Πάτρα
Πάτρα
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΗ Άνω Πόλη Στη γειτονιά του Παντοκράτορα
Στην Άνω πόλη ξεχωρίζει ο Ναός του Παντοκράτορα με τους χαλκοπράσινους τρούλους του. Στη γειτονιά αυτή που απλώνεται γύρω από την εκκλησία, μπορεί κανείς να συναντήσει σπίτια φτωχικά γεμάτα με λουλούδια μα και διατηρημένα νεοκλασικά οικήματα και μνημεία, όπως το παλιό δημοτικό νοσοκομείο. Μα προπάντων αυτό που θα νιώσει περπατώντας στους δρόμους της συνοικίας, κάτω από τη σκιά του μεγάλου Κάστρου, είναι η ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του γραφικού αυτού σημείου της πόλης.
Τα παιδιά στην πλατεία...
Το Γυρί (απόσπασμα)
Ωστόσο τα παιδιά, σα φτάσανε στην Πάνω Χώρα, στη συνοικία του Παντοκράτορα, βγήκανε προς το πίσω μέρος, εκεί που αρχίζει πια η εξοχή και φαίνεται δεξιά ο κάμπος και ζερβά η θάλασσα κι αντίκρυ ένα δασάκι από πεύκα που οι κορφές τους ξεπροβάλλουν πίσω από ένα φρύδι χθαμαλό και το ακολουθάνε ως κάτω μέσα στο ανακάτωμα της ρεματιάς.
Πάνω απ' το κεφάλι τους πύργωνε η γωνιά του κάστρου, το μετερίζι της μπασιάς, θεόρατη και κοφτερή σα να 'σκιζε τον ουρανό. Κοκκίνιζε στη δύση του ήλιου, μέσ' από μιαν αψίδα φαινόταν κάποιο βάθος σκοτεινό κι από μια τρύπα πιο ψηλά πετάχτηκ΄ ένας ίσκιος φτερωτός και χάθηκε αθόρυβα. Το δυνατό μελτέμι σφύριζε μέσα στα χαλάσματα, δυο κυπαρίσσια γέρνανε το 'να στο άλλο, κρυφομιλούσαν κι έπειτα χωριζόντανε γέρνοντας απ' την άλλη. Κάτι σύννεφα μαβιά σκοντάφτανε πάνω στις μολυβένιες κορυφές του Παναχαϊκού. -Ψηλά, εκεί που η γης τελειώνει κι αρχίζει ο ουρανός, κύριε Φίλιππα, του εξήγησε ο Σάββας για να καταλάβει.
Ο Θάνος, το μεγαλύτερο απ' τα παιδιά, πρότεινε τότε, έτσι, άκαρδα:
-Τι λέτε, μπαίνομε στο κάστρο;
-Ας μπούμε, είπανε κι οι άλλοι δίχως να κουνηθούν από τη θέση τους.
-Θα νυχτωθούμε, λέει τότε ο Θάνος. Να 'ρθομε άλλη μέρα, με τον ήλιο.
Στάθηκαν για λίγο στην πλατεία του Παντοκράτορα, μπροστά στην εκκλησία. Είχαν ακούσει πως κάποτε ήταν τούρκικο τζαμί κι έπειτα που οι αρματολοί το κυριέψαν λειτουργήθηκε στο όνομα του Παντοκράτορα. Έπιασαν τη συζήτηση. Βέβαια, ο Παντοκράτορας είναι μεγάλη εκκλησιά, ως τρεις φορές σαν τη δική τους την Αγια-Βαρβάρα. Ναι, μα η Αγια-Βαρβάρα κάνει θαύματα, ο Παντοκράτορας δεν λογαριάζεται μπροστά της.
-Τον βλέπω από το λιακωτό μας, είπε ο Σάββας. Θαρρείς πως γονατίζει ανάμεσα στα σπίτια, κάποιες φορές πως τρεμουλιάζει σα νερό, πως πάει να σαλέψει…
Περισσότερο απ' όλα εκεί πάνω χαζέψανε κάποιο μεγάλο χτίριο που τα παράθυρά του ήτανε φραγμένα σταυρωτά με σίδερα. Ένας σκοπός βημάτιζε μπροστά στην πόρτα. Μέσ' από τα σίδερα, κάτι χλωμές μορφές κοιτάζουνε το χρόνο χωρισμένο σε τετράγωνα. Κάποιος τους έγνεψε στο Θάνο -στο Θάνο της κυρίας Ελένης, όχι στον άλλο, το μεγάλο Θάνο: -Ε, παιδί, αγόρασέ μου ένα κουτί τσιγάρα -και πέρασε το χέρι του από τα κάγκελα για να του δώσει τα λεφτά. Ο Θάνος έκανε δυο βήματα να πάει πιο κοντά, μα έπειτα γύρισε απότομα και το 'βαλε στα πόδια σα να τον κυνηγούσαν. Τ' άλλα παιδιά τρέξανε το κατόπι του και τον προφτάσαν πια σαν πέρασαν και την πλατεία Βούδη, μέσα στη γειτονιά. Σταθήκανε λαχανιασμένα. Τότε ο μεγάλος Θάνος αποπήρε το μικρό:
-Τι τρόπος ήταν ο δικός σου! Μας ντρόπιασες!
Μπήκε στη μέση και ο Μάνθος:
-Βέβαια, τι ξέρεις από λεβεντιά; Έχομε κι εμείς μια ολόιδια φωτογραφία του πατέρα μου, έτσι, πίσω από ένα παράθυρο με κάγκελα, ήτανε τότε που τον πιάσανε λαθρέμπορα.
-Την είδα κι εγώ! πετάχτηκε η Αλεξάντρα που τριγύριζε κοντά τους καθώς τους βρήκε μαζεμένους. Την είδα στο καπνοπωλείο. Ξέρω κι αυτό που γράφει από κάτω: τα σίδερα της φυλακής είναι για…
-Δρόμο! Τι θες εδώ! τη χούγιαξε ο ξάδερφός της ο Πιτσίκας και της αμολάει μια πέτρα.
Μα εκείνη βρισκότανε κιόλα μακριά, σέρνοντας πίσω την κατσίκα της. Στάθηκε σε απόσταση και ανακάτωνε τη σκόνη με τα γυμνά της πόδια, έπειτα πήγε ως τη βρύση, τα 'βαλε κάτω από το νερό, και όσο τα 'πλενε το 'να με τ' άλλο έφτιαχνε την πλεξίδα της με το κεφάλι της γυρτό στον ώμο.
-Κύριε Φίλιππα, είπε ακόμη ο Σάββας, ο Θάνος λέει πως δε μπήκαμε στο κάστρο γιατί εγώ φοβήθηκα. Δεν είν' αλήθεια. Εκείνος το μετάνιωσε. Σας λέω πως δε φοβήθηκα.
-Είσαι βέβαιος;
-Δε λέω ψέματα. Ο Θάνος το μετάνιωσε -απόδειξη που δεν θέλησε να πάμε ούτε στο πίσω μέρος που είναι στημένα τα κανόνια.
Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη και πρόσθεσε πιο σιγανά:
-Δε λέω ψέματα, τι θα σκεφτότανε για μένα η Κούλα;
Κοίταξε πάλι το Φίλιππο με θάρρος:
-Δεν την ξέρετε; Η Κούλα της κυρίας Ελισάβετ.
Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1990, σσ. 37-38
Ο Παντοκράτορας...
Ο Παντοκράτορας
Στην Πάτρα ο Παντοκράτορας
το λεν' στην Πάνω Πόλη
μοιάζει με αυτοκράτορα
που τον λατρεύουν όλοιΧάλκινοι είν' οι τρούλοι του
χάλκινη η σκεπή του
κι όταν δακρύζει ο ουρανός
στάζει χαλκό η φωνή τουΠράσινος το φθινόπωρο
χρυσός το καλοκαίρι
έχει σημάδι από χαλκό
στ' αριστερό του χέριΣτην Πάτρα ο Παντοκράτορας
μου έδωσε το χρώμα
να ζωγραφίσω το φιλί
που μου 'δωσες στο στόμαΘοδωρής Γκόνης, «Ο Παντοκράτορας», Τραγούδια, Αθήνα, Άγρα, 1992, σ. 82
Η φθίση...
Στην παλιά μου γειτονιά, κάτω από το κάστρο, δεν έχει αλλάξει τίποτα. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, η πόλη αυτή έγινε αγνώριστη, κι εκεί ούτε τα σπίτια έχουν αλλάξει ούτε οι δρόμοι· ούτε και το στενό της Νεραντζούλας που λέγανε, από τότε, πως θα γκρεμίσουνε το σπίτι της ν' ανοίξει ο δρόμος προς το κάστρο. Τίποτα, λες και η γειτονιά εκείνη, έξω απ' τα τείχη του μεγάλου κάστρου, δε συμμετέχει στην αλλαγή αυτής της πόλης. Μοιάζει περισσότερο με κάτι θέατρα υπαίθρια, που με τα πρώτα κρύα του φθινόπωρου εγκαταλείπονται και λίγο λίγο τα σκηνικά τους ξεθωριάζουνε από τη βροχή· ώσπου στο τέλος, πάνω στη σκηνή, πέφτουνε ρημαγμένα τα ξύλινα δοκάρια, τα ντεκόρ, οι τσίγκοι.
Κι εκεί το ίδιο· το παλιό νοσοκομείο, δίπλα το ερειπωμένο πια φθισιατρείο και πίσω ακριβώς τα τείχη του μεγάλου κάστρου. Η μάνα μου μού είχε πει πως στο φθισιατρείο κλείνανε τους ανθρώπους που τους έτρωγε η φθίση.
Η τελευταία άνοιξη, πριν φύγουμε απ' αυτή τη γειτονιά, το '58, ήταν γλυκιά, κοντά στο Πάσχα. Μύριζε ο ασβέστης κι ένα αεράκι δροσερό κατέβαινε απ' το κάστρο, καθώς ο ήλιος έπεφτε πάνω στα βρύα και τα χόρτα όλη μέρα. Στέγνωνε η γη κι έβγαζε μυρωδιά δροσιάς και πράσινη που απλωνότανε παντού: στους τοίχους, τις αυλές, έμπαινε απ' τα παράθυρα και τύλιγε τα σπίτια, πέρναγε από τα στενά της γειτονιάς και χυνότανε ως κάτω στην αυλή του Παντοκράτορα όπου στολίζανε, μ' άσπρα λουλούδια και γαζίες απ' τους κήπους, το κουβούκλιο του Επιταφίου. Και πια δεν έμοιαζε με τάφο του Χριστού, αλλά με μέρα ανοιξιάτικη, έτσι όπως έλαμπε ολόλευκος το βράδυ της Παρασκευής, όταν αργά περνούσε από τους δρόμους. Πίσω του εκείνη η πομπή ακολουθούσε όχι το άψυχο κορμί ενός νεκρού, αλλά το αναστημένο σώμα· και λάτρευε την άνοιξη και τις ανάσες της, τ' ωραίο σώμα που κοιμότανε ολόγυμνο· ίδια όπως κι οι άνθρωποι, όταν κοιμούνται τις νύχτες του καλοκαιριού και, αναδεύοντας αθώα στη βαριά ανάσα, σχηματίζονται κάτω από το ελαφρύ σεντόνι οι γυμνές γραμμές του σώματός τους.
Ό,τι κι αν άγγιζε ο αέρας, γινόταν ανοιξιάτικο και μέσ' την τόση ευδαιμονία της νυχτιάς τ' ανθρώπινα έπαιρναν ξαφνικά το σχήμα του θεού· την ώρα εκείνη, άλλωστε, βρισκόταν κι ο θεός πολύ κοντά στα πάθη των ανθρώπων.
Η επιτάφια πομπή περνούσε κάτω ακριβώς από τα τείχη του μεγάλου κάστρου. Κι ένιωσα εκεί, πολύ κοντά μου, δίπλα μου, μια παρουσία. Δεν κοίταξα ούτε απόρησα, γιατί μου φάνηκε πως περπατάγαμε έτσι από ώρα. Ύστερα, το χέρι που έσφιξε το χέρι μου απαλά ήταν ζεστό. Βαδίζαμε πολύ κοντά κι οι ώμοι μας φορές-φορές ακούμπαγαν, χώριζαν κι ύστερα η ανάσα μας γινόταν πιο ζεστή· δε μίλαγε κανείς, ώσπου σε λίγο ξεκόψαμε από την πομπή κι αμίλητοι καθίσαμε, χωρίς κανένα φόβο, στα σκαλοπάτια του παλιού φθισιατρείου. Μύριζε όμορφα η νύχτα, η δροσιά, τα μπράτσα μας γυμνά ακούμπαγαν ώρα πολλή. Μα αυτό δεν ήταν άγγιγμα συνηθισμένο· κάθε άλλο. Η καρδιά μου έπαλλε με κίνηση αρμονική και το αίμα έτρεχε ζωντανό στη φλέβα του λαιμού μου. Ένιωθα να πλαταίνω και να λύνομαι κι ένιωσα την ψυχή μου να φυτρώνει και να αναδύεται, γιατί περισσότερο η ψυχή μου είχε δοθεί στο άγγιγμα εκείνο και μετάγγιζε και στο κορμί μια ζέστα άγνωστη, κάτι σαν άχνα πρωινή από βρεγμένο χώμα· σαν αίσθηση του καθαρού κι αθώου· και πάντως, ένα μυστήριο ανερμήνευτο.
Τα μάτια της μέσ' στο σκοτάδι ήσαν ήρεμα κι έγειρε ήσυχα στον ώμο μου κι ακούμπησε τ' ωραίο της κεφάλι. Στο βάθος ο επιτάφιος λαμπύριζε άσπρος και πίσω του οι άνθρωποι ένα ποτάμι φωτεινό, αργά κινούμενο. Ήμουν οχτώ χρονώ παιδί και κράτησα το μυστικό της νύχτας, τη ζέστα και τη μυρωδιά, το αθώο βλέμμα που αγνοεί τη χυδαιότητα του κόσμου· και τη σιωπή, προπάντων τη σιωπή που κλείνει μέσα της ήχους γλυκούς και τρέφει ως τα σήμερα τον έρωτά μου.
Τον ίδιο χρόνο φύγαμε απ' αυτή τη γειτονιά. Μας έδωσε το κράτος ένα σπίτι στα Εργατικά, έξω σχεδόν από την πόλη, κι έτσι φύγαμε. Όλα εδώ, οι δρόμοι, οι άνθρωποι και τα κτίρια ήσαν αλλιώτικα. Τα κτίρια προπαντός, το ένα τετράγωνο πίσω απ' το άλλο, στη σειρά, μοιάζανε με στρατιωτικό καταυλισμό και μόνο η παρουσία των ανθρώπων δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα χαρούμενη και λαϊκή, τελείως διαφορετική από τη σκοτεινή και γκρίζα των στρατώνων. Σε λίγο μάλιστα συνήθισα και είχα την εντύπωση πως βρίσκομαι σε κατασκήνωση ή τέλος πάντων σ' εξοχή. Είχε ποτάμια εδώ με όχθες και χωράφια που το χειμώνα πλημμυρίζανε, δέντρα πολλά και γιοφύρια ξύλινα, φωνές και πρόσωπα άγρια - όλοι εργάτες· ακόμα και κοτέτσια είχε κι αργαλειούς και μία γίδα, της Κανέλλας. Όλοι κάτι κουβάλησαν απ' τις παλιές τους γειτονιές, πράγματα και συνήθειες· ποιος ξέρει τι χαμόσπιτα μέσα σ' ανήλιαγα στενά άφησαν πίσω τους κι έτσι ανέλπιστα ξεφύγανε απ' τη μιζέρια που είχε κολλήσει στο πετσί τους σαν την ψώρα. Τι κρύα στους χειμώνες είχαν τραβήξει όλοι αυτοί, σε τι μαγκάλια είχαν ψηθεί τα πρόσωπά τους και τα χέρια τους κι ήσαν σκληρά και ροζιασμένα. Ξέρω, απ' τους δικούς μου: άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν φανταστεί πως κάποτε θα μπαίναν σε δικό τους σπίτι. Γι' αυτό κι εκείνες οι γυναίκες, όταν η έκπληξή τους πέρασε, πήραν απάνω τους σαν κάτι, έναν «αέρα» λες κι οι πιο πολλές ένιωσαν γρήγορα «κυρίες». Ήτανε τότε που πουλήσαμε μια σιφονιέρα, σκαλισμένη, κάρινη και αγοράσαμε μία φορμάικα, καναρινί, γιατί όλες οι γειτόνισσες τις είχαν σε μεγάλη υπόληψη αυτές τις σιφονιέρες, τις γυαλιστερές με τους οπάλ χρωματισμούς.
Κι εγώ με τον καιρό έκανα άλλους φίλους, το Σωκράτη και το Νίκο, με τους παλιούς χαθήκαμε, ξέχασα και τη Φθίση εντελώς και το κάστρο το 'βλεπα πια μονάχα από μακριά. Δεν ήθελα ούτε ν' ανηφορίζω προς τα 'κει, γιατί ένιωθα μια παράξενη ενοχή. «Θα σκέφτονται», έλεγα, «ότι τους έχω εγκαταλείψει ξαφνικά, ότι τους έχω ξεγελάσει κι έχω φύγει· μπορεί και να νομίζουν κιόλας πως τόθελα να φύγω. Γι' αυτό θα μ' έχουνε ξεγράψει απ' το μυαλό τους, πια» συλλογιζόμουνα· πώς να τους έβλεπα ξανά; Δεν είχα δίκιο, βέβαια, ούτε και τότε ούτε και τώρα. Γιατί και τώρα ακόμα, όταν περνάει κάμποσος καιρός κι έχω να δω τους φίλους μου, ρίχνω το φταίξιμο σε μένα και νιώθω πάντα τις ίδιες ενοχές. Κι όμως, τίποτα δεν ξεχνώ από το παρελθόν, πρόσωπα και εικόνες, βλέμματα - αυτά κυρίως - και μ' έναν τρόπο κουβαλώ μαζί μου μνήμες του παρελθόντος, γεγονότα, ακόμα και στιγμές που κύλησαν μέσ' στη σιωπή…
Κώστας Λογαράς, «Η Φθίση», Ύποπτοι δρόμοι, Αθήνα, Σιγαρέτα, 1986, σσ. 28-34
Κορύλλου 7...
Κεφάλαιο 1
Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Περπατούσα με το ίδιο αργό βήμα και σκυφτό το κεφάλι. Ήταν Παρασκευή τέσσερεις Γενάρη, καταχείμωνο. Το κρύο δεν με ακουμπούσε, σχημάτιζε ένα πέπλο γύρω από το παλτό. Το πρόσωπό μου έκαιγε τα μάτια μου γυάλιζαν καθώς προχωρούσα στους μισοσκόταδους δρόμους της συνοικίας για το δωμάτιό μου κορυλλου 7 μόνο αυτό γέμιζε το μυαλό μου, ένας δρόμος όπως οι άλλοι, μια κοινή ονομασία όπως χιλιάδες άλλοι, κορυλλου 7 συνέχεια αυτό.
Πλησίαζα στο σπίτι. Πολλές φορές χανόμουν, όλα τα σπίτια στη γειτονιά που έμενα έμοιαζαν μεταξύ τους. Είχαν και τις ίδιες πόρτες. Τόσα χρόνια σ' αυτή τη γειτονιά και δεν την έμαθα. Πάντα ένοιωθα ξένος, τους έβλεπα ξένους γιατί ήμουν ξένος.
Έβγαλα τα δυο κλειδιά και έβαλα το ένα κλειδί στην εξώπορτα. Όλα τα υπάρχοντά μου ήταν μόνο δυο κλειδιά της εξώπορτας και του δωματίου μου. Αναρωτήθηκα πολλές φορές τι σημαίνει να έχεις πολλά κλειδιά. Ίσως είναι χαρακτηρισμός για τους πλούσιους, που έχουν τόσα πράγματα ν' ανοίξουν, τόσα πράγματα να κρύψουν και να κλειδώσουν. Να βάζουν το κλειδί στη θέση του και να λένε «Αυτό είναι δικό μου και αυτό και αυτό» και τα κλειδιά αυξάνονται.
Η σπιτονοικοκυρά στεκόταν κοντά στο τηλέφωνο της εισόδου. Ίσως περίμενε να την πάρουν, μπορεί όμως και να με περίμενε. «Καλησπέρα μου είπα και φάνηκαν τα κιτρινισμένα δόντια, στο κακοσχηματισμένο της πρόσωπο. «Καλησπέρα» είπε σιγά. «Κάνει κρύο έξω, δεν είναι να κυκλοφορεί κανείς αργά».
Σήκωσα τα μάτια μου και την κοίταξα. Ποτέ δεν μου άρεσε να την βλέπω, ειδικά τις δικές μου προσωπικές στιγμές. Αυτή όμως ήταν πάντα εκεί, με την τριμμένη ρόμπα, με το ακαθόριστο χρώμα. Ίσως να ήταν κυπαρισσί κάποτε… Την έκανε πιο κοντή απ' ότι ήτανε. Στρογγυλή από το πάχος και τα χρόνια. Ίσα που ξεχώριζαν τα μικρά της πόδια μέσα στις παντόφλες της. Τα ίδια ρούχα, η ίδια φιγούρα, τόσα χρόνια. Τα μαλλιά της είχαν αραιώσει στο μέτωπο και με τα αχτένιστα ξανθά -με κακή βαφή- έμοιαζε σαν την μοίρα μου που έμεινε ασάλευτη και άσχημη τόσα χρόνια.
Δεν απάντησα και άρχισα να ανεβαίνω την ξύλινη ασυντήρητη σκάλα, με τα χέρια μου στις τσέπες. Το σπίτι διώροφο, όπως όλα τα σπίτια της γειτονιάς, όπως όλης της συνοικίας. Δεν το είχαν βάψει ποτέ από τότε που το 'χτισαν. Μέσα ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Η ταπετσαρία στους τοίχους έδειχνε να μην αντέχει άλλο.
Άνοιξα την πόρτα με το δεύτερο κλειδί και άναψα το φως. Το παράθυρο δεν φώτιζε τίποτα, κανένα φως δεν έφτανε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και ακούμπησα πίσω της. κορυλλου 7. Τόσα χρόνια μόνος, τόσα χρόνια μοναξιάς, σ' αυτό το δωμάτιο. Ένα κρεβάτι, ένα μικρό ξύλινο γραφείο, η ίδια ντουλάπα και δύο καρέκλες. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί είχα δύο καρέκλες. Ίσως έτσι, μήπως έρθει κανένας, αλλά δεν ήρθε. Τόσα χρόνια καθόμουν στο κρεβάτι και τα ρούχα μου στην καρέκλα. Επισκέπτης ήμουνα πάντοτε εγώ.
Διονύσης Μπονέλης, Κορύλλου 7, Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1994, σσ. 8-10
Κεφάλαιο 5
Έπεσε, χάθηκε, μόνο το χώμα έμεινε, σαν οικόπεδο, κανένα ίχνος. Η ζωή που είχε μέσα δεν χάθηκε, χάθηκαν όμως οι αναμνήσεις και η φτώχεια του.
Ανέβαινα στη μάντρα της Μιμίκας και κοιτούσα το Σατούρνια και το Βουλκάνια. Φαινόταν ένας μεγάλος όγκος που αγκυροβολούσε έξω από το λιμάνι, γιατί δεν χωρούσε μέσα και οι επιβάτες έβγαιναν και έμπαιναν με βάρκες. Ήταν πάντα ηλιοβασίλεμα, πίσω τους καθρέφτιζε ο ήλιος στη δύση του, έμοιαζαν με τοίχο που έριχναν τον ίσκιο τους στο λιμάνι.
Ήταν ξανθιά, σκούρα ξανθιά σαν να κοκκίνιζαν λίγο, κουρεμένα καρρέ, κατσαρά και αχτένιστα. Αδύνατη με λευκό δέρμα και γυαλιά με συρμάτινο σκελετό. Έκανε βόλτα στη γειτονιά, ήταν ξένη. Πολλοί τουρίστες περνούσαν από τα ανηφορικά δρομάκια μας, για να καταλήξουν στο κάστρο. Αυτή όμως έμεινε, παρατηρούσε τα σπίτια μας. Την άλλη μέρα ήρθε πάλι με ένα μεγάλο μπλοκ.
Ήταν απόγευμα καλοκαίρι, η ζέστη είχε περάσει και η δροσιά της θάλασσας έφτανε μέχρι επάνω, σε μας. Ο ήλιος στη Δύση του χτυπούσε το σπίτι τους -το σημερινό οικόπεδο. Το χρώμα του τοίχου και του ήλιου ήταν το ίδιο. Σκιές, δεν υπήρχαν, μόνο φως. Κάθισε απέναντι, στον ίσκιο, στο ξεκίνημα της μάντρας και άρχισε να ζωγραφίζει το σπίτι. Διώροφο με μπαλκόνι στο ηλιοβασίλεμα πιάτο ο Πατραϊκός!
Ήταν πολλά παιδιά, το κλειδί το είχε ο πατέρας. Μια έσκυβε στο μπλοκ και μια κοιτούσε το σπίτι. Ζωγράφιζε. Συνωμοτικά έλεγαν «Τι του βρήκε; Αυτό ήταν έτοιμο να πέσει.» Περνούσα από πάνω της και με κλεφτές ματιές προσπαθούσα να δω. Δήθεν έτρεχα και έπαιζα στη μάντρα πίσω της, μα κοιτούσα το μολύβι και τις γραμμές που τραβούσε. Υπήρχαν πολλές καφέ πεταλούδες εκείνο τον καιρό, που έβρισκαν ζεστασιά στον τοίχο του σπιτιού, το 'ξερα, έμπαινα σιγά-σιγά στον πίνακα και προσπαθούσα να πιάσω καμιά, μήπως μπω και γω στη ζωγραφική της. Ξανάρθε άλλες δύο φορές, το ενδιαφέρον της γειτονιάς έγινε αδιαφορία, είμαστε πολύ μακριά εμείς. Το φτωχικό σπίτι υπάρχει κρεμασμένο σε κάποιο σαλόνι, σε ξένο μέρος, το οικόπεδο το ξέρει.
Τα σοκολατί παράθυρα ήταν ανοιχτά δεμένα με μάνταλο και μέσα ανέμιζε λευκή δαντελωτή κουρτίνα. Το μικρό μπαλκόνι ήταν γεμάτο τενεκέδες με λουλούδια, ένας άλλος τενεκές από ελιές ήταν στην εξώπορτα και αυτός γεμάτος με μπιγόνια. Από τότε αντιπάθησα τις μπιγόνιες. Το σήμα στη φτώχια μας. Όλοι στη γειτονιά είχαμε τουλάχιστον ένα ντενεκέ με μπιγόνια μπροστά απ' το σπίτι. Ήταν μόνιμα κάτι κλωνάρια καφέ-κόκκινα ξεΐγκλωτα με διάσπαρτα κατσαρά πράσινα φύλλα κι από κάτω καφέ και όλο το χρόνο περιμέναμε να κάνουν το άνθος. Ποιο άνθος; αυτό τέλος πάντων που έκαναν. Ίσως ήταν μια παρηγοριά για τις νοικοκυρές ότι είχαν πολλά λουλούδια στη δική τους ζωή. Λουλούδια σε τενεκέδες! Μάλλον πρασινάδες ήταν. Η μπιγόνια και ο βασιλικός δέσποζαν. Κάτι αδύνατες γαρουφαλλιές με άρωμα, που όμως λυπόσουν να κόψεις τα γαρύφαλλα. Πού και πού άνθιζε καμιά γαρδένια. Τα δύο βαρέλια με τις κόκκινες καμέλιες ξέραμε σε ποια σπίτια ήταν. Κι αυτοί όμως τις φύλαγαν βάζοντάς τες βαθιά πίσω στις αυλές, αλλά να φαίνονται και απ' το δρόμο.
Διονύσης Μπονέλης, Κορύλλου 7, Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1994, σσ. 18-19
Μετάβαση στο σημείο: Η Άνω Πόλη