- Οδός Λεοντίου Μαχαιρά (προμαχώνας Φλάτρον)
- Οδός Λήδρας (Παρατηρητήριο)-Νεκροταφείο Μακεδονίτισσας
- Μονή Κύκκου
- Victoria Street, Αμερικάνικη Σχολή
- Πλατεία Ελευθερίας
- Λεωφόρος Μακαρίου
- Περιοχή Αγίου Παύλου-Δημητρίου Μπόγρη
- Σημείο Ηνωμένων Εθνών
- Παγκύπριος Σχολή
- Λήδρα Παλλάς
- Μόρφου
- Κατεχόμενη Λευκωσία
- Πανεπιστήμιο Κύπρου
- Αρχοντικό Αξιοθέας
- Πάρκο Αθαλάσσας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Λήδρα Παλλάς Λήδρα Παλλάς
Κλειστές πόρτες...
Ανάφερα την περιτειχισμένη Λευκωσία. Ήταν η παλιά πόλη με τις πυκνοκατοικημένες Ελληνικές συνοικίες, τις Τούρκικες και τις Φράγκικες γειτονιές (κάθε μια κ’ ένας ολότελα άλλος κόσμος), με τις εκκλησίες και τα τζαμιά και τα Βενετσιάνικα κιόσκια, το Σεράγι, τα στενά σοκάκια, το θόρυβο των σιδεράδικων και των χαλκοματζίδικων, τους χλωμούς σκυμμένους χρυσοχούς, τις σκαλιστές καμαρωτές βρύσες του Ρογιάτικου, τις ξεχασμένες γερτές χουρμαδιές και ξαφνικά, αναπάντεχα τις κεντρικές εμπορικές αρτηρίες και τα μοντέρνα καταστήματα.
Γύρω απ’ την παλιά πόλη έκλεινε ένας μισοκαταστρεμμένος φράχτης Βενετσιάνικα τείχη που στα πολύ παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι γεμάτα φωλιές μαυροπουλιών και να τα σκαρφαλώνουν λαχανιασμένες την άνοιξη άσπρες και κίτρινες μαργαρίτες σα χιλιάδες στρατιώτες που αγωνιζόντουσαν ποιος ν’ ανέβη πρώτος και να καρφώσει τη σημαία του στην «τάπια» με το κοντόχονδρο Τούρκικο κανόνι.
Κι’ άφηναν εκείνες οι μαργαρίτες κάτι λεπτές φωνούλες που ψαλλίδιζαν τον αγέρα και κάλυπταν τις τσιριξιές των χελιδονιών. Μπροστά απ’ τα τείχη ήταν η «τάφρος», γεμάτη, παλιότερα, αψηλούς ευκαλύπτους που τα βράδια φορτωνόντουσαν κοράκια και μας τρόμαζαν. Είπα «παλιότερα» γιατί την εποχή που διηγούμαι η «τάφρος» είχε γίνει πάρκο κ’ εξωραΐστηκε. Οι περισσότεροι ευκάλυπτοι κόπηκαν κ’ έτσι που δεν υπήρχε τώρα ησυχία, τα κοράκια χάθηκαν.
Πέρα απ’ το φράχτη αυτό άρχιζε η καινούργια Λευκωσία, απολυτρωμένη απ’ την ανάμνηση των καταχτητών, ολότελα Ελληνική πια, καλοντυμένη, καλοχτενισμένη, χαμένη σ’ ένα πράσινο χαμόγελο. Καινούρια μα δεμένη σφιχτά με την παλιά γιατί αυτή είχε τα μαγαζιά, τα Κυβερνητικά γραφεία, τα σχολεία, τους γιατρούς. Έτσι τα ξαφνικά (κ’ ήταν πάντα ξαφνικά) κέρφιου στην περιτειχισμένη Λευκωσία είχαν και μια άλλη ασίγαστη έγνοια για όσους (χιλιάδες) κατοικούσαν έξω: το «κλείσιμο των τειχών». Τις περισσότερες φορές έκλειναν πριν ακόμα ακουστούν τα ουρλιαχτά των σειρήνων. Μόλις διαδιδόταν (και διαδιδόταν αστραπιαία) το «επεισόδιο» («Σκότωσαν τρεις Εγγλέζους στην οδό Ερμού») έξαλλος όλος εκείνος ο κόσμος έκλεινε τα μαγαζιά, τα εργαστήρια, τα γραφεία, εγκατέλειπε τα σχολεία, τους γιατρούς, τα Κυβερνητικά γραφεία, κι’ ορμούσε να βγει πριν κλείσουν τα τείχη. Αναστατωμένες γυναίκες που είχαν αφήσει μονάχα τους τα παιδιά στο σπίτι, άνδρες που είχαν άρρωστη τη γυναίκα τους, μαθητές, μαθήτριες, γέροι, γριές, έτρεχαν σαν τρελλοί δοσμένοι ολάκεροι στην αγωνιώδη προσπάθεια να προφτάσουν να βγουν.
Το μεγαλύτερο ρεύμα ήταν πάντα προς τ’ «Άνοιγμα του Χατζησάββα». Μα συχνά καθώς αυτό το ρεύμα μπερδευόταν ασυγκράτητο, παρδαλό, μ’ ένα τεντωμένο μπροστά συνθετικό κεφάλι, μ’ ένα τεντωμένο μπροστά συνθετικό πόδι, αυτί, φωνή, ορμή, ξαφνικά ακουγόταν η φωνή (— Όπως στα δράματα; —Ναι, όπως στα δράματα):
—Έκλεισε τ’ Άνοιγμα του Χατζησάββα!
Περνούσε ξυστή η φωνή απάνω απ‘ τα κεφάλια, ανεπηρέαστη απ’ το θόρυβο, ίδια δυνατή όπως ξεκίνησε, ζωντανή, με δική της ανανέωση, αυτόηχη.
— Έκλεισε; Μια άλλη αυτόηχη κραυγή:
— Παναγιά μου, τα παιδιά μου!
Σταματούσε ο χείμαρρος μια στιγμή (σκεφτόταν το συνθετικό κεφάλι μια στιγμή) κι αμέσως έπειτα γύριζε μονολιθικός, υποσυνείδητα προγραμματισμένος προς άλλη κατεύθυνση, προς άλλο «άνοιγμα». Κι αν το ’βρισκε κ’ εκείνο κλειστό (Πιο δραματική τώρα η κραυγή: Παναγιά μου, τα παιδιά μου!) ορμούσε λαχανιασμένος (λαχανιασμένος χωρίς κούραση, λαχανιασμένος χωρίς κάμψη) προς άλλο κι άλλο. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή, στ’ αποκορύφωμα της αγωνίας, όταν όλα πια ήταν ώριμα, αντηχούσαν αδυσώπητες οι σειρήνες του κέρφιου και τα μεγάφωνα των αστυνομικών αυτοκινήτων:
— Κέρφιου! Κέρφιου! Στα σπίτια σας! Ο στρατός θα πυροβολήσει!
Στα σπίτια τους; Ποιά σπίτια τους; Παράλυε το πλήθος και καμπτόταν (Χαμηλότονη, σκυμμένη, άνευρη, κλάμα τώρα η κραυγή: Παναγιά μου, τα παιδιά μου!). Ξανασκεφτόταν μια στιγμή το συνθετικό κεφάλι, κρατούσε μια στιγμή σκεφτικό το πόδι η συνθετική κίνηση κ’ ύστερα ξαναριχνόταν για το πιο κοντινό «άνοιγμα». Ήξερε πως ήταν κλειστό μα πήγαινε να συνωστισθεί, να ελπίσει πως έστω κ’ έπειτα απ’ ώρες πολλές (ατέλειωτες ώρες) θα τ’ άφηναν να γυρίσει στο σπίτι του, στα παιδιά του που ήταν μονάχα, στην άρρωστη γυναίκα του, να πάει τα ψώνια π’ αγόρασε.
Κ’ ήταν εκεί πέρα στ’ «ανοίγματα» που ηδονιζόντουσαν (ακριβώς «ηδονιζόντουσαν») οι Εγγλέζοι με την αγωνία του πλήθους. Έβριζαν, χτυπούσαν με τους υποκόπανους, κλωτσούσαν με τις αρβύλες τους, κατέβαζαν διαχωριστικά τις ξιφολόγχες, πυροβολούσαν όποιους δοκίμαζαν να το σκάσουν απ’ την τάφρο, ό,τι και να ’ταν, γυναίκες, παιδιά (Αλήθεια, γιατί ανυπομονούσε τόσο πολύ να φύγει αυτή η γυναίκα; Τί θα γίνει τώρα; Τί θα γίνουν τα παιδιά που θα την περιμένουν του κάκου;)
Μες στο φοβερό λιοπύρι ή μες στο κρύο και στη βροχή θα περίμενε τις ταγμένες ατέλειωτες ώρες του το πλήθος στ’ «ανοίγματα» — τιμωρία κ’ εκδίκηση για το «επεισόδιο». Και ξαφνικά ερχόταν η απόφαση να περάσουν. Να περάσουν; Πώς να περάσουν; Πώς να περάσουν, πώς να μπορέσουν να φτάξουν στα σπίτια τους τη μισή ώρα που τους έδιναν; Τί ηδονισμό ήθελαν να βγάνουν ακόμα κι απ’ αυτό; Χιλιάδες αυτοκίνητα (που ήταν όλα αυτά;), ποδήλατα, πεζοί, όλα μια σαστισμένη, μια πηγμένη μάζα που ιδροκοπούσε, που σπαρταρούσε, που συρρικνωνόταν, που αγωνιζόταν απελπισμένα να βρει χώρο να τρέξει.
Οι γυναίκες παρακαλούσαν (— Πάρτε με κ’ είναι μονάχα τα παιδιά) με μια φωνή από ξερό, στερεμένο κλάμα.
— Παναγιά μου, πέρασε κιόλας ένα τέταρτο!
Μα δεν ήταν μονάχα τ’ «ανοίγματα», ήταν κ’ εκείνοι που περίμεναν έξω απ’ τα τείχη. Κι’ αυτών το δράμα άρχιζε μόλις έφτανε (και ποτέ δεν έφτανε, πότε δεν έφτανε τρεχτή;) η είδηση πως έγινε κέρφιου στη Λευκωσία. Χυνόντουσαν όλοι (οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά) ανήσυχοι, σπασμωδικοί, στους δρόμους (— Τι έγινε;).
Ξαφνικά έφτανε κάποιος απ’ την πόλη και το πλήθος έπεφτε απάνω του.
— Δεν ξέρω. Έφυγα πριν κλείσουν τα τείχη.
— Δεν είδες τον άνδρα μου; (Είκοσι, πενήντα «Δεν είδες τον άνδρα μου»;).
Το γιο της; (Είκοσι, πενήντα «Δεν είδες το γιο μου»;)
Όταν έφτανε κανένας άλλος παρατούσαν αμέσως τον πρώτο (πως πετάς ένα άχρηστο πράγμα, πως παρατάς απότομα ένα εξαντλημένο θέμα;) κι’ ορμούσαν στον καινούργιο.
— Άνοιξαν τα τείχη;
— Όχι. Λεν πως σκοτώθηκε ένας μεγάλος.
Κανένας απ’ τους αγγελιαφόρους δεν προσπαθούσε να κρύβει λιγάκι την αλήθεια για να μην τρομάζει τις γυναίκες. Πώς να κρύψεις, τί να κρύψεις, τί θα ωφελούσε;
(Κάπου έχω διαχωρίσει (μολονότι είπα πως ήταν σφιχτά δεμένες μεταξύ τους) την παλιά και την καινούργια Λευκωσία. Όχι, δεν υπήρχε διαχωρισμός. Η μισή μας καρδιά χτυπούσε με την παλιά κ’ η μισή με την καινούρια, κάθε σπίτι ήταν το μισό στην παλιά και το μισό στην καινούργια. Κι’ η Λευκωσία δεν πηδούσε τα τείχη (υπήρχαν τείχη;) «απολυτρωμένη απ’ την ανάμνηση των καταχτητών», όχι, δεν αποσυνδεόταν, δε μπορούσε ν’ αποσυνδεθεί απ’ το παρελθόν, απάνω του ξαναχτιζόταν.
Κώστας Μόντης, Κλειστές Πόρτες: Μια απάντηση στα ‘Πικρολέμονα’ του Λώρενς Ντάρρελλ, Λευκωσία, Πρόοδος ΛΤΔ, 1964, σσ. 53-54.
Μετάβαση στο σημείο: Λήδρα Παλλάς