Πάτρα
Πάτρα
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΗ Άνω Πόλη Το Κάστρο και ο γειτονικός του λόφος των πεύκων
Το Κάστρο και ο γειτονικός κατάφυτος από πεύκα λόφος είναι δυο σημεία της Πάτρας απ’ όπου ο επισκέπτης ή ο κάτοικος της πόλης μπορεί να έχει μια πανοραμική θέα της, να πάρει ανάσες οξυγόνου, να αφήσει τη ματιά του να πέσει στη θάλασσα και στα απέναντι βουνά ή παρατηρώντας τα τείχη του Κάστρου να φέρει στα μάτια του εικόνες από το ένδοξο παρελθόν της.
Το Κάστρο άγριο, ερημω...
Ταξιδεύοντας
Κορινθιακός
Την άλλη μέρα από το πρωί γύριζα, με απληστία ανέβαινα κατέβαινα τους δρόμους, σα να 'βλεπα για πρώτη φορά το θέαμα της επαρχίας.
Ανεβαίνω τα σκαλιά, φτάνω στο κάστρο. Άγριο, ερημωμένο, με τους γκρεμισμένους πύργους, με τις φοβερές γύρα πολεμίστρες, με τα μυρωδάτα χόρτα που το πολιορκούν και το κυριεύουν-την κάππαρη, το φλισκούνι, τη θρούμπα. Άλλοτε έκαναν έφοδο στο κάστρο τούτο οι Ρωμαίοι, οι Σαρακηνοί, οι Σλάβοι, οι Φράγκοι, οι Τούρκοι. Τώρα όλοι τούτοι οι εφήμεροι επιδρομείς αφανίστηκαν, κι απόμειναν οι νόμιμοι κάτοχοι-η κάππαρη, το φλισκούνι, η θρούμπα. Στο βόρειο τοίχο έχουν χτίσει κομμάτια από αρχαίες κολόνες. Εδώ, στην ακρόπολη τούτη, στέκουνταν μια φορά κι έναν καιρό ο ναός της Λαφρίας Αρτέμιδος, που της πρόσφεραν κυνήγι και φρούτα.
Η πολιτεία απλώνεται κάτω γεμάτη πρασινάδα, με μεγάλους ίσκιους δρόμους, ως τη θάλασσα που γυαλίζει. Η μέρα είναι γλυκιά χινοπωριάτικη, ο ουρανός έχει ανάλαφρα θαμπωθεί και το πρωί είχαν πέσει λίγες στάλες. Τα φύλλα των δέντρων αρχίζουν να κοκκινίζουν, μερικά σταφύλια κρέμουνται ακόμα, μακρόρωγα, απάνω στις κληματαριές. Σε μιαν τέτοια χινοπωριάτικη μέρα, γεμάτη τρυφερότητα, έφτασε το μεγάλο ερωτικό ζευγάρι και πέρασε αλάκερο το χειμώνα στην Πάτρα-η Κλεοπάτρα κι ο Αντώνιος. Στους δρόμους τούτους κυκλοφορούσαν, αυτή σε ολόχρυσο φορείο που το βάσταζαν γιγάντιοι νέγροι, κι αυτός δίπλα της, στο άλογό του. Και μου φάνηκε πως άκουγα τα σαιξπήρεια λόγια τους, τρυφερά του ενός και ταπεινωμένα, παραπονιάρικα της άλλης κι όλο νάζι:
-Μακριά μου εσύ ποτέ δεν έπρεπε να φύγεις·
αιωνιότητα έλαμπε, αχ! στα χείλια μας, στα μάτια,
και φώλιαζε ευτυχιά στα δοξαρόφρυδά μας…
Κι αυτός σήκωνε το χέρι του στον αγέρα και της ορκίζουνταν:
-Μα τη φωτιά που οργάει τη λασπουριά του Νείλου,
στρατιώτης σου και δούλος σου θα μείνω πάντα
σε ειρήνη και σε πόλεμο, ως ποθείς, κυρά μου!
Οι Φράγκοι πολιόρκησαν...
Τα φράγκικα κάστρα της Αχαΐας
Είναι μερικές πόλεις απ' όπου περνάει κανείς συχνά, μα δεν αποφασίζει ποτέ να τις γνωρίσει. Η διαίσθησή του τον ειδοποιεί ότι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον γι' αυτόν. Έτσι μ' εμένα και με την Πάτρα. Όσες φορές είχα περάσει, δεν είχα νοιώσει την περιέργεια να φέρω τα βήματά μου μακρύτερα από τα καφενεία της παραλίας, όπου, γεμάτος θανάσιμη πλήξη, περίμενα την ώρα του βαποριού ή του τραίνου.
Αυτή τη φορά θέλησα να παρακούσω τη διαίσθησή μου. Έκανα το γύρο της. Ένας άλλος, που δε θα ζητούσε, όπως εγώ, στα ταξίδια του μοτίβα για την έξαρση της φαντασίας του, θα εύρισκε να πει πολλά για τη σπουδαιότητα της πόλης αυτής - της πρώτης στην Πελοπόννησο για τον πληθυσμό και το εμπόριό της -, υπενθυμίζοντας ότι, πριν από εκατό μόλις χρόνια, δεν υπήρχαν εκεί παρά μερικά άθλια ξύλινα καλύβια κατά μήκος του φρουρίου της, που σχημάτιζαν ένα δρομάκο γεμάτον αποκρουστική δυσοσμία, κι ότι η μεγάλη παραθαλάσσια πεδιάδα της, που είναι σήμερα ένας κήπος Εσπερίδων, απλωνόταν, τότε, εντελώς γυμνή από βλάστηση και μαυρισμένη από τις πυρκαϊές των ορδών του Ιμβραήμ… Ό,τι ζήτησα όμως εγώ στην Πάτρα, και δεν το βρήκα, ήταν «ατμόσφαιρα». Περνούσα από τον ένα δρόμο στον άλλο, από τη μια συνοικία στην άλλη, χωρίς ν' αντιληφθώ καμιά διαφορά, χωρίς τίποτα να σταματήσει για μια στιγμή και να θέλξει τα μάτια μου. Δρόμοι, σπίτια, συνοικίες - όλα έχουν κάτι το ουδέτερο, το ομοιόμορφο και το κοινό, που κάνει την περιπλάνηση μια μάταιη και κουραστική πεζοπορία.
Μόνο στο κάστρο και στο γειτονικό του δάσος των πεύκων, που σκεπάζει δυο λόφους της πόλης, μόνο εκεί βρίσκει κανείς χαρά για τα μάτια του και ποίηση για την ψυχή του. Από κει η θέα απλώνεται στις κοκκινωπές στέγες της πολιτείας, στο βαθυγάλανο κόλπο και στα βουνά της Στερεάς, τα βυθισμένα σε μια βιολετιά άχνα, που ανάμεσά τους ξεκόβεται - προχωρώντας μέσα στη θάλασσα σαν ένα άλλο Γιβραλτάρ - η επιβλητική κι απότομη Βαράσοβα του Μεσολογγιού. Άσπρα πανιά γλιστράνε στον κόλπο, ένα μεγάλο βαπόρι αφήνει μια γραμμή καπνού στον ορίζοντα, τα πεύκα, δίπλα, μυρίζουν βαλσαμικά, μπορεί κανείς να ρεμβάσει. Είναι ωραία εκεί…
Από κει, επίσης, η ματιά αγκαλιάζει την απέραντη γελαστή πεδιάδα, απ' όπου ήρθαν στην Πάτρα, ένα Μάη, το 1205, οι Φράγκοι εκείνοι ιππότες που κατακτήσανε την Πελοπόννησο και τη μοίρασαν μεταξύ τους σε φέουδα. Δεν μπορεί να μην τους θυμηθεί κανείς, γιατί, διασχίζοντας την Πελοπόννησο, απαντάει κάθε τόσο τα ερείπια των περήφανων και δυνατών κάστρων τους, που βιγλίζουν, πάνω σε λόφους, στεριές και θάλασσες.
Ήταν εκατό, όλοι-όλοι, αυτοί που, αφήνοντας την πολιορκία της Κορίνθου, με την άδεια του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου, ακολούθησαν τον Σαμπλίτ και τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουΐνο στη μεγάλη και ωραία αυτή περιπέτεια της «κονκίστας» του Μορέως. Εκατό ιππότες, με λίγους ιερωμένους πλάι τους και μερικές εκατοντάδες μισθοφόρους πίσω τους… Τους φαντάζεται κανείς, καβάλα στα πολεμικά τους άλογα, ντυμένους από πάνω ίσαμε κάτω με την ατσαλόπλεχτη πολεμική στολή της εποχής εκείνης, με τη βαριά κάσκα τους και το μακρύ σπαθί τους κρεμασμένα στη σέλα, έχοντας ριγμένο απάνω τους έναν κοντό επενδύτη, που είχε κεντημένα στο στήθος τα οικόσημά τους και στη ράχη το σημείο του Σταυρού. Δίπλα τους, πήγαιναν πεζοί οι υπηρέτες τους κρατώντας τα ακόντια των αφεντάδων τους και τις μικρές τριγωνικές τους ασπίδες, που είχαν κι αυτές το οικόσημό τους και το Σταυρό. Πίσω, πεζοί και καβάλα, ακολουθούσαν οι μισθοφόροι, ντυμένοι μ' όλων των ειδών τις πολεμικές στολές: Νορμανδοί, Προβενσάνοι, Αραγωνέζοι, Ιταλοί τυχοδιώκτες-άνθρωποι δυνατοί και άξεστοι, που δεν ήξεραν τίποτ' άλλο από μάχες και λεηλασίες…
Διασχίσανε, λένε οι χρονογράφοι της εποχής, όλη την παραλία από την Κόρινθο ως την Πάτρα, χωρίς να συναντήσουν την παραμικρότερη αντίσταση. Το θέαμα των ξένων αυτών πολεμιστών με τις σιδερένιες πανοπλίες, με τις κάσκες που άστραφταν στο μεγάλο ελληνικό ήλιο, με τα βαριά και μεγάλα άλογά τους, που σήκωναν στο πέρασμά τους τη σκόνη των μεγάλων δρόμων, και με τους επενδύτες που έκαναν μεγάλες χρωματιστές κηλίδες μέσα στην πρασινάδα του κάμπου, θα είχε γεμίσει κατάπληξη και δέος τους ντόπιους και θα τους είχε κάνει να τρέξουν να κρυφθούν, αντί να σταθούν και να ανακόψουν την πορεία τους. Εκείνοι πάλι θα προχωρούσαν με περίσκεψη μέσα στον ξένο τόπο, μη ξέροντας τι μπορούσε να τους περιμένει σε κάθε στροφή του δρόμου, αγκαλιάζοντας με τη ματιά τους τα μέρη που περνούσαν, όπως ο αετός γραπώνει τη λεία του. Δεν ήταν αυτοί περιηγητές, για να εκτιμήσουν άλλο τίποτα σ' αυτό τον τόπο, από την ευφορία των κάμπων του κι από τους απότομους βράχους που δέσποζαν εδώ κ' εκεί κι όπου έβλεπαν κιόλας με τη φαντασία τους τα κάστρα που θα έχτιζαν. Μάταια ο Ελικών κι ο Παρνασσός ύψωναν στην αντικρινή ακτή του κόλπου τις ιστορικές τους οροσειρές. Δεν ξυπνούσαν στη μνήμη τους τίποτα, και τα αρχαία ελληνικά τείχη που απαντούσαν στο δρόμο τους, από της Σικυώνος ίσαμε του Αιγίου, δεν ήταν γι' αυτούς παρά άψυχα απομεινάρια μιας «προκατακλυσμιαίας φυλής γιγάντων»…
Η Πάτρα, που ήταν τότε ένα από τα δώδεκα βυζαντινά φρούρια της Πελοποννήσου, τους παράδωσε τα κλειδιά της δίχως αντίσταση. Από κει, έχοντας στήριγμα το κάστρο της, απλώθηκαν σ' όλη την ακτή της Αχαΐας, της Ηλείας και της Μεσσηνίας, κ' ύστερα στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, αφού έδωσαν μια και μόνο μάχη στην πεδιάδα της Μεγαλούπολης μ' ένα μεγάλο στράτευμα πεζών και καβαλαρέων του Δεσπότου της Ηπείρου Μιχαήλ - και το κατατρόπωσαν…
Όχι δάσος, μα δασύλλιο...
Πάτρα-Άμστερνταμ: δύο λιμάνια
Οδός Παλαιών Πατρών Γερμανού, Γεροκωστοπούλου, Μπότσαρη, Υψηλάντου, Κολοκοτρώνη, Μαιζώνος…
Μια πόλη που γερνάει μες τους απόηχους της επανάστασης του '21…
Η μελαγχολία των δρόμων κάθεται σαν νέφος πάνω σου και μόλις που καταφέρνεις να ξεφύγεις στο Δασύλλιο…
Κανείς στην Πάτρα - από κάθε κλίκα, στρώμα, νέος ή γέρος, καινούργιος ή παλιός - δεν αναφέρεται στο «δάσος» - όπως πραγματικά είναι - μα στο «Δασύλλιο». Κι αυτό απόηχος μιας άλλης γλωσσικής εποχής…
Το Δασύλλιο… Εκεί ανάμεσα στο φρέσκο πράσινο των πεύκων αγναντεύουμε το πήγαινε έλα των καραβιών που ανοίγονται στο Ιόνιο. Καθώς τα καράβια χάνονται, τα χνάρια τους παραμένουν λίγο ακόμα και όταν σβήσουν κι αυτά το λιμάνι σαν να ορφανεύει.
(12-2003)
Αλεξάνδρα Ζώη, Πάτρα-Άμστερνταμ: δύο λιμάνια, έκδοση του Οργανισμού «Πάτρα-Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006», σσ. 72-73
Μετάβαση στο σημείο: Η Άνω Πόλη