Πάτρα
Πάτρα
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΗ Άνω Πόλη Ψηλαλώνια, ο φυσικός «εξώστης» της πόλης
Η πλατεία των Υψηλών Αλωνίων είναι μια από τις πιο γνωστές και πιο όμορφες πλατείες στην Ελλάδα. Στο κέντρο της δεσπόζουν πανύψηλοι φοίνικες καθώς και ο ανδριάντας του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ενώ γύρω απ’ αυτήν βρίσκονται διάσπαρτα νεοκλασικά κτίρια. Η πλατεία αποτελεί σταθερά στο πέρασμα του χρόνου αγαπημένο στέκι μικρών και μεγάλων. Εδώ κάποτε έκανε ατέλειωτους περιπάτους με τους φίλους του ο Μίκης Θεοδωράκης, και σ’ αυτήν την πλατεία το 1890 έστησε τη σκηνή του ο σπουδαίος καραγκιοζοπαίχτης Μίμης Σαρδούνης.
Βράδυ στα Ψηλαλώνια, σ...
Αυτόχειρ (απόσπασμα)
Εις την πλατείαν Γεωργίου, όπου μετ' ολίγον έφθασα, ερημία εκυριαρχούσε, τα περισσότερα εκ των τριγύρω μαγαζιών ήσαν σφαλιστά, κάμποσα αμάξια, άεργα, εστάθμευαν, κ' εν τη σιωπή, τα δυο αναβρυτήρια του μακαρίτη Γιώργη Ρούφου, με τους φανταστικούς των γρύπας, εξέχυναν τους σταλαγμούς των εις τις γούρνες φλοισβίζοντα γλυκά. Σιωπηλές επίσης, οι καμάρες των οδών της πόλεως, έφρατταν αυτάς δώθε και κείθε, με τους στύλους τους ογκώδεις των και με τα ημικυκλικά των τόξα, υπό τα οποία, άρχιζε πλέον να κοιμάται, η πληθύς των ποικίλων καταστημάτων, οπού φωλεύουν εις αυτάς. Διαμέσου δε αυτών, ετράπην προς την επάνω χώραν, ανέβηκα την μακράν τριμερή μαρμαρίνην σκάλαν η οποία φέρνει εις αυτήν, ενώ ένας φουστανελάς, μεσόκοπος, μισομεθυσμένος, την ανέβαινε κι αυτός, κρατούμενος από τα κάγκελά της, μετά μόχθου, και μουρμουρίζων αδιάκριτα τινά, κατά φρένα και κατά θυμόν, και άρχισα να πλανώμαι στα σοκάκια της. Η ίδια ησυχία εβασίλευε κ' εδώ, η ίδια ερημία, και μόνον σε καμμιά ταβέρνα, της οποίας την κόκκινη παντιερούλα εκυμάτιζε η νυκτία αύρα, ομιλίες αντηχούσαν, ετσουγγρίζοντο ποτήρια, ή εγόει αμανές. Έτσι, κατέληξα εις τα Ψηλ' Αλώνια, και εξεμπουκάρισα, από έναν στενωπόν, σ' αυτά. Ο όμορφος κάμπος ήτον τυλιγμένος εις την συνήθη του γαλήνην, το φεγγάρι εκρέμετο άνωθεν αυτού, αχνό, η χλόη του έφρισσεν ελαφρά υπό την μαλακήν πνοήν που ήρχετο μακρόθεν, και απαλή, απαλή και τρυφερά, σου εχάϊδευε, ως δια θωπείας αγαπώντος χεριού, τα πόδια, τα δέντρα του εθροούσαν, ζοφερά και μυστηριώδη. Και προσεγγίσας εις την άκρη-άκρη των, εκεί όπου τα λίθινά των κάγκελα δίνουν εις την όμορφη πλατεία ως όψιν τινά παμμεγέθους φυσικού εξώστου, εγειρομένου υπέρ την χαμηλήν εκείθεν χώραν, ακούμπησα και είδα προς τα κάτω. Και προ της αμόρφου μάζας της μισοκοιμωμένης τέλος πόλεως, προ της απολύτου ηρεμίας της θαλάσσης, προς της βαθυτάτης ακινησίας και της αδιαλείπτου σιγής των απέναντι βουνών, ο νους μου επέταξε και πάλιν προς τον δυστυχή, ο οποίος εκείτονταν κει κάτου, μοναχός, επάνω εις το άψυχο κρεβάτι του σκοτεινού ξενοδοχείου. Α, βεβαίως, εάν η ζωή τον είχε απατήσει, αλλά επεθύμησε τουλάχιστον να εκπληρώσει καν πιστότατα την τελευταίαν θέλησίν του!
Στο φως της ασετιλίνης...
Στο φως της ασετιλίνης
Αρχές Ιουνίου του '94 άρχισε τις καλοκαιρινές παραστάσεις του στα Ψηλαλώνια, στο καφενείο του Γιακά. Από τις πρώτες παραστάσεις φαινόταν ότι εκείνο το καλοκαίρι θα είχε μεγάλη επιτυχία. Δεν ήταν μόνο τα πατριωτικά έργα και οι νέοι πρωταγωνιστές του θεάτρου, ο σιορ Διονύσιος, ο Μπαρμπαγιώργος, ο Βεληγκέκας, οι ήρωες του '21, που είχαν γίνει όλοι πασίγνωστοι, αλλά και η νέα επαναστατική συσκευή της ασετιλίνης.
Οι πρώτες φορητές λυχνίες φωτισμού που έπαιρναν ενέργεια από πέτρες ασετιλίνης, δηλαδή πέτρωμα ορυκτού ανθρακασβέστιου, είχαν κυκλοφορήσει πριν από ενάμιση χρόνο. Στις λυχνίες αυτές με τη διαβροχή της πέτρας ελευθερωνόταν αέριο που καιγόταν άμεσα και εύκολα.
Ο Σαρδούνης με τη βοήθεια ενός φίλου του φαναρά, ύστερα από πολλές δοκιμές, είχε τελειοποιήσει ένα μηχανισμό που μπορούσε να τροφοδοτήσει με αέριο επτά στη σειρά λύχνους. Σε ένα δοχείο όγκου είκοσι λίτρων έριχναν δέκα λίτρα νερό και μέσα εμβάπτιζαν ένα μικρό τενεκεδένιο κουτί με μια οκά πέτρα ασετιλίνης.
Βασίλειος Χριστόπουλος, Στο φως της ασετιλίνης, Αθήνα, Κέδρος, 2002, σσ. 201-202
Έξω από τον μπερντέ του
Ήρθε η άνοιξη, σταμάτησαν πια οι πολλές βροχές. Τώρα αραιά και πού πέφτει καμιά ανοιξιάτικη μπόρα. Οι δρόμοι της Πάτρας, οι μάντρες της, οι τοίχοι και οι στέγες των σπιτιών της, που μούλιασαν για τα καλά όλο χειμώνα, τώρα αρχίζουν σιγά σιγά να πρασινίζουν. Μπορείς να δεις να φυτρώνει πρασινάδα και στα πιο απίθανα μέρη. Στους τοίχους, σε μια καμινάδα, στο σαπισμένο ξύλο μιας εξώπορτας, ακόμη και πάνω σε μια πέτρα.
Με το που σταμάτησαν οι βροχές, έσπασε και η μεγάλη υγρασία. Τώρα στο μικρό του δωμάτιο, μπροστά στην εκκλησία του Παντοκράτορα, ανοίγει συχνά το παράθυρό του. Οι ανοιξιάτικες ευωδιές διώχνουν μακριά τη μυρωδιά της κλεισούρας και της μούχλας. Ο ανατολικός, το «κατεβατό του Βοδιά», φέρνει από τα χαμηλά του Παναχαϊκού, από το Γηροκομειό και του Ρωμανού, το λεπτό άρωμα του θυμαριού. Ο βορειοδυτικός, ο μαΐστρος, πλημμυρίζει τον τόπο με το μόσχο των λεμονανθών από τα ξινά κάτω στα περιβόλια του Βουδ. Όταν φυσούν οι πελαγίσιοι, ο δυτικός ζέφυρος και η βορινή «γαυρολιμάδα», η πάνω πόλη γεμίζει με τη δροσερή αύρα της θάλασσας και το άρωμα του ιωδίου.
Θέλει να αναπνεύσει βαθιά τις μυρωδιές της άνοιξης, μα πρέπει να βγει στους λόφους, να περιπλανηθεί μέσα στα περιβόλια και στους κήπους, να βρεθεί δίπλα στη θάλασσα. Να περπατάει και να αναπνέει βαθιά, να καθαρίσει το μυαλό του, να στεγνώσει το κορμί του από το οινόπνευμα, να ξαναβρεί το σταθερό του τόνο.
Καταλαβαίνει, όμως, πως έχει ανάγκη από χιλιάδες, εκατομμύρια βαθιές εισπνοές και εκπνοές, με τα χέρια τεντωμένα, το κεφάλι πίσω, όπως στη γυμναστική που κάνανε στο σχολαρχείο. Μόνο έτσι, μόνο αν φουσκώσουν καλά τα πνευμόνια του, αν οξυγονωθεί καλά το αίμα και ολόκληρο το μυϊκό του σύστημα, ο ανοιξιάτικος αέρας θα μπορέσει να τον καθαρίσει. Μα όλα αυτά απαιτούν χρόνο - κινδυνεύει να τον δουν και δεν θέλει. Αυτός ο φόβος τον αναγκάζει να μένει κλεισμένος στο σπίτι του. Μόνο το παράθυρό του ανοίγει.
Αν δεν ήταν αυτός ο φόβος, θα έβγαινε τώρα αμέσως, κι ας μην τον κρατούν τα πόδια του. Αλλά πώς να ξεκινήσει για το Γυρί ή το λιμάνι; Πρέπει να περπατήσει μέσα από κεντρικούς δρόμους, που πάντα έχουν κίνηση. Κινδυνεύει να πέσει πάνω σε γνωστούς και πώς να τους αποφύγει;
Βασίλειος Χριστόπουλος, Στο φως της ασετιλίνης, Αθήνα, Κέδρος, 2002, σσ. 285-286
Τα παιδικά χρόνια του ...
Οι δρόμοι του αρχάγγελου: αυτοβιογραφία
Πάτρα
Στην Πάτρα υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα. Ταξί, λεωφορεία, φορτηγά. Και φυσικά αμάξια με άλογα και κάρα. Συχνά άκουγες το διαπεραστικό σφύριγμα του τρένου, που έφτανε απ' τον Πύργο ή την Αθήνα, και ειδοποιούσε τους επιβάτες και τους χαμάληδες. Μετά ένα μήνα, πιάσαμε σπίτι, το πρώτο πάτωμα σε μια λευκή μονοκατοικία με μικρό κήπο, στη γωνιά Ασημάκη Φωτήλα και Λόντου, πλάι στην πλατεία Βουδ στην πάνω πόλη, στα Ψηλαλώνια. Από τη μια πλευρά το σπίτι συνόρευε με το εργοστάσιο πλεκτικής ΒΕΣΟ κι από την άλλη μ' ένα πελώριο μαγέρικο-ταβέρνα με ιδιοκτήτη Ιταλό. Διερευνούσα από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια τη γειτονιά. Έβλεπα το βράδυ τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια - αυτό δε συνέβαινε στο Αργοστόλι - να παίζουν στο δρόμο ή να κουβεντιάζουν όλα μαζί, καθισμένα γύρω από την κολόνα του ηλεκτρικού. Εγώ δεν κατέβαινα, γιατί δεν ήξερα κανέναν. Όλη μέρα διάβαζα, ανέβαινα στην ταράτσα, έριχνα νερό στο σώμα μου και έκανα ηλιοθεραπεία ή έπαιζα με τον αδελφό μου, που τώρα ήταν πέντε χρονών. Το βράδυ, συχνά, συνόδευα τους γονείς μου στον περίπατό τους, που κατέληγε συνήθως στα Ψηλαλώνια ή στην προκυμαία, για παγωτό. Μια φορά τη βδομάδα πηγαίναμε στο θερινό κινηματογράφο. Τότε ήταν της μόδας τα μιούζικαλ του Χόλυγουντ με σταρ τη Μάρθα Έγκερθ και τον Ζαν Κιεπούρα - ίσως αυτοί οι δύο να ήταν του γερμανικού κινηματογράφου, που επίσης θριάμβευε με το μουσικό είδος -, την Ντιάνα Ντάρμπιν, το Μίκυ Ρούνεϊ και τη Σίρλεϊ Τέμπλ. Πριν από το φιλμ και στα διαλείμματα, ακούγαμε από τα μεγάφωνα ελληνικά τραγούδια με τη Δανάη, τη Σοφία Βέμπο, την Κάκια Μένδρη. Τραγούδια του Αττίκ πρωτάκουσα σε κινηματογράφο στα Γιάννενα, στα 1936, και θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει η «Παπαρούνα», που για μέρες βούιζε στ' αυτιά μου.
Σε λίγο, με τα καλύτερα οικονομικά μας, θα ξανάρχιζαν τα γεύματα και οι μουσικές βραδιές στο σπίτι μας, που ήταν, όπως στα Γιάννενα, άνετο, με τις κρεβατοκάμαρες, τη μεγάλη κουζίνα, την τραπεζαρία και τα σαλόνια. Όταν είχαμε χορό ανοίγαμε τις ενδιάμεσες πόρτες και σχηματιζότανε μια ενιαία αίθουσα, ώστε να έχουν άπλα τα ζευγάρια για στροβιλισμούς και όλα τα τρελά νούμερα του τσάρλεστον. Εγώ φυσικά και πάλι στο τιμόνι! Δηλαδή στο κούρδισμα και στην αλλαγή των δίσκων στο γραμμόφωνο, που γνώριζε ξανά καινούργιες δόξες.
Στο σχολείο, σε κάθε τάξη, δεν ήμαστε πάνω από είκοσι μαθητές. Έτσι οι καθηγητές μας είχαν την άνεση όχι μόνο να διδάξουν σωστά, αλλά και να κουβεντιάζουν μαζί μας, γεγονός που μας βοηθούσε ψυχολογικά: το σχολείο δεν ήταν μόνο μια αγγαρεία, αλλά παρουσίαζε γενικότερο ενδιαφέρον. Εγώ τουλάχιστο διάβαζα με όρεξη. Κι αυτός ήταν ο γενικός κανόνας. Πώς γίνονται οι φιλίες σ' εκείνη την ηλικία; Σε λίγο βρέθηκα με δυο φίλους, τον Τηλέμαχο και το Νίκο. Σιγά σιγά γίναμε αχώριστοι. Μέσα στο σχολείο, στα διαλείμματα, στα αθλητικά παιχνίδια και όταν είχαμε καιρό, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, βγαίναμε βόλτα μαζί στα Ψηλαλώνια, την Κυριακή το πρωί, μετά το υποχρεωτικό εκκλησίασμα, στο Σινεάκ, και το βράδυ σε ατέλειωτους περιπάτους. Σιγά σιγά βγήκα και στη γειτονιά, συνδέθηκα με τα παιδιά. Ποδόσφαιρο στο δρόμο, ποδήλατο νοικιασμένο με την ώρα, κρυφτούλι με τη Βαρβάρα, την κόρη του Ιταλού, που τελικά πέφταμε όλοι πάνω της, προσπαθώντας να της βγάλουμε καμιά τριχούλα από «εκεί» και κυρίως ομαδικό τραγούδι τα βράδια, κάτω από την κολόνα με το ηλεκτρικό φανάρι. «Σκληρή καρδιά», «Δυο μαύρα μάτια», «Παλιά γειτονιά», τα μεγάλα σουξέ της εποχής, πόσες χιλιάδες φορές δεν τα τραγούδησα στις γειτονιές της Πάτρας, και αργότερα στον Πύργο, στην Τρίπολη, στην Αθήνα. Φτιάξαμε μαθητικό σύλλογο στην τάξη μας, με σκοπό οργανωμένες εκδρομές. Είχαμε καταστατικό για κανόνες συμμετοχής και συμπεριφοράς. Τετάρτη και Σάββατο απόγιομα, όταν ήμαστε ελεύθεροι, βγαίναμε από την πόλη και πηγαίναμε στους καταπράσινους λόφους που βρίσκονται στα πόδια του βουνού, του Παναχαϊκού. Εκεί παίζαμε, κουβεντιάζαμε, κάναμε μουσική. Είχαμε ανακαλύψει τις φυσαρμόνικες Χόνερ (με το στόμα) και προσπαθούσαμε να συγχρονιστούμε, σαν μια μικρή ορχήστρα. Τα σουξέ με τη φυσαρμόνικα ήταν αναμφισβήτητα η «Παλόμα» («Μακριά σαν θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά») και το «Γεια σου, Δημητρούλα». Το καλοκαίρι μέναμε στις Ιτιές, στο ξύλινο σπιτάκι φωλεα, που μας παραχώρησε δυο φορές ο κύριος Πανταζής, πρόεδρος του Επιμελητηρίου και φίλος του πατέρα. Ήταν κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα, όπου μπαίναμε το πρωί και βγαίναμε το βράδυ… Άφησα για τελευταίο το μεγάλο γεγονός της ζωής μου. Τη Μουσική!
Πρώτον, το σχολικό βιβλίο Μουσικής μ' αυτήν την παράξενη γραφή, τα πεντάγραμμα… Όταν ο Δημήτρη Σοστάκοβιτς που, όπως γράφει, η μητέρα του τον πήγε, όταν ήταν εννιά χρονώ, να μάθει πιάνο και στα δώδεκα ήταν μαθητής του Γκλαζουνόφ στη σύνθεση, ένας Έλληνας, επίδοξος συνθέτης, έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του τυπωμένες νότες!
Μετά, ήταν η σχολική χορωδία, υπό τον κ. Παπαβασιλείου, καθηγητή της μουσικής. Από την πρώτη μέρα δήλωσα συμμετοχή. Με κατέταξε στις πρώτες φωνές Τραγουδούσαμε σε τετραφωνία!
Κάθε πρωί, όλο το Γυμνάσιο συγκεντρωνότανε στους διαδρόμους για την προσευχή. Ευτυχώς αυτή η προσευχή ήταν σύνθεση του Γιόζεφ Χάυντ: «Σε σένα, πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή υψώνω με καρδιά και νου παράκληση θερμή», κι εδώ το έλεγα σόλο: «Πατέρα, ρίξε σπλαχνικά, στα πλάσματά σου μια ματιά…», γι' αυτές τις δυο μουσικές φράσεις, η μέρα για μένα στο σχολείο ξεκινούσε όμορφα. Θυμάμαι ότι κάπου κάπου με καλούσαν στην αίθουσα καθηγητών, για να τους ξαναπώ αυτές τις φράσεις. Φαίνεται πως τραγουδούσα συγκινητικά. Είχα πάντως όμορφη φωνή, που σιγά σιγά αλλοιώθηκε και μετά χάθηκε… Το τρίτο γεγονός ήταν η αγορά του περίφημου βιολιού. Ίσως ο κ. Παπαβασιλείου να ήθελε να πουλήσει κανένα βιολί για λόγους οικονομικούς. Το γεγονός πάντως είναι ότι έπεισε τους γονείς μου ότι έχω ταλέντο. Και, τέλος, σαν κορύφωση στα μουσικά θαύματα της εποχής, γράφτηκα στο Ωδείο Πατρών, στην τάξη βιολιού, φυσικά και όπως ήταν επόμενο, άρχισα και τα θεωρητικά με τον κ. Σινούρη. Δίκαια λοιπόν νομίζω, ότι θεωρώ την Πάτρα σαν την πόλη της μεγάλης στροφής στη ζωή μου, γιατί από κει και πέρα θα έμενα πιστός στην επιλογή μου για τη μουσική.
Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόμοι του αρχάγγελου: αυτοβιογραφία, Αθήνα, Κέδρος, 1986, σσ. 73-74 & 76-78
Μετάβαση στο σημείο: Η Άνω Πόλη