Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Κέντρο Πριν από την Απελευθέρωση
Χρήστος Χρηστοβασίλης,...
«Ο Κουτσογιάννης στα Γιάννινα»
[…]
Περνώντας από την Ζαρά, ήταν πλειά μέσα στα Γιάννινα. Κόσμος πολύς αναδεύονταν άνω-κάτω και πέρα-δώθε. Βλέποντας ο Κουτσογιάννης το πλήθος αυτό, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά στη ζωή του, με τες ασυνήθιστες φορεσιές τους, για τα μάτια του: γούνες, τζουμπέδες, ντουλαμάδες, σιαλιβάρια, λιμπαντέδες, φράγκικα, είπε:—Ούι, μάννα μου, αρχόντοι!
Νομίζοντας, ότι κάθε άνθρωπος, που δεν φόραε σιεγκούνια ή φουστανέλες, ήταν άρχοντας χωρίς άλλο!…
Όταν ζύγωσε το πλήθος, άρχισε να καλημεράει δεξιά και ζερβιά, φέροντας το δεξί του χέρι στα στήθια του, σ’ ένδειξη μεγάλου σεβασμού.
—Καλ’μέρα! Καλ’μέρα! Καλ’μέρα.
Αλλά κανένας δεν του απολογιόνταν: «Καλή σου ημέρα!» ή «Πολλά τα έτη», αλλά τραβούσαν όλοι στην δουλειά τους, χωρίς να τον προσέχουν.
Τότε ο Κουτσογιάννης, καλημερώντας και μη λαβαίνοντας απάντηση, θύμωσε και μουντζώνοντας με τα δυο του τα χέρια όλον εκείνον τον κόσμον, που αναδεύονταν, σαν μελίσσι, ξεφώνησε:
—Ου! στον διάβολο, παλιανθρώποι! ας είστε κι αρχόντοι! Και δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα αν είχαταν στο μαντρί καθένα σας πάλε δεν θα είχαταν τόσο σηκωμένη την μύτη, και θα καταδέχοσταν ν’ απολογηθείτε στην καλ’μέρα του Θεού! Ου! να μου χαθείτε!
Βλέποντας κι ακούοντας αυτά ο Κώστας του φώναξε με θυμό:
—Γιάνν’! Γιάνν’! Ώρε Γιάννη!
Ο Κουτσογιάννης ξακολουθούσε να βρίζει απάνω στον θυμό του, σαν να μην τον άκουε τον Κώστα, λέγοντας:
—Ωρέ, έχω καλ’μερήσει και καλ’μερήσει ανθρώπους• τσιελεγκάδες βαρβάτους με δυο χιλιάδες, με τρεις, με τέσσερες, με πέντε μ’ εφτά και με δέκα χιλιάδες γιδοπρόβατα και κανείς δεν μ’ αρνήθηκε την καλ’μέρα. Έχω καλ’μερήσει Σκέντο, Μπέζα, Γκίζα, Γιάγκα, Μπάρδα κι ούλη την Βλαχουνιά, κι ούλοι μου απαντούσαν: «Καλή σου ημέρα» και «πολλά τα έτη» κι εσείς οι κ…
—Ώρε Γιάνν’! ώρε Γιάνν’! φώναζε συγκρατούμενα ο καημένος ο Κώστας ψηλά από το μουλάρι, αλλά πού να βάλει αυτί ο Κουτσογιάννης!
Κάποτε επιτέλους του απολογιέται:
—Ε! ωρέ, τι θέλεις;
—Είσαι ντίπου λάβδα-ο-λο, καημένε! Τι σε φταιν ο κόσμος και τους βρίζεις; Δεν λες ότι σου τες βρέχει και κανένας;
—Γιατί δεν απολογιούνται στην καλ’μέρα μου;
—Γλέπεις τι πολυκοσμία είν’ εδώ πέρα;
—Και σαν είναι τι;
—Έχει λογαριασμό! Αν όλος αυτός ο κόσμος χαιρετούσαν τον έναν και τον άλλον που απαντούσαν στον δρόμο, τότε δεν θάκαναν άλλη δουλειά, παρά να χαιρετούν από το πρωί ως το βράδυ.
Σώπασε ο Κουτσογιάννης, αλλά κοίταξε άγρια-άγρια όλους τους ανθρώπους, που αντιδιάβαιναν σαν να ήθελε να τους φάγει με τα μάτια, ή να τους πιάσει με την κλύτσα του και να την σπάσει στην ράχη τους.
Εκεί, που όλο έμπαιναν προς τα μέσα της πολιτείας, ένας Χότζας, σαν ανθρώπινο πετούμενο, άρχισε άξαφνα το μπαγλάτημα, ψηλά σ’ έναν μιναρέ, και να ψέλλει την προσευχή του.
—«Αλλάααααχ…»
Ξεπετάχτηκε ο Κουτσογιάννης ως απάνω κι είπε στον Κώστα με φόβο και περιέργεια:
—Αδερφούλη Κώστα! Τ’ είναι πάλε αυτός ο διάβολος, που ψέλλει εκεί απάνω;
—Ο Χότζας, ο τουρκόπαπας, που διαβάζει…
—Έτσι είναι οι Τούρκοι οι παπάδες;
—Έτσι…
—Το μεσημέρι λειτουργούν οι χοτζάδες;
—Ωρέ, έλα κοντά μου, διάολε, και μην γκαρίζεις έτσι, γιατί θα μας ακούσουν οι Τούρκοι και θα βρούμε κανένα άντεμα!
Ακολούθησε ο Κουτσογιάννης τον Κώστα• κι όσο κι όσο προχωρούσαν προς την καρδιά της πολιτείας, τόσο πυκνότερη η πολυκοσμία, τόσο κι η οχλοβοή δυνατότερη. Χριστιανοί, Τούρκοι, Εβραίοι πήγαιναν άνω-κάτω και πέρα-δώθε σαν μελίσσια στο κρινί. Οι Χριστιανοί περβατούσαν περήφανα, οι Τούρκοι αργά-αργά, και πολλοί απ’ αυτούς τραβούσαν τσιουμπούκι, ενώ περβατούσαν, κι οι Εβραίοι, ζωσμένοι στην μέση τους ταβλάδες, γεμάτους πραγματείες, περβατούσαν, άναργα-άναργα, φωνάζοντας ψαλμωδικά:
—Ράααααματα καλά! Πραμμάαααατειες καλέεεεες!
Βλέποντας όλ’ αυτά ο καημένος ο Κουτσογιάννης, γύριζε σαν ανεμοδείχτης, αλλά τι να πρωτοϊδεί και τι να πρωτακούσει, απ’ όλα όσα ήταν ολόγυρά του. Βρίσκονταν σ’ έναν φοβερό λαβύρινθο μέσα, που τούχε πάρει όλον του τον νου. Ήθελε νάχε χίλια μάτια να βλέπει κι άλλα χίλια αυτιά ν’ ακούει. Ένα ζευγάρι μάτια κι ένα ζευγάρι αυτιά δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν καθόλου την περιέργειά του.
Τέλος έφτασαν στο χάνι του Πράσσου, στον «Πλάτωνα», μοναδικό χάνι και ξακουσμένο σ’ όλην την Ήπειρο. Εκεί ήταν ο μεγαλύτερος θόρυβος και το μεγαλύτερο κακό. Σαράντα καβάλες έμπαιναν και σαράντα καβάλες έβγαιναν. Θόρυβος, κακό, κοσμοχαλασιά! Οι λαχανοπούλοι φώναζαν απ’ έξω.
—Σπανάκια, παζιά, μαρούλια, μακεδονίσι, κολοκυθάκια, χλωροκούκκια…
Οι κρεασοπούλοι: ο ένας απ’ εδώ βροντερά-βροντερά:
—Κατσκομούνχοοο!
Οι άλλοι απ’ εκεί:
—Κριαρήσιοοο!
Τρίτος με ψιλή φωνή:
—Αρνάκι το καημένο!
Τέταρτος:
—Κατσίκιιι!
Κι ανάμεσα σ’ όλες αυτές τες φωνές ξεχωριστές κουβέντες των κρεασοπούλων, που πουλούσαν, κι έκοβαν:
—Κόψ’ τ’ αγά το κεφάλι’!
—Βγάλ’ του μπέη τον λαιμό!
—Κόψ’ τ’ άρχοντα το μπούτι!
Τα ποδοβολητά των αλόγων και των μουλαριών ψηλά στα γκαλτερίμια ξυπνούσαν και πεθαμένους, και κοντά σ’ αυτά όλα, που είπαμε, άλλοι συγκρατούμενοι θόρυβοι από τες ζυγαριές των καταστημάτων, από τα ξεφορτώματα των φορτιών, από τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και των μουλαριών, και τα γκαρίσματα των γαϊδουριών, από τα βελάσματα των προβάτων, των γιδιών, των αρνιών και των κατσικιών, που τα κουβαλούσαν στην αγορά για να τα πουλήσουν , από τα πελεκήματα των σαμαράδων, από τα χτυπήματα των τσαρουχάδων και των κουντουράδων, από τα τσιοκανίσματα των σιδεράδων και των χαλκωματάδων, από τα καλλιγώματα των πεταλωτάδων, από τα τραγούδια των τσιούρηδων και των μπαντίδων, που είχαν πάντα την κάπα τους κρεμασμένη στα χάνια, από τα λαλούμενα των Γύφτων, έκαναν ένα είδος διαβολικής μουσικής, πόφτανε ως τα κατακλείδια της γης κάτω, κι ως τον ουρανόν απάνω.
Κατέβηκε από το μουλάρι ο Κώστας, το ξεφόρτωσε και το παράδωκε σ’ έναν από τους πολλούς αχουρτζήδες του χανιού, έδωκε την κάπα του, και την βελέντζα του σ’ ένα χαντζόπουλο, και πήρε τες πλόσκες του, τα σακκούλια του και το ντισάκι του για να βγει στο παζάρι να ψωνίσει. Ο Κουτσογιάννης τον πήρε από το κοντό, σαν το πιστό σκυλί τον αφέντη του.
Μόλις έκαναν λίγα βήματα κι ο Κουτσογιάννης ρώτησε τον Κώστα ανυπόμονα:
—Πού π΄λούν φλοέρες;
—Στο παζάρι…
—Πότε θα πάμε στο παζάρι; Τι πράμα είναι το παζάρι;
—Να εδώ είναι το παζάρι… Στο παζάρι βρίσκομέστε…
Βρίσκονταν ακριβώς στον περίφημον και ιστορικόν «Πλάτωνα» όπου αρχίζει η καρδιά του παζαριού, όπου ντιχαλώνεται ο μεγάλος δρόμος, κι ο ένας πάει κατά το Κοραμανειό και το Κάστρο κι ο άλλος κατά την Μητρόπολη και το Σεράι. Βρίσκονταν στον «Πλάτωνα» που ήταν μια φορά οι ψησταριές, οι κρεμάλες, και τα τσιγκέλια για τους Αρματολούς και τους Κλέφτες, αφόντας είχαν πέσει τα Γιάννινα στα τούρκικα τα χέρια, ως την ημέρα που σκοτώθηκε ο Αλή-πασιάς, κι ως ύστερα ακόμα, ως τα 1854. Βρίσκονταν στον τρομερόν «Πλάτωνα», τον ελληνικόν Γολγοθά, που ήταν θρεμμένος με αίμα γενναίο ελληνικό, αφόντας είχε φυτρώσει από της Γης τον κόρφο, και δεν περνούσε κανένας Χριστιανός μπροστά του χωρίς ν’ ανατριχιάσει!
Άμα ήκουσε ο Κουτσογιάννης ότι βρίσκονταν στο παζάρι, όπου του είπε ο Κώστας πως πουλιώνται οι φλογέρες, πιάσ’ τον αν μπορέσεις! Δυνάστεψε την περπατησιά του, ξεπέρασε τον Κώστα, χωρίς να το καταλάβει, κι άρχισε να ρωτάει σε κάθε εργαστήρι που περνούσε:
—Έχ’ς φλοέρες; Έχ’ς φλοέρες;
Δοκίμασε ο Κώστας να τον φτάσει αλλά δεν μπόρεσε. Ο Κουτσογιάννης έτρεχε «ντζικ-ντζικ» πολύ δυνατότερα ρωτώντας παντού:
—Έχ’ς φλοέρες; ΄Εχ’ς φλοέρες; ΄Εχ’ς φλοέρες;
Ρωτούσε, ρωτούσε, κι όλο ρωτούσε. Ρωτούσε σε μπακάλικα, σε φούρνους, σε χαλκωματάδικα, σε σιδεράδικα, σε ραφτάδικα, σε σαράφικα, σε καφενεία, σε τσαρουχάδικα, σε κουντουράδικα, σε λαχανοπουλειά, σε κρασοπουλειά, σε φαρμακεία, σε ζαχαροπλαστεία, σ’ εμπορικά, που πουλούσαν ρουχικά, πανικά, τσίτια και λοιπά, αλλά δεν είχαν φλογέρες. Οι φλογέρες ήταν μακριά ακόμα, παρακάτω πολύ παρακάτω, παρακάτω κι από το Τζαμί του παζαριού ακόμα!
Ρωτώντας-ρωτώντας ο Κουτσογιάννης και μην βρίσκοντας, άρχισε ν’ απελπίζεται και να στενοχωριέται, νομίζοντας ότι δεν θάφτανε ποτέ στην «γη της επαγγελίας» του, όπου πουλούσαν τες φλογέρες και ξεφώνησε:
—Ε! μωρή παζάρα του Διαόλου, που δεν έχεις τελειωμό!
Εκεί πότρεχε τον κατήφορο ο Κουτσογιάννης, ρωτώντας και ρωτώντας, έλαχε μπροστά του ένα τούρκικο γραφείο, όπου κάθονταν σταυροπόδι ένας Τούρκος κι έγραφε στο γόνα αναφορές, αγωγές, καταγγελίες.
—Έχ’ς φλοέρες; τον ρώτησε ο Κουτσογιάννης φωναχτά, και τον έκανε να τρομάξει και πέσει το κοντύλι από το χέρι του.
Ο Τούρκος, νομίζοντας ότι ήθελε να τον κοροϊδέψει ο Κουτσογιάννης, πετάγεται στον δρόμο μ’ ένα γερό μπαστούνι στα χέρια, αλλ’ εκεί, που θ’ άρχιζε να τον ξυλομετράει, πρόφτασε ο Κώστας και με τα: «Αμάν, αγά μου!» κι «Αμάν, αφέντη μου!» τον κατάφερε να μην τον δείρει, λέγοντάς του:
—Αυτός, αφέντη μου, είναι ένας ζουρλός… ένας χωριάτης… ένας γίδαρης… ένας παλιάνθρωπος… «ένα όριον-έθου»…
Και μ’ αυτά και μ’ αυτά, κι άλλα γλυκά λόγια κι ότι, ξαναρχόμενος στα Γιάννινα, θα τόφερνε από το χωριό μια χρονιάρα κι είκοσι αυγά, να καταπραΰνει τον θυμό του Τούρκου!
Σ’ αυτό απάνω, που καταγένονταν ο Κώστας να τα βολέψει με τον εξοργισμένον Τούρκο, προχωρούσε ο Κουτσογιάννης τον κατήφορο προς το Κάστρο, ως που έφτασε στ’ αργαστήρια που είχαν φλογέρες, και φλογέρες λογής λογιών κι φλογέρες μοναχά, αλλά κι απ’ όλα τα ειδίσματα της στάνης.
Ζύγωσε σ’ ένα από τα πολλά αργαστήρια που πουλούσαν φλογέρες… και κοίταξε απ’ έξω λογιών φλογέρες. Και τι δεν είχε μέσα εκείνο τ’ αργαστήρι! […]
Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης,...
Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου
[αποσπάσματα]Όταν στις 6 Οκτωβρίου του 1912 άρχισε ο πόλεμος με την Τουρκία, οι καρδιές των Ηπειρωτών σταμάτησαν για μια στιγμή να χτυπούν, λες κι είχε κοπεί ο χρόνος στα δυο• οι αιώνες ακούμπησαν ν’ αφουγκραστούν τα ηχηρά βήματα της ιστορίας που άρχισε να γράφεται, ύστερα τα στήθη φούσκωσαν από περηφάνια, λαχτάρα κι ελπίδα, ο δρόμος ήταν ανηφορικός, κακοτοπιές δύσβατες, δεν θάφηνε εύκολα ο Τούρκος τη λεία που κρατούσε στα γαμψά νύχια του επί αιώνες, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει και να πεθάνει πάνω στα τρομερά οχυρά που του είχαν σχεδιάσει οι Γερμανοί σύμμαχοί του, ο πόθος του Ρωμιού έπρεπε να εκδηλώνεται σιωπηρά, να μη δίνει αφορμές στον τύραννο, είχαν ήδη κρεμάσει τις πρώτες μέρες του πολέμου 4 Έλληνες φυλακισμένους αγωνιστές, δεν κατάφεραν αυτή τη φορά να σκορπίσουν το φόβο, γιγάντωσαν αντίθετα το μίσος των ραγιάδων, που ρίχτηκαν στον αγώνα για να βοηθήσουν το στρατό στις επιχειρήσεις του. Σύνδεσμοι έφευγαν κρυφά από τα Γιάννινα, άλλοι έρχονταν, περνούσαν από μονοπάτια άγνωστα, από βουνοκορφές απάτητες, το σπίτι του Ιωάννη Λάππα, γραμματέα και μεταφραστή του Γαλλικού υποπροξενείου, είχε γίνει το μυστικό κέντρο πληροφοριών, εκεί κρυπτογραφούσαν και αποκρυπτογραφούσαν τα μηνύματα που έστελναν κι έπαιρναν, ο αγώνας ήταν σκληρός και φονικός, η κάθε μέρα όμως έφερνε κι ένα βήμα μπροστά το στρατό μας, το μεγάλο χτύπημα ετοιμαζόταν να δοθεί.
Η πόλη περνούσε μέρες εφιαλτικές. Πείνα, αρρώστιες, κρεμάλες, δυστυχία. Και πάνω απ’ όλα ο φόβος. Οι Έλληνες καταλάβαιναν πως το θηρίο ψυχορραγούσε, κι ας κρατούσε ακόμα το Μπιζάνι, όμως οι τελευταίοι σπασμοί του ήξεραν πως ήταν οι πιο επικίνδυνοι. Να φύγουν προς τα χωριά δεν μπορούσαν, τα Γιάννινα ήταν αποκλεισμένα από παντού. Έπειτα η ύπαιθρος είχε τα δικά της βάσανα. Οι Τούρκοι και οι Αρβανίτες, όσοι είχαν μείνει μετά τις ομαδικές λιποταξίες, ρήμαζαν τον τόπο, έπαιρναν τη μπουκιά από το στόμα των ανθρώπων, βασάνιζαν, τυραννούσαν, έκαιγαν σπίτια, χωριά ολόκληρα, ο θηριώδης Μπεκίρ αγάς που κυνηγούσε τους αντάρτες του Καραγιώργου στο Ζαγόρι, δεν άφηνε τίποτε όρθιο, το σπίτι του Πέτρου στο χωριό είχε γίνει ρημαδιό, από την αρπαγή και τη φωτιά που το αποτέλειωσε, το σπίτι της γυναίκας του έμεινε όρθιο, ήταν θαύμα πώς γλύτωσε, όπως και νάναι το Ζαγόρι είχε πληρώσει τότε —το ίδιο και με τους Γερμανούς αργότερα— βαρύ φόρο στον αγώνα της λευτεριάς…
Κι ήρθε η ώρα που το Μπιζάνι έπεσε. Όχι όπως όλοι φαντάζονταν πως θα γίνει, αλλά με στρατηγικό ελιγμό που ξεγέλασε τους Τούρκους. Οι Έλληνες χτύπησαν εκεί που δεν τους περίμεναν και νάτος ο Βελισσάριος έξω από τα Γιάννινα και το Μπιζάνι να στέκεται ολόρθο κι άπαρτο. Ο Εσσάτ πασάς, άξιος ηγέτης, συμμαθητής του Κωνσταντίνου στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, άνθρωπος με σύνεση και ικανότητες να ερμηνεύει σωστά την κατάσταση, παραδέχτηκε την ήττα του και πήρε μέτρα να μη καταστραφεί από τα λείψανα του τουρκικού στρατού η πόλη, ίσως να μίλησε μέσα του το ελληνικό αίμα που έτρεχε στις φλέβες του, από χωριού του Ζαγοριού έλεγαν πως καταγόταν. Τη νύχτα της 20ής Φεβρουαρίου, με τη μεσολάβηση των προξένων, υπογράφτηκαν στο στρατηγείο του Κωνσταντίνου τα χαρτιά της παράδοσης, κι όλα τελείωσαν. Τα Γιάννινα ήταν ελεύθερα!
Τί έγινε όταν ξημέρωσε η αγία και αλησμόνητος αυγή της 21ης Φεβρουαρίου… ούτε καμμία πέννα ειμπορεί να ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί, ούτε καμμία μνήμη να συγκρατήσει, έγραφε ο Γ. Χατζής στην εφημερίδα του. Μία ουρανομήκης κραυγή υψώθη ως τα πόδια των ουρανών, πάνδημος και μυριόστομος. Αυτό τα λέει όλα. Με κέντρο την πλατεία της πόλης, μπροστά από το παλιό Διοικητήριο, όπου σήμερα είναι το Δημαρχείο, δεν απόμεινε γωνιά της πόλης που να μη γιορτάσει, με κάθε είδους εκδηλώσεις την λαμπροφόρον ημέραν της εγέρσεως. Γιατί, στ’ αλήθεια, αυτή τη χειμωνιάτικη μέρα, που μοσχοβολούσε άνοιξη, για να ταιριάξει με τις καρδιές των ανθρώπων, την Ανάσταση γιόρταζαν.
Το πανηγύρι δεν τέλειωσε με τον ερχομό της νύχτας, συνεχίστηκε ως το πρωί, μ’ όλα τα σπίτια ανοιχτά να καλοδέχονται και να φιλεύουν, μ’ ό,τι είχε απομείνει από την πεντάμηνη πολιορκία, τους ελευθερωτές αξιωματικούς και στρατιώτες, χωρίς διακρίσεις. Όταν ξημέρωσε όλοι πάλι βρίσκονταν στο πόδι, για να υποδεχτούν το νικητή Διάδοχο, αναταραζόταν από αγαλλίαση ο Μιχαήλ Γεωργίου στο μνήμα του, ο νουνός του Δημήτρη, θα του δώσω και το όνομα του Κωνσταντίνου, επέμενε, έχω την προαίσθηση πως αυτός θα μας φέρει τη λευτεριά. Κάποιος, το είχε τάξει στον πατέρα του, πήγε στο νεκροταφείο την πρώτη ελεύθερη μέρα, γονάτισε στον τάφο του, κι έριξε δυο τουφεκιές στον αέρα, Σήκω πατέρα, φώναξε, ήρθαν οι Έλληνες. Σίγουρα ο θείος Δημήτρης, ο Μιχαήλ Γεωργίου, κι όσοι είχαν κοιμηθεί με την ελπίδα της Ανάστασης των ψυχών και της Πατρίδας, άκουσαν το χαρμόσυνο άγγελμα κι αντάμωσαν εκεί ψηλά στους ουρανούς για να γιορτάσουν με το δικό τους τρόπο.
Θυμάται την υποδοχή του Κωνσταντίνου ο Πέτρος και τη δοξολογία στη Μητρόπολη, λίγες μέρες εξάλλου είχαν περάσει, κι ανατριχιάζει. Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει πώς το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα. Γιάννινα ωραία με το αιματοβαμμένο μέτωπον… είστε ελεύθερα και γελούμενα… Εχαμογέλασαν τέλος πάντων και τα ιδικά σας χείλη, διάβαζε ο Πέτρος το άρθρο του Χατζή και δε χόρταινε. Δάκρυα χαράς κύλησαν, από τα μάτια του. Τέλειωσε το πρωινό κι ετοιμάστηκε να κατέβει στο μαγαζί. Πολλές δουλειές τον περίμεναν εκεί και δεν ήταν μόνο δικές του…
[…]
Στο μαγαζί που κατέβηκε ο Πέτρος λίγο αργότερα εκείνη τη μέρα, βρήκε μια κίνηση ασυνήθιστη. Κόσμος πολύς ψώνιζε με κάποια νευρικότητα, σα να βιαζόταν, ρώτησε τον πεθερό του, τον κρατούσε ακόμα επικεφαλής του προσωπικού, παρά τα γηρατειά του, είχε γίνει ένα με το μαγαζί ο γέρος, ούτε αυτός γνώριζε την αιτία της συρροής τόσου κόσμου, είχε πάρει όμως τ’ αυτί του την κουβέντα δυο πελατών πως θ’ ακρίβαιναν τα είδη από την άλλη μέρα• ο Νεοκλής, ο πιο έμπιστος από τους υπαλλήλους, δεξί χέρι του Πέτρου, ήρθε κοντά τους και πρότεινε να μην βγάλουν άλλες ποσότητες τροφίμων από τις αποθήκες, εξάλλου δεν είχαν απομείνει και πολλά, εξαιτίας της πολύμηνης πολιορκίας• ευτυχώς το μαγαζί, καλά ασφαλισμένο με σιδερένιες πόρτες, δεν είχε παραβιαστεί από τα υποχωρούντα κατάλοιπα του τουρκικού στρατού, όπως άλλα• όχι, απάντησε ο Πέτρος, φέρτε όλα όσα έχουμε, να ψωνίσει ο κόσμος, έχει στερηθεί από τον πόλεμο τ’ αγαθά να μην του τα στερήσουμε και μεις για να κερδίσουμε δυο δεκάρες παραπάνω, θα φέρουμε εμπόρευμα, οι δρόμοι κι οι θάλασσες είναι ανοιχτές. Ο Πέτρος σιχαινόταν την κερδοσκοπία, από το μακαρίτη θείο του είχε κληρονομήσει την αρετή αυτή, έγνοια είχε για τα μαγαζιά του στις άλλες πόλεις, προπαντός σ’ εκείνο του Αργυροκάστρου, οι Αρβανίτες, πριν φτάσει ο ελληνικός στρατός, το είχαν αδειάσει, έπρεπε μια μέρα να πεταχτεί εκεί πάνω να το φροντίσει.
Αναστάτωση είχε δημιουργηθεί στην αγορά και με τη χρήση των τουρκικών νομισμάτων, ο καθένας τα μετέτρεπε σε δραχμές κατά τη δική του εκτίμηση. Ύστερα ήταν και οι χωρικοί, που ασυνήθιστοι από δραχμές, ζητούσαν μόνο γρόσια για την πώληση των προϊόντων τους. Με όσα είχαν υποφέρει δεν ήταν ακόμα σίγουροι αν το ρωμέικο είχε στεριωθεί για να προτιμήσουν τις δραχμές, τί θα τις έκαναν αν τυχόν και ξαναγύριζαν οι Τούρκοι; Ο Πέτρος ήταν αμετάπειστος στο θέμα των συναλλαγών. Είχε πει στους υπαλλήλους μόνο δραχμές να παίρνουν από τους πελάτες, αν δεν είχαν έπρεπε ν’ αλλάξουν τα γρόσια με δραχμές, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, μόνο σε μεγάλη ανάγκη θάπαιρναν τουρκικά νομίσματα. Την ίδια μέρα, το βράδυ, έγινε συζήτηση, και στη συνέλευση του ισναφιού και πήραν συλλογική απόφαση, σύμφωνα με την πρόταση του Πέτρου.
Σαν κεραυνός έπεσε στα Γιάνινα, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, η είδηση της δολοφονίας, στις 5 Μαρτίου, του βασιλιά Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, από κάποιον μισότρελο έλληνα δάσκαλο, έλεγαν πως ήταν όργανο των Αυστριακών. Ο Γεώργιος, που τον περίμεναν να έρθει και στα Γιάννινα, έμενε στη Θεσσαλονίκη για να συμβολίζει την εθνική κυριαρχία στη Μακεδονική πρωτεύουσα, που την εποφθαλμιούσαν οι Βούλγαροι, δεν μπορούσαν να το χωνέψουν πώς την είχαν χάσει. Η αγγελία της δολοφονίας σήμανε συναγερμό για τους Γιαννιώτες. Έτρεξαν κατά χιλιάδες στο αρχοντικό του Α. Σακελλαρίου, όπου βρισκόταν ο Διάδοχος, (ο Κωνσταντίνος με τους άλλους πρίγκιπες φιλοξενούνταν μόνιμα στο αρχοντικό του Λέανδρου Μίσιου, στην οδό Ασωπίου, που σώζεται ως τις μέρες μας) για να συμπαρασταθούν στο πένθος και να εκδηλώσουν την αφοσίωσή τους στο νέο βασιλιά. Ο Πέτρος ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν εκεί. Δεν θα λησμονήσει ποτέ το θέαμα που είχε αντικρύσει. Ο Κωνσταντίνος στημένος στο κεφαλόσκαλο του αρχοντικού, κάτωχρος, με φανερά τα σημάδια της συγκίνησης, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε να συγκρατηθεί, κοίταζε άφωνος το συγκεντρωμένο πλήθος που συμμεριζόταν το πένθος του. Ύστερα άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες και τότε ακούστηκε η βροντερή φωνή του υποστράτηγου Π. Δαγκλή: Ζήτω ο νέος βασιλεύς μας Κωνσταντίνος, που συνοδεύτηκε από μια μυριόστομη φωνή του συγκεντρωμένου πλήθους Ζήτω ο βασιλεύς. Ήταν οι τελευταίες ώρες της παραμονής του Κωνσταντίνου στα Γιάννινα. Στις 10 π.μ., περνώντας από τους δρόμους μιας πόλης που πενθούσε, έφυγε για την Αθήνα, να ορκιστεί. Την ίδια μέρα, απηύθυνε διάγγελμα, στο στρατό, να τον συγχαρεί για τις νίκες του και να τον καλέσει να σταθεί στο πλευρό του. Προς τον Στρατόν μου άρχιζε κι εκείνο το μου που υποδήλωνε σχέση ιδιοκτησίας, σχολιάστηκε από τους θαυμαστές του Βενιζέλου. Δεν χτύπησε καλά στ’ αυτιά τους.
Η μουσουλμανική κοινότητα των Γιαννίνων, Τούρκοι και Αλβανοί, καθώς και Εβραίοι, οι πρώτοι στο τζαμί του Ναμάζ Γκιάχ, Αναματζάι τόλεγαν οι Γιαννιώτες, όπου η σημερινή Νομαρχία, χτισμένο πάνω στην παλιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, και οι δεύτεροι στη συναγωγή τους στο Κάστρο, έσπευσαν να οργανώσουν δοξολογίες για να τιμήσουν το νέο βασιλιά και να ευχηθούν για μακροημέρευση και επιτυχία του έργου του. Στις 7 Μαρτίου, έφτασαν καλά μηνύματα και από την προέλαση του Στρατού στη Β. Ήπειρο. Το Τεπελένι είχε καταληφθεί και οι Έλληνες έσπευσαν να πανηγυρίσουν το γεγονός. Το ίδιο θάκαναν εικοσιεφτά χρόνια αργότερα, όταν στα ίδια μέρη, τα ποτισμένα με άφθονο ελληνικό αίμα, οι Έλληνες κυνηγούσαν τους Ιταλούς και χάριζαν για τρίτη φορά τη λευτεριά στη Β. Ήπειρο.
[…]
Ο πόλεμος από την άλλη μεριά είχε ανοίξει πολλές πληγές, που έπρεπε να επουλωθούν. Η πόλη κινδύνευε από επιδημίες. Τα σκουπίδια την είχαν κατακλύσει, παλιά ρούχα τούρκων στρατιωτών ήταν σκορπισμένα παντού, μαζί μ’ αυτά πτώματα εχθρών που σκοτώθηκαν ή υπέκυψαν στα τραύματά τους αβοήθητοι, αμέτρητα κουφάρια ζώων, η πόλη μύριζε πτωμαΐνη, έπρεπε το γρηγορότερο να καθαριστεί. Ο τύπος έκανε εκκλήσεις καθημερινά, οι υγειονομικές αρχές έστελναν συνεργεία σ’ όλη την πόλη, έριχναν ασβέστη στα πτώματα, έκαναν ελέγχους στα νερά των πηγαδιών, τα περισσότερα βρέθηκαν ακάθαρτα• όσοι μπορούσαν αγόραζαν νερό από τη Ντραμπάτοβα, σε μικρά βαρελάκια, οι άλλοι, αν δεν ήταν σίγουροι το έβραζαν, με πολύ κόπο η πόλη απαλλασσόταν σιγά-σιγά από τις εστίες κινδύνου. Μπήκαν όλα σε κάποιο έλεγχο, η προσαρμογή των κατοίκων στις καινούριες συνθήκες αργούσε αλλά σημείωνε σταθερή πρόοδο. Θάταν ακόμα πιο γρήγορη αν βοηθούσε περισσότερο κι ο απελευθερωτής στρατός. Δυστυχώς, ένα μέρος του πίστευε πως είχε δικαιώματα πάνω στους πρώην υπόδουλους και συμπεριφερόταν κάποτε με τρόπο ανάρμοστο, που δεν απείχε και πολύ από τις μεθόδους της τουρκικής εξουσίας. Μάλιστα μερικοί δημιουργούσαν και επεισόδια, που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στην κοινωνία της πόλης. Κάποια μέρα μια ομάδα στρατιωτών, με επικεφαλής αξιωματικό, μπήκε στο μαγαζί του Πέτρου και με τρόπο αυταρχικό αξίωνε να τους προμηθεύσει τρόφιμα που δεν υπήρχαν στο μαγαζί, δεν τα είχαν αντικαταστήσει ακόμα. Οι απελευθερωτές σχημάτισαν τη γνώμη πως σκόπιμα τα έκρυβαν και αναστάτωσαν το μαγαζί προσπαθώντας να ανακαλύψουν πού ήταν τα κρυμμένα. Δεν βρήκαν τίποτα και αντί να ζητήσουν συγγνώμη και να φύγουν, άρχισαν να κορδακίζονται και να αυτοεπαινούνται, ότι αυτοί είχαν φέρει τη λευτεριά στα Γιάννινα κι έπρεπε όλοι να το καταλάβουν. Ο Πέτρος δεν άντεξε. Κατέβηκε από το γραφείο του, στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό, άκου, του λέει, το καλό που σου θέλω, όσο βρίσκεσαι σ’ αυτή την πόλη, να μην κοκορεύεσαι για το ό,τι έκανες. Να μάθεις πρώτα την ιστορία της, την προσφορά της στους απελευθερωτικούς αγώνες, στα γράμματα, την κοινωνική πρόνοια και τόσα άλλα, κι ύστερα να μιλάς. Μπορεί εσύ να πολέμησες στο Μπιζάνι τέσσερις μήνες, εμείς όμως οι σκλάβοι, εδώ μέσα, αγωνιστήκαμε χρόνια και χρόνια, με το κεφάλι στο ντουρβά, για να προετοιμάσουμε το έδαφος νάρθετε εσείς, τ’ αδέρφια μας. Και τώρα συμπεριφέρεσαι σε μας σα να εξακολουθούμε να είμαστε δούλοι. Ντροπή σου!. Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι, μάζεψε τους άντρες του κι έφυγε αμίλητος. […]
Νικολαΐδης Ν. Ιωάννης, Τα Γιάννινα του μεσοπολέμου, Τόμος Α’, Ιωάννινα, 1992, σ. 30-38.
Μετάβαση στο σημείο: Κέντρο