Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Η προκυμαία-Το Και Το Και (Quai)
Τα κείμενα της ενότητας παρουσιάζουν την προκυμαία της Σμύρνης από τα μέσα του 19ου αιώνα ως την καταστροφή της.
Με του Βορηά τα κύματα...
Εις το περίφημον Quais πάλιν. —Γκιαούρ-Ισμύρνη. —Η Σμύρνη Αθήναι. —Συναυλία Ναργιλέδων. —Η Σμύρνη την νύκτα. —Ο Ζέφυρος.
Έχουν δίκαιον λοιπόν οι Σμυρναίοι και ιδίως αι Σμυρναίαι να διανυκτερεύωσιν εις το quais προς μεγάλη του Μητροπολίτου αγανάκτησιν, όστις τοσάκις ομίλησεν επ’ εκκλησίας, ότι τουλάχιστον τα Σαββατόβραδα να μη εξέρχονται, ίνα το πρωί δύνανται να εκκλησιάζονται εγκαίρως. Ο άνθρωπος φύσει περίεργος, και μάλιστα η γυνή, θέλει να βλέπει, θέλει να βλέπεται. Όλος ο βίος της γυναικός, οι μόχθοι της, τα τεχνάσματά της, τα σχέδιά της, τα νεύρα της, οι πόθοι της, συγκεντρούνται εις τούτο μόνον: να βλέπει και να βλέπεται. Να βλέπει, δια να έχει ύλην προς αργολογίαν και κατάκρισιν. Να βλέπεται, δια να μη πηγαίνουν χαμέναι αι δια την τουαλέταν της δαπάναι και επιτιμήσεις, ίσως, του συζύγου της. Και μεταβάλλεται λοιπόν το quais καθ’ εσπέραν εις παράταξιν εν επιθεωρήσει κάλλους, ασχημίας, ευφυίας και φλυαρίας εν ταυτώ. Παρέαι-παρέαι, από δύο τρεις, από τρεις τέσσαρες, από πεντέξ συνήθως, νεάνιδας, δεσποινίδας, μητέρας. Όλαι ωραίαι, όλαι ανθηραί, όλαι δροσεραί. Ουδεμία καλαμώδης κηφισιάς, ουδεμία αυχμώδης ιλισσιάς. Και συνοδευόμεναι παρ’ ενός ή το πολύ δύο κυρίων, —πάντοτε αυταί εν πλειονότητι— πληρούσι την προκυμαίαν ευωδίας, την δροσεράν, την γελώσαν προκυμαίαν, ότε αι τελευταίαι ακτίνες του κολυμβώντος ηλίου σχηματίζουσιν απείρων χρωματισμών ανταυγμάσματα επί των πτερών του, επί των μαλλιών των, των βλεμμάτων των, ενώ ο ζέφυρος επιχαρίτως αερίζει τας άκρας των ιματισμών των και τα πτερά των πίλων των.
—Και αυταί σμυρναίαι; ηρώτων.
—Όλαι σμυρναίαι! μου έλεγαν.
Κ’ εδάγκανα τα χείλη από εντροπήν, ο αθηναίος εγώ.
Το quais της Σμύρνης είναι αυτή η Σμύρνη. Μεγάλη, πλουσία ελληνική, όλως διόλου αθηναία. Το quais της Σμύρνης, δηλαδή αι Αθήναι ολόκληροι συγκεντρωμέναι επί το αυτό. Φαντασθείτε μαζί Σύνταγμα, Ομόνοιαν, Ολύμπια, Τσόχα, Φάληρον• και Πευκάκια ακόμη. Όλα αυτά επί το αυτό. Όλα κατά γραμμήν. Μεγάλην δρεπανοειδή γραμμήν. Καλλοναί, ριπίδια, χάρις, τρυφή, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, λέσχαι, ζυθοπωλεία, γλυκά, παγωτά, ζύθος φίνος, καφές, τσίπουρο, ναργιλές, θέατρα ελληνικά, θέατρα ιταλικά, χοροί, μουσικαί, νευρόσπαστα, περίπατοι, πλατείαι, ξενοδοχεία. Όλα μαζί. Κοχλίας εκβάλλων την κεφαλήν του πάνοπλος. Εις του «Λουκά» τα ευμορφότερα πτερά, τα κομψότερα ριπίδια, τα χιωνωδώς λευκά-γόνα με γόνα-εν πυκνότητι. Εις την Λέσχην παρακάτω τα ευφυέστερα χείλη, τα γλαυκότερα μάτια, οι λεπτοφυέστεροι σχηματισμοί, οι άπταιστοι κομψοί ιματισμοί. Οι πλείονες λευκοί κατάλευκοι, ως εφέτος εν Αθήναις. Και εις τούτο ακόμη η Σμύρνη ακολουθεί τας Αθήνας. Η Κωνσταντινούπολις έχει ως πρότυπον τους Παρισίους. Η Σμύρνη τας Αθήνας. Καπέλα, χρώματα, τρόποι, ρυθμοί ιματισμού, όλα Αθηναϊκά.
Σας κάμνω, ω Αθηναίοι, μίαν παράκλησιν. Να αγαπάτε ιδιαιτέρως την Σμύρνην, διότι η Σμύρνη αγαπά, λατρεύει τας Αθήνας. Τρελαίνεται αυτόχρημα ο Σμυρναίος, όταν συναντήσει Αθηναίον. Τον εναγκαλίζεται πλέον ή τον αδελφόν, πλέον ή τον φίλον. Χάριν του Αθηναίου θυσιάζει ο Σμυρναίος όλα. Και, πεθαμένος δι’ ευφυΐας αθηναϊκάς, ξετρελαμένος δια καλαμπούρια. Υποθέτω ως προς αυτό ότι ο φίλος μου Μπάμπης, αν καμιά φορά κατορθώσει να ταξιδεύσει χάριν αναψυχής μέχρι Σμύρνης, θα τύχει σωστής — πλην δικαίας αποθεώσεως — αλλά να σπεύσει, διότι αργότερα: «δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον» και τότε θα πάθει αντί αποθεώσεως ό,τι ο Κλαύδιος από τον Σενέκαν… Και πυκνά, μαζί-μαζί τα τραπεζάκια, ώστε η μία συντροφιά να παρακάθηται πλησίον της άλλης. Και φαιδρότης και χαρά απλή, οικογενειακή χαρά, και χαιρετισμοί δεξιά και χαιρετισμοί αριστερά, και αφηγήσεις στενού οικογενειακού κύκλου επεισοδίων εκεί εν χαριτωμένη ελευθεριότητι· και αποκρύφων περιγραφαί, μετά χάριτος ηθικώτατα απλής, ώστε να εξαπατάται ευκόλως ο επιπόλαιος ξένος, μη γνωρίζων ότι εν τη γη όπου άλλοτε υπήρξεν ο Παράδεισος, οι Σμυρναίοι διάγουν ως ο Αδάμ και η Εύα προ της παραβάσεως… Και πανταχού καπέλα κυριαρχούντα. Πού και πού ξεμυτίζει και κανένα φέσι, μόνον, μοναδικόν, ως να έχασε τα νερά του μέσα εις τον αχανή αυτόν ελληνισμόν, και κατεκοκκίνησεν από την εντροπήν του.
Τόσον πολύ ελησμονήθην εν τη Ιωνική πόλει ένα βράδυ, ώστε είπα εις τον φίλον κ. Μ. Αργυρόπουλον, αφού εγευματίσαμεν εις το ξενοδοχείον της Μ. Βρετανίας:
—Τώρα, πάμε να πάρωμε τον καφέ μας εις του Ζαχαράτου!
Εν όλη τη υπερηφανεία των λοιπόν ακούουν οι Έλληνες και εν όλη τη ειλικρινεία των ομολογούσιν οι κατακτηταί, Γκιαούρ Ισμύρνην αποκαλούντες την γλυκείαν της Ιωνίας μητρόπολιν, αναγκαζόμενοι να περιφέρονται εν τη συνοικία των, ως και οι εβραίοι εν τη ιδική των, αφήνοντες τον ελληνισμόν ελεύθερον να κυριαρχεί εν τη πόλει του. Να ομιλεί ελευθέρως, να τραγουδεί, να γελά, να γλεντά· και πέραν του μεσονυκτίου, χωρίς να φοβείται τους νυκτοφύλακας της Κωνσταντινουπόλεως.
Αρέσκεται δε ο Σμυρναίος εις το γλέντι, ιδίως κατά τας εορτάς. Είναι φυσικά φαιδρός· κ’ ευχαριστείται εις τα φαιδρά. Η ανία είναι άγνωστος παρ’ αυτώ. Δια τούτο εις τας παραστάσεις τας θεατρικάς επικρατεί το κωμικόν. Ωσαύτως παρετήρησα ότι εις το «Θέατρον της Προκυμαίας», όπου παριστάνει ο κάλλιστος ελληνικός θίασος Ταβουλάρη, ολίγος σχετικώς κόσμος. Ενώ εις του «Λουκά», όπου παριστάνει ελαφρός ιταλικός θίασος, ο κόσμος συνωθείται ασφυκτικώς. Διότι εις μεν του Ταβουλάρη απαιτείται σιωπή και κάθισμα, ενώ εις του Λουκά δεν υπάρχουν καθίσματα ηριθμημένα, αλλά τραπεζάκια. Επιτρέπεται η φλυαρία και ο… ναργιλές, δηλαδή η φυσική του ανθρώπου διασκέδασις, όστις μετά την επίπονον εργασίαν της ημέρας θέλει μεν ν’ ακούσει την μουσικήν του, θέλει και το θέατρόν του, αλλά κυρίως θέλει ν’ αναπνεύσει, να ομιλήσει, να πειράξει, να γελάσει, να καπνίσει τον ναργιλέ του και να πιει την μαστίχα του.
Γίνεται δε δις η συγκέντρωσις εν τη Προκυμαία. Προ του δείπνου και μετά το δείπνον, πολύ αργά, ότε η χώνευσις τελείται απολαυστικώτατα υπό τας δροσεράς πνοάς του ζεφύρου, όστις περί την 11 ώραν της νυκτός μεταβάλλεται εις άτακτον σάλον. Και τότε πλέον η φαιδρότης της ελληνικοτάτης πόλεως φθάνει εις το κατακόρυφον. Η μουσική της Λέσχης εκτελεί τα ωραιότερα τότε και τα πλέον βροντερά μελοδράματα. Αι φράσεις αι τραγικαί και κωμικαί του ελληνικού θιάσου διασπείρονται υπό του ζεφύρου ως φιστίκια. Εις του Λουκά ο ιταλικός θίασος δροσίζει και αυτός ως άλλος ζέφυρος, ενώ αι πλατείαι αι τρεις, η μία παρά την άλλην, όπου πεντακισχίλια περίπου πνευστά όργανα, οι ηδυπαθείς ναργιλέδες, εκτελούσιν αδιάκοπον μουσικήν συμφωνίαν, πλήρεις κόσμου ασφυκτιώσιν, εις μάτην των φυλάκων της τάξεως παραμεριζόντων το πλήθος, το ιστάμενον παρά την γραμμήν των τροχιοδρόμων, και θεωρούν χωρίς να πληρώσει θεωρικά.
—Φιστίκια και φωτιαίς!
Ακούεις μεταξύ άλλων τότε, εν τη ακμή αυτή της φαιδρότητος την φωνήν του φιστικοπώλου, όστις προς ευκολίαν των γκαρσονίων με τα φιστίκια χορηγεί και φωτιαίς εις τους ναργιλετζήδες —που να τους προφθάσουν τα γκαρσόνια— περιφέρων αυτάς μέσα εις το καλαθάκι του, εις ένα μικρόν μαγκαλάκι.
Μετά το μεσονύκτιον ο ζέφυρος παύει. Η κίνησις ελαττούται. Γαλήνη εις την θάλασσαν. Γαλήνη εις την γην. Η νωχελής και υπνηλή των πεντακισχιλίων ναργιλέδων μουσική έπαυσε πλέον. Απέμειναν δε τα κρυστάλλινα ωραία δοχεία με τα κεχριμπαρένια βελούδινα μαρκούτσια τυλιγμένα περί τον λαιμόν, και με τις φωτίτσες, σβησμένες εν μέσω του ως φλιζάνιον απλωτού μεγάλου λουλά. Και μόνον εις την Κορίνναν, το αγαπητόν μου καφενείον, υπό τας πλατάνους της, η φαιδρά συντροφιά, η αντιπροσωπεύουσα το γλυκύτατον της Σμύρνης κέφι, θα τερετίσει ακόμη το ηδονικώτατον και απολαυστικώτατον της Ανατολής τερέτισμα του ναργιλέ της, τερέτισμα γλυκύτερον και των τερετισμάτων του πλέον γλυκυφώνου ιμάμη, παραγγέλλουσα και άλλο τσίπουρο ακόμη, συνοδευόμενον με τα εκλεκτότερα ορεκτικά, τυρού, χαβιαρίου και χοιρομηρίου, κατά τα χορταστικά της Σμύρνης έθιμα, τα οποία ουδέποτε θα απομιμηθώσι των Αθηνών τα πλεονεκτικά και φιλάργυρα κέντρα, διατάσσουσα και άλλα ακόμη υπό τας φαιδροτέρας διαλέξεις, έως ου αποφασίσουν εν συμπνοία εις ποίον θαλασσινόν απόκεντρον κέντρον θα διανυκτερεύσωσι, παρά πλουσίαν τράπεζαν νωπών γερλίσιων, ήτοι ντόπιων, οψαρίων, ίνα την επαύριον άυπνοι, κεκοπιακότες, πλην πάντοτε κεφλήδες, χαλάσωσι το μαχμουρλούκι των υπό την αυτήν πλάτανον της αγαπητής «Κορίννας», ίνα επαναλάβωσι την εσπέραν:
—Φέρτε μας τα ίδια!
Την αφελή, την καλήν αυτήν συντροφιάν υπό την κυριαρχίαν παχυσάρκου ανδρός, διασπείροντος τον γέλωτα ως να είναι το έργον του αυτό, χωρίς δηλ. αυτός να γελά, παρηκολούθουν τακτικώς κάθε βράδυ από της σκοτίας, μόνος, ρεμβάζων, άγνωστος εις όλους, ως ζωγράφος βλέπων εις το πρότυπόν μου, ξεκουραζόμενος, δροσιζόμενος και έλεγον:
Ιδού η νεολαία της Σμύρνης, η αγνή, η καθαρώς ιωνική, η ιθαγενής, η απονέμουσα εις τας σπαρταριστάς ευφυολογίας της διπλώματα, ανώτερα από τας επιτηδευμένας ευφυίας των κωμωδιών των Αθηνών, και αποδίδουσα εις το ηδυπαθές εντόπιον σαμπάΐ των εκλεκτών ναργιλέδων της μείζονα και αυτών των δονιζετείων φθόγγων χάριν. Εάν ήμην κανένας κριτικός Σαρσαί ή Σερσέμης θα έγραφον: Αφού εις την Ιωνίαν η ευθυμία και ο γέλως είναι φυσικά, όπου και αι ακταί γελώσι, τις η ανάγκη πλαστών ευφυολογημάτων, αφού ταύτα δεν είναι δυνατόν να έχουν την δροσερότητα του ζεφύρου της; Τις η ανάγκη ψευδομουσουργημάτων, αφού ταύτα είναι αδύνατον ν’ αποκτήσουν την τέχνην την ηδυπαθή του γοργού άσματος του περιφήμου ναργιλέ της ιωνικής πόλεως, του εισάγοντος τους ευώδεις ατμούς του μέσα εις τα βάθη των εντέρων;
Οι Μάγισσες της Σμύρνη...
Γιατί υπήρχε κι αυτή η άλλη Σμύρνη. Η πλούσια. Μας κατέβαζε η μάνα καμιά Κυριακή βόλτα στο Και, και χαζεύαμε τις σπιταρόνες, τα σαράγια. Όλοι αυτοί οι Έλληνες –πως ο Θεός τους τα έδωσε τόσο πλούσια τα ελέη!– είχαν εμπόρια και μαγαζιά τρανά. Ήταν χρυσοχόοι, λαδάδες, συκαλάδες, καπνέμποροι, αλευράδες, μαγαζάτορες τρανοί, που έφερναν ρούχα και πράγματα από τη Λόντρα και τους Παρισίους. Οι καλύτεροι αυτοί άνθρωποι ζούσαν σε σπίτια με δουλικά, είχαν άμαξες με καροτσέρηδες και σπούδαζαν τα παιδιά τους στις μεγάλες σχολές της Σμύρνης. Τα ’βγαζαν οι δάσκαλοι βόλτα τα Σάββατα στις αποβάθρες, ντυμένα όλα με γιακαδάκια, χτενισμένα, καθαρά, με καπέλα που είχαν τη γλαύκα σε εμφανές σημείο, μπροστά. Χρυσή. Εμείς τα βλέπαμε που περνούσαν.
Η Ανεσσώ έτρεχε να ακολουθήσει αποπίσω τις δυάδες με τον ίδιο βηματισμό: «εν-δυο, εν-δυο», αλά η Ευταλία τη μάζευε γρήγορα πίσω από τη φούστα της.
Για χάζι ήταν τα περιβόητα καφέ στο Και. Ήταν το καφέ «Μπελλαβίστα», η «Μυροβόλος Άνοιξις», το καφέ «Σαντάν». Οι σερβιτόροι πηγαίναν πέρα δώθε με μακριές άσπρες ποδιές. Ορχήστρες με μουσικές εστουδιαντίνες. Άκουγες από μέσα που τραγουδούσαν σκοπούς γλυκούς, ευρωπαϊκούς. Καλύτερους. Πιο απαλούς από τους δικούς μας, τους μανέδες. Για χάζι ήταν αυτές οι γυναίκες και οι άμαξες. Γυναίκες ευρωπαϊκές, ψηλές, στολισμένες, χτενισμένες, με μπομάδες και καπέλα. Με δαντέλες. Καθόντουσαν στα καφέ, με γάντια και κυρίους. Τι γυναίκες!
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 40
Ταξίδι στον Πόντο, την...
22 του Οχτώβρη. Η ημέρα μας ηύρε σήμερα μπροστά στη Σμύρνη. Ομίχλη σκεπάζει την πόλη και όλα τα περιγιάλια.
Δεν βλέπω μπροστά μου παρά ένα σταχτί αεροκάμωτο χτίριο, που μου κρύβει τον Ταύρο και της γλυκιάς Ιωνίας τα βουνά. Κατεβάζουν τη βάρκα της υπηρεσίας, δύο ναύτες και ο υποπλοίαρχος πηδούν μέσα και βάρκα κι επιβάτες χάνονται από τα μάτια μας, χωνεύουν μέσα στην ομίχλη. Οι βαρκάρηδες όμως που παραμονεύουν περίγυρα είδαν στο υγειονομείο το κατέβασμα της σημαίας, που φανερώνει το ελευθεροκοινώνισμα, κι επήδησαν απ’ όλα τα μέρη στο πλοίο, τρέχοντας απάνω κάτω και φωνάζοντας με αναμμένη όψη κουρσάρων.
Έξαφνα ο ήλιος έλαμψεν από ψηλά, έχυσε το βυσσινί του χρώμα στα πετρωτά βουνά και τα γύρω περιγιάλια, αέρας στεριανός εξέσχισε σε χίλια κομμάτια κι εσκόρπισ’ εδώθ’ εκείθε την ομίχλη κι εφάνηκεν η πόλις αμφιθεατρική, κρεμαστή στου περήφανου Τούρκου τα ριζά, ξαπλωταριά απέραντη πετρών και πρασινάδας.
Το πλοίο αργοκίνητο εμπήκε στον ασφαλή λιμένα κι έδεσε τα πρυμόσχοινα έξω στο λιθοστρωμένο ακρογιάλι, Γκιαούρ Σμύρνη, λέγουν οι Τούρκοι και δεν έχουν άδικο. Παντού ο ελληνισμός ξεχειλίζει ακράτητος. Γλώσσα παντού η ελληνική. Στα καφενεία, στις λέσχες, στα καταστήματα όπου γυρίσεις, κρέμονται εικόνες των Βασιλέων μας, εικόνες μαχών και ηρώων της επανάστασης μας. Αν ειπεί κανείς, πως η «Σμύρνη είναι μία πόλις της ελεύθερης Ελλάδος, πολύ εξευρωπαϊσμένη μάλιστα πόλις, εκεί κατά τ’ ακρογιάλια της Ιωνίας ριγμένη», δε θα ειπεί ψέματα.
Απ’ άκρη σ’ άκρη στην καμαρωτή πρόσοψη της πόλεως, απλώνεται πλατύ το Κε, ο παραλιακός δρόμος, πλακοστρωμένος όλος σε σταδίων έκταση, όπου κάνει τη συγκοινωνία το τραμβάι απ’ άκρη σ’ άκρη, έως τα λουτρά. Και πρώτα αρχίζουν από το χτιστό λιμένα στη δυτική πλευρά, οι μεγάλες αποθήκες και συγκρατητά αντίκρυ της πρύμνης των πλοίων, τα γαλατοπωλεία και καφενεία και μπακάλικα και ξενοδοχεία και μαγειρειά, μέχρι του Τελωνείου και Υγειονομείου, που προβάλλει πλατύχωρο καλοχτισμένο απάνω στην προκυμαία και κλει τον τεχνικό λιμένα. Και σ’ όλην την μεταξύ ακρογιαλιά απαντά κανείς το δουλευτή κόσμο και τον εμπορικό, αυτόν ξαπλωμένο στους καφενέδες με το μαρκούτσι του ναργιλέ στο στόμα και τον καφέ κοντά του, κι εκείνον φορτωμένον, αεικίνητον, δουλεύοντα και γκαρίζοντα.
Περνά εδώ, με το νωθρό του βήμα, συγκρατημένο καραβάνι από καμήλες φορτωμένες βαμβάκι, και διαβαίνει παρέκει άμαξα, τροχηλατούσα γοργά και παρέρχεται με κρότο πετάλων λεβένταρος καβαλάρης. Μέσα στο πολυποίκιλο αυτό πηγαινέλα προσθέτεται τώρα το πολυποίκιλο θέαμα των χρωματιστών φορεμάτων και των τύπων της μορφής. Και περνά εδώ το ταγκαλάκι, ο κάτοικος του εσωτερικού, νέος φιλάρεσκος, ψηλός, ξεραγκιανός με τις άντζες κατάγδυμνες, λιανές σαν καλάμια, με το κοντό γαλάζιο τουμάνι του, που μόλις του σκεπάζει τα σκέλια, με τη μέση περιτριγυρισμένη χιλιόδιπλα από το χρωματιστό ζωνάρι και μ’ ένα σελάχι θεόρατο, σιδεροφορτωμένο∙ με το κοντογέλεκο, μόλις να σκεπάζει τους ώμους του και με το βαρύ σαρίκι γύρω στο κεφάλι.
Εκείθεν έρχεται ο χρυσοφορεμένος, σιδεραρματωμένος γιασαξής των προξενείων, με τα μπουρνούζα του, με τις πάλες και τα μαχαίρια του. Απεδώ διαβαίνει ο ξεσχισμένος δερβίσης. Αποκεί ο πρασινοντυμένος μολάς. Αλλού σοβαρός, κύριος με ψηλό καπέλο, και αποκεί πέρα, χαρέμι ολόκληρο με τους φανταχτερούς χρωματισμούς των φορεμάτων των, κοιτάζοντας ολόγυρά του και χαχανίζοντας σαν κοπάδι τσίχλες.
Και παντού σκόρπιοι οι ναύτες των πλοίων με τα κοινά τους φορέματα και τους ποικίλους τύπους της μορφής των.
Από το Τελωνείο όμως και πέρα άλλην όψη έχει το Κε, αριστοκρατική αλήθεια κι εντελώς ευρωπαϊκή. Μεγάλες μαρμαροπελέκητες οικοδομές απλώνονται συγκρατητά σχεδόν μέχρι των λουτρών. Ξενοδοχεία και καφενεία και μπιραρίες και θέατρα και λέσχες. Κόσμος κάθεται εκεί καλός, κομψός, λάλος και πεταχτός, συζητητής κόσμος. Κόσμος, που δαπανά πολλές ώρες της ημέρας του μπροστά στον καθρέφτη. Κόσμος που μιλεί περισσότερο για το χορό της Λέσχης, για τον τρόπο που θα υποδεχθεί τον τάδε πρίγκιπα, για τα πρόσωπα που θα εκλεχθούν ως μέλη της υποδοχής των κυριών, για εκείνους που θα εκλέξουν τα κομμάτια της ορχήστρας, για εκείνους που θα επιστατήσουν στο μπουφέ, παρά για κάθε παγκόσμιο ζήτημα. Κόσμος, τέλος, που θα ήταν φυσικότερος, αληθινότερος, αν φορούσε γυναικεία.
Τότε όμως ο γυναικείος κόσμος της Σμύρνης άξιζε να φορεί ανδρίκεια. Ιδές τον στο Κε κάθε δειλινό πως προχύνεται απ’ όλα τα γύρω και όλους τους δρόμους και συμμαζώνεται εκεί καλοδέματος, στιβαρός, ανδρίκειος και κάνει με τα φανταχτερά φορέματα και τα καπελίνα του το Κε ένα μεγάλον ανθώνα, γεμάτον απ’ όλου του κόσμου τ’ άνθη και τα λουλούδια.
Τον είδα να περνοδιαβαίνει μπροστά μου ο γυναικείος κόσμος, τέλειος στη σωματική διάπλαση, τέλειος στην ομορφιά, υπερήφανος στο βάδισμα, τολμηρός στο λόγο, στην έκφραση του προσώπου ολοζώντανος, στο βλέμμα οξύς, κι είπα πως δεν είναι μόνο καταχτητής της καρδιάς των συνόμοιών μου Σμυρναίων, αλλά και αυτής της γης των.
Παντού στην Ελλάδα είναι σκορπισμένη η φήμη της Σμυρνέικης ομορφιάς. Μη νομίσει όμως κανείς πως είναι ομορφιά από εκείνες που μιλούν, με τον τέλειο και αρμονικό τους τύπο, αμέσως στην ψυχή. Η Σμυρνιά μιλεί απευθείας στα νεύρα. Κυριεύει τη σάρκα με τη σάρκα.
Φεύγουμε με το ηλιοβασίλεμα και δεν τολμώ να τραβήξω στους μέσα δρόμους, μήπως μ’ αποπλανήσουν τα θελκτικά τους θεάματα. Έτσι σ’ αυτό το ταξίδι μοιάζω με το διαβάτη, που περνά μπροστά από ένα πεντάμορφο κήπο και δεν βλέπει παρά από την κλειδαρότρυπα το σύθαμπο εσωτερικό του.
Τα παιδιά της Νιόβης...
Την είχαν τριγυρίσει τα παιδιά της, για να τους διαβάσουν το γράμμα της Τασώς. Της έγραφε:
Σμύρνη, 8 Αυγούστου 1920
Αγαπητή μαμά,
Νοσταλγώ πολύ τη ζωή σας στο αμπέλι. Ξέρω, πως όλη την ώρα θα παρουσιάζεται μπρος σας ο καμμένος κουλάς μας. Μα τι να γίνει, μαμά; Όταν υπάρχει υγεία, και το σπιτάκι που κτίσαμε γίνεται παλατάκι… Μαθαίνω πως η ζωή στο Σαλιχλί άλλαξε πολύ με τον ελληνικό στρατό. Ο κύριος Τρύφων Ιωαννίδης, που ήρθε στην τράπεζα να μου φέρει το δέμα σας, μου είπε πως έγινε «Μικρό Παρίσι»! Το βούτυρο, τα κουλουράκια και ο μπουλαμάς* είναι θαυμάσια. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστεί επίσης πολύ ο κύριος διοικητής για το κιούμπαλι.* Κάθε απόγευμα τρώει από μια κουταλιά με κρύο νερό στην υγεία σας. Είναι πολύ ενεργητικό. Κάποτε θα τον γνωρίσετε. Είναι για μένα ένας δεύτερος πατέρας. Με αγαπά σαν τα παιδιά του.
Στη Σμύρνη, αυτή τη εποχή, ψηνόμαστε απ’ τη ζέστη. Τα Σάββατα πηγαίνω στο Κορδελιό με τα παιδιά του κυρίου διοικητού και κάνομε μπάνιο. Την Κυριακή ανεβαίνω στο Μπουτζά στου νονού που έχει δροσιά. Γυρίζω τη Δευτέρα το πρωί με το βαγονάκι. Κάνει το πρώτο δρομολόγιο χωρίς μηχανή και παίρνει όσους πάνε πολύ πρωί στις δουλειές τους. Η διαδρομή είναι πολύ διασκεδαστική. Στην πανσιόν περνώ πολύ ευχάριστα. Έχω κάνει φίλη μια κοπελίτσα απ’ τη Χίο. Σπουδάζει στο «Ομήρειον». Είναι από πλούσια οικογένεια. Έχουν καράβια. Πηγαίνομε μαζί στον κινηματογράφο και μερικά απογέματα για σεργιάνι στο Και. Οι δύο αδελφές, που έχουν την πανσιόν, κάνουν ό,τι μπορούν για να μας ευχαριστήσουν. Έχουν πολύ χάζι με τις υποχονδρίες τους. Το βράδυ φορούνε κάτι πράσινες σκούφιες, γιατί το πράσινο χρώμα λένε, φέρνει ευχάριστα όνειρα! Η μεγαλύτερη, η δεσποινίς Ουρανία, όταν πηγαίνει στον Φραγκομαχαλά, φοράει την αριστερή κάλτσα της ανάποδα, να μην την ματιάσουν για τα ψώνια της! Η πιο μικρή, η δεσποινίς Σοφία, πριν πάει να κοιμηθεί, ζητά συγχώρεση από όποιον έτυχε να στενοχωρήσει, γιατί μπορεί λέει να μην ξυπνήσει! Και οι δυο, λένε, δεν παντρεύτηκαν, παρόλη την προίκα τους και την ομορφιά τους γιατί σιχαίνονταν τα γυμνά πόδια των αντρών! Ο μοναδικός αδελφός τους πνίγηκε στο ναυάγιο του «Ισταμπούλ», που έκανε τη συγκοινωνία της Σμύρνης με το Κορδελιό. Στην πανσιόν έχομε κι ένα παλληκαράκι, το Θάνο. Ο κακομοίρης είναι παράλυτος απ’ τη μέση και κάτω. Κινείται με καροτσάκι. Είναι πολύ καλό παιδί και το φροντίζομε όλες. Μου λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί μου και θέλει να με παντρευτεί. Περιμένει πότε θα έρθετε στη Σμύρνη, για να σας ζητήσει το χέρι μου!…
Και τώρα τα πιο σοβαρά. Προχτές το πρωί, μου είπε ο κύριος διοικητής ότι με καλούσε να παρουσιασθώ στο γραφείο του ο ύπατος αρμοστής Σμύρνης. Κόπηκαν τα ήπατά μου απ’ τον τρόμο. Δεν μπορούσα όλη μέρα να εργασθώ. Οι σμυρνιοί δεν θέλουν να τον ακούσουν. Τον θεωρούνε αγριάνθρωπο. Μισεί τους ρωμιούς και υποστηρίζει πολύ τους τούρκους. Είναι γεροντοπαλίκαρο. Συναναστρέφεται μονάχα τους ξένους. Λένε πως κουρεύει παπάδες.
Εξορίζει. Φυλακίζει. Απολύει δημογέροντες. Ακόμα… και δέρνει! Τί να με ήθελε; Πώς θα τον αντίκριζα; Ο κύριος διοικητής γελούσε με τον τρόμο μου. ανέβηκα με μεγάλο καρδιοχτύπι τα σκαλιά της Αμνηστίας. Ένας καβάζης με οδήγησε στο ιδιαίτερο γραφείο του. Περίμεναν να τους δεχθεί άνθρωποι με αξιώματα, το άνθος της Σμύρνης. Με κοίταζαν με περιέργεια, σα να λέγανε τι ήθελα εγώ κορίτσι πράμα εκεί μέσα. Απ’ την ενδιάμεση πόρτα ακούγονταν συχνά φωνές. Τα πόδια μου τρέμανε. Όλοι οι άλλοι περνούσαν στο γραφείο του και φεύγανε από άλλη πόρτα. Εμένα με αφήνανε. Αυτό με φόβισε περισσότερο. Έμεινα πια τελευταία. Όταν μου άνοιξαν να περάσω, απ’ το χτυποκάρδι τα μάτια μου είχαν θαμπώσει. Ήταν σκυμμένος και υπόγραφε χωρίς να μου δώσει σημασία. Ξαφνικά, σήκωσε το κεφάλι και με περιεργάστηκε. Φορά χρυσά γυαλιά, είναι ψηλός, ψαρομάλλης, μελαχρινός και κακομούτσουνος. Ένα μάτι νυστέρι. Επιτέλους, άνοιξε το στόμα του και με ρώτησε πώς λέγομαι, από πού κατάγομαι, τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου, πώς ζούμε τώρα. Είχα βρει ευτυχώς την ψυχραιμία μου. Όταν του είπα «κύριε αρμοστά» αγρίεψε και με διόρθωσε: «Κύριε ύπατε αρμοστά. Όταν λέγετε μόνον ‘’αρμοστά’’, υπονοείτε ότι υπάρχουν και άλλοι αρμοσταί». Ζήτησα συγγνώμη. Σηκώθηκε και με περιεργάστηκε ξανά σα να ’μουν κανένα μόμπιλο. «Φαντάζομαι, ότι δεν θα πηγαίνετε εις το γραφείον σας με τόσον πολυτελή αμφίεσιν», μου είπε. Δαγκώθηκα. «Θα γνωρίζετε, βεβαίως, ότι μια ιδιαιτέρα γραμματεύς, όπως υμείς, οφείλει να έχει κλειστά μάτια και αυτιά εις ό,τι βλέπει και ακούει εντός του γραφείου του κυρίου διοικητού. Περιττόν να σας υπενθυμίσω, ότι δια παν παράπτωμά σας θα έχετε τας αυτάς συνεπείας ωσάν να είσθε άνδρας. Ο σφάλλων, δι ’ εμέ, δεν διαχωρίζεται εις φύλον… Μανθάνω ότι έχετε μεγάλην οικειότητα με τα της οικογενείας του διοικητού σας. Αυτό δεν μου αρέσκει. Εν πάση περιπτώσει, την ευθύνην δι ’ αυτό την έχει εκείνος». Όπως σας είχα γράψει, το γιο του κυρίου Κακλειδάκη τον έχει βαφτίσει ο Στεργιάδης και την κόρη του ο Βενιζέλος. Με έγδυσε ξανά με το βλέμμα του. Κάτι παράξενο, μαμά: Πίσω απ΄την αυστηρή ματιά του είχα την εντύπωση πως έκρυβε συμπάθεια. Μου έκανε μια χειρονομία σα να με έδιωχνε. «Τώρα ημπορείτε να πηγαίνετε…». Κατέβηκα τα σκαλιά σα να πετούσα. Τα διηγήθηκα όλα αυτά καταλεπτώς στον κύριο διοικητή. Με άκουγε χαμογελώντας. Επιμένει πως ήθελε να μου κάνει νίλα, όπως κάνουν στο στρατό στους νεοσύλλεκτους. Θα δούμε… Την Κυριακή θα πάει να φάει στου κυρίου διοικητού. Ο βαφτισιμιός του έχει τα γενέθλιά του. Ο κύριος Κακλειδάκης με κάλεσε και μένα. Ούτε να το ακούσω. Θα πέφτει το πιρούνι απ’ το χέρι μου, όταν ο Στεργιάδης θα με κοιτάζει. Φλυάρησα πολύ στο γράμμα μου, μαμά, από νοσταλγία να σας μιλήσω. Ήθελα και να ξέρετε η κόρη σας, σε τι περιβάλλον βρίσκεται…
Ελπίζω τα δωράκια μου να σας αρέσουν.
Σας φιλώ όλους και σας αγαπώ πολύ
Τασώ
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 78-81
Ματωμένα χώματα...
Πήρα τρεχάλα το δρόμο, βγήκα στην προκυμαία. Κείνη τη στιγμή τα πολεμικά σήκωναν άγκυρα. Από τα φουγάρα τους έβγαινε πυκνός, μαύρος καπνός. Οι άνθρωποι στο Και μαρμαρώσανε. Δεν ανασαίνανε, δε μιλούσανε, δε ζούσανε. Μοιάζανε σαν τις πέτρινες πλάκες στα μεζαρλίκια, η μια πίσω απ’ την άλλη… Μα τι λέω; Μόνο όποιος έθαψε το σπλάχνο του κι άκουσε το τρίξιμο του φέρετρου την ώρα που το κατεβάζουνε στον τάφο, μόνε αυτός μπορεί να νιώσει τι ’ταν για μας κείνη η στιγμή.
Ύστερα έγινε κάτι τόσο άτιμο, που μας έφερε στα σύγκαλά μας. Ένα γαλλικό πολεμικό, το «Βαλντέκ Ρουσσώ», άρχισε ν’ ανακρούει τον εθνικό μας ύμνο! Οι «σύμμαχοι» «χαιρετούσαν» την ελληνικήν ναυαρχίδα που έφευγε, όπως το απαιτούσανε οι κανονισμοί και το πρωτόκολλο!
Τούτο το πόμπεμα μας αγρίεψε. Τα νεκρωμένα από τον πόνο απολιθώματα αναδεύτηκαν και σαν ένας ορμητικός χείμαρρος κίνησαν ομπρός.
—Όλοι στου Στεργιάδη!
—Να λογοδοτήσει!
—Να μας εξηγήσει, γιατί δε μας αφήκε να φύγουμε, μόνε μας ηγύρευε πασαπόρτια και σφραγίδες!
—Όπλα! Θέλουμε όπλα για άμυνα!
Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ύστερα κι άλλες πολλές.
—Έφυγε ο Στεργιάδης!
—Έφυγε, πάει στον αγύριστο!
—Τον γλιτώσανε οι Εγγλέζοι! Τον φυγαδέψανε!
Σταθήκαμε να καταλάβουμε τούτο το νέο μαντάτο. Κι ύστερα ξέσπασε άσκοπη, η ομαδική οργή. Τρέχαμε δεξά ζερβά, λες και κυνηγούσαμε το φευγάτο όνειρό μας, χειρονομούσαμε, τυφλώναμε.
—Π’ αναθεματισμένοι, που να μην ησώνατε να ’ρχετε!
—Γιατί; Γιατί δε μας ημπαρκάρανε κι εμάς;
—Τι θα γενούμε;
—Ηφοβηθήκανε μπα και πάμε στην Αθήνα και καθαρίσουμε την πατρίδα από την κοπριά τση προδοσιάς!
Σαν πλάκωσε η νύχτα, ερήμωσε η προκυμαία. Όλοι χώθηκαν κάτω από μια στέγη και περιμένανε τη συνέχεια. Έμεινε μόνο ο τρόμος να σουλατσάρει στα σκοτεινά σοκάκια, σαν παζβάντης που προμηνούσε το πιο άγριο ξημέρωμα, που γνώρισε ποτέ η ρωμιοσύνη…
Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 301-303
Οι στάχτες της Σμύρνης...
ΣΜΥΡΝΗ
27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ 1922Ύστερα από μια-δυο μέρες, χάθηκε κι ο καπνός. Τα κτίρια στο μάκρος της προκυμαίας έδειχναν απείραχτα. Το «Σπλέτιντ Πάλας», το Ζαχαροπλαστείο του Φώτη, οι λέσχες και τα προξενεία, ορθώνονταν όπως και πριν. Γυρνώντας όμως τριγύρω, μπορούσε κανείς να δει πως αυτές οι προσόψεις έκρυβαν πίσω τους χαλάσματα και κενά όπως οι αυλαίες των θεάτρων. Τα ρημαγμένα τους παράθυρα έδειχναν χώρους κατακαμένους, γεμάτους στάχτες, που εκτείνονταν σ’ όλο το χώρο ως τη Μπασμαχάν. Κάποια γεροντάκια σέρνονταν ολόγυρα, με τσουβάλια στο χέρι και μάζευαν κομμάτια μέταλλο από τα χαλίκια.
Όσο για τα σπίτια που είχαν γλυτώσει τη φωτιά, είχαν μετατραπεί σε Τούρκικους στρατώνες. Η Ελένη είχε νοικιάσει ένα κάρο και μετέφερε λιγοστά πράγματα σ’ ένα νεκροταφείο του Αγίου Ρόκκου, μια Φράγκικη γειτονιά πέρα από τα όρια της φωτιάς. Ο Χρήστος υποδέχτηκε με χαρά το κάρο, σκαρφάλωσε πάνω του και στριμώχτηκε ανάμεσα στα δέματα. Νόμιζε πως ο αέρας θα του έκανε καλό.
- Να σου πω κάτι, θα πάω να ζητήσω απ’ αυτούς τους Τούρκους ν΄αφήσουν το σπίτι μας στο τέλος της εβδομάδας, είπε στην Ελένη ψιθυρίζοντάς της εμπιστευτικά. Οι στρατιωτικοί πάντα παρατραβούνε τη φιλοξενία που τους προσφέρει κανείς… Τι μέρα και τούτη! Μόλις και νιώθω αυτή τη φρεσκάδα του αέρα!
- Φυσούσε ένα δροσερό βορεινό αεράκι – ο φίλος ο μπάρμπα βοριάς, αληθινή ευλογία για τους σταφιδοπαραγωγούς. Ο Χρήστος ανάσαινε βαθιά και χαμογελούσε. Με λίγη τύχη οι πρώτες σουλτανίνες θα φτάνανε αυτή τη βδομάδα από τη Μανίσα και το Καραγάτς. Στην παραλιακή σουλτανινοπεριοχή στα Βουρλά, θάχαν κιόλας τρυγήσει. Αργότερα, μέσα στον μήνα, θα υπήρχε μια θαυμάσια συγκομιδή από το Νιφ, η καλύτερη στα τελευταία χρόνια, και πολύ βροχή πριν του Αϊ-Βασιλιού κι ένα καλό βοριαδάκι που θα ξέραινε την συγκομιδή. Οι καλύτερες σταφίδες, θάπιαναν είκοσι πιάστρα την οκά στα σταφιδομάγαζα: μεγάλες κεχριμπαρένιες ρόγες, καθαρές σαν το μέλι. Το χρυσάφι της Σμύρνης.
Ο γεροντάκος κουνούσε ζωηρά τα χέρια του και φλυαρούσε ευχαριστημένα ενώ η Ελένη πάλευε με τα γκέμια. Μια στιγμή τη σκούντησε παιγνιδιάρικα. Πώς μπορούσε κανείς να είναι τόσο σοβαρός όταν γύρω του έλαμπε η φύση; Τι χαρά ν’ ακούς τα κάρα να ετοιμάζονται για το θερισμό: τους τροχούς τους να τρίζουν, τον θόρυβο από το ζέψιμο, στο γκρίζο φως της αυγής! Τι βάλσαμο να μυρίζεις τον φθινοπωρινό αγέρα στην προκυμαία την κατάφορτη από σάκους με λιναρόσπορο, σουσάμι και κεχρί. Καρποί της Βαλονίας, μεγάλοι σαν κουκουνάρια ριγμένοι στο καλντερίμι, τριγυρισμένοι από μπάλες καπνό του Ανχισάρ, πιθάρια από μπαμπακόλαδο και πάστα γλυκόριζας και τερεβίνθου. Γυναίκες δούλευαν απ’ το πρωί ως το λιόγερμα, ξεραίνοντας τελάρα με μακαρόνια στον ήλιο, βάζοντας καλοκαιρινά φρούτα στο σιρόπι και γεμίζοντας σάκους ξερά σύκα και καρύδια από τα χτήματα του Αϊδινιού και του Αλασεχίρ… Σήκωσε τα βλέφαρά του και κοίταξε την Ελένη. Έκλαιγε.
- Γιατί τώρα; Τί σου συμβαίνει; Έχεις ανάγκη λίγη ξεκούραση. Πες στον αμαξά να με πάει στη λέσχη για φαγητό. Ύστερα πας σπίτι να κοιμηθείς λίγο και να ξεκουραστείς.
- Δεν υπάρχει πια καμιά λέσχη, θρήνησε η Ελένη. Δεν υπάρχει θερισμός.
Ο πατέρας της έτριψε τα μάτια του με τα δυο δάχτυλα του χεριού του.
- Αλήθεια, είπε, έκαψαν τη λέσχη.
Ύστερα σκεφτικός χάιδευε τη μύτη του.
- Νομίζω και την κυνηγητική λέσχη επίσης;
- Ναι.
- Και το Παλιό Θέατρο;
- Όλα, τα πάντα, μπαμπά.
Για μια στιγμή το μυαλό του φωτίστηκε. Γύρισε αργά το κεφάλι του απ’ την μιαν άκρη στην άλλη σαν να έψαχνε να δει αυτά που υπήρχαν και που είχαν χαθεί για πάντα: τον Άγιο Κωνσταντίνο, το πέρασμα του Σπόντι, την οδό των Ρόδων, τη Σχολή Φράιερ. Οι ώμοι του άρχισαν να σιγοτρέμουν. Ύψωσε τα δάχτυλά του σε μιαν αδύναμη χειρονομία, σα να χαιρετούσε τα περασμένα, τους Πυρόκακους και τους Μπαλτατζήδες, τους Ντεχοσπιέντς, τους Γουάιτολς και τους Λαφονταίν. Τους Προκοπίου και τους Πεσμαζόγλου, τους Πέρσες στο Αντέμ Χαν, τους Εβραίους στο Νοζελές Χαν, τους Αγγλο-Λεβαντίνους στον Παράδεισο, την ελληνική Λέσχη, τη Νέα Λέσχη και την κυνηγετική Λέσχη με τις αίθουσες μπιλιάρδου, τα χορευτικά τσάγια, τους μασκαράτικους χορούς και τα μπαλκόνια με το καλοδουλεμένο σίδερο πάνω από την εγγλέζικη σκάλα. Τα πρωταθλήματα του τένις, τα παιγνίδια του μπακαρά, το «Σπλέντιτ Πάλας» και τη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής.
Τα μάτια του δάκρυσαν. Έσκυψε το κεφάλι, τσακισμένος από τις αναμνήσεις. Η Ελένη τον άφησε στον κήπο του παρεκκλησίου κι έφυγε να ζητήσει βοήθεια από τα ξένα προξενεία.
Όλοι οι διπλωμάτες όμως είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Πλήθη από Έλληνες, με ευρωπαϊκά διαβατήρια συνωστίζονταν κλαίγοντας στα προαύλια. Ποιος μπορούσε να τους βοηθήσει; Στο λιμάνι υπήρχαν μόνο δέκα ως είκοσι καράβια –μερικά ατμόπλοια από τον Πειραιά, λίγα Γαλλικά φορτηγά και μισή δωδεκάδα αμερικάνικα πολεμικά. Ένα πελώριο πλήθος περίμενε ν’ αρπάξει την ευκαιρία να φύγει στο εξωτερικό∙ και αν ακόμα εύρισκες εισιτήριο, οι Τούρκοι μπορούσαν να σε σταματήσουν στη σκάλα.
Η Ελένη κατευθύνθηκε στο Αλσαντζάκ μέσα στην κάψα του καταμεσήμερου. Ο υπάλληλος των εισιτηρίων ήταν ένας Ιταλός Λεβαντίνος που πάλευε ν’ ανοίξει μια λεμονάδα.
- Δεν υπάρχουν εισιτήρια.
- Τότε δώστε μου μια θέση στο κατάστρωμα.
- Μα για το κατάστρωμα μιλώ.
- Τότε στο κατοπινό καράβι.
- Δεν υπάρχουν ούτε γι’ αυτά εισιτήρια, ως μεθαύριο.
- Πάρτε αυτό, για την ενόχληση που σας κάνω.
Ο υπάλληλος έπαιξε τα μάτια του.
- Τι αξίζουν τα χαρτονομίσματα τέτοιες ώρες;
- Ίσως αυτό το νόμισμα είναι καλύτερο.
- Όχι, δώστε μου αυτό.
Και άγγιξε το δαχτυλίδι του γάμου της.
- Και μη δείχνετε πουθενά αυτά τα εισιτήρια, πρόσθεσε, ετοιμάζοντάς τα. Θα σας κόψουν το λαιμό και θα σας πετάξουν στη θάλασσα.
Μέσα στο πλήθος ένας ασχημάνθρωπος άπλωνε το χέρι του στα μπούτια της. Ένας χωριάτης με πλατιά ρουθούνια, την πλησίασε σιγά – σιγά και τρίφτηκε από πίσω της. Η Ελένη τους έσπρωξε κι έφερε τις άκρες από το κεφαλομάντηλό της στο στόμα της. Ήξερε πως είχε αρχίσει να δείχνει πιο μεγάλη χάρη σ’ αυτή την τέχνη του πρόωρου γεράσματος που όλες οι ελληνίδες την ξέρουν τόσο καλά. Σ’ ένα ή δυο χρόνια, καθώς θα ξεραινόταν και θα αφανιζόταν από την ανία και τη μαύρη θλίψη, θα γλιστρούσε, ανεξάρτητα από τα χρόνια της σ’ αυτή την πέρα από ηλικία και φύλο, ουδέτερη κατάσταση των ελληνίδων γυναικών.
Για μια στιγμή οι θλίψεις των γυναικών τάραξαν τη σκέψη της. Θυμήθηκε τα παράδοξα γυρίσματα που είχε πάρει η ζωή της, τα ψευτίσματα και τις ματαιότητές της. Αν είχε κατορθώσει ν’ αγαπήσει τον Αμπντουλλά όσο είχε αγαπήσει το Δημήτρη, θα μπορούσε να μετατρέψει σε τιμημένη παντρειά αυτή την εγωιστική κατεργαριά! Αν είχε κατορθώσει να σεβαστεί τον εαυτό της…
Τελικά , κυριάρχησε το ανατολίτικο στοιχείο του χαρακτήρα της, και η θλίψη της διαλύθηκε σε μιαν απλή αίσθηση ματαιότητας. Την ψυχή της την βόλευε να θυμάται πως είχε γλυτώσει τον Αμπντουλλά και την οικογένειά του από την καταδίωξη και τους κατατρεγμούς εξ αιτίας της.
Καθώς γύριζε, σταμάτησε πάλι έξω από τη βίλλα Τριγώνη και κοίταξε ώρα πολύ το παράθυρο του δωματίου της. Οι Τούρκοι που είχαν εγκατασταθεί μέσα την άφησαν να πάρει ακόμα μια σακούλα με τραπεζομάντηλα κι ένα μικρό κουτί ασημένια μαχαιροπήρουνα. Ένας τραχύς όμως άντρας με το ένα μάτι μπανταρισμένο, βγήκε και την σταμάτησε ενώ προσπαθούσε να τυλίξει ένα από τα μικρά χαλιά του χωλ της.
- Αυτά τα έπιπλα είναι δικά μου, είπε η Ελένη, και η φωνή της ακούστηκε γερασμένη και κουρασμένη.
- Α! Είστε η δεσποινίς Τριγώνη; Έχω κάτι να σας δώσω.
Της πρότεινε να την πάει στο γραφείο του λοχαγού που άλλοτε ήταν το δωμάτιο υποδοχής του πατέρα της. Αλλά η Ελένη, που είχε φοβηθεί από τις φριχτές ουλές του και τις φλογισμένες ματιές που τις έριχνε, παράτησε το χαλάκι και βιάστηκε να φύγει.
Ξεσήκωσε αμέσως τον πατέρα της και τράβηξε χωρίς να καθυστερήσει για την άκρη του Αλσαντζάκ, κοιτώντας πίσω της από καιρό σε καιρό να δει αν κανείς την ακολουθούσε. Η αποβάθρα χωριζόταν από την προκυμαία με δυο ψηλούς φράχτες μάκρους αρκετών εκατοντάδων μέτρων. Καθένας που περνούσε από τον έλεγχο, μπορούσε να διαβεί από το φυλάκιο σέρνοντας τα πράγματά του προς τον εσωτερικό φράχτη. Εκεί θα συναντούσε ένα άλλο, μεγαλύτερο ακόμα πλήθος που συνωστιζόταν μέσα σε πανδαιμόνιο, μπροστά σε μιαν άλλη, μικρότερη πόρτα.
Παρ’ όλα αυτά τα μέτρα, ένα τραγικό πλάσμα ντυμένο στα ολόμαυρα, είχε προσπαθήσει να ξεγελάσει τους φρουρούς και να περάσει για γυναίκα. Αυτοί τον έπιασαν και τον ξεβράκωσαν, ενώ μια παρέα από Τούρκους χαχάνιζαν και χωρατεύανε καθώς δείχνουν τα σημάδια του ανδρισμού του. Όταν τελικά οι φρουροί τον οδήγησαν στην αποθήκη, έτσι τέλεια ξεγυμνωμένο, οι άνθρωποι που ήταν μαζεμένοι μπροστά στην πόρτα τον άκουγαν να φωνάζει και να χτυπιέται και γύρισαν απ’ την άλλη μεριά γεμάτοι ντροπή και θλίψη. Όλους τους Χριστιανούς σε στρατεύσιμη ηλικία τους πήραν στο εσωτερικό της χώρας για να ξαναφτιάξουν τις κατεστραμμένες γέφυρες.
Η Ελένη χτύπησε το χέρι του πατέρα της, αυτός όμως χαμογελούσε με απλανές βλέμμα. Μπορεί και να κοιμότανε. Για κείνον, η πόλη ήταν γαληνεμένη. Οι σκοτωμένοι και οι χαμένοι κοιμούνται ειρηνικά στα κρεβάτια τους. Οι απαλές πνοές απ’ την ανάσα τους ακούγονταν πίσω από τις κουρτίνες των παραθύρων. Αργότερα, όταν ο μπάτης θα φρεσκάριζε την ατμόσφαιρα στο μάκρος του λιμανιού, θα ξυπνούσαν σαν κάπως δύστροπα παιδιά, με πρησμένα απ’ τον ύπνο μάτια, θα τέντωναν τα χέρια τους, θάριχναν νερό στο πρόσωπό τους και θα πήγαιναν για κανένα καφέ κοντά στη θάλασσα.
Ο Χρήστος τους έβλεπε όλους, φίλους κι ανταγωνιστές, να περπατούν μέσα στη μαγεία του δειλινού –τραπεζίτες, ποιητές, πατριώτες – και χαμογέλασε. Καθώς περίμεναν μπροστά στην πόρτα, έπιασε ξαφνικά το χέρι της Ελένης.
- Παιδί μου, θέλω να μου δώσεις μιαν υπόσχεση. Γέρασα πια! Θα με θάψεις στην Ελλάδα; Θέλω ένα χριστιανικό μνήμα, αφιερωμένο σ’ ένα πρωτοπόρο του ελληνισμού. Θα το κάνεις για μένα;
Η Ελένη του υποσχέθηκε και ο Χρήστος την φίλησε στο μέτωπο. Είχε ξεχάσει πόσο βαριά την είχε καταραστεί.
- Μερικές φορές σε αποδοκίμασα, παιδί μου, της είπε μαλακά. Είσαι ένα πεισματάρικο κορίτσι και είχες τις επίμονες ιδέες που σούδωσε η μόρφωση. Πάντα όμως σου φέρθηκα καλά, δεν είν’ έτσι;
- Ναι, μπαμπά!
- Μην ανησυχείς. Θα σε φροντίζω πάντα.
Όταν ο φρουρός της πύλης φώναξε το όνομα της Ελένης, την έστειλε να πάει σε μια σκεπαστή αποθήκη, στην άκρη μιας αποβάθρας.
Ο άνθρωπος με τις ουλές που είχε συναντήσει στη βίλλα ήταν εκεί και την περίμενε, τριγυρισμένος από στρατιώτες. Το μοναδικό του μάτι έλαμπε από κακία. Έβαλε όμως το χέρι του στο στήθος του, σημάδι καλών προθέσεων.
- Δεν θέλω να σας καθυστερήσω, είπε, τείνοντάς της ένα μικρό δέμα. Αυτά είναι τα πράγματα του άντρα σας.
Και καθώς η Ελένη άπλωνε το χέρι της να τα πάρει πρόσθεσε:
- Το πτώμα του βρέθηκε στο δρόμο. Του τα είχαν πάρει όλα, εκτός από αυτά τα λίγα ρούχα. Έκανα εξακρίβωση. Ήταν αδερφός μου.
Η Ελένη πήρε το μικρό δέμα στην αγκαλιά της.
- Βρισκόταν εδώ; είπε στο τέλος. Στη Σμύρνη;
Χαμήλωσε τα μάτια που ήταν πνιγμένα στα δάκρια, κατάλαβε πως ο Αμπντουλλά την είχε ακολουθήσει. Τα διαισθάνθηκε όλα. Γύρισε πίσω και είπε στον πατέρα της πως οι φρουροί είχαν κάνει λάθος, πως την είχαν πάρει για κάποια άλλη.
Το πλήθος χτυπιόταν πίσω από τις πλάτες της. Η μυρουδιά της φτώχειας τους, η βρώμα τους, τα κίτρινα από την πείνα χείλη τους άρχισαν να την πνίγουν.
- Γιατί δεν φεύγουμε; Γιατί δεν ξεκινάει το πλοίο;
- Μην ανησυχείς, της είπε ο Χρήστος. Θα σε φροντίζω πάντα. Η χώρα μας έχει ένα λαμπρό μέλλον. Τίποτα δεν μπορεί να μικρύνει το μεγαλείο μας. Θα υπάρχει πάντα η αιώνια δόξα της Μεγάλης Ιδέας.
Η Ελένη έσφιξε το δέμα με τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του άντρα της και το φέσι του, και ψιθύρισε στον εαυτό της: «πάμε».
Είχε ζήσει την πείρα της δόξας των περασμένων και ήξερε πως μπορούσε ν’ αντέξει το μεγαλείο του Αύριο.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 502-508
Τα παιδιά της Νιόβης...
Απ’ το ημερολόγιο του κυρίου Τρύφωνα Ιωαννίδη αντιπροσώπου της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ».
10 Ιουνίου 1922
Το καλοκαίρι μπήκε άτονα. Νοσταλγούμε την παλιά ευθυμία στον αμπελώνα –τόσο κοντινό μα και τόσο πια μακρινό παρελθόν… Ξυπνάμε με το εναγώνιο ερώτημα: «Τι γίνεται στο μέτωπο;». Κυκλοφορούν ποικίλες διαδόσεις –απ’ τις πιο ανησυχητικές ως τις πιο αισιόδοξες. Για τις πρώτες, οι βασιλόφρονες κατηγορούν τους βενιζελικούς, πως υπονομεύουν το έργο της κυβερνήσεως σπέρνοντας την ηττοπάθεια∙ για τις δεύτερες, οι βενιζελικοί την κυβέρνηση, πως κρύβει απ’ το λαό την αλήθεια. Στο μεταξύ, κρίση στην αγορά. Φυλάμε τα χρήματά μας για τις δύσκολες μέρες…
25 Ιουνίου 1922
Η στασιμότητα, που παρατηρείται γύρω απ’ το μικρασιατικό θέμα, μου φαίνεται ύποπτη. Εκείνο το «Διάγγελμα προς τον Μικρασιατικόν λαόν» της κυβερνήσεως, που μας είχε ανακοινώσει ο αρμοστίκος στην εκκλησιά, πως εγγυόταν την προστασία μας, ήταν σαπουνόφουσκα. Όλους μας κατέχει αίσθημα ανασφάλειας. Σε παλαιότερη εγγραφή μου είχα παρομοιάσει αυτή τη στασιμότητα με το φαινόμενο της «Ρεστίας», όπου κάτω απ’ την απατηλή ήρεμη θάλασσα γίνεται έντονος κυματισμός…
10 Ιουλίου 1922
Απεσταλμένος της «Αμάλθειας» στο μέτωπο, που διανυκτέρευσε σπίτι μου επιστρέφοντας στη Σμύρνη, μου έδωσε αποκαρδιωτικές πληροφορίες: Οι στρατιώτες τρέφονται μ’ ένα άθλιο συσσίτιο. Οι αξιωματικοί έχουν να πάρουν μισθούς δυο μήνες. Διαμαρτύρονται. Γίνονται στάσεις. Λιποταξίες. Την επιθετική πρωτοβουλία την έχουν ολοένα και πιο συχνά οι τούρκοι. Οι τσέτες κάνουν μεγάλη φθορά στα μετόπισθεν. Απ’ την άλλη, μελετάται η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης! Ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης κινείται μεταξύ Σμύρνης και Αθηνών. Μάταια ο μητροπολίτης κάνει δραματικές εκκλήσεις στο Βενιζέλο και στους ευρωπαίους πολιτικούς να συμπαρασταθούν στο μικρασιατικό λαό. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…
20 Ιουλίου 1922
Επιτέλους, μετά την απατηλή ηρεμία, η αναταραχή: Οι εφημερίδες δημοσιεύουν προκήρυξη του ύπατου αρμοστή Σμύρνης προς το μικρασιατικό λαό, πως είναι εξουσιοδοτημένος απ’ την κυβέρνηση να του ανακοινώσει, ότι του έχει ανατεθεί «εν ονόματι του ελληνικού λαού, όπως διαμορφώσει, εν τη Δυτική Μικρά Ασία, πολιτειακόν οργανισμόν, καλών τους κατοίκους, όπως παράσχωσιν την πρόθυμον υποστήριξιν αυτών…». Συγχρόνως η κυβέρνηση, με άλλο ανακοινωθέν της αναφέρεται στο ιστορικό της μικρασιατικής εκστρατείας με ύφος απολογούμενου… Μου φαίνεται, πως αυτή η «Αυτόνομη Μικρασιατική Πολιτεία» είναι ένα παραπλανητικό κατασκεύασμα της κυβερνήσεως, για να παρουσιαστεί στο μικρασιατικό λαό πως κόβεται για την τύχη του. Η νομική της οργάνωση –που είναι έργο μακρού χρόνου ενώ τα γεγονότα καλπάζουν- έχει ανατεθεί στο λαομίσητο Στεργιάδη! Πώς μπορεί να κατοχυρωθεί η «αυτονομία», με τους ευρωπαίους αδιάφορους για την τύχη της και την … εγγύηση ενός κράτους καταχρεωμένου; Απ’ το συλλαλητήριο, που οργάνωσε ο Στεργιάδης, για να μιλήσει στο σμυρναϊκό λαό, απουσίαζαν εντυπωσιακά οι προύχοντες…
2 Αυγούστου 1922
Ο Αύγουστος μπήκε δυσοίωνα: Στους συρμούς, που ανεβαίνουν στο μέτωπο, τα σιωπηλά φανταράκια μοιάζουν με πρόβατα που τα πάνε για σφάξιμο… Ταξιδιώτες απ’ το Ουσάκ μιλούν χαμηλόφωνα για «διάσπαση» του μετώπου. Μερικοί άρχισαν να φεύγουν απ’ τις πατρίδες τους. Προσπαθώ να συμβιβαστώ με την πικρή σκέψη πως θα εγκαταλείψουμε το Σαλιχλί…
10 Αυγούστου 1922
Η αγωνία μας κορυφώνεται. Μέρες Γολγοθά. Ο αντιπρόσωπος του αρμοστή και ο στρατιωτικός διοικητής εγκατέλειψαν την πόλη χωρίς να μας το ανακοινώσουν. Η χωροφυλακή συγκεντρώνει τα αρχεία της. Απ’ το φρουραρχείο οι απαντήσεις διφορούμενες –μοιάζουν σα να μας λένε: «Βλέπετε, κρίνετε και αποφασίστε». Απ’ τον πίσω δρόμο αρχίζουν να περνούν καραβάνια με πανικόβλητους απ’ τα γύρω χωριά, που δεν έχουν σιδηροδρομική επικοινωνία με τα παράλια. Ο πρόεδρος των Κούλων, περαστικός απ’ το Σαλιχλί, μας είπε πως ο αδελφός του, ο καθηγητής της Φαρμακολογίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας Γεώργιος Ιωακείμεγλου, τον στο τελευταίο γράμμα του να κατεβεί στη Σμύρνη για να είναι έτοιμος να φύγει… Στην Αθήνα θεωρούν βέβαιο, πως ο ελληνικός στρατός θα αποχωρήσει απ’ τη Μικρά Ασία πριν απ’ το χειμώνα. Η Σαρρίνα, που γύρισε άρον-άρον απ’ τη Σμύρνη, μας έφερε τα ίδια νέα: Την είχε καλέσει σπίτι του ο διοικητής της «Γεωργικής Τραπέζης», όπου εργάζεται η μεγάλη κόρη της, και τη συμβούλευε να εγκαταλείψει το Σαλιχλί. «Η αποχώρηση του ελληνικού στρατού θα σας βρει πάνω στη συγκομιδή», της είπε. Σίγουρα, απηχεί γνώση επισήμων. Μέσα σε όλα αυτά τα δεινά, ορφάνεψε πάλι η κοινωνία μας από άλλο πολύτιμο μέλος της: Ο αγαπημένος φίλος γιατρός Παντελής Κόκκινος έπαθε βαρύτατη ημιπληγία. Έπασχε από υπεραιμία. Τα δυσάρεστα νέα τον επηρέασαν ψυχικά. Σωριάστηκε παράλυτος στο κρεβάτι –ζωντανός νεκρός ανάμεσα σε ζωντανούς, που δεν ξέρουν αν θα επιζήσουν…
16 Αυγούστου 1922
Ο Κόκκινος, δεν άντεξε μια ζωή αταίριαστη για τη λεβεντιά του. Κάποια στιγμή, που δεν τον πρόσεχαν, έκοψε τις φλέβες του με ξυραφάκι, που τον είχε ξυρίσει η κόρη του. Τον βρήκαν στο κρεβάτι να πλέει στο αίμα. Νεκρολόγησα «το κόσμημα της πόλης μας» μέσα στους λυγμούς των λίγων πια που έχουν απομείνει απ’ την επάνω συνοικία. Το Σαλιχλί έχει γλώσσα… Μας μιλά με τα γεγονότα: «Με αγαπήσατε πολύ… Εγκαταλείψτε με, προτού γίνω αγνώριστο…». Η πόλη μας είναι γεμάτη από περαστικό στρατό, που κατεβαίνει απ’ το μέτωπο… όλοι ανυπομονούν να βρεθούν μακριά απ’ τον κίνδυνο…
17 Αυγούστου 1922
Μάταια ήλπιζα, πως δε θα με αξίωνε ο Θεός να κάνω αυτή την εγγραφή: Σε αποχωρίζομαι, αγαπημένο μου Σαλιχλί. Τα δάκρυά μου έχουν στεγνώσει. Φεύγω αύριο με τη γυναίκα μου. ανάμεσα σε όσα μπόρεσα να πάρω είναι κι’ ένα σακουλάκι με χώμα απ’ το αμπέλι μου. Διαδόσεις ότι μια μεραρχία έχει αιχμαλωτιστεί απ’ τους τούρκους. Οι συρμοί κατεβαίνουν προς τη Σμύρνη κατάμεστοι από στρατό με έκφραση φυγάδων…
Οι φίλοι απ’ την επάνω συνοικία δίνομε τα ραντεβού μας στη Σμύρνη, στο «Ξενοδοχείον της Αλεξάνδρειας», όπου συνηθίζαμε να μένουμε τις χαρούμενες μέρες, και στα κέντρα της προκυμαίας «Κραίμερ» και «Χατζηφώτη»…
18 Αυγούστου 1922
Δεν κατόρθωσα να βρω δωμάτιο στο «ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας». Ακόμη και οι διάδρομοί του έχουν γεμίσει από πρόσφυγες του εσωτερικού. Ευτυχώς, ο πολύτιμος φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος μας πρόσφερε στέγη. Καθένας μας, επιστρέφοντας απ’ τον περιπλάνησή του στην πόλη, ανάλογα με τα νέα που φέρνει, διαμορφώνει την ψυχική μας κατάσταση…
Η Σμύρνη παρουσιάζει εικόνα πανικόβλητης πόλης. Οι δρόμοι κατάμεστοι απ’ τα πλήθη, που φθάνουν αλαφιασμένα απ’ το εσωτερικό. Στρατός ασύντακτος με έκφραση φυγάδων. Έξω απ’ τα καφενεία, τα μαγαζιά, στα μπαλκόνια, τα παράθυρα και τις πόρτες – οι σμυρναίοι νύχτα-μέρα συζητούν… Είναι σε απόγνωση –τι να κάνουν; Μοναχά οι περιπολίες της χωροφυλακής, καθώς περνούν ήρεμες, δίνουν ακόμη την ψευδαίσθηση της «ελληνικής κατοχής»… Λέγεται πως οι τούρκοι δεν μπορούν να φθάσουν στη Σμύρνη πριν από δέκα μέρες. Έχει ενισχυθεί η γραμμή Πανόρμου-Φιλαδέλφειας, για να ανακόψει την προέλασή τους, ώστε να μπορέσει να εγκαταλείψει με τάξη τη Μικρά Ασία ο ελληνικός στρατός…
19 Αυγούστου 1922
Η προκυμαία κατάμεστη από κουρελιασμένους στρατιώτες, αξιωματικούς χωρίς εξάρτηση, καμιόνια με πυρομαχικά, αρχειακό υλικό, πυροβόλα –τρέχουν προς τις αποβάθρες, για να απομακρυνθούν από το μίασμα που λέγεται «Ιωνία». Άλλοι κατευθύνονται προς τα δυτικά, για να επιβιβαστούν απ’ τον Τσεσμέ. Είναι ο «ηρωικός ελληνικός στρατός», που φιλοδοξούσε να φτάσει ως την «Κόκκινη Μηλιά»… Παρακολουθούμε το τραγικό θέαμα με την ψυχή στο στόμα. Οι απαίσιοι λεβαντίνοι, με τα περιβραχιόνια, δηλωτικά της ξένης υπηκοότητας τους, οργιάζουν σπέρνοντας τις πιο ανησυχητικές διαδόσεις. Θησαυρίζουν απ’ τις μεσολαβήσεις τους στα πρακτορεία για προμήθειες εισιτηρίων. Οι τούρκοι, στα καφενεία τους, φαίνονται έκπληκτοι για την τόσο ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων. Απ’ τα πολεμικά τους οι ευρωπαίοι ανταλλάσουν δεξιώσεις, μας παρακολουθούν σαν ένα θέαμα… Εύποροι σμυρναίοι ναυλώνουν ιστιοφόρα –ακόμη και βάρκες- για να φύγουν στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Μια βάρκα στοιχίζει ολόκληρη περιουσία. Κατορθώσαμε με το Σοφιανόπουλο να αποκτήσουμε εισιτήρια, για να φύγουμε με ολλανδικό πλοίο που θα φτάσει στη Σμύρνη σε πεντέξι μέρες. Το πληρώσαμε με χρυσάφι…
Η γυναίκα μου γύρισε απ’ την Αγία Φωτεινή. Η μητρόπολη είναι γεμάτη κόσμο, που κάνει ολονυχτίες και προσεύχεται. Ο μητροπολίτης περιφέρεται ανάμεσά τους, τους ευλογεί και τους εγκαρδιώνει…
21 Αυγούστου 1922
Πλήθη έχουν πλημμυρίσει τη Σμύρνη. Κοιμούνται πάνω σε κουρελούδες, στους βερχανέδες, στα χάνια. Μοιάζουν σαν αλλοπαρμένοι, άνθρωποι που πριν από λίγον καιρό ζούσαν στα μέρη τους ήρεμοι και ευτυχισμένοι. Τροφή τους σταφύλι και ψωμί. Στις αποβάθρες περιφέρονται στρατιώτες χωρίς χιτώνια, με πρησμένα πόδια, άρρωστοι, ανάπηροι. Πολλοί σωριάζονται απ’ την ασιτία και την κούραση, ύστερα από μέρες πορεία. Πραγματική έφοδος στα πρακτορεία. Οι πράκτορες πουλούν τριπλάσιες θέσεις από όσες μπορούν να χωρέσουν τα πλοία, που πρόκειται να καταπλεύσουν σε πεντέξι μέρες. Άραγε θα προφτάσουμε να φύγουμε; Διαδόσεις πως η στρατιά του Νουρεντίν κατεβαίνει ασυγκράτητη προς τη Σμύρνη σπέρνοντας τον όλεθρο…
22 Αυγούστου 1922
Απόσπασμα από γράμμα απογνώσεως του μητροπολίτη Χρυσοστόμου προς το Βενιζέλο. Έφτασε στα χέρια του εκδότη τη «Αμάλθειας»: «Σε μόνο θεωρούμεν τον από μηχανής Θεόν, Σε βράχον, Σε ελπίδα, Σε σωτηρία και Μεσσίαν μας».
24 Αυγούστου 1922
Στα γραφεία της «Αμάλθειας» εξακολουθεί η καταπιεστική λογοκρισία απ’ την αρμοστεία. Ο απαίσιος άνθρωπος προσπαθεί ως την τελευταία στιγμή να κρύβει την αλήθεια απ’ το λαό. Ψύχραιμος και ασυγκίνητος, είπε στους δημοσιογράφους: «Διά του κράτους ήλθομεν, διά του κράτους θα φύγωμεν ευκοσμίως…».
25 Αυγούστου 1922
Νύχτα απαίσια. Σωστή κόλαση. Οι δρόμοι της Σμύρνης κατασκότεινοι. Ο Στεργιάδης, σε ρήξη με την ξένη εταιρία αεριόφωτος, δεν της πλήρωσε το λογαριασμό! Και κείνη έσβησε το φως! Απ’ τα κρεβάτια μας ακούμε το ποδοβολητό του ιππικού και το σύρσιμο των ποδιών του κουρασμένου πεζικού πάνω στο καλντερίμι. Κατευθύνονται στις αποβάθρες, για να προφτάσουν να μπουν στα τελευταία πλοία. Βοϊδάμαξες με πυρομαχικά προχωρούν προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, για να επιβιβαστούν απ’ τον Τσεσμέ. Το πρωί αντικρίσαμε τα επίτακτα «Ατρόμητος» και «Αδριατικός», πλημμύρα από στρατό και τυχερούς πολίτες, να απομακρύνονται αφήνοντας πίσω τους θυσάνους από μαύρο καπνό. Μένει το «Νάξος» για τους τελευταίους τυχερούς. Εμείς τι θα απογίνουμε;
28 Αυγούστου 1922 (Πάνω στο ιταλικό φορτηγό «Μεργκ» ενώ πλέουμε για τη Χίο).
Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, που ευδόκησες να εισακούσεις την ικεσία μου! Χτες, καθώς έφευγα απ’ τα γραφεία της «Αμάλθειας», ο φίλος συντάκτης, που είχα φιλοξενήσει στο Σαλιχλί όταν γύριζε απ’ το μέτωπο, βάζοντας στην τσέπη μου ένα σημείωμα, μου ψιθύρισε: «Σπεύσε να συναντηθούμε στο μέρος που σου ορίζω…». Έμεινα κατάπληκτος όταν διάβασα: Ένα μικρό ιταλικό φορτηγό με το όνομα «Μεργκ», αγκυροβολημένο στην απόμερη μεριά μπρος απ’ το Κουμερκάκι, έπαιρνε επιβάτες χωρίς χρήματα! Ο ιταλός πλοίαρχος, γιος καθολικού ιερέα, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι με σκοπό να διασώσει θύματα απ’ την θηριωδία των τούρκων! Ένας τουρκοκρητικός βαρκάρης με το βοηθό του, συνεννοημένοι μαζί του, περνούσαν τους επιβάτες μέσα στο καράβι. Έτρεξα στους Σοφιανόπουλους. Προσευχηθήκαμε. Αρπάξαμε τις βαλίτσες μας και ξεκινήσαμε με τις γυναίκες. Η αγωνία μας δεν περιγραφόταν: Θα προφταίναμε να επιβιβαστούμε; Μήπως ο δημοσιογράφος μας παράσερνε χωρίς να το υποψιάζεται σε μια περιπέτεια, που μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή μας ή να χάσουμε τις θέσεις μας στο ολλανδικό πλοίο που περιμέναμε; Φτάνοντας στο Κουμερκάκι με την ψυχή στο στόμα, αντικρίσαμε ένα μικρό φορτηγό γεμάτο πολίτες και στρατιωτικούς. Ο τουρκοκρητικός βαρκάρης, με συνωμοτική σιωπή, μας πέρασε με άλλους πέντε στο καράβι. Κάναμε το σταυρό μας μόλις πατήσαμε στο κατάστρωμα. Να ’ταν ψευδαίσθηση; Ένας κοντουλός ανθρωπάκος μας υποδέχτηκε με αγαθό χαμόγελο. Τον αγκαλιάσαμε. Με μας, είπε, συμπληρώνονταν τετρακόσιοι πενήντα. Θα’ παιρνε άλλους πενήντα. Ήταν πολίτες, γυναικόπαιδα, στρατιώτες, αξιωματικοί, τραυματίες –με την έκφραση ακόμη της αγωνίας από όσα είχαν δει τα μάτια τους. η χαρά μου δεν λεγόταν, όταν συνάντησα το σεβάσμιο συνεκδότη της «Αμάλθειας» Γεώργιο Υπερείδη∙ τον αδελφό του Θεόδωρο, εκδότη του «Τηλέγραφου»∙ τον Γεώργιο Αναστασιάδη, εκδότη του σατιρικού «Ο Κόπανος»∙ τον Λέανδρο Κοκκινάκη, εκδότη της «Ημερησίας». Άλλους συντάκτες. Ο φίλος μου δημοσιογράφος ήταν ο σωτήρας μας. Τον φίλησα. Μου χαμογελούσε. Πού να το φανταστώ πως η ερασιτεχνική απασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία θα έφερνε μια μέρα τη σωτηρία μου; Η ευτυχία –όπως και η δυστυχία- όταν έρχονται απροσδόκητα, συγκλονίζουν τόσο έντονα την ψυχή, που μπορεί να καταλήξουν σε δράμα. Στα αγωνιώδη ερωτήματα όλων, αν οι τούρκοι αξιούσαν την παράδοσή μας, ο πλοίαρχος απαντούσε σταθερά πως δε σκόπευε να μας παραδώσει. Κι αν τον διάταζε ο ιταλός ναύαρχος; Ίδια απάντηση: Δε θα υπάκουε. Ζητούσε, όμως, να του παραδώσουν οι στρατιωτικοί τον οπλισμό τους. Εκείνοι αρνήθηκαν. Είχαν διασωθεί, είπαν, χάρη στα όπλα τους. Πώς να τα εγκαταλείψουν, για να μείνουν ανυπεράσπιστοι; Μα ο ιταλός επέμενε. Τελικά, υποχώρησαν στις παρακλήσεις μας και τα παραδώσανε. Ο πλοίαρχος, αντί να τα φυλάξει, τα πέταξε στη θάλασσα. Δεν πέρασε πολλή ώρα, μια ατμάκατος φάνηκε να κατευθύνεται προς το καράβι μας. Αναστατωθήκαμε. Ο ιταλός ναύαρχος αξιούσε απ’ το πλοίαρχο να παραδώσει στους τούρκους τους έλληνες επιβάτες, αν το απαιτούσαν. Εκείνος, όμως, απάντησε ρητά, πως δεν είχε σκοπό να υπακούσει στις τουρκικές αρχές. Θα αποπλέαμε το πρωί! Γενναίε άνθρωπε του Χριστού, με την πράξη σου, ξέπλυνες τα αίσχη των συμπατριωτών σου! Φιλούσαμε τα χέρια του. Τον αγκαλιάζαμε. Μας ατένιζε μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο σα να είχε κάνει την πιο φυσική πράξη. Καθώς περιφερόμουν στο κατάστρωμα μήπως ανακαλύψω κανένα γνωστό μου, τινάχτηκα. Είχε βρεθεί μπρος μου ο Χατζή Λεόντης! Αγκαλιαστήκαμε. Η συγκίνηση μας έπνιγε. Θεέ μου, ο κομψός Λεόντης ήταν αγνώριστος: Χωρίς τα χρυσά πενς-νέ του. Χωρίς γραβάτα. Με ρούχα κατατσαλακωμένα. Παπούτσια ξηλωμένα. Του είπα πως τον αναζητούσε η ανεψιά του. Μου διηγήθηκε την περιπέτειά του: Ήταν το τελευταίο τρένο απ’ το Σαλιχλί, που έφυγε η κόρη της Σαρρίνας. Τα άλλα περνούσαν γεμάτα χωρίς να σταματήσουν. Ξενύχτησαν με τους Σούνιους και τον κόσμο κάτω απ’ τα υπόστεγα. Το πρωί η πόλη είχε εγκαταλειφθεί απ’ τον ελληνικό στρατό. Ξαναμπήκαν στο σταθμό οι έφιπποι τσέτες με τον κιορ Μπεχλιβάν χτυπώντας με αλαλαγμούς στον αέρα τα μαστίγιά τους. Πήραν από όλους όσα χρυσαφικά είχαν πάνω τους. μάζεψαν τους άντρες στη σειρά. Ανάμεσά τους ήταν απ’ το Σαλιχλί ο Παναγής Καντάρογλου, ο αρμένης ο Αρτίν, ο Πάρης Μπέης, ο Κοντογιαννάκης, ο Βαϊγκούσης, κάμποσοι απ’ τον κάτω μαχαλά. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε με δυο τζαντάρμες ο Γιακόβ Ναχμίας. Δαχτυλόδειξε τους σαλιχλιώτες. Τους βάλανε απ’ τη σειρά. Ο σατανικός εβραίος χαμογελούσε. Πού να το φανταστούν πως ήταν κατάσκοπος των Τούρκων; Πλησίασε τον Παναγή Καντάρογλου και του έδωσε δυο χαστούκια: «Τώρα, εγώ είμαι το σπαθί και συ είσαι το θηκάρι… Θυμάμαι τι μου είπες, όταν ο γιος σου τόλμησε να κλέψει την κόρη μου;». Την πέτρα στον ντορβά, αντί για το κεφάλι του γιου του, εκείνος την είχε βάλει. Και τις διακόσιες χρυσές λίρες τα λύτρα τις είχε βάλει στο κομιτάτο! Τους κατέβασαν απ’ τον κεντρικό δρόμο. Το Σαλιχλί ήταν αγνώριστο απ’ τη μάχη, που είχε δοθεί ανάμεσα στους τσέτες και τους τσολιάδες του Πλαστήρα. Ξαφνικά, εκεί που ήταν απελπισμένος ότι τους πήγαιναν για τουφέκισμα, ήρθε η σωτηρία μου. Ανέβαινε ο καδής με το μουλά. Ο καδής τους σταμάτησε. «Αυτός είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Δεν έχομε μαζί του κανένα παράπονο. Τον παίρνω σπίτι μου…», είπε. Οι τζαντάρμες δεν φέρανε αντίρρηση. Σπίτι του τον έβαλε να πλυθεί, φάγανε στο σοφά μαζί, τη νύχτα εκεί. Το πρωί του είπε πως θα τον συνόδευε ως τη Σμύρνη. Φύγανε με το πρώτο τραίνο. Όταν βγήκανε στο σταθμό του Μπασμαχανέ, τον χτύπησε στον ώμο: «Από δω και πέρα, Χατζή Λεόντη, ο Αλλάχ μαζί σου…», τον αποχαιρέτησε. Πήγε στην «Μπάνκ Λυονναί», όπου είχε χρηματοκιβώτιο και ανοιχτό λογαριασμό. Ο διευθυντής, ένας γαλλοϊταλός, που του έφερνε συχνά δώρα όταν ερχόταν στη Σμύρνη, βλέποντάς τον σε κείνο το χάλι, τον πήρε στο γραφείο του. Είχε μέσο, του είπε, να τον φυγαδεύσει απ’ τη Σμύρνη. Ένας υπάλληλος τον συνόδευσε ως το φορτηγό του ιταλού…
Απ’ το κατάστρωμα παρακολουθούσαμε, τις πρώτες απογεματινές ώρες, τον τακτικό τουρκικό στρατό να κατακλύζει την προκυμαία. Προηγούνταν δεκάδες αυτοκίνητα με την ημισέληνο ζωγραφισμένη στα φτερά τους και ακολουθούσαν ίλες ιππικού με άψογες στολές. Τα πλήθη αντίκριζαν σαν απολιθωμένα την απαίσια παρέλαση. Στο μεταξύ, είχαμε πια γίνει πεντακόσιοι με όσους πρόφτασαν να επιβιβαστούν. Ως αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τις ανταύγειες του φεγγαριού, ξεχωρίζαμε μέσα στην κατασκότεινη προκυμαία τις ίλες του τούρκικου στρατού να γεμίζουν την πόλη. Άραγε τι θα γινόταν μέσα στις ελληνικές συνοικίες; Στριμωγμένοι, όπως-όπως, κάποτε αποκοιμόμαστε, κάποτε ξυπνάμε από εφιάλτες. Επιτέλους, με την αυγή, ακούσαμε τις μηχανές του καραβιού να λειτουργούνε. Κάναμε το σταυρό μας. Φιλιόμασταν. Ναι, ήταν πραγματικότητα! Είχαμε αποφύγει το θάνατο ή την αιχμαλωσία στα βάθη της Ανατολίας! Ήμασταν απ’ τους τυχερούς, χάρη σ’ έναν άνθρωπο του λαού με χριστιανικά αισθήματα. Μια χριστιανική πράξη μπορεί να εξαγοράσει χιλιάδες βαρβαρότητες. Παίρνω μαζί μου, Σμύρνη, το όραμά σου, σήμερα, αυγή της 28ης Αυγούστου 1922. Το βλέμμα μου δεν έχει τη δύναμη να διαπεράσει το φράγμα απ’ τα δάκρυά μου, όσο απομακρυνόμαστε απ’ την ακτή. Όχι! Όχι! Ιωνία δε σε χάνω! Διατηρώ στο αίμα μου τα μέταλλα απ’ το έδαφός σου∙ στα σπλάγχνα μου τους χυμούς απ’ τα φυτά σου∙ την αιθρία σου μέσα στην ψυχή μου∙ στο ήθος μου την αρχοντιά σου. Θεοί της Ιωνίας, παρακαλώ σας, συντροφέψτε την πατρίδα μου στη μοναξιά της με τα χαμόγελά σας. Ίσως μια…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. B΄, σ. 340-352
Σκηναί εις το προξενεί...
(εκτάκτου ανταποκριτού μας)
Την παρελθούσαν Τρίτην είχομεν λυπηράς σκηνάς εν τω Προξενείω, των οποίων όμως ευτυχώς η έκβασις απέβη προς πλήρη ικανοποίησιν της αρχής μας.
Περί την 10ην π.μ. ώραν πέντε κατάσκοποι της αστυνομίας έχοντες επί κεφαλής ένα πρώην λωποδύτην, δυστυχώς όμως Έλληνα, ηθέλησαν παραβιάζοντες το άσυλον του Προξενείου να απαγάγωσι δια της βίας ύποπτον άτομον καταφυγόν εντός αυτού, ανέβησαν δε μέχρι της θύρας του Γραφείου του κ. Προξένου, οπότε είς καβάσης τοις έκαμε την παρατήρησιν ότι ευρίσκονται εντός του Ελληνικού Προξενείου.
Εις απάντησιν αυτοί εξαγαγόντες ρεβόλβερ της κυβερνήσεώς των ηπείλησαν τον καβάσην ότι θα πυροβολήσουν· αλλ’ ούτος, μετά δύο ετέρων του προξενείου καβάσιδων και τινών υπαλλήλων ου μόνον αφώπλισαν αυτούς, αλλά και τους έδειραν ανηλεώς, κρημνίσαντές τινάς τούτων από της κλίμακος.
Οι άτιμοι ούτοι ετράπησαν εις άνανδρον φυγήν και δεν ηδυνήθησαν οι υπάλληλοι του προξενείου να συλλάβωσιν ειμή ένα εκ τούτων ον και εφυλάκισαν, προς βεβαίωσιν των γενομένων.
Μετά τινάς στιγμάς εστάλη υπό του Μουτεσαρίφου είς ταγματάρχης της χωροφυλακής όστις συνέταξε περιληπτικήν έκθεσιν των γενομένων.
Περί δε μεσημβρίαν, κατ’ εντολήν του Γενικού Διοικητού, επεσκέφθη τον κ. Πρόξενον ο επί της εξωτερικής αλληλογραφίας της Γενικής Διευθύνσεως ανώτατος υπάλληλος Διράν εφένδης, όστις εξέφρασεν εκ μέρους του πασά την λύπην του επί τοις γενομένοις και ανήγγειλε τω κ. Προξένω ότι τα πέντε ταύτα άτιμα άτομα απεβλήθησαν της αστυνομίας και ετέθησαν υπό κράτησιν.
Κατά την σκηνήν ταύτην ήθελον συμβεί και φόνοι, αν μη προελάμβανεν ο κ. Πρόξενος να διατάξει τους καβάσιδες να σταματήσουν, καθόσον είς των καβάσιδων επετέθη κατά του επί κεφαλής των κατασκόπων αθλίου Έλληνος Τσάκωνα δια της ιδίας μαχαίρας, ήν τω είχεν αφαιρέσει.
Σκηναί εις το προξενείον μας ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ, περ. ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ, τομ.3, Νο.352 (1882, σ.5
Στου Χατζηφράγκου...
Αυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.
Πώς; Για την καμπάνα και το ράσο που φτερουγίσανε στον ουρανό; Ναι, κάτι τέτοιο είπα στην αρχή. Μου ξέφυγε, και θα 'θελα να σταματήσω εδώ. Μα δε θέλω να το πάρεις σα μια κουβέντα δίχως νόημα, που ειπώθηκε στο βρόντο και στα κουτουρού. Ξαναμωράματα, λες από μέσα σου, ε; Κάτσε, το λοιπόν.
Ωστόσο, το θυμητικό μου είναι μπαξές χορταριασμένος, τα μονοπάτια του πνιγμένα μες στην τσουκνίδα και την αγριάδα. Δύσκολα βρίσκω πια το δρόμο. Και σίγουρα, κάπου θα ξεσκιστώ - ξώπετσα, μπορεί και να μην το πάρω είδηση. Χοντροπέτσιασα μέσα στα τελευταία σαράντα χρόνια… Είναι και τ' άλλο: ψάχνοντας ανάμεσα στ' αποκαΐδια, ένα ψίχουλο από σπασμένο καθρεφτάκι φαντάζει για μπριλάντι, κι ένα χρυσαφικό το παραρίχνεις σα να 'τανε κίτρινος τενεκές. Για τούτο, και όσα σου κουβέντιασα για τα τσερκένια, μπορεί να 'ναι μονάχα φαντασία μου. Μα όχι, νιώθω ακόμα τώρα το σπάγκο να τεζάρει μες στη φούχτα μου, να με τραβάει ψηλά… Όπως και να 'ναι, χάνουνε οι θύμησες το μέτρο στα γεράματα. Και μια κούραση μποδάει την κρίση. Βάζει και μια καλοσύνη επίμονη στο πρόσωπο του γέρου, μια καλοσύνη από αδυναμία, που τη λογιάζω πονηριά.
Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, ήτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. Η πολιτεία λούφαζε. Είχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος ήτανε, έχθρητα και άχτι - κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος ήτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θεριό. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Ανατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Βλέπεις, ο Τούρκος μας λογάριαζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα - ενάντια στην Τουρκία δηλαδή. Μιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά… Και τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Μα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Και πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα - α με καταλαβαίνεις. Οι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Τσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραψε πως μας πλάνεψανε οι Έλληνοι, πως οι Τούρκοι είναι καλοί άνθρωποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει - άκου! άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλναμε τον Τούρκο στην Κόκκινη Μηλιά - να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας - άκου! άκου! Τα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες - φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε - ξεπορτίζανε παιδιά. Κάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Κι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Αλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Μα η Κατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνεις μονάχη; Να πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.
Θ' αναδρομίσω πιο παλιά, για να καταλάβεις τι γυναίκα ήταν η Κατερίνα. Ώσαμε το '14, οι Γραικοί εμείς ήμασταν τσελεμπήδες. Περνούσαμε όμορφα κι ευτυχισμένα. Μα στο '14, οι Νεότουρκοι - γιασασίν ανταλέτ, γιασασίν χουριέτ[1] - παραδώσανε την Τουρκία στα χέρια του Γερμανού, κι ο Γερμανός απαίτησε να διωχτούνε οι Ρωμιοί απ' τα παράλια της Μικρασίας. Κάνανε καλά τη δουλειά τους, φανατίσανε και τον τούρκικο πληθυσμό και τότε αρχινήσανε οι πρώτοι διωγμοί. Και σαν κηρύχτηκε ο πόλεμος, και μπήκε ύστερα και η Τουρκία στο χορό, τις Ρωμιοί στρατεύσιμοι μας βάλανε στα αμελέ ταμπούρια - σα να λέμε, τάγματα αγγαρείας - να σπάμε πέτρες και να φτιάχνομε δρόμους. Πολλοί, πλήθος δικοί μας, αφήσανε στις ερημιές τα κόκαλά τους, αρρώστιες, πείνα, εξάντληση. Βόγκαγε η γης. Εγώ, άφησα μονάχα δυο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου - μιαν άλλη ιστορία, που δεν είναι του παρόντος. Ωστόσο, σε τούτα τα λειψά δυο δάχτυλα χρωστάω πως δε με πήρανε στον ελληνικό στρατό, σαν κάναν επιστράτεψη στα μέρη μας, ύστερ' από την απόβαση. Όμως, και δυο δάχτυλα λιγότερα, με θέλησε για άντρα της η Κατερίνα. Ήταν γυναίκα με κουράγιο σου λέω.
Ξεπόρτισα, λοιπόν, εκείνο το πρωί. Στα σοκάκια, πού και πού, ένας διαβάτης τοίχο τοίχο. Μερικά μαγαζιά ήτανε ανοιχτά, όχι πολλά, μπορεί ένα στα τρία. Μα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Μια φράγκισσα πελάτισσά μου - καλή της ώρα, της πούλαγα φυντάνια για το περιβολάκι της - μου φώναξε απ' το μπαλκόνι: Γιακουμή, γύρισε στο σπίτι σου, το καλό που σου θέλω, δεν είναι ώρα για παλικαριές. Μαντάμ, της λέω στα χωρατά, πάω να ξουριστώ. Πεθαμένος κι αξούριστος ολούρμου; Κι αλήθεια, είχα τεσσάρω μερώ γένια. Βγήκα στο Κιαί. Πήχτρα ο κόσμος, κι άλλοι, χιλιάδες, πάνω σε μαούνες, αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο. Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό για να γλιτώσει. Ούλα τα τραίνα τα 'χε πιάσει ο ελληνικός στρατός. Σκοτώσανε κοσμάκη για να φύγουνε. Ζωή και θάνατος ήταν αυτός.
Είχανε, που λες, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Βλέπεις, πιστεύανε πως ο ελληνικός στρατός, θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώνανε μπαμπέσικα, μέρες πρωτύτερα, από την Αρμοστεία. Κι απέ, σου λέει, θάλασσα ήτανε, λιμάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα 'χει στείλει βαπόρια να παραλάβουν τον κοσμάκη. Ναι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια, που παραλάβανε μονάχα τις δικοί τους, από την Αρμοστεία κι από την Εθνική Τράπεζα. Είχε ανοίξει κατάστημα η Εθνική Τράπεζα στην πολιτεία μας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Μπρος στα λεφτά τ' είναι η ζωή του ανθρώπου; Μη φύγετε, μας λέγανε, θα ξανάρθομε, ζήτω η Ελλάς!
Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσμος στοιβαγμένος στο μουράγιο και πάνω σε μαούνες. Άντροι, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ' ένα χράμι που 'φερε μαζί του, άλλος μ' ένα πάπλωμα ή με μια μπατανία. Χείλια τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Μάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε τη Δευτέρα Παρουσία, τη συντέλεια του κόσμου… Μέρα, χαρά Θεού. Τέλη Αυγούστου. Αρχές Σεπτέμβρη με το καινούριο. Μερικοί δικοί μας κάνανε επιχείρηση. Στήσανε φουφούδες, ψήνανε νταριά, ακόμα και σουβλάκια ή φασουλάδα, και πουλάγανε φαΐ. (Το αθάνατο δαιμόνιο της Φυλής, σημείωσε αυτός που άκουγε το Γιακουμή). Ωστόσο οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Και δυο τρεις μπαρμπέρηδες είχανε στήσει από μια καρέγλα και ξουρίζανε. Το 'δα με τα μάτια μου. Όπως θες εξήγησέ το. Αυτοί που ξουρίζανε ίσως να 'χανε την ίδια ιδέα με τα μένα: πεθαμένος και αξούριστος, ολούρμου;
Στη θάλασσα, κάμποσα τουμπανισμένα κορμιά πλέκανε στον αφρό. Δεν παραξενευόσουνα. Θάνατος ήτανε η τρεχούμενη ζωή. Ωστόσο το μεγάλο κακό φαινότανε να 'χε καταλαγιάσει. Πάνω στην ώρα, περάσανε καμιά διακοσαριά καβαλαρέοι, τούρκικο ασκέρι, κι ο μπίνμπασης που πήγαινε μπροστά, έχοντας πλάι του το μπαϊρακτάρη με την τούρκικια παντιέρα, φώναξε στον κοσμάκη: κόρκμα, κόρκμα, μη φοβόσαστε! Τα πράγματα φαίνονταν πιο ήσυχα. Ασυμμάζευτα παιδάκια ξεφεύγανε από την αγκαλιά της μάνας τους και γυροφέρνανε ανάμεσα στην προσφυγιά. Όξω, στ' ανοιχτά, ήτανε φουνταρισμένα τέσσερα πέντε ξένα βασιλικά. Για προστασία, λέγανε… Τώρα, μη γελάσεις γι' αυτό που θα σου πω: απ' ούλοι αυτοί, εκεί μπροστά μου, που περιμένανε τη σωτηρία τους απ' τα βασιλικά, άλλοι σκοτωθήκανε κι άλλοι πνιγήκανε. Την ίδια βραδιά. Και όσοι περισσέψανε, τις κουβαλήσανε στην ξενιτιά. Εδώ.
Μετάβαση στο σημείο: Η προκυμαία-Το Και