Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο) Η ταραγμένη δεκαετία του '40
Η πόλη των Ιωαννίνων κατά την ταραγμένη δεκαετία του ’40 σε υλικό χωρίς σημαίνουσες επιμέρους τοπωνυμικές αναφορές.
Βασίλης Ζιώγας, Όπως τ...
Όπως τα κούρντισες Θε’ μου
Αλλά η γερμανική κατοχή ήταν δυο φορές βαριά για μας. Γιατί ο στρατός μας παραδόθηκε και ο άντρας μου έβγαλε τη στολή του και φόρεσε τα πολιτικά του. Έχασε τη δουλειά του, με λίγα λόγια. Κάτι που τους έδιναν εκεί, από την κατοχική κυβέρνηση, ήταν ψιχία. Ούτε μια μέρα δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μ’ αυτά. Άσε που δεν έβρισκες τίποτα στην αγορά· όλα τα ’χανε κρύψει· κι αν δεν είχες σπίτι να πουλήσεις, ήσουν καταδικασμένος σε θάνατο.
Η μόνη μας λύση, λοιπόν, ήτανε να πάμε στα Γιάννενα. Εκεί κάτι θα βρίσκαμε περισσότερο. Λίγο γάλα για τα παιδιά, κανένα αυγό, καμιά τσίμα από τη λίμνη. Άσε που είχα και τη θεία μου την Αποστόλαινα —μια ξαδέρφη της θετής μου μάνας— στη Λάκκα Σούλι, όπου οι χωριάτες είχαν τα πάντα για να ζήσουμε. Μια και δυο, λοιπόν, τα μαζέψαμε και φύγαμε.
Και να σου πάλι στα Γιάννενα. Εκεί που έλεγα ότι δε θα ξαναγύριζα ποτέ. Εκεί που είχα ρίξει μαύρη πέτρα πίσω μου κι ανάθεμα· που είχα περάσει τόσες πίκρες και τόση καταφρόνια από τον κόσμο. Επέστρεφα πάλι ταπεινωμένη. Αν δεν είχα τα παιδιά, που περίμεναν με το στόμα ανοιχτό κάθε μέρα, ποτέ δε θα γύριζα· μακάρι όχι Γερμανοί, αλλά και Τούρκοι να είχαν έρθει.
Εξάλλου δεν ήταν μόνον η πείνα που είχε πέσει στην Αθήνα, αλλά και οι κίνδυνοι που επιφυλάσσονταν για τον άντρα μου. Σαν αξιωματικός, «διατελούσε εν ομηρία»• και τον υποχρεώνανε οι Γερμανοί να παρουσιάζεται κάθε μέρα στο δικαστήριο και να δίνει το «παρών». Ενώ τα Γιάννενα τα είχαν οι Ιταλοί και τα πράγματα ήταν καλύτερα. Και τρόφιμα έβρισκες πιο εύκολα, και ως κατακτητές οι Ιταλοί ήταν πιο ευγενικοί. Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα. Το μόνο που είχε εκλείψει πραγματικά ήταν οι γάτες, επειδή τις έτρωγαν μανιωδώς οι Ιταλιάνοι. Έτσι λέγαν τουλάχιστον, γιατί φοβάμαι πως τις τρώγαμε εμείς — και το ήξερε μόνον ο χασάπης…
Και σ’ αυτούς, βέβαια, ήταν υποχρεωμένος να δίνει το «παρών» κάθε μέρα, αλλά ήταν κοντά στο χωριό του· τα μέρη τα ήξερε κι αν χρειαζόταν, θα το ’σκαγε στα βουνά. Γιατί οι κατακτητές τους θεωρούσαν τους Έλληνες αξιωματικούς επικίνδυνα άτομα και, με το πρώτο που γινόταν, αυτούς συλλαμβάνανε. Εξάλλου είχαν γίνει και τ’ αντάρτικα στα βουνά και η στάση τους είχε σκληρύνει. Ύστερα, ο δικός μου δεν ήταν μαθημένος να σκύβει το κεφάλι, γιατί ήταν βουνίσιος· και οι βουνίσιοι ζούσαν ελεύθεροι ακόμη και με τους Τούρκους. Στα Γιάννενα, λοιπόν, αισθανόταν καλύτερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. […]
Το τι πέρασα κι εγώ… Το τι έχουμε κάνει για να ζήσουμε… Πόσες δουλειές δεν έχουμε αλλάξει για να βγάλουμε πέρα. Όταν τ’ αναλογίζομαι, σηκώνεται η τρίχα μου. «Βρε Ζωίτσα», λέω μόνη μου, «εσύ τα ’χεις κάνει όλα αυτά; Και πού διδάχτηκες για να τα κάνεις;». Αλλά η ανάγκη είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Όταν άκουγα τα παιδιά μου να μου λένε «μαμά, πεινάω» κι εγώ δεν είχα τίποτα να τους δώσω, κάτι μ’ έπιανε, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω· μια υπερβολική δύναμη να αναποδογυρίσω τα πάντα, για να βρω να φάνε τα παιδιά μου. Τι χιλιόμετρα περπάτησα στην Κατοχή για λίγο καλαμπόκι ή λίγο γάλα, τι βροχές έφαγα… Όλα τα χωριά έφερνα γύρα με τα πόδια, όσο ήμαστε στα Γιάννενα. Πήγαινα από τα χαράματα στη λίμνη και περίμενα τα πριάρια για λίγες τσίμες ή κανένα χέλι, να φτιάξω στα παιδιά, να θραφούν καλύτερα. Γιατί και στα Γιάννενα είχε πέσει πείνα· κι όλοι εμείς οι φτωχοί με το τίποτα τα φέρναμε βόλτα.
Βασίλης Ζιώγας, Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου, Καστανιώτη, 1993, σ. 57-58.
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτ...
Γη της οδύνης
Μόνο στου Αλή Πασά τα χρόνια, που κάθε τόσο έρχονταν στην πολιτεία μαύρα μαντάτα φωτιάς και χαλασμού, — το Χάρκοβο σήμερα για εκδίκηση της μάνας του της Χάμκως, το Σούλι αύριο γιατί δεν είχε προσκυνήσει, το Γαρδίκι την παράλλη γι’ άλλο λόγο,
μόνο στα δίσεχτα εκείνα χρόνια, όταν στο μεγάλο πλάτανο, στο σταυροδρόμι της Μητρόπολης, κρέμονταν όσα παλικάρια ξακουστά έπεφταν στα χέρια του τυράννου, — ίσια κορμιά, ακόμα και στο θάνατο αλύγιστα,
μόνο στα χρόνια του Αλή Τεπελενλή, όταν Χριστιανοί σάπιζαν αλυσοδεμένοι στα μπουντρούμια, όταν σε ψηλά παλούκια έβλεπες μπηγμένα ανθρώπινα κεφάλια, — αγέρωχα κι αυτά, κι ας ήτανε χωρίς κορμί,
μόνο στα μαύρα χρόνια που στοίχειωσε η Λίμνη γιατί μια νύχτα δίχως άστρα τής έριξαν δεμένες δεκαοχτώ ομορφονιές, — στους απαλούς λαιμούς πούχαν φιλήσει Τούρκων ξαναμμένα χείλη, θηλειές με αγκωνάρια είχαν τότες περαστεί,
μόνο σ’ εκείνα τα σκοτεινά και κρύα χρόνια είχαν ζήσει τα Γιάννενα μέρες σαν ετούτου του Νοέμβρη του 43.Ζούσαν οι άνθρωποι, κυκλοφορούσαν φοβισμένα, κρυφά κι απόκρυφα μιλούσαν μεταξύ τους, μα η σκέψη είχε πετρώσει και δε δούλευε. Η πολιτεία όλη κινιόταν βραδύτερα, μηχανικά, σαν από κεκτημένη ταχύτητα, μα η ψυχή της είχε πεθάνει.
Και πώς να μην πεθάνει η ψυχή της πολιτείας, πώς να δουλεύει η σκέψη όσων την κατοικούσαν!
Τα χαρωπά τραγούδια της λευτεριάς είχαν γίνει μοιρολόγια της συμφοράς. Οι ελπίδες που φούσκωναν τα στήθια είχαν γίνει βάρος-βουνό που πλάκωνε τις καρδιές. Τα μάτια ήταν στεγνά γιατί δεν κλαιν τα μάτια που κοιτάνε με απόγνωση. Το καμάρι για τους ηρωισμούς που ζωντάνευαν ξανά το Σούλι και το Πέτα είχε γίνει επίμονος θρήνος για τους χαμούς.
Κι όλοι ρωτούσαν:
—Γλύτωσε ο δείνα;
—Γλύτωσε ο τάδε;
—Στο πέρα χωριό που κάηκε, πόσοι πρόφτασαν να φύγουν;
Κι οι απαντήσεις έμοιαζαν η μία με την άλλη:
—Λένε ότι σκοτώθηκε.
—Λένε πως τον βρήκαν σκοτωμένο… Μα δεν είναι σίγουρο ότι ήταν αυτός, γιατί ήταν φαγωμένος απ’ τους λύκους και τα όρνια.
Ή αντίθετα:
—Λένε πως γλύτωσε.
—Λένε πως οι κάτοικοι πρόφτασαν οι πιο πολλοί και κρύφτηκαν στα δάση.
Μόνο για τον Αρχηγό, το Ζέρβα, και για μερικά πρωτοπαλίκαρά του, οι φήμες ήταν πιο θετικές: Είχαν γλυτώσει.
Μα και γι’ αυτούς οι φήμες δεν έλεγαν τίποτα παραπάνω. Άλλοι πίστευαν πως κρύβονταν σαν τα τσακάλια στα φαράγγια. Άλλοι πως είχαν φύγει για μακριά, —για την Αθήνα ίσως— να κρυφτούνε σε μέρη που δεν τους ήξεραν. Μια φορά, είχαν εξαφανιστεί. Και τί νάκαναν άλλο! Κυνηγημένοι ήταν, πελεκημένοι, ξαρμάτωτοι, κι ο τόπος πλημμυρισμένος από Γερμανούς κι από ελασίτες… Τί νάκαναν άλλο!
Μα και τί νάκαναν κι οι Γιαννιώτες κι οι άλλοι Ηπειρώτες γύρω τους! Ως τώρα στερούνταν, συχνά βαστούσαν την ανάσα τους, μα καμάρωναν κι έλπιζαν!… έλπιζαν!… Τώρα δεν έμενε να κάνουν άλλο παρά να θρηνούν και να περιμένουν…
Να περιμένουν τί; Το χαμό, ή ένα θαύμα… μόνο ένα θαύμα… Αλλά γίνονται θαύματα όταν είσαι δίχως άρματα κι οι εχθροί σου είναι τ’ ανήμερα θεριά, η φωτιά και το σίδερο;
Όχι, δε γίνονται! φώναζε η πραγματικότητα.
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Γη της οδύνης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1966, σ. 88-91.
Ρόδης Ρούφος, Χρονικό ...
Χρονικό μιας σταυροφορίας
Είχε βραδιάσει όταν έφτασαν στα Γιάννενα. Ο Δίων ξαναπήγε στο ίδιο ξενοδοχείο κι αγνόησε τις ερωτήσεις του ξενοδόχου για «τους άλλους δύο κυρίους που ήταν μαζί του πριν δεκαπέντε μέρες». Ήταν κουρασμένος, και τώρα που είχαν περάσει η ζάλη του ούζου κι η συγκίνηση ένιωθε πολλή πείνα. Ρώτησε ποιο ήταν το καλύτερο εστιατόριο στην πόλη, κι ο ξενοδόχος τούδωσε μια διεύθυνση.
—Κάντε γρήγορα όμως, πρόσθεσε, γιατί είναι οχτώ, και στις εννιά σταματάει η κυκλοφορία.
Βγαίνοντας από το εστιατόριο στις εννιά παρά τέταρτο, ύστερα από ένα καλό γεύμα, ο Δίων έπεσε πάνω στο λοχαγό Πέτροβιτς, που στεκόταν μπροστά στην είσοδο με τη βαλίτσα στο χέρι. Εξήγησε στο Δίωνα πως είχε χάσει τον οδηγό, πως πεινούσε και φοβόταν να μπει στο εστιατόριο γιατί δεν ήξερε ελληνικά.
—Σε ποιο ξενοδοχείο μένετε; ρώτησε ο Δίων.
—Δεν έχω ξενοδοχείο ακόμα, φοβόμουν να πάω γιατί δεν ξέρω ελληνικά, κι η ταυτότητά μου…
Έδειξε μια ταυτότητα με τ’ όνομα Ιωάννης Παπαδόπουλος.
—Αύριο πρωί-πρωί φεύγω, πρόσθεσε.
—Και πού θα κοιμηθείτε απόψε;
—Δεν ξέρω.
Έμοιαζε να τάχει τελείως χαμένα.
—Ελάτε μαζί μου, είπ’ ο Δίων και τον πήρε στο ξενοδοχείο του.
Στο δρόμο αναρωτήθηκε πώς αυτός ο άνθρωπος, που δεν έμοιαζε καθόλου καταφερτζής, είχε καταφέρει να φτάσει απ’ το Στρατηγείο του Μιχαήλοβιτς ως εδώ, περνώντας μέσα απ’ τις γραμμές των Γερμανών, των παρτιζάνων του Τίτο, των Αλβανών κομμουνιστών και του ΕΛΑΣ. Ρώτησε το Σέρβο για τον Τίτο.
—Nous ne connaissons pas ce monsieur, ήταν η περήφανη και ανεδαφική απάντηση.
Έτσι, συλλογίστηκε αργότερα ο Δίων, θα μιλούσε το 1790 ένας Γάλλος αυλικός για τον Danton.
Στο ξενοδοχείο ο Δίων αψήφησε τ’ ανακριτικά βλέμματα του κουτσόβλαχου, εγκατέστησε τον Πέτροβιτς σ’ ένα δεύτερο κρεβάτι στην κάμαρά του και τούδωσε λίγο ψωμοτύρι που βρέθηκε μέσα στο σάκο του. Η ευγνωμοσύνη του Σέρβου ήταν συγκινητική στην υπερβολή της.
—Δε θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη σας, του είπε πριν κοιμηθούν. Χωρίς εσάς δεν ξέρω τί θα είχα κάνει.
—Τίποτα, τίποτα, αποκρίθηκε ο Δίων νυσταλέα.
—Άμα τελειώσει ο πόλεμος, σας περιμένω στο Βελιγράδι να σας φιλοξενήσω, να σας γνωρίσει η γυναίκα μου. Δικηγόρος Ράικο Πέτροβιτς, θα με βρείτε στον τηλεφωνικό κατάλογο…
Την άλλη μέρα ο Σέρβος τράβηξε για τη Φλώρινα. Ο Δίων έμεινε μόνος του τις τέσσερες μέρες που χρειάστηκαν ώσπου να βγάλει την άδεια του ταξιδιού για την Αθήνα, και τις πέρασε σεργιανίζοντας στις όχθες της λίμνης και στα στριφογυριστά στενά σοκάκια.
Στα Γιάννενα βρίσκονταν τότε κάθε λογής ύποπτες φυσιογνωμίες διαφόρων εθνικοτήτων. Στα κέντρα και στους δρόμους κυκλοφορούσαν χαφιέδες των Γερμανών και των Ιταλών, Αρβανίτες, Σέρβοι, Ρουμάνοι, πράκτορες των κομμουνιστών κι άλλοι του Μαχόμενου Στρατού. Όλες οι κινήσεις και προπαγάνδες, μυστικές και φανερές, συναντιόνταν εκεί, και στα εστιατόρια άκουγε κανένας άλλη γλώσσα σε κάθε τραπέζι. Πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν στην παρανομία και δεν έμοιαζαν να σκοτίζονται γι’ αυτό.
Ο Δίων δεν μπορούσε να συνηθίσει σ’ αυτή την ατμόσφαιρα. […]
Ρόδης Ρούφος, Χρονικό μιας σταυροφορίας, Κέδρος, 1972, σ. 231-233
Φρίξος Τζίοβας, Το πέν...
Κατοχή ήταν. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα, δύσκολα κι επικίνδυνα. Κάθε πρωί συνήθιζα να περνώ από το γραφείο του δικηγόρου Δανή. Καταλάβαινα πως μόλις ανέχονταν την παρουσία μου. Μετά την «καλημέρα» που έλεγε κοφτά, έσκυβε το μούτρο του στα χαρτιά, έτσι που νόμιζες πως θα τα μασήσει. Στεκόμουν λίγα λεπτά όρθιος και κοίταζα την πρωινή εφημερίδα. Πρώτα διάβαζα το Γερμανικό «ανακοινωθέν» για να βγάλω το δικό μου. Μετά περνούσα στις τοπικές ειδήσεις. Άφηνα την εφημερίδα στο τραπεζάκι, πρόσεχα λίγο την κίνηση του δρόμου, και ύστερα, «ευχαριστώ» έλεγα πάντα και ξεπόρτιζα. Θα σκεφτείς πως ήμουν αγενής, όμως είχαμε μακρινή συγγένεια που δεν την ξεχνούσα εξ αιτίας της εφημερίδας. Εκείνο το πρωί, πριν ακόμα τελειώσω το «ανακοινωθέν», μπήκε ο πουκαμισάς και πίσω του ο απόστρατος. Περασμένης κάπως ηλικίας και «ακραιφνείς» πατριώτες, αυτό να λέγεται. Πήραν από μια καρέκλα και κάθισαν κοντά στο δικηγόρο. Τι έλεγαν μεταξύ τους ούτε και μ’ ένοιαζε. Θα τελείωνα την εφημερίδα όταν άκουσα τον πουκαμισά: «Ξέρετε πόσοι άνθρωποι πέρασαν στο δρόμο με πένθος; Τί διάβολο, τόσοι πολλοί πεθαίνουν στην πόλη μας»;
— Άνθρωποι είμαστε• θα γεννηθούμε, θα πεθάνουμε, είπε ο απόστρατος. Πρόσεξα έξω την κίνηση. Αλήθεια, στους τρεις που θα περνούσαν, οι δυο ή ο ένας θα είχαν πένθος Απέναντί μας κάθονταν στο σταματημένο αμάξι του ο γέρο Ραδίτσας και περίμενε πελάτη. Το άλογο, ο Εδουάρδος ο Γ΄, σαν να έτρεμε στην πρωινή ψύχρα. Ήταν άλλοτε ένα θαυμάσιο άλογο. Άλλοτε, τον καλό καιρό που του έδινα σοκολάτα. Την έπαιρνε από την παλάμη με τα χείλη κι έτριβε το κατωσάγωνό του στην πλάτη μου. Αυτή την κίνηση έκανε πάντα. Τώρα το απόφευγα. Δεν ήθελα να με παρεξηγήσει το ζώο. Πού να καταλάβει τ’ ανθρώπινα.
— Μπα, και ο Ραδίτσας με πένθος! Μίλησε ο πουκαμισάς. Αυτός κάθεται στη γειτονιά μου• δεν άκουσα να έχασε κανέναν.
Χτύπησε με το δαχτυλίδι το τζάμι και, όταν ο αμαξάς έστριψε το κεφάλι του, του έκανε νόημα να ρθεί. Ο γέρος κατέβηκε αργά. Σέρνοντας τα πόδια μπήκε και βγάζοντας την τραγιάσκα: «Καλημέρα αφεντικά, στους ορισμούς σας».
— Γεια σου παλιόφιλε, του λέει ο πουκαμισάς. Μπρε μοουρντάρη, ποια φιλενάδα έθαψες και κόλλησες το πένθος;
Οι άλλοι κακάρισαν• ήταν γνωστός στην αγορά ο γέρος σαν χωρατατζής κι ερωτύλος.
— Για τους Οβραίους, πέταξε το λόγο ο γέρος κι ανασήκωσε το κεφάλι προκλητικά.
«Τσακ» έκανε ο χάρακας στο κρύσταλλο του γραφείου. Εγώ είχα μεσάνυχτα. Ο πουκαμισάς ξέσκισε το πένθος του αμαξά και το έριξε στο αστείο. Βγήκα με το γέρο από το γραφείο κι από αυτόν έμαθα πως οι Γερμανοί ξεσήκωσαν τη νύχτα όλους τους Εβραίους των Γιαννίνων.
Ξεχνώντας ν’ αγοράσω τίποτα λάχανα για το μεσημέρι γύρισα σπίτι μου. Η μάνα είχε ριγμένο στις πλάτες το μαύρο σάλι. Έκανε κρύο. Κοντά της, στην καρέκλα με τη χαλασμένη ψάθα, κάθονταν ο τζουτζές της γειτονιάς. Κάτι της έλεγε, φαίνεται κάποια χιλιοειπωμένη ιστορία του. Γελούσε και χτυπούσε την αρβύλα στο πάτωμα. Στάθηκα στην κορνίζα της πόρτας. Η μάνα με κοίταξε βαθιά. Φαίνεται πως η όψη μου είχε τα χάλια της. Με ζύγωσε. Ο τζουτζές γελούσε ακόμα.
— Τι είναι; κανένας δικός μας…
— Οι Εβραίοι, είπα, όλους τους μάζεψαν… τους ταξίδεψαν τη νύχτα…
— Δυστυχία τους, μουρμούρισε κι έσφιξε στις πλάτες το σάλι.
— Και τον Ελιέζερ, μάνα• ρώτησα και μου είπαν πως και τον Ελιέζερ τον πήραν.
Ο τζουτζές σαν κάτι να κατάλαβε, γέλασε δυνατότερα. Το φαφούτικο στόμα του πέταξε σάλια στο μαγκάλι. Χτυπούσε τα χέρια στα λιγνά μεριά του και: «Τους Οβραίους, σκότωσαν οι Γερμανοί τους Οβραίους» φώναξε. Ύστερα μαζεύτηκε στην καρέκλα σαν ξεφουσκωμένος κι άρχισε να κλαίει ανθρώπινα.
Ήταν ορφανούλι ο Ελιέζερ μας. Έρχονταν τακτικά και του δίναμε φαγητό. Τον ντύναμε με τίποτα παλιά ρούχα μου. Μας αγαπούσε όσο και τη γιαγιά του. Όμως μια μέρα δεν κρατήθηκε, μου άρπαξε το χέρι κι ακούμπησε το μάγουλο με δύναμη, σαν να ήθελε να το αποτυπώσει για πάντα στην τρυφερή σάρκα του.
Η μάνα μου είχε πει πως κουβέντιασε με τη γιαγιά του παιδιού. Η γριά, ανάμεσα στ’ άλλα της βάσανα, της μίλησε και για τον Ελιέζερ της: «Γυρίζει πάντα πικραμένο από τα γειτονόπουλα, ύστερα κουρνιάζει πλάι μου βουβό». Σκιάζονταν η γριά πως θα της μαράζωνε. Κι αλήθεια, το παιδί γίνονταν όλο και πιο χλωμό. Τα μάτια του ήταν γιομάτα απορία και μυστική θλίψη. Τότε σκέφτηκα να προχωρήσω πέρα από το φαγητό που του έδινα. Του έφκιασα ένα ροδάνι, παιγνίδι παλιάς εποχής, που είχε σανιδένια ρόδα. Το έβαψα με χτυπητά χρώματα. Το άλλο πρωί πήγα στο σπιτάκι του. Κοιμόταν ακόμα. Παρακάλεσα τη γριά να μην το ξυπνήσει. Ακούμπησα το παιγνίδι στον τοίχο, απέναντί του, για να είναι το πρώτο πράγμα που θ’ αντίκριζε. Περίμενε με τη γριά. Ο ήλιος φώτιζε το ροδάνι όταν ο Ελιέζερ έπαιξε με τα μάτια. Τα στήλωσε κρατώντας την ανάσα. Τα έκλεισε, τα ξανάνοιξε και σαλτάροντας το αγκάλιασε. Ύστερα με πρόσεξε. Τότε ήταν που κόλλησε το μάγουλο στο χέρι μου. Όπως κατάλαβα, δεν ήταν για το παιγνίδι αυτό καθ’ εαυτό που μου φέρθηκε έτσι, ήταν που διψούσε για στοργή. Άλλη μέρα του έφκιασα χαρταετό. Ανεβήκαμε πάνω στο φρούριο. Πριν καλά καλά ψηλώσει, μας έδιωξαν οι Γερμανοί με χουγιατά. Ο αετός κρεμάστηκε πάνω στις αγροσυκιές που φυτρώνουν στα πλευρά του κάστρου. Πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε, ώσπου έμεινε ο καλαμένιος σκελετός. Ξεχνούσε να γυρίσει στη γιαγιά. Εκείνη μου τα έλεγε. Παραμιλούσε στον ύπνο του. Φώναζε τ’ όνομά μου, με καλούσε να το γλιτώσω από κάποιον κίνδυνο. Έλεγε στη γιαγιά πως ονειρεύεται τον αετό, τον αψηλώνει, μα τον αρπάζει πάντα ο στρατιώτης που φυλάει σκοπός στην τάπια.
Άφησα τον τζουτζέ να κλαίει σιγά και τη μάνα μου να χουχουλίζει τα χέρια. Κατέβηκα προς τη λίμνη περνώντας από το σοκάκι του Ελιέζερ. Στάθηκα μπροστά στο κλειστό χαμόσπιτο. Στο πρώτο σκαλί ήταν το ροδάνι του σπασμένο. Ίσως το παιδί θέλησε να το πάρει μαζί του, μα του το πέταξαν. Ύστερα γύρισα στην αγορά. Οι Γερμανοί έκλεβαν τα Εβραίικα μαγαζιά. Από το βουνό κατέβαινε ψύχρα. Εκεί θα χιόνιζε.
— Θα πεθάνουν όπως τους πήραν γυμνούς; καταλαβαίνεις; Τρεις χιλιάδες άνθρωποι θα πεθάνουν…, είπε ο σιδεράς στον παραγιό του. Περνούσα και τ’ άκουσα. Ο σιδεράς κρατούσε την αλυσίδα του φυσερού και είχε πένθος στο μανίκι του. Τότε δεν κρατήθηκα. Τράβηξα για τον πουκαμισά. Ήξερα πως ήταν από τα φανατικά μέλη των Ε.Ε.Ε., μιας προπολεμικής οργάνωσης με αντισημιτικές εκδηλώσεις.
— Θέλω μαύρο πουκάμισο, του είπα.
Με κοίταξε εξεταστικά: «Για να σηκώνει τη λέρα;» ρώτησε ειρωνικά.
— Όχι, μα για να σηκώσει όλα τα πένθη, απάντησα. Πλήρωσα και πήγα σπίτι να το φορέσω.
Μετάβαση στο σημείο: Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)