανος»∙ τον Λέανδρο Κοκκινάκη, εκδότη της «Ημερησίας». Άλλους συντάκτες. Ο φίλος μου δημοσιογράφος ήταν ο σωτήρας μας. Τον φίλησα. Μου χαμογελούσε. Πού να το φανταστώ πως η ερασιτεχνική απασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία θα έφερνε μια μέρα τη σωτηρία μου; Η ευτυχία –όπως και η δυστυχία- όταν έρχονται απροσδόκητα, συγκλονίζουν τόσο έντονα την ψυχή, που μπορεί να καταλήξουν σε δράμα. Στα αγωνιώδη ερωτήματα όλων, αν οι τούρκοι αξιούσαν την παράδοσή μας, ο πλοίαρχος απαντούσε σταθερά πως δε σκόπευε να μας παραδώσει. Κι αν τον διάταζε ο ιταλός ναύαρχος; Ίδια απάντηση: Δε θα υπάκουε. Ζητούσε, όμως, να του παραδώσουν οι στρατιωτικοί τον οπλισμό τους. Εκείνοι αρνήθηκαν. Είχαν διασωθεί, είπαν, χάρη στα όπλα τους. Πώς να τα εγκαταλείψουν, για να μείνουν ανυπεράσπιστοι; Μα ο ιταλός επέμενε. Τελικά, υποχώρησαν στις παρακλήσεις μας και τα παραδώσανε. Ο πλοίαρχος, αντί να τα φυλάξει, τα πέταξε στη θάλασσα. Δεν πέρασε πολλή ώρα, μια ατμάκατος φάνηκε να κατευθύνεται προς το καράβι μας. Αναστατωθήκαμε. Ο ιταλός ναύαρχος αξιούσε απ’ το πλοίαρχο να παραδώσει στους τούρκους τους έλληνες επιβάτες, αν το απαιτούσαν. Εκείνος, όμως, απάντησε ρητά, πως δεν είχε σκοπό να υπακούσει στις τουρκικές αρχές. Θα αποπλέαμε το πρωί! Γενναίε άνθρωπε του Χριστού, με την πράξη σου, ξέπλυνες τα αίσχη των συμπατριωτών σου! Φιλούσαμε τα χέρια του. Τον αγκαλιάζαμε. Μας ατένιζε μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο σα να είχε κάνει την πιο φυσική πράξη. Καθώς περιφερόμουν στο κατάστρωμα μήπως ανακαλύψω κανένα γνωστό μου, τινάχτηκα. Είχε βρεθεί μπρος μου ο Χατζή Λεόντης! Αγκαλιαστήκαμε. Η συγκίνηση μας έπνιγε. Θεέ μου, ο κομψός Λεόντης ήταν αγνώριστος: Χωρίς τα χρυσά πενς-νέ του. Χωρίς γραβάτα. Με ρούχα κατατσαλακωμένα. Παπούτσια ξηλωμένα. Του είπα πως τον αναζητούσε η ανεψιά του. Μου διηγήθηκε την περιπέτειά του: Ήταν το τελευταίο τρένο απ’ το Σαλιχλί, που έφυγε η κόρη της Σαρρίνας. Τα άλλα περνούσαν γεμάτα χωρίς να σταματήσουν. Ξενύχτησαν με τους Σούνιους και τον κόσμο κάτω απ’ τα υπόστεγα. Το πρωί η πόλη είχε εγκαταλειφθεί απ’ τον ελληνικό στρατό. Ξαναμπήκαν στο σταθμό οι έφιπποι τσέτες με τον κιορ Μπεχλιβάν χτυπώντας με αλαλαγμούς στον αέρα τα μαστίγιά τους. Πήραν από όλους όσα χρυσαφικά είχαν πάνω τους. μάζεψαν τους άντρες στη σειρά. Ανάμεσά τους ήταν απ’ το Σαλιχλί ο Παναγής Καντάρογλου, ο αρμένης ο Αρτίν, ο Πάρης Μπέης, ο Κοντογιαννάκης, ο Βαϊγκούσης, κάμποσοι απ’ τον κάτω μαχαλά. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε με δυο τζαντάρμες ο Γιακόβ Ναχμίας. Δαχτυλόδειξε τους σαλιχλιώτες. Τους βάλανε απ’ τη σειρά. Ο σατανικός εβραίος χαμογελούσε. Πού να το φανταστούν πως ήταν κατάσκοπος των Τούρκων; Πλησίασε τον Παναγή Καντάρογλου και του έδωσε δυο χαστούκια: «Τώρα, εγώ είμαι το σπαθί και συ είσαι το θηκάρι… Θυμάμαι τι μου είπες, όταν ο γιος σου τόλμησε να κλέψει την κόρη μου;». Την πέτρα στον ντορβά, αντί για το κεφάλι του γιου του, εκείνος την είχε βάλει. Και τις διακόσιες χρυσές λίρες τα λύτρα τις είχε βάλει στο κομιτάτο! Τους κατέβασαν απ’ τον κεντρικό δρόμο. Το Σαλιχλί ήταν αγνώριστο απ’ τη μάχη, που είχε δοθεί ανάμεσα στους τσέτες και τους τσολιάδες του Πλαστήρα. Ξαφνικά, εκεί που ήταν απελπισμένος ότι τους πήγαιναν για τουφέκισμα, ήρθε η σωτηρία μου. Ανέβαινε ο καδής με το μουλά. Ο καδής τους σταμάτησε. «Αυτός είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Δεν έχομε μαζί του κανένα παράπονο. Τον παίρνω σπίτι μου…», είπε. Οι τζαντάρμες δεν φέρανε αντίρρηση. Σπίτι του τον έβαλε να πλυθεί, φάγανε στο σοφά μαζί, τη νύχτα εκεί. Το πρωί του είπε πως θα τον συνόδευε ως τη Σμύρνη. Φύγανε με το πρώτο τραίνο. Όταν βγήκανε στο σταθμό του Μπασμαχανέ, τον χτύπησε στον ώμο: «Από δω και πέρα, Χατζή Λεόντη, ο Αλλάχ μαζί σου…», τον αποχαιρέτησε. Πήγε στην «Μπάνκ Λυονναί», όπου είχε χρηματοκιβώτιο και ανοιχτό λογαριασμό. Ο διευθυντής, ένας γαλλοϊταλός, που του έφερνε συχνά δώρα όταν ερχόταν στη Σμύρνη, βλέποντάς τον σε κείνο το χάλι, τον πήρε στο γραφείο του. Είχε μέσο, του είπε, να τον φυγαδεύσει απ’ τη Σμύρνη. Ένας υπάλληλος τον συνόδευσε ως το φορτηγό του ιταλού…
Απ’ το κατάστρωμα παρακολουθούσαμε, τις πρώτες απογεματινές ώρες, τον τακτικό τουρκικό στρατό να κατακλύζει την προκυμαία. Προηγούνταν δεκάδες αυτοκίνητα με την ημισέληνο ζωγραφισμένη στα φτερά τους και ακολουθούσαν ίλες ιππικού με άψογες στολές. Τα πλήθη αντίκριζαν σαν απολιθωμένα την απαίσια παρέλαση. Στο μεταξύ, είχαμε πια γίνει πεντακόσιοι με όσους πρόφτασαν να επιβιβαστούν. Ως αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τις ανταύγειες του φεγγαριού, ξεχωρίζαμε μέσα στην κατασκότεινη προκυμαία τις ίλες του τούρκικου στρατού να γεμίζουν την πόλη. Άραγε τι θα γινόταν μέσα στις ελληνικές συνοικίες; Στριμωγμένοι, όπως-όπως, κάποτε αποκοιμόμαστε, κάποτε ξυπνάμε από εφιάλτες. Επιτέλους, με την αυγή, ακούσαμε τις μηχανές του καραβιού να λειτουργούνε. Κάναμε το σταυρό μας. Φιλιόμασταν. Ναι, ήταν πραγματικότητα! Είχαμε αποφύγει το θάνατο ή την αιχμαλωσία στα βάθη της Ανατολίας! Ήμασταν απ’ τους τυχερούς, χάρη σ’ έναν άνθρωπο του λαού με χριστιανικά αισθήματα. Μια χριστιανική πράξη μπορεί να εξαγοράσει χιλιάδες βαρβαρότητες. Παίρνω μαζί μου, Σμύρνη, το όραμά σου, σήμερα, αυγή της 28ης Αυγούστου 1922. Το βλέμμα μου δεν έχει τη δύναμη να διαπεράσει το φράγμα απ’ τα δάκρυά μου, όσο απομακρυνόμαστε απ’ την ακτή. Όχι! Όχι! Ιωνία δε σε χάνω! Διατηρώ στο αίμα μου τα μέταλλα απ’ το έδαφός σου∙ στα σπλάγχνα μου τους χυμούς απ’ τα φυτά σου∙ την αιθρία σου μέσα στην ψυχή μου∙ στο ήθος μου την αρχοντιά σου. Θεοί της Ιωνίας, παρακαλώ σας, συντροφέψτε την πατρίδα μου στη μοναξιά της με τα χαμόγελά σας. Ίσως μια…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 340-352
Οι στάχτες της Σμύρνης...
«Η φωτιά»
Κανείς δεν έμαθε ακριβώς πως και από που ξεπήδησε η πρώτη σπίθα.
Φαίνεται πως ένα σπίτι είχε πάρει φωτιά εκείνο το πρωί στο Σικίρ Σοκάκ, ένα μισοχαμένο δρομάκι στην περιοχή του Σταθμού του Μπασμαχάν, όπου μερικοί Τούρκοι στρατιώτες είχαν πάει να κατασχέσουν τα τουφέκια μερικών Αρμένηδων πολιτών. Κάποιος είχε πυροβολήσει την περίπολο, ένας άλλος έριξε μιαν αυτοσχέδια χειροβομβίδα, αμέσως ύστερα πήδησαν οι φλόγες από τα μαγαζιά και τα σπίτια σ’ όλη την περιοχή από τον Άγιο Στέφανο ως το Παζάρι των Φρούτων.Ακόμα και η πυροσβεστική υπηρεσία που είχαν δημιουργήσει οι ασφαλιστικές εταιρείες των Ευρωπαίων για να καταπολεμάνε τους εμπρησμούς, δεν μπόρεσε να εντοπίσει και να σβήσει την πυρκαγιά. Οι αντλίες χάλασαν γρήγορα. Ομάδες που σχηματίστηκαν για να μεταφέρουν νερό με κουβάδες διαλύθηκαν και οι άντρες σκόρπισαν.
Οι πυροσβέστες φόρτωναν την αποτυχία τους στον άνεμο. Κανείς ως τότε δεν είχε ακούσει πως μπορούσε Σεπτέμβρη μήνα να φυσήξει νοτιάς. Τώρα έφερνε στάχτες και αποκαΐδια προς την ελληνική Μητρόπολη, κάτω στο δρόμο των μπουρνουζεμπόρων, κατευθείαν μέσα από τις χριστιανικές συνοικίες της πόλης. Πολύ γρήγορα η Αρμένικη Μητρόπολη καιγόταν κι αυτή σα λαμπάδα. Αναμμένες στάχτες έπεφταν σα νιφάδες στη Μπασμαχάν. Οι κάτοικοι της περιοχής, που φοβήθηκαν το πλιάτσικο, κρύφτηκαν στα σπίτια τους και πυροβολούσαν τους πυροσβέστες. Μέσα σε μια ή δυο ώρες η περιοχή του Αγίου Στεφάνου είχε εγκαταλειφτεί.
Μονάδες καταστροφής, του στρατού, αποπειράθηκαν να ανατινάξουν ένα τετράγωνο και να δημιουργήσουν ένα φράγμα στις βόρειες άκρες της φωτιάς. Όμως, οι εκρηκτικές ύλες άνοιγαν τρύπες και άφηναν ανέπαφους τους τοίχους. Η πυρκαγιά βρήκε πέρασμα στη συνοικία του Αϊ Δημήτρη και απλώθηκε προς τα βορειοανατολικά, προς το δεντροφυτεμένο καλντερίμι στο μάκρος της θάλασσας.
Γύρω στα μισά του απογεύματος, η πυρκαγιά είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο και μαινόταν σε πάνω από είκοσι εστίες. Προχωρώντας από το Γκιοζ Τεπέ, ο Κενάν βρήκε την παραλία γεμάτη από κόσμο, όπως θάναι ο θρόνος τ’ ουρανού, στη δεύτερη παρουσία. Στα στίφη των προσφύγων που είχαν ακολουθήσει τον ελληνικό στρατό, είχαν προστεθεί καινούργια πλήθη από Σμυρνιούς που τους κυνηγούσε η φωτιά. Ο καθένας τους κρατούσε τα πιο απίθανα πράγματα: Βελουδένια μαξιλάρια, λιθογραφίες και γαμήλια στεφάνια.
Κάθε φορά που άκουγαν μια σειρήνα ή μιαν έκρηξη δυναμίτη, στριμώχνονταν όλο και πιο κοντά στην θάλασσα και ρίχναν πανικόβλητες ματιές προς το εσωτερικό της στεριάς, σα να τους κυνηγούσαν δαίμονες. Καθώς είδαν το αυτοκίνητο με την Τούρκικη σημαία και τον στρατιωτικό οδηγό, οι άνθρωποι άπλωσαν τα χέρια τους και ούρλιαζαν.
- Βοηθείστε μας! Χρειαζόμαστε βάρκες, σχεδίες. Η πυρκαγιά θα μας ρίξει στη θάλασσα!
Ο Κενάν όμως κοιτούσε κατευθείαν μπροστά και φώναζε στον οδηγό του να χτυπάει το κλάξον. Του είχαν χρειαστεί πάνω από δυο ώρες για να φτάσει ως εκεί από τα προάστια και ο Μουσταφά Κεμάλ θα τον περίμενε. Στο μεταξύ, φυσικά, η φωτιά απλωνόταν φοβερά κι αυτό προκαλούσε στον Κενάν μιαν αρρωστημένη ικανοποίηση.
Αν και ήξερε ότι τον Μουσταφά Κεμάλ τον είχε αναστατώσει η καταστροφή του εμπορικού τομέα της πόλης, ο Κενάν έβλεπε την πυρκαγιά με ευχαρίστηση. Τον είχε εντυπωσιάσει η αχόρταγη μανία που έδειχναν οι φλόγες, η μετεωρική τους ταχύτητα. Ήταν όπλα της οργής του Θεού, που στάλθηκαν για να τιμωρήσουν τη Σμύρνη για την προδοσία της. Και ρίχτηκαν για να φέρουν γοργά την τρομερή δικαιοσύνη σ’ αυτή την παρασιτική Χριστιανική αποικία. Αν χέρια ανθρώπου είχαν ανάψει φωτιά, είχαν κινηθεί μέσα στο φοβερό πλαίσιο του Θεϊκού σχεδίου. Καλύτερα να καεί στις φλόγες αυτός ο κακοήθης όγκος, αυτή η καρκινώδης κοινωνία των απίστων, παρά να μπολιάσει με το πύον της την καθαρότητα του Τούρκικου Έθνους!
Στην προκυμαία, έξω από τα γραφεία του Πασά, μερικοί Έλληνες συνωθούνται γύρω από μια ξύλινη μαούνα. Μια γριά ξεδοντιάρα σα χήνα, έκανε κουμάντο. Καθισμένη ανακούρκουδα σ’ ένα ξύλινο σανίδι, με τη μαύρη φούστα της τυλιγμένη γύρω της, έδινε διαταγές στους άλλους έξω:
- Το ψωμί! Το ψωμί πρώτα! Και κατόπιν: Ο παπάς. Ύστερα είναι η σειρά του παπά!
Και οι άνθρωποι στην παραλία απόθεταν πειθήνια μια δεκάδα καρβέλια ψωμί, και πίσω απ’ αυτά έρχονταν ένας ανθηρός γερο-παπάς, ένας γεμάτος άντρας γερός σαν ταύρος, που κρατούσε τα μάτια σφαλιστά κι έσφιγγε πάνω του μιαν εικόνα.
Οι βαρκάρηδες γκρίνιαζαν ανυπόμονα και χτυπούσαν με τα κουπιά τους το νερό, η γριά όμως εξακολουθούσε να χειρονομεί, να φωνάζει, να παίρνει ονόματα και να ταχτοποιεί επιβάτες. Φόρτωσε στη βάρκα έναν ακόμα παπά, ένα κουτσό παιδάκι τυλιγμένο σε κουβέρτες και μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό γαντζωμένο στο στήθος της. Το νερό έγλυφε τη βάρκα λίγους πόντους κάτω από την κουπαστή.
Μερικοί, με κουρέλια τυλιγμένα στο κεφάλι τους άρχισαν να τραβούν τα παλαμάρια και πρόσφεραν στον καπετάνιο πουγκιά με νομίσματα. Η γριά στρίγγλιζε και χτυπούσε τα χέρια της. Στο τέλος, η βάρκα ξεκόλλησε γλιστρώντας σα δελφίνι. Λίγα μέτρα παραπέρα συνάντησε ένα κύμα και βούλιαξε διαμιάς. Τα δέματα βγήκαν στην επιφάνεια κι έπλεαν. Τη γριά και τους παπάδες της, τους σύρανε στην παραλία και τους απόθεσαν πλάι-πλάι. Ανάσαιναν βαριά, μισοπνιγμένοι με τα ρούχα τους να στάζουν. Ο Κενάν μπήκε στο κτίριο.
Ο δεκανέας που έφερε την τελευταία αναφορά ήταν μαύρος από την κάπνα. Ο Κενάν στέκονταν όρθιος χαϊδεύοντας το κεφάλι του μπαστουνιού του, ενώ άκουγε τις λεπτομέρειες.
- Πόσα σπίτια; Ρώτησε.
- Ο Θεός μόνο γνωρίζει, εξοχότατε.
Ο δεκανέας σκούπισε τα κατακόκκινα μάτια του με το μανίκι.
- Ποιος μπορεί να το πει αυτή την ώρα; Η φωτιά προχωρεί τόσο γρήγορα.
Και ύστερα σωριάστηκε απότομα κάτω. Η φωτιά είχε καψαλίσει τα χείλια και τα ρουθούνια του και το χλωμό δέρμα του ήταν στεγνό και πανιασμένο. Και στάλες ιδρώτα, που έμοιαζαν με σταγόνες μελάνι, σκέπασαν το πρόσωπό του.
Ο Κενάν χτύπησε τον τοίχο με το μπαστούνι του.
- Αναπνευστική ανωμαλία λοχία, είπε σ’ εκείνον που μπήκε μέσα. Δεν υπάρχει κανένας γιατρός στην υπηρεσία :
Καθώς πήγαινε να μεταδώσει την αναφορά, ξαναφώναξε:
- Να ετοιμάσετε το αμάξι. Θα φύγουμε σε πέντε λεπτά.
Το κτίριο ήταν τριώροφο, ένα μνημείο του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην Ανατολή. Από την ταράτσα του, μπορούσε κανείς να δει την πόλη ν’ απλώνεται στο μάκρος της παραλίας που ξεθώριαζε σιγά-σιγά. Στο κέντρο φαινόταν ο φλεγόμενος κύκλος της πυρκαγιάς, απ’ όπου ξεπετιώντουσαν πύρινες σφαίρες φωτιάς που ανέβαιναν σαν κύματα, έσκαγαν κι έσβηναν μέσα σε δίνες καπνού.
Ο Πασάς καθόταν ζαρωμένος στην ταράτσα, μ’ ένα τσιγάρο ανάμεσα στα λεπτά χείλια του και με κιάλια στα μάτια.
- Αυτό το θέαμα σε αρρωσταίνει, είπε.
- Μάλιστα, κύριε, απάντησε ο Κενάν, δίνοντας μια ψυχρή μεταλλική απόχρωση στη φωνή του.
Ποτέ δεν είχε τόσο απογοητευθεί από τον Μουσταφά Κεμάλ. Ο άνθρωπος ήταν συνοφρυωμένος από την ανησυχία! Ο Κενάν τού ανέφερε ότι τ’ αυτοκίνητα του επιτελείου ήταν έτοιμα να φύγουν για το Γκιοζ Τεπέ, όπου ένας έμπορος, ο Μουαμέρ Μπέη είχε προσφερθεί να τους δώσει το σπίτι του. Ένα από τ’ αμάξια θα δείχνει το δρόμο.
- Από την παραλία είναι σχεδόν αδύνατο να περάσουμε.
Ο Πασάς χασμουρήθηκε και τέντωσε τα πόδια του.
- Σε λίγους ανθρώπους μπορεί να βασιστεί κανείς όσο σε σένα, φίλε μου. Οι περισσότεροι από τους συναδέρφους σου θα προτιμούσαν να ξεκουράζονται σπίτι τους με τις πυτζάμες τους παρά ν’ ακολουθούν τον αρχηγό τους σ’ αυτή τη φλεγόμενη κόλαση.
- Η μόνη χαρά της ζωής μου, είπε ο Κενάν, είναι να υπηρετώ την εντιμότητά σας, Πασά μου. Και υποκλίθηκε καθώς ο Πασάς βάδιζε προς τις σκάλες.
Την ώρα που έφευγαν από το κτίριο, κάποιος τράβηξε τον Κενάν από το άδειο μανίκι.
- Έχω κι άλλες πληροφορίες εξοχότατε.
Ο Κενάν ανατρίχιασε: Ήταν ένας πληροφοριοδότης – ένας Μαλτέζος ή Ρουμάνος ίσως –που είχε δουλέψει και για τους Έλληνες και για τους Γάλλους και για τους Άγγλους. Τον έλεγαν Πεύκο. Το βρωμερό, γλοιώδες και πονηρό του πρόσωπο θύμιζε στον Κενάν όλη την άθλια διαφθορά που τόσο σιχαινόταν σ’ αυτή την καταραμένη πόλη.
- Δώστε τις στο λοχία.
- Είναι πολύ σημαντικές. Και πολύ προσωπικές.
Παρακάλεσε τον Κενάν να μπουν στο γραφείο.
- Δέστε αυτά τα στοιχεία! Ένα απόρρητο έγγραφο του Έλληνα Διοικητή προς την Μαύρη Μοίρα, που ορίζει την ώρα για την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Χρειάζομαι ένα Τούρκικο διαβατήριο για να πάω σίγουρα στο Κοκάρ Γυαλί, αυτό είν’ όλο.
- Πλαστογραφία, είπε ο Κενάν και κάθισε. Τι σχέση έχω εγώ με τις πλαστογραφίες;
- Χωρίς αυτή την απόδειξη, εξοχότατε, ο κόσμος θα πει πως τις φωτιές τις έβαλε ο τουρκικός στρατός.
- Και τι με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος;
- Μια βόλτα στα προάστια. Ένα γοργό πέρασμα.
Ο Πεύκος κινούνταν νευρικά από το ένα πόδι στο άλλο και με τα δάχτυλά του ανακάτευε τα μαλλιά του.
- Έχω κι άλλες πληροφορίες. Μπορείτε να φανταστείτε τί; Είδα τον αδερφό σας, εδώ στη Σμύρνη!
Ο Κενών έσφιξε τα δόντια του.
- Δεν έχω κανέναν αδερφό.
- Έτσι; είπε ο Πεύκος. Τότε δεν θα ήταν αδερφός σας εκείνος που είδα στην ταράτσα του καφενείου πάνω από το υδραγωγείο. Νόμιζα πως είσαστε συγγενείς με τον Αμπντουλλά από το Αλασεχίρ, διατηρούσε ένα φαρμακείο στην Κωνσταντινούπολη, ακριβώς απέναντι από το Τζαμί Βαλιντέ.
- Όχι, είπε ο Κενάν και προσπάθησε να σηκωθεί. Μη με βοηθάτε. Δώστε μου μόνον αυτό.
- Τη θήκη του πιστολιού;
- Βοηθείστε με να τη φορέσω.
Καθώς ο Πεύκος χαμήλωσε το κεφάλι του, ξεφυσώντας από την προσπάθεια να κουμπώσει τη ζώνη του πιστολιού του, ο Κενάν ορθώθηκε και βύθισε το δάχτυλό του σαν αγκίστρι στη μαλακή κοιλότητα του ώμου του σπιούνου.
Ο Πεύκος προσπάθησε λαχανιασμένα να ξεφύγει.
- Πού τον είδες αυτόν τον αγύρτη; ψιθύρισε ο Κενάν. Οδήγησέ με!
Βγήκαν αμέσως. Ο καπνός είχε σκεπάσει τους βάλτους κι ένα σύννεφό του σε σχήμα βεντάλιας είχε χρωματίσει τον ουρανό. Την ώρα που περνούσαν από το ιταλικό θέατρο, όπου η πυρκαγιά είχε φτάσει μόλις δυο τετράγωνα από την αποβάθρα, ο ήλιος έδυε, σαν δηλητηριασμένη καρδιά που έσβηνε.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 483-488
Τα παιδιά της Νιόβης...
Στο τρενάκι για τη Σμύρνη μάθαμε πως ο στρατιωτικός διοικητής Νουρεντίν είχε παραδώσει το μητροπολίτη Χρυσόστομο στο μανιασμένο όχλο έξω απ’ το διοικητήριο. Του ξερίζωσαν τα γένια, του βγάλανε τα μάτια, του κόψανε τη μύτη και τ’ αυτιά. Το πτώμα του το πήρανε δυο αιχμάλωτοι έλληνες στρατιώτες και το θάψανε στο γήπεδο του «Απόλλωνα». Στο σταθμό της Πούντας αντικρύσαμε ένα χείμαρρο από τούρκικο στρατό να πλημμυρίζει την προκυμαία. Πάνω σε άλογα, πεζοί, άλλοι με καινούριες στολές, άλλοι κουρελιασμένοι με ελληνικά χιτώνια, αγριόμορφοι τσέτες με σαρίκια και βράκες, περνούσαν μέσα σε σύννεφα σκόνης –γένια του διαβόλου για τα παιδικά μάτια μου. Τους ακολουθούσε ατέλειωτη σειρά από λογής τροχοφόρα φορτωμένα με πολεμοφόδια. Μας προσπερνούσαν ναντσιονάτοι με περιβραχιόνια· ομάδες σε αμάξια και πεζή, με τη σημαία της εθνικότητάς τους· περιπολίες από ξένα αγήματα, για να προστατεύουν τους υπηκόους τους. Μόνον εμείς είχαμε αφεθεί απ’ τους χριστιανούς στο έλεος των τούρκων. Περπατούσαμε δεμένοι με μιαν «αόρατη αλυσίδα» απ’ τη μαμά –εκείνη να κρατά την τσάντα με τα χρυσαφικά τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο σάλι, εγώ το εικόνισμα της αγίας Αναστασίας κάτω απ’ τη μασχάλη μου. Το σπίτι του νονού της Τασώς ήταν ένα τρίπατο στην προκυμαία. Ο Κωστής Σεβαστόπουλος, απ’ τους πρόκριτους της Σμύρνης, είχε φύγει μαζί με την οικογένειά του την προηγούμενη μέρα για τη Χίο με ιστιοφόρο, εγκαταλείποντας το σπίτι του στους φιλοξενούμενους του απ’ τα προάστια και το εσωτερικό. Η υπηρέτριά του, μια καλοσυνάτη μεσόκοπη γαλλίδα, που δε θέλησε να τους ακολουθήσει, βόλευε όπως-όπως τον κόσμο. Στη «βαφτισιμιά» του αφεντικού τής παραχώρησε μια κάμαρα στο τρίτο πάτωμα πλάι στη δική της. Μας έφερε στρωσίδια. Ήταν το πρώτο μας καταφύγιο. Αγκαλιαστήκαμε μ’ ένα αίσθημα αισιοδοξίας, πως βρισκόμασταν στο κέντρο της Σμύρνης, μαζί με όλους και η τύχη μας θα ήταν κοινή. Απ’ το μπαλκόνι παρακολουθούσαμε τη μυρμηγκιά σε όλο το μήκος της προκυμαίας απ’ τους άστεγους, να ’ναι καθισμένοι στο λιθόστρωτο, ανάμεσα σε μπόγους, μπαούλα, στρώματα, με τα μάτια στυλωμένα προς τη θάλασσα μήπως ξεπροβάλλει κανένα πλοίο. Απέναντί μας, στα ξένα πολεμικά, οι ναύτες κάνανε αδιάφοροι την καθημερινή τους υπηρεσία. Γύρω τους κρώζανε ευτυχισμένοι γλάροι. Η ελευθερία απείχε λίγα μόλις μέτρα από μας –μας χώριζε απ’ τη θάλασσα μια νοητή αλυσίδα σα να ’μασταν λεπροί. Όσοι μπαινόβγαιναν, διηγούνται ανατριχιαστικές σκηνές στους ρωμιομαχαλάδες: Τη νύχτα οι τούρκοι στρατιώτες μαζί με πολίτες μπαίνανε στα σπίτια, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν όσους τους αντιστέκονταν, κρεμούσαν απ’ τους φανοστάτες παπάδες. Κάποιος, που πήγε στο σπίτι του θείου του, βρήκε την οικογένειά του στην τραπεζαρία, τέσσερα άτομα, σκοτωμένα πάνω στις καρέκλες και στο τραπέζι τα σερβιρισμένα φαγιά να τα τρώνε οι γάτες… Ένα βράδυ κυκλοφόρησε η τρομερή είδηση: Ο Νουρεντίν είχε βγάλει ανακοίνωση, πως όσοι έλληνες και αρμένιοι ήταν από δεκαοκτώ ως σαρανταπέντε χρονών, θα παραμένανε αιχμάλωτοι. Οι γέροι και τα γυναικόπαιδα είχαν διορία ως τις 17 Σεπτεμβρίου να φύγουν απ’ τη θάλασσα, αλλιώς θα τους οδηγούσαν στο εσωτερικό. Θρήνος και οδυρμός μέσα στο σπίτι απ’ τις οικογένειες, που είχαν άντρες για αιχμαλωσία. Μερικοί σκέπτονταν να ντυθούν γυναικεία. Ένα βράδυ απ’ την ταράτσα ακούστηκαν φωνές: «Φωτιά!… Φωτιά!…». Ανεβήκαμε όλοι πανικόβλητοι. Οι ανταύγειες απ’ τις φλόγες χρύσιζαν απ’ τη μεριά της Αρμενιάς. Πολλοί ξενύχτισαν να την παρακολουθούνε. Το πρωί είχε πια μπει στις ρωμιογειτονιές. Η εκκλησιά του Αη Γιαννιού, στα Σχοινάδικα, καιόταν. Η καρβουνίλα μας έπνιγε. Σίγουρα, ήταν έργο των τούρκων, για να αφανίσουν τη «Γκιαούρ Σμύρνη». Μπήκε στην κάμαρά μας η γαλλίδα και συμβούλεψε τη μαμά να μουτζουρωθεί με τις αδελφές μου, για να κρύβεται η ηλικία τους. τις βοήθησε να χαρακώσουν με κάρβουνο το πρόσωπό τους. Τους έδωσε μαύρα σάλια για να σκεπάσουν το κεφάλι τους. Κάναμε το σταυρό μας και φύγαμε ακολουθώντας –με μια «αόρατη αλυσίδα» πάντα γύρω απ’ τη μαμά- τα κοπάδια στην προκυμαία, που κατευθύνονταν σε μιαν αλλοφροσύνη προς τα προάστια για να ξεφύγουν απ’ τη ζώνη της φωτιάς. Η καρβουνίλα με τη ζέστη κάνανε πνιγηρή την ατμόσφαιρα. Γυρίζαμε σαν παραλογισμένοι· να μας διώχνουν οι τούρκοι σκοποί απ’ το ένα στενό και να τρέχουμε στο άλλο – τρομαγμένα ποντίκια που πάσχιζαν να ξεφύγουν απ’ τη φωτιά. Οι γυναίκες βγάζανε κραυγές, όταν ανακάλυπταν οι τούρκοι πως οι άντρες τους ήταν ντυμένοι γυναικεία. Περίπολοι σταματούσαν τις ομάδες, για να πάρουν τα κοσμήματά τους και τα χρήματα. Ακολουθήσαμε το τσούρμο, που πήγαινε προς το νεκροταφείο. Για να φτάσουμε πιο γρήγορα από ένα στενό, που είχε λιγότερο κόσμο, η Τασώ έβγαλε απ’ το χέρι το χρυσό ρολογάκι της και το έδωσε σε ένα σκοπό…
Το νεκροταφείο ήταν πήχτρα απ’ τον κόσμο. Άλλοι είχαν ξαπλώσει κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, κατάκοποι απ’ την πολύωρη περιπλάνηση. Άλλοι κάθονταν ανάμεσα στους τάφους, γιατί τα μάρμαρα καίανε απ’ τη ζέστη. Τρώγανε τυρόψωμο. Παιδιά κυνηγιόνταν γύρω τους ανέμελα. Η Τασώ, αφού έψαξε σε πολλές μεριές, έκανε κάτι πολύ τολμηρό, που το μιμήθηκαν την επομένη και άλλοι, γιατί άρχιζε να γίνεται αδιαχώρητο: Μας πήγε σ’ ένα απόμερο μαρμαρένιο τάφο, σωστό μαυσωλείο. Στη μετόπη του ήταν χαραγμένο αγγλικά το όνομα του κατόχου του. Το τζαμένιο πορτάκι ήταν ξεκλείδωτο. Κανένας δε σκέφτηκε να φέρει αντίρρηση, όταν χώθηκε πρώτη η μαμά κάνοντας το σταυρό της. Την ακολουθήσαμε χωρίς δισταγμό. Ήταν ένας δροσερός χώρος 2,50 Χ 2,50. Χάλκινα αστραφτερά πόμολα κρέμονταν απ’ τις συρταρωτές κρύπτες. Απλώσαμε το στρωσίδι μας και καθίσαμε μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης ύστερα απ’ την πορεία και την αγωνία. Η Ρόη είπε χαμογελώντας: «Η ζωή εν τάφω…». Ω, ναι… Ακόμη και την κόλαση συνηθίζει κανείς, αν βρίσκεται με τα αγαπημένα του πρόσωπα. Η μαμά έβγαλε απ’ το καλαθάκι τα φαγώσιμα. Κουρνιάσαμε κοντά της. Ώσπου σκοτείνιασε. Οι γρύλλοι μας κρατούσαν συντροφιά μέσα στην άφωνη γειτονιά των νεκρών. Η μαμά είπε το «Πάτερ ημών»., Είχε βάλει για προσκέφαλο την τσάντα με τα χρυσαφικά. Λαγοκοιμόμασταν. Η Ρόη, στριμωγμένη πλάι μου, είχε διάθεση για χιούμορ: «Λες να ξεσυρταρώσει κάποιος την κρύπτη του και να μας κατσαδιάσει γιατί τον ξυπνήσαμε απ’ την αιωνιότητα; Αν μιλήσει αγγλικά, ξέρω λίγα…-Χιχιχί… -Χιχιχί…». Πήρα λίγο θάρρος: «Θυμάσαι το κιόσκι μας στο αμπέλι, τον ανεμόμυλο; -Είναι πια μακρινό παρελθόν… Λες να ’μεινε η Παντελιώ στο Σαλιχλί, για ν’ αντιπροσωπεύει, η καμπουρίτσα, τις σαλιχλιώτισσες; Χιχιχί… _Μπορεί στου Βίτελη αυτή την ώρα να χορεύουν, να κολυμπάνε στις πισίνες…», είπα. «Εκείνος, που μας έβρισε Ιταλικά, ήταν πολύ ωραίος, γι’ αυτό ντράπηκα περισσότερο και σ’ έβιασα να φύγουμε…». Κάποια στιγμή, η Αλέξα που παραμιλούσε συχνά στο βαθύ πάντα ύπνο της, φώναξε: «Διαμαντώ!… Διαμαντώ!…». Φέραμε μπρος μας την αγαπημένη μας υπηρέτρια. Που να ’ταν; Η Ρόη έκοψε τη σιωπή: «Η μεγαλύτερη απ’ τις δύο γεροντοκόρες αδελφές στην πανσιόν μας, η δεσποινίς Ουρανία, όταν πήγαινε στο Φραγκομαχαλά, φορούσε την αριστερή κάλτσα της ανάποδα, να μη τη ματιάσουν για τα ψώνια της… -Χιχιχί… Χιχιχί…». Η Τασώ, πλάι μας, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι. Η Ρόη σώπαινε. Μου άγγιξε το χέρι. Είχε μαντέψει οι απότομες αυτές σιωπές της τι σήμαιναν. Συλλογιζόταν τον «έφεδρό» της. Απ’ την τελευταία επιστροφή μας απ’ το Κορδελιό, δεν είχε καταδεχτεί να ξαναμιλήσει για κείνον. Ο πόνος είχε φωλιάσει μέσα της και θα την κατάτρωγε… Όποτε ακούονταν στριγγλιές, η μαμά άπλωνε το χέρι της πάνω μας ψηλαφητά, για να βεβαιωθεί πως κρατιόμασταν μαζί της απ’ την «αόρατη αλυσίδα». Το πρωί, όταν πλυθήκαμε στις βρύσες, μας φάνηκε σα να ’χαμε συμφιλιωθεί με το μακάβριο χώρο. Οι στριγγλιές, που ακούονταν το προηγούμενο βράδυ, ήταν από κοπέλες. Οι τούρκοι σκοποί ψάχνανε με τα κλεφτοφάναρα να βρούνε τις όμορφες. Παίρνανε απ’ τους γέρους όσα χρήματα είχαν και τους ποδοπατούσαν όταν τους φέρνανε αντίσταση. Τουρκοκρητικά ξιπολιτάκια, που πηγαινο-έρχονταν πουλώντας σταφύλια, δίνανε στον τόπο ημεράδα. Η καπνίλα, όμως, που έφερνε ο λίβας, μας θύμιζε πως η φωτιά απλωνόταν απειλητική. Απ’ αυτούς, που μπαινόβγαιναν, μαθαίναμε πως οι φλόγες της είχαν περάσει στη Μπελλαβίστα. Σπίτια στην προκυμαία καίονταν. Τη δεύτερη νύχτα μας, καθώς ξημέρωνε, ξεσηκωθήκαμε κατατρομαγμένοι. Μέσα στο νεκροταφείο πέφτανε πιστολιές. Ακούονταν κραυγές, βρισιές στα τούρκικα. Η μαμά ψιθύρισε ικεσίες στην Αγία Αναστασία. Μιλούσαν κοντά μας τουρκιά. Νά ’ρχονταν προς τον τάφο μας; Αν άνοιγαν την πορτίτσα και πυροβολούσαν; Η καρδιά μας φτερούγιζε. Κάναμε το σταυρό μας. Ήταν μια αιωνιότητα από δευτερόλεπτα αγωνίας. Ακούστηκαν κάποτε να ξεμακραίνουνε. Η μαμά μισάνοιξε το πορτάκι. Βγήκαμε. Οι σκοποί διώχνανε σα μανιασμένοι τον κόσμο με τα κοντάκια των όπλων τους. Ένας νέος δεν είχε αντέξει βλέποντας την αδελφή του να την παίρνει κάποιος τούρκος. Είχε αρπάξει ένα μαρμαρένιο σταυρό και τον κατάφερε στο κεφάλι του. Ο τούρκος έμεινε στον τόπο. Οι άλλοι σκότωσαν την κοπέλα και τον κυνηγούσαν πυροβολώντας ανάμεσα στα μνήματα. Είχε καταφέρει να τους ξεφύγει πηδώντας απ’ το μάντρωμα. Απ’ τις σφαίρες τους σκοτώθηκαν γυναικόπαιδα…
Ακολουθήσαμε το πανικόβλητο μπουλούκι, που κατευθυνόταν στο Νταραγάτσι και το Μερσινλί. Στο δρόμο, όμως, η μαμά άλλαξε απότομα γνώμη. Γυρίσαμε και πήγαμε στο «Ζαρντέν ντε φλερ». Να τη συμβούλεψε η Αγία Αναστασία; Πάντοτε το πίστευε. Ο κόσμος εκεί πήχτρα κάτω απ’ τα δέντρα. Καθίσαμε κατάχαμα γύρω απ’ τη μαμά να φάμε κάτι. Τιναχτήκαμε. Κάποια τη φώναζε με το όνομά της. Μια νέα γυναίκα έτρεξε στο μέρος μας. Η κομψότητά της –με το ψάθινο καπέλο και το ξέπλατο μεταξωτό φόρεμα- ήταν τόσο αταίριαστη μέσα σε κείνη την κουρελαρία. Είχε στο μπράτσο της το περιβραχιόνιο της νατσιονάτης. Αγκάλιασε τη μαμά. Ήταν η Ταρσή! Μας φίλησε όλους. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά της, καθώς μας έβλεπε σε κείνο το χάλι. Είχε χωρίσει, είπε, τον ιταλό, γιατί δεν της έκανε παιδιά. Ήταν παντρεμένη μ’ έναν αμερικανό διπλωμάτη. Είχε κιόλας αγοράκι ενός χρονού. Μας γύρευε δυο μέρες, για να μας πάει στο αμερικανικό προξενείο. Κάποιες σαλιχλιώτισσες της είχαν πει, πως μας είχαν δει στην προκυμαία. Μπήκε ανάμεσά μας επιδεικτικά, κουνώντας κάθε τόσο το χέρι της με το περιβραχιόνιο στους τούρκους φρουρούς ενώ διασχίζαμε το νεκροταφείο. Η προσμονή της σωτηρίας φτέρωνε το βήμα μας, καθώς περνούσαμε απ’ την προκυμαία, ανάμεσα στα κοπάδια, που καψαλιάζονταν κάτω απ’ τον ήλιο περιμένοντας πάντα τα πλοία…
Η μαμά έκανε το σταυρό της, μόλις μπήκαμε στο τεράστιο πλακόστρωτο χαγιάτι του προξενείου. Φίλησε την Ταρσή. Την αγκαλιάσαμε. Είχαμε σωθεί. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Όλο το ισόγειο κατακλυζόταν από οικογένειες, που είχαν την τύχη, όπως εμείς, να βρουν άσυλο μέσα στον απαραβίαστο αμερικάνικο χώρο. Ήταν το τρίτο καταφύγιό μας. Βολευτήκαμε σε μια γωνιά, κάτω από μιαν αλκόβα με το ομοίωμα του αγάλματος της Ελευθερίας στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Πλάι του ακούμπησα το εικόνισμα της Αγίας Αναστασίας. Ροδοκόκκινοι πεζοναύτες και γυναίκες του «Ερυθρού Σταυρού» μας μοίρασαν άσπρα ψωμάκια, κουτιά με τυρί, κονσέρβες με κρέας. Τι ευτυχία! Η μάγισσα Ταρσή είχε μεταμορφώσει τη ζωή μας! Οι νέες γυναίκες φανέρωναν το πραγματικό τους πρόσωπο. Η αόρατη αλυσίδα γύρω απ’ τη μαμά χαλάρωνε. Κάποιος πάντα από μας φύλαγε την τσάντα με τα χρυσαφικά, όταν οι άλλοι βγαίνανε. Η φωτιά, λέγανε, είχε σταματήσει· μα η αποκρουστική οσμή από τ’ αποκαΐδια εξακολουθούσε μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα…
Τις νύχτες, μελωδίες απ’ τα ξένα πολεμικά λίκνιζαν την ανθρώπινη μάζα, όπως λαγοκοιμόταν ξαπλωμένη στο μήκος της προκυμαίας. Πολλοί θα βλέπανε στο όνειρό τους τις ευτυχισμένες μέρες τους. Οι προβολείς τους κλωθογύριζαν πάνω τους. μέσα στην άπνοια ακουόταν ο θόρυβος απ’ τις κινηματογραφικές μηχανές που παίρνανε σκηνές. Οι δέσμες τους επιμένανε να αποκαλύψουν λεπτομέρειες, να εισχωρήσουν ως τις κρυφές γύμνιες τους –αν μπορούσαν ως τα σπλάχνα τους. ερεθισμένοι μέσα στο μισοΰπνι απ’ το εκτυφλωτικό φως τους, στρέφανε τα κεφάλια τους νευρικά, ανασήκωναν τα χέρια, σάλευαν τα πόδια τους –από μιαν υποσυνείδητη άρνηση να γίνουν θέαμα. Μερικοί κάνανε μιαν ένστικτη χειρονομία να σύρουν πάνω τους ένα σκέπασμα· μα άγγιζαν το κενό. Ακόμη ήταν άνθρωποι, αφού δεν τους είχε απολείψει το αίσθημα της αξιοπρέπειας, να θέλουν να κρύψουν τη γύμνια τους…
Μια χαραυγή σείστηκε η προκυμαία απ’ την ιαχή: «Τα πλοίαααα!… Τα πλοίαααα!…». Πεταχτήκαμε στα παράθυρα. Μέσα απ’ την πολυκέφαλη μάζα, που τους προστάτευε με την ανωνυμία της, καθένας τιναζόταν για ν’ αποκτήσει ξανά το δικό του πρόσωπο. Ανάμεσα θάλασσας και ουρανού φαίνονταν αχνά να σγουραίνουν οι μαύροι καπνοί μιας νηοπομπής. Πολλοί, με τα δακρυσμένα μάτια τους, δεν μπορούσαν να τα ξεχωρίσουν. Μα άλλοι επιμένανε. Σε λίγο πρόβαλαν οι πλώρες τους σε παράταξη. Ήταν πέντε. Μοιάζανε με γιγάντια ζωντανά. «Τα πλοίαααα!… Τα πλοίαααα!», ξεφώνιζαν και οι πιο δύσπιστοι αγκαλιάζοντας σε μια φρενίτιδα ο ένας τον άλλο…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 358-365
Μετάβαση στο σημείο: Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα