«Νιάτα σμυρναίικα»
Τ’ απογέματα της Σμύρνης, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, έμοιαζαν με γιορτή. Η ζωή ξεχυνόταν στους δρόμους. Οι νεαροί σουλατσάριζαν κι οι νέες, πεταχτές και ζωηρές, κορτάριζαν στις γωνιές χωρίς καμιά συγκράτηση. Ήταν μια εποχή που περίσσευαν οι άντρες, εξαιτίας του στρατού που προστέθηκε στον αρσενικό πληθυσμό του τόπου.
Όλοι αυτοί οι στρατιωτικοί, με την πολεμική ψυχολογία, ζαλίστηκαν απ’ τη ζωηράδα και τη θέρμη των κοριτσιών της Ανατολής. Και τα κορίτσια, με τη σειρά τους, αναζητούσαν σ’ αυτούς τη γοητεία του ξένου στοιχείου.
Οι φίλες της Ριρής έκαναν συναγωνισμό σε καταχτήσεις και δεν καταδέχονταν πια, καθόλου, τ’ αγόρια του τόπου.
—Οι δικοί μας οι γαμπροί, έλεγαν, είναι καλοί για έμποροι. Τούτοι δω, οι Έλληνες, ξέρουν και μιλούν τόσο ωραία! Σπουδάζουν σε πανεπιστήμια, είναι διαφορετικοί άνθρωποι από μας.
Οι νεαροί Σμυρνιοί γίνονταν μπαρούτι απ’ το κακό τους.
—Αυτοί, οι απένταροι καλαμαράδες, είναι καλύτεροί μας, μούγκριζαν, ή εσείς είστε κοκορόμυαλες και ξιπασμένες, και παίρνετε στα σοβαρά τις κοροϊδίες που σας πετούν;
Τέτοιοι καυγάδες γίνονταν σχεδόν κάθε βράδυ. Η Ριρή με τις φίλες της έπαιρναν θέση στα εμπρός τραπεζάκια της Λέσχης, των Κυνηγών ή τον Σπόρτιγκ, για να ελέγχουν το δρόμο. Στριφογύριζαν, σαν προβολείς, τα λαμπερά ολόθερμα μάτια τους, αποθέωναν με τις στάσεις τους τα πεταχτά μέλη τους και τα ατίθασα μαλλιά τους. Χαχάνιζαν, ξόμπλιαζαν, και επιθεωρούσαν το στρατό των γαμπρών, που ήταν έτοιμος να παραδώσει τα όπλα στο πρώτο ενθαρρυντικό βλέμμα. Το θέμα των υποψήφιων γαμπρών κυριαρχούσε στις κουβέντες τους:
—Σ’ αρέσει αυτός;
—Ο ανθυπολοχαγός δεξιά; Με κυνηγάει εδώ και μια βδομάδα.
—Κοίταξε έρχεται ο ναύτης, με την αρχαία κατατομή. Αυτός είναι γνήσιος Έλληνας, αυτός μάλιστα…
—Αυτός; Χα! Αυτός, είναι βαρκάρης του Πειραιά, έλεγε ο Στέφος, που τον καλόπιαναν τα μεγαλύτερα αγόρια και τον έβαζαν συνεχώς να τις απογοητεύει.
Ωστόσο, η κάθε μια είχε, ήδη, διαλέξει τον εκλεκτό της, κι άλλες είχαν περισσότερους από έναν και τους άλλαζαν συχνά-πυκνά. Είχαν την ψυχολογία των μικρών παιδιών που βρίσκονται μπρος σε πολλά παιχνίδια. Πιάνουν το ένα, μα τους αρέσει και το άλλο. Κι όλο και ψάχνουν για το καλύτερο, με τη διάθεση να τα πάρουν όλα, και να τα περιεργαστούν ωσότου τα βαρεθούν και τα πετάξουν.
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 95-96