Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Οδός Ανεξαρτησίας Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
Μιχάλης Γκανάς, Γυάλιν...
ΙΙ
στον Χρήστο Μπράβο
Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τί χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.Μιχάλης Γκανάς, «ΙI», Γυάλινα Γιάννενα, Καστανιώτης, Αθήνα 1989, σ. 8.
Γιάννης Δάλλας, Επεισό...
Επεισόδια από τη διάλειψη του χρόνου
Ι
Αυτός ο άνθρωπος καταπλακώθηκε από τα βουνά. Στις πλάτες του το Μιτσικέλι η Πίνδος η Μουργκάνα κι αυτός τρέχει τρέχει… Κ’ είν’ εκεί πάνω μια φωτιά που έχει φουντώσει από την εποχή των Γερμανών και της εθνοφρουράς του Γράμμου. Τρίζει το ελάτι στάζει το ρετσίνι κ’ έχει παλαβώσει ο κυνηγός και το σκυλί του. Και μόνον ο νεκρός αντάρτης που μαρμάρωσε δεν κινδυνεύει.
ΙΙ
Ένας αντάρτης περπατά στους δρόμους. Πέρασε διαγώνια την Ανεξαρτησίας κι απ’ την πύλη τ’ Αρχιμαντρειού βρέθηκε να κοιτά την πόλη απ’ τα υπερώα της Αγία-Τριάδας. Κ’ η πόλη χύθηκε στους δρόμους να τον δει και δεν τον έβλεπε. Ψηλός κι αέτειος πετούσε απάνω απ’ την ευθεία των ματιών. Ή διαλυμένος μες στο φως κόβοντας σαν λεπίδι την ανάσα των περαστικών αυτός κ’ η γενειάδα του. Κ’ ήταν στιγμές που σκύβαμε κεφάλι και κορμί να μη μας πάρει η μπάλα. Έτσι ελικοδρομούσε αθέατος λίγο πιο χαμηλά και λίγο πιο ψηλά απ’ τα όνειρα. Κ’ ύστερα πάλι απ’ τους σταυρούς της Περιβλέπτου κατηφόριζε αρχαγγελικός και μ’ αλυσίδες αφανέρωτες απ’ τη σπηλιά του Σκυλοσόφου γλίστρησε στη λίμνη για τ’ αντικρινά βουνά. Κ’ εκεί ποια βάρκα τον περίμενε ποιας άγονης γραμμής το μονοπάτι πήρε κι αναλήφθηκε. Η ανάληψή του το πρωί συγκλόνισε και δίχασε την πόλη. Κι ο «Παρατηρητής του Μέλλοντος» την άλλη μέρα έγραφε: «Δίσκος ιπτάμενος διέσχισε τους ουρανούς της πόλης μας. Πέρασε διαγώνια και τα λοιπά και τα λοιπά…» Να ξεχαστεί να φιμωθεί να γίνει παραμύθι για τους εξωγήινους το φάντασμα του προγραμμένου
ΙΙΙ
Ποτέ σαν να μην απελευθερώθηκε αυτή η πόλη. Κι αυτός ο δρόμος τι μυστηριώδης τι διπρόσωπος. Από τη μια μεριά τα εμπορικά μακρόστενα. Μέσα μορφές της δυναστείας και κυρίες μπαινοβγαίνοντας με κρινολίνα. Κ’ έξω καρότσες του παλιού καιρού σταματημένες πριν απ’ την κατάρρευση. Μορφές του απομεσήμερου έτοιμες για ανάληψη. Μα απέναντι βασανισμένα σώματα σε σιωπηλή ταλάντευση. Χρώμα γαλβανισμένου δίσκου και τροχού που στρέφει κατακόκκινος κι αόρατα σφυριά σ’ όλες τις πόρτες. Κορμιά γυμνά των χαλκουργών σκυμμένα απάνω από την πίσσα. Κι ο γιος του Πελλερέν μ’ ένα ζικ-ζακ πέρασε ανάμεσα και χάθηκε. Πίσω του ράγισε η εποχή και στ’ άνοιγμα του δρόμου φάνηκε η πομπή. Και κορυφαία της πομπής η άναρχη τρεμάμενη μορφή της Ευτυχίας Πρίντζου.
Μετάβαση στο σημείο: Οδός Ανεξαρτησίας