Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Πριν από την Απελευθέρωση Είσοδοι πόλης
Χρήστος Χρηστοβασίλης,...
«Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα»
[…]
Ήταν μεσημέρι, όταν ξεμύτησαν στην «Προσκύνηση».
Προσκύνηση λέγεται μια ραχούλα, δέκα λεφτά της ώρας δυτικά της πλατείας, απ’ όπου φαίνεται η λίμνη, το κάστρο κι ένα κομμάτι του Γιαννίνου. Λέγεται «Προσκύνηση» γιατί απ’ αυτού φαίνονταν ο χρυσομέγαλος Σταυρός του Μοναστηριού του Άι-Γιάννη, πούναι σήμερα τζαμί του Ασλάν-πασιά, και σταυροκοπιόνταν ο κόσμος, πόρχονταν από τα χωριά στην πολιτεία. Αλλ’ άλλοι λεν—κι αυτό δεν είναι αληθινό—ότι, όταν πρωτόρθαν οι Τούρκοι να καταχτήσουν τα Γιάννινα, σ’ αυτό το μέρος βγήκαν να τους υποδεχτούν οι προυχόντοι οι Γιαννιώτες και τους προσκύνησαν, και γι’ αυτό λέγεται «Προσκύνηση».
Απ’ εκεί αγνάντεψε για πρώτη φορά ο Κουτσογιάννης τα Γιάννινα, και στη στιγμή έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την ονειροφάνταχτη ομορφιά της πανώριας πολιτείας, που ξετυλίγονταν μπροστά του, σαν μαγικός καθρέφτης. Ζερβιά μεριά η λίμνη, με τα λαμπροξάστερα νερά της, σαν απέραντος καθρέφτης, που καθρεφτίζονταν μέσα της ο καταγάλαζος ουρανός με τον κατάχρυσον και κατάλαμπρον ήλιο του και τα κάτασπρα συννεφάκια του, και τα βραχόχτιστα και λογγοσκέπαστα βουνά το Μιτσικέλλι, ο Ντρίσκος, και τα Τζουμέρκα με τα λόγγα τους, τους βράχους τους, τες ράχες τους και τα κοπάδια τους, δεξιά μεριά το πελώριο κάστρο με τους πύργους του, τες πολεμίστρες του, τα κανόνια του, και τα τζαμιά του μεγάλο-μεγάλο κι ακίνητο, σαν μικρό βουνό, ή σωστότερο σαν κοιμάμενο θεόρατο Στοιχειό, κι η πανώρια πολιτεία, με τα ποικιλόβαφα κι αλογάριαστα σπίτια της, με τις κεραμιδοσκέπαστες σκεπές της, κόκκινες σαν παπαρούνες, με τα κατάμαυρα κυπαρίσσια της, και με τους πανύψηλους κι αχτιδοστόλιστους μιναρέδες της, που ξεπετούσαν τ’ αψήλου, σαν γιγάντιες λόγχες. Σ’ αυτό το ανεπάντεχο και παράδοξο θέαμα, ο Κουτσογιάννης τάχασε, ντράπηκε, φοβήθηκε, νόμισε πως ονειρεύονταν, γύριζε το μυαλό του σαν σβούρα και μην μπορώντας να σταθεί ορθός, στρώθηκε καταγής με την κλύτσα του στην αγκαλιά, έχοντας τες πλάτες προς την λίμνη και τα μούτρα προς τον Κώστα, πόρχονταν.
—Τί έκατσες αυτού, ωρέ; του είπε ο Κώστας όταν τον ζύγωσε.
Ο Κουτσογιάννης με την ψυχή στα δόντια, και τρέμοντας από τον φόβο του, του απολογήθηκε σιγαλά-σιγαλά:
—Στάσου τσιότσιο, αδερφούλη μου! Μην φεύγεις, θέλω να σε ρωτήσω.
—Τ’ έχεις κι έγινες έτσι κίτρινος, σαν φλωρί; Μην σου λύθηκε τίποτα ο αφαλός;
—Μήνα ξέρω κι εγώ, αδερφούλη μου, τί έχω; Είδα μπροστά μου ένα σωρό ισκιώματα, ονειροφαντασιές… ξέρω κι εγώ τ’ είναι;
Ο Κώστας άρχισε να στενοχωριέται κι ο Κουτσογιάννης εξακολούθησε να του λέγει σιγαλά-σιγαλά:
—Δεν είχαν ιδεί άλλη φορά τα μάτια μου, ό,τι είδαν τώρα!…
—Τ’ είδες, μωρέ χαμένε, και ξωλαλάς έτσι;
—Εσύ δεν γλέπεις τώρα τίποτε;
—Τι να ιδώ μωρέ;
—Ό,τι είδα και εγώ!
—Τ’ είδες εσύ, που να σε κάψει η αστραπή;
—Για κοίταξε ίσια-πέρα για να ιδείς. Αν απ’ εδώ πίσω μου δεν τα γλέπεις τώρα μπορεί να ξαφανίστηκαν.
Και λέγοντας αυτά εξακολουθούσε νάχει γυρισμένα τα μούτρα του προς τον κάμπο και τες πλάτες του προς τα Γιάννινα, για να μην τα βλέπει κι έτρεμε ολόβολος από τον φόβο του.
—Να, κυττάζω και δεν γλέπω τίποτε. Δεν γλέπω κανένα ίσκιωμα και καμιά ονειροφαντασία.
—Δεν γλέπεις τίποτε, λες; Δεν γλέπεις έναν μεγάαααλον καθρέφτη μπροστά σου; Δεν γλέπεις κάτι άλλα σαν μάγια, που δεν μπορώ να σου τα παραστήσω; Δεν γλέπεις ένα μεγάαααλο σπίτι σαν βουνό;
—Αυτά όλα, ωρέ χαμένε, είναι η λίμνη, το κάστρο και τα Γιάννινα!
—Τα Γιάννινα! ξεφώνησε ο Κουτσογιάννης. Τα Γιάννινα! Φτάσαμαν, αδερφούλη, στα Γιάννινα. Τα Γιάννινα ήταν αυτά που είδα, δεν είναι ισκιώματα. Δεν είναι διαβολικά; Ούι! Ούι! καλ’μέρα μου!
—Τα Γιάννινα είναι, ωρέ, κυρ-χαμένε, τα Γιάννινα.
Ακούοντας ο Κουτσογιάννης ότι εκείνα, που είχε ιδεί, δεν ήταν φαντάσματα κι ισκιώματα, και δεν είχε τίποτε να φοβηθεί, σηκώθηκε αμέσως απάνω ορθός σαν γερός και καλά, γύρισε προς την πολιτεία, κι έριξε το βλέμμα του απανωθιό της, στάθηκε ακουμπώντας στην κλύτσα του με το ζερβί το χέρι, έκανε με το δεξί τον σταυρό του κι έλεγε μονάχος του:
—Τα Γιάννινα είν’ αυτά, Παναήγια μου! Τα Γιάννινα είν’ αυτά, Θεέ μου! Ντέι! ντέι! Τί πολιτεία πούναι τα έρημα! Χρειάζεται νάχει δεκατέσσερα μάτια κανείς και πάλι δεν τα χορταίνει!
Γυρίζοντας ύστερα προς τον Κώστα, τον ρώτησε:
—Τ’ είν’ αυτό, πούναι σαν μεγάλος καθρέφτης; Μήπως είναι ποτάμι; Γιατί δεν τρέχει, αν είναι ποτάμι;
—Αυτό είναι λίμνη…
—Τι θα πει λίμνη…
—Πολύυυυυ νερό, μεγάααααλη γούρνα.
—Αυτή είναι η λίμνη, που λεν; Ντέι! ντέι, τι πράμμα είναι! Από πού έρχεται κι ως πού πάει;
—Να, αυτού βγαίνει κι αυτού χωνεύει το πλειότερο. Τ’ άλλο, χωνεύει μακρύτερα. Αυτού μέσα έπνιξε ο Αλή-πασιάς τες δεκαφτά αρχόντισσες με την Κυρά-Φροσύνη.
—Κι αυτό το μεγάααααλο, πούναι σαν μαντρί, κι έχει γύρα-γύρα ψηλούς τοίχους, αντί για φράχτη, τ’ είναι;
—Αυτό είναι το κάστρο του Γιαννίνου. Αυτού μέσα είναι τα κανόνια, ο στρατός, οι φυλακές με τους φυλακωμένους. Απ’ αυτού πολεμούσε τρία χρόνια ο Αλή-πασιάς με τον Σουλτάνο.
—Ντέι! ντέι! Τί μεγάλο, που είναι το ξάλειμμο! Αν ήταν μαντρί, ωρέ Κώστα, πενήντα χιλιάδες γιδοπρόβατα θα χωρούσαν μέσα! Δεν θα χρειάζονταν καθόλου σκυλιά, γιατί ο λύκος κι οι κλέφτες θα χρειάζονταν να γένουν πετούμενα, για νάμπουν μέσα. Κι αυτά τα θεόρατα τα σουβλιά, πούναι δέκα φορές ψηλότερα απάν’ από τα σπίτια, τ’ είναι; Δέντρα νάναι;
—Αυτά είναι τζαμιά… πάει να πει τουρκοκλησιές. Αυτού ψηλά, που φαίνεται, σαν στρόγγυλη εξέδρα, ανεβαίνει ο Χότζας και διαβάζει.
—Τ’ είν’ αυτός ο Χότζας;
—Είναι ο τουρκόπαπας.
—Ντέι! ντέι! τί ψηλά πούναι τ’ αντίχριστα; Κι εκείνο το ψηλότερο το σπίτι, πούναι ψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα, τ’ είναι;
—Αυτό είναι το σεράι… Αυτού μέσα κάθεται ο πασιάς, κι αυτού μαζώνει τους μεγάλους και κάνει συμβούλιο.
—Ντέι! ντέι! τι μεγάλο και τι ψηλό πούναι το μυριόρημο!…
Ύστερα απ’ όλα αυτά τα ρωτήματα ξεκίνησαν για μέσα• κι ο Κώστας θέλοντας να τον κοροϊδέψει, του είπε:
—Δεν μου λες, ωρέ όρνιο, από τα Γιάννινα σκιάχτηκες έτσι; Μωρέ, παληκάρι που είσαι;
—Να σου ειπώ την καψαλήθεια, Κώστα; του απολογήθηκε ο Κουτσογιάννης. Μου πάει ρόβι. Σκιάχτηκα, άμα είδα όλ’ αυτά τα πράματα. Άμαθος άνθρωπος μαθές. Χάχαχαχαχα!
Και ξεκαρδίστηκε από τα γέλοια ο Κουτσογιάννης με το πάθημά του.
—Δεν λες πως είσαι ντιπ λογγήσιος, παρά λες άμαθος, του απάντησε ο Κώστας, μην μπορώντας να κρατήσει κι αυτός τα γέλοια του.
Έτσι προχωρούσαν ολοένα για την πολιτεία, σαν και πριν, ο Κώστας καβάλα, κι ο Κουτσογιάννης πεζός, με μόνη την διαφορά, ότι τώρα ο Κουτσογιάννης δεν πήγαινε μπροστά, όπως πριν, αλλά πίσω, γιατί κοντοστέκονταν κάθε τόσο, και θυαμαίνονταν και ξαπορούσε με ό,τι έβλεπαν για πρώτη φορά τα μάτια του.
Δεν είχαν φτάσει ακόμα στο κομμέρκι, όταν ο Κουτσογιάννης ξεφώνισε δυνατά, σαν να τον είχε δαγκάσει σκορπιός.
—Αδερφούλη, Κώστα! Τι θυάμα είν’ αυτό;
—Ποιο, ωρέ; του απολογήθηκε ο Κώστας.
—Τι διάολος είν’ εκείνος, που περπατάει απάνω στο νερό;
Ήταν μια βάρκα, πούχε ξεκαμπήσει από το κάστρο, και λάμποντας ήσυχα-ήσυχα, τραβούσε, σαν νύφη καμαρωμένη, για το Νησί.
—Βάρκα, είν’, ωρέ ζουλάπι… του είπε ο Κώστας.
—Τί πράμα είν’ η βάρκα; Ζωντανό είναι;
—Χάχαχαχαχαααααααα!
Ξεκαρδίστηκε ο Κώστας από τα γέλοια, κι ύστερα είπε μόνος του:
—Έρμε λύκε! Τι ζουλάπι άφ’σες ναρθεί στα Γιάννινα και δεν τότρωγες!
Ακούοντας τα λόγια αυτά ο Κουτσογιάννης είπε με παράπονο στον Κώστα.
—Γιατί γένεσαι τέτοιος, ωρέ Κώστας; Δεν ξέρω ο καημένος και σε ρωτάω! Γιατί με μπιλιαρίζεις έτσι; Σάματις ήρθα κι άλλη φορά στα Γιάννινα και πρέπει να τα ξέρω όσα βλέπω; Εσύ τάξερες αυτά, όταν πρωτόρθες εδώ πέρα;
Ο Κώστας κατάλαβε το άδικό του, σταμάτησε το μουλάρι και του είπε ήμερα:
—Η βάρκα είναι ένα μεγάααλο σκαφίδι, κι ως ξύλο που είναι στέκεται ψηλά στο νερό. Έχει από το ένα πλευρό κι από τ’ άλλο δυο κουπιά, είδος μακριά φτυάρια, περασμένα σε δυο θηλιές, και μ’ αυτά την σπρώχνει ο βαρκάρης απάνω στο νερό, κι αυτή κολυμπάει και φεύγει, σαν πάπια.
—Κι είναι βαθειά η λίμνη;
—Ως σαράντα οργιές…
—Δεν μπαίνω εγώ, ωρέ γυιε μου, μέσα σ’ αυτόν τον πειρασμό, που τον λεν βάρκα, κι ας μου χάριζαν δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα, μ’ όλους τους πιστικούς, τα σκυλιά και τα καρδάρια τους.
Και λέγοντας αυτά, έφτυσε τρεις φορές στην αράδα ως ξόρκισμα και σταυροκοπήθηκε.
[…]Κώστας Κρυστάλλης, Στα...
«Στα χαλάσματα»
[…] Που να ιδήτε τον Κώστα Θόδωρο εδώ δα, στην Πουβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως που μολόγησαν. Είν’ ενενήντα χρονών άνθρωπος. Αφ’ όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και την γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ’ από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά• όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαργιά στους ίσκιους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης, πού να ζυγώσ’ εκεί στο χωριό. Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.
Μια βολά πέρνανε απόξω από τα Γιάννενα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τo ’γινε κολτσίδα για να τον πάρει μια ψίχα στα Γιάννενα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να ιδεί στα Γιάννενα στρούγγες κι αυτός κι μαντριά. Για τσελιγγάτο τα ’χε πάρει στο νου το κι αυτός. Μήνα ρώτησε καμιά βολά για να μάθει; Τί τον έγνοιαζε για να ρωτήσει; Κ’ ύστερα, σαν γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για την τσοπάνικη ζωή• και να ρωτήσει τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννενα, του ’ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κι έτσι τα ’πλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγγάτο. Σα μπήκε στα Γιάννινα κ’ είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος κι έχασκε σαν αλαλιασμένος. Κ’ ύστερα πόφυγε, τίναξε στο κουμέρκι τον κουρνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ’ ένα λιθάρι κι έριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσαι, διάτανε• αμ’ που μ’ έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση. Ακόμα βουίζουν τ’ αυτιά μ’ απ’ την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π’να τους κάψ’ η αστραπή ντε. Μ’τι ήσαν τούτ’ ωρέ Καράλ’! Σα διατάν’ μόμοιαζαν όλοι ντυμέν’ έτσι. Σαν εκείνους π’γλέπω τ’ Λαμπρή στ’ν Αγιά-Παρασκευή στ’ν εκκλησιά, πόχουν ζουγραφισμέν’ την κόλασ’. Κι εκείν’ οι δρόμ’, κι εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ’, φύλαξέ με!» Κι έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πως ζαν έτσ’ απανουτοί, πως παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλασε, τι να ’κανε. Τώρ’ αν τον ρωτήσεις τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννενα: «Φεύγα, γιε μ’, θα σου πη, από δαύτα, μη μπεις εκεί μέσα τι θα πεθάν’ς. Μια ψίχα μπήκα γω μέσα μια βολά όλ’ όλ στη ζωή μ’ και πήγε να με πιαστεί η ανάσα. Φεύγ’ από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Σταν’ και πάλε στάν’.» […]
Κώστας Κρυστάλλης, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005.
Μετάβαση στο σημείο: Πριν από την Απελευθέρωση