Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Γνωριμία με την πόλη Γνωριμία με την πόλη
Η Σμύρνη του χθες και του σήμερα είναι μια συναρπαστική και γοητευτική πόλη. Σε κάθε εικονική περιπλάνηση, μέχρι να βρούμε τα βήματα μας στην αστική διαδρομή, είναι απαραίτητο να αποκτήσουμε ένα πρώτο πλάνο της πόλης, από ψηλά αρχικά, εκ του σύνεγγυς αργότερα, εισερχόμενοι στο εσωτερικό της με την περιέργειά μας εξημμένη.
Μελετώντας τα κείμενα και το βοηθητικό πολυμεσικό υλικό της ενότητας, ποιες είναι οι πρώτες εικόνες που σχηματίζετε για τη Σμύρνη, ανατρέχοντας στον ιστορικό χρόνο;
Τραπεζούντα-Κωνσταντιν...
ΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ
Paul Lindau, «Στις δυτικές ακτές της Μ. Ασίας: Σμύρνη»
Ο Πρώσσος συγγραφέας, Paul Lindau (1839-1919), επισκέπτεται την πρώτη χρονιά του αιώνα μας τη νύφη της Ιωνίας και της αφιερώνει σχεδόν 60 σελίδες και ολοσέλιδες ωραιότατες φωτογραφίες στο βιβλίο του: Στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, Βερολίνο, 1900. […] Τα όσα γράφει για τη Σμύρνη και το νομό της αποτελούν μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια της ζωής και της κίνησης στην ιωνική μητρόπολη του Ελληνισμού με την ανατολή του αιώνα μας. Γι’ αυτό κι αξίζει να τα γνωρίσουμε. Γράφει λοιπόν ο Λίνταου:
Η Σμύρνη παίρνει τον μεσημεριανό της υπνάκο. Και είναι αυτός κατά τους μήνες του καλοκαιριού που αρχίζει νωρίς και κρατάει πολύ., από τις τακτικές συνήθειες της Σμύρνης. Ανάμεσα στις δέκα και ένδεκα η ώρα αρχίζουν οι δρόμοι ν’ αδειάζουν, κατά το μεσημέρι τα πάντα είναι σαν να έχουν νεκρωθεί, και μόλις μεταξύ τέσσερις και πέντε, όταν ο «μπάτης» (imbato, «εμβάτης»), ο δροσερός ευεργετικός αέρας κυματίζει στα νερά του κόλπου και φέρνει στην καιόμενη πόλη δροσιά, τότε διώχνει η Σμύρνη τον ύπνο από τα μάτια κι ανασηκώνεται σιγά από το χουζουρλίδικό της στρώμα. Και τότε ξυπνάει η ζωή στο δρόμο που όσο ο ήλιος βυθίζεται βαθύτερα τόσο η κίνηση γίνεται ζωηρότερη και λίγο πριν και μετά το ηλιοβασίλεμα, που στήνει σα μάγισσα στα τρεμουλιαστά νερά του κόλπου παιγνίδια πολύχρωμα και θαυμαστά τονίζοντας έτσι της κοσμόπολης το μπρίο και τα μεγαλεία.
Μεγαλόπρεπη είναι μόνο η πρόσοψη. Τα κτίρια, επίσης και τα σπίτια των πιο πλούσιων και έγκριτων οικογενειών είναι λιτά στις εσωτερικές τους συνθήκες και χωρίς αξιώσεις στην αρχιτεκτονική τους. Μερικά είναι αρκετά ευχάριστα και ωραία –αλλά τίποτε περισσότερο. Έχουν περίπου το μέγεθος μιας μέσης αγρέπαυλης αλλ’ ακριβώς επειδή βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο συνέχεια στο δρόμο, έχουν συνήθως μόνο μια στενή πρόσοψη, με πλάτος τρία-τέσσερα παράθυρα χωρίς τη χαρακτηριστική χάρη της αρχιτεκτονικής μιας έπαυλης, δηλαδή την ανοικτή θέα και τους κήπους τριγύρω. Πολύ λίγο πράσινο βλέπει κανείς. Με πολύ λίγες εξαιρέσεις επικρατεί πλήρης έλλειψη από μνημειώδη κτίρια. Τα πολυάριθμα καφενεία και τα κέντρα διασκεδάσεως δίνουν όλα μαζί χωρίς εξαίρεση την εντύπωση μιας συγκινητικής ασημαντότητας. Δεν θέλω να πω πως η Σμύρνη με απογοήτευσε από την πρώτη στιγμή κιόλας, αλλά φανταζόμουν τη φυσιογνωμία της ασύγκριτα μεγαλύτερης και σπουδαιότερης πόλης της Μικράς Ασίας, της δεύτερης κατά σειράν της μεγάλης αυτοκρατορίας των Οθωμανών, εντελώς αλλιώτικη, πολύ πιο επιβλητική.
Αλλά η ζωή του δρόμου στη Σμύρνη δεν έχει στην Τουρκία παρόμοιό της, ούτε και σ΄ αυτήν την Κωνσταντινούπολη, γιατί οι αντιθέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ακόμη και στη νέα γέφυρα που ενώνει τον Γαλατά με τη Σταμπούλ, δεν είναι τόσο έντονες και τόσο αισθητές όπως ανάμεσα στο μακρύ δρόμο της προκυμαίας της Σμύρνης και τις συνεχόμενες συγκοινωνιακές οδούς.
Εδώ συγκρούονται η Ανατολή και η Δύση απότομα και απροειδοποίητα. Κατά την ώρα του βραδινού περιπάτου μεταμορφώνεται το αρχοντικό τμήμα της «μαρίνας» μεταξύ του κτιρίου της Ρεζί και του λιμανιού σ’ ένα είδος παραθαλάσσιου βουλεβάρτου που θυμίζει αρκετά την «digue» της Οστάνδης με εντελώς κοσμοπολίτικο κομψό χαρακτήρα δυτικού πολιτισμού. Εδώ κάνουν τον περίπατό τους στο φρέσκο δροσερό αεράκι που φυσάει μακριά από το βάθος του όρμου εκατοντάδες πολίτες, οι κυρίες με μια φροντισμένη και πολυτελή τουαλέτα και που ο αριθμός τους θα μπορούσε να προϋποθέσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους, με ανοικτού χρώματος θερινά φορέματα γεμάτα καλό γούστο, με καπέλα κατά τα πιο εκκεντρικά μοντέλα της τελευταίας παριζιάνικης μόδας. Οι νεαροί κύριοι ντυμένοι σαν δανδήδες με ντεκολτέ παπούτσια και με πλουμιστές μεταξένιες κάλτσες.
Ο δυσανάλογος αριθμός των πολύτιμων φορεμάτων των κυριών και η οφθαλμοφανής δυσαναλογία μεταξύ του μεγάλου αριθμού των νέων κυριών και κοριτσιών που είναι ντυμένες κομψά και εν μέρει με πολυτέλεια μάλιστα, και του σχετικού ποσοστού που θα μπορούσε να παρουσιάσει ο πληθυσμός κατά μια λογική στατιστική, οδηγεί σε ορισμένες σκέψεις. Θα μπορούσε δηλαδή αν υποθέσει κανείς –και ευχόμαστε, χάριν της τιμής των ωραίων γυναικών της Σμύρνης πως η υπόθεση αυτή είναι αδικαιολόγητη- ότι οι Μικρασιάτισσες που στο παρουσιαστικό τους συναγωνίζονται τις κυρίες της υψηλής ευρωπαϊκής μόδας τελικά καταλήγουν στο ίδιο κόλπο όπως και οι «mondaines» της Ρουμανίας οι οποίες για να ικανοποιήσουν τη μανία του λούσου δεν ορρωδούν προ ουδεμιάς, αλλά κυριολεκτικά προ ουδεμιάς απολύτου θυσίας. Γιατί δεν μπορεί πράγματι να καταλάβει κανείς πώς είναι δυνατόν να συμβαδίζει τέτοιο λούσο με την «έντιμον πενίαν». Η «μοδιστρούλα» που εργάζεται στο σπίτι και τα «ρούχα της περασμένης χρονιάς», που κι αυτά βέβαια παίζουν κι εδώ ένα ρόλο, δεν αρκούν φυσικά να εξηγήσουν το φαινόμενο.
Jacob Bartholdy, «Η Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα»
«Η πρώτη πόλη της Ανατολής, όπου πάτησα το πόδι μου ήταν η Σμύρνη, της Ασίας ο πρώτος πυρσός και κατά τον Φιλόστρατο η ομορφότερη απ’ όλες τις πόλεις που φωτίζει ο ήλιος. Είναι η αφέντισσα της θάλασσας, ενώ οι ζέφυροι φυσούν απαλά γύρω από τις πηγές της… Απαλή σιλουέτα, γαλάζια θάλασσα, καθαρός ουρανός, χαϊδευτικό αεράκι. Τα καλύτερα φρούτα και τα πιο νόστιμα λαχανικά σε αφάνταστη αφθονία… Εδώ στη Σμύρνη σπαταλά η φύση την πολυτέλειά της: χαρούμενες κοιλάδες και αλλεπάλληλα βουνά που ο Πλίνιος τα ονομάζει τα ομορφότερα της περιοχής αυτής του κόσμου, βουνά που δεν τρομάζουν αλλά που προσφέρουν προστασία ενάντια στις καταιγίδες τον χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι. Έτσι ήταν πάντοτε η Σμύρνη και τα περίχωρά της, κι έτσι είναι ως σήμερα γενικά».
Αυτό είναι το απόσπασμα, […] από το βιβλίο του Πρώσσου συγγραφέα Ιάκωβου Bartholdy (1779-1825) που είχε επισκεφθεί την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία στα χρόνια 1803-1804. Επιτιμητικός ο Μπαρντόλντυ όπως σχεδόν όλοι οι συμπατριώτες του, για την άθλια κατάσταση των Ελλήνων της εποχής του προκαλεί με τις υπερβολές του τη δίκαια οργή του ευαίσθητου γέροντα στο Παρίσι Αδαμάντιου Κοραή, σε μια πύρινη αντικριτική που δημοσιεύεται χωρίς παραλήψεις σε έγκριτο γερμανικό περιοδικό. Και μόνο στην περίπτωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού και της εύθυμης καρδιάς του που είναι η Σμύρνη, συμφιλιώνεται ο αυστηρός Πρώσος με τις αρετές των Ελλήνων και την τραγική του ιστορική μοίρα.
Carl Jacob Burckhardt, «Σμύρνη 1924»
Ο ελβετός Carl Jacob Burckhardt (γεννήθηκε στη Βασιλεία το 1891), ιστορικός, διπλωμάτης, απεσταλμένος της Κοινωνίας των Εθνών στο Ντάντσιγκ το 1937-’39 και πρόεδρος του διεθνούς Ερυθρού Σταυρού 1939-1948, βρέθηκε το 1924 στη Σμύρνη για να ζήσει το μακάβριο θέαμα της ολοκληρωμένης καταστροφής της. Σ’ ένα τομίδιο γραμμένο με πολύ ευαισθησία (Kleinasia-tische Reise, Βασιλεία, 1948) μας γράφει τις εντυπώσεις του –μια πραγματική εικόνα της Αποκαλύψεως- με βαθυστόχαστες σκέψεις για το νόημα της συμφοράς και το άσχημο παιγνίδι της μοίρας. Μ’ αυτό το ωραίο κείμενο κλείνουμε τη σειρά των ξένων μαρτυριών για τη Σμύρνη.
«Ο δρόμος της καταστροφής περνάει από το Ικόνιο στη θάλασσα, η Σμύρνη είναι ο τελευταίος σταθμός του ολέθρου. Από το κατάφορτο με εμπορεύματα λιμάνι δείχνει η πόλη σαν να είναι η πύλη της ευδαιμονίας που οδηγεί σε μια πλούσια, καρποφόρα χώρα. Ωστόσο οι λαμπερές φάτσες των καμένων σπιτιών που ζώνουν σε ημικύκλιο τον ευρύ όρμο της Σμύρνης έχουν, όσο τις πλησιάζει κανείς, κάτι από τη φρίκη του στολισμένου θανάτου. Σχεδόν όλα τα σπίτια υψώνονται ακόμη σκελετωμένα, με τις στουκαδούρες τους, με τις κολόνες των εισόδων τους και τις καμένες πόρτες απ’ όπου οι πλούσιοι ένοικοι όρμησαν προς τα έξω με κραυγές τη μέρα της καταστροφής καθώς ο άνεμος της στεριάς έσπρωχνε τα κύματα της φωτιάς προς τα σπίτια τους. Κι έτρεχαν, έτρεχαν από το Και, ανάμεσα κι απ’ του πολέμου τη φωτιά, και πίσω τους της πυρκαγιάς το κύμα κι εμπρός η θάλασσα. Σ’ αυτής τα νερά πηδούσαν αρχόντοι και πραματευτάδες με τις λουσάτες γυναίκες τους και τα παιδιά τους με τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια. Πηδούσαν στη θάλασσα σαν τα ζώα που τα κυνηγάει η φωτιά και ζητούν σωτηρία και πνίγονται στο νερό, η μάνα μακριά από το παιδί, απελπισμένοι κι οι δυο, χαμένοι μέσα στου κακού την κόλαση, έχοντας από πίσω το τουφεκίδι και μπροστά τ’ ασάλευτα θωρηκτά που αρνιόντουσαν σχεδόν πάντα να τους τραβήξουν πάνω, ενώ από μερικά καταστρώματα ακούγονταν χορευτική μουσική.
[…] Νικητές είναι και πάλι οι Τούρκοι. Γύρω τριγύρω ερείπια σαν πτώματα φαγωμένα από τσακάλια και γύπες. Τίποτε δεν έχτισαν οι καταχτητές δικό τους. Όλα τα πήραν από τους Έλληνες, τους Πέρσες και τους Άραβες, και κάθε φορά που ήθελαν να τους τα πάρουν οι δικαιούχοι πίσω, άφηναν το ραχάτι τους και με φωτιά και με σπαθί κρατούσαν το παρμένο πάλι. Κι έβγαιναν πάλι νικητές και ραχάτευαν πάλι στα χαλιά τους με τη θολή ματιά του γέρου του πολύξερου. Σα να κατέχει το μυστικό το νόμο που είναι ο ρήγας του κόσμου και το είναι του. Και άνθρωπος άλλος κανείς δεν μπορεί να τον χαλάσει».
Η Σμύρνη εις την πρώτη...
Η Σμύρνα, κατά την πιθανωτέραν χρονολογίαν, εκτίσθη εις την Αιολίδα της Ασίας, 1150 έτη προ Χρ. Η πιθανωτέρα δε περί αρχής αυτής δόξα φαίνεται η του Στράβωνος. Ο φιλόσοφος ούτος γεωγράφος λέγει, ότι Σμύρνα πρώτον ωνομάσθη από μιας τινός των Αμαζόνων μέρος της Εφέσου. Έπειτα το πλήθος των Εφεσίων ήλθον και κατώκησαν την Αιολικήν Σμύρναν, διώξαντες απ’ αυτήν τους Λέλεγας, παλαιόν έθνος Καρικόν, και την παρωνόμασαν από Σμύρνης της Εφέσου. Φαίνεται λοιπόν η Σμύρνα κυρίως αποικία των Αθηναίων· επειδή και οι Εφέσιοι ήσαν Αθηναίοι, άποικοι δηλονότι των Ιώνων εκείνων, οίτινες ήλθον εις τηνΑσίαν οδηγούμενοι από τον Άνδροκλον, γνήσιον υιον του Κόδρου βασιλέως των Αθηνών· και τούτο ίσως εννοεί ο παλαιός εκείνος επιγραμματοποιός, ονομάζων Αθηναίον καθό Σμυρναίον τον θείον Όμηρον·
«Ημέτερος γαρ εκείνος ο χρύσεως ην πολιήτης·
«Είπερ Αθηναίοι Σμύρναν απωκίσαμεν.»Οι Σμυρναίοι, εις την πρώτην εποχήν των, δεν εφάνησαν κατώτεροι της παλαιάς ευγενείας των. Και εις την σοφίαν και εις την ανδρείαν διέλαμψαν, όσον και οι Μιλήσιοι, και οι Εφέσιοι, και οι Κολοφώνιοι, και οι συναδελφοί των Ίωνες. Αν αι Κλαζομεναί καυχώνται δια τον φυσικόν Αναξαγόραν, και η Μίλητος δια τον Αναξιμένων και τον Θαλήν, έχει και η Σμύρνα να καυχηθεί και δι’ άλλους πολλούς βλαστούς της, και δια τον αθάνατον πατέρα της Ελληνικής σοφίας, τον Όμηρον. Αλλά περί τούτου μεν ύστερον. Όσον δε περί της ανδρείας των παλαιών Σμυρναίων, τους δοξάζει ο πόλεμος, τον οποίον έκαμαν κατά των συνεπαρχιωτών και πορθητών αυτών Αιολέων, από των οποίων την αδικίαν ελευθερωθέντες, συνήφθησαν με τους Ίωνας. Τοιουτοτρόπως η Σμύρνα μετέβη από την Αιολίδα επαρχίαν εις την Ιωνίαν. Τόσον καλή και περιμάχητος, λέγει ο Στράβων, ήτον η παλαιά Σμύρνα, ώστε εμάχοντο περί αυτής, ως περί καλλίστης παρθένου, τα δύο αξιολογώτερα της Ασίας έθνη, οι Ίωνες και οι Αιολείς. Και αύτη η γνώμη του Γεωγράφου μαρτυρείται από τον περίφημον ποιητήν Μίμνερμον, του οποίου αναφέρει ολόκληρον απόσπασμα από το ποίημά του, το επιγραφόμενον Ναννώ.
Μετά ταύτα οι Σμυρναίοι, αναπαυόμενοι εις τους κόλπους του πλούτου και της ευθηνίας, έπαθον ό,τι πάσχουσι συνήθως όλαι αι ευδαίμονες πόλεις, κατήντησαν δηλονότι εις την κατάχρησιν της τρυφής. Απ’ αυτούς μάλιστα έλαβον την αφορμήν δύο παλαιαί παροιμίαι, Ιωνική τρυφή, και Σμυρναίων ήθη. Δια ταύτα ακολούθως αι τρυφεραί χείρες των δεν εκράτησαν αξίως της Ελληνικής ανδρείας τα κοντάρια κατά των Λυδών, προς τους οποίους προτύτερα γενναίως είχον αντισταθήν. Αναγκασθέντες να πολεμήσωσι το τελευταίον κατά των βαρβάρων τούτων γειτόνων των, οι Σμυρναίοι ενικήθησαν· και, επειδή η πόλις των κατεσκάφη, διεσκορπίσθησαν εις τα πέριξ χωρία. Την δυστυχίαν των ταύτην ελεεινολογεί ο Θεόγνις εις τα ελεγειά του·
«Ύβρις και Μάγνητας απώλεσε και Κολοφώνα,
«Και ΣΜΥΡΝΑΝ……………………………….Μ’ όλον τούτο οι Σμυρναίοι, και διεσκορπισμένοι, διετήρησαν την ομόνοιάν των, και εφύλαξαν άμικτον και ακέραιον το έθνος των. Ο Στράβων και ο Παυσανίας μας βεβαιώνουν, ότι εκατοίκουν τετρακοσίους χρόνους κωμηδόν, πέριξ των ερειπίων της πόλεώς των. Πιθανώτατα είχον τας κατοικίας των εις την καλλίστην της Σμυρναϊκής χώρας πεδιάδα, όπου τώρα ευρίσκονται πολλά χωρία, και εν αυτοίς των Σμυρναίων τα αγροκήπια. Ο Βουρνόβας με τους χρυσούς του κήπους, το Ναρλήκιον με τα σκιερά δάση των ροϊδιών του, το Χατζηλάριον με τας ευμόρφους σειράς των καρποφόρων ελαιών του, το Βουνάρπασι (τα παλαιά Περίκλυστα) με τα κρυστάλλινα νερά του, ο Κουκλουτζάς με την υψηλήν θεωρίαν του, ο Βουτζάς με τους ακόμη σώζοντας το όνομα παραδείσους του, το Σεϊδίκιον με τους ανθηρούς του και χαριεστάτους λόφους, όλα απλώς τα πέριξ της Σμύρνης χωρία, όσον και αν εβαρβαρώθησαν κατά τα ονόματα, σώζουσιν όμως την φυσικήν των ευγένειαν και χάριν, ήτις τα έκαμνεν εύμορφα μέλη της δυστυχώς διαμελισθείσης ποτέ Σμύρνης.
Τοιουτοτρόπως διεσκορπισμένοι εζούσαν οι Σμυρναίοι εις την ακμήν της βασιλείας των Περσών. Αλλά και συνωκισμένοι αν ήσαν εις μίαν πόλιν, πάλιν δεν ημπορούσαν να αντισταθώσιν εις τούτον τον χείμαρρον, καθώς δεν αντεστάθησαν όλαι αι μεγάλαι πόλεις της Ιωνίας, όλαι αι νήσοι, όλη η Ελλάς πλην της Πελοποννήσου, της οποίας η δύναμις μαζί με το ακαταναυμάχητον κράτος των Αθηναίων έμελλον να κατατροπώσωσι το τέρας τούτο της βαρβαρότητος, και να το αναγκάσωσι να περιορισθεί εις το βασίλειόν του, αφού αφήκεν ελευθέραν και την θάλασσαν την Ελληνικήν, και όλην την μικράν Ασίαν. Αλλά την τελείαν εκδίκησιν του εχθρού της Ελλάδος Πέρσου, απέκειτο εις τον Μέγαν Αλέξανδρον να την εκτελέσει. Ο μέγας ούτος πορθητής των βαρβάρων διαβαίνων από την Ευρώπην εις την Ασίαν, δια να στήσει τας τροπαιοφόρους του σημαίας εις αυτά της Περσίας τα σπλάγχνα, εσεβάσθη την ευγένειαν των Σμυρναίων, και ηθέλησε κατά τινα χρησμόν να ανανεώσει την παλαιάν του Ομήρου πατρίδα. Εσύναξε λοιπόν τους συμπολίτας τούτου του Ποιητού από των κωμών των την ησυχίαν, και τους συνώκισεν εις μίαν πόλιν, κτίσας την σημερινήν μας Σμύρνην, μέρος εις τα πλάγια του όρους Πάγου, και μέρος εις το υποκείμενον παραθαλάσσιον πεδίον. Απέχει δε της παλαιάς τη σημερινή Σμύρνα, κατά τον Στράβωνα, είκοσι σταδίους, δηλονότι τρία τέταρτα λεύγας Γαλατικής, ή, αν θέλεις, τρία τέταρτα ώρας Τουρκικής κατά το συνηθισμένον μας μέτρον. Πού ήτον η θέσις της παλαιάς Σμύρνης, δεν είναι τόσο εύκολον εις την αρχαιολογίαν να μας βεβαιώσει. Η παλαιά Σμύρνα ήτο πλησίον του Μέλητος ποταμού, παρά την θάλασσαν κτισμένη εις τον Αιολικόν μυχόν, προς τον οποίον είναι το βαρβαρικώτερον σήμερον ονομαζόμενον Δαραγάτζιον. Κατά ταύτην την θέσιν της, ήτις διορίζεται από τον Στράβωνα, και απ’ αυτόν τον Όμηρον, φαίνεται ότι η παλαιά Σμύρνα εκτείνετο έως των λουτρών της Αρτέμιδος, ή Τουρκικώτερον, του Χαλκαμπουναρίου τας όχθας· και τούτο ενόμισαν Μέλητα τινές των αλλογενών περιηγητών. Αλλ’ ο Στράβων ονομάζει φανερώς Μέλητα τον σημερινόν του Γεφυρίου μας ποταμόν· ωσαύτως και Σμυρναίος Αριστείδης· και τούτο, φαίνεται, είναι το αληθές. Η παλαιά Σμύρνα έκειτο βέβαια εις τον Αιολικόν μυχόν. Ο χρησμός είπε τους Σμυρναίους να περάσωσι τον Μέλητα και να έλθωσι προς το όρος του Πάγου, δια να κτίσωσι την νέαν των πατρίδα·
«Τρισμάκαρες κείνοι και τετράκις άνδρες έσονται,
«Οι Πάγον οικήσουσι πέρην ιεροίο Μέλητος.»Πάγος είναι το όρος, εις το οποίον είναι κτισμένη η σημερινή Σμύρνα. Ποταμός, άξιος του ονόματος, δεν είναι άλλος να περάσωμεν ερχόμενοι από του Αιολικού μυχού προς τον Πάγον, παρά του Γεφυρίου τον ποταμόν. Έπεται λοιπόν να είναι ούτος ο Μέλης· και έχει δίκαιον ο Στράβων. Αλλ’ η παλαιά Σμύρνα, λέγουσιν οι αντικείμενοι, έκειτο πλησίον του Μέλητος, και όχι τόσον μακράν, όσον φαίνεται τώρα. Ναι, αποκρίνομαι· πλην δεν είναι πρώτος ο Μέλης, όστις ηναγκάσθη από τον καιρόν να παρεκτραπεί εκ της αρχαίας του κοίτης. Έπειτα, και τώρα ακόμη πλημμυρών τον χειμώνα βρέχει της παλαιάς Σμύρνης τα κράσπεδα. Αλλ’ όστις αν είναι ο Μέλης, και όπου αν έκειτο η παλαιά Σμύρνα, της σημερινής η θέσις είναι έργον του Αλεξάνδρου κατά τον Παυσανίαν, ή των διαδόχων του Αντιγόνου και Λυσιμάχου, κατά τον Στράβωνα. Ώστε η πόλης αύτη ζει δύο χιλιάδας και εκατόν ογδοήκοντα περίπου ενιαυτούς από της θεμελιώσεώς της έως της σήμερον.
Τα παιδιά της Νιόβης...
Πριν απ’ τις γιορτές η μητέρα πήρε ένα γράμμα απ’ την ασφαλιστική εταιρία «Ανατολή». Την καλούσε στη Σμύρνη για να εισπράξει την ασφάλεια ζωής του πατέρα. Από μιαν υποσυνείδητη επιθυμία, φαντάζομαι, να ’χει κοντά της ένα υποκατάστατο του άντρα της, προτίμησε να πάω εγώ μαζί της. Μια που είχαμε πένθος, οι αδελφές μου θα περνούσαν τις γιορτές στο σπίτι του θείου Λεόντη. Η Ρόη δεν τέλειωνε να μου δίνει συμβουλές που να πάω και τι να δω στη θρυλική πόλη. Ήταν ένα βροχερό απόγεμα, όταν μας κατεβόδωσαν στο σταθμό. Στο παράθυρο του βαγονιού, με τη μητέρα πλάι μου θλιμμένη κάτω απ’ την πλερέζα, ξαναθυμόμουν τη διαδρομή απ’ τους γραφικούς σταθμούς και τη Ρόη να μου μιλά ακατάπαυστα, που είχαμε κάνει στο περσινό ταξίδι μας ως τη Μαγνησία. Από κει και πέρα άρχισε η γοητεία απ’ τις εκπλήξεις του άγνωστου –με τον Έρμο ποταμό, άλλοτε να μας συνοδεύει κάτω απ’ τον συννεφιασμένο ουρανό, άλλοτε πάλι να κρύβεται πίσω από δασωμένα υψώματα, βουκολικά τοπία, πολιτειούλες, χωριά, πνιγμένα στην ομίχλη. Στο βάθος η βουνοσειρά του Σίπυλου –θεότητα γεμάτη μυστήριο, με τη μαρμαρωμένη Νιόβη να κλαίει αιώνια γεμίζοντας το ποταμάκι με τα δάκρυά της γιατί ο Απόλλων και η Άρτεμη είχαν σκοτώσει τα παιδιά της… Κάποτε, νυσταγμένος απ’ το ρυθμικό σκαμπανέβασμα του βαγονιού, έγειρα στη μαμά. Όταν με ξύπνησε, κοντεύανε μεσάνυχτα. Το τετράωρο ταξίδι ως τη Σμύρνη είχε πια τελειώσει. Βρισκόμασταν στον ξακουστό σταθμό του Μπασμαχανέ που τον άκουα χρόνια με ζήλεια να τον αναφέρουν όσοι ταξιδεύανε. Κρατούσα απ’ το χέρι τη μαμά, για να μη χαθώ μέσα σε κείνη τη βαβούρα απ’ τα σφυρίγματα των σιδηροδρομικών, τις εξατμίσεις των μηχανών, τη χλαλοή των χαμάληδων καθώς πηγαινοφέρνανε όγκους από εμπορεύματα και αποσκευές πάνω σε καροτσάκια, το φωνοκόπημα των μικροπωλητών –φοβισμένος και μαζί γοητευμένος απ’ την πρώτη επαφή μου με μιαν άγνωστη κοσμούπολη. «Είμαι στη Σμύρνη! Είμαι στη Σμύρνη!», έλεγα και ξανάλεγα αυτάρεσκα στον εαυτό μου σ’ ένα παραλήρημα. Μέσα στη σκεπαστή καρότσα –να λικνίζεται πάνω στο λιθόστρωτο καθώς μας πήγαινε στο «Ξενοδοχείο της Αλεξανδρείας», με το ψιλοβρόχι να ραμφίζει την κουκούλα της μελωδικά –ξελαιμιαζόμουν να παρατηρώ σε μια διέγερση πολυάνθρωπους δρόμους φωτισμένους από ψηλά κωνικά φανάρια με αμίαντο, σπίτια με πολλά πατώματα, μαγαζιά με τεράστιες κατάφωτες βιτρίνες γεμάτες είδη ακριβά. Μύριζα με απόλαυση την ασυνήθιστη οσμή από πράγματα άγνωστα στην όσφρησή μου, σα να ’ταν το βαρύ χνώτο μιας αθέατης ακόμη πληθωρικής ύπαρξης, που θα μου αποκάλυπτε την παρουσία της στο φως της μέρας. Το είπα και άλλοτε: Αν ζούσαμε μόνο με πρώτες εντυπώσεις, θα μας ζήλευαν και οι θεοί… Κάποια στιγμή σκίρτησα. Μπόχα από ψαρίλα και μύδι μου είχε χτυπήσει τη μύτη. Αντίκρισα μια ακαθόριστα ρευστή γαλαζόμαυρη έκταση να προεκτείνεται σ’ ένα αδιαπέραστο βάθος διάστικτη από αμυδρά φώτα. Πάνω της ξεχώριζαν όγκοι με διάφορα σχήματα. Η μαμά έκοψε τη μελαγχολική αναπόληση αυτής της διαδρομής, που θα την είχε κάνει πολλές φορές με τον πατέρα: «Είμαστε στην προκυμαία… Αυτό που βλέπεις είναι η θάλασσα, καράβια και μαούνες..», μου είπε. Ω, ναι! Για τον ταξιδιώτη, όταν φτάνει νύχτα, η άγνωστη πόλη μοιάζει με γυναίκα, που προβάλλει απατηλά μόνον τα θέλγητρά της κρύβοντας μέσα στη μαγεία του μισόφωτου τα κουσούρια της για να μπορέσει να τον σαγηνέψει… Παρακολούθησα τις διατυπώσεις στο ξενοδοχείο με μισόκλειστα μάτια απ’ τη νύστα. Το δωμάτιό μας έβλεπε στην προκυμαία. Το ψιλοβρόχι έπεφτε ακατάπαυστα. Ανάμεσα απ’ τα κρόσσια του, όπως ιρίδιζαν στην ανταύγεια των φανών, ξεχώριζα ένα ρευστό όγκο, τέρας σιωπηλό: τη θάλασσα! Μάταια η Τασώ, που με ξύπνησε το πρωί μ’ ένα χάδι στα μαλλιά, προσπάθησε να μου εξηγήσει με το νόμο του Αρχιμήδη, γιατί τα πλοία μπορούσαν να πλέουν μόνα τους χωρίς να βουλιάζουν∙ πως λειτουργούσε ο ηλεκτρικός φωτισμός∙ πως έτρεχε το αυτοκίνητο χωρίς άλογα… Έμενα με τις απορίες μου.
Έμοιαζε σα λεηλασία η γνωριμία μου με την πόλη. Το στόμα της Τασώς είχε γανιάσει ν’ απαντά στις ερωτήσεις μου όσο γυρίζαμε στα αξιοθέατα, ενώ η μαμά έτρεχε με τον δικηγόρο μας στις δουλειές της. Η κάθε μέρα που περνούσε με παράδινε στην επόμενη πιο άπληστο για γνώσεις. Τα όργανά μου υπερλειτουργούσαν απ’ την ανυπομονησία μου να δω, να μάθω και να εξηγήσω πράγματα, σχέσεις, ανθρώπους. Στο ταξίδι, που είναι σχολείο, διδάσκει η ανθρώπινη πείρα. Η Ρόη μού είχε περιγράψει με τέτοια παραστατικότητα όσα είχε δει στη Σμύρνη, που, στιγμές-στιγμές, είχα την εντύπωση πως τα ’βλεπα με τα μάτια της. Αισθανόμουν τις αντιδράσεις μου σα να ’ταν δικές της. Ασυναίσθητα υποκρινόμουν εκείνη! Ήταν σα μια σκλαβιά. Κάποτε, επιτέλους, κατάφερα να αποδεσμευθώ. Παράξενο∙ τις πρώτες μέρες ένιωθα ανασφάλεια –η Ρόη μέσα μου ήταν μια πανοπλία! Μπροστά σε κάτι που σε συναρπάζει – η ομορφιά, το αριστούργημα, η φύση- νιώθεις, ασυναίσθητα πολλές φορές, την ανάγκη να αμυνθείς∙ η γοητεία τους μοιάζει σαν επίθεση με στόχο να σε εξουθενώσει. Το ταξίδι με βαποράκι στο Κορδελιό∙ τα ατέλειωτα γυρίσματα για ψώνια στο Φραγκομαχαλά∙ το ανέβασμα με το τρενάκι στο Μπουτζά∙ οι περίπατοι στο Καί∙ τα αλογοκίνητα τραμβάϋ∙ η πρώτη ταινία που είδα με το χοντρό και το λιγνό –μένουν ακόμη στη μνήμη μου, όπως ένα ακριβό κρύσταλλο αθάμπωτο απ’ το χρόνο. Κάθε φορά που γύριζα από κάπου, άκουα τη φωνή μέσα μου να μου ψιθυρίζει με μιαν αδιόρατη θλίψη: «Άραγε θα το ξαναδώ; Άραγε θα το ξαναδώ;» Πολλά, από τότε, δεν τα ξαναείδα. Το απρόοπτο, καθώς δίνει στη ζωή μας μια προέκταση βάθους, μας ξεγελά για τη συντομία της…
Συχνά, γεγονότα, που τα ζήσαμε παιδιά, όταν τα αναπολούμε πια μεγάλοι, έχουν κιόλας υποστεί στο μεσοδιάστημα μιαν εκλεκτική επεξεργασία, σε βαθμό να συγχέουμε τις πρώτες εντυπώσεις με το είδωλό τους παραλλαγμένο απ’ το χρόνο, έτσι που το τελευταίο να αποκτά στη μνήμη μας μια παράξενη γοητεία. Λίγες μέρες απ’ τον ερχομό μας, κατέπλευσε ένα πρωί στο λιμάνι, μαζί με άλλα συμμαχικά πολεμικά, το αντιτορπιλικό «Λεών». Ήμασταν ανάμεσα στην κοσμοπλημμύρα, που ξεχύθηκε στην προκυμαία παραληρώντας από ενθουσιασμό με σημαίες, λάβαρα, εικονίσματα, μουσικές. Αγκαλιάζονταν, κλαίανε, φιλιόνταν, ψέλνανε, ξεφώνιζαν «Χριστός Ανέστη!». Το μικρό καράβι είχε αγκυροβολήσει κάπως ανοιχτά. Η κυανόλευκη, όμως κυμάτιζε στο κατάρτια του, ηλέκτριζε τους ραγιάδες. Αισθανόμουν περήφανος, που είχα το προνόμιο –μόνος απ’ τους φίλους μου- να το βλέπω. Με τι θαυμασμό θα με άκουγαν, όταν θα τους το διηγόμουνα. Τα μάτια της Τασώς είχαν βουρκώσει. Ξαφνικά, κάποιος με άρπαξε από πλάι της. Ήταν ο Γιώργος, ο πανύψηλος γιος του νονού της, σπουδαίος ποδοσφαιριστής του «Πανιωνίου». Βρεθήκαμε με τον κόσμο, που ορμούσε στις βάρκες ανυπόμονος να επισκεφτεί το θρυλικό καράβι. Ένιωσα σα να με είχαν εκσφενδονίσει μέσα στο κατάμεστο σκαφιδάκι. Η καρδιά μου φτερούγιζε από τρόμο, καθώς το ’βλεπα να σκαμπανεβαίνει απ’ τα μικρά κύματα. Απ’ τις βάρκες, που είχαν κιόλας προηγηθεί, άνθρωποι κάθε ηλικίας σκαρφάλωναν σαν πειρατές σ’ έναν αγώνα ποιος να πρωτοπατήσει στο κατάστρωμά του. Γύρω του κρώζανε κάτασπροι γλάροι. Οι ναύτες τους άπλωναν τα χέρια γελαστοί. Τι όμορφοι που φαίνονταν με τα άσπρα καπέλα και τις μπλε στολές τους! Κάποιο δυνατό σπρώξιμο με παράσυρε ως το κεφαλόσκαλο. Ένας υπαξιωματικός με άρπαξε. Τον αγκάλιασα με θαυμασμό. Με φίλησε. Είχε γιο, μου είπε, σαν και μένα. Με παράδωσε σ’ ένα ναυτάκι να με γυρίσει στο καράβι. Ο ναύτης μιλούσε με πολλά «τσε». Ήταν κρητικό. Με πήγε στην καντίνα και μου αγόρασε μια μεγάλη σοκολάτα. Ακουόταν η μουσική να παίζει εμβατήρια. Ο κόσμος πηγαινοερχόταν σα φρενιασμένος. Μερικοί ξερίζωναν κομματάκια ξύλου και πανιά, για να τα κάνουν φυλαχτά! Αγκάλιαζαν και φιλούσαν τους ναύτες με λυγμούς. Ένας ασπρομάλλης λιποθύμησε. Κάποτε, τελειώνοντας το γύρο του καραβιού, έφτασα ως το καρέ του κυβερνήτη. Ήταν ένας πανύψηλος γκριζομάλλης με πολλά χρυσά σειρήτια στα μανίκια του. Υποδεχόταν τους επισκέπτες με χειραψία. Έσκυψε και μου έσφιξε το χέρι γελώντας. «Έχω κι εγώ αδελφό στο στρατό…», του είπα. Γύρω μου βάλανε τα γέλια. Με χάιδεψε: «Εσύ, ώσπου να μεγαλώσεις, δε θα γίνουνται πια πόλεμοι…», αποκρίθηκε. Ήταν μια προφητεία, που επειδή διαψεύστηκε, τη θυμάμαι ακόμη…
Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. A΄, σ. 290-295
Με του Βορηά τα κύματα...
«Θαλασσινός χορός»
Καθόλην την νύκτα ελικνιζόμην εν τω ξενοδοχείω μου. Αφυπνίσθην κ’ εξηκολούθει ακόμη η κανονική της κλίνης και της οροφής αναλίκνισις, υπό αοράτου γινομένη χειρός. Έως αυτού λοιπόν — έως της Σμύρνης — εκτείνεται η δύναμις και η χάρις του φοβερού Καβοδόρου; Αλλά και πόσων ανθρώπων η χάρις ωσαύτως φθάνει μακράν!
Δεν δύναμαι ακόμη να εννοήσω που και τι και πως η «Σμύρνη», η κομψή μου χορεύτρια, μετά την Χίον μετεβλήθη εις … παπίτσαν. Πλάτς-πλουτς-πλατς-πλουτς, μια χαρά εφθάσαμεν εις τον δροσόλουστον της Σμύρνης κόλπον. Τι εύμορφος, τι γραφικός κόλπος, ο κόλπος της Σμύρνης, ο Ερμαίος. Άφθονος και χλοερά η πρασινάδα των ακτών του· ας είναι και Ιούλιος. Εξαπλούνται έως εις την άμμον οι καλαμώνες και αι λεύκαι και τα άλλα ποικίλα δένδρα. Πρώτα-πρώτα θαμβούται το βλέμμα από πολλούς καταλεύκους σωρούς, οι οποίοι εκτείνονται προς τ’αριστερά, ωσάν σκηναί στρατού κάτασπροι, λευκάσπιδος στρατού, εις μακράν γραμμήν, ή ωσάν καΐκια οπού εβγήκαν κονσέρβα, εις το ψάρευμα. Είναι σωροί άλατος, οι λευκοί αυτοί σωροί· είναι εκεί η Φώκαια και το περίφημον αγνόν και κάτασπρον αλάτι της Ανατολής. Δεξιά βλέπομεν τα Δυο αδέρφια, βουνόν πετρώδες δικόρυφον με τα οχυρώματά του, το φρούριον του Ερμαίου. Πλησιάζομεν προς την Ανατολήν. Ιδού το πρώτον καραβοφάναρον, το ερυθρόν, σημείον ναυτικόν δια τα αβαθή νερά του κόλπου. Και πλατς-πλουτς η παπίτσα μας, που λέτε, προχωρεί ολονέν, προχωρεί προς τα οχυρώματα, όπου και άλλο ερυθρόν καραβοφάναρον. Άνεμος γλυκύς αρχίζει να προσπνέει, άνεμος ευωδιάζων, αρωματίζων, ο άνεμος της Ανατολής, της κοιτίδος των Προφητών, των τεχνών και των επιστημών, της κοιτίδος εν γένει του φωτός — το λέγει η Μααλιουμάτ — της κοιτίδος και των Μαρτύρων, προσθέτομεν ημείς, οπού η γη της είναι βαθειά ποτισμένη με τα μαρτυρικά αίματα της Χριστιανοσύνης. Ο άνεμος της Ιωνίας είναι αυτός. Νά η πρωτεύουσά της, αρχίζει να διαγράφεται κάτασπρη, εις μίαν κάτασπρην γραμμήν εις το βάθος του κόλπου, «όπου ο Μέλης λαμπρός μαρμαίρει ως πλαξ αργύρου». Οι στίχοι του Καρασούτσα ενθουσιώδεις, γλυκείς και δροσεροί ωσάν η αύρα οπού εισπνέω, έρχονται εις την μνήμην μου:
Τις την ψυχήν μου θα ημερώσει; Τις εις του πόθους μου θέλει δώσει πτερά ζεφύρου;
Και η παπίτσα μας πλατς-πλουτς, πλατς-πλουτς. Ολοέν προσεγγίζομεν. Χαίρε χώρα της δροσιάς και της τρυφής, του Παραδείσου χώρα, ως ιερά Ανατολή. Χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, κατά τη την Μααλιουμάτ. Είναι περιοδικόν τουρκικόν η «Μααλιουμάτ». —Ιδού τα προάστια ξεχωρίζουν υψηλά επί της λοφώδους ακτής με τις πρασινάδες των. Το Καρατάς ήτοι Μελαντία, κατά τας Σμυρναίας εφημερίδας, ο Γκιος-τεπές, ήτοι Ενόπη, πάλιν κατ’ αυτάς. Κατέναντι η Περαία κατά τας εφημερίδας, το Κορδελιό κατά την ελληνικήν αριστοκρατίαν της πόλεως, ή ο Καρσιακάς κατά την γλώσσαν του λαού· εν και το αυτό προάστιον, ανθόσπαρτον και ανθομυρισμένον, φέρον τρία ονόματα, εν πλούτω, αφού ανήκει εις την Ανατολήν, ήτις κατά την «Μααλιουμάτ» είναι η κοιτίς των γλωσσών της Βαβυλωνίας.
Προχωρούμεν. Τι ωραίον, τι μεγαλοπρεπές το θέαμα. Κοιτάξατε. Αρχίζουν να ξεχωρίζουν τα μέγαρα επάνω εις εκείνην την κάτασπρην γραμμήν. Επάνω υψηλά η πόλις διαγράφεται, μυρμηκιά σπιτιών. Να το περίφημον, το εξακουστόν κωδωνοστάσιον της Αγίας Φωτεινής. Οι θόλοι του Αγίου Γεωργίου. Οι κατάφυτοι κήποι του Διοικητηρίου. Χωριουδάκια, σπιτάκια, πέραν εκεί εις την καταπράσινον πεδιάδα. Μέσα βαθιά το Νυμφαίον. Παραπέρα, το Σίπυλον. Και προχωρούμεν ελαφρά-ελαφρά. Ογκούται η κάτασπρη γραμμή. Είναι το ονομαστόν Και. Τώρα ξεχωρίζουν πλέον τα μέγαρά του, ένα ένα κατά γραμμήν. Ο κτιστός λιμήν, τα πλοία και τα ατμόπλοια. Και αι κυπάρισσοι του νεκροταφείου.
Και πλέον είμεθα εν τη πρωτευούση της μυροβόλου Ιωνίας. Ιδού η Σμύρνη με τας προκυμαίας της· ιδού η Σμύρνη με την δρόσον την πολλήν· ιδού η Σμύρνη με τον θείον ζέφυρον. Ο λιμήν της, τεχνητός ως λίμνη, εν η εισέρχονται τα πλοία και τα ατμόπλοια από μίαν είσοδον, να είπωμεν. Το quais, ούτω λεγόμενον κοινώς, ήτοι η προκυμαία αυτής, οπού είναι η Σμύρνη όλη και όλη. Πλατεία, μεγάλη, ατελείωτος δρεπανοειδής ως να κόπτει την θάλασσαν. Γεμάτη κόσμον, κόσμον εργαζόμενον εις το εν μέρος, προκαλούντα τον ιδρώτα ακαταπόνητον· και κόσμον αργούντα από το άλλο μέρος, προσπαθούντα δια ριπιδίων να απομάξει τον ιδρώτα τον καταπονούντα. Όταν η θαλαμηγός μας ηγκυροβόλει, εστράφην προς δύσιν και είδον ένα θαυμαστόν πανόραμα, τον ήλιον δυόμενον εν τη θαλάσση, όπισθεν πολύ, εις την είσοδον του κόλπου, παρά το Καράμπουρνού. Θέαμα χρυσούν, θέαμα ρόδινον, θέαμα απερίγραπτον δι’ ημάς. Ακριβώς ως τον περιγράφει ο θείος Όμηρος. Να βλέπεις ένα ήλιον φαεινόν, της Ανατολής τον ήλιον, της γης των φώτων ήλιον, κάμνοντα το λουτρόν του καμαρωτά καμαρωτά ως νυμφίον. Και ο κόσμος όλος από τας στιλπνάς προκυμαίας να τον θαυμάζει, σχεδόν να τον χειροκροτεί. Και είναι το βωβόν χειροκρότημα, το καλύτερον χειροκρότημα, της ψυχής το χειροκρότημα. Κανείς δεν ημπορεί να είπει δι’ αυτό ότι είναι βαλμένον, ότι είναι πληρωμένον. Και όταν απεβιβαζόμην με τον Τσιριγώτην πονηρόν βαρκάρην, και έβλεπον την τελευταίαν φωτεινήν γραμμήν του εις την θάλασσαν βυθιζομένου ηλίου, μοι εφάνη ως μία κεφαλή χρυσή, βρέφους χρυσού, βαπτιζομένου εις τον Ιορδάνην. Και είπα: χωρίς άλλο ο Όμηρος ήτο Σμυρναίος· και θα είχε μάλιστα το σπίτι του εκεί εις το quais, κανένα κεντητόν ανατολικό μέγαρον, και από το μαρμαροστόλιστον μπαλκόνι του, θα έβλεπε την χρυσήν δύσιν του ηλίου, ην τόσον θαυμασίως περιέγραψε.
Ματωμένα χώματα...
ΙΙΙ
Σεπτέμβρης ήταν του 1910, όταν πρωτοκατέβηκα στη Σμύρνη. Θυμούμαι πόσο σκιάχτηκα μόλις βρέθηκα μοναχός σε μια τόσο μεγάλη πολιτεία. Άγνωστοι, αλλιώτικοι ανθρώποι, άγνωστα και τα σοκάκια. Κανένα δεν ήξερα και κανένας δε μ’ ήξερε να με καλωσορίσει· ένιωθα σαν το ξεριζωμένο δεντρί.
Ακούμπησα σ’ ένα χάνι το τρίχινο ζεμπίλι με τις αλλαξιές και τα φαγώσιμα που μου ’δωκε η μάνα μου, και βγήκα ν’ ανταμώσω το σταφιδέμπορα που θα μ’ έπαιρνε στη δούλεψή του. Με την αντρέσα στο χέρι, με τα πρώτα παπούτσια που φόραγα στη ζωή μου να με στενεύουνε, με το ντρίλινο φράγκικο πανταλόνι, κάπως κοντό για τις μακριές κανάρες μου, να με κόβει κι αυτό στον καβάλο, περπατούσα, άτσαλα, δειλά. Ωστόσο ήμουνα περήφανος για το νέο σουλούπι μου και κάθε τόσο έσκυφτα και καθάριζα με το χέρι τα παπούτσια μου κι έριχνα κλεφτές, φοβισμένες ματιές ολούθε ν’ αντιληφθώ πού βρίσκομαι κι αν με προσέχουν οι περαστικοί.
Μόλις βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα, ακόμα και τη δειλία μου. Ήρθαν οι εντυπώσεις και με πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τί να πρωτοδώ και τί να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο, μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζει πανηγύρι, κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς!
Στάθηκα άκρη άκρη στο μουράγιο βόλεψα τα χέρια μου στις τσέπες κι έμεινα εκειδά εντυπωσιασμένος. Τα κύματα ανεβοκατεβαίνανε και καθώς ένιφταν τις μαλτεζόπετρες σκορπούσανε μια ανεσημιά που μοσκοβόλαγε θαλασσινά. Μύδια, εκατομμύρια μύδια ήταν σφηνωμένα πάνω στις σιδερένιες τραβέρσες που συγκρατούσανε τις Σκάλες. Αυτές οι Σκάλες, η Εγγλέζικη Σκάλα, η Καινούργια Σκάλα, η Μακριά Σκάλα, λες κι ήταν τα χέρια του μεγάλου λιμανιού. Εδώ γινόταν το μπάρκο· έφευγε ο βλοημένος καρπός της Ανατολής για τις ξένες χώρες κι έμπαινε το χρυσάφι. «Λέγε, Εμμανουήλ, τι γνωρίζεις δια το χρυσόμαλλον δέρας;» Δάσκαλε, δε σ’ αποκρίθηκα κατά που πρόσμενες κείνη τη μέρα. Τώρα όμως εδώ καταλαβαίνω την ερώτησή σου. Ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου όλες οι ιστορίες που μου διηγήθηκες, καθαρές, στρωτές, παρμένες θαρρείς από τη Χρηστομάθειά μας. Όμως από κοντά έρχονται χορεύοντας κι οι ζωηρές ιστορίες που άκουσα για τη Σμύρνη από τον παιχνιδιάτορα το Χρίστο. Τις έλεγε στα πανηγύρια μας κρούοντας το σάζι του, ένα μακρύ ίσαμ’ ένα μέτρο όργανο, που λαλούσε σαν Θεός και μεις τα παιδιά λαχταρούσαμε: «Αχ, πότε θα τήνε γνωρίσουμε τούτη την πολιτεία!»
Όταν ήμουνα πολύ μικρός και πήγαινα με τη μάνα μου στην εκκλησιά σκιαζόμουνα να βλέπω ζωγραφισμένο στον τρούλο το πελώριο μάτι του Θεού. Τώρα ήθελα να γίνω ένα τέτοιο μάτι να τα δω όλα μονομερίς. Και να γίνω κι ένα πελώριο αφτί, ν’ ακουμπήσω στον κόρφο τούτης της πολιτείας, ν’ ακούσω την καρδιά της.
Τράβηξα αργά μέσα στους βερχανέδες, με τις βαριές ξύλινες πορτάρες, στολισμένες με καρφιά και μπαρμακλίκια, που το βράδυ κλείνανε για ασφάλεια. Εδώ παλιά ζούσανε Φράγκοι, Βενετσιάνοι, Τζενοβέζοι και Μαλτέζοι ιππότες και τυχοδιώκτες. Είχαν αράξει στο πόρτο της Σμύρνης – κατά που έλεγε ο Χρίστος – και χτίσανε τους «Φραγκ-χανέδες», στοές όλο μπινιά για να σιγουρέψουνε τους θησαυρούς τους. Μουσιούδες και μαντάμες όλο διαμαντικό και μετάξι, δεν πατούσανε – σου λέει – ποδάρι στη γης, μόνε τους σηκώνανε βαστάζοι πάνω σε «πορταντίνια», σαν να λέμε σκεπαστές πολυθρόνες. Και τα βράδια όταν βγαίνανε στα σοκάκια πάγαινε ομπρός ο δούλος με αναμμένο το φανάρι…
Τώρα όλοι οι βερχανέδες του Όμηρου, του Σπόντι, του Τενεκίδη, του Σπάρταλη, του Αναστάς αγά, της Ελληνικής Λέσχης, του Αλλιότι, του Γιουσούφ, της Αμάλθειας – δεν ήτανε πια φράγκικοι. Όπως σ’ ολόκληρη τη Σμύρνη, έτσι κι εδώ, έβαλε τη δική του σφραγίδα το ελληνικό στοιχείο.
Οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσανε όλοι ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι κι ο Λεβαντίνοι κι οι Οβραίοι κι οι Αρμεναίοι. Στο Φραγκομαχαλά ωστόσο, πολλά μεγάλα καταστήματα είχανε ξενικά ονόματα που δεν τα καταλάβαινα: «Κοντουάρ», «Λούβρ», «Μπον μαρσέ», «Παραντί ντε Νταμ» κι άλλα. Και τί δεν έβρισκες σε τούτα τα μαγαζιά! Από παραδείσια φτερά για τα μαλλιά των γυναικών, μέχρι σκαρπίνια για Σταχτοπούτες. Και παιχνίδια, όμορφα κουρντιστά παιχνίδια! Πόσο ευτυχισμένα θα ’πρεπε να ’ναι εδώ τα παιδιά και πόσο παραχαϊδεμένες οι γυναίκες!
Τράβηξα ίσια στην Αγια-Φωτεινή κι άναψα στη χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω το καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο. Κι ανάγλυφος ο Χριστός να κάθεται στο πηγάδι και να τα λέει με τη Σαμαρείτιδα. Κι οι καμπάνες φανταχτερές, γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στον τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το ’χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.
Εκειδά πλάι στον περίβολο της Αγια-Φωτεινής βρήκα και την Ευαγγελική Σχολή. Είχα κάνει όνειρο να μπω εδώ μέσα, κι ο δάσκαλός μου ο Πυθαγόρας Λάριος με σιγοντάριζε. Μα ο πατέρας μου τόνε πρόγκηξε: «Κυρ δάσκαλε, να με συμπαθάς. Αεροκοπανιτζή δεν τόνε θέλω τον υγιό μου. Εμείς ειμάστε ρεσπέρηδες και χρειαζούμαστε χέρια…»
Μόλις άκουσα την καμπάνα της Αγια-Φωτεινής να χτυπάει δώδεκα, τινάχτηκα. Μπρε για πότε μεσημεριάστηκα. Είπα να βιαστώ, να τρέξω για τη δουλειά, μα θυμήθηκα πως δεν είχα να δώσω λόγο σε κανένα, μιας κι ήμουνα, για πρώτη φορά, αυτεξούσιος, και τότες μ’ έπιασε τρελή χαρά. Χώθηκα μέσα στο πλήθος, στο τσαρσί κι έπινα τσιτσιμπίρα και σερμπέτια κόκκινα και πράσινα «μπουζ-γκιμπί, κεκίκ-σουγιού», και χαιρόμουνα που σπαταλούσα τα λίγα τεσσαράκια που μου ’βαλε στην τσέπη η μάνα μου, κρυφά απ’ τον πατέρα. Ύστερα κάτι με σταμάτησε· ο χωριάτης στιμέρνει τον ακριβοκερδισμένον παρά. Κι είπα να πάω κατευθείαν στο μαγαζί του κυρ Μιχαλάκη Χατζησταυρή, να σιγουρέψω τη θέση μου και συνεχίζω έπειτα το σουλάτσο.
Τόνε βρήκα τον κυρ φατόρο πάνω στην άψα της δουλειάς. Τέτοιες μέρες που κατέβαιναν οι χωριάτες να πουλήσουνε τη σοδειά τους, οι εμπόροι δεν κλείνανε. Μόλις μπήκα στο στενόμακρο μαγαζί με τα πολλά πατάρια, με πήρε από τη μύτη η γνώριμη γλυκόστυφη μουρουδιά της σταφίδας και του σύκου. Ο Χατζησταυρής στεκότανε καταμεσής και ζύγιαζε, όλο φροντίδα. Εργάτες με χαμαλίκες στην πλάτη μπαινοβγαίνανε από το πίσω πορτί, όπου ήταν το ντάμι· εκεί αφήνανε τις καμήλες, τους αραμπάδες, τα γαϊδούρια και τις βοϊδάμαξές τους. Δυο ξιπόλητοι χαμάληδες, με δασά γυμνά τα στήθια, σήκωναν στον ώμο τη μανέλα που πάνω κει κρεμόταν το καντάρι. Ο Χατζησταυρής μ’ ολοστρόγγυλη κοιλίτσα, διπλά προγούλια και ολοκόκκινα, σαν βουτυρωμένα μάγουλα ξεφώνιζε τις οκάδες. Είχε μάτι ξύπνιο που σπίθιζε κι έπαιζε ολούθε ακούραστο. Τα χέρια και τα ποδάρια του, πολύ αδύνατα ανάλογα με το σώμα, τον κάνανε να μοιάζει με βάτραχο. Όλες οι κινήσεις του και η σβελτάδα του κι οι τρόποι του δείχνανε πως είχε δουλέψει κι η αφεντιά του παραγιός. Και τόντις, όπως έμαθα αργότερα, παραγιός ήτανε κάποτες, μα ήξερε σου λέει ν’ αρπάζει την περίσταση και συνεταιρίστηκε με το Σελήμ εφέντη και πατούσανε κι οι δυο, με το ελεύθερο, πάνω σε καρδιές και σε πορτοφόλια, κι από κει και πέρα τα βολέψανε κι έρεε το χρήμα.
Πλησίασα τον κυρ Μιχαλάκη, του μίλησα θαρρετά, του ’δωκα και το συστατικό γράμμα που είχα από τη δημογεροντία του χωριού μας. Αυτό το γράμμα πολύ τον εκολάκεψε, γιατί τ’ άρεζε να τον υπολογίζουνε οι ισχυροί. Με ξέταξε με ματιά που τρύπωσε ίσαμε την ψυχή.
—Ναι, ξέρω, έκανε, μου μίλησαν κι άλλοι για σένα. Θα σε κρατήσω. Με βολεύει που ξέρεις τα τούρκικα. Αύριο πρωί έλα να πιάσεις δουλειά, να σε δοκιμάσω και τα ξαναλέμε για την πλερωμή.
Όταν βγήκα έξω πετούσα από χαρά· αν είχα μουστάκι θα το ’στριβα, τόσο ένιωθα άντρας. Τώρα μπορούσα να χαρώ τη μέρα μου, την πρώτη και μοναδική λεύτερη και ξέγνοιαστη μέρα της ζωής μου.
Ώρες ολόκληρες τριγύριζα μέσα στα μπεζεστένια και στα σοκάκια της Σμύρνης, ίσαμε που με βρήκε η νύχτα. Εργάτες με μακριά ραβδιά ανάβανε τα φανάρια του γκαζιού. Ομορφοστολισμένες κυράδες κατεβαίνανε με τις καρότσες τους για τις Λέσχες, τα προβέγγερα και τις «γιαβάν σουπέδες». Κοπέλες ξεντεκολτεδιασμένες, μελαψές και πεταχτές σεργιανούσανε, γελούσανε, κορτάρανε. Ζευγάρια εύθυμα αγοράζανε λουλούδια. Στα καφενεία παίζανε μουσικές, τραγουδούσανε πολιτάκια και γκαρσόνια πηγαινοφέρνανε δίσκους με καραφάκια και μεζέδες. Η προκυμαία μοσχοβολούσε ούζο, αγγουράκι, τηγανητό κρέας και θαλασσινά. Μασουλίζανε οι καθιστοί, κι οι σουλατσαδόροι σπόρους, τσεμπλεμπούδες, παγωμένα αμύγδαλα, λιμπινάρια, μα και γλασσάδες και ζαχαρωτά και γλειφιτσούρια.
Τα σπίτια, ακόμα και στους απόμακρους μαχαλάδες, ανοιχτά, συντροφεμένα. Στις πόρτες καθισμένες φαμελιές είχαν στρωμένο εύθυμο λακιρντί. Δε μου ’κανε καρδιά να πάω για ύπνο. Είχα μόλις γνωριστεί με τη Σμύρνη και μου φαινότανε πως γεννήθηκα κι έζησα εδώ τα δεκάξι χρόνια της ζωής μου. Όταν έπεσα να κοιμηθώ, στριφογύριζα και της μίλαγα σαν ερωτευμένος. «Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!».
Εδώ στη Σμύρνη θα μπορούσα να κάνω όνειρα, όσα όνειρα ήθελα, δίχως να τρώω ξύλο…
Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 42-48
Οι νεκροί περιμένουν...
Οι πρώτες μέρες μας στη Σμύρνη είχαν κέφι και συγκινήσεις. Γυρίζαμε εδώ κι εκεί σαν περιηγητές και γεμίζαμε τα μάτια και την ψυχή μας νέα θεάματα, και νέες εντυπώσεις, με την άπληστη διάθεση που έχει κανείς για το καινούργιο, το φευγαλέο και το προσωρινό. Η μεγάλη πολιτεία με τα άγνωστα σπίτια, τον άγνωστο κόσμο, την άγνωστη ρυμοτομία, τις άγνωστες εκπλήξεις, μας κρατούσε σε συνεχή έξαψη. Στο Αϊντίνι ήξερες τον καθένα με το όνομά του και τα προβλήματά του. Ήξερες πού πηγαίνει, όταν βγαίνει την τάδε ώρα, τί λέει όταν συναντιέται μ’ έναν άλλον, πού και πώς διασκεδάζει, γιατί τρέχει και ιδρωκοπάει, γιατί παντρεύεται και από τί πεθαίνει.
Εδώ, το καινούργιο βιβλίο με τις ζωηρές εικόνες δεν τελείωνε εύκολα και τα ερωτηματικά ήταν πολλά κι οι γρίφοι σου ζητούσανε μια κάποια λύση, έστω και φανταστική. Δε μας ξέρανε εδώ οι πολλοί άνθρωποι και δεν τους ξέραμε ούτε εμείς, κι έτσι νιώθαμε τόση ελευθερία. Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελλαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ – Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα, η Άγια-Φωτεινή, η Άγια Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που τόσερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα μονά-ζυγά φιστίκια, τα «Πολιτάκια» με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, χτυπητές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει μαζί μας στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα.
Κάθε μεσημέρι μας περίμενε ο πατέρας στο «Καφέ ντε Παρί» κι όλο και φτάναμε καθυστερημένες, φορτωμένες σαν Αη-Βασίληδες.
—Σα λίγα ψωνίσατε, βρε παιδιά, μας έλεγε ειρωνικά. Δεν είχαν άλλα τα μαγαζιά;
Τότε η μαμά περνούσε χαδιάρικα το μπράτσο της στο δικό του και του μετάδινε ευθύς το κέφι και τις εντυπώσεις της.
—Τι να σου πω, Βασιλάκη. Δεν τη χορταίνω τη Σμύρνη! Τη βρίσκω ολοένα πιο νέα και πιο ελκυστική.
—Κι όμως —απαντούσε ο πατέρας— πέρασαν οι άνθρωποι εδώ πείνα στον αποκλεισμό, που εμείς, εκεί κάτω, ούτε στον ύπνο μας δεν την είδαμε.
—Ωστόσο να, που δεν τους άφησε ίχνη. Όπως στα παιδιά μας, που πριν στεγνώσουν τα δάκρυά τους, ξεσπάει το γέλιο τους. Εγώ, αν ήθελα να την περιγράψω, θα την έλεγα πολιτεία του παιχνιδιού και της χαράς, ανάλαφρη και χαδιάρα σαν τις γυναίκες της. Μια ζεστή αγκαλιά ανοιχτή, που σε σφίγγει λιγωτικά.
Ο πατέρας χαμογελούσε ευχαριστημένος, δεν έπαυε όμως και να πειράζει τη μητέρα.
—Κρύψε τις εντυπώσεις σου, για τους φιλολογούντες νεαρούς των «ζουρ-φιξ» σου…
Σωτηρίου Διδώ, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 45-46.
Πολλές ζωές στη Σμύρνη...
…Κατηφορίζει. Γύρω του, παντού ερημιά. Δεν υπήρχε ψυχή σ’ ολόκληρη τούτη την πλούσια συνοικία της Σμύρνης. Μόνο οι καυτερές ηλιαχτίδες στα κεραμίδια, στις μανόλιες, στα κλειστά παντζούρια. Ολόισια μπροστά του ο κόλπος της Σμύρνης. Απέραντος, γαλήνιος, κλειστός στις δυο άκρες του. Από που, στο διάβολο, μπαίνει κανένας σε τούτο τον κόλπο; Από ποια μεριά βγαίνεις στο ανοιχτό πέλαγος;
Σε τούτον εδώ τον κόλπο αγκυροβόλησε το 1919 ο ελληνικός στόλος. Από τούτες τις ακτές αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Μικρασία με εγγλέζικη εντολή, την εποχή ακριβώς που θερίζανε τα στάρια. Και αργότερα, το ζεστό καλοκαίρι του 1922, πάλι από τούτες τις ακτές εγκατέλειψε πίσω του την πόλη που είχε κάψει. Αν κοιτάξει κανείς την πόλη από ψηλά διακρίνει ακόμα εδώ κι εκεί τα ερείπια της πυρκαγιάς. Ανάμεσα από τις φλόγες ο Αχμέτ αντίκρισε το άγαλμα του πρώτου Τούρκου καβαλάρη που ορμάει μέσα από τις φλόγες.
Ναζίμ Χικμέτ, Οι ρομαντικοί
11
«Πύργος ελέγχου Προύσας, Τάγκο Τσάρλι Μπράβο Άλφα Τσάρλι (TC-BAC). Καλημέρα».
«Εντάξει, Τσάρλι. Πλησιάζοντας Μπαλούκεσιρ ειδοποίησε τον πύργο. Καλή πτήση…»
Ο Ισίκ και η Αλέβ πετούσαν προς τη Σμύρνη με το μικρό Τσέσνα 172. Μετά την τελευταία συνεδρία ύπνωσης του Ισίκ, είχαν περάσει μια μέρα στο κτήμα του Χουσεΐν. Είχαν πάει όλη μέρα για ιππασία και είχαν κάνει μακρινούς περιπάτους στην αμμουδιά. Τη νύχτα, στο φεγγαρόφωτο, έστρεψαν τα ηχεία των χιλίων βατ προς τη θάλασσα και άκουσαν σε υψηλή ένταση την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν μπροστά στη φωτιά που είχαν ανάψει. Όταν στο φινάλε άρχισαν το βιολοντσέλο και τα κοντραμπάσα να παίζουν την Ωδή στη χαρά, αυτό τον ύμνο στην αδελφοσύνη και στη χαρά της ζωής, μπήκαν και οι τρεις στη χορωδία αφήνοντας να κλέψει την ψυχή τους εκείνη η ύψιστη μελωδία που, όπως έλεγε ο Βάγκνερ, ήταν «ένα φύσημα του ανέμου σαν ανατριχίλα της ψυχής».
Εκείνη τη νύχτα η Αλέβ είχε πει στον Ισίκ πως, όταν παρουσιαζόταν μια ευκαιρία, θα ήθελε να δει τη Σμύρνη. Καθώς κουβέντιαζαν, κάπως τυχαία έγινε λόγος για τα παιδικά χρόνια της Αλέβ στο Σεν-Μαλό και για κείνη τη νύχτα της καταιγίδας.
«Όσο η μητέρα μου μιλούσε μόνη της, κοιτάζοντας την κιτρινισμένη φωτογραφία που είχε πάνω στο εικονοστάσι, επαναλάμβανε τη λέξη “Ισμίρνι” σ’ εκείνη τη γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τώρα που το ξανασυλλογίζομαι ίσως αναφερόταν πραγματικά στη Σμύρνη. Είναι δυο μέρες τώρα που σκέφτομαι την πόλη αυτή. Ζω τόσα χρόνια στην Τουρκία κι ακόμα δεν είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω. Ήρθε στο νου μου από τότε που σ’ άκουσα να μου μιλάς για τις διηγήσεις της γιαγιάς σου όταν ήσουν μικρός.»
Ο Ισίκ της είπε ότι θα ήταν θαυμάσιο να πάνε στη Σμύρνη και ότι θα μπορούσαν να πετάξουν αμέσως την επομένη. Θα μπορούσαν επίσης, εκτός από τη Σμύρνη, να πάνε στην Έφεσο και ακόμα παραπέρα, στις άλλες αρχαίες πόλεις, Πριήνη, Μίλητο, Δίδυμα.
«Η Σμύρνη είναι ένας τόπος που πάντα θ’ αγαπώ πάρα πολύ. Δεν ξεχνώ τα παιδικά μου χρόνια με τις χαρές τους, όπου με μιας δεκάρας δόλωμα έπιανα σπάρους και λιδάκια. Κι επίσης τα σαλταρίσματα πίσω από τα αμαξάκια και το ξύλο με το μαστίγιο που έτρωγα από τους αμαξάδες… Κι ακόμα, τα αρώματα από τα νυχτολούλουδα, τα γιασεμιά και τα φούλια. Κι ένα σωρό άλλες ομορφιές…
»Αν πεις για τους διαγωνισμούς που κάναμε στο πέταγμα του χαρταετού και τους ονομάζαμε με το σμυρναίικο ιδίωμα “μπαϊράκ”… Ήταν μεγάλη υπόθεση το κονταροχτύπημα των “μπαϊράκ” στον αέρα. Τοποθετούσαμε στο τεντωμένο νήμα του χαρταετού ένα ξυραφάκι και στη συνέχεια, την ώρα που ο χαρταετός πετούσε, τον κάναμε ν’ ανεβοκατεβαίνει τραβώντας το σπάγκο, έτσι ώστε να αγγίξει το σπάγκο του χαρταετού του αντιπάλου. Το ξυραφάκι έκοβε το σπάγκο του άλλου χαρταετού, που αμέσως αναποδογύριζε κι άρχιζε η ακατάστατη πτώση του σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι. Γι’ αυτό ξεσπούσαν μεγάλοι καβγάδες ανάμεσα στους κατόχους των χαρταετών. Το παράξενο ήταν ότι σ’ αυτούς τους διαγωνισμούς των χαρταετών, τις γιορτινές ημέρες, έπαιρναν συνήθως μέρος ακόμα και οι ενήλικες. Δεν ξεχνώ τον πατέρα μου, που έλεγε ότι το καλύτερο “μπαϊράκ” το έφτιαχνε ο Μουσά εφέντης, ο παντοφλάς στο Μπεϊλέρ σοκάκ.
»Πάνε πολλά χρόνια μετοίκησα στην Ισταμπούλ. Αλλά πάντα βρίσκω μια αφορμή να επιστρέφω στην όμορφη πόλη μου των πέντε χιλιάδων χρόνων, παρ’ όλο το θυμό και τη στενοχώρια που νιώθω για όσα της έχουν κάνει: Για τον απαράμιλλο κόλπο της, που έχει μολυνθεί από την τυφλή ασυνειδησία και τα συμφέροντα κάποιων, για τα παραλιακά αρχοντικά της, που στέκονται στη σειρά σαν δουλεμένα από φίλντισι, και κατεδαφίστηκαν ένα ένα, για να στηθούν στη θέση τους κακάσχημοι όγκοι από μπετόν, και για ένα σωρό άλλες αγριότητες που έχει υποστεί.
»Ξέρεις, η Σμύρνη, όπως η Ισταμπούλ, η βασιλίδα των πόλεων, είναι κι αυτή γένους θηλυκού. Γι’ αυτό με ξετρελαίνουν πάντα οι στίχοι ενός μεγάλου μας ποιητή γι’ αυτήν.
Η θάλασσα της Σμύρνης είναι κοπελιά
—της Σμύρνης είναι η θυγατέρα—
σαν κόρη και σαν θάλασσα μυρίζουν τα στενά…»Οι έρωτες στη ζωή των ανθρώπων δεν είναι απαραίτητα είτε γυναίκες είτε άντρες. Κάποιες πόλεις, κάποιοι τόποι ή ένα οποιοδήποτε κομμάτι της φύσης μπορεί να προξενήσουν μεγάλο πάθος. Για μένα η Σμύρνη είναι ακριβώς αυτό. Εξοργίζομαι με τις βαναυσότητες που της κάνουν και υμνώ τις ομορφιές της.
»Τέλος πάντων, σε λίγο θα δεις και με τα μάτια σου. Αλλά σε προειδοποιώ, όσο κι αν τώρα κάποιοι ιθύνοντες ιδεαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια για να της ξαναδώσουν τη χαμένη ομορφιά της, δε θα βρεις τίποτε από το παλιό μεγαλείο της Σμύρνης, πέρα από λιγοστά δείγματα που επέζησαν, άγνωστο πως, στην Προκυμαία, στον Μπουρνόβα, στην παραλία Γκιουζέλ-γιαλί, και στο Καρσίγιακα. Και όμως είμαι βέβαιος ότι θα μείνεις έκθαμβη όταν νιώσεις στο δέρμα σου το βραδινό άγγιγμα του μπάτη, όταν θα δεις, με το που πέφτει το σκοτάδι, να σβήνουν όλες οι αμαρτίες της πόλης και να ανοίγεται σαν όραμα ο κόλπος της με όλη την ομορφιά του μπροστά σου.»
Με του Βορηά τα κύματα...
Ένα όνειρον. —Αναχώρησις εκ Σμύρνης. —Ο Ιμπεράτωρ.
—Εν μέσω Ρώσων προσκυνητών.Μ’ εφάνει πως εισέπλεον τον ζεφυρόλουστον Ερμαίον. Ελαφραί πνοαί του ζειδώρου ανέμου ερρυτίδονον την γαλανήν της θαλάσσης επιφάνειαν, εγώ δε-τάχα-καθήμενος εν τω πρυμναίω ερρόφων δροσιάν και ζωήν. Και έβλεπον το ενώπιόν μου θαυμασίως εκτυλισσόμενον θέαμα.
Πλούτος και αφθονία εν πάσι. Πλούτος εις χωρία και συνοικισμούς· και πλούτος εις καλλιέργειαν και εις Τσιφλίκια. Βουναλάκια εδώ κ’ εκεί καταπράσινα· αλλά κ’ αμπελοφυτείαι θαυμάσιαι, και σταφυδοφυτείαι ατελείωτοι. Τάπητες καταπράσινοι απλούνται πανταχόθεν μακαριότητι. Δεν χορταίνει το βλέμμα από ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ορμίσκοι εδώ κ’ εκεί με βαρκούλες που ήσαν αραγμέναι, με βαρκούλες που ψαρεύουν. Χωριουδάκια σαν βράχοι, σαν ριζωμέναι πέτραι οπού λάμπουν εις τον ήλιον του θερινού δειλινού. Εκεί εις την γυμνήν εκείνην άκραν, μύλοι οπού αργούν, μύλοι οπού αλέθουν με ανοικτά τα φλόκια των, κολπούμενα από τον ισχυρόν μπάτην.
Αγροί θερισμένοι με την ολόχρυσον καλαμιάν των, αναλάμπουσαν με χρυσάς ακτίνας. Αγροί κατάσκιοι από τα οπορωφόρα δένδρα. Και ο ζέφυρος εξηκολούθει ισχυρός, μου εφαίνετο τάχα, και μου έφερνε τις σπίθες της καπνοδόχου του ατμοπλοίου μέσα εις τα μάτια μου, σαν να τα εφθονούσεν οπού απελάμβαναν την Φώκαιαν. Είναι ψαροπούλαι; Διελογιζόμην. Και έως ου τας ίδω καλά τας πεταχτάς ψαροπούλας, μ’ εφάνη τάχα πως επάγησαν ως πήγνυται το άλας, πως μετεμορφώθησαν εις σκηνάς λευκάς στρατοπέδου λευκού, αναρίθμητοι κάτασπροι σκηναί! Τι να θέλει το στρατόπεδον αυτό εις αυτήν την ήρεμον χώραν της ειρήνης της καλής, της κριθοφόρου ειρήνης; Και έως ου διαλογισθώ καλώς, κάποιος μου φωνάζει:
—Ούτε ψαροπούλαι πεταχταί είναι, ούτε κάτασπροι αναρίθμητοι σκηναί στρατού, αλλ’ είναι σωροί άλατος, άλατος λευκού της αλατούχου Φωκαίας.
Είναι η Φώκαια λοιπόν εδώ, είπα κ’ εγώ. Και αυτός ο κόλπος ο εύμορφος με την φρεσκάδα αυτήν την ζωντανήν, είναι ο κόλπος της Σμύρνης! Και το ατμόπλοιον εχώρει, εχώρει εμπρός, πάντοτε εμπρός, και ο ζέφυρος έπνεε, ζείδωρος πάντοτε και ευώδης. Και το θέαμα το ευφρόσυνον της Ανατολής εξειλίσσετο φαιδρόν, εξειλίσσετο ζων, κινούμενον, έμψυχον. Πρασινάδα ατελείωτος. Λόφοι πάλιν και βουνά καταπράσινα. Πεδιάδες χλοεραί. Καλαμώνες, δένδρα, αμπελώνες. Ακταί γελώσαι, νησάκια, καϊκάκια, σκούναι, βρίκια, ατμόπλοια, ρυμουλκά, εστριφογύριζον όλα, ως κλεισμένα καβούρια εντός λεκάνης. Να το πρώτον καραβοφάναρο. Να το δεύτερον καραβοφάναρο. Το φρούριον παρέκει με τις ντάμπιαις του. Να τα Δύο αδέρφια, το δικόρυφον της Σμύρνης προπύργιον. Το Καρατάς, το Γκιόστεπε, ο Καρσιακάς, τα εύμορφα της Ιωνικής Μητροπόλεως προάστια. Αχ! αναστέναξα από ευχαρίστησιν βαθιά εις τον ύπνον μου.
Ιδού η λευκή γραμμή του quais, τείχος περικαλλές της Σμύρνης. Το Κουμερκάκι νάτο, εις το μέσον. Εκεί θα βγω. Πότε λοιπόν; Αι λέμβοι μας περιεκύκλωσαν. Οι επιβάται όλοι ετοιμάζονται, ετοιμάζουν, συνάζουν τα πράγματά των. Πότε λοιπόν θα περιπατήσω εις το quais; Να καθίσω εις την Αλάμβραν, να δειπνήσω ει την Republique, ν’ ανάψω ένα ναργιλέ εις την Κορίνναν, να δροσισθώ εις του Λουκά, να ακούσω ένα «Άξιον έστιν» εις την Αγίαν Φωτεινήν. Ν’ ακούσω του Πρωτοψάλτου Νικολάου τα παθητικότατα μαθήματα εις την Λειτουργίαν. Ν’ ακούσω τον τυφλόν ψαλτάκον οπού με τόσην περιπάθειαν τα εκτελούσεν εις τας καθημερινάς λειτουργίας. Να καμαρώσω ακόμη μια φορά τους σκαλιστούς εξώστας του περιφήμου Τεμπλέου· και να θαυμάσω μια φορά ακόμη το πελεκητόν της κωδωνοστάσιον! Ξέρω αν θα τα ξαναϊδώ;… Να κάμω ένα γύρον εις τον Φραγκομαχαλάν· να ψωνίσω γαρίδες από τις Μεγάλες Ταβέρνες. Να κάμω ένα περίπατον ακόμη επάνω εις το Και, να επισκεφθώ τας πηγάς του Μέλητος, έστω και αποξηραμένας, συντροφευμένος με το απλοϊκόν γεροντάκι, τον ανεψιόν του Καρασούτσα. Να χορτάσω την ωραίαν μου Σμύρνην. Ξέρω αν θα την ξαναϊδώ;… Ανεστέναξα βαθειά, εις τον ύπνο μου, ότε ένας κρότος ασυνήθης, σαν σιδερένιος, σαν βροντή, με εξύπνησεν. Ανεσηκώθην, από εκεί όπου εκαθήμην, κατατρομαγμένος. Εξύπνησα, και έβλεπα γύρω μου εις τα χαμένα. Ανεχώρησα λοιπόν, είπα, αληθινά από την ωραίαν μου πόλιν; Δεν ήτο όνειρον; Δεν ωνειρεύθην; Και έως ου το είπω αυτό, είδον, και ιδού εγώ επί του Ιμπεράτορος Αλεξάνδρου. Έτριψα, έτριψα ώραν πολλήν τα μάτια μου.
Πέλαγος ανοικτόν περί εμέ και Ρούσκι μιρ. Ωνειρευόμην λοιπόν έτι ήμην εις την Σμύρνην; Έτριψα άλλην μίαν φοράν τα μάτια μου που άρχισαν να βουρκώνουν. Ο ήλιος έκλινε προς δύσιν. Ως λευκή γραμμή, μόλις, εφαίνετο η εύμορφη Σμύρνη, ως λευκόν τσεσμελή μανδήλιον. Περί εμέ ρωσσικαί κάσκαι και ιδιότυποι προσκυνηταί του Αγίου Τάφου, με τα καμινέτα των και τσαγερά κρεμάμενα επ’ ώμων· με μακρά ρυπαρά κομβοσχοίνια εις την δεξιάν, με χείλη πρασινοκίτρινα, ψιθυρίζοντα ευχάς, με μάτια γαλανά ως να τα έβρεξεν η γαλανή θάλασσα, επιστρέφοντες από τους Αγίους Τόπους. Και η λευκή γραμμή του quais εχάνετο πλέον μέσα εις τα χρυσά κύματα του Ερμαίου, όστις κατάχρυσος ηπλούτο, και χρυσιζόμενος από τας χρυσάς ακτίνας του ηλίου, που σιγά-σιγά εβασίλευεν. Η Μυτιλήνη δεξιά, η Χίος αριστερά, και πέραν το Αιγαίον, ευρύ πέλαγος, το οποίον ο βορράς έθεσεν εις κίνησιν, εις χορόν, χορόν δροσερόν, χορόν κάτασπρον. Δεν ωνειρευόμην λοιπόν. Τωόντι ανεχώρησα από την γελαστήν πόλιν, που ως πτηνόν καλλίπτερον και καλλικέλαδον κάθηται μέσα εις την φωλεάν της, κάτω από τον υψηλόν Πάγον; Χαίρε… Δεν επρόφθασα να το ειπώ. Με μίαν κίνησιν καλμούκου πηδηκτήν, ο Ιμπεράτωρ έκοψε τα υψηλά κύματα εις δύο, τα οποία πάραυτα εν οργή πλαταγίσαντα φοβερώς εις τας δύο, μαύρας παρειάς του, κατέβρεξαν τους σπανούς μοναχούς με τα τσαγερά, ερρόφησαν την φωνήν μου και τον χαιρετισμόν μου.
Χαίρε, Σμύρνη!...
Αχ, γλυκιά μου Σμύρνη, φεύγω μακριά σου
Σ’ άλλα μέρη μόνος, έρημος και ξένος,
Δεν θ’ αποκοιμιούμαι πλεια ’ς την αγκαλιά σου
Την μοσχοπλασμένη, ο ξενιτεμένος.Ακριβή μου μάνα και χρυσέ πατέρα
Δώστε την ευχή σας — φεύγω για τα ξένα!
Θε να με φυλάει αυτή νύχτα-‘μέρα,
Θε να ζωντανεύει στήθια παγωμένα.Το βαπόρι φεύγει!… Στάσου λίγο ακόμα…
Θε να ’πω δυο λόγια ’ς τη γλυκιά μου ελπίδα…
Μα η μιλιά μου σβήνει πνίγεται ’ς το στόμα…
Έχε γεια πανώρια και γλυκιά μ’ πατρίδα.Κύμα αγαπητό μου ’κει που ’πας να σβήσεις
Και το ευλογημένο χώμα θα φιλήσεις,
Πάρ’ τα δάκρυά μου, φέρ’ της την ευχή μου,
Πες, εκεί πως θάναι πάντα η ψυχή ΄μου.Μα γιατί μου δένεις την ενθύμησή μου;
Τι μου πλέκεις γύρω μυστικό εμπόδιο;…
Ξένοιαστη άφησέ την, Σμύρνη, την ψυχή μου,
Δέξου τα φιλιά μου, πες μου: —κατευόδιο!
Μετάβαση στο σημείο: Γνωριμία με την πόλη