Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο) Μεσοπόλεμος
Η πόλη των Ιωαννίνων κατά τον Μεσοπόλεμο σε υλικό χωρίς σημαίνουσες επιμέρους τοπωνυμικές αναφορές.
Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης,...
Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου
[αποσπάσματα]Όταν στις 6 Οκτωβρίου του 1912 άρχισε ο πόλεμος με την Τουρκία, οι καρδιές των Ηπειρωτών σταμάτησαν για μια στιγμή να χτυπούν, λες κι είχε κοπεί ο χρόνος στα δυο• οι αιώνες ακούμπησαν ν’ αφουγκραστούν τα ηχηρά βήματα της ιστορίας που άρχισε να γράφεται, ύστερα τα στήθη φούσκωσαν από περηφάνια, λαχτάρα κι ελπίδα, ο δρόμος ήταν ανηφορικός, κακοτοπιές δύσβατες, δεν θάφηνε εύκολα ο Τούρκος τη λεία που κρατούσε στα γαμψά νύχια του επί αιώνες, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει και να πεθάνει πάνω στα τρομερά οχυρά που του είχαν σχεδιάσει οι Γερμανοί σύμμαχοί του, ο πόθος του Ρωμιού έπρεπε να εκδηλώνεται σιωπηρά, να μη δίνει αφορμές στον τύραννο, είχαν ήδη κρεμάσει τις πρώτες μέρες του πολέμου 4 Έλληνες φυλακισμένους αγωνιστές, δεν κατάφεραν αυτή τη φορά να σκορπίσουν το φόβο, γιγάντωσαν αντίθετα το μίσος των ραγιάδων, που ρίχτηκαν στον αγώνα για να βοηθήσουν το στρατό στις επιχειρήσεις του. Σύνδεσμοι έφευγαν κρυφά από τα Γιάννινα, άλλοι έρχονταν, περνούσαν από μονοπάτια άγνωστα, από βουνοκορφές απάτητες, το σπίτι του Ιωάννη Λάππα, γραμματέα και μεταφραστή του Γαλλικού υποπροξενείου, είχε γίνει το μυστικό κέντρο πληροφοριών, εκεί κρυπτογραφούσαν και αποκρυπτογραφούσαν τα μηνύματα που έστελναν κι έπαιρναν, ο αγώνας ήταν σκληρός και φονικός, η κάθε μέρα όμως έφερνε κι ένα βήμα μπροστά το στρατό μας, το μεγάλο χτύπημα ετοιμαζόταν να δοθεί.
Η πόλη περνούσε μέρες εφιαλτικές. Πείνα, αρρώστιες, κρεμάλες, δυστυχία. Και πάνω απ’ όλα ο φόβος. Οι Έλληνες καταλάβαιναν πως το θηρίο ψυχορραγούσε, κι ας κρατούσε ακόμα το Μπιζάνι, όμως οι τελευταίοι σπασμοί του ήξεραν πως ήταν οι πιο επικίνδυνοι. Να φύγουν προς τα χωριά δεν μπορούσαν, τα Γιάννινα ήταν αποκλεισμένα από παντού. Έπειτα η ύπαιθρος είχε τα δικά της βάσανα. Οι Τούρκοι και οι Αρβανίτες, όσοι είχαν μείνει μετά τις ομαδικές λιποταξίες, ρήμαζαν τον τόπο, έπαιρναν τη μπουκιά από το στόμα των ανθρώπων, βασάνιζαν, τυραννούσαν, έκαιγαν σπίτια, χωριά ολόκληρα, ο θηριώδης Μπεκίρ αγάς που κυνηγούσε τους αντάρτες του Καραγιώργου στο Ζαγόρι, δεν άφηνε τίποτε όρθιο, το σπίτι του Πέτρου στο χωριό είχε γίνει ρημαδιό, από την αρπαγή και τη φωτιά που το αποτέλειωσε, το σπίτι της γυναίκας του έμεινε όρθιο, ήταν θαύμα πώς γλύτωσε, όπως και νάναι το Ζαγόρι είχε πληρώσει τότε —το ίδιο και με τους Γερμανούς αργότερα— βαρύ φόρο στον αγώνα της λευτεριάς…
Κι ήρθε η ώρα που το Μπιζάνι έπεσε. Όχι όπως όλοι φαντάζονταν πως θα γίνει, αλλά με στρατηγικό ελιγμό που ξεγέλασε τους Τούρκους. Οι Έλληνες χτύπησαν εκεί που δεν τους περίμεναν και νάτος ο Βελισσάριος έξω από τα Γιάννινα και το Μπιζάνι να στέκεται ολόρθο κι άπαρτο. Ο Εσσάτ πασάς, άξιος ηγέτης, συμμαθητής του Κωνσταντίνου στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, άνθρωπος με σύνεση και ικανότητες να ερμηνεύει σωστά την κατάσταση, παραδέχτηκε την ήττα του και πήρε μέτρα να μη καταστραφεί από τα λείψανα του τουρκικού στρατού η πόλη, ίσως να μίλησε μέσα του το ελληνικό αίμα που έτρεχε στις φλέβες του, από χωριού του Ζαγοριού έλεγαν πως καταγόταν. Τη νύχτα της 20ής Φεβρουαρίου, με τη μεσολάβηση των προξένων, υπογράφτηκαν στο στρατηγείο του Κωνσταντίνου τα χαρτιά της παράδοσης, κι όλα τελείωσαν. Τα Γιάννινα ήταν ελεύθερα!
Τί έγινε όταν ξημέρωσε η αγία και αλησμόνητος αυγή της 21ης Φεβρουαρίου… ούτε καμμία πέννα ειμπορεί να ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί, ούτε καμμία μνήμη να συγκρατήσει, έγραφε ο Γ. Χατζής στην εφημερίδα του. Μία ουρανομήκης κραυγή υψώθη ως τα πόδια των ουρανών, πάνδημος και μυριόστομος. Αυτό τα λέει όλα. Με κέντρο την πλατεία της πόλης, μπροστά από το παλιό Διοικητήριο, όπου σήμερα είναι το Δημαρχείο, δεν απόμεινε γωνιά της πόλης που να μη γιορτάσει, με κάθε είδους εκδηλώσεις την λαμπροφόρον ημέραν της εγέρσεως. Γιατί, στ’ αλήθεια, αυτή τη χειμωνιάτικη μέρα, που μοσχοβολούσε άνοιξη, για να ταιριάξει με τις καρδιές των ανθρώπων, την Ανάσταση γιόρταζαν.
Το πανηγύρι δεν τέλειωσε με τον ερχομό της νύχτας, συνεχίστηκε ως το πρωί, μ’ όλα τα σπίτια ανοιχτά να καλοδέχονται και να φιλεύουν, μ’ ό,τι είχε απομείνει από την πεντάμηνη πολιορκία, τους ελευθερωτές αξιωματικούς και στρατιώτες, χωρίς διακρίσεις. Όταν ξημέρωσε όλοι πάλι βρίσκονταν στο πόδι, για να υποδεχτούν το νικητή Διάδοχο, αναταραζόταν από αγαλλίαση ο Μιχαήλ Γεωργίου στο μνήμα του, ο νουνός του Δημήτρη, θα του δώσω και το όνομα του Κωνσταντίνου, επέμενε, έχω την προαίσθηση πως αυτός θα μας φέρει τη λευτεριά. Κάποιος, το είχε τάξει στον πατέρα του, πήγε στο νεκροταφείο την πρώτη ελεύθερη μέρα, γονάτισε στον τάφο του, κι έριξε δυο τουφεκιές στον αέρα, Σήκω πατέρα, φώναξε, ήρθαν οι Έλληνες. Σίγουρα ο θείος Δημήτρης, ο Μιχαήλ Γεωργίου, κι όσοι είχαν κοιμηθεί με την ελπίδα της Ανάστασης των ψυχών και της Πατρίδας, άκουσαν το χαρμόσυνο άγγελμα κι αντάμωσαν εκεί ψηλά στους ουρανούς για να γιορτάσουν με το δικό τους τρόπο.
Θυμάται την υποδοχή του Κωνσταντίνου ο Πέτρος και τη δοξολογία στη Μητρόπολη, λίγες μέρες εξάλλου είχαν περάσει, κι ανατριχιάζει. Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει πώς το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα. Γιάννινα ωραία με το αιματοβαμμένο μέτωπον… είστε ελεύθερα και γελούμενα… Εχαμογέλασαν τέλος πάντων και τα ιδικά σας χείλη, διάβαζε ο Πέτρος το άρθρο του Χατζή και δε χόρταινε. Δάκρυα χαράς κύλησαν, από τα μάτια του. Τέλειωσε το πρωινό κι ετοιμάστηκε να κατέβει στο μαγαζί. Πολλές δουλειές τον περίμεναν εκεί και δεν ήταν μόνο δικές του…
[…]
Στο μαγαζί που κατέβηκε ο Πέτρος λίγο αργότερα εκείνη τη μέρα, βρήκε μια κίνηση ασυνήθιστη. Κόσμος πολύς ψώνιζε με κάποια νευρικότητα, σα να βιαζόταν, ρώτησε τον πεθερό του, τον κρατούσε ακόμα επικεφαλής του προσωπικού, παρά τα γηρατειά του, είχε γίνει ένα με το μαγαζί ο γέρος, ούτε αυτός γνώριζε την αιτία της συρροής τόσου κόσμου, είχε πάρει όμως τ’ αυτί του την κουβέντα δυο πελατών πως θ’ ακρίβαιναν τα είδη από την άλλη μέρα• ο Νεοκλής, ο πιο έμπιστος από τους υπαλλήλους, δεξί χέρι του Πέτρου, ήρθε κοντά τους και πρότεινε να μην βγάλουν άλλες ποσότητες τροφίμων από τις αποθήκες, εξάλλου δεν είχαν απομείνει και πολλά, εξαιτίας της πολύμηνης πολιορκίας• ευτυχώς το μαγαζί, καλά ασφαλισμένο με σιδερένιες πόρτες, δεν είχε παραβιαστεί από τα υποχωρούντα κατάλοιπα του τουρκικού στρατού, όπως άλλα• όχι, απάντησε ο Πέτρος, φέρτε όλα όσα έχουμε, να ψωνίσει ο κόσμος, έχει στερηθεί από τον πόλεμο τ’ αγαθά να μην του τα στερήσουμε και μεις για να κερδίσουμε δυο δεκάρες παραπάνω, θα φέρουμε εμπόρευμα, οι δρόμοι κι οι θάλασσες είναι ανοιχτές. Ο Πέτρος σιχαινόταν την κερδοσκοπία, από το μακαρίτη θείο του είχε κληρονομήσει την αρετή αυτή, έγνοια είχε για τα μαγαζιά του στις άλλες πόλεις, προπαντός σ’ εκείνο του Αργυροκάστρου, οι Αρβανίτες, πριν φτάσει ο ελληνικός στρατός, το είχαν αδειάσει, έπρεπε μια μέρα να πεταχτεί εκεί πάνω να το φροντίσει.
Αναστάτωση είχε δημιουργηθεί στην αγορά και με τη χρήση των τουρκικών νομισμάτων, ο καθένας τα μετέτρεπε σε δραχμές κατά τη δική του εκτίμηση. Ύστερα ήταν και οι χωρικοί, που ασυνήθιστοι από δραχμές, ζητούσαν μόνο γρόσια για την πώληση των προϊόντων τους. Με όσα είχαν υποφέρει δεν ήταν ακόμα σίγουροι αν το ρωμέικο είχε στεριωθεί για να προτιμήσουν τις δραχμές, τί θα τις έκαναν αν τυχόν και ξαναγύριζαν οι Τούρκοι; Ο Πέτρος ήταν αμετάπειστος στο θέμα των συναλλαγών. Είχε πει στους υπαλλήλους μόνο δραχμές να παίρνουν από τους πελάτες, αν δεν είχαν έπρεπε ν’ αλλάξουν τα γρόσια με δραχμές, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, μόνο σε μεγάλη ανάγκη θάπαιρναν τουρκικά νομίσματα. Την ίδια μέρα, το βράδυ, έγινε συζήτηση, και στη συνέλευση του ισναφιού και πήραν συλλογική απόφαση, σύμφωνα με την πρόταση του Πέτρου.
Σαν κεραυνός έπεσε στα Γιάνινα, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, η είδηση της δολοφονίας, στις 5 Μαρτίου, του βασιλιά Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, από κάποιον μισότρελο έλληνα δάσκαλο, έλεγαν πως ήταν όργανο των Αυστριακών. Ο Γεώργιος, που τον περίμεναν να έρθει και στα Γιάννινα, έμενε στη Θεσσαλονίκη για να συμβολίζει την εθνική κυριαρχία στη Μακεδονική πρωτεύουσα, που την εποφθαλμιούσαν οι Βούλγαροι, δεν μπορούσαν να το χωνέψουν πώς την είχαν χάσει. Η αγγελία της δολοφονίας σήμανε συναγερμό για τους Γιαννιώτες. Έτρεξαν κατά χιλιάδες στο αρχοντικό του Α. Σακελλαρίου, όπου βρισκόταν ο Διάδοχος, (ο Κωνσταντίνος με τους άλλους πρίγκιπες φιλοξενούνταν μόνιμα στο αρχοντικό του Λέανδρου Μίσιου, στην οδό Ασωπίου, που σώζεται ως τις μέρες μας) για να συμπαρασταθούν στο πένθος και να εκδηλώσουν την αφοσίωσή τους στο νέο βασιλιά. Ο Πέτρος ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν εκεί. Δεν θα λησμονήσει ποτέ το θέαμα που είχε αντικρύσει. Ο Κωνσταντίνος στημένος στο κεφαλόσκαλο του αρχοντικού, κάτωχρος, με φανερά τα σημάδια της συγκίνησης, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε να συγκρατηθεί, κοίταζε άφωνος το συγκεντρωμένο πλήθος που συμμεριζόταν το πένθος του. Ύστερα άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες και τότε ακούστηκε η βροντερή φωνή του υποστράτηγου Π. Δαγκλή: Ζήτω ο νέος βασιλεύς μας Κωνσταντίνος, που συνοδεύτηκε από μια μυριόστομη φωνή του συγκεντρωμένου πλήθους Ζήτω ο βασιλεύς. Ήταν οι τελευταίες ώρες της παραμονής του Κωνσταντίνου στα Γιάννινα. Στις 10 π.μ., περνώντας από τους δρόμους μιας πόλης που πενθούσε, έφυγε για την Αθήνα, να ορκιστεί. Την ίδια μέρα, απηύθυνε διάγγελμα, στο στρατό, να τον συγχαρεί για τις νίκες του και να τον καλέσει να σταθεί στο πλευρό του. Προς τον Στρατόν μου άρχιζε κι εκείνο το μου που υποδήλωνε σχέση ιδιοκτησίας, σχολιάστηκε από τους θαυμαστές του Βενιζέλου. Δεν χτύπησε καλά στ’ αυτιά τους.
Η μουσουλμανική κοινότητα των Γιαννίνων, Τούρκοι και Αλβανοί, καθώς και Εβραίοι, οι πρώτοι στο τζαμί του Ναμάζ Γκιάχ, Αναματζάι τόλεγαν οι Γιαννιώτες, όπου η σημερινή Νομαρχία, χτισμένο πάνω στην παλιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, και οι δεύτεροι στη συναγωγή τους στο Κάστρο, έσπευσαν να οργανώσουν δοξολογίες για να τιμήσουν το νέο βασιλιά και να ευχηθούν για μακροημέρευση και επιτυχία του έργου του. Στις 7 Μαρτίου, έφτασαν καλά μηνύματα και από την προέλαση του Στρατού στη Β. Ήπειρο. Το Τεπελένι είχε καταληφθεί και οι Έλληνες έσπευσαν να πανηγυρίσουν το γεγονός. Το ίδιο θάκαναν εικοσιεφτά χρόνια αργότερα, όταν στα ίδια μέρη, τα ποτισμένα με άφθονο ελληνικό αίμα, οι Έλληνες κυνηγούσαν τους Ιταλούς και χάριζαν για τρίτη φορά τη λευτεριά στη Β. Ήπειρο.
[…]
Ο πόλεμος από την άλλη μεριά είχε ανοίξει πολλές πληγές, που έπρεπε να επουλωθούν. Η πόλη κινδύνευε από επιδημίες. Τα σκουπίδια την είχαν κατακλύσει, παλιά ρούχα τούρκων στρατιωτών ήταν σκορπισμένα παντού, μαζί μ’ αυτά πτώματα εχθρών που σκοτώθηκαν ή υπέκυψαν στα τραύματά τους αβοήθητοι, αμέτρητα κουφάρια ζώων, η πόλη μύριζε πτωμαΐνη, έπρεπε το γρηγορότερο να καθαριστεί. Ο τύπος έκανε εκκλήσεις καθημερινά, οι υγειονομικές αρχές έστελναν συνεργεία σ’ όλη την πόλη, έριχναν ασβέστη στα πτώματα, έκαναν ελέγχους στα νερά των πηγαδιών, τα περισσότερα βρέθηκαν ακάθαρτα• όσοι μπορούσαν αγόραζαν νερό από τη Ντραμπάτοβα, σε μικρά βαρελάκια, οι άλλοι, αν δεν ήταν σίγουροι το έβραζαν, με πολύ κόπο η πόλη απαλλασσόταν σιγά-σιγά από τις εστίες κινδύνου. Μπήκαν όλα σε κάποιο έλεγχο, η προσαρμογή των κατοίκων στις καινούριες συνθήκες αργούσε αλλά σημείωνε σταθερή πρόοδο. Θάταν ακόμα πιο γρήγορη αν βοηθούσε περισσότερο κι ο απελευθερωτής στρατός. Δυστυχώς, ένα μέρος του πίστευε πως είχε δικαιώματα πάνω στους πρώην υπόδουλους και συμπεριφερόταν κάποτε με τρόπο ανάρμοστο, που δεν απείχε και πολύ από τις μεθόδους της τουρκικής εξουσίας. Μάλιστα μερικοί δημιουργούσαν και επεισόδια, που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στην κοινωνία της πόλης. Κάποια μέρα μια ομάδα στρατιωτών, με επικεφαλής αξιωματικό, μπήκε στο μαγαζί του Πέτρου και με τρόπο αυταρχικό αξίωνε να τους προμηθεύσει τρόφιμα που δεν υπήρχαν στο μαγαζί, δεν τα είχαν αντικαταστήσει ακόμα. Οι απελευθερωτές σχημάτισαν τη γνώμη πως σκόπιμα τα έκρυβαν και αναστάτωσαν το μαγαζί προσπαθώντας να ανακαλύψουν πού ήταν τα κρυμμένα. Δεν βρήκαν τίποτα και αντί να ζητήσουν συγγνώμη και να φύγουν, άρχισαν να κορδακίζονται και να αυτοεπαινούνται, ότι αυτοί είχαν φέρει τη λευτεριά στα Γιάννινα κι έπρεπε όλοι να το καταλάβουν. Ο Πέτρος δεν άντεξε. Κατέβηκε από το γραφείο του, στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό, άκου, του λέει, το καλό που σου θέλω, όσο βρίσκεσαι σ’ αυτή την πόλη, να μην κοκορεύεσαι για το ό,τι έκανες. Να μάθεις πρώτα την ιστορία της, την προσφορά της στους απελευθερωτικούς αγώνες, στα γράμματα, την κοινωνική πρόνοια και τόσα άλλα, κι ύστερα να μιλάς. Μπορεί εσύ να πολέμησες στο Μπιζάνι τέσσερις μήνες, εμείς όμως οι σκλάβοι, εδώ μέσα, αγωνιστήκαμε χρόνια και χρόνια, με το κεφάλι στο ντουρβά, για να προετοιμάσουμε το έδαφος νάρθετε εσείς, τ’ αδέρφια μας. Και τώρα συμπεριφέρεσαι σε μας σα να εξακολουθούμε να είμαστε δούλοι. Ντροπή σου!. Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι, μάζεψε τους άντρες του κι έφυγε αμίλητος. […]
Νικολαΐδης Ν. Ιωάννης, Τα Γιάννινα του μεσοπολέμου, Τόμος Α’, Ιωάννινα, 1992, σ. 30-38.
Βασίλης Ζιώγας, Όπως τ...
Όπως τα κούρνισες, Θε’ μου
Δεν ξέρω γιατί, αλλά με συγκίνησε που έμαθα ότι γεννήθηκα στο Νησί. Ένα μικρό νησάκι στη μέση της λίμνης, με καμιά δεκαριά μοναστήρια και το σπίτι όπου σκότωσαν τον Αλή Πασά. Όλο κι όλο τρακόσα μέτρα περπάτημα είναι, αν θέλεις να το φέρεις γύρω γύρω. Αλλά και τι δεν έχει σ’ αυτά τα τρακόσα μέτρα. Ως και φαντάσματα, ολόγυρα στο σπίτι του Αλή Πασά. Ακόμη και σήμερα, όταν πηγαίνω, εκεί είναι, τα οσφραίνομαι· πόσο μάλλον τότε που γεννήθηκα, που η ιστορία ήταν ακόμη νωπή. Οι κάτοικοι μιλούσαν για τον ίδιο τον Αλή Πασά, ότι δεν άφησε ποτέ το νησί που αγαπούσε και περιφερόταν ακόμη γύρω από το σπίτι του. Είναι πάντως αλήθεια ότι το νησί αυτό, ένα βήμα από τα Γιάννενα, έχει πάντα άλλο καιρό από την πόλη. Λιακάδα στα Γιάννενα; Βροχή στο Νησί. Συννεφιά στα Γιάννενα; Λιακάδα στο Νησί. Κι έτσι που το βλέπουν οι Γιαννιώτες μπροστά τους, να επιπλέει σαν ένας άλλος κόσμος πάνω στα θολά νερά της λίμνης, πιστεύουν πως εκεί είναι η Άλλη Ζωή. Ο κόσμος των πεθαμένων. Εκεί, λοιπόν, γεννήθηκα εγώ. Στην Άλλη Ζωή. Μέρα πανηγυριού. Γι’ αυτό ίσως αισθάνομαι τόσο ενοχλημένη απ’ αυτό τον κόσμο. Κάποιο απ’ αυτά τα πνεύματα θα μπήκε μέσα μου την ώρα που γεννιόμουν. Κι είναι στιγμές που δε θέλω να δω άνθρωπο μπροστά μου. Σβήνω τα φώτα και κάθομαι ώρες στο σκοτάδι, ώσπου να μου περάσει. […]
Τα Γιάννενα ήταν πολύ μικρά. Και δεν ήταν παρά μερικά χρόνια που είχαν φύγει οι Τούρκοι κι ήταν σαν να μην είχαν φύγει καθόλου. Τα σπίτια ήταν τα ίδια. Με τα τούρκικα χαγιάτια και τις σκοτεινές κάμαρες. Οι άνθρωποι οι ίδιοι. Στενόμυαλοι και μισογύνηδες, όπως οι Τούρκοι. Τις βλέπαν τις γυναίκες σαν αντικείμενο κι όχι ανθρώπους. Έτσι και πέρναγες από τα καφενεία της Καλούτσας, οι ναργιλέδες παίρναν και δίναν. Λες και βρισκόσουν στην Κωνσταντινούπολη. Όσο για τα φέσια, δε λέγαν να τα βγάλουν από το κεφάλι τους. Και μπορεί οι γυναίκες να μη φορούσαν φερετζέδες, αλλά πού να δεις καμιά στο δρόμο. Ήταν απαγορευμένο να κυκλοφορούνε. Τα ψώνια τα κάναν από τους πλανόδιους που περνάγαν καθημερινά από σπίτι σε σπίτι. Άσε που έβλεπες μερικές να φοράνε ακόμη το σαλβάρι. Αλλά και ντελάληδες είχαμε, που λέγαν τις ειδήσεις της ημέρας, ενώ έβγαιν’ εφημερίδα. Πόσοι όμως ξέρανε γράμματα να διαβάσουν; Είχαμε μορφωμένους. Ήταν η Ζωσιμαία Σχολή, που έβγαζε σπουδαίους ανθρώπους, από τουρκοκρατίας ακόμη. Αλλά αυτοί ήταν λόγιοι. Σκυμμένοι στα βιβλία τους. Κι οι περισσότεροι φεύγαν για την Αθήνα. Ο πολύς ο κόσμος —αυτοί οι νοικοκύρηδες οι λεγόμενοι— ήτανε «στόκια» τελείως. Για να μην πω αναλφάβητοι.
Βασίλης Ζιώγας, Όπως τα κούρντισες, Θε’ μου, Καστανιώτη, 1993, σ. 12-13.
Μετάβαση στο σημείο: Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)