Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Πριν από την Απελευθέρωση Κάστρο
Λέανδρος Βρανούσης, Ισ...
Ιστορικά και Τοπογραφικά
του Μεσαιωνικού Κάστρου των ΙωαννίνωνΤο σημερινόν κάστρον των Ιωαννίνων, ογκώδες και στερεώτατον τείχος, με επιβλητικάς επάλξεις, προμαχώνας, πυλώνας κλπ., περιβαλλόμενον άλλοτε και υπό ευρείας τάφρου (την οποίαν κατέκλυζαν τα ύδατα της λίμνης, μεταβάλλοντα την οχυράν χερσόνησον εις νησίδα), είναι, ως γνωστόν, έργον της εποχής του Αλή-πασά, ολοκληρωθέν κατά το έτος 1815. Εντός του κάστρου ο ίδιος ισχυρός σατράπης του Σουλτάνου ωχύρωσεν επίσης με παρόμοιον τείχος την προς τα νοτιοανατολικά ακρόπολιν και την απεμόνωσεν εις ιδιαίτερον εσωτερικόν φρούριον (το λεγόμενον ιτς-καλέ), όπου είχεν ανεγείρει και σεράγια, ανάκτορα, γυναικωνίτας και σειράν άλλων οικοδομημάτων. Αλλά και προ του Αλή-πασά, από της τουρκικής κατακτήσεως και εντεύθεν, είχαν επανειλημμένως γίνει κατά καιρούς παρόμοια έργα εις το κάστρον—οχυρώσεις μεν εις μικροτέραν κλίμακα, οικοδομήματα όμως αξιόλογα (δύο τζαμιά, άλλα δημόσια κτίρια, λουτρά, κυβερνητικά μέγαρα ή αρχοντικά Τούρκων αξιωματούχων κττ.). Επί τέσσαρας περίπου αιώνας ο χώρος και τα τείχη του κάστρου υπέστησαν, ασφαλώς, αλλεπαλλήλους αναμορφώσεις. Ευρυτέρας όμως εκτάσεως αναμορφώσεις επήλθαν με τα οχυρωματικά και οικοδομικά έργα του Αλή-πασά. Δια τα τεράστια αυτά φρουριακά και κτιριακά συγκροτήματα εχρησιμοποιήθησαν όχι μόνον απροσμέτρητα οικοδομικά υλικά, αλλά και βουνά ολόκληρα παντοίας ύλης (μπάζα) δια παραγεμίσματα και επιχωματώσεις. Οι περίβολος του φρουρίου (κενόν μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού τείχους υπερβαίνον συνήθως τα 10 μέτρα) έπρεπε καθ’ όλον σχεδόν το μήκος του να παραγεμισθεί, ενώ εις τας επάλξεις και εις πολλά άλλα σημεία παρέστη ανάγκη να υπερυψωθεί το έδαφος κατά πολύ. Οι όγκοι όμως αυτοί των νέων τειχών και των ευρείας εκτάσεως επιχωματώσεων εκάλυψαν δια παντός ή απερρόφησαν τα προϋπάρχοντα τείχη και άλλα κτίσματα, ή λείψανα κτισμάτων, παλαιοτέρων εποχών.
Έτσι, από το μεσαιωνικόν κάστρον των Ιωαννίνων ελάχιστα μόνον λείψανα απέμειναν, και ταύτα όχι πάντοτε ευδιάκριτα.
Δια ν΄ αναπαραστήσωμεν την αρχικήν μορφήν του μεσαιωνικού κάστρου, επιστρέφοντες μίαν χιλιετηρίδα περίπου προς τα οπίσω, και να παρακολουθήσωμεν έπειτα την εξέλιξίν του, είναι ανάγκη ν’ αγνοήσωμεν εν πολλοίς την εικόνα την οποίαν παρουσιάζει τούτο σήμερον. Η έκτασις και η μορφή του σημερινού φρουρίου, με τα υψηλά και ισχυρά τείχη του 1815, υπερβαίνει κατά πολύ τας διαστάσεις ενός μικρού επαρχιακού κάστρου, προστατεύοντος μίαν ασήμαντον πολίχνην της βυζαντινής αυτοκρατορίας και μίαν ασήμαντον από στρατηγικής πλευράς θέσιν.
Η μορφολογία του εδάφους μας βοηθεί να συλλάβωμεν τον αρχικόν πυρήνα του κάστρου και να παρακολουθήσωμεν με την βοήθειαν των σχετικών μαρτυριών την εξέλιξίν του.
Η περιοχή του σημερινού φρουρίου είναι μία χερσόνησος, η οποία εισχωρεί εις την λίμνην και καταλήγει εις δύο βραχώδη υψώματα. Εις πολύ παλαιοτέρους αιώνας, όταν η στάθμη της λίμνης ανέβαινεν, έστω και κατά περιόδους, υψηλότερα [1], τα γνώριμα έλη και οι καλαμώνες των οχθών της εξετείνοντο, φαίνεται, κατά μήκος του σημερινού φρουρίου (από την πλευράν του σημερινού Μόλου και από την πλευράν της Σκάλας) συμπλησιάζοντα τόσον πολύ, ώστε στενός και δύσβατος λαιμός συνέδεε την ξηράν (όπου σήμερον απλώνεται η πόλις των Ιωαννίνων) με τους «χερρονησίζοντας» βράχους. Η θέσις ήτο φυσικώς οχυρά, κατάλληλος δια την ανέγερσιν ενός κάστρου.
Από τα ύδατα της λίμνης αναδύονται, ως ελέχθη, δύο βραχώδη υψώματα, επί των οποίων δεσπόζουν σήμερα με τους κομψούς μιναρέδες των το τζαμί του Ασλάν-πασά εις τα βορειοανατολικά και το Φετιχιέ-τζαμί εις τα νοτιοανατολικά. Το πρώτον ύψωμα είναι συμπαγής βράχος, καταφανώς υψηλότερος των άλλων, δυνάμενος ευκόλως να περιτειχισθεί και ν’ απομονωθεί, αλλ’ η επιφάνειά του είναι ανεπαρκής δι’ ένα οικισμόν, έστω και πολύ περιωρισμένον. Επί της κορυφής του ολόκληρον σχεδόν των χώρον καταλαμβάνει εν και μόνον κτίριον, το τζαμί του Ασλάν-πασά (τώρα Δημοτικόν Μουσείον). Απέναντί του, προς νοτιοανατολάς, τα άλλα βραχώδη υψώματα είναι μεν ολιγώτερον οχυρά, κατά τι χαμηλότερα, προσιτά από διάφορα σημεία της λίμνης και της ξηράς, και με ομαλωτέρας προσβάσεις, έχουν όμως επιφάνειαν επαρκή δι’ ένα μικρόν οικισμόν. Οπωσδήποτε, η μορφολογία του εδάφους και αι μαρτυρίαι των πηγών επιβάλλουν να διακρίνομεν εντός του σημερινού φρουρίου των Ιωαννίων δύο ακροπόλεις, την μίαν επί του βορειοδυτικού βράχου, την άλλην εις τα νοτιοανατολικά υψώματα. Εις παλαιοτέρους αιώνας, όταν δεν υπήρχαν τα υψηλά εξωτερικά τείχη του 1815, και πριν αι προσχώσεις, οι αλλεπάλληλοι οικισμοί, αι αλλεπάλληλοι οχυρώσεις και αι ευρείας εκτάσεως επιχωματώσεις προσδώσουν εις την χερσόνησον του κάστρου την σημερινήν της όψιν, αι δύο αυταί βραχώδεις ακροπόλεις ήσαν περισσότερον ευδιάκριτοι και επιβλητικαί, με προχείρους δε περιχαρακώσεις και οχυρώσεις καθίσταντο απροσπέλαστοι.
Φαίνεται ότι ο αρχικός πυρήν του κάστρου ήτο η μία από τας δύο αυτάς ακροπόλεις, πιθανώτατα η νοτιοανατολική, χώρος επαρκής, ως ελέχθη, δια να περιλάβει και ένα μικρόν οικισμόν, τον πυρήνα της μετέπειτα αναπτυχθείσης πόλεως. Νομίζω ότι το καθαυτό κάστρον των Ιωαννίων περιωρίζετο αρχικώς —και ίσως επί αιώνας— εις τον περιτειχισμένον περίβολον της μιας αυτής ακροπόλεως. Έξω από τον φρουριακόν τούτον περίβολον θα υπήρχαν, βέβαια, περαιτέρω σποραδικά αντερείσματα, πύργοι και οχυρώσεις εις ορισμένα ευπρόσβλητα σημεία διαβάσεων, αλλ’ όχι συνεχές και ισχυρόν τείχος περιβάλλον τας δύο μαζί ακροπόλεις και ολόκληρον την χερσόνησον, όπως σήμερα.
Αι δύο βραχώδεις ακροπόλεις πολύ ενωρίς ίσως συνεδέθησαν με κάποιο τείχος, είναι όμως βέβαιον ότι η κάθε μία είχε — και διετήρησεν επί μακρόν — τον ιδικόν της φρουριακόν περίβολον. Η νοτιοανατολική αποτελεί και σήμερα αυτοτελές φρούριον, το «ιτς-καλέ» του Αλή-πασά. Η βορειοδυτική ακρόπολις (όπου το τζαμί του Ασλάν-πασά) δεν διατηρεί εμφανή την μορφήν του αυτοτελούς φρουρίου, διότι το τειχόκαστρον, που την περιέβαλλεν άλλοτε και την απεμόνωνε, δεν ανενεώθη. Από αιώνων μάλιστα διάφορα κτίσματα (μενδρεσές κλπ.) και επιχωματώσεις εις κλιμακωτά επίπεδα (τουρκικοί τάφοι κλπ.) διεμόρφωσαν ομαλήν την πρόσβασιν προς τον απομονωμένον άλλοτε βράχον. Μικρόν όμως τμήμα μεσαιωνικού τείχους, με ισχυρόν πυλώνα και προστατευτικόν πύργον, μαρτυρεί ότι και η ακρόπολις αυτή του κάστρου είχε τον ιδικόν της φρουριακόν περίβολον [2]. Ο ανερχόμενος σήμερα προς το τζαμί του Ασλάν-πασά εισέρχεται εις τον περίβολον του τεμένους από μίαν νεωτέραν πύλην, η οποία κοιτάζει προς την πόλιν. Δεξιώτερα της σημερινής πύλης ο νεώτερος αυτός περίβολος συναντάται με το αναφερθέν μεσαιωνικόν τείχος, του οποίου η πύλη, αφανής από την πλευράν της πόλεως, κοιτάζει προς την απέναντί της ακρόπολιν του «ιτς-καλέ». Πιθανόν κάποιο τείχος επροστάτευε την επικοιωνίαν των δύο ακροπόλεων, η κάθε μία όμως απετέλει αυτοτελές φρούριον. Η βορειοδυτική αυτή ακρόπολις, η υψηλοτέρα, δεν ήτο, αρχικώς, καθώς φαίνεται, παρά ένας προμαχών, παρατηρητήριον και προστατευτικός πύργος δια την άμυναν της άλλης ακροπόλεως, όπου και ο αρχικός οικισμός της μεσαιωνικής πόλεως. Επί του φυσικού τούτου προμαχώνος είχεν ανεγερθεί και ισχυρός κυκλικός πύργος, προστατεύων τον μνημονευθέντα μεσαιωνικόν πυλώνα και δεσπόζων επί ολοκλήρου του μεταξύ των δύο ακροπόλεων χώρου. Σώζεται ακόμη εις αρκετόν ύψος από των θεμελίων του και είναι, εις την βάσιν του τουλάχιστον, αναμφισβητήτως μεσαιωνικός. Τι άλλο επροστάτευεν ο ισχυρός αυτός πύργος θα ίδωμεν κατωτέρω.
Το δίδυμον ή δικέφαλον κάστρον των Ιωαννίνων δεν εχρειάζετο πολλάς οχυρώσεις και υψηλά τείχη εις τας πλευράς του εκείνας, τας οποίας επροστάτευεν η λίμνη. Ο λαιμός όμως, ο οποίος συνέδεε την ξηράν με την χερσόνησον του κάστρου, είχεν αποκοπεί ασφαλώς, όπως και επί Αλή-πασά, με τάφρον, και επροστατεύετο με τείχη και πύργους. Εις αυτό το σημείον ακριβώς ευρίσκεται ογκώδης τετράπελυρος πύργος, τον οποίον συναντά δεξιά του ο εισερχόμενος δια της σημερινής κεντρικής πύλης του κάστρου, ενσωματωμένον εις το τείχος του 1815, αλλά και εξέχοντα αυτού εμφανώς, διακρινόμενον δε ευχερώς λόγω του μεγάλου τοξωτού ανοίγματος, της βυζαντινής τοιχοδομίας του κτλ. Η επ’ αυτού επιγραφή Θωμάς μαρτυρεί ότι ο πύργος ανηγέρθη υπό δεσπότου Θωμά, τον ΙΔ΄ αιώνα [3].
Αλλ’ αν από τας παλαιοτέρας οχυρώσεις του κάστρου δεν απέμειναν παρά μόνον τα ανωτέρω επισημανθέντα ολίγα λείψανα (μικρόν τμήμα τείχους με πυλώνα και πύργον παρά την βορειοδυτικήν ακρόπολιν, και ο πύργος του Θωμά παρά την σημερινήν κεντρικήν πύλην του φρουρίου), από τα άλλα κτίσματα που υπήρχαν εντός του μεσαιωνικού κάστρου (ανάκτορα, ναοί, μοναί, κωδωνοστάσια, τάφοι κτλ.) δεν διεσώθη ούτε ίχνος!
Την εξαφάνισιν των μνημείων και την έλλειψιν αρχαιολογικών ευρημάτων αναπληρώνουν αι σχετικαί πληροφορίαι ιστορικών και άλλων πηγών, εκδεδομένων και ανεκδότων, των οποίων επιχειρούμεν μίαν πρώτην συναγωγήν.
[1] Η αυξομείωσις της στάθμης των υδάτων της λίμνης δεν εξηρτάτο μόνον από την αυξομείωσιν των βροχοπτώσεων, αλλά κυρίως από την ομαλήν ή ανώμαλον λειτουργίαν των καταβοθρών και των άλλων αποχετευτικών διεξόδων, δια των οποίων μέχρι σήμερον διοχετεύονται προς διαφόρους κατευθύνσεις τα πλεονάζοντα ύδατα του λεκανοπεδίου• βλ. Κ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η λίμνη Παμβώτις, Ηπειρ. Εστία 3 (1954) σ.460-466. Εις προσφάτους σχετικώς χρόνους, το 1684/5, κατά τινα σωζομένην ενθύμησιν, η στάθμη της λίμνης ανήλθεν εις τόσον ύψος, ώστε τα ύδατα κατέκλυσαν τα παραλιμνίους συνοικίας και έφθασαν μέχρι του σημερινού μητροπολιτικού ναού! Βλ. Μητροπολίτου ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ, Νέος Κουβαράς, ήτοι χρονικά σημειώματα κλπ., Ηπειρ. Χρονικά 4 (1929) σ.19• πρβλ. Π. ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ, Χρονογραφία της Ηπείρου, Αθ. 1856-7, τ.Β΄σ.224. —Πλην της υποχωρήσεως των υδάτων, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν αι συνεχείς προσχώσεις, αι οποίαι αλλοιώνουν εις πολλά σημεία την μορφήν των οχθών της λίμνης. Οι υπερκείμενοι της πόλεως γυμνοί λόφοι κατεβάζουν με τας καταρρακτώδεις βροχάς τόσην ύλην, ώστε είναι εύκολον να παρακολουθεί κανείς πώς αι σχηματιζόμεναι προσχώσεις μεταβάλλουν βαθμηδόν τας ελώδεις όχθας της λίμνης εις στερεόν έδαφος.
[2] Πρβλ. Α ΞΥΓΓΟΠΟΥΛΟΥ, Μεσαιωνικά μνημεία Ιωαννίνων, εις Ηπειρωτ. Χρονικά 1 (1962) σ.295, β. ΠΥΡΣΙΝΕΛΛΑ, Ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων — Η ίδρυσις των Ιωαννίνων και η ονομασία αυτών, Ιωάννινα 1959, σ.39 [=Ηπειρ. Εστία 8, 1959, σ.533]. — Ελπίζω κάποτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία και ο Δήμος ν’ απαλλοτριώσουν και να κατεδαφίσουν μερικά πρόχειρα (και πιθανόν αυθαίρετα) κτίσματα ή οικίσκους που ακκουμβούν εις το βυζαντινόν τείχος, αριστερά του πυλώνος, ώστε ν’ απελευθερωθεί αι ν’ αναδειχθεί κάπως το τειχόκαστρον αυτό που απεμόνωνεν άλλοτε την ακρόπολιν.
[3] Α. ΟΡΛΑΝΔΟΥ, Εκ του βυζαντινού κάστρου των Ιωαννίνων, Ηπειρ. Χρονικά 5 (1930) σ.7-8. —Περί της επιγραφής κατωτέρω, σ.506.
Henry Holland, Ταξίδια...
Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Αλβανία
(1812-1813)Εγκατεστημένοι τώρα στα Ιωάννινα και αφού είχαμε πάρει την πρώτη συνέντευξη από τον Βεζύρη, μπορούσαμε να παρατηρήσουμε με την άνεσή μας τα διάφορα χαρακτηριστικά της πόλης και των πέριξ της: σ’ αυτό μας βοήθησε πολύ η καλoσύνη του Μελά, του νεαρού Έλληνα που μας είχε επισκεφθεί το βράδυ της άφιξής μας. Η γενική τοποθεσία των Ιωαννίνων έχει ήδη εκταθεί σε μια πεδιάδα ή σε κάτι, που από την εμφάνισή του μπορεί να ονομασθεί μια μεγάλη λεκάνη, περιβαλλόμενη από βουνά, ενώ η ίδια η πόλη εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών ακτών μιας λίμνης, που στην απέναντι πλευρά της βρέχει τους πρόποδες ενός από αυτά τα ορεινά συγκροτήματα. Το μήκος αυτής της λίμνης ίσως είναι περίπου έξι μίλια, το εύρος της πουθενά δεν υπερβαίνει κατά πολύ τα δύο μίλια και κοντά στο κεντρικό μέρος της πόλης το πλάτος της μικραίνει από την προεξέχουσα χερσόνησο που σχηματίζει το φρούριο των Ιωαννίνων και από το μικρό νησάκι, που είναι απέναντί της στην άλλη όχθη• αυτά τα δύο χαρακτηριστικά προσθέτουν πολύ στην ομορφιά του σκηνικού από κάθε άποψη. Η χερσόνησος του φρουρίου καθώς προχωρεί μέσα στη λίμνη φαρδαίνοντας, τελειώνει σε δύο ευδιάκριτα βραχώδη ακρωτήρια• στο ένα από αυτά βρίσκεται ένα μεγάλο Τούρκικο τζαμί, που ο ψηλός μιναρές του και οι εκτεταμένες πλατείες σκιάζονται από τα κυπαρίσσια που το περιβάλλουν: στο άλλο ακρωτήριο βρίσκεται το παλιό Σαράι των Πασάδων των Ιωαννίνων, ένα μεγάλο κτίριο με όλη εκείνη την ακανόνιστη και ακαθόριστη μεγαλοπρέπεια της Τουρκικής αρχιτεκτονικής• ο μιναρές και τα κυπαρίσσια ενός δεύτερου τζαμιού υψώνονται πάνω από τις προεκτεταμένε οροφές και τους ζωγραφιστούς του τοίχους. Η περιοχή του φρουρίου, που από μόνη της σχηματίζει μια πόλη, απομονώνεται από την υπόλοιπη πόλη με ένα ψηλό πέτρινο τείχος και μια φαρδιά τάφρο που γεμίζει με τα νερά της λίμνης.
Το νησί απέναντι από την πόλη είναι γραφικό στη γενική του εμφάνιση και εξωραΐζεται με ένα μικρό παλάτι του Βεζύρη που φαίνεται στην ακτή του. Ένα χωριό στη βόρεια πλευρά του είναι σχεδόν κρυμμένο από τα πλούσια φυλλώματα των καστανιών και των πλατάνων, που μεγαλώνουν ανάμεσα στα σπίτια του. Ο ταξιδιώτης καλό θα είναι να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο σημείο του νησιού, απ’ όπου θ’ απολαύσει μία πολύ επιβλητική θεά της πόλης και των οικοδομών στους βράχους του φρουρίου.
Οι όχθες της λίμνης έχουν πολλά άλλα πράγματα, που τραβούν την προσοχή – το μεγάλο Σαράι, που από μερικά σημεία φαίνεται να υψώνεται από την όχθη – ένα ζωγραφισμένο κιόσκι που μοιάζει να ξεφυτρώνει από το νερό, κάτω από τα βράχια του παλιού Σαραγιού. Βορειότερα υπάρχει ένα μοναστήρι Δερβίσηδων, που σκιάζεται από δένδρα• αλλά πάνω απ’ όλα η βουνοκορφή του Μιτσικέλι, με ύψος ίσως ανάμεσα στα 2.500 και 3.000 πόδια πάνω από τη λίμνη, σχηματίζει σχεδόν όσο φτάνει το μάτι ένα συνεχές και αδιάσπαρτο πλαίσιο στην πεδιάδα• υψώνεται από την άκρη του νερού απέναντι από τα Ιωάννινα απότομο και μεγαλοπρεπές, ιδιαίτερα εντυπωσιακό και μαγευτικό. Το απόκρημνο μέτωπό του αυλακώνεται από τις κοίτες των ορεινών χειμάρρων. Οι χείμαρροι, φαρδαίνοντας καθώς πλησιάζουν τη λίμνη, καλύπτονται από δάση και προφυλάσσουν πολλά μικρά χωριά. Λέγεται ότι παλαιότερα υπήρχαν πιο εκτεταμένα δάση σ’ αυτήν την ορεινή μάζα, αλλά ότι καταστράφηκαν γιατί ήταν καταφύγια συμμοριών ληστών, που διατάρασσαν την ηρεμία της πόλης. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη γενική απουσία δασών από το τοπίο, το σκηνικό των Ιωαννίνων είναι ίσως λιγότερο τέλειο απ’ ότι αν είχαν διατηρηθεί αυτά τα δάση: εντούτοις είναι τέτοιο, ώστε μπορεί να θεωρηθεί ότι ελάχιστα άλλα του μοιάζουν σε ποικιλία και ομορφιά.
Η έκταση της πόλης καθώς απλώνεται προς τα πίσω και εκατέρωθεν του φρουρίου, είναι μεγαλύτερη απ’ όσο ο ίδιος πληθυσμός θα καταλάμβανε σε οικισμούς άλλων τόπων της Ευρώπης. Εκτός από τους κοινούς χώρους των τζαμιών και των Τουρκικών νεκροταφείων, όλα τα καλύτερα σπίτια, τόσο των Τούρκων όσο και των Ελλήνων περιβάλλονται από χώρους στους οποίους γενικά μεγαλώνουν λίγα δένδρα, δίνοντας στη γενική εικόνα του τόπου εκείνη την παράξενη ανάμιξη κτιρίων και δάσους, που ήδη έχει αναφερθεί. Το κεντρικό μέρος της πόλης, κατειλημμένο σε μεγάλο βαθμό από τους δρόμους που αποτελούν τα Παζάρια, είναι το μόνο όπου παρατηρείται πολύ συνοχή• και εδώ τα σπίτια είναι γενικά πολύ χαμηλότερα και μικρότερα από αλλού. Το πλάτος της πόλης, που πουθενά δεν υπερβαίνει το ενάμιση μίλι, προσδιορίζεται από μία σειρά χαμηλών υψωμάτων, που προχωρούν παράλληλα προς την όχθη της λίμνης και παρέχουν από την κορυφή τους μία από τις πιο εκπληκτικές απόψεις της πόλης, της λίμνης και των μακρινών όγκων της οροσειράς της Πίνδου.
Η εσωτερική πολεοδομική όψη των Ιωαννίνων εκτός από τα σημεία όπου υπάρχει κάποιο άνοιγμα στο τοπίο που τα περιβάλλει, είναι σκοτεινή και χωρίς λαμπρότητα. Λίγοι δρόμοι παρουσιάζουν κάποια ομοιομορφία, μία λεπτομέρεια, που κάνει τη γεωγραφία της περιοχής πολύ δύσκολη στον ξένο. Κατοικημένοι από τις χαμηλότερες τάξεις, αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από άθλιες λιθόκτιστες καλύβες και βρίσκονται κυρίως στα περίχωρα της πόλης. Οι μεσαίες τάξεις κατοικούν σε κτίρια καλύτερης εμφανίσεως, το πάνω μέρος των οποίων είναι κατασκευασμένο από ξύλο, με ένα μικρό ανοικτό εξώστη κάτω από την προτεταμένη οροφή• οι ανώτερες τάξεις, τόσο των Τούρκων όσο και των Ελλήνων, έχουν γενικά πολύ μεγάλα σπίτια, που συχνά βλέπουν σε δύο ή τρεις πλευρές του χώρου που τους ανήκει και με φαρδείς εξώστες, που ακολουθούν όλη την πρόσοψη του κτιρίου, ξεκινώντας από τον πρώτο όροφο, και καλύπτονται κάτω από τις στέγες. Σ’ αυτόν τον τρόπο κτισίματος, που είναι κοινός σε όλες τις Τουρκικές πόλεις, υπάρχει κάτι γραφικό όταν το κοιτάμε από μακριά και το οποίο χάνεται όταν πλησιάσουμε. Στους καλύτερους δρόμους των Ιωαννίνων υπάρχει μια βαριά ατμόσφαιρα: και τα πιο αξιοπρεπή σπίτια έχουν την όψη φυλακής, με ελάχιστη εξωτερική πρόσοψη. Τα περισσότερα περικλείονται από ψηλούς τοίχους με ογκώδεις διπλές πόρτες και με τα παράθυρα, όταν φαίνονται, στο πάνω μέρος του κτιρίου.
Τα παζάρια αποτελούν το πιο ενδιαφέρον μέρος της πόλης. Απλώνονται σε δέκα ή δώδεκα δρόμους, που τέμνουν ο ένας τον άλλο σε ακανόνιστες γωνίες, πολύ στενούς και ακόμη πιο σκοτεινούς λόγω των χαμηλών προτεταμένων στεγών και των μεγάλων ξύλινων παραγκών, όπου τα αγαθά εκτίθενται προς πώληση. Όπως συνηθίζεται στις μεγάλες πόλεις στην Τουρκία, κάθε παζάρι έχει το δικό του προϊόν. Σε άλλο βρίσκεις όσους ασχολούνται με κοσμήματα και άλλα διακοσμητικά είδη• σε άλλο τους εμπόρους που πουλάνε κάπες, Τούρκικα σάλια και άλλα είδη ενδυμασίας• σ’ ένα τρίτο οι λιανοπωλητές κοινών βαμβακερών αγαθών• σ’ ένα τέταρτο οι παντοπώλες, έμποροι καπνού, ξερών φρούτων κλπ. σ’ ένα πέμπτο αυτοί που πουλάνε πίπες, κεχριμπάρι, επιστόμια και ξύλινα μπιχλιμπίδια• σε ένα άλλο, πάλι, οι έμποροι χρωματισμένου δέρματος και Τούρκικων πασουμιών. Καθώς τα Ιωάννινα είναι η κατοικία πολλών πλούσιων ανθρώπων και επιπλέον ένα σημείο συγκεντρώσεως αγαθών για μια μεγάλη περιοχή της χώρας, μερικά τμήματα αυτών των παζαριών είναι επιπλωμένα με πλούτο και αφθονία και ειδικά αυτά που περιλαμβάνουν κοσμήματα και διακοσμητικά είδη της ενδυμασίας είναι πολύ εντυπωσιακά. […]
Υπάρχουν δεκαέξι τζαμιά στα Γιάννενα, καθένα από τα οποία βρίσκεται σε ένα ανοικτό χώρο και γενικά περιβάλλεται από μεγάλα κυπαρίσσια. Το βόρειο τζαμί του φρουρίου είναι το πιο αξιόλογο από αυτά τα οικοδομήματα, προφανώς τόσο λόγω μεγέθους όσο και λόγω της εξαιρετικής του θέσεως, αφού κρέμεται πάνω από τη λίμνη. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο συχνά πήγαινα για περίπατο, όσο έμενα στα Γιάννενα. Η μαγευτική θέα δεν είναι το μόνο προσόν αυτού του τοπίου. Η ησυχία είναι χαρακτηριστική, αν και κοντά σε μια τόσο μεγάλη πόλη, κάποια μοναξιά που πήγαζε από τις βαθιές πλατείες του τζαμιού, από τη σκιά των κυπαρισσιών και από τις ταφόπετρες. Και παραπέρα η σιλουέτα του ίδιου του Τούρκου, που περπατούσε αργά προς τις πόρτες του κτιρίου και σπάνια διατάρασσε τη μοναξιά αυτή. Αυτά κοντολογής είναι τα αξιοθέατα που θα ενδιαφέρουν τον ξένο κατά την επίσκεψη του φρουρίου των Ιωαννίνων.
Ο αριθμός των Ελληνικών εκκλησιών στην πόλη δεν υπερβαίνει τις επτά ή οκτώ, αλλά μερικές από αυτές είναι σημαντικού μεγέθους. Οι λειτουργίες της Ελληνικής θρησκείας, ωστόσο, δεν μπορούν να γίνουν εξίσου ελεύθερα όπως στα Ιόνια Νησιά και ενώ ο Αλή Πασάς είναι από συνήθεια ανεκτικός από αυτήν την άποψη, εντούτοις το πέρασμα των αιώνων και ο αυξανόμενος αριθμός των Μωαμεθανών στην πόλη, καταπνίγουν πολλές από τις εξωτερικές εκδηλώσεις αυτής της εκκλησίας, που τις συναντά κανείς και αλλού. Τα Γιάννενα είναι η έδρα ενός Έλληνα αρχιεπισκόπου, στον οποίο υπάγονται αρκετές επισκοπές στα νότια μέρη της Αλβανίας.
Δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα για τον πληθυσμό της πόλης, για τον οποίο άκουσα διάφορες εκτιμήσεις από εικοσιπέντε έως σαράντα ή ακόμη και πενήντα χιλιάδες. Θα υποθέσω από τις εγκυρότερες πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω, ότι ο πραγματικός αριθμός των κατοίκων είναι περίπου 30.000, εξαιρουμένων των Αλβανών στρατιωτών που σταθμεύουν εδώ. Ο πληθυσμός αποτελείται από Έλληνες, Τούρκους, Αλβανούς και Εβραίους• οι Έλληνες αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο μέρος του και οπωσδήποτε είναι οι πλέον ευυπόληπτοι σε πλούτο και περιουσία. Επίσης είναι οι παλαιότεροι κάτοικοι της πόλης• πολλές από τις οικογένειες, καθώς λέγεται, έχουν εγκατασταθεί εδώ πριν από πολλούς αιώνες: αυτοί αποτελούν το μεγάλο σώμα των εμπόρων στα Ιωάννινα• μερικοί έχουν επίσημες θέσεις στην Αυλή του Βεζύρη σαν αντιπρόσωποι και γραμματείς, ενώ άλλοι χαμηλότερων τάξεων ασκούν το επάγγελμα του μαγαζάτορα και τεχνίτη στην πόλη.
Οι Τούρκοι των Ιωαννίνων αποτελούν ένα πολυάριθμο πληθυσμό, που ωστόσο δεν τον ξεχωρίζει κάποιο ουσιώδες χαρακτηριστικό από τους ανθρώπους αυτού του έθνους σε άλλα μέρη. Αυτοί που χρησιμοποιούνται άμεσα από τον Βεζύρη είναι αναγκασμένοι ίσως σε μεγαλύτερη δραστηριότητα από τη φύση της διακυβερνήσεώς του• αλλά οι υπόλοιποι παρουσιάζουν την ίδια νωθρότητα, αδιαφορία και προκατάληψη, τα ίδια έθιμα και διαστροφές στην κοινωνική ζωή, που ανέκαθεν τους χαρακτήριζαν σαν κοινότητα. Ωστόσο, η εθνική τους υπεροψία δεν είναι εδώ εξίσου χαρακτηριστική, όσο σε άλλα μέρη της Τουρκίας. Έχει ελαττωθεί εν μέρει από το δεσποτισμό κάτω από τον οποίο ζουν και έχει έλθει πιο κοντά στο αίσθημα των Ελλήνων και Αλβανών, που ζουν γύρω τους.
Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων απαντώνται σαν έμποροι στα παζάρια, σαν τεχνίτες, και μερικοί από αυτούς απασχολούνται από το Σαράι. Επωφελούνται μαζί με τους Έλληνες από τη γενική ανεκτικότητα και δεν εκτίθενται, πιστεύω, σε καμία ιδιαίτερη στέρηση. Το νεκροταφείο τους, για τα δικαιώματα του οποίου πληρώνουν ένα ετήσιο ποσό, σχηματίζει μια ανοικτή περιοχή στη μέση της πόλης.
Οι Αλβανοί κάτοικοι των Ιωαννίνων ανήκουν στην κατώτερη τάξη. Αυτοί που είναι στη στρατιωτική υπηρεσία του Βεζύρη εξασφαλίζουν στέγη κυρίως από τις Ελληνικές οικογένειες, από τις οποίες αυτό θεωρείται σαν πολύ βαρύς και καταπιεστικός φόρος. Υπάρχουν Έλληνες έμποροι στην πόλη, που συχνά τους απαιτείται να παράσχουν κατάλυμα, είτε στις οικίες τους είτε αλλού, σε σαράντα ή πενήντα άνδρες, και μάλιστα αυτούς ενός άτακτου στρατού, που λίγο συγκρατούνται από τα δεσμά της πειθαρχίας. Η απουσία του Βεζύρη από την πρωτεύουσά του είναι από αυτήν την άποψη γιορτή για τους βασικότερους κατοίκους.
Στα Γιάννενα βρίσκονται πολύ λίγοι υπήκοοι Ευρωπαϊκών εθνών. Ο κύριος Γ. Φορέστης, ο Άγγλος πρόξενος εδώ, απουσίαζε για δουλειά στα Ιόνια Νησιά κατά την πρώτη μας επίσκεψη στην πόλη. Ο Μ. Πουκεβίλ, ο Γάλλος πρόσεδρος υπουργός στην Αυλή του Αλή Πασά, με τον τίτλο Γενικός Πρόξενος στην Αλβανία, πέρασε επτά χρόνια σ’ αυτήν τη θέση, πράγμα που αντισταθμίζεται κάπως από την παρουσία του αδελφού του, που είχε τη θέση του προξένου στην Πρέβεζα. Ο Μ. Πουκεβίλ ήταν ένας από τους τριάντα σοφούς που ακολούθησαν τη Γαλλική εκστρατεία στην Αίγυπτο. Ακολούθως εξέδωσε ένα έργο σε τρεις τόμους για την Αλβανία και το Μοριά, που πρόσφατα μεταφράσθηκε στα Αγγλικά.[…]
Ο πληθυσμός των Ιωαννίνων με αυτήν την πολυεθνικότητα και με την προσθήκη Αράβων, Μαυριτανών και Νέγρων παρουσιάζει ένα παράξενο θέαμα σε όλους τους δρόμους της πόλης. Παρόμοια συνάθροιση μπορεί κανείς πράγματι να δει και σε άλλες Τουρκικές πόλεις, αλλά χωρίς τα πολυάριθμα Αλβανικά στρατεύματα, που αποτελεί εδώ ένα τόσο εντυπωσιακό και τυπικό χαρακτηριστικό. Από το θηλυκό μέρος του πληθυσμού λίγες μπορεί να δει κανείς στους δρόμους, εκτός από αυτές των χαμηλότερων τάξεων, αλλά και αυτές οι λίγες κρύβονται τόσο πολύ από την ενδυμασία, ώστε δεν είναι για το μάτι παρά κινούμενες φιγούρες. Οι Τούρκες ανώτερων τάξεων σπάνια βγαίνουν έξω. Κάθε γυναίκα αυτής της εθνικότητας που βγαίνει στους δρόμους, καλύπτεται εντελώς με μια σκουρόχρωμη ρόμπα και το πρόσωπό της επίσης κρύβεται με οριζόντια καλύπτρα που αφήνει μόνο ένα στενό άνοιγμα για τα μάτια. Στην Κωνσταντινούπολη και μερικές άλλες πόλεις της Ανατολής, οι συνήθειες των γυναικών Τούρκικης εθνικότητας είναι λιγότερο αυστηρές από αυτήν την άποψη και κάποια περισσότερη καινοτομία έχει εισχωρήσει στα εθνικά έθιμα. Οι συνήθειες των Ελληνίδων κυριών, όσον αφορά τη δημόσια εμφάνιση, πλησιάζουν σε κάποιο βαθμό αυτές των Τούρκων και προσδιορίζονται εν μέρει από τα δικά τους ήθη ως λαού και εν μέρει από την ανάγκη συμμορφώσεως προς τα Τουρκικά έθιμα. Σπάνια εμφανίζονται στους δρόμους και όταν βγαίνουν έξω, μεταμφιέζονται με σχεδόν όμοιο τρόπο. Οι Ελληνίδες και Αλβανίδες της κατώτερης τάξεως δεν υπόκεινται σ’ αυτούς τους περιορισμούς και μπορούν να θεωρηθούν ως οι μόνες ορατές γυναίκες στους δρόμους της πόλης.
Η αστυνομία των Ιωαννίνων είναι εξαιρετικά καλή. Η επαγρύπνηση του Αλή Πασά εκτείνεται σε κάθε γωνιά της πόλης και περίπολοι Αλβανών στρατιωτών διασχίζουν τους δρόμους τη νύχτα για να εξασφαλίζουν την ηρεμία. Είναι καλή η διάταξη για τέτοια πρωτεύουσα, ότι δηλαδή κανείς δεν επιτρέπεται να περπατά στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου χωρίς φανάρι ή δαδί. Τα παζάρια κλείνουν μία συγκεκριμένη ώρα το βράδυ και με προσωπική πείρα διαπίστωσα ότι είναι επικίνδυνο να βρίσκεται κανείς εκεί μετά από αυτήν την ώρα. Μία φορά, επιστρέφοντας σπίτι από τις όχθες της λίμνης, μπήκα σε έναν από αυτούς τους δρόμους καθώς έκλειναν τα μαγαζιά και αμέσως μου επιτέθηκαν δύο μεγάλα και άγρια σκυλιά, πηγαίνοντας να κάνουν το καθήκον τους ως νυκτοφύλακες. Αν και αμέσως αναχαιτίστηκαν από τους ανθρώπους του παζαριού, έσχισαν το μεγάλο παλτό που φορούσα σε διάφορα κομμάτια και χωρίς την παρέμβασή τους, θα μου άφηναν ακόμη πιο σοβαρά σημάδια της προσηλώσεώς τους στο καθήκον.
Το κλίμα των Ιωαννίνων φυσικά επηρεάζεται πολύ από τη θέση τους και από την ψηλή οροσειρά που τα πλησιάζει και τα περιβάλλει. Το ύψος της πόλης πάνω από τη θάλασσα, όπως προέκυψε από βαρομετρικές παρατηρήσεις, μπορεί να τοποθετηθεί, πιστεύω, στα 1.000 με 1.200 πόδια. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να καταρτίσω εδώ κάποιο πίνακα θερμοκρασιών για διάφορα έτη• αλλά από τις έρευνες που έκανα και από δικές μου παρατηρήσεις οδηγούμαι να πιστεύω ότι ο βαθμός του χειμερινού κρύου στα Ιωάννινα, αν και σε γεωγραφικό πλάτος περίπου 39ο 30’, είναι κατά μέσο όρο όχι μικρότερος από αυτόν των δυτικών περιοχών της Αγγλίας. Ο χειμώνας του 1812-1813 ήταν, είναι η αλήθεια, ξεχωριστά δριμύς σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθώς και στη Ρωσία και Πολωνία. Όταν φθάσαμε στα Ιωάννινα στις αρχές του Νοεμβρίου, όλες οι ψηλότερες κορυφές της Πίνδου ήταν σκεπασμένες με χιόνι. Τις πρώτες λίγες μέρες της παραμονής μας εδώ ο καιρός ήταν εξαιρετικά ωραίος, αλλά κρύος, ενώ το θερμόμετρο στις 8 π.μ. έδειχνε από 40ο έως 44οF. Ακολούθησαν αρκετές βροχερές ημέρες με περιστασιακές καταιγίδες και έπεφτε πολύ χιόνι στην Πίνδο, καλύπτοντας ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος του Μιτσικέλι, του βουνού πάνω από τη λίμνη. Πριν το χάραμα της 9ης είχαμε μια καταιγίδα πιο βίαιη και διαρκή από όσες είχα γνωρίσει ως τότε• το αποτέλεσμα της αντήχησης από τα βουνά, που περιβάλλουν την πόλη, ήταν πέρα από κάθε μέτρο υπέροχο και επιβλητικό. Με φώναξαν σ’ ένα σπίτι κοντά στο κατάλυμά μας για να εξετάσω έναν άνδρα που τον είχε κτυπήσει ο κεραυνός. Από την κατεστραμμένη δομή ενός μικρού μέρους δέρματος στο μέτωπο, φάνηκε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα τον κτύπησε εκεί• ο άνθρωπος φυσικά πέθανε ακαριαία. Ο αδελφός του, που στεκόταν κοντά του, υπέστη μερικό κλονισμό, που τον έριξε αναίσθητο για λίγη ώρα, αλλά δεν είχα λόγο να αμφιβάλλω για την τελική του ανάρρωση.
[…]
Οι μήνες Ιανουάριος και Φεβρουάριος ήταν εξαιρετικά δριμείς στα Γιάννενα με βόρειους και βρειοανατολικούς ανέμους. Το χιόνι είχε μεγάλο ύψος στις πεδιάδες και για δέκα ημέρες η λίμνη καλυπτόταν από τόσο παχύ στρώμα πάγου, που οι χωρικοί τη διέσχιζαν απ΄ όλα τα σημεία της επιφάνειά της. Κατά τα μέσα Μαρτίου, όταν επέστρεψα εδώ από τη Ζάκυνθο, η ψηλότερη κορυφή του Μιτσικέλι ήταν καλυμμένη με χιόνι και η οροσειρά της Πίνδου παρουσίαζε μια διαδοχή από χιονοσκεπείς μάζες. Αυτή την εποχή είδα περισσότερες από μία φορές το θερμόμετρο στο σημείο πήξεως, αλλά και αργότερα, όταν στις αρχές Απριλίου έπεσε χιόνι μέσα στην πόλη με αρκετές ημέρες με πολύ κρύο και θυελλώδη καιρό. Η θερμοκρασία της περιοχής το καλοκαίρι πιστεύω ότι είναι πολύ ψηλή.
[…]
Έχω ήδη αναφέρει την έκταση της λίμνης. Το βάθος της είναι πολύ ασήμαντο και καταλήγει στα άκρα της σε χαμηλό βαλτώδες έδαφος• αυτό του βορείου άκρου προχωράει βόρεια κάτω από τη μεγάλη κορυφή του Μιτσικέλι σε μια άλλη μικρή λίμνη, περίπου έξι μίλια μακριά από την πόλη. Αυτή είναι η βασική έξοδος των νερών από τη λίμνη των Ιωαννίνων• ένα ρυάκι ρέει από αυτήν προς αυτήν την κατεύθυνση και που, αφού περάσει από τη δεύτερη λίμνη, ξαφνικά μπαίνει σ’ ένα υπόγειο πέρασμα κάτω από μερικούς ασβεστολιθικούς λόφους και εμφανίζεται ξανά σε σημαντική απόσταση σαν ένας χείμαρρος που ενώνεται με τον ποταμό Καλαμά. Και κάτι ακόμη μοναδικό: φαίνεται να υπάρχει μια υπόγεια έξοδος νερού από το βορειότερο άκρο της λίμνης κάτω από τον άγριο γκρεμό ενός μεμονωμένου ασβεστολιθικού βράχου. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα που επανεμφανίζεται αυτό το νερό, ίσως όμως σε κάποιο μέρος της χώρας μεταξύ των Ιωαννίνων και του κόλπου της Άρτας. Τα νερά της λίμνης προέρχονται από πηγές και από τους διάφορους ορεινούς χειμάρρους που καταλήγουν σ’ αυτήν.
Χρήστος Χρηστοβασίλης,...
«Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα»
[…]
Ήταν μεσημέρι, όταν ξεμύτησαν στην «Προσκύνηση».
Προσκύνηση λέγεται μια ραχούλα, δέκα λεφτά της ώρας δυτικά της πλατείας, απ’ όπου φαίνεται η λίμνη, το κάστρο κι ένα κομμάτι του Γιαννίνου. Λέγεται «Προσκύνηση» γιατί απ’ αυτού φαίνονταν ο χρυσομέγαλος Σταυρός του Μοναστηριού του Άι-Γιάννη, πούναι σήμερα τζαμί του Ασλάν-πασιά, και σταυροκοπιόνταν ο κόσμος, πόρχονταν από τα χωριά στην πολιτεία. Αλλ’ άλλοι λεν—κι αυτό δεν είναι αληθινό—ότι, όταν πρωτόρθαν οι Τούρκοι να καταχτήσουν τα Γιάννινα, σ’ αυτό το μέρος βγήκαν να τους υποδεχτούν οι προυχόντοι οι Γιαννιώτες και τους προσκύνησαν, και γι’ αυτό λέγεται «Προσκύνηση».
Απ’ εκεί αγνάντεψε για πρώτη φορά ο Κουτσογιάννης τα Γιάννινα, και στη στιγμή έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την ονειροφάνταχτη ομορφιά της πανώριας πολιτείας, που ξετυλίγονταν μπροστά του, σαν μαγικός καθρέφτης. Ζερβιά μεριά η λίμνη, με τα λαμπροξάστερα νερά της, σαν απέραντος καθρέφτης, που καθρεφτίζονταν μέσα της ο καταγάλαζος ουρανός με τον κατάχρυσον και κατάλαμπρον ήλιο του και τα κάτασπρα συννεφάκια του, και τα βραχόχτιστα και λογγοσκέπαστα βουνά το Μιτσικέλλι, ο Ντρίσκος, και τα Τζουμέρκα με τα λόγγα τους, τους βράχους τους, τες ράχες τους και τα κοπάδια τους, δεξιά μεριά το πελώριο κάστρο με τους πύργους του, τες πολεμίστρες του, τα κανόνια του, και τα τζαμιά του μεγάλο-μεγάλο κι ακίνητο, σαν μικρό βουνό, ή σωστότερο σαν κοιμάμενο θεόρατο Στοιχειό, κι η πανώρια πολιτεία, με τα ποικιλόβαφα κι αλογάριαστα σπίτια της, με τις κεραμιδοσκέπαστες σκεπές της, κόκκινες σαν παπαρούνες, με τα κατάμαυρα κυπαρίσσια της, και με τους πανύψηλους κι αχτιδοστόλιστους μιναρέδες της, που ξεπετούσαν τ’ αψήλου, σαν γιγάντιες λόγχες. Σ’ αυτό το ανεπάντεχο και παράδοξο θέαμα, ο Κουτσογιάννης τάχασε, ντράπηκε, φοβήθηκε, νόμισε πως ονειρεύονταν, γύριζε το μυαλό του σαν σβούρα και μην μπορώντας να σταθεί ορθός, στρώθηκε καταγής με την κλύτσα του στην αγκαλιά, έχοντας τες πλάτες προς την λίμνη και τα μούτρα προς τον Κώστα, πόρχονταν.
—Τί έκατσες αυτού, ωρέ; του είπε ο Κώστας όταν τον ζύγωσε.
Ο Κουτσογιάννης με την ψυχή στα δόντια, και τρέμοντας από τον φόβο του, του απολογήθηκε σιγαλά-σιγαλά:
—Στάσου τσιότσιο, αδερφούλη μου! Μην φεύγεις, θέλω να σε ρωτήσω.
—Τ’ έχεις κι έγινες έτσι κίτρινος, σαν φλωρί; Μην σου λύθηκε τίποτα ο αφαλός;
—Μήνα ξέρω κι εγώ, αδερφούλη μου, τί έχω; Είδα μπροστά μου ένα σωρό ισκιώματα, ονειροφαντασιές… ξέρω κι εγώ τ’ είναι;
Ο Κώστας άρχισε να στενοχωριέται κι ο Κουτσογιάννης εξακολούθησε να του λέγει σιγαλά-σιγαλά:
—Δεν είχαν ιδεί άλλη φορά τα μάτια μου, ό,τι είδαν τώρα!…
—Τ’ είδες, μωρέ χαμένε, και ξωλαλάς έτσι;
—Εσύ δεν γλέπεις τώρα τίποτε;
—Τι να ιδώ μωρέ;
—Ό,τι είδα και εγώ!
—Τ’ είδες εσύ, που να σε κάψει η αστραπή;
—Για κοίταξε ίσια-πέρα για να ιδείς. Αν απ’ εδώ πίσω μου δεν τα γλέπεις τώρα μπορεί να ξαφανίστηκαν.
Και λέγοντας αυτά εξακολουθούσε νάχει γυρισμένα τα μούτρα του προς τον κάμπο και τες πλάτες του προς τα Γιάννινα, για να μην τα βλέπει κι έτρεμε ολόβολος από τον φόβο του.
—Να, κυττάζω και δεν γλέπω τίποτε. Δεν γλέπω κανένα ίσκιωμα και καμιά ονειροφαντασία.
—Δεν γλέπεις τίποτε, λες; Δεν γλέπεις έναν μεγάαααλον καθρέφτη μπροστά σου; Δεν γλέπεις κάτι άλλα σαν μάγια, που δεν μπορώ να σου τα παραστήσω; Δεν γλέπεις ένα μεγάαααλο σπίτι σαν βουνό;
—Αυτά όλα, ωρέ χαμένε, είναι η λίμνη, το κάστρο και τα Γιάννινα!
—Τα Γιάννινα! ξεφώνησε ο Κουτσογιάννης. Τα Γιάννινα! Φτάσαμαν, αδερφούλη, στα Γιάννινα. Τα Γιάννινα ήταν αυτά που είδα, δεν είναι ισκιώματα. Δεν είναι διαβολικά; Ούι! Ούι! καλ’μέρα μου!
—Τα Γιάννινα είναι, ωρέ, κυρ-χαμένε, τα Γιάννινα.
Ακούοντας ο Κουτσογιάννης ότι εκείνα, που είχε ιδεί, δεν ήταν φαντάσματα κι ισκιώματα, και δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, σηκώθηκε αμέσως απάνω ορθός σαν γερός και καλά, γύρισε προς την πολιτεία, κι έριξε το βλέμμα του απανωθιό της, στάθηκε ακουμπώντας στην κλύτσα του με το ζερβί το χέρι, έκανε με το δεξί τον σταυρό του κι έλεγε μονάχος του:
—Τα Γιάννινα είν’ αυτά, Παναήγια μου! Τα Γιάννινα είν’ αυτά, Θεέ μου! Ντέι! ντέι! Τί πολιτεία πούναι τα έρημα! Χρειάζεται νάχει δεκατέσσερα μάτια κανείς και πάλι δεν τα χορταίνει!
Γυρίζοντας ύστερα προς τον Κώστα, τον ρώτησε:
—Τ’ είν’ αυτό, πούναι σαν μεγάλος καθρέφτης; Μήπως είναι ποτάμι; Γιατί δεν τρέχει, αν είναι ποτάμι;
—Αυτό είναι λίμνη…
—Τι θα πει λίμνη…
—Πολύυυυυ νερό, μεγάααααλη γούρνα.
—Αυτή είναι η λίμνη, που λεν; Ντέι! ντέι, τι πράμμα είναι! Από πού έρχεται κι ως πού πάει;
—Να, αυτού βγαίνει κι αυτού χωνεύει το πλειότερο. Τ’ άλλο, χωνεύει μακρύτερα. Αυτού μέσα έπνιξε ο Αλή-πασιάς τες δεκαφτά αρχόντισσες με την Κυρά-Φροσύνη.
—Κι αυτό το μεγάααααλο, πούναι σαν μαντρί, κι έχει γύρα-γύρα ψηλούς τοίχους, αντί για φράχτη, τ’ είναι;
—Αυτό είναι το κάστρο του Γιαννίνου. Αυτού μέσα είναι τα κανόνια, ο στρατός, οι φυλακές με τους φυλακωμένους. Απ’ αυτού πολεμούσε τρία χρόνια ο Αλή-πασιάς με τον Σουλτάνο.
—Ντέι! ντέι! Τί μεγάλο, που είναι το ξάλειμμο! Αν ήταν μαντρί, ωρέ Κώστα, πενήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα θα χωρούσαν μέσα! Δεν θα χρειάζονταν καθόλου σκυλιά, γιατί ο λύκος κι οι κλέφτες θα χρειάζονταν να γένουν πετούμενα, για νάμπουν μέσα. Κι αυτά τα θεόρατα τα σουβλιά, πούναι δέκα φορές ψηλότερα απάν’ από τα σπίτια, τ’ είναι; Δέντρα νάναι;
—Αυτά είναι τζαμιά… πάει να πει τουρκοκλησιές. Αυτού ψηλά, που φαίνεται, σαν στρόγγυλη εξέδρα, ανεβαίνει ο Χότζας και διαβάζει.
—Τ’ είν’ αυτός ο Χότζας;
—Είναι ο τουρκόπαπας.
—Ντέι! ντέι! τί ψηλά πούναι τ’ αντίχριστα; Κι εκείνο το ψηλότερο το σπίτι, πούναι ψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα, τ’ είναι;
—Αυτό είναι το σεράι… Αυτού μέσα κάθεται ο πασιάς, κι αυτού μαζώνει τους μεγάλους και κάνει συμβούλιο.
—Ντέι! ντέι! τι μεγάλο και τι ψηλό πούναι το μυριόρημο!…
Ύστερα απ’ όλα αυτά τα ρωτήματα ξεκίνησαν για μέσα• κι ο Κώστας θέλοντας να τον κοροϊδέψει, του είπε:
—Δεν μου λες, ωρέ όρνιο, από τα Γιάννινα σκιάχτηκες έτσι; Μωρέ, παληκάρι που είσαι;
—Να σου ειπώ την καψαλήθεια, Κώστα; του απολογήθηκε ο Κουτσογιάννης. Μου πάει ρόβι. Σκιάχτηκα, άμα είδα όλ’ αυτά τα πράματα. Άμαθος άνθρωπος μαθές. Χάχαχαχαχα!
Και ξεκαρδίστηκε από τα γέλοια ο Κουτσογιάννης με το πάθημά του.
—Δεν λες πως είσαι ντιπ λογγήσιος, παρά λες άμαθος, του απάντησε ο Κώστας, μην μπορώντας να κρατήσει κι αυτός τα γέλοια του.
Έτσι προχωρούσαν ολοένα για την πολιτεία, σαν και πριν, ο Κώστας καβάλα, κι ο Κουτσογιάννης πεζός, με μόνη την διαφορά, ότι τώρα ο Κουτσογιάννης δεν πήγαινε μπροστά, όπως πριν, αλλά πίσω, γιατί κοντοστέκονταν κάθε τόσο, και θυαμαίνονταν και ξαπορούσε με ό,τι έβλεπαν για πρώτη φορά τα μάτια του.
Δεν είχαν φτάσει ακόμα στο κομμέρκι, όταν ο Κουτσογιάννης ξεφώνισε δυνατά, σαν να τον είχε δαγκάσει σκορπιός.
—Αδερφούλη, Κώστα! Τι θυάμα είν’ αυτό;
—Ποιο, ωρέ; του απολογήθηκε ο Κώστας.
—Τι διάολος είν’ εκείνος, που περπατάει απάνω στο νερό;
Ήταν μια βάρκα, πούχε ξεκαμπήσει από το κάστρο, και λάμποντας ήσυχα-ήσυχα, τραβούσε, σαν νύφη καμαρωμένη, για το Νησί.
—Βάρκα, είν’, ωρέ ζουλάπι… του είπε ο Κώστας.
—Τί πράμα είν’ η βάρκα; Ζωντανό είναι;
—Χάχαχαχαχαααααααα!
Ξεκαρδίστηκε ο Κώστας από τα γέλοια, κι ύστερα είπε μόνος του:
—Έρμε λύκε! Τι ζουλάπι άφ’σες ναρθεί στα Γιάννινα και δεν τότρωγες!
Ακούοντας τα λόγια αυτά ο Κουτσογιάννης είπε με παράπονο στον Κώστα.
—Γιατί γένεσαι τέτοιος, ωρέ Κώστας; Δεν ξέρω ο καημένος και σε ρωτάω! Γιατί με μπιλιαρίζεις έτσι; Σάματις ήρθα κι άλλη φορά στα Γιάννινα και πρέπει να τα ξέρω όσα βλέπω; Εσύ τάξερες αυτά, όταν πρωτόρθες εδώ πέρα;
Ο Κώστας κατάλαβε το άδικό του, σταμάτησε το μουλάρι και του είπε ήμερα:
—Η βάρκα είναι ένα μεγάααλο σκαφίδι, κι ως ξύλο που είναι στέκεται ψηλά στο νερό. Έχει από το ένα πλευρό κι από τ’ άλλο δυο κουπιά, είδος μακριά φτυάρια, περασμένα σε δυο θηλιές, και μ’ αυτά την σπρώχνει ο βαρκάρης απάνω στο νερό, κι αυτή κολυμπάει και φεύγει, σαν πάπια.
—Κι είναι βαθειά η λίμνη;
—Ως σαράντα οργιές…
—Δεν μπαίνω εγώ, ωρέ γυιε μου, μέσα σ’ αυτόν τον πειρασμό, που τον λεν βάρκα, κι ας μου χάριζαν δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα, μ’ όλους τους πιστικούς, τα σκυλιά και τα καρδάρια τους.
Και λέγοντας αυτά, έφτυσε τρεις φορές στην αράδα ως ξόρκισμα και σταυροκοπήθηκε.
[…]
Μετάβαση στο σημείο: Πριν από την Απελευθέρωση