Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Κέντρο Από την μεταπολίτευση και εξής
Ναπολέων Λαζάνης, Κεφα...
Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο
Κυριακή πρωί σηκώνονται γρηγορότερα οι γυναίκες. Φτιάνουν τον νταβά με το φαΐ να τον έχουν έτοιμο που θα ξυπνήσουμε. Παίρνει τον νταβά ο πεθερός τον πάει στο φούρνο. Εγώ καφέ και τσιγάρο. Γυρίζει ο πεθερός. Τρώει το γάλα του με το ψωμί. Τελειώνουμε. Να ντυθώ κι εγώ γρήγορα κι αργήσαμε. Ξεκινάμε. Μπροστά ο πεθερός κι εγώ. Πίσω η πεθερά κι η γυναίκα με το παιδί αγκαλιά. Χαιρετάμε τους γνωστούς όλο το δρόμο ως τη Μητρόπολη. Στην εκκλησία σοβαροί. Οι γυναίκες στη μεριά τους. Εμείς όρθιοι. Βρίσκει ο πεθερός καμία φορά στασίδι. Τις περισσότερες όρθιος κι αυτός. Περιμένουμε να τελειώσει η λειτουργία. Να πάρουμε το αντίδωρο. Το σταυρό μας και στο προαύλιο. Σιγά σιγά επιστροφή σπίτι. Μπαίνουμε στο Κάστρο. Στο έμπα αριστερά ο φούρνος. Παίρνει ο πεθερός τον νταβά με το φαΐ. Μοσχοβολάει κυριακάτικο κρέας, μας σπάει τη μύτη.
Στις αρχές πηγαίναμε με τον πεθερό στην Όαση για ούζο. Τώρα πίνουμε το ούζο στον κήπο ώσπου να ετοιμάσουν οι γυναίκες το τραπέζι. Τελειώνουμε το ούζο. Ώρα για φαΐ. Γύρω γύρω στο τραπέζι. Ήσυχα ήσυχα. Πίνουμε κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Μας πιάνει νύστα. Οι άλλοι θα κλέψουν τον μεσημεριανό τους. Εγώ βάζω τη γυναίκα και μου φτιάνει δυνατό καφέ. Πρέπει να ξενυστάξω. Ξενυστάζω στο στάδιο. Στο στάδιο φασαρία. Βρίσκω τους φίλους. Στηνόμαστε όρθιοι και παρακολουθούμε τις ομάδες. Φωνές και φασαρία. Κερδίζει η ομάδα μας πανηγυρίζουν οι φίλοι δίπλα μου. Χάνει φεύγουν με σκυφτό το κεφάλι. Παν στο καφενείο να πιουν να ξεδώσουν. Να φωνάξουν. Να βρίσουν. Θα τους πάρει το βράδυ μέχρι να καλμάρουν. Εγώ τους αφήνω.
Ανεβαίνω αργά αργά ως τον Κουραμπά. Απ’ τον Κουραμπά στο νεκροταφείο. Πάω στα μνήματά τους. Τα καθαρίζω απ’ τ’ αγριόχορτα. Κάνω το σταυρό μου. Μένω λίγο σκεφτικός και τα κοιτάζω. Ξανά το σταυρό μου. Φεύγω. Παίρνω την κατηφόρα ως την Καλούτσιανη. Πίσω το δρόμο απ ‘τα μποστάνια. Γύρω γύρω τη λίμνη. Απ’ τη λίμνη στο Κάστρο. Φτάνω σπίτι σαν σουρουπώνει. Ώσπου να ξεντυθώ και να βάλω τις πιτζάμες παίρνει και βραδιάζει. Το βραδινό λίγο περίσσευμα απ’ το μεσημέρι. Κανένα αυγό με τυρί. Να περάσει κι αυτή η ώρα. Να πάμε για ύπνο. Αύριο ξημερώνει καινούρια μέρα. Αρχή της βδομάδας. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.
Στα Γιάννενα βρέχει πολύ το φθινόπωρο. Κάνει μέρες να σταματήσει. Ύστερα έρχονται τα Χριστούγεννα με χιόνια. Απόκριες. Κι αυτές τις περισσότερες φορές με χιόνι. Κρύο οπωσδήποτε. Το Πάσχα άνοιξη. Μοσχοβολάει ο τόπος. Το καλοκαίρι ζέστα φοβερή. Κάψα. Περιμένουμε το φθινόπωρο να βρέξει. Ξεράθηκε ο τόπος. Έρχεται το φθινόπωρο και βρέχει. Βρέχει, δε λέει να σταματήσει. Λίγο χιόνι. Πεθυμήσαμε λίγο χιόνι. Το χιόνι θα πέσει τα Χριστούγεννα. Μπορεί και γρηγορότερα. Μπορεί να ’ναι βαρύς ο χειμώνας, να το κρατήσει και μέχρι Μάρτη. Το Πάσχα μια φορά θα ’χει οπωσδήποτε καλό καιρό. Άνοιξη το Πάσχα. Κι ύστερα το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι σκασίλα ζέστη μέχρι το φθινόπωρο. Το φθινόπωρο θ’ αρχίσουν πάλι οι βροχές ασταμάτητες […]
Είναι εκείνη η χαρακιά στο Μιτσικέλι. Η γυναίκα ντύνει το μεγάλο γιο την ταξιδιωτική στολή. Ποδιά με γιακαδάκι άσπρο. Του κρεμάει το σακίδιο. Πλάκα με κοντύλι και σφουγγάρι. Φεύγω πρωί και δεν είμαι στην αναχώρηση. Στην ανηφόρα της Αβέρωφ για το δημοτικό. Ύστερα στην οδό Ανεξαρτησίας για το γυμνάσιο. Ύστερα στο λεωφορείο μπρου μπρου για Θεσσαλονίκη. Είναι κείνη η χαρακιά και τραβάει τα παιδιά ίδιος μαγνήτης. Είναι ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη. Για το Πανεπιστήμιο.
Ο πεθερός όλο και γερνάει. Φυτεύει στον κήπο τρεις μηλιές. Μικρές μικρές τις βλέπω. Μεγαλώνουν οι μηλιές. Γίνονται δέντρα. Κάνουν και μήλα. Εγώ μικρές τις βλέπω. Βλέπω το μεγάλο γιο να τον μαθαίνω κολύμπι στη λίμνη. Πρώτα με σαμπρέλα. Ύστερα χωρίς. Σιγά σιγά και τον ακουμπάω με την κοιλιά στις παλάμες. Να μάθει απλωτές. Να μάθει να χτυπάει τα πόδια. Και τον μεσαίο. Να μην το φοβάται έτσι το νερό. Και τον μικρό. Κοκαλιάρης ο μικρός κι όλο κρυώνει. Μικρές κι οι μηλιές στο μυαλό μου και τα πλατάνια στο μόλο τεράστια. Στέκομαι από κάτω και βρέχει. Στάζουν τα φύλλα και κοιτάζω τη χαρακιά στο Μιτσικέλι. Και δακρύζουν τα μάτια.
Ο γιος ο μεγάλος κι ο μεσαίος κι ο μικρός. Κάνουν ζαβολιές. Τους ρίχνω καμιά καρπαζιά. Βάζω και φωνή, να με σέβονται. Να με φοβούνται. Τα πεθερικά τα παραχαϊδεύουν. Η γυναίκα στις δουλειές. Εγώ στο μαγαζί απ’ τα βαθιά χαράματα. Αυτά στα παιγνίδια. Όλο και ξεπορτίζουν. Να ’χουν το φόβο. Να διαβάζουν. Είναι μικρά ακόμα. Πρέπει να μπουν σε τάξη. Μικρά με κοντά παντελόνια. Μικρά με μακριά. Μικρά και ξυρίζονται. Μικρά και παν στο πανεπιστήμιο. Μικρά κι αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, κάνουν παιδιά. Είναι μικρά ακόμα.
Ο πεθερός βγαίνει στη σύνταξη. Γυροφέρνει στον κήπο. Βοηθάει τις γυναίκες στις δουλειές. Η γυναίκα μου ολημέρα στο μαγείρεμα. Σκούπισμα, πλύσιμο. Τη βλέπω που γυρίζω τα μεσημέρια κι είν’ ακόμα με τ’ αλεύρια. […]
Το τσιγάρο το ’κοψα. Μεγάλο έξοδο. Κρασί Χριστού και Πάσχα. Μαζί με τα παιδιά. Έρχονται τα παιδιά με τις οικογένειές τους. Περνάμε καλά. Ύστερα ανοίγει η πόλη τις πύλες της. Στέκομαι στους τρεις ανέμους και τ’ αποχαιρετάω. Στο μυαλό μου η χαρακιά. Αυτή η χαρακιά και τα πρωτοπήρε. Τη βλέπω στον ύπνο εφιάλτη. Φίδι μαύρο και με πλησιάζει. Με τυλίγει. Πόδια και μπράτσα και λαιμό. Με πνίγει. Κατηφορίζω στο μόλο να πάρω ανάσα. Σκεπή μου τα πλατάνια. Γαλήνη μου η λίμνη. Βαδίζω αργά κι είμαι μόνος. Οι άλλοι στην πλατεία στριμωγμένοι στα καφενεία και παίζουν χαρτιά. Μπεκροπίνουν. Ξοδεύουν τα λεφτά τους. Δεν είναι οικογενειάρχες ν’ αναστήσουν παιδιά. Να τα βάλουν στον ίσιο δρόμο. Ο ίσιος δρόμος αυτή η πληγή που σκίζει το Μιτσικέλι λοξά. Και στριφογυρίζει. Όλο στριφογυρίζει και χάνεται πέρα μακριά. Πολύ μακριά. Τόσο που δε φτάνει το βλέμμα. Το βλέμμα το δικό μου. Το πατρικό. Άδικα τον χαστούκισα το μεγάλο που ’σπασε το τζάμι με τη σφεντόνα. Και τον μεσαίο. Χάλασε την πατίνα και τον έβαλα τιμωρία νηστικό. Κι εκείνον το μικρό. Τι να δείρεις από δαύτον που του μετριούνται τα παΐδια. Ο πεθερός σκέφτεται να κόψει τις μηλιές. Μεγάλωσαν λέει. Παραμεγάλωσαν. Το ’χασε ο άνθρωπος. Τόσο δα μηλίτσες και μεγάλωσαν. Τι να πεις.
Τα καλοκαίρια το βραδάκι πάμε όλοι μαζί βόλτα στο μόλο. Έχει καλαμπόκι. Στα καφενεία κόσμος. Δεν καθόμαστε. Τζάμπα έξοδο. Κείνο το καφενείο στη στροφή Η Κυρα-Φροσύνη βγάζει το μεγάφωνο και βάζει όλο παλιά τραγούδια. Καντάδες και τέτοια. Κι η λίμνη φαίνεται με τα φώτα μαύρος καθρέφτης. Τραβηχτικός. Κι απάνω γλιστράν οι βάρκες σκιές. Κι είναι κι η βενζίνα, πηγαινοέρχεται τουκ τουκ. Κι είναι και τα βατράχια όλα μαζί συναυλία. Τρώμε το καλαμπόκι και γυρνάμε αργά σπίτι. Σπίτι έχει γάλα με γιαούρτι και παπάρα ψωμί. Αυτό είναι το βραδινό μας. Πολύ νόστιμο.
Φθινόπωρο βροχές κι η εμποροπανήγυρη. Και περνάει η εμποροπανήγυρη κι ακόμα βροχές. Όσο πιο πολλές τόσο καλύτερα. Σπρώχνουν το χρόνο στα Χριστούγεννα. Τούτα τα Χριστούγεννα μπορεί να ’ρθει μόνο ο μικρός ο γιος με την οικογένεια. Υπάρχει και μια ελπίδα το Πάσχα να ’μαστε όλοι μαζί. Αρχίζω και μετράω τα χρόνια π’ απομένουν για τη σύνταξη. Και βλέπω στην κορφή του βουνού που ξεκόβεται μια πετρούλα. Την παίρνει ο χείμαρρος και την κατεβάζει ως κάτω στο νταμάρι. Από κει τη φορτώνουν μαζί με τ’ αμμοχάλικο. Στρώνουν να φτιάξουν περιφερειακό δρόμο στη λίμνη. Κι η πετρούλα πέφτει άκρη άκρη στο δρόμο. Κι εγώ περνάω και της δίνω μια κλοτσιά. Και την ακούω που πέφτει στο νερό ανάμεσα στα καλάμια και κάνει μπλουμ. Και κάθε φορά περνάω και κοιτάζω το μέρος που την έπνιξα. Την πετρούλα που ξεκόλλησα απ’ το βουνό. Κι έφτασε στη λίμνη. Και βούλιαξε στα νερά και χάθηκε. Αρχίζω και γερνάω.
Ναπολέων Λαζάνης, Κεφαλή ανδρός σε ορείχαλκο, Πατάκης 1995, σ. 123-125, 145-153 και 161-164.
Ανδρέας Μήτσου, Η παλι...
Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα
Κάτι με τρώει και δεν έχω ύπνο τις νύχτες.
Στριφογυρίζω ώρες στο κρεβάτι μου. Ύστερα σηκώνομαι, ντύνομαι προσεχτικά και βγαίνω έξω στη σκοτεινή πόλη.
Υπάρχουν πόλεις ανάλαφρες. Όπου γλιστράς πάνω τους. Όλη την ώρα φεύγεις. Υπάρχουν άλλες βαριές. Σα να τις σηκώνεις στις πλάτες σου.
Οι σπουδαίες πόλεις όμως ξεχωρίζουν από τη μυρωδιά.
Αυτές είναι και σπάνιες.
Η μυρωδιά βέβαια αυτή δεν είναι η ίδια.
Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κάπνας αιωρείται πάνω από τα Γιάννενα.
Όταν μάλιστα βρέχει, τότε έρχεται από τη μεριά του Κάστρου πιο βαριά κι γίνεται αναπόφευκτα αισθητή.[…]
Όταν πρωτοήρθα στα Γιάννενα ήμουνα πολύ χαρούμενος. Ένιωθα ανάλαφρος και χωρίς καμιά έγνοια. Αγόρασα μάλιστα ένα ποδήλατο. Την τρίτη μέρα από τον ερχομό μου και ενώ τριγύριζα πάνω στο ποδήλατο αμέριμνος, χτύπησε η σάλπιγγα υποστολή της σημαίας.
Ήταν βραδάκι. Το πολύβουο πλήθος που πηγαινοερχόταν στην κεντρική λεωφόρο ακινητοποιήθηκε στη θέση που βρισκόταν και σε όποια κατεύθυνση έτυχε να ατενίζει.
Τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα και τα σώματα όλα σε θέση προσοχής. Η γαλανόλευκη κατέβαινε αργά και η διμοιρία στρατιωτών μπροστά στο διοικητήριο παρουσίαζε όπλα.
Κατακόκκινος ο σαλπιγκτής φούσκωνε τα μάγουλα, φούσκωνε και προσπαθούσε να δυναμώσει στο έπακρο την ένταση του ήχου.
Ανέβαινε το σάλπισμα στα χιονισμένα βουνά, πέρναγε πάνω από τη λίμνη, πάνω απ’ τα καμπαναριά με τις φωλιές των πελαργών που ακίνητοι και αυτοί στο ένα πόδι αφουγκράζονταν περίλυποι. Το ίδιο περίλυπα ήταν και τα αγάλματα στην πλατεία και στον «κήπο» μέσα.
Ακίνητος στεκόταν επίσης ο κόσμος και τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τη λεωφόρο Δωδώνης, περιμένοντας να τελειώσει ο ήχος της σάλπιγγας. Μόνον εγώ έκανα κύκλους ανάμεσά τους αμήχανος πάνω στο ποδήλατο.
Αμέσως μόλις τελείωσε το σάλπισμα, το πλήθος συνέχισε με την ίδια βιάση προς την κατεύθυνση που πήγαινε. Σα να είχαν πετρώσει για μια στιγμή και ύστερα να ξυπνούσαν ξανά, επιλήσμονες και σε ασυνειδησία του γεγονότος της προηγούμενης στιγμής.
Το συμβάν αυτό της υποστολής της σημαίας, καθώς αντιλήφθηκα αργότερα, απέβη για μένα πολύ σημαντικό.
Όταν τελείωσε ο σαλπιγκτής, πρόσεξα πως οι κάτοικοι της ακριτικής αυτής περιοχής είχαν αγνοήσει την παρουσία μου. Δεν είχαν καν αντιληφθεί πως εγώ κινούμουν ανάμεσά τους όση ώρα διαρκούσε το σάλπισμα.
Με τρόμο ανακάλυψα ότι δεν υπήρχα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είχα δηλαδή υπόσταση.
Από τότε άρχισα να παρατηρώ τα αμέτρητα αγάλματα της πόλης, να διαβάζω τις επιτύμβιες πλάκες και να επισκέπτομαι τα μουσεία και τα ιστορικά κτίρια της περιοχής. Γρήγορα γνώριζα κάθε εκδοχή του πνιγμού της κυρα-Φροσύνης, εντρύφησα στην αιμοδιψή φυσιογνωμία του Αλή Πασά και ένα απέραντο δέος με καταλάμβανε όποτε έφερνα στο νου μου το γερακίσιο βλέμμα του Κίτσου Τζαβέλα ή τη σεπτή μορφή του Μάρκου Μπότσαρη. Οι νεότερες επίσης εποχές της απελευθέρωσης της πόλης των Ιωαννίνων μεταφέρονταν καθημερινά στη συνείδησή μου και έφτασα ακόμα να αγαπώ ή να ταυτίζομαι με αντίστοιχους ήρωες, όπως ο ρομαντικός ποιητής Λορέντζος Μαβίλης και αυτός ακόμα ο θρυλικός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄.
Αχός από μάχες, οδυνηρά τραγούδια γυναικών που θυσιάζονταν σε απόκρημνα βουνά για να αποφύγουν την ατίμωση από τους Τούρκους, ή εκρήξεις από εξωκλήσια που ανατίναζαν μοναχοί, αντιβοούσαν μέσα μου. Και όλα αυτά αποκλειστικά και μόνο γιατί γοητεύτηκα από το γεγονός ότι οι άξεστοι αυτοί χωριάτες ήτανε σε θέση να στέκονται μια δεδομένη στιγμή και να υπακούουν στα κελεύσματα της σάλπιγγας.
Σκέφτηκα πολύ και διαπίστωσα ότι εγώ δεν μπορούσα να απολαύσω ακριβώς αυτή τη λειτουργικότητα της στιγμής.
Άρχισα τότε για πρώτη φορά να βλέπω στον περασμένο χρόνο.
Διστακτικά ψαχούλευα το παρελθόν και ξαφνιασμένος διαισθανόμουν μια απροσδιόριστη προσδοκία που αναδευόταν μέσα μου. Είδα ότι οι άνθρωποι εκείνοι ακινητοποιούνταν αβίαστα και εντελώς φυσιολογικά και αυτό το απέδωσα σε κάποια βαθύτερη επίγνωση της ταυτότητάς τους που οφειλόταν στην ιστορική συνείδηση.
Γι’ αυτό αγάπησα τους Γιαννιώτες ήρωες και τα αγάλματά τους. Αλλά και τα κανόνια και το κάστρο τους.
Ήμουνα κι εγώ τώρα πάνω σ’ ένα σκηνικό με ανειλημμένο ρόλο.
Ανδρέας Μήτσου, «Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα»,Ο χαρτοπαίχτης έχει φοβηθεί, Νεφέλη, 1993, σ. 131-149.
Μετάβαση στο σημείο: Κέντρο