Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60 Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
Δημήτρης Χατζής, Ο Σιο...
Ο Σιούλας ο Ταμπάκος
Γαλαζοπράσινη και βαθιά, δίπλα στη μικρή πόλη, απλώνεται η λίμνη. Μέσα στα νερά της καθρεφτίζει τα ψηλά του τα τείχια το παλιό, μεσαιωνικό και —θέλουν να λεν— ακόμα παλιότερο κάστρο της.
Πίσω απ’ την ανατολική πλευρά του κάστρου, στην άκρη-άκρη της λίμνης, πάνω στην όχτη της, βρισκόταν ο μαχαλάς των ταμπάκικων. Έτσι τα λέγανε τα βυρσοδεψεία. Και ταμπάκους λέγανε τους βυρσοδέψες — ταμπάκηδες που τους λένε στις Σέρρες, στο Βόλο, θαρρώ και στη Σύρα.
Σ΄ όλο το μάκρος του μαχαλά, μέσα στο νερό της λίμνης, αραδιαζόντανε τα τομάρια, τεζαρισμένα καλά σε ξύλινα τελάρα και τα παίρνουν ύστερα, άμα μουλιάζαν και τ’ αργάζανε μέσα στ’ αργαστήρια — στα ταμπάκικα.
Όλα θα ’τανε καμιά δεκαπενταριά-είκοσι αυτά τ’ αργαστήρια, λιθόκτιστα, δίπατα όλα, με θολωτές μεγάλες πόρτες, στη σειρά κι ακουμπισμένα στα τείχια του κάστρου. Το κάτω πάτωμα είχε τα παράθυρα μικρά, σαν πολεμίστρες. Είταν όλο ένα μεγάλο χαγιάτι πλακόστρωτο, με κάτι ξύλινες σκάφες από δω κι από κει. Μέσα σ’ αυτά τα χαγιάτια, κάνε ξυπόλητοι, κάνε με κάτι μεγάλα ποδήματα και ξεβράκωτοι —δηλαδή μονάχα με το βρακί τους— δουλεύαν οι ταμπάκοι τα δέρματα. Τ΄ απάνω πάτωμα πρόβαλλε στο δρόμο κάπου μισό μέτρο παραέξω απ’ το κάτω κ’ είχε τα παράθυρα μεγάλα — είδος βενετσιάνικα. Ήτανε το κατοικιό τους εκεί κι ανεβαίναν από μια μικρή ξύλινη σκάλα μέσ’ απ’ τ’ αργαστήρια. Ο τόπος όλος τριγύρω βρωμοκόπαγε την ξυνή δριμύλα του τομαριού.
Οι ταμπάκοι παινευόνταν πως ήταν από τους παλιότερους κατοίκους αυτής της πόλης και πως ήταν όλοι τους αρχόντοι «καστρινοί», που τους πέταξαν οι τούρκοι απ’ το κάστρο ύστερα απ’ την επανάσταση του Σκυλόσοφου, στα 1612. Και στ’ αλήθεια μιλούσανε το ιδίωμα της πόλης καθαρότερα απ’ όλους τους άλλους και το κρατούσαν αμόλευτο στο λεξιλόγιο και στη φωνητική του.
Τα νταραβέρια τους ωστόσο με την πόλη ήτανε πολύ λιγοστά. Σχεδόν ποτέ δεν ανεβαίναν «απάνω» αν δεν είχανε κάποια δουλειά. Καταφρονούσανε τους καινούργιους κατοίκους της και μπορεί κανένας να πει πως μήτε τους ήξεραν τους μαχαλάδες που φκιάσαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες. Έμεναν εκεί, πίσω από το κάστρο, ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος. Τελειωμένος.
Λίγο παραπάνω απ’ τα δικά τους τ’ αργαστήρια είτανε τα ξυλάδικα. Μετσοβίτες και ζαγορίσιοι —απ’ τα βλαχοζάγορα— δουλεύαν εκεί. Οι ταμπάκοι δεν είχανε κανένα νταραβέρι μαζί τους. Δυο δρόμους παραπάνω, οι βαρελαδες —μετσοβίτες και βλάχοι κι αυτοί, Βωβουσιώτες και Ντομπρινοβίτες— κοπανούσανε χρόνια εκεί πέρα, πάνω στα ρόμπολα και τις οξυές, με τα ξύλινα σφυριά τους, τον ίδιο μόχτο. Οι ταμπάκοι τους ξέρανε, τους καλημερίζαν, διαφορές δεν είχαν μαζί τους και πάρε-δώσε δεν είχαν. ‘Ηταν, βλέπεις, «ντατσκαναραίοι», ήγουν χωριάτες. Λίγο παρακάτω, στ’ αργαστήρια τους ήταν η Σκάλα. Τα μεγάλα καΐκια της λίμνης, σκαφιδωτά κι αργοκίνητα, ξεφορτώναν εκεί, απ’ τα χωριά που βρισκόνταν αγνάντια, καυσόξυλα, σφαχτά, τυριά, βουτύρατα και τα τέτοια. Οι ταμπάκοι ψωνίζαν άμα χρειαζόντανε κάτι μα και κει δεν είχανε πολλά νταραβέρια — τί νταραβέρια με τους χωριάτες; Το βράδυ πηγαίνανε σε δικά τους κρασοπουλειά όπου δεν πατούσαν χωριάτες —μονάχα καϊκτσήδες από το μικρό νησί της λίμνης μπαίνανε καμιά φορά και πίνανε λίγο μαζί τους, πριν γυρίσουν στο νησί τους το βράδυ. Μ’ αυτούς τους ένωνε το πάθος τους κυνηγιού —γι’ αυτό τους δίναν το ελεύτερο να κάτσουνε δίπλα τους.<.p>
Σ’ αυτά τα κρασοπουλειά τα δικά τους, τα τραπέζια ήτανε χαμηλά κ’ είχανε στη μέση μια τρύπα για να μπαίνει το χειμώνα το μαγκάλι. Καθόντανε γύρω-γύρω, σε σκαμνιά που ’τανε κι αυτά χαμηλά και το κρασί πριν το πιούνε το ζεσταίνανε σε χαλκωματένιους μαστραπάδες. Η κουβέντα γύριζε πάντα σε παλιές ιστορίες, κυνήγια, τέτοια πράματα. Άντρες σκληροί και περήφανοι, σπάνια μιλούσανε για δουλειές και συμφέροντα — δεν το καταδέχονταν. Και πολιτική δε μιλούσανε — δεν είχανε με ποιον να τσακωθούνε, γιατί ’ταν όλοι τους σφόδρα βενιζελικοί— Ελλάδα των πέντε θαλασσών, καθώς ταιριάζει σε παλιούς καστρινούς αρχοντάδες. Ψήφιζαν πάντοτε και το βενιζελικό υποψήφιο δήμαρχο και τους βενιζελικούς επιτρόπους στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου και τελειώνανε και μ’ αυτά. Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική.
Και επαγγελματική. Κανένας δεν έφευγε απ’ το επάγγελμα και κανένας ξένος δεν έμπαινε — η παράδοση του σιναφιού που ’ταν κι από τα παλιότερα της πόλης, λεν οι αρμόδιοι, δεν είχε αλλάξει ακόμα. Μόνο που στα χρόνια που γράφω, καθώς ήταν λιγοστοί και δενόνταν όλοι με συγγένειες μεταξύ τους, είχε γίνει πια και δουλεύαν συνεταιρικά σε κάθε εργαστήρι. Μαστόροι και καλφάδες γίναν ένα — ήταν όλοι τους μαστόροι πια — και νοικοκυραίοι. Αυτό μονάχα είχε αλλάξει. Όλα τ’ άλλα μέναν όπως ήταν από τον καιρό που πρωτόγιναν αυτά τ’ αργαστήρια. Πολύ λίγο γνοιαζόνταν αυτοί να μάθουν τί γίνεται αλλού με τα δέρματα. Ακόμα και την ψαρόκολλα —τουκάλι τη λέγανε— τη φκιάχνανε πάντα μονάχοι τους από τα ψάρια της λίμνης. Και βαφές και βαψίματα, όπως τα ξέραν, όπως τα βρήκαν. Και όλα. Όπως τα ξέραν, όπως τα βρήκαν. Αναντάμ, παπαντάμ.
Ταμπάκος αναντάμ-παπαντάμ είτανε κι ο Σιούλας. Από πατέρα ταμπάκο, από μάνα κόρη ταμπάκου. Εκεί γεννήθηκε. Εκεί έπαιξε τα κότσια και τη σκλέντζα —όπως λέγανε το ξυλίκι— τις ομάδες —όπως λέγανε τις αμάδες— τ’ αμπελοπήδημα και τα σκλαβάκια και χτυπήθηκε στον πετροπόλεμο με τα παιδιά απ’ τους γειτονικούς μαχαλάδες. Εκεί έμαθε γράμματα και κολύμπι, πρωτοπήγε στην εκκλησιά και στο κυνήγι στη λίμνη. Και μεγάλωσε, μπήκε στη δουλειά, παντρεύτηκε κ’ έφκιασε δική του φαμίλια κ’ έμεινε πάντα με την ψυχή του γεμάτη κλειστή περηφάνια, ατράνταχτη αυτάρκεια κι αδυσώπητη καταφρόνια για κάθε καινούργιο. Κάθε νεωτερισμός ήταν ξιπασμός.
Ένας δικός τους —σπανιότατο πράμα— πήγε και ξενιτεύτηκε. Πήγε μακριά και γύρισε κάποτε με χρυσή καδένα στο γιλέκο και παράδες στη τζέπη. Και καθώς το αίμα δεν γίνεται νερό, στριφογύριζε όλη μέρα στα ταμπάκικα και το βράδυ πήγαινε στα κρασοπουλειά τα δικά τους και καθόταν μαζί τους. Και γιατί να μη κάθεται; Μόνο που ξεπήδαγε κάθε τόσο κ’ ήθελε πάντα να λέει για τις χώρες τις μακρινές και τα θάματα που ’δαν τα μάτια του. Τον στραβοκοιτάξανε στην αρχή, τον αποπήρανε καναδυό φορές, πάλι δεν έλεγε να το κόψει.
Ήτανε, λέει, μεσημέρι, καλοκαίρι, κ’ οι ταμπάκοι, όπως ήτανε με τα βρακιά τους μονάχα στ’ αργαστήρια, βγήκαν λίγο να ξαποστάσουν και να πάει και το ψωμί παρακάτω, όσο να πιάσουνε πάλι δουλειά. Ήτανε κι αυτός εκεί και πήγε πάλι κάτι να πει, πάλι για τα ταξίδια.
—Και δε μου λες, σε περικαλούμε, τον ρώτησε άξαφνα ο Σιούλας και σηκώθηκε σιγά-σιγά και πήγε κοντά του. Έμαθες και να διαβάζεις τίποτα φράγκικα εκεί που πήγες;
—Και βέβαια… Κατιτίς έμαθα, είπε ο ανύποπτος άνθρωπος.
—Τότες διάβασέ μας εδώ πέρα τί γράφει. Του γύρισε τα πισινά του και χτυπούσε με τις δυο του τις παλάμες τα μεγάλα γράμματα της ξενικής μάρκας που ’τανε σταμπαρισμένα στο πανί του βρακιού του.
Οι ταμπάκοι γελούσανε δυνατά, γελούσαν κ’ οι γυναίκες απ’ τα παράθυρα. Αυτός χτύπαγε πάντα μ’ άγριο πάθος τα πισινά του με τις παλάμες του:
—Διάβασέ τα, ντε…
Ο άνθρωπος, λέει, έβγαλε την καδένα απ’ το γιλέκο και ποτές του δεν ξαναμίλησε για τα ταξίδια του και τους φράγκους του — τουλάχιστον εκεί στα ταμπάκικα. Δεν είχε αστεία μ’ αυτούς.
Περνάν ωστόσο τα χρόνια, οι άνθρωποι γερνάνε, ρεύουνε χρόνο με χρόνο τα τείχια του κάστρου, αλλάζουν όλα και μήτε προφταίνεις να το νιώσεις. Δίχως να το νιώσει κι ο Σιούλας, τα μαλλιά του πήραν κι ασπρίζαν. Τα πόδια του, χρόνια μέσα στα νερά, κάπου-κάπου το βράδυ πιανότανε. Η Σιούλαινα, σαν κουνέλα, κάθε χρόνο γεννούσε καινούργιο Σιουλόπουλο. Και μια τρακάδα παιδιά, πρέπει να χορτάσουν και να ντυθούν και να ποδεθούν και να πάνε σκολειό —αλέθεται ο άνθρωπος με τούτο και κείνο και το ’να και τ’ άλλο, με το σήμερα και με τ’ αύριο, δεν προφταίνει μια στιγμή να σταθεί και να ιδεί τί γίνεται ολόγυρά του.
Κ’ οι ταμπάκοι δεν προφτάσαν κι αυτοί να ιδούνε τί γίνεται γύρω τους, τί ν’ άλλαξε τάχα και πότε ν’ άλλαξε κ’ η δουλειά στα ταμπάκικα όλο και χειρότερα πήγαινε. Σερβά, λουστρίνια, αδιάβροχα τα φέρναν απόξω, φτηνότερα και καλύτερα δουλεμένα, ακόμα και τις βακέτες και τα σολοδέρματα. Δυο-τρεις παλιοί δερματέμποροι στο παζάρι της πόλης το βρήκανε συμφερότερο, αντίς να παιδεύονται με τους ταμπάκους, να μαζώνουνε τα τομάρια και να τα στέλνουν ακατέργαστα στην Ιταλία, στη Μασσαλία, ακόμα και στη Σύρα, για να τ’ αργαστούν εκεί. Με τις μηχανές.
Άρχισε έτσι σιγά-σιγά και κάθε βράδυ στα κρασοπουλειά των ταμπάκων απλωνότανε μια θολή καταχνιά πάνω από τα σκυμμένα κεφάλια. Καμπόσοι δουλεύανε πια δυο-τρεις μέρες τη βδομάδα μονάχα. Καμπόσοι το ξέραν πως δεν αφήσανε τίποτα στο σπίτι τους για το βράδυ. Και το ξέραν όλοι, πως οι γυναίκες τους διακονεύονται η μια με την άλλη, μοιράζονται αυτές το φαρμάκι και το πίνουνε μοναχές τους, δίχως να τους λένε τίποτα μήτε παραέξω να λένε, αν τύχει κ’ έχουν δικούς τους.
Αυτοί —κανένας δεν κλαιγότανε, δεν μαρτύραγε τίποτα για την φτώχεια του, ντρεπόταν ο ένας τον άλλονε να μιλήσουν. Και κανένας δεν ξέκοβε, δεν έφευγε να πιάσει άλλη δουλειά, τέτοια προδοσιά δεν την έκανε. Βαστούσαν όλοι μαζί το ταμπάκικο, το βαστούσανε σαν ένα ταμπούρι, σα να μην άλλαξε τίποτα. Και τις Κυριακές, όλο το χειμώνα, τα δίκανά τους από τη λίμνη αντιλαλούσανε πάντα στην πόλη σαν ένα αδάμαστο «παρών» — τ’ αντρίκειο πάθος τους, τ’ αρχοντικό του κυνηγιού. Στα μεγάλα κλείσματα —κλεισίματα των πουλιών δηλαδή— που γινόνταν στη λίμνη απ’ όλους μαζί τους κυνηγούς, αυτοί μένανε πάντα πρώτοι και καλύτεροι. Το ’χανε σαν προνόμιο ν’ αρχίζουν αυτοί πριν από το χάραμα από την πιο μακρινή άκρα της λίμνης, λάμνοντας αγάλια-αγάλια κι όλο κλείνοντας με το ντουφεκίδι τους προς τη μέση της λίμνης τα τρομαγμένα κοπάδια απ’ αγριόπαπιες —γέσια και καναβές, καθώς τα ’λεγαν— φαλαρίδες—τα μαύρα νεροπούλια με τις άσπρες μύτες—και κάποτε και τις μεγάλες όμορφες αγριόχηνες που ’χουνε μπροστά στα στήθια τους, κάτω απ’ τα φτερά τους ένα δεύτερο φτερό, σα μετάξι και σα μαλλί, που το λένε μπάλσαμο και το φύλαγαν οι γυναίκες για τις πληγές—τέλειο πράμα.
Στη μέση της λίμνης στεκόταν αράδα μέσα στις βάρκες τους, με τα δίκανα στο χέρι, οι άλλοι κυνηγοί από την πόλη και το νησί. Και τα πουλιά πέφτανε πάνω τους, κοπάδια ολόκληρα, χέρια μονάχα να ’χεις εκείνη την ώρα να ντουφεκίζεις κι άνθρωπο να σου γεμίζει —δουλειά που την έκανε συνήθως ο καϊκτσής, λάμνοντας κιόλας σιγά-σιγά για να μαζεύει τα σκοτωμένα πουλιά— σε κάθε βάρκα λογαριαζόταν δικό της το πουλί που βρισκόταν κοντά της, άσκετο από ποιον βαρέθηκε.
Και σ’ αυτά τα κλεισίματα των πουλιών τα μεγάλα και στα δικά του τα μοναχικά κυνήγια της Κυριακής, ο Σιούλας ξαναζούσε ακόμα τους καημούς και τα μεράκια και τις περηφάνιες της ψυχής του από τον καιρό της νιότης του ως τα τώρα που πήρε και γέρασε, πήρε και φτώχυνε—ξέπεσε. Το βράδυ γύριζε σπίτι κατακομμένος, με τα πόδια πιασμένα από το κάτσιμο σταυροπόδι όλη μέρα μέσα στο στενό καραβούλι, με τα ρούχα μουσκεμένα απ’ την υγρασία. Άνοιγε την πόρτα σπρώχνοντάς την με την πλάτη και πετούσε τα κυνήγια στο πάτωμα, στη μέση απ΄ το δωμάτιο. Ξαπλωνότανε δίπλα στο τζάκι, στο «μπάσι» που ’χαν όλα τα σπίτια στο χειμωνιάτικο το δωμάτιο —έπεφτε μπρούμυτα κ’ έβαζε τα παιδιά του ν’ ανεβούν όλα στην πλάτη του και να τον πατήσουν— να πατήσουν την πλάτη του που τον πόναγε. Τα παιδιά ξεφώνιζαν, γελούσαν, τον χτυπούσαν κλωτσιές, ξεφώνιζε κι αυτός. Το σκυλί ξετρελαινόταν και δεν ήξερε ποιον να πρωτογαβγίσει. Ήταν ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή μέσα στην καταχνιά που κατέβαινε στα ταμπάκικα.
Μονάχα η Σιούλαινα γονατισμένη στο πάτωμα μέτραγε και ξαναμέτραγε τα παπιά. Τέσσερα για το σπίτι, ένα ζευγάρι στην αδερφή της, ένα ζευγάρι στην πεθερά της — αν πουλούσαν τα ρέστα; Ήταν μια σκέψη, που μήτε με τα μάτια δεν είχε κουράγιο να τη φανερώσει σ’ αυτόν. Οι καϊκτσήδες, οι νησιώτες κι άλλοι φουκαράδες μέσα στην πόλη κυνηγούσανε, κάναν το κέφι τους, τρώγαν όσα θέλαν και βγαίναν ύστερα στο παζάρι, κάνε μοναχοί τους καν οι γυναίκες ή τα παιδιά τους και τα περιπλέον τα πούλαγαν. Ένας ταμπάκος, ποτές. Για τον κόσμο όλον…
Κ’ ήρθε τότε μια βδομάδα ολόκληρη που τ’ αργαστήρι του Σιούλα σταμάτησε. Ούτε στ’ άλλα γινόταν τίποτα — ψευτοδούλευαν. Η γυναίκα του τα ’φερε βόλτα μοναχή της, ξετίναξε το σπίτι, πήρε κι από τις άλλες γυναίκες — είναι αλήθεια πως έδωσε κάτι κρυφά και στον οβραίο τον παλιατζή, που ’χε μυριστεί τί γινόταν στα ταμπάκικα. Αυτουνού δεν του ’πε τίποτα, δεν τον ρώτησε τίποτα, μήτε τον κοίταξε στα μάτια, όλη τη βδομάδα. Παραπάνω δεν το μπόρεσε. Σταύρωσε τα χέρια κ’ έκατσε κ’ έκλαψε καρτερώντας το μεσημέρι που θα ’ρχόνταν όλοι και δεν θα ’χανε να τους δώσει μήτε φαΐ μήτε ψωμί.
Αυτός ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο, την είδε στη γωνία, τα ’νιωσε τα μάτια των παιδιών του κ’ ήταν καρφωμένα πάνω του.
—Και τ’ άφησες έτσι τα παιδιά;
Αυτή δε μίλησε, καθόταν πάντα στην άκρη με το κεφάλι σκυμμένο.
—Και δεν έπαιρνες κατιτίς από το μπακάλη;,/p>
Η γυναίκα σήκωσε μια φορά τα μάτια της και τον κοίταξε. Μήτε λύπη, μήτε παράπονο, μήτε θυμός δεν ήτανε μέσα — τα μάτια της τον παρακαλούσανε να σωπάσει. Αυτός αγρίεψε:
—Τί δε μιλάς; Γιατί;
Ξανάσκυψε το κεφάλι της:
—Δε μας δίνει πια, είπε με ταπεινοσύνη σα να ’φταιγε αυτή.
—Και ψωμί; Τί δεν έπαιρνες λίγο ψωμί;
—Μήτε ο φούρνος μας δίνει.
Σηκώθηκε κ’ έφυγε γρήγορα-γρήγορα για να κρύψει τα δάκρυα που την έπνιξαν. Πιο πολύ για την αδικία τη δική του παρά για τη δυστυχία.
Τα παιδιά σκορπίσανε, έφυγε κ’ εκείνη, πήγε στην αδερφή της να κλάψουν μαζί. Αυτός απόμεινε μόνος μέσα στο δωμάτιο, μέσα στο σπίτι. Πιο πολύ κι από τη δυστυχία, απ’ την πληγωμένη περηφάνια και τη ντροπή μπροστά στα παιδιά του, όλο τ’ απόγεμα, μοναχός του εκεί μέσα, σκεφτότανε τη γυναίκα — την αδικία του. Ένας κόμπος ανέβαινε και ξανανέβαινε στο λαιμό του. Είκοσι χρόνια μαζί της, πρώτη φορά στοχαζότανε τώρα γι’ αυτήν.
Έπαιρνε να βραδιάσει όταν σηκώθηκε. Κανένας τους δεν είχε ακόμα γυρίσει στο σπίτι. Ξεκρέμασε το δίκανο, το κοίταξε, το ξανακοίταξε, το πήρε παραμάσκαλα και κατέβηκε.
—Τί έπαθε, ρώτησε ο γύφτος κ’ έκανε να το πάρει.
Δεν του ’χε την όρεξη ν’ ανοίξει τώρα κουβέντες μαζί του. Ήταν ένας γύφτος, όνομα και πράμα, φουκαράς ψευτοντουφεξής σε μια τρύπα στα μπιζεστένια —δίπλα στ’ αργαστήρια των κουδουνάδων— κ’ έφκιαχνε για ένα τίποτα τα ντουφέκια των φουκαράδων. Δεν του ’δωσε το ντουφέκι, τον κοιτούσε στα μάτια, τον κάρφωνε με τα μάτια του.
—Το ’χω για πούλημα, είπε τέλος κοφτά και του ’δωσε το ντουφέκι. Θα πάρω άλλο.
‘Ηταν ένα καλό βελγικό δίκανο, δωδεκάρι δίχως λύκους. Ο γύφτος το ’ξερε από παλιά μήτε το πήρε στα χέρια του μήτε το κοίταξε. Κοίταζε αυτόν και τα γύφτικα, μπιρμπίλικα μάτια του παίζανε στο καπνισμένο του μούτρο. Κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε. —Όχι, Σιούλα… Μη το δώσεις, αδερφέ μου.
—Δεν το παίρνεις δηλαδή;
—Εγώ το παίρνω και το παραπαίρνω… Και διάφορο θα ’χω…
—Δεν τ’ αφήνεις αυτά τα γύφτικα τα παζάρια; Πόσα δίνεις;
—Ξέρω, είπε ήμερα, ήταν μαθημένος να τον λένε γύφτο —δεν τον πείραζε. Ξέρω, Σιούλα, που δε θα πάρεις άλλο… Στενοχώριες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις, αδερφέ μου, το δίκανο, δεν το ξαναπαίρνεις ύστερα.
Ο γύφτος δεν παζάρευε.
—Ξέρω… Ήρθανε κι άλλοι ταμπάκοι, πολλοί, κακό πράμα.
Όποιος το ’χε ένα μονάχο, εγώ δεν το πήρα… Χρόνια τρώω το ψωμί σας, όλο με τους φουκαράδες… Δώσ’ το σ’ άλλον. Δεν τα μολεύω τα χέρια μου…Κατέβασε τα μάτια του, κατέβασε το κεφάλι του. Ένας γύφτος τον είχε πει φουκαρά. Και πως δε μολεύει τα χέρια με το δίκανο το δικό του. Δεν ήτανε γι’ αυτό — μήτε το σκέφτηκε. Ακόμα μια φορά μέσα στην ίδια μέρα ξαναστοχαζότανε τώρα την αδικία — κι από το φούρνο τί δεν έπαιρνες λίγο ψωμί; — και δεν τ’ αφήνεις τα παζάρια τα γύφτικα; Αν ο γύφτος δεν έβγαζε τα καπνά του να στρίψουν τσιγάρο, θα ’φευγε κυνηγημένος την ίδια στιγμή — ντρεπότανε.
—Έχεις δίκιο, είπε σε λίγο χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. Ύστερα τα σήκωσε και τον κοίταξε. Καλός άνθρωπος είσαι, του ’πε σα να του το χρώσταγε και του χαμογέλασε. Κίνησε να φύγει.
Ο γύφτος τον σταμάτησε.
—Ξέρω, είπε πάλι… Δυσκολίες, αναδουλειές, τα παιδιά… Μα μη το δώσεις το ντουφέκι σου, ταμπάκος άνθρωπος. Θα μαραθείς.
Έβγαλε και του ’δωσε ένα κατοστάρικο.
—Άμα είναι το, το ξαναφέρνεις…
Το πήρε. Το πήρε και δεν ένιωθε καμιά ντροπή. Το κράταγε μέσα στη χούφτα του μια γλύκα περνούσε σ’ όλη του την ψυχή, ως το κορμί του την ένιωθε, σα μια ζέστα. Όχι που θα το πήγαινε σπίτι. Πιο πολύ γι’ αυτή τη γνωριμιά των ανθρώπων —πρώτη φορά στη ζωή του, τη γνωριμιά των φουκαράδων, που ’πε κι ο γύφτος, πρώτη γνωριμιά του εαυτού του— δεν είσαι άδικος, εσύ Σιούλα… Καθώς περνούσε τους δρόμους κατεβαίνοντας για τα ταμπάκικα, κατιτίς καινούργιο, ζωντανό και ζεστό, σαν ένα φως έπαιζε μέσα του. Σχεδόν χαρούμενο μέσα στην κατάμαυρη δυστυχία. Κάτι που δε μαραίνεται.
Είχε νυχτώσει πια όταν πέρναγε το δρόμο που ’χαν τ’ αργαστήρια τους οι ξυλάδες κ’ οι βαρελάδες. Άκουσε που φώναζαν τ’ όνομά του. Ήταν ένας βαρελάς μετσοβίτης — ένας ροδοκόκκινος, καταστρόγγυλος άνθρωπος με φουσκωμένες τις πλάτες από το σκύψιμο.
—Καλησπέρα.
—Και για πού βραδιάτικα με το δίκανο;
—Να μωρέ, ζάβωσε λίγο και το πήγα στο γύφτο. Καλός άνθρωπος, είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει.
—Δεν τον ξέρω, είπε ο βαρελάς. Και τί μας έφταιξε εμάς; Έλα να πιείς μια ρακή.
Ποτές του δεν είχε μπει σ’ αυτό το κρασοπουλειό — χάνι και κρασοπουλειό μαζί, που πηγαίναν οι ξυλάδες, οι βαρελάδες, φαμελίτες νοικοκυραίοι, φουκαράδες της γειτονιάς και χωριάτες που νυχτωθήκαν στην πόλη. Ο βαρελάς κέρασε το ρακί κι άρχισε κ’ έλεγε για τις αναδουλειές και τα βάσανα.
—Κ’ εσείς δεν είστε καλά, είπε σε μια στιγμή.
—Όχι, δεν είμαστε καλά, αποκρίθηκε αυτός και δε ντρεπόταν καθόλου που το ’πε. Δεν είμαστε καλά.
—Και τί θα κάνετε;
—Δεν ξέρω… Κανένας δεν ξέρει…
—Κακό πράμα, είπε ο βαρελάς.
Αυτός δεν τον άκουγε πια. Ένιωθε μέσα του κείνη την ώρα σαν ένα ξεχείλισμα και τίποτα άλλο δεν ήθελε παρά να σηκωθεί και να τους κεράσει όλους εκεί μέσα, τους βλάχους, τους γύφτους, τους χωριάτες, τους φουκαράδες, όλους. Δεν έκαμε τίποτα τέτοιο. Κέρασε κι αυτός ένα ρακί το βαρελά του και τον καληνύχτισε πρόσχαρα.
—Καλός άνθρωπος είναι κι αυτός, το ’λεγε και το ξανάλεγε μέσα του, να το νιώσει, να το χορτάσει. Καλός άνθρωπος — μα πού στο διάολο κρύβονταν όλοι τους;
Μπαίνοντας στο δρόμο των ταμπάκικων, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα απ’ τα κουτσούβελα τα δικά του. Το φώναξε κοντά, του ’δωσε κρυφά λεφτά να τα δώσει στη μάνα του, του ’δωσε και το ντουφέκι. Ντρεπότανε να πάει μονάχος του. Κι ούτε πήγε ως αργά τη νύχτα, όταν σιγουρεύτηκε πια πως εκείνη πλάγιασε και κοιμήθηκε. Έπεσε δίπλα της στο στρώμα, ούτε κείνη μίλησε ούτε αυτός, ούτε σάλεψαν.
Πριν απ’ το χάραμα σηκώθηκε. Πατώντας στα νύχια, πήρε πάλι το δίκανο και κατέβηκε. Εκείνη ούτε σάλεψε πάλι. Αυτός μπήκε στο καραβούλι και τράβηξε για τη Μεγάλη Βαθιά — έτσι το λέγανε τ’ ανοιχτό μέρος της λίμνης. Έλαμνε κατά τις καλαμιές, χώνοντας βαθιά τα κουπιά στο νερό — βιαζότανε.
Όταν γύρισε πίσω είχε φέξει πια για καλά. Μια κρύα φωτεινή χειμωνιάτικη μέρα. Στην πόρτα στ’ αργαστήρι στάθηκε κ’ έβαλε μια φωνή. Τα παιδιά κατεβήκαν και θάμαζαν το πλούσιο κυνήγι. Ξεκρέμασε απ’ την πλάτη του το δίκανο και τους το ’δωσε, τους έδωσε και τρία παπιά.
—Δώστε τα στη μάνα σας, τους είπε μόνο.
Ξανάφυγε με καμιά δεκαριά πουλιά στα χέρια του κι ούτε γύρισε να κοιτάξει κατά το σπίτι. Ήξερε πως πίσω απ’ το τζάμι ήταν τα δάκρυά της. Και τράβηξε γραμμή κατά το παζάρι, μέσα απ’ τα ταμπάκικα, μπροστά απ’ τ’ αργαστήρια, στητός, χτυπώντας βαριά τα ποδήματά του…
… Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του — ύστερα πήγανε κι άλλοι. Πίσω του εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρεμίζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ’ ουρλιαχτά μηχανών. Κόντευε η άνοιξη και πάνω απ’ τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά…
Δημήτρης Χατζής, «Ο Σιούλας ο Ταμπάκος», Το τέλος της μικρής μας πόλης, Κείμενα, 1981, σ. 7-21
Γιάννης Δάλλας, Επεισό...
Επεισόδια από τη διάλειψη του χρόνου
Ι
Αυτός ο άνθρωπος καταπλακώθηκε από τα βουνά. Στις πλάτες του το Μιτσικέλι η Πίνδος η Μουργκάνα κι αυτός τρέχει τρέχει… Κ’ είν’ εκεί πάνω μια φωτιά που έχει φουντώσει από την εποχή των Γερμανών και της εθνοφρουράς του Γράμμου. Τρίζει το ελάτι στάζει το ρετσίνι κ’ έχει παλαβώσει ο κυνηγός και το σκυλί του. Και μόνον ο νεκρός αντάρτης που μαρμάρωσε δεν κινδυνεύει.
ΙΙ
Ένας αντάρτης περπατά στους δρόμους. Πέρασε διαγώνια την Ανεξαρτησίας κι απ’ την πύλη τ’ Αρχιμαντρειού βρέθηκε να κοιτά την πόλη απ’ τα υπερώα της Αγία-Τριάδας. Κ’ η πόλη χύθηκε στους δρόμους να τον δει και δεν τον έβλεπε. Ψηλός κι αέτειος πετούσε απάνω απ’ την ευθεία των ματιών. Ή διαλυμένος μες στο φως κόβοντας σαν λεπίδι την ανάσα των περαστικών αυτός κ’ η γενειάδα του. Κ’ ήταν στιγμές που σκύβαμε κεφάλι και κορμί να μη μας πάρει η μπάλα. Έτσι ελικοδρομούσε αθέατος λίγο πιο χαμηλά και λίγο πιο ψηλά απ’ τα όνειρα. Κ’ ύστερα πάλι απ’ τους σταυρούς της Περιβλέπτου κατηφόριζε αρχαγγελικός και μ’ αλυσίδες αφανέρωτες απ’ τη σπηλιά του Σκυλοσόφου γλίστρησε στη λίμνη για τ’ αντικρινά βουνά. Κ’ εκεί ποια βάρκα τον περίμενε ποιας άγονης γραμμής το μονοπάτι πήρε κι αναλήφθηκε. Η ανάληψή του το πρωί συγκλόνισε και δίχασε την πόλη. Κι ο «Παρατηρητής του Μέλλοντος» την άλλη μέρα έγραφε: «Δίσκος ιπτάμενος διέσχισε τους ουρανούς της πόλης μας. Πέρασε διαγώνια και τα λοιπά και τα λοιπά…» Να ξεχαστεί να φιμωθεί να γίνει παραμύθι για τους εξωγήινους το φάντασμα του προγραμμένου
ΙΙΙ
Ποτέ σαν να μην απελευθερώθηκε αυτή η πόλη. Κι αυτός ο δρόμος τι μυστηριώδης τι διπρόσωπος. Από τη μια μεριά τα εμπορικά μακρόστενα. Μέσα μορφές της δυναστείας και κυρίες μπαινοβγαίνοντας με κρινολίνα. Κ’ έξω καρότσες του παλιού καιρού σταματημένες πριν απ’ την κατάρρευση. Μορφές του απομεσήμερου έτοιμες για ανάληψη. Μα απέναντι βασανισμένα σώματα σε σιωπηλή ταλάντευση. Χρώμα γαλβανισμένου δίσκου και τροχού που στρέφει κατακόκκινος κι αόρατα σφυριά σ’ όλες τις πόρτες. Κορμιά γυμνά των χαλκουργών σκυμμένα απάνω από την πίσσα. Κι ο γιος του Πελλερέν μ’ ένα ζικ-ζακ πέρασε ανάμεσα και χάθηκε. Πίσω του ράγισε η εποχή και στ’ άνοιγμα του δρόμου φάνηκε η πομπή. Και κορυφαία της πομπής η άναρχη τρεμάμενη μορφή της Ευτυχίας Πρίντζου.
Βασίλης Γκουρογιάννης,...
Τα Γιάννενα από φωτογραφίες
Όταν η μνήμη οπλοφορεί, το όπλο της είναι η φωτογραφική μηχανή.
Ό,τι αποτελεί θαυμαστό στη διαδικασία της φωτογράφισης δεν είναι η ακριβής αποτύπωση τοπίων, προσώπων, αντικειμένων, αλλά το εφευρετικό κατόρθωμα να αναρροφώνται όλα αυτά ταυτόχρονα κι αστραπιαία στο σκοτεινό θάλαμο της μηχανής, όπως συμβαίνει μια χαώδης υποθαλάσσια καταβύθιση χωρίς η επιφάνεια των νερών να προδίδει το συμβαίνον.Ξεφυλλίζω μαθητικές και νεανικές φωτογραφίες, κυρίως ασπρόμαυρες, από το δέντρο του προσωπικού μου χρόνου.
Φωτογραφίες τραβηγμένες στα κάστρα, στη λίμνη, στα τζαμιά, σε γυμνασιακές εκδρομές σε πλησίον αξιοθέατους και ευρύχωρους τόπους. Το μικρό γυαλιστερό χαρτί γίνεται οθόνη, ζωντανεύει, σαλεύω μέσα του. Εδώ βρίσκομαι επάνω στην τσιμεντένια στέγη ενός πυροβολείου. Ένα από την οδοντωτή σειρά των πυροβολείων της οχύρωσης του Μπιζανίου, γερμανικού σχεδιασμού προς χρήση του τουρκικού στρατού. Από την κούφια κοιλιά της οχυρής θέσης λείπει ο ατσάλινος δράκος που κάποτε κοιτούσε προς το Νότο και ξερνούσε ατσάλι και φωτιές. Ανιχνεύω με τις παλάμες μου τα αποφλοιωμένα τοιχώματα, τις βαθιές εγκοπές καμωμένες σίγουρα από τις αθόρυβες εκρήξεις του χρόνου, μα κι από τα θραύσματα εκείνων των οβίδων που άλλοι ατσάλινοι δράκοι (φιλικοί αυτοί) έριχναν κατά δω από το χάνι Εμίν Αγά.
Ο τόπος δεν μυρίζει καμένη πυρίτιδα, αλλά κοπριά σταυλισμένων αιγοπροβάτων, δεν αναπηδούν στο τσιμεντένιο δάπεδο πυρακτωμένοι κάλυκες, οι πυροβολητές δεν συγκρατούν με το χέρι τα φέσια από το ωστικό κύμα.
Είναι σούρουπο. Κοιτάζω προς Βορράν. Κοιτάζω την πόλη. Μια γλυκιά αχλύ απλώνεται πάνω της ως να είναι λίμνη ζαχαρόμελο που βράζει και ατμίζει.
Τώρα εδώ ο φακός με πήρε από δυτικά. Θα πρέπει να βρίσκομαι στον αυλόγυρο του τζαμιού του Αλή Πασά. Ο ήλιος προφανώς χάνεται πίσω από τα βουνά της Δωδώνης, το τελευταίο φως μεταποιεί σε χαλκό το βραχώδες έδαφος των Τζουμέρκων.
Κοιτάζω προς Ανατολάς. Το νησάκι αναδύεται από τα νερά της λίμνης. Το μοναστήρι των Φιλανθρωπινών στάζει από τη στέγη του βούρκο και νερά και οι αγιογραφημένοι στον πρόναό του Έλληνες φιλόσοφοι για ακόμη μια νύχτα στους αιώνες σκιρτούν να αποτοιχισθούν, να φτερουγίσουν ως την Ιερή Δωδώνη.
Η λίμνη στοιχειωμένη. Ίσως εμφανισθούν τα παιδιά του Αλή Πασά βυθισμένα στα γουναρικά και τις πιρόγες και η κάνη των όπλων να ξεπροβάλει τινάζοντας μολύβι προς τις σκιαγμένες αγριόπαπιες. Εδώ τα μικρά καραβάκια – με εισιτήριο δυο δραχμών – εκτελούν ακατάπαυστα το δρομολόγιο Μώλος – Νησί – Ντραμπάτοβα. Τα χέρια των παιδιών φθάνουν ως το νερό και οι παλάμες σχίζουν τα σκουροπράσινα νερά. Στα δάχτυλα αγγιστρώνονται ξεριζωμένα νούφαρα.
Αξέχαστα ταξίδια χωρίς προορισμό, έτσι μόνον για να βουτούν οι παλάμες μας στα σκουροπράσινα νερά, να στάζουν τα δάχτυλα χλιαρό νερό, να μυρίζουν βούρκο.
Μώλος – Νησί – Ντραμπάτοβα – Νησί – Μώλος. Στο στόμα γεύση βατραχοπόδαρων, τηγανισμένων με αυγό.
Αρχές καλοκαιριού μετά τις γραπτές εξετάσεις κατευθείαν βουτιά στο «Δώδεκα», πίνοντας στην ίδια θέση από το ίδιο νερό που ήπιε η κυρα-Φροσύνη μαζί με άλλες χριστιανές και μουσουλμάνες.
Το νερό της λίμνης αφήνει γλυφάδα στο λαρύγγι και το στεγνό δέρμα του κολυμβητή λόγω της εναπόθεσης λεπτών ιζημάτων επάνω του γίνεται μια τεράστια περγαμηνή όπου μπορείς να γράψεις ολόκληρα κείμενα. Αντί πένα, με ξυλαράκι πλατάνου γράφτηκε σε εφηβικό πόδι φθάνοντας ψηλά, σχεδόν στη διχάλα το σουξέ της εποχής.
«Όσο αξίζεις εσύ και η καρδιά σου η χρυσή δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη!»<.p>
Η γη ήταν ολόκληρη εκεί, στα ηλεκτρόφωνα της παραλίας που περιέστρεφαν θεαματικά το σύνολο των δίσκων όπως περιστρέφεται η γη και ξαφνικά το «νοήμον» μηχάνημα αποσπούσε με την αρπάγη του το δίσκο που ήξερε ότι επιθυμούσες κι αντιλαλούσαν τραγούδια ως το απέναντι Στρούνι, στις πλαγιές του Μιτσικελιού.
«Θα πουλήσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι» κι ύστερα απ’ αυτό με συχνότητα φυσικού φαινομένου ακουγόταν η καουμπόικη μουσική από το «Τρύπιο δολάριο».
Σε άλλος φωτογραφικό στιγμιότυπο η «Εμποροπανήγυρη». Αυτή γινόταν αρχές Σεπτέμβρη. Μετσοβίτικες φλοκάτες απλωμένες στα πλατάνια της λίμνης, τα έντονα χρώματά τους αλλοίωναν μαγικά τα σκουροπράσινα νερά, μουσούδια ευτυχισμένα και λαίμαργα φώλιαζαν στο μαλλί της γριάς.
Κολλητά στο Κάστρο το γιγάντιο βαρέλι «Ο γύρος του θανάτου»! Στον κλειστό χώρο του, ο ακροβάτης μοτοσικλετιστής λατρευόταν με εισιτήριο πέντε δραχμών. Αυτός ήταν ο πρώτος θεός της ζωής που εκτελούσε αδιαμφισβήτητο θαύμα.
Και πάλι εδώ η λίμνη αλλά παγωμένη. ποδήλατα τριγυρίζουν στα νερά της. Άνθρωποι παράτολμοι απομακρύνονται αρκετά μακριά από τη στεριά, αφουγκράζονται με αλάνθαστο ένστικτο τους τριγμούς του πάγου.
Ο νυκτερινός βοριάς κατάβρεξε τους παρόχθιους πλατάνους, η ανατολή τους βρήκε ντυμένους με διάφανους πάγους και τους άναψε σαν πολυέλαιους. Καρέκλες λησμονημένες από τις καλοκαιρινές μέρες, βρεγμένες στην προκυμαία, έγιναν εφήμεροι θρόνοι μεγαλοπρεπείς και λείοι.
Αυτή η πόλη θαρρείς δεν έχει ηλιακό φως. Ο φωτεινός δίσκος που περιστρέφεται στο στερέωμα δεν είναι ο ήλιος της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά ένα είδος σέλας πολικό που φιλτράρει τις ακτίνες του μέσα από πηχτόν αιθέρα. Αυτό το αμβλυμμένο φως δίνει στις κινήσεις των ανθρώπων την πένθιμη γοητεία των παραφυσικών σκιών.
Ίσως αυτό εξηγεί την εμμονή του Θ. Αγγελόπουλου να κάνει πολλά γυρίσματα ταινιών σ’ αυτή την πόλη.
Λόγου χάρη κι αυτή η τελευταία φωτογραφία δεν έχει καθόλου φωτεινότητα. Δείχνει να είναι προχωρημένο δειλινό επάνω στα νότια κάστρα. Φωτογραφία κομμένη σχεδόν στη μέση, για την ακρίβεια διαμελισμένη. Το ψαλίδι έπρεπε τότε να έκοβε με οργή. Αυτό μαρτυρείται από την τεθλασμένη γραμμή. Προς τη δική μου μεριά έμεινε το δεξί τζάμι, λίγα αγριόχορτα στα πόδια μου, μια αγριοσυκιά κρεμασμένη στο ύψος της πολεμίστρας και στ’ αριστερό μου χέρι πλεγμένο ένα δεξί λεπτό χέρι ορατό πιο κάτω από τον αγκώνα του. Περασμένο στο δάχτυλο ένα απλό δαχτυλίδι μάλλον ασημένιο, ένα από τα άφθονα μικροκοσμήματα που εμπορεύονται Γιαννιώτες ασημουργοί.
Δείχνει ένα προχωρημένο δειλινό, σχεδόν σούρουπο. Το κάστρο στουπώνει τα ρήγματά του με σκοτάδι.
Είναι λεπτή η στιγμή, η πιο λεπτή ισορροπία που συμβαίνει σ’ έναν αγαπημένο τόπο, όταν το πρώτο αραιό σκοτάδι κλείνει κάπως τις πληγές, ακριβώς λίγο προτού το ηλεκτρικό φως τις φωτίσει πάλι με το δυνατό, το άσπλαχνο φως των χειρουργείων.
Ναπολέων Λαζάνης, Κεφα...
Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο
Κυριακή πρωί σηκώνονται γρηγορότερα οι γυναίκες. Φτιάνουν τον νταβά με το φαΐ να τον έχουν έτοιμο που θα ξυπνήσουμε. Παίρνει τον νταβά ο πεθερός τον πάει στο φούρνο. Εγώ καφέ και τσιγάρο. Γυρίζει ο πεθερός. Τρώει το γάλα του με το ψωμί. Τελειώνουμε. Να ντυθώ κι εγώ γρήγορα κι αργήσαμε. Ξεκινάμε. Μπροστά ο πεθερός κι εγώ. Πίσω η πεθερά κι η γυναίκα με το παιδί αγκαλιά. Χαιρετάμε τους γνωστούς όλο το δρόμο ως τη Μητρόπολη. Στην εκκλησία σοβαροί. Οι γυναίκες στη μεριά τους. Εμείς όρθιοι. Βρίσκει ο πεθερός καμία φορά στασίδι. Τις περισσότερες όρθιος κι αυτός. Περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία. Να πάρουμε το αντίδωρο. Το σταυρό μας και στο προαύλιο. Σιγά σιγά επιστροφή σπίτι. Μπαίνουμε στο Κάστρο. Στο έμπα αριστερά ο φούρνος. Παίρνει ο πεθερός τον νταβά με το φαΐ. Μοσχοβολάει κυριακάτικο κρέας, μας σπάει τη μύτη.
Στις αρχές πηγαίναμε με τον πεθερό στην Όαση για ούζο. Τώρα πίνουμε το ούζο στον κήπο ώσπου να ετοιμάσουν οι γυναίκες το τραπέζι. Τελειώνουμε το ούζο. Ώρα για φαΐ. Γύρω γύρω στο τραπέζι. Ήσυχα ήσυχα. Πίνουμε κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Μας πιάνει νύστα. Οι άλλοι θα κλέψουν τον μεσημεριανό τους. Εγώ βάζω τη γυναίκα και μου φτιάνει δυνατό καφέ. Πρέπει να ξενυστάξω. Ξενυστάζω στο στάδιο. Στο στάδιο φασαρία. Βρίσκω τους φίλους. Στηνόμαστε όρθιοι και παρακολουθούμε τις ομάδες. Φωνές και φασαρία. Κερδίζει η ομάδα μας πανηγυρίζουν οι φίλοι δίπλα μου. Χάνει φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι. Παν στο καφενείο να πιουν να ξεδώσουν. Να φωνάξουν. Να βρίσουν. Θα τους πάρει το βράδυ μέχρι να καλμάρουν. Εγώ τους αφήνω.
Ανεβαίνω αργά αργά ως τον Κουραμπά. Απ’ τον Κουραμπά στο νεκροταφείο. Πάω στα μνήματά τους. Τα καθαρίζω απ’ τ’ αγριόχορτα. Κάνω το σταυρό μου. Μένω λίγο σκεφτικός και τα κοιτάζω. Ξανά το σταυρό μου. Φεύγω. Παίρνω την κατηφόρα ως την Καλούτσιανη. Πίσω το δρόμο απ ‘τα μποστάνια. Γύρω γύρω τη λίμνη. Απ’ τη λίμνη στο Κάστρο. Φτάνω σπίτι σαν σουρουπώνει. Ώσπου να ξεντυθώ και να βάλω τις πιτζάμες παίρνει και βραδιάζει. Το βραδινό λίγο περίσσευμα απ’ το μεσημέρι. Κανένα αυγό με τυρί. Να περάσει κι αυτή η ώρα. Να πάμε για ύπνο. Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα. Αρχή της βδομάδας. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.
Στα Γιάννενα βρέχει πολύ το φθινόπωρο. Κάνει μέρες να σταματήσει. Ύστερα έρχονται τα Χριστούγεννα με χιόνια. Απόκριες. Κι αυτές τις περισσότερες φορές με χιόνι. Κρύο οπωσδήποτε. Το Πάσχα άνοιξη. Μοσχοβολάει ο τόπος. Το καλοκαίρι ζέστα φοβερή. Κάψα. Περιμένουμε το φθινόπωρο να βρέξει. Ξεράθηκε ο τόπος. Έρχεται το φθινόπωρο και βρέχει. Βρέχει, δε λέει να σταματήσει. Λίγο χιόνι. Πεθυμήσαμε λίγο χιόνι. Το χιόνι θα πέσει τα Χριστούγεννα. Μπορεί και γρηγορότερα. Μπορεί να ’ναι βαρύς ο χειμώνας, να το κρατήσει και μέχρι Μάρτη. Το Πάσχα μια φορά θα ’χει οπωσδήποτε καλό καιρό. Άνοιξη το Πάσχα. Κι ύστερα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σκασίλα ζέστη μέχρι το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θ’ αρχίσουν πάλι οι βροχές ασταμάτητες […]
Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Ποδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφόρα της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το Πανεπιστήμιο.
Ο πεθερός όλο και γερνάει. Φυτεύει στον κήπο τρεις μηλιές. Μικρές μικρές τις βλέπω. Μεγαλώνουν οι μηλιές. Γίνονται δέντρα. Κάνουν και μήλα. Εγώ μικρές τις βλέπω. Βλέπω το μεγάλο γιο να τον μαθαίνω κολύμπι στη λίμνη. Πρώτα με σαμπρέλα. Ύστερα χωρίς. Σιγά σιγά και τον ακουμπάω με την κοιλιά στις παλάμες. Να μάθει απλωτές. Να μάθει να χτυπάει τα πόδια. Και τον μεσαίο. Να μην το φοβάται έτσι το νερό. Και τον μικρό. Κοκαλιάρης ο μικρός κι όλο κρυώνει. Μικρές κι οι μηλιές στο μυαλό μου και τα πλατάνια στο μόλο τεράστια. Στέκομαι από κάτω και βρέχει. Στάζουν τα φύλλα και κοιτάζω τη χαρακιά στο Μιτσικέλι. Και δακρύζουν τα μάτια.
Ο γιος ο μεγάλος κι ο μεσαίος κι ο μικρός. Κάνουν ζαβολιές. Τους ρίχνω καμιά καρπαζιά. Βάζω και φωνή, να με σέβονται. Να με φοβούνται. Τα πεθερικά τα παραχαϊδεύουν. Η γυναίκα στις δουλειές. Εγώ στο μαγαζί απ’ τα βαθιά χαράματα. Αυτά στα παιγνίδια. Όλο και ξεπορτίζουν. Να ’χουν το φόβο. Να διαβάζουν. Είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να μπουν σε τάξη. Μικρά με κοντά παντελόνια. Μικρά με μακριά. Μικρά και ξυρίζονται. Μικρά και παν στο πανεπιστήμιο. Μικρά κι αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα.
Ο πεθερός βγαίνει στη σύνταξη. Γυροφέρνει στον κήπο. Βοηθάει τις γυναίκες στις δουλειές. Η γυναίκα μου ολημέρα στο μαγείρεμα. Σκούπισμα, πλύσιμο. Τη βλέπω που γυρίζω τα μεσημέρια κι είν’ ακόμα με τ’ αλεύρια. […]
Το τσιγάρο το ’κοψα. Μεγάλο έξοδο. Κρασί Χριστού και Πάσχα. Μαζί με τα παιδιά. Έρχονται τα παιδιά με τις οικογένειές τους. Περνάμε καλά. Ύστερα ανοίγει η πόλη τις πύλες της. Στέκομαι στους τρεις ανέμους και τ’ αποχαιρετάω. Στο μυαλό μου η χαρακιά. Αυτή η χαρακιά και τα πρωτοπήρε. Τη βλέπω στον ύπνο εφιάλτη. Φίδι μαύρο και με πλησιάζει. Με τυλίγει. Πόδια και μπράτσα και λαιμό. Με πνίγει. Κατηφορίζω στο μόλο να πάρω ανάσα. Σκεπή μου τα πλατάνια. Γαλήνη μου η λίμνη. Βαδίζω αργά κι είμαι μόνος. Οι άλλοι στην πλατεία στριμωγμένοι στα καφενεία και παίζουν χαρτιά. Μπεκροπίνουν. Ξοδεύουν τα λεφτά τους. Δεν είναι οικογενειάρχες ν’ αναστήσουν παιδιά. Να τα βάλουν στον ίσιο δρόμο. Ο ίσιος δρόμος αυτή η πληγή που σκίζει το Μιτσικέλι λοξά. Και στριφογυρίζει. Όλο στριφογυρίζει και χάνεται πέρα μακριά. Πολύ μακριά. Τόσο που δε φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα το δικό μου. Το πατρικό. Άδικα τον χαστούκισα το μεγάλο που ’σπασε το τζάμι με τη σφεντόνα. Και τον μεσαίο. Χάλασε την πατίνα και τον έβαλα τιμωρία νηστικό. Κι εκείνον το μικρό. Τι να δείρεις από δαύτον που του μετριούνται τα παΐδια. Ο πεθερός σκέφτεται να κόψει τις μηλιές. Μεγάλωσαν λέει. Παραμεγάλωσαν. Το ’χασε ο άνθρωπος. Τόσο δα μηλίτσες και μεγάλωσαν. Τι να πεις.
Τα καλοκαίρια το βραδάκι πάμε όλοι μαζί βόλτα στο μόλο. Έχει καλαμπόκι. Στα καφενεία κόσμος. Δεν καθόμαστε. Τζάμπα έξοδο. Κείνο το καφενείο στη στροφή Η Κυρα-Φροσύνη βγάζει το μεγάφωνο και βάζει όλο παλιά τραγούδια. Καντάδες και τέτοια. Κι η λίμνη φαίνεται με τα φώτα μαύρος καθρέφτης. Τραβηχτικός. Κι απάνω γλιστράν οι βάρκες σκιές. Κι είναι κι η βενζίνα, πηγαινοέρχεται τουκ τουκ. Κι είναι και τα βατράχια όλα μαζί συναυλία. Τρώμε το καλαμπόκι και γυρνάμε αργά σπίτι. Σπίτι έχει γάλα με γιαούρτι και παπάρα ψωμί. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πολύ νόστιμο.
Φθινόπωρο βροχές κι η εμποροπανήγυρη. Και περνάει η εμποροπανήγυρη κι ακόμα βροχές. Όσο πιο πολλές τόσο καλύτερα. Σπρώχνουν το χρόνο στα Χριστούγεννα. Τούτα τα Χριστούγεννα μπορεί να ’ρθει μόνο ο μικρός ο γιος με την οικογένεια. Υπάρχει και μια ελπίδα το Πάσχα να ’μαστε όλοι μαζί. Αρχίζω και μετράω τα χρόνια π’ απομένουν για τη σύνταξη. Και βλέπω στην κορφή του βουνού που ξεκόβεται μια πετρούλα. Την παίρνει ο χείμαρρος και την κατεβάζει ως κάτω στο νταμάρι. Από κει τη φορτώνουν μαζί με τ’ αμμοχάλικο. Στρώνουν να φτιάξουν περιφερειακό δρόμο στη λίμνη. Κι η πετρούλα πέφτει άκρη άκρη στο δρόμο. Κι εγώ περνάω και της δίνω μια κλοτσιά. Και την ακούω που πέφτει στο νερό ανάμεσα στα καλάμια και κάνει μπλουμ. Και κάθε φορά περνάω και κοιτάζω το μέρος που την έπνιξα. Την πετρούλα που ξεκόλλησα απ’ το βουνό. Κι έφτασε στη λίμνη. Και βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Αρχίζω και γερνάω.
Ναπολέων Λαζάνης, Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, Πατάκης 1995, σ. 123-125, 145-153 και 161-164.
Απόστολος Οικονόμου, Σ...
Να είσαι μαθητής στη Ζωσιμαία σχολή δεν ήταν τόσο εύκολο, όσο και το να ζεις σε μια επαρχιακή πόλη σαν τα Γιάννινα.
Γιατί η Σχολή αυτή είχε δημιουργήσει παράδοση πολλών επιτυχιών στις εξετάσεις για τα Ανώτερα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα κι αυτό την είχε καταστήσει δέσμια μιας απαιτητικής νοοτροπίας, που χρόνο το χρόνο τη μετέτρεψε σ’ ένα αυστηρό σχολείο με μεγάλη πειθαρχία. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλο κόστος για πολλές γενιές νέων παιδιών που πέρασαν απ’ τα θρανία της και υπέστησαν τις συνέπειες μιας τέτοιας πνευματικής αγωγής. Σ’ ένα τέτοιο λοιπόν περιβάλλον, με την ανάλογη νοοτροπία, βρεθήκαμε κι εμείς μαθητές της, προσπαθώντας ν’ αντέξουμε χωρίς συγκρούσεις την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και ν’ ανταπεξέλθουμε στο βασανιστικό μπελά των Μαθηματικών και Αρχαίων, του συντακτικού και των εξισώσεων. Μαζί μας στο ίδιο μαγκανοπήγαδο οι καθηγητές της Σχολής – αντίπαλοι αυτοί – θύματα της ίδιας νοοτροπίας και των μεγάλων απαιτήσεων, προσπαθώντας να φανούν αντάξιοι των προκατόχων τους αλλά και των φιλοδοξιών πολλών οικογενειών της πόλης, που κάθε χρόνο στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο είχαν σαν σημείο αναφοράς αυτούς και την εργασία τους.
Δίπλα μας, τις εκτός σχολείου ώρες, ήταν η πόλη.
Με τα πολλά σουλάτσα, το γήπεδο, το σινεμά, τα κορίτσια που πήγαιναν φροντιστήριο και τα ουζερί με το ατέλειωτο παράπονο των λαϊκών τραγουδιστών.
Και κάποιες στιγμές υπήρχε ο εαυτός μας, μόνο αυτός, όταν κλεισμένοι στο δωμάτιο του σπιτιού ή το βράδυ πριν κοιμηθούμε με κλειστά φώτα, ονειρευόμαστε περιφανείς νίκες και ατέλειωτους θριάμβους που ικανοποιούσαν την επιθετικότητα και τις φιλοδοξίες μας και άλλες, λίγες φορές αυτές, βλέπαμε επιτυχές σε μαθήματα και σπουδές, που ταυτίζονταν με τις προσδοκίες των γονιών μας και τους έκαναν περήφανους για μας.
Το περισσότερο παιγνίδι γίνονταν στη μάντρα αυτοκινήτων που είχε ο πατέρας του Αχιλλέα. Ένα παλιό εγκαταλειμμένο φορτηγό ήταν το επιτελείο μας, στεριωμένο στον τοίχο φτιάξαμε το μονόζυγο. Μαζί κι ο Γιάννης, οι τρεις, είχαμε το προνόμιο να είμαστε γείτονες, συμμαθητές και φίλοι. Όταν θέλαμε να ξεφύγουμε πιο πέρα, το λιβάδι της Κιάφας προσφέρονταν για τρέξιμο και ποδόσφαιρο με τ’ άλλα παιδιά της συνοικίας.
Ο Αχιλλέας πιο μαγκάκι και ζωηρός απ’ τους τρεις μας, αρκετές φορές μας άφηνε μόνους γιατί νταραβερίζονταν με κορίτσια, καθώς έλεγε, για τα οποία ύστερα μας διηγούνταν διάφορες ιστορίες που όσο πιο σκαμπρόζικες και τολμηρές ήταν, τόσο μεγάλωνε τη δειλία μας απέναντί τους. Έπρεπε δε να περάσουν μερικά χρόνια για ν’ αντιληφθούμε πως όλα αυτά ήταν κατασκεύασμα της φαντασίας του και ότι ο ίδιος ήταν δειλός όσο εμείς.
Τις εκτός παιγνιδιού ώρες, αφού περιποιούμαστε τους εαυτούς μας, με κυριότερη φροντίδα το χτένισμα και το ίσιωμα των μαλλιών, παίρναμε σβάρνα τους δρόμους της συνοικίας, με ίδιο ύφος και τρόπο βαδίσματος, επιβλέποντας τους ανθρώπους της, επιστατώντας σε κάθε εργασία που γίνονταν.
Και το βράδυ στο σπίτι λίγη μελέτη στα γρήγορα, όση χρειάζονταν να μην έχουμε προβλήματα με το σχολείο και τους γονείς μας.
Διαφορετική, ξένοιαστη εποχή, που η απόσταση του χρόνου την κάνει ομορφότερη και που θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Θα βοηθούσε σ’ αυτό περισσότερο απ’ όλα, ακόμη κι απ’ τη μεγαλύτερη ικανοποίηση βασικών αναγκών, η διέξοδος σε μια ζωή με μεγαλύτερη ποικιλία και περιπέτειες. Τέτοιες δυνατότητες όμως δεν υπήρχαν – όπως δεν υπάρχουν ποτέ – κι αυτό μας άφηνε με την αίσθηση του ανικανοποίητου, με τ’ όνειρο που δεν μπορούσε να βρει διέξοδο, ν’ ανταποκριθεί στην πραγματικότητα.
Παρηγοριά μας, τα διάφορα φτηνά περιοδικά και οι αστυνομικές ιστορίες σε βιβλία τσέπης, που διαβάζαμε στο παρατημένο φορτηγό της μάντρας ή και καμιά φορά κρυφά στο σπίτι. Τότε ταξιδεύαμε με τη φαντασία ακολουθώντας τους ήρωές μας σε χώρες εξωτικές, μακρινές, συμπάσχοντας μαζί τους και λυτρωμένοι κατά κανόνα με το αίσιο τέλος των περιπετειών τους. Πιστεύαμε πως η πραγματική ζωή βρίσκεται κει, μακριά απ’ τον τόπο μας, διαφορετική, με άλλους κανόνες και δυνατότητες, πέρα από κάθε αναγκαιότητα. Κι ελπίζαμε πως κάποτε θα συναντηθούμε μαζί της.
* * *Το μόνο καινούργιο εκείνη τη χρονιά στο σχολείο ήταν ο νέος καθηγητής Γαλλικών. Κι αν τον μνημονεύω, δεν είναι για τη μικρή ηλικία που είχε ή για τα σγουρά μαλλιά, τη γαμψή μύτη και τα κουρασμένα μεγάλα μάτια του πίσω απ’ τα γυαλιά μυωπίας. Ούτε για το ότι απέφευγε διακριτικά τους άλλους καθηγητές, μήτε και για τον τρόπο διδασκαλίας της ξένης γλώσσας. Σ’ αυτό δεν διέφερε και πολύ απ’ τον προηγούμενο, ούτε απ’ τους άλλους καθηγητές της σχολής.
Το αξιομνημόνευτο με αυτόν είναι, πως μετά τις πρώτες μέρες εκείνης της σχολικής χρονιάς, άρχισε ν’ αφιερώνει λίγη απ’ την ώρα του μαθήματος, για να μας γνωρίσει την ντόπια και ξένη (κυρίως αυτή) ποίηση και λογοτεχνία, με συνεχείς αναφορές στους κλασσικούς και τα έργα τους και με εμφανή την προσπάθεια μυήσεώς μας στον κόσμο του πνεύματος. Σ’ αυτό είχε την τεχνική του, περνώντας πάντα με κάποια αφορμή απ’ το μάθημα στις επί πλέον αυτές παραδόσεις, που πια ήταν μόνιμες την ώρα διδασκαλίας του. Έτσι λοιπόν μετά το γράψιμο και το διάβασμα των Γαλλικών, ακολουθούσε πάντοτε προς το τέλος μια μικρή διάλεξη με ανάλογο περιεχόμενο.
Στην αρχή, αυτή η προσπάθειά του, μας άρεσε, όχι τόσο γιατί ήταν σε βάρος ενός μαθήματος που βαριόμαστε, αλλά γιατί ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μας που ακούγαμε για καταραμένους ποιητές και Μπαλζάκ, για Ρώσους κλασσικούς και Κάφκα.
Σιγά-σιγά όμως το ενδιαφέρον μας εξανεμίστηκε, πάψαμε πια να τον παρακολουθούμε, περιμένοντας βαριεστημένοι την ώρα του διαλείμματος. Άλλωστε για να ’χει ενδιαφέρον ένα μάθημα σαν αυτό, χρειάζονταν διάλογος και συζήτηση, που όμως ήταν αδύνατα από έλλειψη ανάλογης παιδείας σε μας. Για ν’ αντιληφθείτε καλύτερα που βρισκόμαστε, σας λέω πως ίδια με τα δικά μας διαβάσματα ήταν και των υπολοίπων συμμαθητών μας.
Ο κ. Αρσένης όμως – αυτό ήταν τ’ όνομά του – δεν το ’βαζε κάτω. Συνέχιζε τις παραδόσεις αυτές με τον ίδιο ζήλο των πρώτων ημερών, ελπίζοντας ίσως πως αν κάτι δεν κερδίζαμε εκείνο τον καιρό, θα μπορούσαμε να το πετύχουμε στο άμεσο μέλλον.
Εκείνη τη βδομάδα είχαμε χάσει το ένα απ’ τα δυο του μαθήματα κι όπως μας πληροφόρησε ο Γυμνασιάρχης θα χάναμε και το άλλο της επόμενης μέρας, γιατί ο καθηγητής αυτός ήταν άρρωστος.
Αυτή τη μέρα επιλέξαμε με το Γιάννη να χάσουμε και τ’ άλλα μαθήματα μαζί με τα Γαλλικά. Καθώς καταλάβατε αποφασίσαμε για σκασιαρχείο μιας μέρας απ’ το σχολείο. Η χρονιά ήταν μεγάλη και κουραστική, ο Μάρτης μόλις μπήκε, οι Πασχαλινές διακοπές ήταν μακριά, το κουράγιο μας είχε εγκαταλείψει. Ό,τι έπρεπε για ξεκούραση μιας ημέρας και για ψάρεμα στο νησάκι.
Ανακοινώσαμε την απόφασή μας στον Αχιλλέα, αλλά παραδόξως αυτή τη φορά δε θα μας ακολουθούσε.
Όλο τ’ απόγευμα ασχοληθήκαμε με την οργάνωση του σκασιαρχείου αυτού, με το σχεδιασμό των κινήσεών μας της άλλης μέρας. Κανονίσαμε για τα χρήματα και πετονιές, το δρομολόγιο και τις δικαιολογίες. Τέλος δε, συνεννοηθήκαμε για την πρωινή μας συνάντηση.
* * *Βγαίνοντας πρωί απ’ το σπίτι βιαστικός για το ραντεβού μου, με περίμενε η έκπληξη της πυκνής ομίχλης, που είχε απλώσει παντού το άσπρο της σύννεφο, μη επιτρέποντας να δεις παρά μόνο λίγα μέτρα κοντά σου.,/p>
Αποβραδίς βέβαια έδειχνε πού θα πήγαινε το πράγμα. Απ’ τη μεριά της λίμνης, σαν να ’χε ανοίξει μια τρύπα σ’ αυτή, έρχονταν προς την πόλη μικρά κύματα ομίχλης, που σιγά-σιγά τη σκέπασαν όλη. Είχαμε πιστέψει πως ως το πρωί θα ’χε σκορπίσει, αλλά όπως αποδείχτηκε κάναμε λάθος εκτίμηση. Η εξέλιξη αυτή δεν υπήρχε στα σχέδιά μας, μα και να θέλαμε δεν μπορούσαμε τώρα να κάνουμε πίσω, δεν είμαστε για σχολείο, είχαμε μείνει τελείως αδιάβαστοι.
Ο Γιάννης με περίμενε νευρικός στο συμφωνημένο μέρος. Φαίνεται πως κι αυτός είχε απορρίψει την ιδέα της αναβολής, γιατί χωρίς να πούμε κουβέντα, προχώρησε προς τη μάντρα που ήταν ο πρώτος σταθμός μας.
Κρύψαμε τσάντες, πήραμε πετονιές και βιαστικά χωθήκαμε στο πρώτο δρομάκι. Από κει, περνώντας απ’ τα στενά σοκάκια της Καλούτσιανης που τόσο καλά γνωρίζαμε, φτάσαμε πίσω απ’ τα Λιθαρίτσια, χωρίς να έχουμε καμία ανεπιθύμητη συνάντηση. Διασταυρωθήκαμε μόνο με λίγα αυτοκίνητα που πήγαιναν προς το κέντρο, με τα φώτα αναμμένα και τους καθαριστήρες σε λειτουργία. Αποφύγαμε το δρόμο της Μητροπόλεως, μπήκαμε στα στενά της Σιαράβας. Εδώ, όπως φαίνονταν, η ζωή είχε ξεκινήσει από ώρα. Απ’ τα φωτισμένα εργαστήρια λαϊκής τέχνης ακούγονταν το μονότονο χτύπημα των σφυριών και το σφύριγμα κάποιου τεχνίτη. Πιο κάτω στα ξυλουργεία, τον τσιριχτό ήχο της μηχανής, προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να μαλακώσει η μουσική κάποιου ραδιοφώνου. Η μυρωδιά του κομμένου ξύλου απλώνονταν σ’ όλη τη συνοικία.
Βγήκαμε Σκάλα, δίπλα στο Σάββα. Τα χνώτα στα τζάμια δεν άφηναν να δεις μέσα, μα απ’ τις φωνές που ακούγονταν καταλάβαινες πως το καφενείο ήταν γεμάτο. Τα θολά τζάμια εμπόδιζαν να δούμε αν οι μεταφορείς έπιναν ακόμη τον καφέ τους ή είχαν αρχίσει τα τσίπουρα. Όπως και να ’χε, το μεροκάματο δύσκολα θα ’βγαινε σήμερα γι’ αυτούς. Μπροστά μας το φρούριο σκοτεινό και γυμνό, στο άσπρο φόντο πίσω και πλάι του.
Ο φίλος μου μίλησε πρώτος.
— Να πάμε μέσα απ’ το κάστρο. Δεν υπάρχει ψυχή τέτοια ώρα.
— Θα προλάβουμε το καραβάκι;
— Κάνε γρήγορα. Θα προλάβουμε.
Περάσαμε απ τη μικρή πύλη σχεδόν τρέχοντας. Εδώ η ψιλή σκόνη – όπως έδειχνε – της ομίχλης, ήταν πυκνή. Έρχονταν με μικρά κύματα και μας χτυπούσε στο πρόσωπο, μα πιο πολύ μας πάγωνε το υπόλοιπο κορμί. Ούτε το κρύο, ούτε η βιασύνη όμως μας εμπόδιζαν να προσέξουμε την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών όπως αναδεικνύονταν στο θολό φόντο, με τα ζωηρά χρώματα των τοίχων, τις μεγάλες καμάρες, τις βαριές ξύλινες εξώπορτες, σαν ζωγραφικοί πίνακες δίχως βάθος.
Απ’ την πίσω πύλη φτάσαμε γρήγορα στο μώλο, που ήταν ο επόμενος σταθμός μας. Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα. Έπρεπε να μπούμε στο καραβάκι χωρίς να μας δει κανένας γνωστός. Κρυφτήκαμε σ’ ένα απ’ τα πολλά πλατάνια, ελέγχοντας και τις δύο πλευρές τις παραλίας. Μέχρις ότου ακουστεί η κόρνα του μικρού καραβιού, ειδοποιώντας τυχόν καθυστερημένους επιβάτες, κανένας δεν πέρασε στο δρόμο μπροστά μας. Ησυχάσαμε δε περισσότερο όταν μπαίνοντας μέσα, διαπιστώσαμε πως ήταν σχεδόν άδειο, με μόνους επιβάτες το βαρκάρη, το βοηθό του και μια γριούλα καθισμένη στο πρώτο κάθισμα.
Οι βάρκες αραγμένες κοντά, πίσω τα γυμνά πλατάνια, στο καφενείο της παραλίας φαίνονταν λίγο φως.
Πηγαίναμε σιγά, με τον προβολέα αναμμένο, τη μηχανή χαμηλά. Προσπερνώντας την Κυρά Φροσύνη που αχνά διακρίνονταν, έψαξα τον όγκο απ’ το τζαμί του Ασλάν Πασά. Δεν φαίνονταν όμως τίποτε απ’ αυτό. Καμιά γραμμή, κανένα σχήμα. Σαν να μην υπήρχε. Ίσως μια φευγαλέα στιγμή μόνο, θα πρέπει να διέκρινα την κορυφή του μιναρέ, να βγαίνει στον ουρανό σαν απ’ το πουθενά, καθώς ο ήλιος σε κείνο το μέρος επιχειρούσε να βρει διέξοδο στην ομίχλη. Αριστερά δεξιά, μπρος και πίσω μας τίποτε. Βλέπαμε μόνο στα λίγα μέτρα τα πράσινα νερά και τη μεγάλη αυλακιά που άφηνε η βάρκα πίσω της.
Φτάσαμε στις σημαδούρες του κωπηλατικού ομίλου, χωρίς τα μαύρα πουλιά που κάθονταν πάνω τους να φοβηθούν και φύγουν, ακόμη κι όταν ο βοηθός του βαρκάρη κουνώντας τα χέρια του χούγιαξε αρκετές φορές.
«Χαζοπούλια. Μήτε φοβόσαστε, μήτε βλέπετε πέρα απ’ τη μύτη σας. Λίγα μέτρα πιο πάνω να πετάξετε και θα βγείτε στον ουρανό και τον ήλιο».
Τώρα πια πηγαίναμε στ’ ανοιχτά της λίμνης. Και στην περιπέτεια. Δεν ήταν σκασιαρχείο αυτό, αλλά ταξίδι στις άγνωστες θάλασσες του Βορρά, που θα συναντούσαμε ένα φιλόξενο λαό, με άγνωστη γλώσσα και παράξενες φορεσιές και θα μας υποδέχονταν φιλικά, με ωραία ξανθά κορίτσια να χορεύουν στη γιορτή προς τιμή μας.
Κι αν ο χορός ήταν άγριος από σκληροτράχηλους πολεμιστές κι εμείς τον βλέπαμε απ’ τους στύλους δεμένοι; Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, αν τώρα δα πρόβαλε απ’ την ομίχλη, ο ακρόπρωρος ξύλινος δράκοντας του πολεμικού καραβιού τους;
Ο προβολέας που φάνηκε μπροστά, ήταν απ’ το καράβι που έρχονταν απ’ το νησί και πήγαινε για την πόλη. Ήταν γεμάτο νησιώτες που πήγαιναν στις δουλειές τους. Οι δυο βαρκάρηδες αντάλλαξαν χαιρετισμό με τις κόρνες, χαιρετισμός που πρέπει ν’ ακούστηκε σε όλη τη λίμνη.
Η κάθοδός μας στο λιμανάκι του νησιού, ήταν ο τελευταίος σταθμός που έπρεπε να προσέξουμε. Μα για καλή μας τύχη δεν υπήρχε ψυχή. Ερημιά και απόλυτη ησυχία.
Βοηθήσαμε τη γριούλα να κατεβάσει τις τσάντες της κι αυτή μας ρώτησε που πηγαίναμε.
— Για μια δουλειά του πατέρα μας, είχε έτοιμη τη δικαιολογία ο Γιάννης.
— Δεν πηγαίνετε σχολείο; ξαναρώτησε αυτή.
— Όχι δεν πήγαμε Γυμνάσιο, γιατί έπρεπε να δουλέψουμε. Θαύμασα την ετοιμότητά του.
Ελεύθεροι πια ξεκινήσαμε την όμορφη περιπέτεια του σκασιαρχείου. Μπορεί οι συνθήκες να μην ήταν ιδανικές εξαιτίας αυτού του υγρού σύννεφου που τύλιγε τα πάντα, ήταν όμως καλύτερες οποιασδήποτε σχολικής μέρας.
Περάσαμε το δρόμο με τα μαγαζιά που πουλάνε τις τουριστικές κακουγουστιές. Ήταν όλα κλειστά. Στο μπακάλικο της πλατείας αγοράσαμε ψωμί και τυρί, έπρεπε τώρα να επιλέξουμε το μέρος του καλατσιού μας.
Περπατήσαμε τα στενά δρομάκια με τα μικρά, χαμηλά σπίτια και τις κάτασπρες αυλές. Μάταια οι ανθισμένες πασχαλιές, προσπαθούσαν να σπάσουν αυτή τη χρωματική ομοιομορφία. Δε βρήκαμε κανένα στη διαδρομή αυτή, μόνο μερικές γάτες επιφυλακτικές στο πέρασμά μας. Το μουσείο του Αλή Πασά ήταν κλειστό, κλειστό και το μαγαζί μπροστά του. Στο πλαϊνό ενυδρείο δυο κυπρίνοι ξεκουράζονταν, ξεχασμένοι απ’ το περασμένο Φθινόπωρο. Ταράξαμε την ηρεμία τους, δίνοντας να φάνε απ’ το φαγητό μας.
Καθίσαμε στις πέτρες κάτω απ’ το υπόστεγο του μουσείου. Ο Γιάννης μάζεψε λίγα ξύλα κι άναψε φωτιά. Φάγαμε, ζεσταθήκαμε, καιρός ήταν να πάμε για ψάρεμα. Του το είπα.
Πριν απαντήσει έβγαλε κι άναψε τσιγάρο.
— Αν δεν βγει ο ήλιος, δεν βγαίνουν τα ψάρια.
— Κι αν δεν βγει μέχρι το μεσημέρι δε θα ψαρέψουμε;
— Κανονικά όχι, δε βλέπεις που δεν ακούγεται ούτε βάτραχος απ’ το κρύο;
Η εκδοχή αυτή δεν μου άρεσε, γιατί σαν καινούργιος ψαράς ήμουν ανυπόμονος, επιθυμούσα το ψάρεμα όσο τίποτε άλλο.
— Περισσότερο απ’ αυτό μ’ ανησυχεί μήπως δεν έρθει αεροπλάνο, συνέχισε. Δεν έρχεται αεροπλάνο, δεν έρχονται εφημερίδες νωρίς. Πότε θα διαβάσουμε τ’ αθλητικά;
— Έπρεπε να ’ρθουμε άλλη μέρα.
— Άλλη μέρα; Για σκέψου λιγάκι τα μαθηματικά, είπε για να προλάβει την απογοήτευσή μου.
Η υπόμνησή του αυτή είχε αποτελέσματα. Πιο πολύ κι απ’ τα μαθηματικά, δεν άντεχα την ειρωνεία του καθηγητή που τα δίδασκε. Καλύτερα δω και χωρίς ψάρεμα.
— Πάμε μια βόλτα.
Ξανά στα στενά, έρημα δρομάκια του οικισμού, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η ομίχλη είχε αραιώσει, μπορούσες να δεις μέχρι πέρα. Ο ήλιος από πάνω προσπαθούσε να διαλύσει το διάφανο σύννεφό της ρίχνοντας τώρα περισσότερο φως.
Στην παραλία μπροστά στο Σαράι, οι αραγμένες από καιρό βάρκες, τ’ άτσαλα απλωμένα δίχτυα, οι ψαράδες που έλειπαν, όλα έδιναν την εικόνα ερήμωσης κι εγκατάλειψης. Ένας σκύλος βγήκε θυμωμένος απ’ το στενό, μα δεν καταδέχτηκε τα παιγνίδια που κάναμε. Του ανταποδώσαμε τα ίσα με πέτρες και ξύλα, μέχρις ότου μια γυναίκα μας έβαλε τις φωνές βγαίνοντας απ’ το σπίτι της.
Πήραμε το δρόμο με τις ανθισμένες κορομηλιές, που οδηγούσε στη Μονή Φιλανθρωπινών. Ανεβήκαμε την ανηφόρα, περάσαμε την εξώπορτα, η εκκλησία κλειστή. Καθίσαμε στα πεζούλια κάτω απ’ το μεγάλο χαγιάτι. Μετά από ώρα εμφανίστηκε μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, που μας πληροφόρησε ότι ο ηγούμενος έλειπε, η ίδια δεν είχε κλειδιά να ανοίξει.
— Περάστε μια άλλη ημέρα που θα ’ναι εδώ.
— Κρίμα, είπα στο φίλο μου, έχασες την ευκαιρία να δεις ζωγραφισμένους δίπλα στους Άγιους και μερικούς αρχαίους σοφούς. Και του εξήγησα – κάνοντας με τη σειρά μου τον έξυπνο – πως στις τοιχογραφίες της εκκλησίας αυτής, ανάμεσα στους Αγίους, όμοια μ’ αυτούς, ήταν ζωγραφισμένοι μια σειρά Ελλήνων σοφών: ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Σόλων, ο Πλούταρχος και άλλοι.
— Με φωτοστέφανο, ρώτησε.
Ήταν μια απορία που δημιουργήθηκε και σε μένα εκείνη την ώρα και σκέφτηκα πως γυρίζοντας σπίτι, έπρεπε να καταφύγω για την απάντηση στο βιβλίο απ’ το οποίο αντλούσα τις γνώσεις αυτές.
Βγαίνοντας απ’ το μοναστήρι μας περίμενε μια άλλη μέρα. Ο ήλιος είχε καταφέρει να διασπάσει τον κλοιό της ομίχλης σκορπίζοντας τα σύννεφά της στις άκρες του ορίζοντα, αποκαλύπτοντας έτσι τον καταγάλανο ουρανό και μια όμορφη εικόνα ακριβώς μπροστά μας. Τη λίμνη και την πόλη απλωμένη πίσω της.
— Σαν δικέφαλος αετός με τα δυο τζαμιά για κεφάλια, είπε ειρωνικά ο φίλος μου, κοροϊδεύοντας βέβαια τις παιδικές μας εκθέσεις, που σχεδόν όλες με αυτή την παρομοίωση άρχιζαν.
Ήταν καιρός για το πρόγραμμα του σκασιαρχείου μας. Ψάρεμα λοιπόν. Κατεβήκαμε τον μικρό λόφο και στην πρώτη μάνα που συναντήσαμε, ετοιμάσαμε τα σύνεργα του ψαρέματος. Ο Γιάννης έριξε πρώτος την πετονιά του και κάθισε στην πέτρα. Αυτό με δυσκόλεψε γιατί το υπόλοιπο άνοιγμα ήταν μικρό για να περάσω την πετονιά μου, χωρίς να μπλέξω με τη δική του και χωρίς να μου πέσει μέσα στα καλάμια. Έτσι μετά από μια αποτυχημένη γρήγορη κοντινή ριξιά, η δεύτερη όχι μόνο πέρασε στις καλαμιές, αλλά και πιάστηκε σ’ αυτές. Αυτό που φοβόμουν έγινε. Κι έγινε ακόμη χειρότερο γιατί με τις άτσαλες κινήσεις μου σκάλωσε περισσότερο στα καλάμια.
Ο φίλος μου ήταν αυτό που λέμε αυθεντία στο ψάρεμα. Πέρα απ’ τις τεχνικές γνώσεις που κατείχε, διέθετε και την ανάλογη αυτοπεποίθηση που με τη σειρά της του έφερνε τύχη. Όταν είδε πως τα πράγματα δυσκόλεψαν – δεν είχαμε άλλωστε την πολυτέλεια εφεδρικών εφοδίων ψαρέματος – ζήτησε να με βοηθήσει και με απλές κινήσεις αριστερά δεξιά, με τίναγμα του χεριού προς τα πάνω, κατάφερε να τα βγάλει όλα χωρίς απώλειες, πετονιά, αγκίστρια και βαρίδι. Ύστερα, αφού δόλωσε, με μια μόνη στροφή του χεριού του, πέταξε την πετονιά και την πέρασε εύκολα στο μέρος που έπρεπε. Κάθισα δίπλα του.
Ένας βάτραχος κοντά ξεκίνησε το δυνατό κι άγαρμπο τραγούδι του. Μακριά, στο βάθος του στενού ανοίγματος, φαίνοντας ένα μικρό μέρος της πόλης. Μπροστά οι σκιές απ’ τις καλαμιές έπεφταν στα πράσινα νερά, που με το κυμάτισμά τους έκαναν μια χρωματική ποικιλία κουραστική για τα μάτια. Όλη την επόμενη ώρα, αυτό ήταν το μόνο τοπίο που βλέπαμε στην αναμονή του τσιμπήματος κάποιου ψαριού. Σιωπούσαμε περιμένοντας το προειδοποιητικό χτύπημα στην άκρη του δάχτυλου, υπνωτισμένοι απ’ το συνεχές παιγνίδισμα των νερών μπροστά μας.
Το ψάρεμα θέλει υπομονή, αυτό το γνωρίζουν όλοι. Κι εμείς είχαμε περίσσια εκείνη τη μέρα. Όταν καταλάβαμε πως η φωλιά που επιλέξαμε δεν ήταν καλή, είχε περάσει πολύ ώρα. Αποφασίσαμε ν’ αλλάξουμε μέρος και να πάμε από την άλλη μεριά του νησιού, που την ώρα αυτή ο ήλιος τη χτυπούσε καλύτερα. Ίσως και τα νερά να ήταν εκεί πιο ζεστά.
Περπατώντας στο δρόμο, βρήκαμε κάποιον εργάτη να φυτεύει ένα πλάτανο προς το μέρος της λίμνης. Τον βοηθήσαμε ο ένας κρατώντας το δέντρο για να πατήσει το χώμα κι ο άλλος φέρνοντας με τον κουβά νερό. Φτάσαμε γήπεδο και σκεφτήκαμε να κάνουμε μια μικρή προπόνηση, δίχως μπάλα. Η σάπια κουκουνάρα την αναπλήρωσε, μέχρις ότου διαλύθηκε απ’ τις κλωτσιές μας.
Κυνηγήσαμε τις γουστέρες απ’ όλο το μέρος κι αποκαμωμένοι ξαπλώσαμε στα χορτάρια.
Καθισμένοι στη σέντρα, ακούγαμε τη συναυλία των βατράχων απ’ τη μεριά της λίμνης. Κανένας άλλος ήχος, καμιά φωνή. Τα αγριολούλουδα κοντά, ο ανοιχτός ορίζοντας γύρω μας, επέτειναν την αίσθηση απομόνωσης, δίνοντάς μας την εντύπωση πως είμαστε μόνοι σε τούτο τον μικρό τόπο.
Ποιος όμως θα ’ταν ο Παρασκευάς απ’ τους δυο μας;
— Σε ποιο μάθημα να φτάσανε τώρα;
Υπολογίσαμε πως τα δύσκολα είχαν περάσει. Στα τελευταία μαθήματα της ημέρας, κανένας μαθητής δεν είχε προβλήματα. Ακόμη κι εμείς.
— Αρκετά καθίσαμε, πάμε.
Λίγο περπάτημα ακόμη απ’ το μονοπάτι με τις μεγάλες ιτιές και φτάσαμε στο μέρος που θέλαμε.
Ο τόπος που βρήκαμε ήταν ιδανικός για το σκοπό μας. Το άνοιγμα στις καλαμιές ήταν φαρδύ, χωρούσε πολλά άτομα να ψαρέψουν. Ένας διάδρομος γης έφτανε ως την άκρη του καλαμιώνα, σαν ακρωτήρι που έμπαινε μέσα στη λίμνη.
Στην άκρη του διαδρόμου αυτού είδαμε καθισμένο έναν άντρα. Μας είχε γυρισμένες τις πλάτες, ο ήλιος μπροστά εμπόδιζε να τον δούμε καλύτερα.
— Φίλε τσιμπάει καθόλου, φώναξε ο Γιάννης.
Καμιά απάντηση. Δεν θα ’κουσε φαίνεται.
— Ε φίλε, ξανάπε δυνατά. Δεν γύρισε καν το κεφάλι του.
Βαδίσαμε προς τα κει προσεκτικά, γιατί ο διάδρομος ήταν ανώμαλος, γεμάτος πέτρες και ξύλα. Η λίμνη τώρα άνοιγε μπροστά μας μια μεγάλη, φωτεινή επιφάνεια, με το ανάλαφρο κύμα της να έρχεται και να χάνεται μέσα στα καλάμια.
Ο άνθρωπος αδιαφορώντας για μας, εξακολουθούσε να κοιτάζει μπροστά, σαν να μετρούσε το κάθε κύμα της λίμνης. Με το ένα χέρι κρατούσε την πετονιά, με το άλλο στήριζε το κεφάλι του.
Δεν γύρισε να μας δει, ακόμη κι όταν φτάσαμε τελείως κοντά του. Δίπλα του υπήρχε ένα τσαλακωμένο καπέλο και πάνω του ένα βιβλίο παλιό, διπλωμένο σε πολλές σελίδες. Έστριψα το κεφάλι για να διαβάσω τον τίτλο: Η Έρημος των Ταρτάρων.
— Σας πειράζει να ψαρέψουμε εδώ, ρώτησε ο Γιάννης.
— Όχι, απάντησε καθυστερημένα. Και γυρίζοντας το κεφάλι αργά είδαμε επιτέλους το πρόσωπό του. Τα σγουρά μαλλιά, τη γαμψή μύτη, τα κουρασμένα μεγάλα μάτια του πίσω απ’ τα γυαλιά μυωπίας.
* * *Στο μάθημα των Γαλλικών εκείνης της χρονιάς, οι βαθμοί και των δυο μας ήταν ασυνήθιστα ανεβασμένοι και ήρθαν σαν αποτέλεσμα της προσοχής και επιμέλειας που δείξαμε όλο τον υπόλοιπο χρόνο, όχι μόνο στην ξένη γλώσσα καθαυτή, αλλά και στις επί πλέον παραδόσεις του κυρίου Αρσένη, για την εξέλιξη και πορεία του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Έτσι το σκασιαρχείο αυτό, στα μέσα εκείνης της σχολικής χρονιάς, μας μύησε με τον πρωτότυπο τρόπο του στον όμορφο κόσμο της Ποίησης και Λογοτεχνίας, έναν κόσμο απ’ τη μαγεία του οποίο δεν ξεφύγαμε ποτέ στη ζωή μας.
Απόστολος Οικονόμου, «Σκασιαρχείο», Η ξερολιθιά, Δωδώνη, 1995, σ. 37-53.
Μετάβαση στο σημείο: Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60