Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Ανδρέας Μήτσου, Η παλι...
Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα
Κάτι με τρώει και δεν έχω ύπνο τις νύχτες.
Στριφογυρίζω ώρες στο κρεβάτι μου. Ύστερα σηκώνομαι, ντύνομαι προσεχτικά και βγαίνω έξω στη σκοτεινή πόλη.
Υπάρχουν πόλεις ανάλαφρες. Όπου γλιστράς πάνω τους. Όλη την ώρα φεύγεις. Υπάρχουν άλλες βαριές. Σα να τις σηκώνεις στις πλάτες σου.
Οι σπουδαίες πόλεις όμως ξεχωρίζουν από τη μυρωδιά.
Αυτές είναι και σπάνιες.
Η μυρωδιά βέβαια αυτή δεν είναι η ίδια.
Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κάπνας αιωρείται πάνω από τα Γιάννενα.
Όταν μάλιστα βρέχει, τότε έρχεται από τη μεριά του Κάστρου πιο βαριά κι γίνεται αναπόφευκτα αισθητή.[…]
Όταν πρωτοήρθα στα Γιάννενα ήμουνα πολύ χαρούμενος. Ένιωθα ανάλαφρος και χωρίς καμιά έγνοια. Αγόρασα μάλιστα ένα ποδήλατο. Την τρίτη μέρα από τον ερχομό μου και ενώ τριγύριζα πάνω στο ποδήλατο αμέριμνος, χτύπησε η σάλπιγγα υποστολή της σημαίας.
Ήταν βραδάκι. Το πολύβουο πλήθος που πηγαινοερχόταν στην κεντρική λεωφόρο ακινητοποιήθηκε στη θέση που βρισκόταν και σε όποια κατεύθυνση έτυχε να ατενίζει.
Τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα και τα σώματα όλα σε θέση προσοχής. Η γαλανόλευκη κατέβαινε αργά και η διμοιρία στρατιωτών μπροστά στο διοικητήριο παρουσίαζε όπλα.
Κατακόκκινος ο σαλπιγκτής φούσκωνε τα μάγουλα, φούσκωνε και προσπαθούσε να δυναμώσει στο έπακρο την ένταση του ήχου.
Ανέβαινε το σάλπισμα στα χιονισμένα βουνά, πέρναγε πάνω από τη λίμνη, πάνω απ’ τα καμπαναριά με τις φωλιές των πελαργών που ακίνητοι και αυτοί στο ένα πόδι αφουγκράζονταν περίλυποι. Το ίδιο περίλυπα ήταν και τα αγάλματα στην πλατεία και στον «κήπο» μέσα.
Ακίνητος στεκόταν επίσης ο κόσμος και τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τη λεωφόρο Δωδώνης, περιμένοντας να τελειώσει ο ήχος της σάλπιγγας. Μόνον εγώ έκανα κύκλους ανάμεσά τους αμήχανος πάνω στο ποδήλατο.
Αμέσως μόλις τελείωσε το σάλπισμα, το πλήθος συνέχισε με την ίδια βιάση προς την κατεύθυνση που πήγαινε. Σα να είχαν πετρώσει για μια στιγμή και ύστερα να ξυπνούσαν ξανά, επιλήσμονες και σε ασυνειδησία του γεγονότος της προηγούμενης στιγμής.
Το συμβάν αυτό της υποστολής της σημαίας, καθώς αντιλήφθηκα αργότερα, απέβη για μένα πολύ σημαντικό.
Όταν τελείωσε ο σαλπιγκτής, πρόσεξα πως οι κάτοικοι της ακριτικής αυτής περιοχής είχαν αγνοήσει την παρουσία μου. Δεν είχαν καν αντιληφθεί πως εγώ κινούμουν ανάμεσά τους όση ώρα διαρκούσε το σάλπισμα.
Με τρόμο ανακάλυψα ότι δεν υπήρχα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είχα δηλαδή υπόσταση.
Από τότε άρχισα να παρατηρώ τα αμέτρητα αγάλματα της πόλης, να διαβάζω τις επιτύμβιες πλάκες και να επισκέπτομαι τα μουσεία και τα ιστορικά κτίρια της περιοχής. Γρήγορα γνώριζα κάθε εκδοχή του πνιγμού της κυρα-Φροσύνης, εντρύφησα στην αιμοδιψή φυσιογνωμία του Αλή Πασά και ένα απέραντο δέος με καταλάμβανε όποτε έφερνα στο νου μου το γερακίσιο βλέμμα του Κίτσου Τζαβέλα ή τη σεπτή μορφή του Μάρκου Μπότσαρη. Οι νεότερες επίσης εποχές της απελευθέρωσης της πόλης των Ιωαννίνων μεταφέρονταν καθημερινά στη συνείδησή μου και έφτασα ακόμα να αγαπώ ή να ταυτίζομαι με αντίστοιχους ήρωες, όπως ο ρομαντικός ποιητής Λορέντζος Μαβίλης και αυτός ακόμα ο θρυλικός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄.
Αχός από μάχες, οδυνηρά τραγούδια γυναικών που θυσιάζονταν σε απόκρημνα βουνά για να αποφύγουν την ατίμωση από τους Τούρκους, ή εκρήξεις από εξωκλήσια που ανατίναζαν μοναχοί, αντιβοούσαν μέσα μου. Και όλα αυτά αποκλειστικά και μόνο γιατί γοητεύτηκα από το γεγονός ότι οι άξεστοι αυτοί χωριάτες ήτανε σε θέση να στέκονται μια δεδομένη στιγμή και να υπακούουν στα κελεύσματα της σάλπιγγας.
Σκέφτηκα πολύ και διαπίστωσα ότι εγώ δεν μπορούσα να απολαύσω ακριβώς αυτή τη λειτουργικότητα της στιγμής.
Άρχισα τότε για πρώτη φορά να βλέπω στον περασμένο χρόνο.
Διστακτικά ψαχούλευα το παρελθόν και ξαφνιασμένος διαισθανόμουν μια απροσδιόριστη προσδοκία που αναδευόταν μέσα μου. Είδα ότι οι άνθρωποι εκείνοι ακινητοποιούνταν αβίαστα και εντελώς φυσιολογικά και αυτό το απέδωσα σε κάποια βαθύτερη επίγνωση της ταυτότητάς τους που οφειλόταν στην ιστορική συνείδηση.
Γι’ αυτό αγάπησα τους Γιαννιώτες ήρωες και τα αγάλματά τους. Αλλά και τα κανόνια και το κάστρο τους.
Ήμουνα κι εγώ τώρα πάνω σ’ ένα σκηνικό με ανειλημμένο ρόλο.
Ανδρέας Μήτσου, «Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα»,Ο χαρτοπαίχτης έχει φοβηθεί, Νεφέλη, 1993, σ. 131-149.
Βασίλης Αλεξάκης, Η μη...
Η μητρική γλώσσα
Δεν τον είδα ακόμη τον αδελφό μου. Έστειλε τη Βάσω να με υποδεχτεί στο αεροδρόμιο. Αργήσαμε να προσγειωθούμε λόγω της ομίχλης. Κάναμε βόλτες πάνω από την πόλη και πάνω από τη λίμνη, χωρίς να μπορούμε να δούμε ούτε τη μία ούτε την άλλη. Μόνο κάποια στιγμή ξεχώρισα την κεραμιδένια στέγη μιας πολυκατοικίας. Εδώ οι περισσότερες πολυκατοικίες έχουν τέτοια στέγη, γιατί βρέχει συχνά. Είναι η τρίτη φορά που έρχομαι στα Γιάννενα και φοβάμαι ότι ούτε τώρα θα καταφέρω να δω την πόλη. Ήταν βυθισμένη στην ίδια ομίχλη και στα προηγούμενα ταξίδια μου. Η Βάσω δεν ξέρει αν οφείλεται στη λίμνη, στο υψόμετρο της πόλης ή στο γεγονός ότι είναι περικυκλωμένη από βουνά. Το Μιτσικέλι είναι το ψηλότερο από αυτά. Ελπίζω να μου βρει ο Κώστας την ετυμολογία της ονομασίας του. Τον έχω ρωτήσει επανειλημμένα.
Πήγαμε πρώτα στο σπίτι τους, κοντά στη λίμνη. Θα κοιμηθώ στον καναπέ, στο γραφείο του Κώστα. Η Λένα, η κόρη τους, δεν ήταν εκεί, είδα όμως μια πρόσφατη φωτογραφία της. Δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω, ίσως επειδή ήταν μακιγιαρισμένη και με κοντά μαλλιά.
—Βγαίνει κάθε βράδυ με παρέες, λέει η Βάσω. Ο Κώστας αρνείται να της βάλει τις φωνές, «Άσ’ την, έχει διακοπές τώρα», λέει. Μα τα ίδια κάνει και το χειμώνα! Δεν διαβάζει. Είδαμε και πάθαμε για να περάσει τη χρονιά.
[…]
Χαζεύω τις καρτποστάλ σ’ ένα περίπτερο. Είναι ο μόνος τρόπος, με τέτοιον καιρό, να δω την πόλη. Βλέπω ένα τζαμί με το μιναρέ του πάνω σ’ ένα βραχώδες ύψωμα προστατευμένο από ένα ημιερειπωμένο τείχος. Σε ορισμένες φωτογραφίες το τζαμί αντανακλάται στα νερά της λίμνης. Βλέπω ένα καλντερίμι με παράγκες σιδεράδων. Δεν αποκλείεται να είναι το δρομάκι απ’ όπου πέρασα πριν από λίγο με τον Κώστα. Υπάρχει ένα νησάκι στη λίμνη. Δεν θ’ αργήσω να το επισκεφθώ, το κοιτάζω όμως κι αυτό προσεκτικά. Είμαι βέβαιος ότι θα το βρω τυλιγμένο στην ομίχλη. Ο Αλή Πασάς καπνίζει ένα τσιμπούκι. Ξέρω ότι υπέφερε από τα μάτια του κι ότι φορούσε μπλε γυαλιά. Ξανά ο Αλή Πασάς σε μια βάρκα. Ο Αλή Πασάς και η γυναίκα του, η Κυρά Βασιλική. Την παντρεύτηκε αφού ξεπάστρεψε τη Φροσύνη. Ήταν κι η Βασιλική πολύ όμορφη. Τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τα γόνατά της. Ο σημαντικότερος ηγέτης που γνώρισε η πόλη ήταν λοιπόν Αλβανός. Τα τουριστικά φυλλάδια που διάβασα τον εξυμνούν και τον αποδοκιμάζουν ταυτοχρόνως. Τον χαρακτηρίζουν δόλιο, αιμοβόρο, αναγνωρίζουν όμως ότι έδωσε πρωτοφανή ισχύ στην Ήπειρο κι ότι η ρήξη του με το σουλτάνο ευνόησε τα σχέδια των επαναστατημένων Ελλήνων. Τον αποκαλούν «το λιοντάρι της Ηπείρου». Κατά τους Έλληνες σχολιαστές, μία από τις πιο εύστοχες αποφάσεις του Αλή ήταν να παντρευτεί Ελληνίδα. Ξέρω ότι η Βασιλική έγινε αλκοολική μετά το θάνατό του.
Τα νερά της λίμνης είναι ήσυχα. Καθρεφτίζουν την ομίχλη που, λίγο πιο πέρα, ακουμπά επάνω τους σαν να θέλει να δροσιστεί. Η ορατότητά μου σταματά στα δύο μέτρα. Από το σημείο που κάθομαι, στο πίσω μέρος της βενζίνας, ίσα-ίσα διακρίνω τους επιβάτες που στέκονται στην πλώρη. Μου φέρνουν στο νου τις σκιές που μεταφέρει ο Χάρων με τη βάρκα του από τη μια όχθη του Αχέροντα στην άλλη. Φαντάζομαι ότι τα νερά του ποταμού θα έχουν το ίδιο γκρίζο χρώμα με τα νερά της λίμνης και ότι θα είναι μονίμως σκεπασμένα από ομίχλη. «Υπάρχει σίγουρα κάποιο εμπόδιο ανάμεσα στις δύο όχθες, που δεν σου επιτρέπει να δεις απέναντι». Καλαμιές ξεφυτρώνουν μέσα από τα νερά, ολόισιες σαν ακόντια ενός καταποντισμένου στρατού. Μια αγριόπαπια αφήνει τα κυματάκια που δημιουργεί η βενζίνα να την πηγαίνουν πέρα-δώθε. Όλο νομίζω ότι κάπου φτάνουμε, ότι ξεχωρίζω τον όγκο του νησιού, αλλά κάνω λάθος. Λέγεται ότι ο θησαυρός του Αλή Πασά είναι θαμμένος στο βυθό της λίμνης, μέσα σε σιδερένια κιβώτια. Τον πέταξε εκεί για να μην πέσει στα χέρια των στρατιωτών του σουλτάνου.
Ο Αλή είναι παρών και στο νησάκι. Εδώ κατέφυγε, στον πρώτο όροφο ενός μοναστηριού, όταν έχασε και την τελευταία μάχη. Σκοτώθηκε από μια σφαίρα που του έριξαν από το ισόγειο […] Μετά του έκοψαν το κεφάλι και το έστειλαν στην Πόλη. Υπάρχουν τέσσερα ή πέντε μοναστήρια στο νησί. Τα διασχίζω βιαστικά. Το ξινισμένο ύφος των αγίων δεν μου δίνει διάθεση ν’ ανοίξω κουβέντα μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς, είναι πια αργά για να γίνουμε φίλοι. Η πραγματικότητα είναι καλά διατεθειμένη απέναντί μου, γιατί μου προσφέρει από μόνη της το υλικό που χρειάζομαι. Στο ναό του Αγίου Νικολάου, μπαίνοντας αριστερά, αντικρίζω μια τοιχογραφία που εκφράζει με συγκινητική αφέλεια την επιθυμία της σύγχρονης Ελλάδας να εκχριστιανίσει την αρχαιότητα. Παριστάνει, σε ακραιφνές βυζαντινό ύφος, επτά αρχαίους, τον Σόλωνα, τον Χείλωνα, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη, τον Πλούταρχο και τον Απολλώνιο, και ισχυρίζεται ότι «συνεδριάσαντες σε κάποιο σπίτι των Αθηνών διεκήρυξαν την θείαν ενανθρώπισιν και την παρουσίαν του Χριστού». Επτά αιώνες χωρίζουν θαρρώ τον Σόλωνα από τον Απολλώνιο. Ο Πλούταρχος φορεί ένα σαρίκι. Το έργο είναι του 1560.
Δεν περίμενα να ξαναβρώ τον Πλούταρχο εδώ. Κάθομαι στο καφενείο περιμένοντας να έρθει η βενζίνα. […] Οι τουρίστες έχουν καθίσει έξω, είμαι μόνος στην αίθουσα. Η τηλεόραση είναι αναμμένη. Ο εκφωνητής αναγγέλλει στις άδειες καρέκλες ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διώξει όλους τους Αλβανούς λαθρομετανάστες. Απαντά έτσι στα μέτρα που πήραν τα Τίρανα σε βάρος της ελληνικής μειονότητας — πέντε Αλβανοί ελληνικής καταγωγής δικάζονται αυτή την περίοδο για αυτονομιστική δράση. Ένας Αλβανός έχει σκαρφαλώσει σ’ έναν πυλώνα της ΔΕΗ, λίγο έξω από τα Γιάννενα, δίπλα στην εθνική οδό. Δεν καλοφαίνεται στην οθόνη, τον κρύβει η ομίχλη. Απειλεί ότι θα πιάσει τα καλώδια του ρεύματος αν δεν του δοθεί άδεια παραμονής. Έχει μαζευτεί κόσμος γύρω από τον πυλώνα, βλέπω και τουρίστες με σακίδια στην πλάτη. Μερικά μέτρα πιο πέρα ορθώνεται ένα τετράγωνο κτίσμα που μοιάζει με σταύλο. Δεν έχει παράθυρα. Σκέφτομαι ότι εκεί θα ζούσε ο Αλβανός. «Κάποιος θα τον κάρφωσε στους μπάτσους». Ένας αξιωματικός της αστυνομίας δηλώνει ότι δεν έχει τίποτε να πει:
—Περιμένουμε το νομάρχη, λέει. Να κάνετε τις ερωτήσεις σας στο νομάρχη.
Ακολουθούν άλλες ειδήσεις. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αλβανοί στην Ελλάδα είναι αυτά που πολλοί Έλληνες αντιμετώπισαν στο εξωτερικό. Ξέρουμε πολύ καλά τους λόγους που τους ανάγκασαν να φύγουν από τη χώρα τους. Αναλογίζομαι τα τραγούδια και τα ποιήματα που έχουμε γράψει για την ξενιτιά, την «κακούργα ξενιτιά». Είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα της λογοτεχνίας μας. Είναι μια λέξη που την μελετάμε από παλιά. Αν δεν κάνω λάθος, οι Ικέτιδες του Αισχύλου είναι γυναίκες που ζητούν φιλοξενία. Το ίδιο θέμα έχει το ομώνυμο έργο του Ευριπίδη. Κι όμως, η στάση που κρατάμε απέναντι στους Αλβανούς αφήνει να εννοηθεί ότι το βλέμμα τους δεν μας θυμίζει τίποτε.
Δεν μπορώ να πω ότι ταλαιπωρήθηκα ιδιαίτερα για να βγάλω άδεια παραμονής στη Γαλλία. Δεν αναγκάστηκα να υποστώ παρά τις συνηθισμένες ταπεινώσεις. Ήταν βέβαια άλλοι οι καιροί τότε, […]
Δεν μπορώ να έχω παράπονο από τον Κώστα, απάντησε σε όλα μου τα ερωτήματα. Το όνομα του όρους Μιτσικέλι πηγάζει από τη σλαβική λέξη μέτσκα που θα πει αρκούδα. Μου βρήκε επίσης ένα τοπωνύμιο που εξελληνίσαμε πρόσφατα: τα Καβάκια (καβάκ σημαίνει στα τούρκικα λεύκη) μετονομάσθηκαν σε Τριανταφυλλιές. Είχε την ευκαιρία να συναντήσει κάποιον ντόπιο και τον ρώτησε αν υπάρχουν πράγματι τριανταφυλλιές στο χωριό.
—Όχι, είπε αυτός, δεν έχουμε, αλλά θα φυτέψουμε!
Μου επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει γενικό λεξικό των τοπωνυμίων, αλλά μεγάλος αριθμός μονογραφιών που αναφέρονται στις ονομασίες μιας μικρής περιοχής, του Πάπιγκου, της Κόνιτσας, της Μυκόνου, της Ιθάκης.
—Μη νομίζεις ότι αλλάζουμε μόνο εμείς τα τοπωνύμια ξένης προέλευσης, είπε. Το ίδιο κάνουν και οι γείτονές μας.
Κάθομαι σ’ ένα τουριστικό περίπτερο παραδοσιακού ηπειρώτικου στυλ, χτισμένο πάνω στο Κάστρο, κοντά στο τζαμί που είδα στις καρτποστάλ. Είναι μία από τις υψηλότερες τοποθεσίες της πόλης, με ωραιότατη θέα προς τη λίμνη και τα γύρω βουνά. Είμαι στραμμένος προς το παράθυρο, που είναι ανοιχτό, αλλά δεν βλέπω τίποτε φυσικά. Θα φύγω κι αυτή τη φορά από τα Γιάννενα χωρίς να έχω αποκομίσει καμιά εικόνα της πόλης. Θα θυμάμαι βέβαια την ομίχλη της. Τα Γιάννενα έχουν την αβρότητα να μη φορτώνουν τη μνήμη του επισκέπτη τους με περιττές εικόνες που έτσι κι αλλιώς είναι προορισμένες να ξεχαστούν. Προσφέρουν την όψη μιας ήδη λησμονημένης πόλης. Εναποθέτουν στη μνήμη του επισκέπτη τους ένα μικρό κομμάτι μπαμπάκι.
Ο Κώστας θα περάσει κατά τις δύο, τον βολεύει να με πάρει από δω, είχε να κάνει διάφορα ψώνια στο κέντρο της πόλης. Θα με πάει με το αυτοκίνητο μέχρι την Άμφισσα και θα φύγει αμέσως, θα γυρίσει στα Γιάννενα μέσα στη νύχτα. Δεν θέλει ν’ απουσιάσει περισσότερο. Θα λοξοδρομήσουμε σε κάποιο σημείο για να δούμε τον Αχέροντα.
—Ένα ποταμάκι είναι, τι νομίζεις; μου είπε.
Περισσότερο τον ενδιαφέρει το Νεκρομαντείο, γιατί δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να το επισκεφθεί. Ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, όχι μακριά από τον Αχέροντα, σ’ ένα λόφο. […]
Το τοπίο αρχίζει ν’ ανοίγει. Η ομίχλη υποχωρεί. Βλέπω πρώτα τις κορυφές των δέντρων που φυτρώνουν στις όχθες της λίμνης, μετά τις βενζίνες που είναι δεμένες στην αποβάθρα. Η ομίχλη αποσύρεται ραγδαία, σ’ όλο το πλάτος της θέας, ξεσκεπάζει τώρα τη λίμνη αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις προεκτάσεις της παραλίας, τα σπίτια που την περιστοιχίζουν, ένα δασάκι. Η εικόνα αποκτά φανταστικές διαστάσεις, αλυσίδες βουνών γεννιούνται μπροστά στα μάτια μου, βλέπω για πρώτη φορά το Μιτσικέλι. Ο ήλιος κάνει επιτέλους την εμφάνισή του, δίνοντας μια ασημένια λάμψη στα ακίνητα νερά της λίμνης μέσα από τα οποία ξεπροβάλλει, ως εκ θαύματος, το νησί. Η ομίχλη φεύγει ασταμάτητα, ώσπου χάνεται στο βάθος του τοπίου ανάμεσα στα βουνά που φράζουν τον ορίζοντα. Θα χαιρόμουν περισσότερο το θέαμα αν δεν υποψιαζόμουν τις συνέπειες που κινδυνεύει να έχει για κάποια άτομα η αιφνίδια αυτή υποχώρηση της ομίχλης. […]
Βασίλης Αλεξάκης, Η μητρική γλώσσα, Εξάντας, 1995, σ. 224-239 & 248-249 & 255.
Μετάβαση στο σημείο: Από την μεταπολίτευση και εξής