Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Από την μεταπολίτευση και εξής Είσοδοι πόλης
Νίκος Χουλιαράς, Μια ι...
Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα
Οι ταξιδιώτες που τυχαίνει να μπουν για πρώτη φορά σε ξένη πόλη, βλέπουν πάντα αυτά που φαίνονται με την πρώτη ματιά και πάντοτε απέξω. Τους δρόμους βλέπουν και τα σπίτια• το πώς είναι καμωμένα, τις ιδιομορφίες που έχουν και τα τέτοια.
Παρατηρούν και τους ανθρώπους: να μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά ή να περπατούν, έξω, στους δρόμους. Τους ακούνε κιόλας να μιλούν, να λένε τα δικά τους• γιατί η κάθε πόλη έχει το δικό της το ρυθμό, το ιδιαίτερό της ύφος κι αυτό είναι που τραβάει τον ταξιδιώτη. Αυτό είναι κιόλας που τον μελαγχολεί. Τη θέλει όμως, όπως φαίνεται, αυτού του είδους τη μελαγχολία γιατί είναι κάτι που έρχεται απέξω, κι όσο να ’ναι, δεν πρόκειται να κρατήσει για πάντα. Σε δυο-τρεις μέρες θα ’χει φύγει από κει και στα δικά του θα γυρίσει πάλι• στο σπίτι του και στις συνήθειες τις δικές του σε κείνη την καθημερινότητα που τον κρατάει σε κάποια ισορροπία.
Παρόλο όμως που οι ταξιδιώτες, όταν βρίσκονται σε ξένη πόλη, παρατηρούν τα πάντα, τους διαφεύγει κάθε φορά πως αυτό που βλέπουν δεν είναι άλλο παρά μονάχα το σκηνικό. Ένα σκηνικό όπου παίζεται μια παράσταση στα δικά τους τα μέτρα και με τη δική τους τη συμμετοχή, ενώ η πόλη παίζει αλλού και πάντα πίσω απ’ τις κουρτίνες: μια άλλη παράσταση δίνεται εκεί, που δεν πρόκειται ποτέ τους να τη δουν, αφού, έτσι κι αλλιώς, αυτοί δε βρίσκονται μέσα στα πρόσωπα του δράματος. Απέξω πάντα θα ’ναι, μιας κι είναι μόνο θεατές: οι θεατές ενός μεγάλου σκηνικού, όσο μια πόλη ολόκληρη, με τις χιλιάδες της ψυχές: ψυχές που ξετυλίγουν μπρος στα μάτια τους ένα θέαμα όμοιο με κείνο που θα ’βλεπαν και σ’ οποιαδήποτε άλλη πόλη, γιατί στην εξωτερική εικόνα μόνο θα σταθούν κι αυτή είναι που θα κρατήσουν όταν φύγουν.
Οι άνθρωποι, όμως, της πόλης θα μείνουν εκεί, όπως και πριν για μια ολόκληρη ζωή θα μείνουν κι εκεί θα συνεχίσουν. Το ρόλο που τους έταξε η μοίρα θα συνεχίσουν να παίζουν και το βάρος του θα σηκώνουν, κάθε μέρα, μέχρι να πέσει η αυλαία, για τον καθένα χωριστά — κι όσο να γίνει αυτό, σκοινάκια αδιόρατα θα τους ενώνουν: δικτυωτό περίπλοκο, όπου η ζωή, σαν μια τεράστια αράχνη —σκοτεινή και ραδιούργα— θ’ απλώνεται συνέχεια. Θα τους κρατάει δεμένους μεταξύ τους και λίγο λίγο θα τους φθείρει, μέσα σ’ αυτή την καθημερινότητα των συναλλαγών, των συμφερόντων και των ενοχών —σ’ αυτό, τέλος πάντων, το πανάρχαιο παιχνίδι που δεν έχει τέλος.
Τα Γιάννενα, αυτή η πόλη, που ’ναι χτισμένη ψηλά στο οροπέδιο κι εκατοντάδες χρόνια τώρα ζει με το βραχνά του γρανιτένιου όγκου που της κλείνει τη θέα, δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που λέγαμε πιο πριν. Έχει κι αυτή τους κατοίκους τους δικούς της, έχει και τους επισκέπτες: ανθρώπους, ταξιδιώτες, δηλαδή, που έρχονται σ’ αυτήν από διάφορα μέρη και σε διαφορετικές εποχές.
Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, μπαίνουν στην πόλη από δυο μεριές. Δυο πύλες έχουν τα Γιάννενα. Τη μια στα βόρεια και την άλλη στη νότιά τους την πλευρά.
Εκείνη που βρίσκεται στη βορεινή πλευρά είναι κοντά στο φόρο τον παλιό, λίγο πιο πάνω απ’ τη Λιμνοπούλα. Από κει μπαίνουν στην πόλη όσοι κατεβαίνουν ψηλά από το Δρίσκο αφού περάσουν πρώτα την Κατάρα. Είναι αυτοί που έρχονται με αυτοκίνητα απ’ τη μεριά της Θεσσαλίας, απ’ τη Θεσσαλονίκη και γενικά από τα βόρεια.
Από την ίδια πύλη, όμως, θα περάσουν κι αυτοί που έρχονται απ’ τη μεριά του Ιονίου, όπως κι οι άλλοι που ταξιδεύουν αεροπορικώς. Θα κατεβούν εκεί πιο έξω, δίπλα στα θεόρατα βουνά — στο αεροδρόμιο θα κατεβούν, που γράφει στη στενή πεδιάδα, σαν μια γκρίζα κοντυλιά. Ένας διάδρομος στενός που τον ορίζουν μια σειρά χρωματιστά μπαλόνια, κάτι μπαλόνια φουσκωτά που δείχνουν ολοένα προς τα βόρεια• εκεί, κατά τα μέρη τα άγρια που τρέχει ο μεγάλος ποταμός με τα πολλά γεφύρια: στα δυτικά χωριά του Ζαγοριού και στα μαστοροχώρια που σκεπάζονται από τον ίσκιο• βαρύ της γρανιτένιας ραχοκοκαλιάς του Πίνδου. […]
Κόσμος πολύς περνάει τώρα από την πύλη αυτή όπου περνάει κι απ’ την άλλη: αυτήν που έχει η πόλη στη νότιά της πλευρά.
Από κει το έμπα γίνεται από δυο μεριές. Από τον πάνω δρόμο το φαρδύ με τα πολλά τα βενζινάδικα και το πανεπιστήμιο κι από τον κάτω, το στενό• το δρόμο της Ανατολής όπου και ο συνοικισμός Βιετνάμ, με τις παράγκες των φτωχών, καθώς και ο Ακραίος, το στρατόπεδο, που βγάζει στην Καλούτσιανη.
Οι δρόμοι αυτοί φέρνουν στην πόλη όσους έρχονται από τα νότια• κι είναι πολλοί. Μέρα και νύχτα μπαίνουν από κει οι οδηγοί των φορτηγών — με το τσιγάρο, αναμμένο, στο χέρι που κρέμεται μόνιμα έξω απ’ το παράθυρο και με το κασετόφωνο στη διαπασών, να εκπέμπει τραγούδια βάρβαρα και νταλκαδιάρικα στη σκοτεινή την πεδιάδα, αλλά κι οι επιβάτες των λεωφορείων γέρνοντας από τη νύστα στα καθίσματα σαν πεθαμένοι, μέχρι να πιάσουν τη Μπάφρα, γιατί, μετά, ξυπνάνε ξαφνικά όλοι μαζί κι αρχίζουν την κουβέντα. Βγάζουν τις χτένες και χτενίζονται, τακτοποιούνε λίγο τον καβάλο κι αμέσως ύστερα αρχίζουν να μαζεύουν τις σακούλες.
Εκεί, πάνω-κάτω, βρίσκεται το όριο κι από τη θέση αυτή αρχίζει κι η ετοιμασία για την είσοδο στην πόλη.
Αυτοί οι ταξιδιώτες είναι συνήθως ντόπιοι. Μικρέμποροι και φοιτητές από τα Γιάννενα, παιδιά που σπουδάζουν στην Αθήνα, μετανάστες από τη Γερμανία ή και χωριάτες απ’ τα κοντινά χωριά, που αρρώστιες ή δουλειές τους τράβηξαν, θέλαν δε θέλαν, στην πρωτεύουσα.
Μαζί μ’ αυτούς μπαίνουν στην πόλη από κει κι εκείνοι που έρχονται με τα δικά τους τα αυτοκίνητα. Ντόπιοι κι αυτοί, πιασμένοι: χοντρέμποροι, μεσίτες κι εργολάβοι• γιατροί, καθηγητές κι αεριτζήδες ή και παιδιά πλουσίων, που πετάγονται, δίχως σκοπό, ως τα περίχωρα κι όλο μαρσάρουν, μες στη νύχτα, τρέχοντας με εκατόν πενήντα.
Από τον ίδιο δρόμο, όμως περνάνε και οι άλλοι. Οι ξένοι, δηλαδή, που έρχονται στην πόλη για διακοπές. Είναι αυτοί που κόβουν βόλτες, ύστερα, κάτω στη λίμνη και στο Κάστρο• που πηγαίνουν, όλοι μαζί, στη μεγάλη τη σπηλιά ή στο νησί. Αυτοί που περιεργάζονται, όλη μέρα, τις βιτρίνες με τ’ ασημικά και ψάχνουν για μπουγάτσες στην πλατεία.
Είναι οι θεατές που λέγαμε και στην αρχή. Αυτοί που βλέπουν μοναχά το σκηνικό μιας κι είναι αδύνατο να πάρουν μέρος στην παράσταση που δίνει η πόλη, πίσω απ’ τις κουρτίνες, κάθε μέρα. Γι’ αυτό και κατεβαίνουν στο Κριθαροπάζαρο, να πούμε. Στέκονται εκεί, για ώρα, και κοιτούν. Τα μαγαζιά, κοιτάζουνε, με τα μαντζούνια και τις περίεργες στοές, με τα παλιά ποτοποιεία. Τα πανδοχεία τα ετοιμόρροπα περιεργάζονται και την αρχιτεκτονική τους σχολιάζουν μεγαλόφωνα.
Τα βλέπουν όλα αυτά, λοιπόν, λες κι είναι μόνο μέρος κάποιου σκηνικού: γκρεμίσματα ωραία και χτίσματα νεκρά. Στοιχεία διακόσμησης —μιας άλλης, έντρομης ζωής— άξια να κρατηθούν στο σκοτεινό το θάλαμο της φωτογραφικής τους μηχανής, χωρίς καθόλου να υποψιάζονται πως λίγο πάνω απ΄ το κεφάλι τους, εκεί, στο πανδοχείο του Μπαλάνου, στο τρίτο παράθυρο ακριβώς κι αριστερά της πόρτας με τα χρωματιστά τα τζαμιλίκια, βρίσκεται το δωμάτιο όπου είναι κλεισμένος, από ώρες, μόνος τους ο Βύρωνας ο Ζήνδρος και υποφέρει. […]
Νίκος Χουλιαράς, Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα, Νεφέλη, 1990, σ. 11-18.
Βασίλης Αλεξάκης, Η μη...
Η μητρική γλώσσα
Δεν τον είδα ακόμη τον αδελφό μου. Έστειλε τη Βάσω να με υποδεχτεί στο αεροδρόμιο. Αργήσαμε να προσγειωθούμε λόγω της ομίχλης. Κάναμε βόλτες πάνω από την πόλη και πάνω από τη λίμνη, χωρίς να μπορούμε να δούμε ούτε τη μία ούτε την άλλη. Μόνο κάποια στιγμή ξεχώρισα την κεραμιδένια στέγη μιας πολυκατοικίας. Εδώ οι περισσότερες πολυκατοικίες έχουν τέτοια στέγη, γιατί βρέχει συχνά. Είναι η τρίτη φορά που έρχομαι στα Γιάννενα και φοβάμαι ότι ούτε τώρα θα καταφέρω να δω την πόλη. Ήταν βυθισμένη στην ίδια ομίχλη και στα προηγούμενα ταξίδια μου. Η Βάσω δεν ξέρει αν οφείλεται στη λίμνη, στο υψόμετρο της πόλης ή στο γεγονός ότι είναι περικυκλωμένη από βουνά. Το Μιτσικέλι είναι το ψηλότερο από αυτά. Ελπίζω να μου βρει ο Κώστας την ετυμολογία της ονομασίας του. Τον έχω ρωτήσει επανειλημμένα.
Πήγαμε πρώτα στο σπίτι τους, κοντά στη λίμνη. Θα κοιμηθώ στον καναπέ, στο γραφείο του Κώστα. Η Λένα, η κόρη τους, δεν ήταν εκεί, είδα όμως μια πρόσφατη φωτογραφία της. Δυσκολεύτηκα να την αναγνωρίσω, ίσως επειδή ήταν μακιγιαρισμένη και με κοντά μαλλιά.
—Βγαίνει κάθε βράδυ με παρέες, λέει η Βάσω. Ο Κώστας αρνείται να της βάλει τις φωνές, «Άσ’ την, έχει διακοπές τώρα», λέει. Μα τα ίδια κάνει και το χειμώνα! Δεν διαβάζει. Είδαμε και πάθαμε για να περάσει τη χρονιά.
[…]
Χαζεύω τις καρτποστάλ σ’ ένα περίπτερο. Είναι ο μόνος τρόπος, με τέτοιον καιρό, να δω την πόλη. Βλέπω ένα τζαμί με το μιναρέ του πάνω σ’ ένα βραχώδες ύψωμα προστατευμένο από ένα ημιερειπωμένο τείχος. Σε ορισμένες φωτογραφίες το τζαμί αντανακλάται στα νερά της λίμνης. Βλέπω ένα καλντερίμι με παράγκες σιδεράδων. Δεν αποκλείεται να είναι το δρομάκι απ’ όπου πέρασα πριν από λίγο με τον Κώστα. Υπάρχει ένα νησάκι στη λίμνη. Δεν θ’ αργήσω να το επισκεφθώ, το κοιτάζω όμως κι αυτό προσεκτικά. Είμαι βέβαιος ότι θα το βρω τυλιγμένο στην ομίχλη. Ο Αλή Πασάς καπνίζει ένα τσιμπούκι. Ξέρω ότι υπέφερε από τα μάτια του κι ότι φορούσε μπλε γυαλιά. Ξανά ο Αλή Πασάς σε μια βάρκα. Ο Αλή Πασάς και η γυναίκα του, η Κυρά Βασιλική. Την παντρεύτηκε αφού ξεπάστρεψε τη Φροσύνη. Ήταν κι η Βασιλική πολύ όμορφη. Τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τα γόνατά της. Ο σημαντικότερος ηγέτης που γνώρισε η πόλη ήταν λοιπόν Αλβανός. Τα τουριστικά φυλλάδια που διάβασα τον εξυμνούν και τον αποδοκιμάζουν ταυτοχρόνως. Τον χαρακτηρίζουν δόλιο, αιμοβόρο, αναγνωρίζουν όμως ότι έδωσε πρωτοφανή ισχύ στην Ήπειρο κι ότι η ρήξη του με το σουλτάνο ευνόησε τα σχέδια των επαναστατημένων Ελλήνων. Τον αποκαλούν «το λιοντάρι της Ηπείρου». Κατά τους Έλληνες σχολιαστές, μία από τις πιο εύστοχες αποφάσεις του Αλή ήταν να παντρευτεί Ελληνίδα. Ξέρω ότι η Βασιλική έγινε αλκοολική μετά το θάνατό του.
Τα νερά της λίμνης είναι ήσυχα. Καθρεφτίζουν την ομίχλη που, λίγο πιο πέρα, ακουμπά επάνω τους σαν να θέλει να δροσιστεί. Η ορατότητά μου σταματά στα δύο μέτρα. Από το σημείο που κάθομαι, στο πίσω μέρος της βενζίνας, ίσα-ίσα διακρίνω τους επιβάτες που στέκονται στην πλώρη. Μου φέρνουν στο νου τις σκιές που μεταφέρει ο Χάρων με τη βάρκα του από τη μια όχθη του Αχέροντα στην άλλη. Φαντάζομαι ότι τα νερά του ποταμού θα έχουν το ίδιο γκρίζο χρώμα με τα νερά της λίμνης και ότι θα είναι μονίμως σκεπασμένα από ομίχλη. «Υπάρχει σίγουρα κάποιο εμπόδιο ανάμεσα στις δύο όχθες, που δεν σου επιτρέπει να δεις απέναντι». Καλαμιές ξεφυτρώνουν μέσα από τα νερά, ολόισιες σαν ακόντια ενός καταποντισμένου στρατού. Μια αγριόπαπια αφήνει τα κυματάκια που δημιουργεί η βενζίνα να την πηγαίνουν πέρα-δώθε. Όλο νομίζω ότι κάπου φτάνουμε, ότι ξεχωρίζω τον όγκο του νησιού, αλλά κάνω λάθος. Λέγεται ότι ο θησαυρός του Αλή Πασά είναι θαμμένος στο βυθό της λίμνης, μέσα σε σιδερένια κιβώτια. Τον πέταξε εκεί για να μην πέσει στα χέρια των στρατιωτών του σουλτάνου.
Ο Αλή είναι παρών και στο νησάκι. Εδώ κατέφυγε, στον πρώτο όροφο ενός μοναστηριού, όταν έχασε και την τελευταία μάχη. Σκοτώθηκε από μια σφαίρα που του έριξαν από το ισόγειο […] Μετά του έκοψαν το κεφάλι και το έστειλαν στην Πόλη. Υπάρχουν τέσσερα ή πέντε μοναστήρια στο νησί. Τα διασχίζω βιαστικά. Το ξινισμένο ύφος των αγίων δεν μου δίνει διάθεση ν’ ανοίξω κουβέντα μαζί τους. Έτσι κι αλλιώς, είναι πια αργά για να γίνουμε φίλοι. Η πραγματικότητα είναι καλά διατεθειμένη απέναντί μου, γιατί μου προσφέρει από μόνη της το υλικό που χρειάζομαι. Στο ναό του Αγίου Νικολάου, μπαίνοντας αριστερά, αντικρίζω μια τοιχογραφία που εκφράζει με συγκινητική αφέλεια την επιθυμία της σύγχρονης Ελλάδας να εκχριστιανίσει την αρχαιότητα. Παριστάνει, σε ακραιφνές βυζαντινό ύφος, επτά αρχαίους, τον Σόλωνα, τον Χείλωνα, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη, τον Πλούταρχο και τον Απολλώνιο, και ισχυρίζεται ότι «συνεδριάσαντες σε κάποιο σπίτι των Αθηνών διεκήρυξαν την θείαν ενανθρώπισιν και την παρουσίαν του Χριστού». Επτά αιώνες χωρίζουν θαρρώ τον Σόλωνα από τον Απολλώνιο. Ο Πλούταρχος φορεί ένα σαρίκι. Το έργο είναι του 1560.
Δεν περίμενα να ξαναβρώ τον Πλούταρχο εδώ. Κάθομαι στο καφενείο περιμένοντας να έρθει η βενζίνα. […] Οι τουρίστες έχουν καθίσει έξω, είμαι μόνος στην αίθουσα. Η τηλεόραση είναι αναμμένη. Ο εκφωνητής αναγγέλλει στις άδειες καρέκλες ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να διώξει όλους τους Αλβανούς λαθρομετανάστες. Απαντά έτσι στα μέτρα που πήραν τα Τίρανα σε βάρος της ελληνικής μειονότητας — πέντε Αλβανοί ελληνικής καταγωγής δικάζονται αυτή την περίοδο για αυτονομιστική δράση. Ένας Αλβανός έχει σκαρφαλώσει σ’ έναν πυλώνα της ΔΕΗ, λίγο έξω από τα Γιάννενα, δίπλα στην εθνική οδό. Δεν καλοφαίνεται στην οθόνη, τον κρύβει η ομίχλη. Απειλεί ότι θα πιάσει τα καλώδια του ρεύματος αν δεν του δοθεί άδεια παραμονής. Έχει μαζευτεί κόσμος γύρω από τον πυλώνα, βλέπω και τουρίστες με σακίδια στην πλάτη. Μερικά μέτρα πιο πέρα ορθώνεται ένα τετράγωνο κτίσμα που μοιάζει με σταύλο. Δεν έχει παράθυρα. Σκέφτομαι ότι εκεί θα ζούσε ο Αλβανός. «Κάποιος θα τον κάρφωσε στους μπάτσους». Ένας αξιωματικός της αστυνομίας δηλώνει ότι δεν έχει τίποτε να πει:
—Περιμένουμε το νομάρχη, λέει. Να κάνετε τις ερωτήσεις σας στο νομάρχη.
Ακολουθούν άλλες ειδήσεις. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αλβανοί στην Ελλάδα είναι αυτά που πολλοί Έλληνες αντιμετώπισαν στο εξωτερικό. Ξέρουμε πολύ καλά τους λόγους που τους ανάγκασαν να φύγουν από τη χώρα τους. Αναλογίζομαι τα τραγούδια και τα ποιήματα που έχουμε γράψει για την ξενιτιά, την «κακούργα ξενιτιά». Είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματα της λογοτεχνίας μας. Είναι μια λέξη που την μελετάμε από παλιά. Αν δεν κάνω λάθος, οι Ικέτιδες του Αισχύλου είναι γυναίκες που ζητούν φιλοξενία. Το ίδιο θέμα έχει το ομώνυμο έργο του Ευριπίδη. Κι όμως, η στάση που κρατάμε απέναντι στους Αλβανούς αφήνει να εννοηθεί ότι το βλέμμα τους δεν μας θυμίζει τίποτε.
Δεν μπορώ να πω ότι ταλαιπωρήθηκα ιδιαίτερα για να βγάλω άδεια παραμονής στη Γαλλία. Δεν αναγκάστηκα να υποστώ παρά τις συνηθισμένες ταπεινώσεις. Ήταν βέβαια άλλοι οι καιροί τότε, […]
Δεν μπορώ να έχω παράπονο από τον Κώστα, απάντησε σε όλα μου τα ερωτήματα. Το όνομα του όρους Μιτσικέλι πηγάζει από τη σλαβική λέξη μέτσκα που θα πει αρκούδα. Μου βρήκε επίσης ένα τοπωνύμιο που εξελληνίσαμε πρόσφατα: τα Καβάκια (καβάκ σημαίνει στα τούρκικα λεύκη) μετονομάσθηκαν σε Τριανταφυλλιές. Είχε την ευκαιρία να συναντήσει κάποιον ντόπιο και τον ρώτησε αν υπάρχουν πράγματι τριανταφυλλιές στο χωριό.
—Όχι, είπε αυτός, δεν έχουμε, αλλά θα φυτέψουμε!
Μου επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει γενικό λεξικό των τοπωνυμίων, αλλά μεγάλος αριθμός μονογραφιών που αναφέρονται στις ονομασίες μιας μικρής περιοχής, του Πάπιγκου, της Κόνιτσας, της Μυκόνου, της Ιθάκης.
—Μη νομίζεις ότι αλλάζουμε μόνο εμείς τα τοπωνύμια ξένης προέλευσης, είπε. Το ίδιο κάνουν και οι γείτονές μας.
Κάθομαι σ’ ένα τουριστικό περίπτερο παραδοσιακού ηπειρώτικου στυλ, χτισμένο πάνω στο Κάστρο, κοντά στο τζαμί που είδα στις καρτποστάλ. Είναι μία από τις υψηλότερες τοποθεσίες της πόλης, με ωραιότατη θέα προς τη λίμνη και τα γύρω βουνά. Είμαι στραμμένος προς το παράθυρο, που είναι ανοιχτό, αλλά δεν βλέπω τίποτε φυσικά. Θα φύγω κι αυτή τη φορά από τα Γιάννενα χωρίς να έχω αποκομίσει καμιά εικόνα της πόλης. Θα θυμάμαι βέβαια την ομίχλη της. Τα Γιάννενα έχουν την αβρότητα να μη φορτώνουν τη μνήμη του επισκέπτη τους με περιττές εικόνες που έτσι κι αλλιώς είναι προορισμένες να ξεχαστούν. Προσφέρουν την όψη μιας ήδη λησμονημένης πόλης. Εναποθέτουν στη μνήμη του επισκέπτη τους ένα μικρό κομμάτι μπαμπάκι.
Ο Κώστας θα περάσει κατά τις δύο, τον βολεύει να με πάρει από δω, είχε να κάνει διάφορα ψώνια στο κέντρο της πόλης. Θα με πάει με το αυτοκίνητο μέχρι την Άμφισσα και θα φύγει αμέσως, θα γυρίσει στα Γιάννενα μέσα στη νύχτα. Δεν θέλει ν’ απουσιάσει περισσότερο. Θα λοξοδρομήσουμε σε κάποιο σημείο για να δούμε τον Αχέροντα.
—Ένα ποταμάκι είναι, τι νομίζεις; μου είπε.
Περισσότερο τον ενδιαφέρει το Νεκρομαντείο, γιατί δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να το επισκεφθεί. Ανακαλύφθηκε σχετικά πρόσφατα, όχι μακριά από τον Αχέροντα, σ’ ένα λόφο. […]
Το τοπίο αρχίζει ν’ ανοίγει. Η ομίχλη υποχωρεί. Βλέπω πρώτα τις κορυφές των δέντρων που φυτρώνουν στις όχθες της λίμνης, μετά τις βενζίνες που είναι δεμένες στην αποβάθρα. Η ομίχλη αποσύρεται ραγδαία, σ’ όλο το πλάτος της θέας, ξεσκεπάζει τώρα τη λίμνη αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τις προεκτάσεις της παραλίας, τα σπίτια που την περιστοιχίζουν, ένα δασάκι. Η εικόνα αποκτά φανταστικές διαστάσεις, αλυσίδες βουνών γεννιούνται μπροστά στα μάτια μου, βλέπω για πρώτη φορά το Μιτσικέλι. Ο ήλιος κάνει επιτέλους την εμφάνισή του, δίνοντας μια ασημένια λάμψη στα ακίνητα νερά της λίμνης μέσα από τα οποία ξεπροβάλλει, ως εκ θαύματος, το νησί. Η ομίχλη φεύγει ασταμάτητα, ώσπου χάνεται στο βάθος του τοπίου ανάμεσα στα βουνά που φράζουν τον ορίζοντα. Θα χαιρόμουν περισσότερο το θέαμα αν δεν υποψιαζόμουν τις συνέπειες που κινδυνεύει να έχει για κάποια άτομα η αιφνίδια αυτή υποχώρηση της ομίχλης. […]
Βασίλης Αλεξάκης, Η μητρική γλώσσα, Εξάντας, 1995, σ. 224-239 & 248-249 & 255.
Μετάβαση στο σημείο: Από την μεταπολίτευση και εξής