Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Η προκυμαία-Το Και Λέσχη των Κυνηγών
H Λέσχη των Κυνηγών (ή και Σπίτι του Στρατιώτη) ιδρύθηκε το 1890. Διέθετε ευρύχωρη αίθουσα χορού, βιβλιοθήκη, σφαιριστήριο, καθώς και ορχήστρα. Μετά την απόβαση των Ελλήνων το 1919, στη λέσχη εγκαταστάθηκε το ελληνικό στρατηγείο της μικρασιατικής εκστρατείας.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Η τελευταία αποκριά
Μια χρυσή ηλιαχτίδα πάνω σε γαλάζιο κύμα. Το πρωινό φως που γλιστρούσε μέσα από τη γρίλια παιχνίδιζε πάνω στο γυαλιστερό ύφασμα. Η Μιριάμ άνοιξε με κόπο τα νυσταγμένα ματάκια της. Το βλέμμα της έψαξε μέσα στο μισοσκόταδο. Λαχτάρισε. Μια φωνούλα χαράς, μια κραυγή θριάμβου. Πήδησε από το κρεβάτι της και ξυπόλυτη όπως ήταν έτρεξε να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. Έμεινε άφωνη.
Στη ράχη της μεγάλης πολυθρόνας ήταν προσεκτικά απλωμένο ένα ολοκαίνουριο φόρεμα. Ένα γαλάζιος ταφτάς με φραμπαλάδες γύρω γύρω, μεγάλο ντεκολτέ και μανίκια φουσκωτά, όπως ήταν μόδα. Το δώρο έκπληξη της μητέρας της για τον αποψινό χορό της αποκριάς στη Λέσχη των Κυνηγών.
Η χαρά ήταν τόση που της είχε κοπεί η λαλιά. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το νυχτικό της, φόρεσε το καινούριο φόρεμα και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το είδωλο που αντίκριζε. Ήταν, αλήθεια, αυτή; Το καινούριο φόρεμα τόνιζε το άγουρο στηθάκι της που είχε αρχίσει να έχει τις απαιτήσεις του. Έστρωσε με το χέρι της το κρουστό ύφασμα κι ένιωσε για πρώτη φορά την αίσθηση που προκαλούσε το χάδι. Παραξενεύτηκε.
Κοίταξε στον καθρέφτη πόσο μακρύ ήταν. Για πρώτη φορά ανακάλυψε τις γάμπες της. Άρχισε να τις εξετάζει ανήσυχη, συστρέφοντας τα πόδια της. Είχε ακούσει πως οι άντρες θαύμαζαν τα ωραία πόδια των γυναικών.
Θα τους άρεσαν άραγε και τα δικά της;
- Τι κάνεις εκεί; άκουσε να την ψευτομαλώνει η μητέρα της . Eίχε ανοίξει χωρίς να την καταλάβει την πόρτα του δωματίου της την ώρα του αυτοθαυμασμού. Έβλεπε το κοριτσάκι της να μπαίνει στην εφηβεία. Συνέχισε: Είναι για το βράδυ. Βγάλ’ το αμέσως κι έλα να φας. Και γλυκαίνοντας ακόμα περισσότερο την ψευτοθυμωμένη φωνή της πρόσθεσε: Έλα, αγάπη μου. σου έχω ετοιμάσει και τηγανίτες με κομπόστα φράουλα που σ’ αρέσει.
- Λίγο ακόμα, μανούλα, να το πιστέψω. Δικό μου αυτό το φόρεμα!…
- Σ’ αρέσει; Αν δε σ’ αρέσει, βάζεις κάτι άλλο.
- Αν μ’ αρέσει; Είναι το ωραιότερο φόρεμα του κόσμου!
Δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον καθρέφτη. Θαύμαζε όχι μόνο το φόρεμα αλλά και τη νεαρή κοπέλα, το είδωλό της, που έβλεπε για πρώτη φορά. Μέχρι τότε, μέσα στα παλιά παιδικά της φορέματα, έδειχνε μικρό κοριτσάκι.
- Μα ένα τέτοιο φόρεμα θα με πάρει ο Αλέξης στη σάλα να με χορέψουν οι φίλοι του;
- Αν είσαι σοβαρή σαν μεγάλη κοπέλα, γιατί όχι;
* * *
Ο Συμεών Συμεωνίδης, ο κύριος Συμεών, όπως τον αποκαλούσαν όλοι με σεβασμό, πολύ μεγαλύτερο από όσο επέβαλλε η ηλικία του, είχε πει στον κυρ Μήτσο, τον αμαξά, να έρθει πιο νωρίς. Θα πήγαιναν όπως κάθε χρόνο, στο μεγάλο χορό της Λέσχης των Κυνηγών που συγκέντρωνε την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας της Σμύρνης. Είχε τη δική του λότζα που τον περίμενε.
Θα ξεκινούσαν από νωρίς. Αυτή τη φορά ήθελε να κάνουν μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, να γνωρίσει η κορούλα μου, η Μιριάμ, το σμυρναίικο καρναβάλι. Είχε γίνει κοτζάμ κοπέλα πια. Κι επειδή ζούσαν στο οικογενειακό αρχοντικό, στον Μπουρνόβα, δεν είχε γνωρίσει τη ζωή της Σμύρνης.
Κοιτάχτηκε για μια ακόμα φορά στον καθρέφτη. Ένας άνθρωπος της δικής του κοινωνικής θέσης όφειλε να είναι πάντοτε άψογα ντυμένος. Ήταν ένας νέος άντρας, χωρίς μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά, που θα φανέρωνε την είσοδό του στη μέση ηλικία. Μόνο το προσεκτικά ψαλιδισμένο γένι του φιλοξενούσε μερικές άσπρες τρίχες.
- Αν ξύριζες τα γένια σου, θα φαινόσουν δέκα χρόνια νεότερος, του έλεγε ο φίλος του, ο Καρίμ αγάς. Γιατί δεν ξυρίζεσαι;
- Θέλω να φαίνομαι αξιοσέβαστος, απαντούσε ειρωνικά.
Κανείς δεν ήξερε πως άφηνε τα γένια για το χατίρι της γυναίκας του. Δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν.
Είχαν γνωριστεί στις τελευταίες τάξεις του σχολείου και δεν είχαν χωρίσει ποτέ. Η αφέντρα Κατίνα ήταν ένα χρόνο μικρότερή του. Μόνον ένα χρόνο. Ήταν κάτι που την ενοχλούσε, αν και δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ. Το μοναδικό συννεφάκι στο γάμο τους, σε μια κοινωνία που ήθελε τη γυναίκα πέντε με δέκα χρόνια πιο μικρή από τον άντρα.
Ήταν μια ωραία γυναίκα η Κατίνα, μια γαϊτανοφρύδα μελαχρινή με κάτασπρο δέρμα και λυγερή κοριτσίστικη κορμοστασιά. Τα μάγουλά της ανοιξιάτικα ροδάκινα. Τραβούσε την προσοχή των αντρών. Και τότε έριχνε κλεφτές ματιές να δει αν το είχε προσέξει ο Συμεών. Αν όμως έπιανε κάποια γυναίκα να τον καλοκοιτάζει, και δεν ήταν λίγες μελαγχολούσε.
Με τα γένια ο Συμεών έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν το δώρο στη γυναίκα του, που την λάτρευε.
Ο κύριος Συμεών έκανε χώρο να ανεβούν πρώτα οι γυναίκες. Η Μιριάμ, χωρίς δισταγμό, σκαρφάλωνε βιαστικά και χωρίς να πει λέξη κάθισε δίπλα στη δική του θέση, αφήνοντας τη μητέρα της να καθίσει απέναντι, όπου τόσα χρόνια καθόταν εκείνη. Ο κύριος Συμεών έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα του, αλλά η κυρία Κατίνα του έκανε νόημα να μη μιλήσει. Το καινούριο φόρεμα είχε μεταμορφώσει τη μικρούλα Μιριάμ σε μια απαιτητική νέα κοπέλα.
Κοιτάζοντας λοξά τη νεαρή δεσποινίδα που καθόταν πλάι του ο Συμεών θυμήθηκε εκείνο το ζαρωμένο πλασματάκι με την τριανταφυλλένια επιδερμίδα που είχε αφήσει η μαμή στην αγκαλιά του. Ντράπηκε αναπολώντας την απογοήτευση που είχε νιώσει όταν του ανήγγειλαν ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει κορίτσι. Μια απογοήτευση που κράτησε μέχρι να του δώσουν το μωρό στην αγκαλιά του.
Ήθελε αγόρι ο Συμεών. Αγαπούσε τις κόρες του, τη Μιριάμ και τη μικρούλα την Αγγελική, που γεννήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχαν χάσει κάθε ελπίδα πως θα αποκτούσαν κι άλλο παιδί. Τις αγαπούσαν πολύ, αλλά ήθελε να έχει κι ένα γιο. Προκαταλήψεις; Ίσως. Ο ίδιος δικαιολογιόταν στον εαυτό του πως ήθελε ένα διάδοχο για την επιχείρησή του.
Ο Οίκος Συμεωνίδης-Καρίμ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους της Ανατολής. Είχαν μοιράσει τη δουλειά με τον αδελφικό φίλο και συνέταιρό του, τον Καρίμ αγά, και είχαν σχεδόν μονοπωλήσει το εμπόριο χαλιών στη Σμύρνη. Ήταν φίλοι από μικρά παιδιά και δεν είχε ποτέ πικράνει ο ένας τον άλλο.
Είχαν μοιράσει και τη δουλειά. Ο Καρίμ συγκέντρωνε με τους ανθρώπους του τα καλύτερα χαλιά από τη Σπάρτα, την Καππαδοκία και την Προύσα. Η οικογένειά του, γενιές ολόκληρες, ασχολιόταν με το χαλί, κι ο ίδιος ήταν ο πιο έμπειρος στη δουλειά.
Ο Συμεών, από τη μεριά του, με τους δικούς του ανθρώπους, μοσχοπουλούσε τα χαλιά στο Κάστρο, στην Τεργέστη και τη Μασσαλία, και στο Παρίσι ακόμα. Δεν είχαν παράπονο.
«Ποιος θα συνεχίσει τη δουλειά όταν εγώ…»σκέφτηκε.
Μια ξαφνική οχλοβοή διέκοψε τις μελαγχολικές σκέψεις του. Φωνές, γέλια, τραγούδια, σφυρίγματα. Είχαν μπει στο Φαρδύ της Αγίας Αικατερίνης. Μεγάλα παϊτόνια, μικρά μόνιππα και αραμπάδες φορτωμένα με ζουμπούλια, μενεξέδες και κάθε λογής λούλουδα ανεβοκατέβαιναν το φαρδύ δρόμο. Οι νεαροί δανδήδες έραιναν με λουλούδια τις σκερτσόζες κοπέλες, και μαζί πετούσαν και τα γλυκόλογά τους. Αμ εκείς; Καπριτσιόζες και ξεθαρρεμένες, άρπαζαν τα λουλούδια και σε όποιον τους άρεσε έκλειναν και το μάτι. Αποκριά ήταν.
Μα την πιο μεγάλη φασαρία την έκαναν οι πιτσιρίκοι. Έκλεβαν τα λουλούδια που δεν πρόφταιναν να αρπάξουν οι κοπέλες, τις τσιμπολογούσαν καθώς έτρεχαν να ξεφύγουν, κογιονάριζαν τους λιμοκοντόρους, χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Ένα ξέφρενο γλέντι.
Τα μάγουλα της Μίριαμ είχαν κοκκινίσει από τον ενθουσιασμό και τη χαρά. Δεν είχε περάσει μόνιππο απ’ όπου να μην της ρίξουν ένα μπουκέτο με ζουμπούλια, και κάποιος νεαρός να μην της χαμογελάσει με θαυμασμό. Ήταν μια μεγάλη κοπέλα. Την πρόσεχαν τα αγόρια. Είχε μεθύσει από χαρά.
Ο Συμεών είχε στηρίξει τα χέρια του στη φιλντισένια λαβή του μικρού μπαστουνιού του, δώρο του αντιπροσώπου του στο Παρίσι. Ήταν ένα ακόμα εξάρτημα της κοινωνικής θέσης του εκείνη η φιλντισένια λαβή. Παρακολουθούσε ξαφνιασμένος το ξεφάντωμα της κόρης του. Σε λίγα χρόνια θα ήταν καιρός της να παντρευτεί και να κάνει δικής της οικογένεια. Αλλά η μικρούλα η Αγγελική μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. Έπρεπε να κρατήσει αρκετά χρόνια ακόμα την επιχείρηση μέχρι να την αποκαταστήσει.
«Μα τι έχω πάθει απόψε;» αναρωτήθηκε. «Όλο μελαγχολικές σκέψεις κάνω».
Ήταν ακόμα νέος, με σιδερένια υγεία και άψογη εμφάνιση. Ψηλός, γεροδεμένος, με το ξανθό γένι του, τα γκριζογάλανα μάτια του, θα ήταν περιζήτητος γαμπρός αν δεν ήταν παντρεμένος.
Τόσο που τον πείραζε ο φίλος του ο Καρίμ, εκθειάζοντας τα καλά της πολυγαμίας.
-Αν ήσουν μουσουλμάνος, Συμεών, τον πείραζε, θα είχες ολόκληρο χαρέμι, και πάλι δε θα πρόφταινες.
- Κι εσύ που είσαι μουσουλμάνος γιατί δεν έχεις χαρέμι;
Καινούρια οχλοβοή, ένα κύμα από φωνές και τραγούδια. Είχαν μπει στο Παραλέλι. Μια μεγάλη άμαξα, φορτωμένη τραγουδιστάδες, ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν μια παρέα νεαροί του Ωδείου που έκαναν επίδειξη του ταλέντου τους. Κιθάρες, μαντολίνα, ένα μικρό σαντούρι και τραγούδι:
Σμυρνιωτοπούλα μου τρελή
με τα μεγάλα μάτια
έκανες την καρδούλα μου
σαράντα δυο κομμάτια.- Πατερούλη! Πατερούλη! Φώναξε η Μιριάμ. Ας σταματήσουμε λίγο να τους ακούσουμε.
Η άμαξα με τους τραγουδιστάδες είχε φτάσει απέναντι από τη δική τους. Ο αρχιτραγουδιστής έριξε μια ματιά στη Μίριαμ και με μια κίνηση των χεριών έκοψε στη μέση το τραγούδι της Σμυρνιωτοπούλας. Κι αμέσως άρχισε να τραγουδά.
Εις τον αφρόν της θάλασσας
η αγάπη μου κοιμάται…Η Μίριαμ ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει μέχρι τα αφτιά. Ήταν τα πρώτα ερωτόλογα που άκουγε. Της άρεσε. Ως καθωσπρέπει κορίτσι θα έπρεπε να κάνει τη θυμωμένη. Αλλά η τελευταία Κυριακή της αποκριάς στους δρόμους της Σμύρνης τα επέτρεπε όλα. Ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι. Στροβίλιζε τις ψυχές των ανθρώπων.
Καθισμένος στη λότζα του, στη Λέσχη των Κυνηγών, ο κύριος Συμεών παρακολουθούσε τη σάλα. Ο Αλέξης είχε πάρει την ξαδέρφη του να χορέψουν με την παρέα του. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από το πλευρό του και την παρακολουθούσε άγρυπνα, αδιαφορώντας για το ερωτικό χαμόγελο της γυναίκας του. Γι’ αυτόν η νέα κοπέλα που χόρευε με τους νεαρούς ήταν το κοριτσάκι του.
Στη λέσχη το γλέντι ήταν πολύ πιο καθωσπρέπει απ’ ό,τι στους δρόμους της πόλης. Οι νεαρές κοπέλες, καθισμένες με ψευτοσυνεσταλμένο ύφος μαζί με τους γονείς τους, περίμεναν τους νεαρούς καβαλιέρους να τις ζητήσουν σε χορό. Και τότε ακόμα, δεν έσπευδαν. Έπρεπε απαραιτήτως να συμβουλευτούν τα μικρά κομψά καρνέ τους, όπως έκαναν και στην Ευρώπη. Τηρούσαν αυστηρή σειρά προτεραιότητας, για να μη δείξουν προτίμηση σε κανέναν, εκτός κι αν το ήθελαν. Και συμβουλεύονταν το καρνέ, ακόμα κι αν τα φύλλα του ήταν άγραφα.
Ήταν μεγάλη δυστυχία για μια νεαρή Σμυρνιωτοπούλα να έχει άγραφο το καρνέ της. Φρόντιζε να το καταχωνιάζει στο τσαντάκι ή στον κόρφο της, για να μην το πάρει μάτι. Αντίθετα, όσες είχαν σουξέ, όπως το έλεγαν, το φύλαγαν και το έδειχναν στις φιλενάδες τους, μέχρι την επόμενη αποκριά.
Ο κύριος Συμεών παρακολουθούσε συνεχώς την κόρη του. Ο Αλέξης την είχε εγκαταλείψει στους φίλους του και άρπαζε να χορέψει όποια κοπέλα του γυάλιζε, αδιαφορώντας για το ποιος είχε σειρά.
Ήταν το πιο ζωηρό αγόρι στην αίθουσα και οι κοπέλες λιγώνονταν μπροστά του. Λυγερόκορμος, με αστραφτερά μάτια και πυκνά σγουρά μαλλιά, σαν τα φτερά του κόρακα γυαλιστερά, είχε αποδειχτεί μεγάλος καρδιοκατακτητής.
Τον καμάρωνε ο Συμεών. Είχε πάρει τη θέση του γιου που δεν είχε αποκτήσει. Όταν ο πατέρας του, ο καπετάν Γιακουμής Κατερίνης, ομογάλακτος αδερφός της γυναίκας του, χάθηκε στη Μαύρη Θάλασσα μαζί με τη μητέρα του, την καπετάνισσα, ο Αλέξης ήταν μικρό παιδάκι. Τον πήρε αμέσως κοντά του και τον έκανε γιο του. Και τον αγάπησε σαν παιδί του.
Ήταν έξυπνος, ζωηρός, πολύ ζωηρός, και είχε έντονο ενδιαφέρον για το τι συνέβαινε στον κόσμο. Πάνω στο γραφείο του υπήρχαν πάντοτε κάνα δυο ξένες εφημερίδες, που τις ξεκοκάλιζε με πάθος.
Η μόνη του στενοχώρια του θετού πατέρα του ήταν ότι ο Αλέξης δεν έδειχνε να νοιάζεται για το εμπόριο. Διψούσε για δράση. Το γραφείο τον έπνιγε.
- Αν ήμασταν στην Ελλάδα, θα γινόμουν αξιωματικός του ιππικού, ξεφούρνισε ξαφνικά μια μέρα στο τραπέζι.
- Μόνο που δεν είμαστε στην Ελλάδα. Κι αν θέλεις να γίνεις αξιωματικός, θα πρέπει να…τουρκέψεις, τον πείραζε.
- Πατέρα, έτσι τον έλεγε, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Προτιμώ να με σφάξουν!
Τον παρακολουθούσε να αλλάζει τις ντάμες τη μια μετά την άλλη και χαμογελούσε μέσα από τα γένια του. Καμιά δεν είχε αρνηθεί να χορέψει μαζί του. Θα έβαζε στοίχημα ότι όλες κρυφοκαρτερούσαν να τις προσέξει.
Είχε αφαιρεθεί και ο ίδιος. Τράβηξε τη χρυσή αλυσίδα που κρατούσε το ρολόι του. Έριξε μια ματιά. Είχε περάσει η ώρα χωρίς να το καταλάβει.
- Ελάτε…Αλέξη, πάρε τη Μιριάμ να φύγουμε, του φώναξε. Κοίταξε και πάλι το μεγάλο χρυσό ρολόι να βεβαιωθεί.
- Πατερούλη, ήρθε αναψοκοκκινισμένη κοντά του η Μιριάμ. Ας μείνουμε λίγο ακόμα.
- Αρκετά, αρκετά. Κι αύριο μέρα είναι.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 131-139.
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1919Το πρωί του Αγίου Δημητρίου, 26 Οκτωβρίου, ο Υπολοχαγός Δημήτρης Καλαποθάκης προσκάλεσε τον Γιώργο Τριγώνη να περάσουν τη βραδιά μαζί, στη Στρατιωτική Λέσχη. Ο Γιώργος προσπάθησε να βρει κάποια δικαιολογία για να μην πάει, χωρίς όμως και να θίξει τον μέλλοντα γαμπρό του. Παρά τις προσπάθειές του, δεν βρήκε καμιά πρόφαση που να δικαιολογεί την άρνησή του. Η σκέψη ότι θα περνούσε μια βραδιά με τον Καλαποθάκη, του έφερνε τρόμο. Ο Δημήτρης είχε ένα τρόπο να διαβάζει τις σκέψεις του, καμιά φορά απίστευτες και γελοίες, και να τις αποκαλύπτει στις πιο ακατάλληλες στιγμές, δημιουργώντας έτσι τρομερή αμηχανία στο Γιώργο. Τι ευχαρίστηση ή τι όφελος, θα είχε ο Δημήτρης να χάσει τον καιρό του με ένα νέο, που έδειχνε πως δεν συμπαθούσε; Δύσκολο να εξηγήσει κανείς. Στο τέλος η περιέργεια του Γιώργου να δώσει μιαν απάντηση στο ερώτημα αυτό κυριάρχησε και δέχτηκε την πρόσκληση.
Η Στρατιωτική Λέσχη, που αντανακλούσε την επιρροή των Γάλλων στη στρατιωτική οργάνωση του Ελληνικού Στρατού, ήταν γνωστή ως Στρατιωτικό Κέντρο της Σμύρνης. Βρισκόταν στην οδό Φράνκ, όπου ήταν και οι περισσότερες σοβαρές λέσχες. Η λέσχη ήταν επιπλωμένη κατά το αγγλικό στυλ, με βαθιές πολυθρόνες, από χρυσή καρυδιά, δερμάτινα μαξιλάρια, κέρατα ελαφιού και κεφάλια βουβάλων και τραπέζια φορτωμένα με αντίτυπα του «Χρόνου» και της «Θέτιδος». Σε κάθε δωμάτιο, η ματιά του επισκέπτη διασταυρωνόταν με το διαπεραστικό βλέμμα του Ελευθέριου Βενιζέλου, καθώς τον κοίταζε από φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος, κρεμασμένες στους τοίχους. Ο Δημήτρης του έδειξε τα ράφια όπου βάζανε τις εφημερίδες. Οι περισσότερες ήταν βενιζελικές.
- Εδώ θα δεις μόνο Βενιζελικούς, είπε. Πιστούς και αφοσιωμένους.
Έριξε μια ερευνητική ματιά στο Γιώργο, σα να τούλεγε ότι αμφιβάλλει για τη γνησιότητα του ως βενιζελικού.
- Βέβαια, αφήνουμε και κανένα Βασιλικό να μπει στη Λέσχη, με την προϋπόθεση ότι θα κρατάει το στόμα του κλειστό. Κανέναν όμως απ’ αυτούς τους καραγκιόζηδες με το μονύελο και τις μακριές σπάθες, που είναι έτοιμοι για καυγά, πίνουνε μπύρα και τραγουδάνε Γερμανικά τραγούδια… Να, πάρε αυτούς εδώ τους τσαλαπετεινούς να τους μαγειρέψουν.
Κι άρπαξε από το χέρι ένα γεροντάκο, γκαρσόνι, που περνούσε και του έδωσε δυο τσαλαπετεινούς, δώρο του Χρήστου Τριγώνη για την γιορτή του Δημήτρη. Καλύτερα να είχα προσκαλέσει το γέρο–Τριγώνη, σκέφτηκε ο Δημήτρης. Κάνει καλή παρέα και είναι μέχρι κόκκαλο βενιζελικός.
Η αίθουσα που παίζανε χαρτιά, είχε διασκευασθεί σε σαλόνι. Είχε ψηλό ταβάνι, διακοσμημένο με χρυσά φίδια. Ήταν τόσο ψηλό που πολλαπλασίαζε τον ήχο. Ο ήλιος αντανακλούσε στην ευρύχωρη αίθουσα, μέσα από μεγάλα παράθυρα με χοντρά, συμπαγή τζάμια. Οι τέντες έξω απ΄τα παράθυρα πλατάγιζαν απ’ το ελαφρύ αεράκι. Ο καπνός απ’ τα τσιγάρα και τους ναργιλέδες, ανέβαινε προς τα πάνω με λυγερές, φιδίσιες κινήσεις, για να σκορπίσει ξαφνικά και να σχηματίσει περίπλοκα αραβουργήματα, καθώς συναντούσε τις διαπεραστικές αχτίνες του ήλιου. Γύρω στους τοίχους ήταν κρεμασμένα τα πορτραίτα όλων των ένδοξων στρατιωτικών, με βλοσυρά πρόσωπα, απειλητικά μουστάκια και φουντωτές φαβορίτες. Από ψηλά, κοίταζαν την καινούργια γενιά, με απορία και κάποιο φθόνο. Τα νέα στρατηγικά μυαλά, ανησυχούσαν πάντοτε τα παλιά.
- Βενιζελικοί όλοι αυτοί που βλέπεις, είπε ο Δημήτρης δείχνοντας με το χέρι του τα πορτραίτα.
Προχώρησαν στο μάκρος των τοίχων, σα να επιθεωρούσαν στρατεύματα. Ο Γιώργος προσποιούταν θαυμασμό στο αντίκρισμα της χοντρής μύτης του στρατηγού Ζυμβρακάκη. Μόλις κρατήθηκε να μη γελάσει, όταν είδε τις κατακόκκινες φουσκωμένες Βαυαρικές μαγούλες του στρατηγού Νίντερ. Από τα συνεχή μαθήματα που του έκανε ο πατέρας του είχε απομνημονεύσει τις φυσιογνωμίες και τα ονόματα της παλιάς στρατιωτικής δόξας της Ελλάδας, των πολεμάρχων των Βαλκανικών πολέμων, των στρατιωτικών ηγετών στην επανάσταση με το Βενιζέλο, το 1917. Ο Δημήτρης τράβηξε την προσοχή του Γιώργου στα Γαλλικά και Αμερικάνικα μετάλλια που είχε στο στήθος του ο στρατηγός Παρασκευόπουλος. Ύστερα, απότομα, ενώ βρισκόντουσαν κάτω απ’ το πορτραίτο του στρατηγού Σμολένσκυ στο Βελεστίνο του είπε:
- Κοίταξε, καταλαβαίνω ότι χρειάζεται καιρό για να με συνηθίσει και να πάρει μιαν απόφαση. Αλλά έχουν περάσει κιόλας πέντε μήνες και η ίδια κατάσταση συνεχίζεται. Με μεταχειρίζεται σαν ξένο.
- Η Ελένη; παρατήρησε ο Γιώργος. Δε νομίζω, έχω τη γνώμη ότι της αρέσεις.
Ήξερε στ’ αλήθεια, ότι η Ελένη, παρ’ όλες τις υπεκφυγές της, ήταν γοητευμένη απ’ το Δημήτρη. Αλλά η οικογενειακή αγωγή της, οι κοινωνικοί περιορισμοί και η συνείδηση καθήκοντος και τιμής, την υποχρεώνουν να συμπεριφέρεται μάλλον ψυχρά.
- Είναι ντροπαλή ξέρεις.
- Όχι, είπε ο Δημήτρης. Φαίνεται ότι δεν με θέλει. Νομίζω ότι θα παραιτηθώ από κάποια άλλη προσπάθεια.
Ένας αξιωματικός με κόκκινη μύτη, μεγάλα μουστάκια και μια σειρά από μετάλλια στο στήθος, έτρεξε καταπάνω τους κι άρπαξε τον Δημήτρη πίσω από τον λαιμό.
- Αυτόν, εδώ είναι ο ξεπαρθενευτής της Ιωνίας:
Ο Δημήτρης έσπρωξε τον Γιώργο λίγο προς τα μπρος.
- Αυτός είναι ο αδερφός της αρραβωνιαστικιάς μου, σύστησε.
Ο αξιωματικός έσκασε σε βροντερά γέλια.
- Ο αδερφός;
Έτριψε με το χέρι τη μύτη του που έμοιαζε με μελιτζάνα.
- Α κερατά. Προσπαθείς να βάλεις το κέρατο σε όλη την οικογένεια;
- Αυτός είναι ο Κώστας, είπε ο Δημήτρης. Τον αγαπώ σαν τον ίδιο τον εαυτό μου.
- Σπρώχνοντας ελαφρά τον Γιώργο, έδειξε ένα τραπέζι με τρεις θέσεις κενές.
- Τρεις άδειες καρέκλες. Πάμε.
Ήταν ατιμωτικό να καθίσεις στο τραπέζι εφ’ όσον ένα ζήτημα που αφορά την οικογενειακή τιμή δεν έχει τακτοποιηθεί. Ο Γιώργος όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Ήταν υποχρεωμένος να ζητήσει εξηγήσεις από τον Δημήτρη. Το όνομα της αδερφής του είχε κάπως εκτεθεί. Από την άλλη μεριά δεν ήταν και τόσο βέβαιος, αν πραγματικά είχε γίνει κάποια προσβολή. Δάγκωσε το χείλι του κι έγειρε στην πλάτη της καρέκλας καθώς ο Δημήτρης έκανε τις συστάσεις των ανθρώπων που καθόντουσαν ήδη γύρω στο τραπέζι:
Δύο υπολοχαγοί της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (και οι δυο από την Αθήνα, αλλά κουτεντέδες), και ένας λοχαγός από τη Λειβαδιά, που έλεγε πως διοικούσε ένα μοναδικό, καταπληκτικό υπέροχο, ακατανίκητο και ηρωικό ορειβατικό κανόνι, προσκολλημένο στη 18η Μεραρχία Πεζικού, σε μια τοποθεσία, που ήταν απαγορευμένο να ονομάσει.
Ο Δημήτρης φώναξε τον σερβιτόρο να φέρει ρακί. Χτύπησε με ανυπομονησία την καρέκλα δίπλα του για να καθίσει ο Γιώργος.
- Κάθισε, κάθισε κάτω. Ξέρεις να παίζεις σεμέν – ντε φερ;
- Μπορώ να κανονίσω μια συνάντηση με τον πατέρα μου, αν θέλεις, είπε ο Γιώργος.
Ο Δημήτρης όμως ζάρωσε τα φρύδια του.
- Δε νομίζω ότι θα ωφελήσει σε τίποτα.
Σε μισή ώρα ο Γιώργος είχε χάσει τριάντα τούρκικες λίρες, δώδεκα δραχμές και μια λίρα στερλίνα. Ο Δημήτρης του πρόσφερε ρακί, αλλά ο Γιώργος αρνήθηκε και προτίμησε μια δεύτερη λεμονάδα. Ο ήλιος είχε μόλις δύσει. Οι σερβιτόροι τράβηξαν τις κουρτίνες και άναψαν τους πολυελαίους. Ο Δημήτρης παράγγειλε ελιές, μύγδαλα και άλλη μια μποτίλια ρακί. Ο Κώστας ήθελε να καπνίσει ένα ναργιλέ. Ο Γιώργος πλήρωσε το σερβιτόρο κι αμέσως μετά έχωσε άλλη μια χαρτωσιά.
- Είσαι ένα καλό παιδί, είπε ο Κώστας, και γέμισε όλα τα ποτήρια με ρακί. Θα μας ήταν πολύ χρήσιμος, κάποιος σαν και σένα, γερός, μεγαλόσωμος κι έξυπνος. Αλλά να το ζητήσεις μόνος σου. Μην περιμένεις να σε πάρει κάποιος απ’ το χέρι και να σε φέρει στον Διοικητή της 1ης Μεραρχίας.
Άδειασε το ποτήρι του με το ρακί και το ξαναγέμισε.
- Εσείς οι Έλληνες της Σμύρνης όλο λέτε ότι μισείτε τους Τούρκους, αλλά δεν κάνετε και τίποτε. Τι έγινε μ’ αυτή την περίφημη Ταξιαρχία Εθελοντών που θα το οργάνωνε:
Ο Γιώργος προσπάθησε να χαμογελάσει.
Γύρισε προς τον Δημήτρη.
- Τι θάλεγες, να έστελνες άλλο ένα γράμμα στον πατέρα μου;
Ο Δημήτρης χαμήλωσε τα μάτια και ξεφύλλισε τα χαρτιά που κράταγε.
- Το πρόβλημα είναι ότι ο πατέρας σου δεν λέει τίποτα για προίκα, πριν συμφωνήσει η Ελένη. Ειλικρινά δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να επιμείνω.
0 Γιώργος άνοιξε το στόμα του, αλλά ο Κώστας τον σκούντησε στο χέρι.
- Άκουσε, είπε ο Δημήτρης δεν έχει ανάγκη να του κάνεις ιδιαίτερη πρόσκληση. Ούτε κι εγώ.
Έβαλε το μαυρισμένο μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα του, κι άρχισε να γουργουρίζει δυνατά, αφήνοντας πυκνά νέφη καπνού από τα φοβερά ρουθούνια του. Ο καλός φίλος Δημήτρης χαμογελούσε θερμά κι αφηρημένα. Ύστερα γέμισε το ποτήρι του με ρακί και το κατέβασε με μια ρουφηξιά.
- Ξέρεις, είπε, με τον Κώστα είμαστε συμμαθητές στη Σχολή Ευελπίδων. Ήμουνα το κέρατο της τάξης, αλλά ο Κώστας, κάλτσα του διαόλου πραγματική.
- Ήμουνα η κάλτσα του διαόλου, συμπλήρωσε ο Κώστας αγγίζοντας τη μύτη του με το τσιμπούκι του ναργιλέ. Τη μέρα που φορέσαμε τη στολή, κατεβήκαμε στον Πειραιά και μπήκαμε σ’ ένα μικρό μπλε καΐκι. Έβγαλα το πιστόλι και το κόλλησα στο κεφάλι του καπετάνιου. Εντάξει γέρο. Θα μας πας κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη. Έτσι προσχωρήσαμε στην Εθνική Άμυνα.
- Τρία ολόκληρα χρόνια πέρασαν, είπε ο Δημήτρης. Σα νάταν χτες. Έτσι γίνεται κανείς Υπολοχαγός σε μια νύχτα.
Κοίταξε εξεταστικά το Γιώργο.
-Πόσων χρονών ήσουνα τότε; Δεκατριών, δεκατεσσάρων; Θα φόραγες ακόμη κοντά παντελόνια και θα ζωγράφιζες γυμνές στο τετράδιό σου.
Ο Γιώργος έγλυψε τα χείλη του. Ένιωθε στενάχωρα κάτω από τη διαπεραστική ματιά του Δημήτρη.
Όλη η συζήτηση, του ήταν μάλλον δυσάρεστη και καθόλου ενδιαφέρουσα. Ονόματα που δεν τα ήξερε ή δεν τα είχε ακούσει καθόλου, αποτελούσαν το κύριο θέμα, Στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής, Ναύαρχος Κουντουριώτης, Συνταγματάρχης Νεγρεπόντης, Στρατηγός Ζυμβρακάκης. Ο Κώστας μίλαγε για τη Μακεδονία και τους Βουλγάρους, κι ο Γιώργος θυμόταν φωτογραφίες με κρεμασμένους που είχε δει. «Νέες ενδείξεις εγκλημάτων από τους χαμερπείς Βούλγαρους».
Ένας λοχαγός πλησίασε το τραπέζι, πήρε μια χούφτα μύγδαλα και είπε:
- Έχετε και νεοσύλλεκτο μαζί σας βλέπω.
Ο λοχαγός ήταν ωχρός, και κιτρινιάρης. Τα μαλλιά του ήταν λαδωμένα, είχε μια σειρά από μικρές ελιές στο σαγόνι κι ένα πολύ λεπτό, μαύρο μουστάκι, καλοψαλιδισμένο, που έμοιαζε με φρύδι κοκότας. Ο Δημήτρης τον κοίταξε χωρίς να του απαντήσει. Ο λοχαγός πήρε και δεύτερη χούφτα μύγδαλα.
- Ασφαλώς τον εκπαιδεύετε για να γίνει Βενιζελικός. Κάθεται κάτω από τη φωτογραφία του Στρατηγού Δαγκλή.
- Δεν είναι κι άσχημο αυτό, παρατήρησε ο Δημήτρης. Μη ξεχνάς ότι χρησιμοποιούμε όπλα Σνάιντερ – Δαγκλής σ’ όλη τη Μικρά Ασία.
- Αλήθεια τα έχεις δει; ρώτησε σαρκαστικά ο λοχαγός. Νόμιζα πως δεν βγήκες καθόλου απ’ τη Σμύρνη.
- Πάω κι έρχομαι, απάντησε ο Δημήτρης, τεντώνοντας το χέρι του για να φανεί ο επίδεσμος που είχε στον καρπό. Το έπαθα αυτό κοντά στη Μπεργκάνα. Και συ πού βρίσκεσαι, κύριε λοχαγέ;
- Στον Τσεσμέ.
- Το καταφύγιο; Σε ζηλεύω.
- Το ενδιαφέρον σου με συγκινεί, είπε ο λοχαγός ανταποδίδοντας την ειρωνεία.
Ο Δημήτρης γύρισε στον Γιώργο:
- Να σου συστήσω το Λοχαγό Λουκά Μαυροπέτρο, απ’ την Αθήνα.
Και με σιγανή φωνή:
- Ένας σκατάς βασιλόφρονας.
- Ουσιαστικά ο Δαγκλής είναι λιποτάκτης, είπε ο λοχαγός. Ανεξάρτητα από το πόσο τον θαυμάζεις, το γεγονός είναι ότι παράκουσε τον πιο θεμελιώδη κανόνα της στρατιωτικής πειθαρχίας. Μπορούσε να είχε εκτελεστεί.
- Δεν εκτελέστηκε όμως, παρατήρησε ο Δημήτρης.
- Ήταν τυχερός, είπε ο λοχαγός.
- Εν πάσει περιπτώσει, υπάρχουν κι άλλοι για να πάρουν τη θέση του. Η αίθουσα είναι γεμάτη καθώς βλέπεις. Ύστερα από δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια, οι τοίχοι θα είναι γεμάτοι από τις φωτογραφίες αυτών των νέων.
- Ή στη γραμμή, απέναντι στον τοίχο, είπε ο λοχαγός.
Ο Δημήτρης γέλασε κι άπλωσε το χέρι του για τη μποτίλια με το ρακί.
- Να σε κεράσουμε ένα ποτό, κύριε λοχαγέ. Γιορτάζω σήμερα.
- Όχι τώρα.
- Τι συμβαίνει, κύριε λοχαγέ. Λυπάσαι γιατί μπήκαμε στον πόλεμο με την παράταξη που κέρδισε τον πόλεμο;
- Όχι.
- Λυπάσαι που είμαστε μαζί τώρα στη Σμύρνη;
- Όχι.
Ο λοχαγός σκούπισε το μουστάκι του με την άκρη του δάχτυλου.
- Όχι, αναγκαστικά.
Έβγαλε ένα κουτί με καπνό από την τσέπη του.
- Γιατί όμως μαθαίνεις ένα νεαρό να μιμηθεί έναν αξιωματικό που πήρε μέρος σε κίνημα για να ρίξει την κυβέρνηση;
- Ο νεαρός για τον οποίο μιλάς, είναι σε ηλικία να σκέφτεται μόνος του, είπε ο Δημήτρης. Όσον αφορά εμένα, έχω να πω το εξής. Ένας αξιωματικός έχει καθήκον να υπερασπίσει τα συμφέροντα της χώρας του. Αν τα συμφέροντα της πατρίδας του επιβάλουν να πάρει θέση ενάντια στην κυβέρνηση, πρέπει να το κάνει. Όταν ο αξιωματικός βάλει τη στολή δεν σημαίνει ότι παύει να είναι και πολίτης.
- Δεν είναι αυτό το θέμα, απάντησε ο λοχαγός. Ακούμπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι κι έγειρε προς τα μπρος. Το ωχρό του πρόσωπο γυάλιζε από ιδρώτα. Το θέμα είναι ότι έτσι διαιρείται η χώρα και οι δυνάμεις της φθείρονται. Πολιτικοί γίνονται στρατιώτες και στρατιώτες αναλαμβάνουν καθήκοντα υπουργών.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α.. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 111-117
Μετάβαση στο σημείο: Η προκυμαία-Το Και