Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Η προκυμαία-Το Και Μπέλλα Βίστα
Η περιοχή της Μπέλλα Βίστα (Καλλιθέα ελληνιστί), συγκέντρωνε τις ωραιότερες και πλουσιότερες κατοικίες των αριστοκρατών της Σμύρνης. Βρισκόταν στο βόρειο άκρο της Προκυμαίας. Εδώ μπορούσε κανείς να θαυμάσει τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα που είχαν εισαχθεί από την Ευρώπη. Οι κάτοικοι της Μπέλλα Βίστα ανήκαν στις προνομιακές τάξεις της πόλης. Μαζί με την οδό Τράσσων, η Μπέλλα Βίστα ήταν από τις κύριες συνοικίες όπου γινόταν κάθε χρόνο το αποκριάτικο ξεφάντωμα.
Να εντοπίσετε στα κείμενα περιγραφές που αναδεικνύουν τον αριστοκρατικό χαρακτήρα της συνοικίας. Να συνδυάσετε αυτή την ενότητα μ’αυτή των Τράσσων και των Μεγάλων Ταβερνών, ώστε να ανασυστήσετε το σμυρναίικο κλίμα των ελληνικών αποκριών. Γιατί κατά τη γνώμη σας, το καρναβάλι, η μεταμφίεση και οι παρελάσεις στην πόλη διατρέχουν σταθερά τις αφηγήσεις για τη Σμύρνη;
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
Τα σμυρναίικα σπίτια της προκοπής
«Αυτές οι γυναίκες» είπε η Φούλα, ένα απόγευμα στο σπίτι της γυναίκας του γιατρού, «οι δούκισσες, οι πριγκίπισσες, οι γαλαζοαίματες, κάνουν παιδιά για να τα κλάψουν κάποια μέρα στα νεκροκρέβατα. Τους τα σκοτώνουν. Τους τα δολοφονούν. Τι μοίρα κι αυτές οι γυναίκες! Τα γεννούν, τα τρέφουν, τα μοσχομεγαλώνουν, τα φορτώνουν με γνώσεις, για να τα καμαρώσουν βασιλιάδες και γκουβερνάτους. Αλλά που! Για μετρήστε τους όλους, να μου πείτε ποιοι ζουν και ποιοι μαχαιρώθηκαν! Εξίκ ολσούν! Να μου λείπει το βύσσινο, κι οι ερμίνες και τα λούσα κι οι τίτλοι. Κάλλιο στην αφάνεια με τα παιδιά μου γερά, παρά στην επιφάνεια και στο άχτι του καθενός».
Απόγευμα παρά απόγευμα, μαζεύονταν μια στο σπίτι της μιας, μια στο σπίτι της άλλης και βγαίναν τα γλυκά, το τσάι, τα κουλουράκια, τα κεντήματα, τα ντοκουμέντα. Η γυναίκα του γιατρού ήταν η πιο αξιοπρεπής φίλη που διέθετε η Φούλα, που πάντα κοίταζε ψηλότερα από το ράγκο της. Την είχε περί πολλού. Ένα απόγευμα, είχε πάρει μαζί της και την Ευταλία μαζί με τα κορίτσια. Κι αυτό, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να τρίψει στη μούρη της Ευταλίας τις ανώτερες γνωριμίες που έχει στη Σμύρνη και σε τι κύκλους την καλούν και είναι επιθυμητή. Η Φούλα κι η γιατρίνα είχαν γνωριστεί τυχαία, στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος, που εκκλησιάζονταν παρέα. Η Φούλα της έπεσε από κοντά. Κρύωνε η γιατρίνα κι η Φούλα της δάνεισε μια ζακέτα. Πιάσανε την κουβέντα κι αλληλοκαλεστήκανε για τα τσάγια.
Η γυναίκα του γιατρού είχε κι αυτή μια κόρη. Με έναν τεράστιο φιόγκο στην κορφή του κεφαλιού της. Τούτο το κορίτσι ήταν υπόδειγμα ηθικής και άξιας κόρης. Ίσα με μένα ήτανε, αλλά τι διαφορά!
«Παίξε μας κάτι, Ερμιόνη» της έλεγε η μάνα της.
Αμέσως αυτή καθόταν στο πιάνο και κλειδοκυμβάλιζε «Φουρ Ελιζ» παίρνοντας όλα τα συχαρίκια. Την άλλη εβδομάδα που ξαναπήγαμε στις γιατρίνας, η κόρη της ξανακυμβάλισε το ίδιο μουζικάντι.
«Πες μας, Ερμιόνη, ένα ποίημα από το σχολείο σου».
Αμέσως αυτή στεκόταν ορθή κι έλεγε χωρίς ανάσα, Θεός ξέρει τι, κάτι στίχους με ρίμες. Τι καμάρι! Μιλάει και γαλλικά, ζωγραφίζει ποταμάκια, τραγουδάει από το Ωδείο.
Η γιατρίνα κι η Ερμιόνη ήταν οι πρώτες γνήσιες Σμυρνιές που έκαναν την εμφάνισή τους στη δεκάχρονη ζωή μου. Καθαρές, ασπροντυμένες, με ταφτάδες και σε σπίτι αληθινό. Με κουρτίνες, κοφτά, κεντίδια, σκάλες και αντρεσόλι για το δουλικό. Η γιατρίνα κι η Ερμιόνη σερβίρανε το τσάι σε πορσελάνινο σερβίτσιο, τα γλυκά σε ασημένια πιατάκια κι ασημένια κουταλάκια. Αλλά τέτοια είχε και η Φούλα.
«Το πρώτο πράγμα που θα πάρω» έκανε σχέδια η Ευταλία, «είναι σερβίτσιο του τσαγιού από φαρφουρί. Το λαχταράει η ψυχή μου. Αύριο θα κατέβω στην Ευρωπαϊκή Οδό».
Αλλά σα γύριζαν από της γιατρίνας στο φτωχομαχαλά κι έμπαιναν στο σπίτι τους, η σκέψη του σερβίτσιου του τσαγιού έσβηνε. Σαν παράταιρο θα ήταν εκεί μέσα.
«Σπίτι θέλουμε πρώτα που να του ταιριάζει».
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 51-53
Στου Χατζηφράγκου...
Άνοιξε το Τριώδι.
Τα κοριτσάκια του μαχαλά ντυθήκανε κουδουνάτοι με ό,τι παλιατσαρίες βρεθήκανε μες στα φορτσέρια. Τ’ αγόρια, με μια μουτσούνα μακρομύτα το σκάζανε σε άλλους μαχαλάδες για να ’χουνε πιο το ελεύθερο, βγήκανε βόλτα οι αραμπάδες με το τουμπελέκι, εριμιόλα ειβαλά, το γαϊτανάκι, ο ξυλοπόδαρος και όλα συνηθισμένα της απόκριας — το βραδάκι, εδώ κι εκεί, μια κιθάρα ή ένα μαντολίνο, τη νύχτα πληθαίνανε οι πατινάδες κ’ ήτανε όμορφα να σε ξυπνάει, τα χαράματα, έν’ αργοπορημένο από τον έρωτα και μερακλίδικο βιολί με συνοδεία σαντούρι, κι όσο παιδί κι αν ήσουνα λίγωνε η καρδιά σου κι έπλαθες όνειρα πάνω που σε ξανάπαιρνε ο ύπνος. Κι ο Τσουρτσούρας, ο κλεφτοσκυλάς, ανέβαζε σε ανοιχτή καρότσα ένα οργανάκι μαζί με τον οργανατζή, γυρόφερνε τα σοκάκια, μέρα μεσημέρι, κοκκινομύτης, θρονιασμένος επίσημος και σοβαρός, όπως πάντα σαν ήτανε σκνίπα στο μεθύσι. Και τ’ οργανάκι έπαιζε Λουτσία ντι Λαμερμούρ.
Φέτος πρωτακούστηκε στο μαχαλά το μερακλίδικο τραγούδι:
Είσ’ εσύ δι’ εμένα ο κόσμος,
είσ’ εσύ δι’ εμένα θησαυρός…κι εκείνο το άλλο το σέρτικο:
Άδικά ’τανε τα λόγια,
άδικα και τα φιλιά,
μέσα στην καρδιά σου, δόλια,
είχες όχεντρας φωλιά.Μα το μεγάλο γλέντι ολάκερης της πολιτείας ήτανε το απόγεμα της τελευταίας Κυριακής. Αυθόρμητο, δίχως καμιά διοργάνωση και κομιτάτα. Ένα ξεχείλισμα χαράς, ένα κουβαρνταλίκι.
Ο κόσμος ξεχυνότανε στους δρόμους ακολουθώντας μια ορισμένη διαδρομή: Τράσα, πλατεία Μπελλαβίστα, έστριβε κι έβγαινε στο Χαλεπλί, Ζέρβα Φούρνο, Κατιρτζόγλου, Μπογιατζίδικα, και πάλι Τράσα και συνέχεια, κάπου τρία χιλιόμετρα όλα μαζί που τα ’φερνες γύρα δυο τρεις φορές — από του Ζέρβα κλαδιζόσουνα και στο Φαρδύ του Αι-Δημήτρη, αν είχες καμιά γιαβουκλού να της πετάξεις ένα μπουκετάκι μενεξέδες ή ένα διπλό ζουμπούλι, κι ακόμα παραπέρα στο Φαρδύ της Αρμενιάς αν γλυκοκοίταζες καμιά Αρμενοπούλα: τη μέρα εκείνη, μηδέν παρεξήγηση απ’ τους δικούς τους.
Πήχτρα ο κόσμος κ’ οι καρότσες. Ο κυρ Αργύρης ο ταβερνάρης με την παρέα του, ντυμένοι φουστανελάδες, πάνω στ’ αλόγατα, άλλοι φουστανελάδες, πεζοί και καβαλάρηδες, βλαχοπούλες, ναύαρχοι, στρατηγοί, ντόμινα, παλιάτσοι, κολομπίνες, αρλεκίνοι, πεζούρα ή μέσα σε καρότσες, μουσικές — γυναικόκοσμος, ομορφόκοσμος μαζεμένος στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, βροχή λουλούδια, σερπαντίνες, κονφετί, στις οξώπορτες αφράτα δουλικά, τσαμπούρνες, μπαλόνια σκάζανε, σφυρίχτρες που ξετυλίγονταν σα σφύριζες και βρίσκανε κατάμουτρα τον καρσινό σου, χλαλοή, στα τρίστρατα μορτάκια με χαρτοσακούλες γεμάτες λόπια παραμονεύανε ποιος θα περάσει με μπομπέ: βουρ! και τα λόπια κροταλίζανε πάνω στο σκληρό καπέλο και κοκκινίζανε το σβέρκο του λιμοκοντόρου —μια τρέλα, μια χρυσόσκονη, ένα κεφάτο ρεμπελιό τυλίγανε την πολιτεία.
Και μέσα σ’ αυτό το πατιρντί, σε μια ανοιχτή καρότσα που τη σέρνανε δυο γυαλιστερά αλόγατα, καράδες, στεφανωμένα με χάρτινα λουλούδια άσπρα και γαλάζια, συνεπαρμένοι και άλαλοι, ο Γιακουμής και η Κατερινούλα — η Κατερινούλα δίχως το κίτρινο γατί στην αγκαλιά, για μια φορά. Ο νουνός της και θείος της μαζί, ένας μπεκιάρης σαρανταρίτης, καροτσιέρης του Φασουλά με δικιά του καρότσα, είχε τάξει της Κατερινούλας να τη βγάζει σεργιάνι με την καρότσα κάθε χρόνο στα γενέθλιά της. Και σύμπτωση , φέτος, τα γενέθλιά της πέσανε την τελευταία Κυριακή της απόκριας. Ο μπαρμπα-Κωστής το συλλογίστηκε λιγάκι, γιατί, μέρα που ήτανε, αν έπαιρνε αγώι, μπορεί να ’βγαζε και μια χρυσή λιρίτσα. Μα το τάξιμο, τάξιμο. Είχε και αδυναμία στην ανιψιά του.
Η Κατερίνα είχε βάλει όρο να την παίρνει μονάχη της σεργιάνι, σα μεγάλη κυρία, δίχως τη μητέρα και τον πατέρα της. Λοιπόν, τρεις και μισή το απόγεμα, οι γειτόνισσες είχανε βγει στις πόρτες να δούνε την Κατερινούλα ν’ ανεβαίνει στην καρότσα.
—Και νύφη! Και νύφη! της φωνάζανε, όσο καμάρωνε η μητέρα της.
Ξεκινήσανε. Καθώς περνούσανε απ’ το Φαρδύ του Αι-Γιάννη για να βγουν στη Μπελλαβίστα, το μάτι της Κατερίνας πήρε το Γιακουμή, που ’τρεχε να προφτάσει την παρέα του.
—Μπάρμπα Κωστή! Στάσου! Σταμάτα! φώναξε του θειού της. Εκείνος κράτησε τ’ αλόγατα, κι από το ψηλό του κάθισμα γύρισε το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει.
—Μπάρμπα Κωστή, να πάρομε το Γιακουμή; Ε, Γιακουμή! φώναξε δίχως να περιμένει απάντηση. Εδώ! Έλα δω, ανέβα στην καρότσα.
—Μα εσύ δεν ήθελες να σε βγάζω μονάχη, σαν κοκόνα; διαμαρτυρήθηκε ο θειός της.
—Σήμερα είναι απόκριες.
—Καβαλιέρο που τον διάλεξες! γκρίνιασε ο μπάρμπα Κωστής, που το φτωχικό ντύσιμο και η αδυναμιά του Γιακουμή δεν του γεμίσανε το μάτι. —Ας είναι. Ανέβα, βρε πιτσιλήθρα, είπε του Γιακουμή, που στεκότανε σα χαζός.
Και τώρα, καταμεσής στα Τράσα, τα δυο παιδιά κάθονταν αμίλητα. Η Κατερίνα με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά της, σαστισμένη, αφαιρεμένη, πρώτη φορά μέσα σε τέτοιο ταβατούρι, ο Γιακουμής μαζεμένος στη γωνιά του, άπραγος από καρότσα. Κρατούσανε κ’ οι δυο στο χέρι από μια σακουλίτσα κονφετί, που τους είχε αγοράσει ο μπάρμπα Κωστής.
Γύρισε το κεφάλι του:
—Γιατί δε μιλάτε, βρε κουτάβια; Τι συλλογιέστε σα ντερβίσηδες;
Η Κατερινούλα είπε:
—Συλλογιέμαι την ευτυχία.
Το μπαγάσικο! μουρμούρισε από μέσα του ο μπάρμπα Κωστής, μιλάει σα μεγάλη. Ύστερα είπε φωναχτά:
—Βρε γέλα! Είν’ απόκριες! Πέταξε κονφετί!… Ε! Βάρδα μπρος!
Τα δυο παιδιά κοιταχτήκανε, γελάσανε, βγάλανε από μια φούχτα κονφετί και τα πετάξανε το ένα στ’ άλλο και τα μαλλιά τους γεμίσανε πολύχρωμα χαρτάκια. Αυτό ’τανε. Ξεθαρρέψανε, πειράζανε τις κουδουνάτοι, ο μπάρμπα Κωστής τσακωνότανε με όποιους θυμώνανε και βρίζανε τα παιδιά, τους φοβέριζε με το καμουτσί. —Κοίτα τούτον εδώ το φούσκα! Κοίτα εκείνον το γλίτση! φωνάζανε τα παιδιά— μαζεύανε τις σερπαντίνες που πέφτανε μισοξετύλιχτες μες στην καρότσα και τις ξαναπετούσανε, κάνανε σα μεθυσμένα, κάποιος από ένα μπαλκόνι πέταξε μια κόκκινη καμέλια και φώναξε γελώντας: —Για τη δεσποινίδα με την κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά! —μα δε σημάδεψε καλά, κ’ η καμέλια έπεσε πίσω από την καρότσα. —Στάσου, μπάρμπα Κωστή! φώναξε η Κατερίνα, μα η καμέλια είχε κιόλα τσαλαπατηθεί, πίσω ερχότανε άλλη καρότσα, μέσα στην ίδια ζούρλια, η ντελμπεντέρισσα πολιτεία φόραγε στραβά τη σκούφια της, μια τρίτη βόλτα — και ξαφνικά τα δυο παιδιά χάσανε το κέφι τους, καθόντανε σα μουδιασμένα, γιατί ανάψανε τα φανάρια στα σοκάκια, καίγανε κάπου κάπου, από παράθυρα, ένα βεγγαλικό και ήτανε τόσο χλωμά, το φως των φαναριών και τα βεγγαλικά μέσα στο σούρουπο, και τόσο μελαγχολικά, και τότε προσέξανε πως είχε αραιώσει ο κόσμος, αλήθεια, σχεδόν είχαν αδειάσει τα σοκάκια, πως δεν το πήρανε είδηση, και σα φτάσανε κοντά στο χάνι του Φασουλά, ο μπάρμπα Κωστής κράτησε τ’ αλόγατα, γύρισε το κεφάλι του και είπε:
—Τέλος. Ο κάθε κατεργάρης στο μπάνκο του.
Τ’ αλόγατα, είπε, ήτανε κουρασμένα, έπρεπε να τα ξεζέψει και να τα βάλει στο παχνί. —Και ύστερα θα σε πάω…
—Μη νοιάζεσαι, μπάρμπα Κωστή, τον έκοψε η Κατερίνα. Θα με πάει στο σπίτι ο Γιακουμής.
Ο θειός κοίταξε το Γιακουμή με αμφιβολία:
—Είσαι άξιος να φυλάγεις το κορίτσι;
—Ο Γιακουμής; πετάχτηκε η Κατερίνα. Έδειρε μια φορά ένα μεγάλο αγόρι που με ’πε παλαβή — κι έκανε το μάτι του Γιακουμή.
Ανέβηκε στο μπροστινό καναπεδάκι, αγκάλιασε το θειό της και τον φίλησε στα δυο μάγουλα.
—Μαργιόλα, μουρμούρισε ο μπάρμπα Κωστής.
Τα δυο παιδιά πήρανε το δρόμο για το γυρισμό. Τα Τράσα ήτανε στρωμένα με κονφετί, σερπαντίνες, αδειανές χαρτοσακούλες, μαραμένα λουλούδια, τσαλαπατημένες καβαλίνες. Είχε σκοτεινιάσει πια. Τα φανάρια φέγγανε λιγότερο μελαγχολικά.
Ο κάθε κατεργάρης στο μπάνκο του. Μια δυο παρέες κουδουνάτοι, τσαλακωμένοι, σέρνανε άκεφα τα ποδάρια τους, αναρωτιόσουνα που να πηγαίνανε. Σε πολλά σπίτια, η σάλα, στο ισόγειο, ήτανε φωτισμένη, αλλού έρημη, αλλού ένα δυο άντρες, μια δυο γυναίκες, κουβεντιάζανε κουρασμένα ή σωπαίνανε, ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες. Δουλικά φροκαλούσανε τις μαρμαροστρωμένες αυλές —σήμερα τις λένε χωλ— κι αυτές γεμάτες φρόκαλα και κονφετί. Μια πολίτσια με δυο ζαντάρμες περιπολούσανε, μπαϊραμντάν σόνρα. Σε μια σάλα, μια κοπέλα, μονάχη, καθότανε στο πιάνο κι έπαιζε, με την πλάτη γυρισμένη, ένα κομμάτι όλο τρίλιες. Τα δυο παιδιά σιμώσανε στο χαμηλό παράθυρο, ακουμπήσανε τους αγκώνες στο πρεβάζι κι ακούγανε τη μουσική μέσ’ από τα σφαλιχτά τζάμια. Πλάι στον αγκώνα του Γιακουμή, παραπεσμένη, κειτότανε μια κόκκινη καμέλια, σε κάπως καλή κατάσταση. Την πήρε, τη φύσηξε για να τη φρεσκάρει, και την πρόσφερε στην Κατερίνα, που αφαιρεμένη, παρακολουθούσε τα χέρια της κοπέλας όποτε ξεπροβάλλανε, δεξιά ζερβά, πάνω στα κόκαλα του πιάνου.
—Α! έκανε η Κατερινούλα.
Κοίταζε την κόκκινη καμέλια, εκστατική — και ξαφνικά τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό για να του χαμηλώσει το κεφάλι, και τον φίλησε στο μάγουλο.
Την άλλη μέρα, Καθαρή Δευτέρα, οι τουρκογύφτισσες, κλαδωτές, σεινάμενες κουνάμενες πάνω στα ψηλά τακούνια τους, πήρανε τα σοκάκια πρωί πρωί, ζητιανεύοντας τ’ αποκριάτικα αποφάγια.
—Μάντζα, κοκόνα, μάντζα!
—Μάντζα, μακαρόνια, μάντζα!
Κι ο ουρανός γέμισε τσερκένια, που κορωνίζανε, ψηλά, χωνεμένα μέσα στο γαλάζιο.
Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι αγναντεύεις τ’ άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά και ατσαλένια.
Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Η Μιριάμ στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Τα απογευματινά αρώματα όρμησαν στο κλειστό δωμάτιο. Τρύπωσαν και οι ηλιαχτίδες που έγερναν στη δύση. Για μια στιγμή ένιωσε όπως τότε. Τότε που όλη η οικογένεια, όλο το σπιτικό, ετοιμαζόταν για τη μεγάλη γιορτή του Πάσχα. Τότε. Τίποτα δεν ήταν όπως τότε.
Είχε στολίσει ένα μικρό καραβάκι, ένα τρεχαντήρι με γιρλάντες, όπως εκείνα που κρατούσαν τα παιδιά όταν έβγαιναν να πουν τα κάλαντα. Είχε ετοιμάσει μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πασχαλιάτικα τσουρέκια. Κυρίως τα τσουρέκια είχαν μεγάλη επιτυχία.
Ακόμα και η Φατιμά τα θαύμασε:
- Χρυσοχέρα είσαι, κυρά μου. Ούτε της αφέντρας δε φούσκωναν έτσι! της είπε με θαυμασμό. Και η μαστίχα που έβαλες…μοσχοβολάνε. Την κοίταξε κατάματα και πρόσθεσε με νόημα: Όταν γυρίσει θα της το πω. Να χαρεί. Ε, ας ζηλέψει και λίγο, δεν πειράζει.
Η πιστή Φατιμά τους αγαπούσε όλους. «Γρήγορα θα γυρίσουν τ’ αφεντικά», έλεγε και ξανάλεγε. «Σας το λέει η Φατιμά, και να μου το θυμηθείτε». Ήθελε να κρατήσει την οικογένεια, το σπιτικό όπως ήταν.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, σκέφτηκε η Μιριάμ, θα έβαφε και αβγά. Όπως έκανε κάθε χρόνο και η μητέρα. Της το είχε υποσχεθεί.
Τίποτα δε θα άλλαζε στο σπιτικό τους. Και είχε κρατήσει την υπόσχεσή της.
Στη σκέψη αυτή χαμογέλασε πονηρά. Είχε στείλει την παραδουλεύτρα σε όλα τα μαγαζιά της Σμύρνης να βρει καλή κόκκινη μπογιά, ευρωπαϊκή. Αυτή τη χρονιά θα έβαζε τα δυνατά της να πετύχει το βάψιμο των αβγών. Ήταν ο μεγάλος καημός της μητέρας της. Ποτέ δεν είχε καταφέρει να τους δώσει το χρώμα που ήθελε.
Πήρε βαθιά αναπνοή. Είχε καιρό να σταθεί στο παραθύρι, αυτή που, πού την έχανες πού την έβρισκες, όλο στο παράθυρο ήταν.
«Μιριάμ, κλείσε το παράθυρο και έλα να διαβάσεις!» της φώναζε.
«Μιριάμ, έλα μέσα να βοηθήσεις στο σιδέρωμα».
Σαν να την άκουγε. Αν ήταν από κάποια μεριά να δει πόσο καλή νοικοκυρά είχε γίνει! Θα χαιρόταν.
«Να μπορούσα να της στείλω μερικά αβγά», σκέφτηκε, να δώσει και στον πατέρα. Θα του επέτρεπαν άραγε;»
Είχε περάσει περισσότερο από χρόνος, δεκατέσσερις μήνες και… από τότε που τον συνέλαβαν. Η μητέρα έμενε μόνιμα πια στους Γιακουμήδες, συγγενείς του πατέρα του Αλέξη, για να μπορεί να τον βλέπει. Τα μηνύματα που τους έστελνε σύντομα, χωρίς λεπτομέρειες. «Είμαστε καλά. Η δίκη δε θ’ αργήσει άλλο. Ο πατέρας σας σάς στέλνει την αγάπη του, τον είδα προχθές». Φοβόταν να στείλει γράμμα.
- Για να αργεί η δίκη πάει να πει ότι δεν μπορούν να στηρίξουν σοβαρή κατηγορία, της είχε πει ο Αλέξης, να δεις που τελικά θα τον αθωώσουν.
- Οι Τούρκοι να τον αθωώσουν;
- Μην ξεχνάς ότι θα τον στείλουν σε διεθνές δικαστήριο. Είναι αυστριακός υπήκοος. Διαφορετικά…
Έκανε αυθόρμητα το σταυρό της. Κάθε φορά που σκεφτόταν τους γονείς της, κάτι μέσα της τής έλεγε πως δε θα τους ξανάβλεπε ποτέ πια.
Ασκερέζ γκιτίορουζ*
Η καμπάνα της Αγίας Φωτεινής ακούστηκε να χτυπά τον εσπερινό. Είχε κάτι το μελαγχολικό. Και τι δεν ήταν μελαγχολικό στη Σμύρνη εκείνη την εποχή: Ήταν μια έρημη πόλη η άλλοτε πολυθόρυβη Γκιαούρ Ιζμίρ. Λιγοστοί αυτοί που κυκλοφορούσαν στους δρόμους, κι αυτοί προχωρούσαν σκυφτοί, βιαστικοί. Και όταν έπεφτε ο ήλιος, όλοι έτρεχαν να κρυφτούν στα σπίτια τους. Άδειο και το θέατρο. Ποιος είχε όρεξη για γλέντια;Ήταν μια πόλη-φάντασμα. Και οι Σμυρνιοί τα φαντάσματά της.
Ασκερέζ γκιτίορουζ. «Πάμε στρατιώτες, επιστράτευση». Μόλις βγήκε το φιρμάνι, η πόλη άρχισε να αδειάζει. Τις πρώτες ώρες, τις πρώτες μέρες, οι Ρωμιοί σκέφτηκαν πως αφορούσε μόνον όσους ήταν σε στρατεύσιμη ηλικία. Πάγωσαν όταν διάβασαν ότι επιστρατεύονταν όλοι οι άντρες 18-40. Οι πιο εύποροι ήλπισαν πως θα γλίτωναν πληρώνοντας το πατέλι, το αντισήκωμα, κι ας είχε ανέβει στις 1.000 λίρες. Κι όταν έμαθαν ότι τους έστελναν στο Αμελέ Ταμπουρού, κρύφτηκαν. Τότε άρχισαν τα μπλόκα.
Μόλις έπεφτε το σκοτάδι έζωναν πότε τον Φασουλά, πότε τα Μορτάκια, τα Ταμπάχανα. Δεν υπήρχε συνοικία της πόλης που να ήταν ασφαλής. Όλοι οι άντρες, από 20 μέχρι 40 χρόνων, κινδύνευαν να βρεθούν στα Αμελέ Ταμπουρού, τα περιβόητα τάγματα εργασίας. Έδρα τους ο στρατώνας του Μπεϊλέρ Σοκάκ, συγκέντρωναν όλους τους ανυπότακτους. Τους μαστίγωναν, τους βασάνιζαν μέχρι θανάτου, να μαρτυρήσουν κι άλλους ανυπότακτους. Οι κραυγές τους αντηχούσαν σε όλη τη συνοικία. Και μόνον η λέξη «Μπεϊλέρ Σοκάκ» σκορπούσε τον τρόμο. Όποιος περνούσε το κατώφλι τον έκλαιγαν σαν πεθαμένο.
Δεν έβγαινε από το σπίτι η Μιριάμ. Μα η Φατιμά, που ήξερε οτιδήποτε γινόταν, της έλεγε φοβερά πράγματα. Οι τακτικοί κύκλωναν μια συνοικία, και οι τσέτες ορμούσαν στα σπίτια. Έψαχναν παντού, στα ταβάνια, στις σοφίτες, στα υπόγεια, ακόμα και στα πηγάδια και στους βόθρους. Ούτε τα νεκροταφεία γλίτωσαν. Άνοιξαν κενοτάφια, και τάφους ακόμα, ψάχνοντας για στρατεύσιμους γκιαούρηδες.
Δεν ήταν σίγουροι ούτε αυτοί που είχαν πληρώσει το πατέλι, το αντισήκωμα, το φόρο που τους εξαιρούσε από τη στρατιωτική θητεία. Δεν το είχε σε τίποτα ο τσέτης να σκίσει το χαρτί και να τον σύρει στο Μπεϊλέρ Σοκάκ, εκεί που έκλειναν τους ανυπότακτους. Και μετά…
- Τους Τούρκους λέμε μπουνταλάδες, μα εμείς είμαστε το ίδιο και χειρότεροι, γκρίνιαζε ο Αλέξης. Στον ύπνο τούς έπιασε τους περισσότερους.
Χάθηκαν οι άντρες από τους δρόμους της Σμύρνης. Χιλιάδες πλημμύρισαν τα κοντινά νησιά. Έλειψαν και οι μεγαλύτεροι. Το εμπόριο, οι δουλειές είχαν νεκρωθεί. Άπραγα τα καράβια στο λιμάνι. Δεν υπήρχαν χέρια να τα φορτώσουν, δεν υπήρχαν εμπορεύματα να γεμίσουν τα αμπάρια τους. Μόνο κανένας φυγόστρατος, αν τα κατάφερνε να ξεγλιστρήσει από τα μπλόκα, αναζητώντας σωτηρία σε άλλη στεριά.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 168-170.
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1921Όταν γύρισε από την Αθήνα ο Χρήστος, βρήκε τη Σμύρνη καταστόλιστη για το καρναβάλι. Το λιμάνι ακτινοβολούσε στο φως του ήλιου. Από το κιόσκι των διαβατηρίων ακουγόντουσαν τα κουδούνια από τα τρόλεϊ.
Ρίχνοντας το κεφάλι πίσω, ο Χρήστος ανάπνευσε βαθιά τον χειμωνιάτικο αέρα, που μύριζε καπνό, τερεβινθίνη και μαστίχα. Τι καλά που είναι να βρίσκεσαι πάλι σ’ αυτή τη σφριγηλή και ώριμη ασιατική ατμόσφαιρα, τόσο αντίθετη με τον ξερό και άγονο αέρα της Αττικής. Οι μήνες που πέρασε στην παλιά Ελλάδα, ήταν όχι μόνο άκαρποι, αλλά τον είχαν εξαντλήσει. Ένιωθε ότι του χρειαζόταν να ξαναβρεί τη δραστηριότητα και την ενεργητικότητά του. Ήταν αρκετό να πατήσει ξανά το πόδι του στη Σμύρνη, για να νιώσει και πάλι τις αρτηρίες του να πάλλουν και την καρδιά του να φτερουγίζει, καθώς σκέφτηκε τις Απόκριες, το Καρναβάλι.
Φυσικά δεν ήταν παιδαρέλι να τρέχει στους δρόμους μασκαρεμένος, με την καραμούζα και το τρίγωνο, ζητώντας ζαχαρωτά κάτω από τα παράθυρα των κοριτσιών. Ούτε όμως και κανένα ζαρωμένο πετσί, κανένας ξοφλημένος. Είχε ζήσει καλά στο παρελθόν τα οργιαστικά καρναβάλια στο Βουκουρέστι, στη Βάρνα και την Κωνσταντινούπολη, τα μεθύσια και τους χορούς στους δρόμους και τα καμπαρέ, μ’ ένα πλήθος από εύθυμες παρέες νέους και νέες και γέρους, το ξεφάντωμα της ψυχής και της σάρκας, που πάντοτε ενεργούσε σαν αντίδοτο στη σκληρή και άχαρη ζωή του περιπλανώμενου, σαν κάθαρση, ένας εξαγνισμός. Και τώρα, με το θέλημα του Θεού θα έβγαινε παρέα με τη γυναίκα του και την κόρη του και τον αρραβωνιαστικό της, όλοι μαζί στους δρόμους και τα χορευτικά κέντρα, γυρίζοντας τις ροκάνες, χορεύοντας κάτω από ένα σύννεφο από κομφετί και χαρτοπόλεμο, ντυμένοι με βελούδινα ντόμινα, χαρούμενοι και γελαστοί ξεχνώντας για λίγο τις αγωνίες του πολέμου και την πολιτική.
Το αμάξι του πέρασε από το Σπλέντιτ Πάλας που ήταν στολισμένο με πολύχρωμες ταινίες, το Σπόρτινγκ Κλάμπ, το Θέατρο της Σμύρνης, το Δανικό Προξενείο. Ύστερα από λίγο ο Χρήστος αντίκρισε την κομψή πρόσοψη, σε αγγλικό στυλ, του σπιτιού του. Έτσι, ξαφνικά, θυμήθηκε τις διαισθήσεις της Σοφίας και η χαρά του βυθίστηκε σ’ έναν περίεργο φόβο και αγωνία. Ιδρώτας τον περιέλουσε.
Ανέβηκε τις σκάλες τρέχοντας και χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά του τόσο δυνατά που τα τζάμια έτριξαν. Ένας ξεραμένος Μάης που κρεμόταν από ένα καρφί, έπεσε άψυχα στο έδαφος.
Η Σοφία κατέβηκε σιγά, κρατώντας ένα μαντήλι στο στόμα της. Μόλις έφτασε στο τελευταίο σκαλοπάτι, έριξε τα χέρια γύρω από το λαιμό του Χρήστου και άρχισε να κλαίει.
Ο Χρήστος αισθάνθηκε την καρδιά του να τον αφήνει.
- Ο Γιώργος; Ρώτησε με πνιγμένη φωνή.
- Όχι.
- Ο Δημήτρης;
- Όχι, όχι. Και οι δυο είναι καλά.
Έβαλε ξαφνικά το δάχτυλο στα χείλη της. Κοίταξε γύρω φευγαλέα, ύστερα πήγε κι έκλεισε την πόρτα της κουζίνας. Στάθηκε ακόμη λίγο κι αφουγκράστηκε. Ύστερα πήρε τον Χρήστο από το χέρι και τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη. Ακούμπησε σε μια βιτρίνα και σκούπισε τα μάτια της.
- Ω, Χρηστάκη, τι καταστροφή. Φωτιά έπεσε και μας έκαψε.
Το δέρμα της Σοφίας είχε γεμίσει από καφετιούς και κίτρινους λεκέδες. Τα μάτια της ήταν στεφανωμένα από μαύρες σκιές. Παίρνοντας το χέρι του Χρήστου, τον τράβηξε κοντά της.
- Η κόρη σου.
- Συμβαίνει τίποτα με την Ελένη;
- Έχασε δυο περιόδους, ίσως τρεις… Δεν είναι καθόλου κανονική.
Και η Σοφία ξέσπασε σε λυγμούς. Πήγε προς το παράθυρο, κοίταξε έξω. Φύσηξε τη μύτη της. Μεγάλα κύματα φούσκωναν κι έσπαγαν στην προβλήτα. Ένα κάτασπρο βουνό από αφρούς κατάβρεχε με ορμή την προκυμαία που γυάλιζε σαν ένα τεράστιο ψάρι. Όλα τα πολεμικά ήταν κατάφωτα με μπλε και κίτρινα φώτα για τη γιορτή του καρναβαλιού. Στη σκιά του δειλινού που έπεφτε, ο ουρανός πέρα στο βάθος, είχε μιαν απόχρωση χαλκού.
Ο Χρήστος έσφιξε το κεφάλι με τα χέρια του.
- Πουτάνα, ψιθύρισε, κάτω από την αναπνοή του, και ύστερα δυνατότερα. Είσαι βέβαιη;
- Ένα κορίτσι δεν βγάζει τέτοια πράγματα από τη φαντασία του.
- Α, στο είπε η ίδια; Μα την εξέτασε κανένας;
- Όχι βέβαια, καμιά από τις μαμές της Σμύρνης. Θάταν το ίδιο σα να το βγάζαμε ντελάλι από το βουνό Πάγος.
- Τότε εσύ ή η Πολυξένη.
- Κανένας άλλος δεν το ξέρει εκτός από σένα.
- Επουράνιε Θεέ, είπε ο Χρήστος. Κάθισε στο σοφά από αλογότριχες, που ήταν μοντέρνος ευρωπαϊκός και καθόλου αναπαυτικός. Τον είχε αγοράσει η Σοφία πριν λίγα χρόνια όταν την είχε πιάσει η γαλλομανία της.
- Πώς; για όνομα του Θεού…
- Αυτό δεν το καταλαβαίνω, μουρμούρισε η Σοφία. Εσύ το καταλαβαίνεις;
Ύστερα συνέχισε κουρασμένα:
- Φαίνεται πως οι άνθρωποι χάσανε την αξιοπρέπειά τους. Στην ηλικία μου ήμασταν τόσο αθώες. Αν κανένας νοστιμούλης μου προσέφερε άνθη, ήμουνα ζαλισμένη για μια βδομάδα.
Σταμάτησε κι αναστέναξε. Εκείνος ο καιρός είχε φύγει πια μια για πάντα. Τότε, ένα κορίτσι σαν την Ελένη, ήσυχο και καλοαναθρεμμένο, παντρευόταν συνήθως σε ηλικία δέκα έξη χρόνων αν προηγουμένως, βέβαια, δεν την είχε προσέξει κανένας Πασάς, μ’ έναν καθώς πρέπει κύριο γύρω στα σαράντα πέντε. Κάποιο μεγαλέμπορο, ή εφοπλιστή, ένα δεύτερο πατέρα, όπως υπήρξε ο Χρήστος για τη Σοφία. Κάποιον που θα της συμπεριφερόταν σα νάταν κόρη του, την ημέρα τουλάχιστο, και που, θα την γέμιζε παιδιά.
- Ήμασταν τόσο απλοί. Δεν μιλάγαμε τότε για πολιτική και πολέμους και σφαγές. Εμείς πηγαίναμε στην εκκλησία μας, οι Τούρκοι στο τζαμί τους. όλα ήταν ειρηνικά, όχι βρωμερή πολιτική, όχι πόλεμοι και αγριότητες κι ανηθικότητα κάθε είδους… Δεν το καταλαβαίνω. Όταν ήμουν κοπέλα δεν μας επέτρεπαν να καθίσουμε στο ίδιο δωμάτιο μ’ ένα νέο. Πολύ περισσότερο να τον αγγίξουμε, να τον φιλήσουμε ή να παίξουμε μαζί του, ούτε εκείνος να μαλάξει τα κρυφά μέρη του κορμιού μας, σα να είμαστε κανένα κομμάτι πηλός.
Ξαφνικά ο Χρήστος σήκωσε το κεφάλι του.
- Μα ποιος να είναι αυτός;
- Τι εννοείς; είπε η Σοφία κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Μπας και νομίζεις ότι ήταν ο νυχτοφύλακας;
Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν και εκείνη χαμογέλασε κουρασμένα.
- Νόμισες ότι ήταν κανένας ουδέτερος σαν τον Άγιο Γρηγόριο;
- Ω, Θεέ μου, είπε ο Χρήστος. Ομολόγησε ποιος είναι;
- Αρνείται να πει τ’ όνομά του, αλλά είναι φανερό. Η Πολυξένη λέει ότι τριγυρνούσε εδώ σαν κεραμιδόγατος μέρα και νύχτα, όταν εμείς λείπαμε. Πέντε μήνες ήταν πολύς καιρός μακριά από το σπίτι μας. Το αισθάνθηκα κάποτε, θυμάσαι που στο είπα;
Ο Χρήστος κούνησε το χέρι του. Σιχαινόταν να του θυμίζουν τι είχαν πει οι άλλοι στο παρελθόν.
- Τουλάχιστο ξέρουμε ποιος είναι, είπε. Ξέρουμε ότι δεν είναι κανένας άγριος.
Η Σοφία σήκωσε τους ώμους της σα να την έπιασε ρίγος.
- Και καλύτερα που το ξέρουμε τώρα που είναι ακόμα καιρός πριν αρχίσει το καρναβάλι. Μπορώ να τον φέρω πίσω στη Σμύρνη σε μια ή δυο μέρες. Και μπορούν να παντρευτούν αμέσως.
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
- Πότε θα γίνουν τ’ αγγελτήρια του γάμου;
- Αγαπητή μου, η εγκυμοσύνη της είναι προχωρημένη. Καλά που δεν φαίνεται ακόμα. Ή έχει… Άκουσε, η αναγγελία μπορεί να γίνει από την εκκλησία και ο γάμος να γίνει πριν από την Καθαρή Δευτέρα. Πού είναι ο νεαρός τώρα, στο Ουσάκ;
Αφηρημένα χτύπησε τον ώμο της Σοφίας.
- Άκουσε δεν είναι καμιά τραγωδία. Εξάλλου πάντοτε τον συμπαθούσα. Αντιπροσωπεύει έναν ωραίο τύπο χριστιανού άντρα, είναι τολμηρός, θαρραλέος…
- Ω, σε παρακαλώ απάντησε η Σοφία κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια της.
Ο Χρήστος την άφησε καθισμένη στο παράθυρο, με το κεφάλι χαμηλωμένο, χαμένη στις αναμνήσεις, του παρελθόντος, όταν τα κορίτσια ήσαν ντροπαλά, αμόρφωτα, φορούσαν σκουφάκια κεντημένα με φλουριά, και δεν είχαν τα χέρια ελεύθερα να παίζουν ερωτοπαίχνιδα με άγνωστους νέους.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 273-277
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Ένα μυστικό
Μόνον όταν ξεπούλαγε όλη τη σοδειά, ο Φερχάτ κατέβαινε από το άλογο. Έβαζε τη φουσκωτή σκελίδα των τσερκέζων, τις καλές μπότες του, και με το κεμέρι και τα ομόλογα των εμπόρων στο ζωνάρι κατέβαινε στη Σμύρνη.
Τον ήξεραν οι υπάλληλοι στη Γαλλική Τράπεζα και μόλις τον έβλεπαν έκαναν τεμενάδες. Δεν είχαν δει ποτέ στα μάτια τους τον Γιάννη τον Υψηλάντη, κι ας ήταν σ’ αυτουνού το λογαριασμό όλο το κεμέρι. Αλλά ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες τους και ακολουθούσαν πιστά τις εντολές του.
Μόλις έβλεπαν την Φερχάτ ετοίμαζαν ένα πουγκί με 3.000 χρυσές τουρκικές λίρες. Θα ήταν, έκαναν τη σκέψη, για τον πελάτη τους, για τα έξοδά του.
Δεν του άρεσε η Σμύρνη του Φερχάτ, δεν του άρεσε καμιά πόλη. Πνιγόταν. Ο θόρυβος, οι φωνές τον ζάλιζαν. Οι μυρωδιές, ανακατεμένες με τα χνότα των ανθρώπων, τον ανακάτευαν. Δεν έφευγε όμως αμέσως. Τραβούσε κατά το γεφύρι των καραβανιών, στον καφενέ ενός φίλου του. Παράγγελνε τον καφέ του και ρουφούσε το ναργιλέ του με τις ώρες, παρακολουθώντας τις καμήλες να ξαποστάζουν, μασουλώντας ασταμάτητα τα χορταρικά που τους πετούσαν.
«Περίεργα ζώα», σκεφτόταν, «δεν πιάνονται φίλοι όπως τα άλογα. Τεντώνεις το χέρι σου να τις ταΐσεις και το δαγκώνουν. Τραβάς το χαλινάρι να τρέξουν κι αυτές γονατίζουν. Ίσως γι’ αυτό τις προτιμούν οι Τούρκοι. Ούτε αυτοί πιάνονται φίλοι. Δεν είναι τσερκέζοι».
Ένα τσίμπημα στο στέρνο. Όποτε άφηνε στη σκέψη του να ξεχειλίσει η εχθρότητα της ράτσας του για τους οσμανλήδες, ένιωθε το ίδιο τσίμπημα και σκεφτόταν το γιο του.
Τον αγαπούσε πολύ, τον καμάρωνε. Είχε πάρει όλα τα σουσούμια του: τη λεβεντιά του, το θάρρος του. Είχε μάθει να καβαλικεύει πριν ακόμα μπουσουλήσει. Μόνο που δεν έλεγε πως είναι τσερκέζος. Η μάνα του τον είχε κάνει οσμανλή.
Έκανε πολλές σκέψεις, ανάκατες, ο Φερχάτ ρουφώντας το ναργιλέ του με τις ώρες. Μόνο σαν έπεφτε ο ήλιος άφηνε τη θέση του. Δεν είχε πει ποτέ στο φίλο του τον καφετζή πού πήγαινε. Ήταν το μυστικό του. «Χαρά στα σκέλια της χανούμισσας που θα δεχτεί τέτοιον άντρα», σκεφτόταν εκείνος δίνοντας τη δική του εξήγηση. Πού να φανταστεί…
Ο Φερχάτ έκανε πως παίρνει το δρόμο για το χάνι, όπου άφηνε το άλογό του, μα έστριβε μετά το παζάρι κι έπαιρνε το δρόμο της Αγίας Φωτεινής. Είχε καλά μετρημένα τα βήματά του. Σκοτείνιαζε σαν έφτανε στο σπίτι του δεσπότη των Ρωμιών. Τραβούσε το καμπανάκι της εξώθυρας και μόλις έβλεπε το μούτρο του καβάση έβγαζε το πουγκί με τις λίρες.
-Από τον Γιάννη το δάσκαλο, έλεγε βιαστικά κι έφευγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά.
Το υποστατικό ήταν τσαρδάκι του Φερχάτ. Εκεί κλεινόταν για να αφήσει τη φαντασία του να γυρίσει στα παλιά. Ήταν ένα μεγάλο υποστατικό, έστω κι αν χανόταν δίπλα στο επιβλητικό αρχοντικό των Υψηλάντηδων.
Είναι αλήθεια πως ο δάσκαλος τον πίεζε να μένει στο αρχοντικό. Το υποστατικό όμως του έφτανε και του περίσσευε. Είχε τρία δωμάτια το ένα δίπλα στο άλλο, και άλλα δύο δωμάτια στις άκρες, αντικριστά, και όλο το σπιτικό έκλεινε με ένα μαντρότοιχο, σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο με εσωτερική αυλή. Είχε χτιστεί έτσι ώστε οι γυναίκες του επιστάτη να μην μπλέκουν η μια στα πόδια της άλλης και τσακώνονται. Αλλά ο Φερχάτ δεν είχε πάρει δεύτερη γυναίκα, είχε μάτια μόνο για την Αΐς.
Αντικριστά τα σπιτικά όπου έμεναν οι επιστάτες, ο αποθηκάριος, οι ξυλουργοί. Και πιο πίσω ακόμα οι στάβλοι και τα αχούρια για τα ζώα.
Το αρχοντικό ήταν το καμάρι όλων τους. Δεν έμενε κανείς, αλλά κάθε μέρα άνοιγαν τα παράθυρα, σκούπιζαν τα δωμάτια, τίναζαν τα κιλίμια και γυάλιζαν τις λάμπες. Δεν έμοιαζε ούτε με τουρκικό ούτε με γκιαούρικο σπίτι. Ούτε και η σημαία, που την ανέβαζε ο ίδιος ο Φερχάτ κάθε πρωί, ήταν τουρκική
Ευρύχωρες βεράντες σε κάθε πάτωμα, και στα τρία πατώματα, μεγάλες μπαλκονόπορτες, και η στέγη κατωφερική με κόκκινο κεραμίδι και την απαραίτητη σοφίτα, που έβλεπε κανείς μόνο στα σπίτια της Ευρώπης.
Ήταν ένα από τα αρχοντικά εκείνα που είχαν χτίσει Γερμανοί, καλεσμένοι του προηγούμενου σουλτάνου για να αναδιοργανώσουν την αγροτική παραγωγή της αυτοκρατορίας. Ένα τέτοιο αρχοντικό αγόρασε και ο Γιάννης Υψηλάντης όταν ήρθε από τη Βιέννη. Και στη μεγάλη βεράντα σήκωσε την αυστριακή σημαία.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 221-223.
Τα παιδιά της Νιόβης...
27 Αυγούστου 1922
Θεέ μου, μη μου δώσεις άλλη παρόμοια μέρα! Πολλές φορές μέσα σ’ αυτό το ημερολόγιο έχω εκφραστεί με τόνο υπερβολής – είναι στο χαρακτήρα μου-, είτε σε ώρες ευτυχίας, είτε δυστυχίας. Όμως η σημερινή μέρα θα μείνει στη μνήμη μου σαν η πιο δραματική κατακλείδα του χρονικού αυτής της πενταετίας, που καταγράφω τις φάσεις του…
Απ’ την αυγή είμαστε στους δρόμους. Στη Σμύρνη δε φαίνεται να υπάρχει πια ελληνικός στρατός. Η προκυμαία μαύρη απ’ τα πλήθη. Έχουν στυλώσει τα μάτια τους στο πέλαγος και προκειμένου να φανούν τα πλοία της σωτηρίας τους. αλλά δε φθάνουν…
Βρισκόμουν έξω απ’ του «Καφέ Φώτη» με το Σοφιανόπουλο και συντάκτες της «Αμάλθειας». Ξαφνικά, ακούστηκαν κραυγές απ’ τη μεριά της Μπέλλα Βίστας: «Τούρκοι! …Τούρκοι!…». Ο κόσμος, από ένστικτο, κινήθηκε σε μιαν αλλοφροσύνη προς τη θάλασσα, προς τα ξένα πολεμικά, για να βρει προστασία. Μα τα πληρώματά τους, αδιάφορα σε ό, τι γινόταν, συνέχιζαν την καθημερινή υπηρεσία τους. πολλοί, μέσα σε κείνη την αναταραχή, πέσανε στη θάλασσα με τους μπόγους τους. Θα μένανε εκεί να πλέουν τουμπανιασμένοι για μέρες… Οι λίγοι, που κατάφεραν και πλησίασαν τα πολεμικά, δεν γίνονταν δεκτοί. Οι ναύτες τους διώχνανε οργισμένοι. Μερικοί τους ρίχνανε ζεματιστό νερό! Γρήγορα την πρώτη ορμή προς τη θάλασσα την ανάκοψε άλλη προς την αντίθετη μεριά. Καθηλωθήκαμε στα πεζοδρόμια, βουβοί απ’ τον τρόμο. Όλοι περιμέναμε πως θά’ ρχονταν μια μέρα οι τούρκοι, αλλά δε θέλαμε να το πιστέψουμε πως κάποτε θα φτάνανε… Ένα τμήμα τούρκοι ιππείς πρόβαλαν απ’ την Μπέλλα Βίστα και προχωρούσαν προς το κέντρο της προκυμαίας. Μπροστά απ’ το γαλλικό προξενείο, βλέποντας τους ένοπλους γάλλους πεζοναύτες να το φρουρούν, σταμάτησαν έτοιμοι να τους επιτεθούν. Τους είχαν πάρει για έλληνες! Ύστερα απ’ τις παρεξηγήσεις που δόθηκαν, προχώρησαν προς το διοικητήριο. Ήταν οι τσέτες του κιορ Μπεχλιβάν και λίγοι αξιωματικοί του τακτικού στρατού με στολή. Ο κιορ Μπεχλιβάν πάνω σ’ ένα ψηλό άλογο, μονόφθαλμος, ηλιοκαμένος, αγριόμορφος, με μαύρο κεφαλόδεμα, βράκες, γουρονοτσάρουχα, μάλλινη ζώνη στη μέση και στη σέλλα τα όπλα του –ζωόμορφη έκφραση πρωτόγονου, που τον κατευθύνει το κτηνώδες ένστικτο. Τον ακολουθούσε έφιππο το απόσπασμά του στην ίδια ανθρώπινη κοψιά με γουρουνοτσάρουχα, μερικοί με ελληνικά χιτώνια και κυλόττες, όπλα κρεμασμένα απ’ τους ώμους με σχοινιά και κυκλικά χατζάρια στις σέλλες τους. Μας προσπέρασαν βλοσυροί, αμίλητοι και περιφρονητικοί. Μπροστά στου «Καφέ Φώτη», όπου βρισκόμουν με την παρέα μου, σταμάτησαν σ’ ένα νεύμα νεαρού τούρκου αξιωματικού με άψογη στολή. Θα ήταν καμιά πεντακοσαριά. Παραλύσαμε απ’ τον τρόμο. Ο τούρκος αξιωματικός προχώρησε μέσα στο καφενείο. Είχε ορκιστεί, είπε γελαστός στον Μπεχλιβάν, να πιει τον καφέ του στην Γκιαούρ Σμύρνη. Την ίδια στιγμή, η μεραρχία του Νουρεντίν έμπαινε απ’ τον σταθμό του Μπασμαχανέ μέσα στις ελληνικές συνοικίες. Γυρίσαμε σπίτια μας μέσα από δρόμους έρημους. Στα Μπογιατζίδικα, ένας τούρκος ζαπτιές –απ’ αυτούς που ντύθηκαν τη στολή τους βιαστικά- τραβούσε μια νεαρή τουρκάλα απ’ τα μαλλιά, γιατί είχε βγει χωρίς φερετζέ. Μας έκανε μια βίαιη χειρονομία να απομακρυνθούμε. Τι μας περιμένει τη νύχτα, που γεννά όλα τα κακά; Τι μας περιμένει το πρωί; Θεέ μου, πολλές φορές επικαλέστηκα τη βοήθειά σου…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 346-348
Μετάβαση στο σημείο: Η προκυμαία-Το Και