Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
Μιχάλης Γκανάς, Γυάλιν...
Γυάλινα Γιάννενα
Ι
Χάραζε ο τόπος με βουνά πολλά
κι ανάτελλε τα ζωντανά του,
καλούς ανθρώπους και κακούς, νυφίτσες,
αλεπούδες, μια λίμνη ως κόρην
οφθαλμού και κάστρα πατημένα.Θα ’ναι τα Γιάννενα, ψιθύρισα,
στο χιόνι και στον άγριο καιρό
γυάλινα και μαλαματένια.
Κι όσο πήγαινε η μέρα,
σαν το βαπόρι σε καλά νερά,
είδα και μιναρέδες κι άκουσα
τα μπακίρια να βελάζουν.Μιχάλης Γκανάς, «Ι», Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης, Αθήνα 1989, σ. 7.
Νίκος Χουλιαράς, Ο προ...
Ο προσωπικός χάρτης
του Απόστολου ΒούρμπιανηΈξω χιόνιζε για τα καλά. Αραιά και που πέρναγε κάποιος και κατηφόριζε προς την πλατεία τρίζοντας. Τα τζάμια του καφενέ ήταν θαμπά απ’ τα τσιγάρα και τα χνώτα, κι ο Απόστολος Βούρμπιανης κοίταζε προς τα έξω ελέγχοντας ολόκληρο το νόμο.
Απάνω του κατηφόριζαν, τάχα ποτάμια, ο Λούρος ο Αώος και ο Θύαμις. Χωριά κουκκίδες, δημητριακά και οπωροφόρα, πράσινη χλόη και αρχαία υφάσματα, φτέρες ψηλές, πατημένες εδώ κι εκεί, από ξεφαντώματα που είχαν πάρει τέλος, και γυναίκες. Απόμακρες γυναίκες που πέρναγαν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονταν φεύγοντας κατά τα βόρεια σύνορα, με κείνη την καταλυτική μαύρη ρίγα στο πίσω του κορμιού τους.
Κάτι τέτοια έβλεπε ο Απόστολος Βούρμπιανης και το ’χε πάρει απόφαση πως ο κόσμος του ήταν αυτός, γιατί το ήξερε καλά πως το μπορούσε την οποιαδήποτε στιγμή — μέσα σ’ αυτό τον κόσμο — ν’ αλλάξει τον ρουν των πραγμάτων, που λένε. Να γυρίσει πίσω τις γυναίκες που έφευγαν ή να τις μεταμορφώσει στη στιγμή σε άγριους ντραγάτες που στήνανε σε δροσερά αμπέλια καραούλι, κι από πάνω τους, χαλάσματα από έντομα και μεσημέρι κάθετο, αυγουστιάτικο.
Αν το ’θελε πάλι, σταματούσε τα έντομα. Τ’ ακινητοποιούσε εκεί που ήταν, καθώς και τα φύλλα. Άπνοια δηλαδή. Ζωή χωρίς την κίνηση, γραμμένη στο χαρτί.
Την πρώτη φορά που το συνειδητοποίησε αυτό, ένιωσε μέσα του να ανεβαίνει ένας περίεργος θερμός κυματισμός. Μια οργανική κατάφαση, απόλυτη.
Για τους άλλους δε νοιάζονταν, πώς ήταν ή τί σκέφτονταν. Ας ήταν όπως ήθελαν. Για κείνον όμως, ήταν αυτός ο ίδιος, που ανεβοκατέβαινε μέσα του, ακέραιος και παντοδύναμος.
Κάτι τέτοια σκεφτόταν ο Απόστολος Βούρμπιανης, και μια μέρα το πήρε απόφαση πως όλα αυτά, θα ’πρεπε κάπου να τα γράφει. Να τα σχηματίζει δηλαδή πάνω στο χαρτί. Κάτι σαν ένα παιγνίδι. Παιγνίδι εντελώς δικό του. Πως οι άλλοι έχουν παιγνίδια έτοιμα, σκάκι και τέτοια, και παιδεύονται κάνοντας συνδυασμούς περίπλοκους και κινήσεις, χάνοντας ή κερδίζοντας. Αυτός, ούτε να κερδίσει είχε, ούτε και να χάσει τίποτε. Να βλέπει μόνο ήθελε. Να βλέπει εκεί μπροστά του να σχηματίζονται τα σχήματα που θα παρίσταναν, γι’ αυτόν και μόνο, αυτές τις καταστάσεις. Τη ζωή τη δική του.
Γιατί δηλαδή οι Φοίνικες το σκέφτηκαν το αλφάβητο; Ένα τέτοιο στεγνό πράμα, λειψό χωρίς αέρα, κι η ανθρωπότητα ευγνωμονούσα, πάτησε πάνω σ’ αυτό, έστησε τεράστια δίκτυα επικοινωνιών και τελικά μήτε που μπόρεσε να καταφέρει το παραμικρό. Ο κάθε άνθρωπος κλεισμένος ξανά στο καβούκι του να λέει, «σηκώθηκε αέρας», κι ο άλλος ν’ ακούει, «σηκώθηκε αέρας», και να ’ναι σίγουρος πως αυτό τουλάχιστον το κατάλαβε, λες κι ήταν απ΄ τα πριν συμφωνημένο πως το άθροισμα ετούτων των ψηφίων, θα πρέπει να συμπίπτει οπωσδήποτε και με τον τρόπο που βρίσκει ο άλλος να ονειρεύεται.
Έτσι λοιπόν, το πήρε απόφαση ο Απόστολος Βούρμπιανης. Θα ’φτιαχνε δικό του κώδικα. Όχι με λέξεις, αλλά με σχήματα, που θα ’παρίσταναν ολόκληρο σύστημα από συναισθήματα. Εποχές ολόκληρες, δεκαετίες ή δευτερόλεπτα. Ένα σύστημα, όχι για να συνεννοείται, αλλά για να ζει. Ένα σύστημα που θα αποκρυπτογραφούσε μοναχά ο ίδιος.
Του κόλλησε λοιπόν το κουσούρι να τραβάει γραμμές. Να τοποθετεί σημαδάκια. Να φτιάχνει κήπους ωραίους και ανύπαρκτους, ν’ ανοίγει δρόμους και να προχωράει γράφοντας πάνω στο χαρτί, καφενέδες με ιστορία χρόνων, δέντρα ψηλά νυχτερινά, και γλέντια ατέλειωτα.
Άνοιγε με το μολύβι άγνωστες πόρτες και σήκωνε το χέρι του τσουγκρίζοντας στο φως της μέρας ποτηράκια. Μικρά σπασμένα γυαλάκια.
Γυαλίσματα και χαμομήλια, έγραφε, που αχνίζανε πάνω σε ράχες ήμερων ζώων που νύσταζαν και ρουθουνίζαν μ’ ευχαρίστηση, έτσι που ήταν ασφαλισμένα, κλεισμένα μέσα εκεί, στα μικρά και μαύρα περιγράμματα.
Κι ο Απόστολος Βούρμπιανης έχτιζε τον κόσμο του γραμμή τη γραμμή, καταπώς εκείνος ήθελε ή καταπώς ήταν η δική του η πραγματικότητα. Κι έξω έπεφτε χιόνι. Κι ήταν ήσυχος που κανείς δε νοιάζονταν γι’ αυτόν, ούτε και για τα σχέδια που σκάρωνε στο χαρτί, ώσπου άνοιξε η πόρτα του καφενέ και μπήκε μέσα ο Δημητράκης. Ο Δημητράκης ο Μαντζαρόπουλος. Μονάχος του κι εκείνος, όπως κι αυτός. Μια ζωή ρημάδι. Σέρνονταν κι ονειρεύονταν για πάρτη του.
Κάθισε δίπλα του στο τραπέζι και τον παρατηρούσε. Τον έβλεπε καθώς τραβούσε τις γραμμές, κι ύστερα εντελώς αναπάντεχα — για πρώτη φορά απ’ τον καιρό που γνωρίζονταν οι δυο τους — τον ρώτησε.
«Τί είναι αυτό ρε Απόστολε;»
«Ποιό;»
«Αυτές οι δυο οι μαύρες οι γραμμές που τραβάνε ίσια μέχρι την άκρη του χαρτιού».
Ο Απόστολος Βούρμπιανης ένιωσε για μια στιγμή σα ν’ ανοίξανε απότομα την πόρτα του και τον πετύχαν με τα σώβρακα. Συνήρθε όμως γρήγορα μιας και σκέφτηκε, πως κι αυτός κι ο Δημητράκης, μονάχοι τους ήτανε έτσι κι αλλιώς, και ξεβράκωτοι. Γι’ αυτό και του απάντησε:
«Εγώ είμαι, Δημητράκη. Εγώ, που βγαίνω έξω απ’ την πόλη».
Ο Δημητράκης σήκωσε λίγο το κεφάλι και τον κοίταξε. Κοίταξε πάλι τις γραμμές στο χαρτί και τον ρώτησε:
«Εδώ βλέπω ένα δρόμο που τραβάει ευθεία. Εσύ ο ίδιος είσαι Απόστολε, ή εσύ κι ο δρόμος μαζί;»
«Κι ο δρόμος μαζί, Δημητράκη».
«Εμ’ τότε θα πρέπει να κόβεις και δέντρα και σπίτια για να βγεις εκεί που βγαίνεις, Απόστολε! Κι αυτό το μαύρο το σημαδάκι τί είναι;».
«Το Αρχιμαντρειό».
«Και περνάς δίπλα στ’ Αρχιμαντρειό; Αφού είναι μεσοτοιχία με τον κήπο της Χαρίκλειας!».
«Ε, ναι. Κόβω γύρω στα πέντε μέτρα απ’ τον κήπο της Χαρίκλειας και βγαίνω ίσια στη μεγάλη την αλάνα, πίσω στο δρόμο που πάει για το σανατόριο».
Ο Δημητράκης ο Μαντζαρόπουλος, τον κοίταξε για λίγο, κι ύστερα γέρνοντας προς τα πίσω, έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε το κουτί με τα τσιγάρα. Πήρε ένα, τ’ ακούμπησε στην άκρη στο στόμα και τ’ άναψε. Τράβηξε μια ρουφηξιά, έκανε να μιλήσει μα ξανασώπασε. Κοίταξε προσεχτικά απάνω στο χαρτί τα μαύρα κι άκακα σημαδάκια να τραβάνε τρεμουλιαστά μέχρι την άκρη του.
Ξανάβαλε το τσιγάρο στο στόμα, τράβηξε ακόμη μια ρουφηξιά, κι απότομα, σα να πήρε ξαφνικά θάρρος, το ξεστόμισε:
«Γιατί ρε, Απόστολε, να περνάει ο δρόμος μες απ’ τον κήπο της Χαρίκλειας; Τράβα τον λίγο πιο κει να φάει αυτά τα πέντε μέτρα απ’ το βακούφικο της εκκλησίας. Γιατί το κάνεις αυτό στη Χαρίκλεια! Δεν την σκέφτηκες καθόλου; Είναι χήρα γυναίκα με δυο παιδιά!».
1977
Μετάβαση στο σημείο: Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία