Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Ναπολέων Λαζάνης, Κεφα...
Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο
Κυριακή πρωί σηκώνονται γρηγορότερα οι γυναίκες. Φτιάνουν τον νταβά με το φαΐ να τον έχουν έτοιμο που θα ξυπνήσουμε. Παίρνει τον νταβά ο πεθερός τον πάει στο φούρνο. Εγώ καφέ και τσιγάρο. Γυρίζει ο πεθερός. Τρώει το γάλα του με το ψωμί. Τελειώνουμε. Να ντυθώ κι εγώ γρήγορα κι αργήσαμε. Ξεκινάμε. Μπροστά ο πεθερός κι εγώ. Πίσω η πεθερά κι η γυναίκα με το παιδί αγκαλιά. Χαιρετάμε τους γνωστούς όλο το δρόμο ως τη Μητρόπολη. Στην εκκλησία σοβαροί. Οι γυναίκες στη μεριά τους. Εμείς όρθιοι. Βρίσκει ο πεθερός καμία φορά στασίδι. Τις περισσότερες όρθιος κι αυτός. Περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία. Να πάρουμε το αντίδωρο. Το σταυρό μας και στο προαύλιο. Σιγά σιγά επιστροφή σπίτι. Μπαίνουμε στο Κάστρο. Στο έμπα αριστερά ο φούρνος. Παίρνει ο πεθερός τον νταβά με το φαΐ. Μοσχοβολάει κυριακάτικο κρέας, μας σπάει τη μύτη.
Στις αρχές πηγαίναμε με τον πεθερό στην Όαση για ούζο. Τώρα πίνουμε το ούζο στον κήπο ώσπου να ετοιμάσουν οι γυναίκες το τραπέζι. Τελειώνουμε το ούζο. Ώρα για φαΐ. Γύρω γύρω στο τραπέζι. Ήσυχα ήσυχα. Πίνουμε κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Μας πιάνει νύστα. Οι άλλοι θα κλέψουν τον μεσημεριανό τους. Εγώ βάζω τη γυναίκα και μου φτιάνει δυνατό καφέ. Πρέπει να ξενυστάξω. Ξενυστάζω στο στάδιο. Στο στάδιο φασαρία. Βρίσκω τους φίλους. Στηνόμαστε όρθιοι και παρακολουθούμε τις ομάδες. Φωνές και φασαρία. Κερδίζει η ομάδα μας πανηγυρίζουν οι φίλοι δίπλα μου. Χάνει φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι. Παν στο καφενείο να πιουν να ξεδώσουν. Να φωνάξουν. Να βρίσουν. Θα τους πάρει το βράδυ μέχρι να καλμάρουν. Εγώ τους αφήνω.
Ανεβαίνω αργά αργά ως τον Κουραμπά. Απ’ τον Κουραμπά στο νεκροταφείο. Πάω στα μνήματά τους. Τα καθαρίζω απ’ τ’ αγριόχορτα. Κάνω το σταυρό μου. Μένω λίγο σκεφτικός και τα κοιτάζω. Ξανά το σταυρό μου. Φεύγω. Παίρνω την κατηφόρα ως την Καλούτσιανη. Πίσω το δρόμο απ ‘τα μποστάνια. Γύρω γύρω τη λίμνη. Απ’ τη λίμνη στο Κάστρο. Φτάνω σπίτι σαν σουρουπώνει. Ώσπου να ξεντυθώ και να βάλω τις πιτζάμες παίρνει και βραδιάζει. Το βραδινό λίγο περίσσευμα απ’ το μεσημέρι. Κανένα αυγό με τυρί. Να περάσει κι αυτή η ώρα. Να πάμε για ύπνο. Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα. Αρχή της βδομάδας. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.
Στα Γιάννενα βρέχει πολύ το φθινόπωρο. Κάνει μέρες να σταματήσει. Ύστερα έρχονται τα Χριστούγεννα με χιόνια. Απόκριες. Κι αυτές τις περισσότερες φορές με χιόνι. Κρύο οπωσδήποτε. Το Πάσχα άνοιξη. Μοσχοβολάει ο τόπος. Το καλοκαίρι ζέστα φοβερή. Κάψα. Περιμένουμε το φθινόπωρο να βρέξει. Ξεράθηκε ο τόπος. Έρχεται το φθινόπωρο και βρέχει. Βρέχει, δε λέει να σταματήσει. Λίγο χιόνι. Πεθυμήσαμε λίγο χιόνι. Το χιόνι θα πέσει τα Χριστούγεννα. Μπορεί και γρηγορότερα. Μπορεί να ’ναι βαρύς ο χειμώνας, να το κρατήσει και μέχρι Μάρτη. Το Πάσχα μια φορά θα ’χει οπωσδήποτε καλό καιρό. Άνοιξη το Πάσχα. Κι ύστερα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σκασίλα ζέστη μέχρι το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θ’ αρχίσουν πάλι οι βροχές ασταμάτητες […]
Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Ποδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφόρα της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το Πανεπιστήμιο.
Ο πεθερός όλο και γερνάει. Φυτεύει στον κήπο τρεις μηλιές. Μικρές μικρές τις βλέπω. Μεγαλώνουν οι μηλιές. Γίνονται δέντρα. Κάνουν και μήλα. Εγώ μικρές τις βλέπω. Βλέπω το μεγάλο γιο να τον μαθαίνω κολύμπι στη λίμνη. Πρώτα με σαμπρέλα. Ύστερα χωρίς. Σιγά σιγά και τον ακουμπάω με την κοιλιά στις παλάμες. Να μάθει απλωτές. Να μάθει να χτυπάει τα πόδια. Και τον μεσαίο. Να μην το φοβάται έτσι το νερό. Και τον μικρό. Κοκαλιάρης ο μικρός κι όλο κρυώνει. Μικρές κι οι μηλιές στο μυαλό μου και τα πλατάνια στο μόλο τεράστια. Στέκομαι από κάτω και βρέχει. Στάζουν τα φύλλα και κοιτάζω τη χαρακιά στο Μιτσικέλι. Και δακρύζουν τα μάτια.
Ο γιος ο μεγάλος κι ο μεσαίος κι ο μικρός. Κάνουν ζαβολιές. Τους ρίχνω καμιά καρπαζιά. Βάζω και φωνή, να με σέβονται. Να με φοβούνται. Τα πεθερικά τα παραχαϊδεύουν. Η γυναίκα στις δουλειές. Εγώ στο μαγαζί απ’ τα βαθιά χαράματα. Αυτά στα παιγνίδια. Όλο και ξεπορτίζουν. Να ’χουν το φόβο. Να διαβάζουν. Είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να μπουν σε τάξη. Μικρά με κοντά παντελόνια. Μικρά με μακριά. Μικρά και ξυρίζονται. Μικρά και παν στο πανεπιστήμιο. Μικρά κι αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα.
Ο πεθερός βγαίνει στη σύνταξη. Γυροφέρνει στον κήπο. Βοηθάει τις γυναίκες στις δουλειές. Η γυναίκα μου ολημέρα στο μαγείρεμα. Σκούπισμα, πλύσιμο. Τη βλέπω που γυρίζω τα μεσημέρια κι είν’ ακόμα με τ’ αλεύρια. […]
Το τσιγάρο το ’κοψα. Μεγάλο έξοδο. Κρασί Χριστού και Πάσχα. Μαζί με τα παιδιά. Έρχονται τα παιδιά με τις οικογένειές τους. Περνάμε καλά. Ύστερα ανοίγει η πόλη τις πύλες της. Στέκομαι στους τρεις ανέμους και τ’ αποχαιρετάω. Στο μυαλό μου η χαρακιά. Αυτή η χαρακιά και τα πρωτοπήρε. Τη βλέπω στον ύπνο εφιάλτη. Φίδι μαύρο και με πλησιάζει. Με τυλίγει. Πόδια και μπράτσα και λαιμό. Με πνίγει. Κατηφορίζω στο μόλο να πάρω ανάσα. Σκεπή μου τα πλατάνια. Γαλήνη μου η λίμνη. Βαδίζω αργά κι είμαι μόνος. Οι άλλοι στην πλατεία στριμωγμένοι στα καφενεία και παίζουν χαρτιά. Μπεκροπίνουν. Ξοδεύουν τα λεφτά τους. Δεν είναι οικογενειάρχες ν’ αναστήσουν παιδιά. Να τα βάλουν στον ίσιο δρόμο. Ο ίσιος δρόμος αυτή η πληγή που σκίζει το Μιτσικέλι λοξά. Και στριφογυρίζει. Όλο στριφογυρίζει και χάνεται πέρα μακριά. Πολύ μακριά. Τόσο που δε φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα το δικό μου. Το πατρικό. Άδικα τον χαστούκισα το μεγάλο που ’σπασε το τζάμι με τη σφεντόνα. Και τον μεσαίο. Χάλασε την πατίνα και τον έβαλα τιμωρία νηστικό. Κι εκείνον το μικρό. Τι να δείρεις από δαύτον που του μετριούνται τα παΐδια. Ο πεθερός σκέφτεται να κόψει τις μηλιές. Μεγάλωσαν λέει. Παραμεγάλωσαν. Το ’χασε ο άνθρωπος. Τόσο δα μηλίτσες και μεγάλωσαν. Τι να πεις.
Τα καλοκαίρια το βραδάκι πάμε όλοι μαζί βόλτα στο μόλο. Έχει καλαμπόκι. Στα καφενεία κόσμος. Δεν καθόμαστε. Τζάμπα έξοδο. Κείνο το καφενείο στη στροφή Η Κυρα-Φροσύνη βγάζει το μεγάφωνο και βάζει όλο παλιά τραγούδια. Καντάδες και τέτοια. Κι η λίμνη φαίνεται με τα φώτα μαύρος καθρέφτης. Τραβηχτικός. Κι απάνω γλιστράν οι βάρκες σκιές. Κι είναι κι η βενζίνα, πηγαινοέρχεται τουκ τουκ. Κι είναι και τα βατράχια όλα μαζί συναυλία. Τρώμε το καλαμπόκι και γυρνάμε αργά σπίτι. Σπίτι έχει γάλα με γιαούρτι και παπάρα ψωμί. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πολύ νόστιμο.
Φθινόπωρο βροχές κι η εμποροπανήγυρη. Και περνάει η εμποροπανήγυρη κι ακόμα βροχές. Όσο πιο πολλές τόσο καλύτερα. Σπρώχνουν το χρόνο στα Χριστούγεννα. Τούτα τα Χριστούγεννα μπορεί να ’ρθει μόνο ο μικρός ο γιος με την οικογένεια. Υπάρχει και μια ελπίδα το Πάσχα να ’μαστε όλοι μαζί. Αρχίζω και μετράω τα χρόνια π’ απομένουν για τη σύνταξη. Και βλέπω στην κορφή του βουνού που ξεκόβεται μια πετρούλα. Την παίρνει ο χείμαρρος και την κατεβάζει ως κάτω στο νταμάρι. Από κει τη φορτώνουν μαζί με τ’ αμμοχάλικο. Στρώνουν να φτιάξουν περιφερειακό δρόμο στη λίμνη. Κι η πετρούλα πέφτει άκρη άκρη στο δρόμο. Κι εγώ περνάω και της δίνω μια κλοτσιά. Και την ακούω που πέφτει στο νερό ανάμεσα στα καλάμια και κάνει μπλουμ. Και κάθε φορά περνάω και κοιτάζω το μέρος που την έπνιξα. Την πετρούλα που ξεκόλλησα απ’ το βουνό. Κι έφτασε στη λίμνη. Και βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Αρχίζω και γερνάω.
Ναπολέων Λαζάνης, Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, Πατάκης 1995, σ. 123-125, 145-153 και 161-164.
Χριστόφορος Μηλιώνης, ...
Πατριωτισμοί στα Γιάννενα
Περίεργο: από τα μαθητικά μου χρόνια στα Γιάννενα, δε θυμάμαι τις γιορτές για την 28η Οκτωβρίου, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για την απελευθέρωση της πόλης. Ίσως, επειδή δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τα γεγονότα του πολέμου στην Αλβανία και δεν είχαν προλάβει ακόμη να γίνουν μύθος, ενώ είχαν περάσει κιόλας σαράντα χρόνια από την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, το 1913.
Θυμάμαι λοιπόν τις παρελάσεις στην πλατεία, στις 21 Φεβρουαρίου, όλο ερωτισμό, με την Άνοιξη να στέλνει τις πρώτες φουσκοδεντριές στις φλαμουριές του Κουραμπά και στα πλατάνια του Μώλου, και τις μαθήτριες με τις μαύρες ποδιές, να φλυαρούν ξαναμμένες. Λόγοι στη γιορτή του σχολείου, που κανείς μας δεν τους άκουγε, και τραγούδια, που τα συνόδευε ο συμμαθητής μας, ο Στέφανος Σταμάτης, με το βιολί:
«Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε οπού γελούν και κλαίνε».
Είχα προσέξει πάντως ότι το μόνο που κάπως μας συγκινούσε, κι εμένα και τους άλλους μαθητές, ήταν η αναφορά στο Μπιζάνι, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη, και τα υψώματά του τ’ αγναντεύαμε από το Βελισσάριο. Αλλά ποτέ δεν μας πήγαιναν εκδρομή πέρα από την Κιάφα, επειδή παραέξω έβραζε τότε ο Εμφύλιος. Όσο για το Βελισσάριο, το λόφο στην είσοδο των Ιωαννίνων, όπου πηγαίναμε για βόλτα ή για διάβασμα στο γρασίδι, με τη λιακάδα, κι αυτός κάτι μας έλεγε, αλλά μας μπέρδευε η συνωνυμία με τον βυζαντινό στρατηγό του Ιουστινιανού, με τον οποίο βέβαια δεν είχε καμία σχέση. Λίγοι από μας ξέρανε ότι ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Έλληνα αξιωματικού του 1912-13, του Βελισσαρίου, που παρέκαμψε την αντίσταση του Μπιζανίου και της Μανωλιάσσας, προχώρησε αριστερά στο διάσελο του Αγίου Νικολάου, το βρήκε αφύλαχτο κι έφτασε με το σώμα του στην άκρη των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ-πασάς, ο Τούρκος Φρούραχος, αιφνιδιάστηκε και παρέδωσε την πόλη. Κι ο Βελισσάριος, που είχε ενεργήσει αστόχαστα και χωρίς διαταγή, γλίτωσε το στρατοδικείο. Αλλά φαίνεται πως τα μεγάλα κατορθώματα μόνο οι αστόχαστοι τα πετυχαίνουν. Το ίδιο έγινε κι αργότερα, το 1940, με τον Μέραρχο της 8ης Μεραρχίας, τον Κατσιμήτρο, που αντί να συμπτυχθεί στο Μακρυνόρος, όπως του είχε ορίσει το Γενικό Επιτελείο, περίμενε τους Ιταλούς στο Καλπάκι και τους έστειλε στον αγύριστο.
Μαθητική εκδρομή στο Μπιζάνι πήγαμε μονάχα το 1950, όταν είχε τελειώσει πια ο Εμφύλιος κι εγώ τελείωνα τη Ζωσιμαία Σχολή. Πήγαμε και στο Εμίν Αγά, όπου, καθώς είπε στο λόγο που μας έβγαλε ο Γυμνασιάρχης, είχε το Στρατηγείο του ο Στρατηλάτης, δηλαδή ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος ο ΙΒ΄, που λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε βασιλεύς των Ελλήνων μέσα στα Γιάννενα, στο σπίτι του Λάππα, όταν στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Γεώργιος.
Αυτόν τον Κωνσταντίνο, τον ήξερα πιο πολύ από μια κορνιζαρισμένη ελαιογραφία του Γιαννιώτη ζωγράφου Κενάν Μεσαρέ που ήταν εκτεθειμένη μονίμως στην προθήκη του Φωτογραφείου Βασιλείου Κουτσαβέλη, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Δεν ξέρω αν βρισκόταν εκεί για να θυμίζει το γεγονός της απελευθέρωσης ή να διακηρύττει τον φιλοβασιλισμό, άρα και την εθνικοφροσύνη, τον καταστηματάρχη, και τον πατριωτισμό του ζωγράφου με το παράξενο όνομα.
Όλα αυτά ήταν περιζήτητα διαπιστευτήρια εκείνα τα χρόνια.
Αλλά η πιο ζωντανή παρουσία που μας συνέδεε με το Μπιζάνι και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν ο Καπετάνιος. Κανείς δεν ήξερε το όνομά του ούτε την οικογένειά του – αν είχε. Παλιός μπιζανομάχος, όπως έλεγαν, φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, την ίδια πάντα θερινή στολή του 1912, με γαλόνια δεκανέα, με γκέτες και γαλλικό στρατιωτικό πηλήκιο, με μια πέτσινη λουρίδα λοξά στο στήθος, πάνω από το χιτώνιο. Μικρόσωμος και αδύνατος, μισή μερίδα, με γενάκι και μεγάλα άσπρα μουστάκια. Χαιρετούσε στρατιωτικά στο δρόμο τους αξιωματικούς – και υπήρχαν πολλοί τότε στα Γιάννενα, εξαιτίας του πολέμου και της 8ης Μεραρχίας. Άλλοι του το ανταπέδιδαν και οι πιο πολλοί κάνανε πως δεν τον είχαν αντιληφθεί. Εμφανής ήταν η παρουσία του στη βραδινή υποστολή της σημαίας της Μεραρχίας, στην Κεντρική Πλατεία, όπου φρόντιζε να είναι πάντα παρών, έπαιρνε θέση αντίκρυ της σε στάση προσοχής, όπως εξάλλου όλοι οι περιπατητές και οι θαμώνες των γύρω καφενείων και ζαχαροπλαστείων (του Αβέρωφ, του Παρθενώνα και της Μεγάλης Βρετανίας) και χαιρετούσε με τον παλιό τρόπο, φέρνοντας την παλάμη οριζόντια στο πλάι του πηληκίου.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τον χαιρετούσαμε κι εμείς, όταν τον συναντούσαμε στο δρόμο. Φορούσαμε πηλήκιο και μας ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Μερικοί όμως του πετούσαν κοροϊδευτικά το στίχο από το τραγούδι που ήταν τότε της μόδας: «Καπετάνιε, καπετάνιε, χαμογέλα!» […]
Πότε τέλειωσαν όλα αυτά κι αν τέλειωσαν, δεν ξέρω. Για μένα πάντως τίποτε δεν τελειώνει. Και κάθε φορά που πηγαίνω στα Γιάννενα, με οποιαδήποτε αφορμή, όπως τώρα, κάνω βόλτες στον Κουραμπά, στην Πλατεία, στο Μώλο, συναντώ παλιούς φίλους που έχουν χαθεί, και το βράδυ, όταν χτυπάει η σάλπιγγα και γίνεται υποστολή της σημαίας, ψάχνω μπροστά στη Μεραρχία να ιδώ τον Καπετάνιο.
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελη...
Η μεγάλη γιορτή
Η πόλη είχε φορέσει τα καλά της. Η λευκότητα του λουλακιού στο βάψιμο των σπιτιών και των καταστημάτων της κεντρικής οδού φάνταζαν την πόλη ως νύφη που έχει στολιστεί για να περάσει το μήνα του μέλιτος. Κλώνοι από φοίνικες και δάφνες είχαν πλεχτεί γύρω απ’ τις κολώνες και τα δέντρα. Στα κεντρικά σημεία υπήρχε σε μεγάλες διαστάσεις το σύμβολο της Εθνικής Επανάστασης. Ένας φοίνικας αναγεννημένος. Το λογότυπο «21 Απριλίου 1967» και τα μεγάφωνα να παίζουν στη διαπασών. Τραγούδια διαλεχτά που ταίριαζαν για τη μεγάλη στιγμή. Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει τις δυο πλευρές του δρόμου και με σημαίες περίμενε το φιλοξενούμενο επισκέπτη. Κάποιοι φώναζαν το όνομά του δυνατά τόσο που ο ήχος έμοιαζε με βούισμα μέλισσας. Τα μικρά παιδιά κυμάτιζαν τις σημαίες και προσπαθούσαν να κινήσουν το ενδιαφέρον των ενηλίκων. Οι περισσότεροι φορούσαν κοστούμια. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί και φοιτητές. Φορούσαν τα καλά τους για να τιμήσουν το μεγάλο γεγονός, την επίσκεψη ενός υψηλόβαθμου στελέχους της κυβέρνησης. Λίγες φορές είχαν την ευκαιρία να δουν από κοντά υπουργούς της πολιτείας.
Από το σπίτι μου, που βρισκόταν στο άνοιγμα της λίμνης έως το δρόμο που ανεβαίνει προς την κεντρική λεωφόρο, οι άνθρωποι έμοιαζαν με μυρμήγκια. Περίμεναν τον υψηλό καλεσμένο, τον υπουργό Εσωτερικών.
Κάπου ήθελαν να τελειώσει αυτή η αναμονή καθώς έμοιαζαν να κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα.
Η διαταγή δόθηκε στις Δημόσιες υπηρεσίες. «Οι υπάλληλοι, οι μαθητές και οι φοιτητές να παρευρίσκονται για να υποδεχτούν τον καλεσμένο.» Με διαφημιστικά χαρτιά και με ειδοποιήσεις από στόμα σε στόμα έκαναν τον κόσμο να καταλάβει πως πρέπει να βρίσκεται στην υποδοχή. Το κεντρικό συμβούλιο της κυβέρνησης θεώρησε απαραίτητο να στείλει ένα στέλεχος στην Ήπειρο. Κάποιοι φόβοι από τις δηλώσεις του Χότζα, κάποιες ύποπτες κινήσεις στα αλβανικά σύνορα έβαλαν σε σκεπτικισμό τον πρωθυπουργό. Δεν ήθελε να πάει ο ίδιος, γιατί θα φανέρωνε την ανησυχία του. Έπειτα είχε εμπιστοσύνη στον Δημήτρη. Είχε όρεξη για δουλειά και ήταν από τους καλύτερους στην κυβέρνηση. Πίστευε πως θα έφερνε σε πέρας την αποστολή. Άλλωστε τα πράγματα πήγαιναν ομαλά, αφού είχαν περάσει ανώδυνα την πολιτική κρίση. Άναψε ένα τσιγάρο και πήρε το τασάκι του γραφείου κοντά του. Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω. Ο δρόμος ήταν γεμάτος από κόσμο που πήγαινε να εργαστεί. Κούνησε το κεφάλι και τράβηξε την κουρτίνα. Δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Πήρε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο του Δημάρχου της πόλης. Περίμενε για λίγο και με το γνωστό του αυστηρό τρόπο, άρχισε να φωνάζει γιατί πίστευε πως όλα γίνονται με την επιβολή.
Ο υπουργός έφτασε με την πτήση της Ολυμπιακής. Τον περίμενε η υπουργική Μερσεντές, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Του πρότειναν να φτάσει μέχρι τη λίμνη με το αυτοκίνητο και έπειτα να ενωθεί με το λαό. Δυο τροχονόμοι σταμάτησαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα και μπήκαν μπροστά. Γρήγορα έφτασαν στον προορισμό τους. Όταν η πόρτα της μαύρης λιμουζίνας άνοιξε ο καλεσμένος συνάντησε τη δημοτική αρχή και τον υπεύθυνο αξιωματικό. Του υπέδειξαν να πάει στην απέναντι πλευρά όπου τον περίμεναν τρεις στρατιώτες του πεζικού. Αυτοί τον οδήγησαν σε ένα μεγάλο κτήριο. Στην είσοδο βρισκόταν ένα άσπρο άλογο που το κρατούσαν από τα γκέμια δυο νεαροί. Ο υπουργός πρόσεξε πως το άλογο ήταν ανήσυχο και γι αυτό το χάιδεψε στα πλευρά. Αυτό κούνησε την ουρά και περίμενε την επόμενη κίνηση. Πράγματι ανέβηκε επάνω του και κράτησε σφιχτά τα γκέμια. Ήταν παλιός αναβάτης και γνώριζε καλά τι πρέπει να κάνει. Έστρεψε το πρόσωπο του αλόγου προς το μέρος του δρόμου και του έδωσε ώθηση για να ξεκινήσει. Γρήγορα μπήκε μπροστά και άρχισε να διαβαίνει τον κεντρικό δρόμο. Βάδισε γύρω στα πενήντα μέτρα όταν έσμιξε με το πλήθος του κόσμου. Τότε τα χειροκροτήματα, οι ιαχές, τα ζήτω του ανέβασαν το ηθικό. Όταν φώναξαν τ’ όνομά του τότε του ήρθε να κλάψει. Σκέφτηκε πόσο φτωχά μεγάλωσε και πως μόνο ο στρατός του πρόσφερε μια θέση εργασίας. Ανέβηκε στην ιεραρχία, έγινε αξιωματικός και να που τώρα είναι υπουργός χάρη στην Επανάσταση. Πού είσαι μάνα να με δεις, μονολόγησε και σήκωσε το κεφάλι περήφανα και κοίταξε στο βάθος. Είδε σημαίες, σύμβολα του αγώνα, απόδειξη πως πάνε καλά. Κανείς δεν είχε τόσο κόσμο, ούτε ο Καραμανλής, ούτε ο Παπανδρέου. Εμείς απευθυνόμαστε στο λαό και προερχόμαστε απ’ αυτόν. Γι αυτό και το έργο μας αναγνωρίζεται. Θα περάσουν τα χρόνια και θα μας γράψει η ιστορία με χρυσές σελίδες, σκέφτηκε. Έσφιξε τα δόντια για να δείχνει αποφασιστικότητα και πρόβαλε το στήθος για να φαίνεται αγέρωχος και άξιος σαν τους προγόνους του. Θα είχε διανύσει πολλά μέτρα όταν είδε πως στα αριστερά είναι η πλατεία που θα έβγαζε το λόγο. Τάχυνε το άλογο και ξεπέζεψε με τη βοήθεια των ανθρώπων της συνοδείας. Πρόσεξε πως στη μέση υπήρχε μια ψηλή εξέδρα από την οποία θα μιλούσε. Ένιωσε ευχαρίστηση, γιατί ήθελε να βλέπει τον κόσμο και να ελέγχει τις κινήσεις του. Πάτησε πάνω στο χαλί που είχε στρωθεί και προχώρησε προς το βάθρο. Όπως περπάτησε το πόδι του μπλέχτηκε μες στο καλώδιο του ηλεκτρικού ρεύματος. Γύρισε σαν σβούρα έχασε την ισορροπία και ταβλιάστηκε πάνω στην εξέδρα. Από το πλήθος βγήκε ένα «αχ!» και μια σιγή λίγων δευτερολέπτων. Έπειτα πολλά γέλια. Τα περισσότερα ήταν απ’ τα μικρά παιδιά. Όταν οι φωνές δυνάμωσαν τότε ανέβηκε επάνω ο αξιωματικός της Χωροφυλακής και έβαλε τις φωνές.
«Σκασμός άξεστοι» ούρλιαξε και η φωνή του ενώθηκε με μια απέραντη σιγή. Κόρδωσε το στήθος και με βλέμμα οργής τους κοίταξε. Συναντήθηκε με όλους εκείνους που είχαν επισκεφτεί το τμήμα και τους άλλους που σίγουρα θα έρχονταν αν δεν συμμορφώνονταν.
Έβαλε τα χέρια στη μέση και περίμενε ν’ ανέβει στο βήμα ο εκπρόσωπος της Εθνικής Επανάστασης ο υπουργός Εσωτερικών. Ένιωσε πως έχει κι ο ίδιος μεγάλο κύρος και φούσκωσε τα πνευμόνια του από περηφάνια.
Ο κύριος υπουργός τράβηξε τα μανίκια, τέντωσε το σακάκι έφτιαξε τη γραβάτα και ήταν έτοιμος να μιλήσει. Είχε κάνει πολλές πρόβες στο σπίτι και ένιωθε σίγουρος για την επιτυχία. Σήκωσε το χέρι και με το δάχτυλο έδειξε ψηλά, εκεί που οδήγησε η Επανάσταση την Ελλάδα.
«Έπρεπε να αποφύγουμε τον εξ ανατολής κίνδυνο και τα καταφέραμε, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Η πατρίδα είναι περήφανη για τα τέκνα της Επανάστασης που με το στρατό επανέφεραν την τάξη. Εμείς θα συνεχίσουμε την ανόρθωση της οικονομίας και θα πατάξουμε κάθε φοροδιαφυγή. Ακόμη όλη η πατρίδα μοιάζει με εργοτάξιο. Δρόμοι, γεφύρια, κατασκευάζονται παντού. Η Ήπειρος δεν είχε δρόμους και με τη στρατιωτική υπηρεσία της ΜΟΜΑ ασφαλτοστρώθηκαν πάρα πολλά χιλιόμετρα. Δώσαμε άδειες ταξί και λεωφορείων σε φτωχούς και έπεσε η ανεργία στην επαρχία. Και ακόμη δεν έχετε δει τίποτα. Στο μέλλον η Ελλάδα όχι μόνο θα φτάσει τις προηγμένες χώρες αλλά θα τις ξεπεράσει…»
Μιλούσε ακατάπαυτα, χωρίς να πάρει ανάσα. Κάποια στιγμή απευθύνθηκε στο πλήθος. Τους ρώτησε αν είχαν κανένα πρόβλημα για να το μεταφέρει στην κυβέρνηση. Και ενώ κανείς δε μιλούσε σήκωσε το χέρι ένας ηλικιωμένος. Του έκανε νεύμα για να ξεκινήσει. Ήταν ένας ασπρομάλλης που δεν τον γνωρίζαμε καλά και που άρχισε να κατηγορεί την κυβέρνηση, γιατί καθυστερεί τα έργα ανοικοδόμησης και αυτό το γεγονός τον ανησυχεί. «Αλλά», είπε «είμαστε τυχεροί που έχουμε τέτοια άξια κυβέρνηση…»
Όταν τελείωσε ο λόγος του, ο υπουργός χαμογέλασε, όπως και οι ακόλουθοί του. Μεσολάβησε μια ευχάριστη αναμονή και ύστερα σήκωσε το χέρι ένας εργάτης. Όταν του δόθηκε ο λόγος ζήτησε να του πουν που βρίσκεται ο πατέρας και ο θείος του.
«Τους πήρανε ένα βράδυ και έχουμε μήνες που δε γνωρίζουμε νέα τους αλλά και πού βρίσκονται…»
Σήκωσε το χέρι και απευθυνόμενος στο πλήθος έκανε το ερώτημα. «Υπάρχει ελευθερία, σ’ αυτό τον τόπο;» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει. Τον έπιασαν πέντε χωροφύλακες και τραβώντας τον οδήγησαν στην κλούβα. Μια παράξενη ατμόσφαιρα δυσφορίας απλώθηκε στον κόσμο και μερικοί φώναξαν «Λευτεριά στους πολιτικούς κρατούμενους», «Ελλάς Ελλήνων φυλακισμένων». Με αστραπιαίες κινήσεις άντρες της Ασφάλειας εντόπισαν αυτούς που διαμαρτυρήθηκαν, τους φόρεσαν χειροπέδες και τους παρέδωσαν στους αστυνομικούς. Η απρόσμενη κατάσταση έφερε αναταραχή και πολλοί θέλησαν να αποχωρήσουν. Οι απειλητικές φωνές και οι σπρωξιές φόβισαν τους ενδιαφερόμενους και έμειναν στις θέσεις τους. Ο αξιωματικός της χωροφυλακής έβαλε στριγκλιές και ακούμπησε τη θήκη του όπλου του. Τέντωσε τα πόδια και σαν γνήσιος ρίνγκο ετοιμάστηκε για τη μονομαχία. Τα μάτια του είχαν κοκκινίσει και τα χέρια του έτρεμαν. Χρόνια περίμενε να έρθει κάποιος επίσημος και να απονείμει τα εύσημα. Και να που κάτι παιδάρια θα του τα χαλάσουν.
«Αν μπορείτε, συνεχίστε, ήθελε να πει και θα δείτε».
Η δύναμη του ισχυρού με το πιστόλι στον κρόταφο επανέφερε την τάξη. Άλλωστε οι παρευρισκόμενοι δεν ήθελαν να τους βρουν σκοτωμένους και πεταμένους σε κανένα χαντάκι. Έτσι επανήλθαν στην απόλυτη νιρβάνα και σαν υπνωτισμένοι περίμεναν τις εντολές του θηριοδαμαστή, ώστε να συνεχίσουν.
Ο υπουργός έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τον ιδρώτα. Θέλησε να πει κάτι ενθαρρυντικό και φώναξε.
«Χαίρομαι που βρίσκομαι στα Γιάννενα, στην πρωτεύουσα της αρχαίας Αμβρακίας». Με το τέλειωμα της φράσης, όλοι τον κοίταξαν με αμηχανία. Μια φωνή ακούστηκε που διόρθωσε τον υπουργό.
«Κύριε υπουργέ, η πρωτεύουσα της αρχαίας Αμβρακίας είναι η Άρτα». Ο υπουργός θύμωσε και η φρουρά έφερε το μαθητή, σέρνοντάς τον μπροστά του. Τον κοίταξαν στα μάτια και τον ρώτησαν.
«Γιατί προσβάλλεις, τον υψηλό καλεσμένο;»
Εκείνος με όλο το θάρρος που βρήκε, τόνισε πως αυτά που λέει τα έμαθε από το σχολικό βιβλίο. Τον άφησαν και κοίταξαν προς το μέρος της εξέδρας. Η συγκατάβαση και το ύφος έδειξαν πως ο νεαρός έπρεπε να μείνει ελεύθερος. Με ύφος περισπούδαστο ο υπουργός δικαιολόγησε το λάθος που έκανε. Κάπου όμως είχε χαλάσει η διάθεσή του. Έκανε μια υπόκλιση και το χειροκρότημα του πλήθους γλύκανε την πικρία του. Κατέβηκε από την εξέδρα και κατευθύνθηκε προς το κτήριο της Νομαρχίας που θα είχε συνάντηση υψηλού επιπέδου. Γύρω του έγινε ένας κλοιός από χωροφύλακες και στρατό. Η ατσάλινη ασπίδα προστάτεψε τέλεια τον κύριο υπουργό.
Η ανταπόκρισή μου στην εφημερίδα έφερε σάλο στα Γιάννενα όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα νέα έγιναν γνωστά, αφού κατάφερα να τα στείλω και έξω στην Ευρώπη. Οι Ευρωπαίοι έμαθαν τι σημαίνει δικτατορία.
Η έκθεσή μου στο απυρόβλητο όχι μόνο με έκανε στόχο αλλά και με οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί γνώρισα το εσωτερικό πρόσωπο των συνταγματαρχών. Δυο χρόνια στη στενή και έπειτα έφυγα για τη Σουηδία όπου βρήκα δουλειά. Από τότε μένω στη Στοκχόλμη. Αν ξαναθυμήθηκα όλα αυτά είναι γιατί θα μου πάρουν συνέντευξη από την ελληνική τηλεόραση για την επέτειο της 21ης Απριλίου. Δεν ξέρω γιατί αλλά στην αρχή δε θέλησα να μιλήσω. Βλέποντας όμως να κυριαρχεί η λήθη και η ισοπέδωση της ιστορικής μνήμης αποφάσισα να μιλήσω σκεπτόμενος πως οφείλω να υπενθυμίσω στη νέα γενιά πως δε χρειαζόμαστε άλλη χειραγώγηση και κανένα καταναγκασμό, η κοινωνία θα πάει μπροστά μόνο όταν γίνει δικαιότερη και δημοκρατικότερη.
Μετάβαση στο σημείο: Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60