Ιωάννινα
Γιάννενα, γυάλινα και μαλαματένια...
Συγκρότηση ενότητας: Χρήστος Δανιήλ- Εισαγωγικά για τα Γιάννενα και για τη χρήση των χαρτών στη λογοτεχνία
- Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)
- Είσοδοι πόλης
- Λίμνη και Παραλίμνια περιοχή
- Κάστρο
- Κέντρο
- Οδός Ανεξαρτησίας
- Το Νησί
- Πριν από την Απελευθέρωση
- Μεσοπόλεμος
- Η ταραγμένη δεκαετία του ’40
- Μετεμφυλιακή εποχή, δεκαετία του ’60
- Από την μεταπολίτευση και εξής
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Θεματικοί άξονες
Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο) Πριν από την Απελευθέρωση
Η πόλη των Ιωαννίνων πριν από την Απελευθέρωση σε υλικό χωρίς σημαίνουσες επιμέρους τοπωνυμικές αναφορές.
Henry Holland, Ταξίδια...
Ταξίδια στα Ιόνια νησιά, Ήπειρο, Αλβανία
(1812-1813)Εγκατεστημένοι τώρα στα Ιωάννινα και αφού είχαμε πάρει την πρώτη συνέντευξη από τον Βεζύρη, μπορούσαμε να παρατηρήσουμε με την άνεσή μας τα διάφορα χαρακτηριστικά της πόλης και των πέριξ της: σ’ αυτό μας βοήθησε πολύ η καλoσύνη του Μελά, του νεαρού Έλληνα που μας είχε επισκεφθεί το βράδυ της άφιξής μας. Η γενική τοποθεσία των Ιωαννίνων έχει ήδη εκταθεί σε μια πεδιάδα ή σε κάτι, που από την εμφάνισή του μπορεί να ονομασθεί μια μεγάλη λεκάνη, περιβαλλόμενη από βουνά, ενώ η ίδια η πόλη εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών ακτών μιας λίμνης, που στην απέναντι πλευρά της βρέχει τους πρόποδες ενός από αυτά τα ορεινά συγκροτήματα. Το μήκος αυτής της λίμνης ίσως είναι περίπου έξι μίλια, το εύρος της πουθενά δεν υπερβαίνει κατά πολύ τα δύο μίλια και κοντά στο κεντρικό μέρος της πόλης το πλάτος της μικραίνει από την προεξέχουσα χερσόνησο που σχηματίζει το φρούριο των Ιωαννίνων και από το μικρό νησάκι, που είναι απέναντί της στην άλλη όχθη• αυτά τα δύο χαρακτηριστικά προσθέτουν πολύ στην ομορφιά του σκηνικού από κάθε άποψη. Η χερσόνησος του φρουρίου καθώς προχωρεί μέσα στη λίμνη φαρδαίνοντας, τελειώνει σε δύο ευδιάκριτα βραχώδη ακρωτήρια• στο ένα από αυτά βρίσκεται ένα μεγάλο Τούρκικο τζαμί, που ο ψηλός μιναρές του και οι εκτεταμένες πλατείες σκιάζονται από τα κυπαρίσσια που το περιβάλλουν: στο άλλο ακρωτήριο βρίσκεται το παλιό Σαράι των Πασάδων των Ιωαννίνων, ένα μεγάλο κτίριο με όλη εκείνη την ακανόνιστη και ακαθόριστη μεγαλοπρέπεια της Τουρκικής αρχιτεκτονικής• ο μιναρές και τα κυπαρίσσια ενός δεύτερου τζαμιού υψώνονται πάνω από τις προεκτεταμένε οροφές και τους ζωγραφιστούς του τοίχους. Η περιοχή του φρουρίου, που από μόνη της σχηματίζει μια πόλη, απομονώνεται από την υπόλοιπη πόλη με ένα ψηλό πέτρινο τείχος και μια φαρδιά τάφρο που γεμίζει με τα νερά της λίμνης.
Το νησί απέναντι από την πόλη είναι γραφικό στη γενική του εμφάνιση και εξωραΐζεται με ένα μικρό παλάτι του Βεζύρη που φαίνεται στην ακτή του. Ένα χωριό στη βόρεια πλευρά του είναι σχεδόν κρυμμένο από τα πλούσια φυλλώματα των καστανιών και των πλατάνων, που μεγαλώνουν ανάμεσα στα σπίτια του. Ο ταξιδιώτης καλό θα είναι να σκαρφαλώσει στο ψηλότερο σημείο του νησιού, απ’ όπου θ’ απολαύσει μία πολύ επιβλητική θεά της πόλης και των οικοδομών στους βράχους του φρουρίου.
Οι όχθες της λίμνης έχουν πολλά άλλα πράγματα, που τραβούν την προσοχή – το μεγάλο Σαράι, που από μερικά σημεία φαίνεται να υψώνεται από την όχθη – ένα ζωγραφισμένο κιόσκι που μοιάζει να ξεφυτρώνει από το νερό, κάτω από τα βράχια του παλιού Σαραγιού. Βορειότερα υπάρχει ένα μοναστήρι Δερβίσηδων, που σκιάζεται από δένδρα• αλλά πάνω απ’ όλα η βουνοκορφή του Μιτσικέλι, με ύψος ίσως ανάμεσα στα 2.500 και 3.000 πόδια πάνω από τη λίμνη, σχηματίζει σχεδόν όσο φτάνει το μάτι ένα συνεχές και αδιάσπαρτο πλαίσιο στην πεδιάδα• υψώνεται από την άκρη του νερού απέναντι από τα Ιωάννινα απότομο και μεγαλοπρεπές, ιδιαίτερα εντυπωσιακό και μαγευτικό. Το απόκρημνο μέτωπό του αυλακώνεται από τις κοίτες των ορεινών χειμάρρων. Οι χείμαρροι, φαρδαίνοντας καθώς πλησιάζουν τη λίμνη, καλύπτονται από δάση και προφυλάσσουν πολλά μικρά χωριά. Λέγεται ότι παλαιότερα υπήρχαν πιο εκτεταμένα δάση σ’ αυτήν την ορεινή μάζα, αλλά ότι καταστράφηκαν γιατί ήταν καταφύγια συμμοριών ληστών, που διατάρασσαν την ηρεμία της πόλης. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη γενική απουσία δασών από το τοπίο, το σκηνικό των Ιωαννίνων είναι ίσως λιγότερο τέλειο απ’ ότι αν είχαν διατηρηθεί αυτά τα δάση: εντούτοις είναι τέτοιο, ώστε μπορεί να θεωρηθεί ότι ελάχιστα άλλα του μοιάζουν σε ποικιλία και ομορφιά.
Η έκταση της πόλης καθώς απλώνεται προς τα πίσω και εκατέρωθεν του φρουρίου, είναι μεγαλύτερη απ’ όσο ο ίδιος πληθυσμός θα καταλάμβανε σε οικισμούς άλλων τόπων της Ευρώπης. Εκτός από τους κοινούς χώρους των τζαμιών και των Τουρκικών νεκροταφείων, όλα τα καλύτερα σπίτια, τόσο των Τούρκων όσο και των Ελλήνων περιβάλλονται από χώρους στους οποίους γενικά μεγαλώνουν λίγα δένδρα, δίνοντας στη γενική εικόνα του τόπου εκείνη την παράξενη ανάμιξη κτιρίων και δάσους, που ήδη έχει αναφερθεί. Το κεντρικό μέρος της πόλης, κατειλημμένο σε μεγάλο βαθμό από τους δρόμους που αποτελούν τα Παζάρια, είναι το μόνο όπου παρατηρείται πολύ συνοχή• και εδώ τα σπίτια είναι γενικά πολύ χαμηλότερα και μικρότερα από αλλού. Το πλάτος της πόλης, που πουθενά δεν υπερβαίνει το ενάμιση μίλι, προσδιορίζεται από μία σειρά χαμηλών υψωμάτων, που προχωρούν παράλληλα προς την όχθη της λίμνης και παρέχουν από την κορυφή τους μία από τις πιο εκπληκτικές απόψεις της πόλης, της λίμνης και των μακρινών όγκων της οροσειράς της Πίνδου.
Η εσωτερική πολεοδομική όψη των Ιωαννίνων εκτός από τα σημεία όπου υπάρχει κάποιο άνοιγμα στο τοπίο που τα περιβάλλει, είναι σκοτεινή και χωρίς λαμπρότητα. Λίγοι δρόμοι παρουσιάζουν κάποια ομοιομορφία, μία λεπτομέρεια, που κάνει τη γεωγραφία της περιοχής πολύ δύσκολη στον ξένο. Κατοικημένοι από τις χαμηλότερες τάξεις, αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από άθλιες λιθόκτιστες καλύβες και βρίσκονται κυρίως στα περίχωρα της πόλης. Οι μεσαίες τάξεις κατοικούν σε κτίρια καλύτερης εμφανίσεως, το πάνω μέρος των οποίων είναι κατασκευασμένο από ξύλο, με ένα μικρό ανοικτό εξώστη κάτω από την προτεταμένη οροφή• οι ανώτερες τάξεις, τόσο των Τούρκων όσο και των Ελλήνων, έχουν γενικά πολύ μεγάλα σπίτια, που συχνά βλέπουν σε δύο ή τρεις πλευρές του χώρου που τους ανήκει και με φαρδείς εξώστες, που ακολουθούν όλη την πρόσοψη του κτιρίου, ξεκινώντας από τον πρώτο όροφο, και καλύπτονται κάτω από τις στέγες. Σ’ αυτόν τον τρόπο κτισίματος, που είναι κοινός σε όλες τις Τουρκικές πόλεις, υπάρχει κάτι γραφικό όταν το κοιτάμε από μακριά και το οποίο χάνεται όταν πλησιάσουμε. Στους καλύτερους δρόμους των Ιωαννίνων υπάρχει μια βαριά ατμόσφαιρα: και τα πιο αξιοπρεπή σπίτια έχουν την όψη φυλακής, με ελάχιστη εξωτερική πρόσοψη. Τα περισσότερα περικλείονται από ψηλούς τοίχους με ογκώδεις διπλές πόρτες και με τα παράθυρα, όταν φαίνονται, στο πάνω μέρος του κτιρίου.
Τα παζάρια αποτελούν το πιο ενδιαφέρον μέρος της πόλης. Απλώνονται σε δέκα ή δώδεκα δρόμους, που τέμνουν ο ένας τον άλλο σε ακανόνιστες γωνίες, πολύ στενούς και ακόμη πιο σκοτεινούς λόγω των χαμηλών προτεταμένων στεγών και των μεγάλων ξύλινων παραγκών, όπου τα αγαθά εκτίθενται προς πώληση. Όπως συνηθίζεται στις μεγάλες πόλεις στην Τουρκία, κάθε παζάρι έχει το δικό του προϊόν. Σε άλλο βρίσκεις όσους ασχολούνται με κοσμήματα και άλλα διακοσμητικά είδη• σε άλλο τους εμπόρους που πουλάνε κάπες, Τούρκικα σάλια και άλλα είδη ενδυμασίας• σ’ ένα τρίτο οι λιανοπωλητές κοινών βαμβακερών αγαθών• σ’ ένα τέταρτο οι παντοπώλες, έμποροι καπνού, ξερών φρούτων κλπ. σ’ ένα πέμπτο αυτοί που πουλάνε πίπες, κεχριμπάρι, επιστόμια και ξύλινα μπιχλιμπίδια• σε ένα άλλο, πάλι, οι έμποροι χρωματισμένου δέρματος και Τούρκικων πασουμιών. Καθώς τα Ιωάννινα είναι η κατοικία πολλών πλούσιων ανθρώπων και επιπλέον ένα σημείο συγκεντρώσεως αγαθών για μια μεγάλη περιοχή της χώρας, μερικά τμήματα αυτών των παζαριών είναι επιπλωμένα με πλούτο και αφθονία και ειδικά αυτά που περιλαμβάνουν κοσμήματα και διακοσμητικά είδη της ενδυμασίας είναι πολύ εντυπωσιακά. […]
Υπάρχουν δεκαέξι τζαμιά στα Γιάννενα, καθένα από τα οποία βρίσκεται σε ένα ανοικτό χώρο και γενικά περιβάλλεται από μεγάλα κυπαρίσσια. Το βόρειο τζαμί του φρουρίου είναι το πιο αξιόλογο από αυτά τα οικοδομήματα, προφανώς τόσο λόγω μεγέθους όσο και λόγω της εξαιρετικής του θέσεως, αφού κρέμεται πάνω από τη λίμνη. Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο συχνά πήγαινα για περίπατο, όσο έμενα στα Γιάννενα. Η μαγευτική θέα δεν είναι το μόνο προσόν αυτού του τοπίου. Η ησυχία είναι χαρακτηριστική, αν και κοντά σε μια τόσο μεγάλη πόλη, κάποια μοναξιά που πήγαζε από τις βαθιές πλατείες του τζαμιού, από τη σκιά των κυπαρισσιών και από τις ταφόπετρες. Και παραπέρα η σιλουέτα του ίδιου του Τούρκου, που περπατούσε αργά προς τις πόρτες του κτιρίου και σπάνια διατάρασσε τη μοναξιά αυτή. Αυτά κοντολογής είναι τα αξιοθέατα που θα ενδιαφέρουν τον ξένο κατά την επίσκεψη του φρουρίου των Ιωαννίνων.
Ο αριθμός των Ελληνικών εκκλησιών στην πόλη δεν υπερβαίνει τις επτά ή οκτώ, αλλά μερικές από αυτές είναι σημαντικού μεγέθους. Οι λειτουργίες της Ελληνικής θρησκείας, ωστόσο, δεν μπορούν να γίνουν εξίσου ελεύθερα όπως στα Ιόνια Νησιά και ενώ ο Αλή Πασάς είναι από συνήθεια ανεκτικός από αυτήν την άποψη, εντούτοις το πέρασμα των αιώνων και ο αυξανόμενος αριθμός των Μωαμεθανών στην πόλη, καταπνίγουν πολλές από τις εξωτερικές εκδηλώσεις αυτής της εκκλησίας, που τις συναντά κανείς και αλλού. Τα Γιάννενα είναι η έδρα ενός Έλληνα αρχιεπισκόπου, στον οποίο υπάγονται αρκετές επισκοπές στα νότια μέρη της Αλβανίας.
Δεν μπορώ να μιλήσω με βεβαιότητα για τον πληθυσμό της πόλης, για τον οποίο άκουσα διάφορες εκτιμήσεις από εικοσιπέντε έως σαράντα ή ακόμη και πενήντα χιλιάδες. Θα υποθέσω από τις εγκυρότερες πληροφορίες που μπόρεσα να συγκεντρώσω, ότι ο πραγματικός αριθμός των κατοίκων είναι περίπου 30.000, εξαιρουμένων των Αλβανών στρατιωτών που σταθμεύουν εδώ. Ο πληθυσμός αποτελείται από Έλληνες, Τούρκους, Αλβανούς και Εβραίους• οι Έλληνες αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο μέρος του και οπωσδήποτε είναι οι πλέον ευυπόληπτοι σε πλούτο και περιουσία. Επίσης είναι οι παλαιότεροι κάτοικοι της πόλης• πολλές από τις οικογένειες, καθώς λέγεται, έχουν εγκατασταθεί εδώ πριν από πολλούς αιώνες: αυτοί αποτελούν το μεγάλο σώμα των εμπόρων στα Ιωάννινα• μερικοί έχουν επίσημες θέσεις στην Αυλή του Βεζύρη σαν αντιπρόσωποι και γραμματείς, ενώ άλλοι χαμηλότερων τάξεων ασκούν το επάγγελμα του μαγαζάτορα και τεχνίτη στην πόλη.
Οι Τούρκοι των Ιωαννίνων αποτελούν ένα πολυάριθμο πληθυσμό, που ωστόσο δεν τον ξεχωρίζει κάποιο ουσιώδες χαρακτηριστικό από τους ανθρώπους αυτού του έθνους σε άλλα μέρη. Αυτοί που χρησιμοποιούνται άμεσα από τον Βεζύρη είναι αναγκασμένοι ίσως σε μεγαλύτερη δραστηριότητα από τη φύση της διακυβερνήσεώς του• αλλά οι υπόλοιποι παρουσιάζουν την ίδια νωθρότητα, αδιαφορία και προκατάληψη, τα ίδια έθιμα και διαστροφές στην κοινωνική ζωή, που ανέκαθεν τους χαρακτήριζαν σαν κοινότητα. Ωστόσο, η εθνική τους υπεροψία δεν είναι εδώ εξίσου χαρακτηριστική, όσο σε άλλα μέρη της Τουρκίας. Έχει ελαττωθεί εν μέρει από το δεσποτισμό κάτω από τον οποίο ζουν και έχει έλθει πιο κοντά στο αίσθημα των Ελλήνων και Αλβανών, που ζουν γύρω τους.
Οι Εβραίοι των Ιωαννίνων απαντώνται σαν έμποροι στα παζάρια, σαν τεχνίτες, και μερικοί από αυτούς απασχολούνται από το Σαράι. Επωφελούνται μαζί με τους Έλληνες από τη γενική ανεκτικότητα και δεν εκτίθενται, πιστεύω, σε καμία ιδιαίτερη στέρηση. Το νεκροταφείο τους, για τα δικαιώματα του οποίου πληρώνουν ένα ετήσιο ποσό, σχηματίζει μια ανοικτή περιοχή στη μέση της πόλης.
Οι Αλβανοί κάτοικοι των Ιωαννίνων ανήκουν στην κατώτερη τάξη. Αυτοί που είναι στη στρατιωτική υπηρεσία του Βεζύρη εξασφαλίζουν στέγη κυρίως από τις Ελληνικές οικογένειες, από τις οποίες αυτό θεωρείται σαν πολύ βαρύς και καταπιεστικός φόρος. Υπάρχουν Έλληνες έμποροι στην πόλη, που συχνά τους απαιτείται να παράσχουν κατάλυμα, είτε στις οικίες τους είτε αλλού, σε σαράντα ή πενήντα άνδρες, και μάλιστα αυτούς ενός άτακτου στρατού, που λίγο συγκρατούνται από τα δεσμά της πειθαρχίας. Η απουσία του Βεζύρη από την πρωτεύουσά του είναι από αυτήν την άποψη γιορτή για τους βασικότερους κατοίκους.
Στα Γιάννενα βρίσκονται πολύ λίγοι υπήκοοι Ευρωπαϊκών εθνών. Ο κύριος Γ. Φορέστης, ο Άγγλος πρόξενος εδώ, απουσίαζε για δουλειά στα Ιόνια Νησιά κατά την πρώτη μας επίσκεψη στην πόλη. Ο Μ. Πουκεβίλ, ο Γάλλος πρόσεδρος υπουργός στην Αυλή του Αλή Πασά, με τον τίτλο Γενικός Πρόξενος στην Αλβανία, πέρασε επτά χρόνια σ’ αυτήν τη θέση, πράγμα που αντισταθμίζεται κάπως από την παρουσία του αδελφού του, που είχε τη θέση του προξένου στην Πρέβεζα. Ο Μ. Πουκεβίλ ήταν ένας από τους τριάντα σοφούς που ακολούθησαν τη Γαλλική εκστρατεία στην Αίγυπτο. Ακολούθως εξέδωσε ένα έργο σε τρεις τόμους για την Αλβανία και το Μοριά, που πρόσφατα μεταφράσθηκε στα Αγγλικά.[…]
Ο πληθυσμός των Ιωαννίνων με αυτήν την πολυεθνικότητα και με την προσθήκη Αράβων, Μαυριτανών και Νέγρων παρουσιάζει ένα παράξενο θέαμα σε όλους τους δρόμους της πόλης. Παρόμοια συνάθροιση μπορεί κανείς πράγματι να δει και σε άλλες Τουρκικές πόλεις, αλλά χωρίς τα πολυάριθμα Αλβανικά στρατεύματα, που αποτελεί εδώ ένα τόσο εντυπωσιακό και τυπικό χαρακτηριστικό. Από το θηλυκό μέρος του πληθυσμού λίγες μπορεί να δει κανείς στους δρόμους, εκτός από αυτές των χαμηλότερων τάξεων, αλλά και αυτές οι λίγες κρύβονται τόσο πολύ από την ενδυμασία, ώστε δεν είναι για το μάτι παρά κινούμενες φιγούρες. Οι Τούρκες ανώτερων τάξεων σπάνια βγαίνουν έξω. Κάθε γυναίκα αυτής της εθνικότητας που βγαίνει στους δρόμους, καλύπτεται εντελώς με μια σκουρόχρωμη ρόμπα και το πρόσωπό της επίσης κρύβεται με οριζόντια καλύπτρα που αφήνει μόνο ένα στενό άνοιγμα για τα μάτια. Στην Κωνσταντινούπολη και μερικές άλλες πόλεις της Ανατολής, οι συνήθειες των γυναικών Τούρκικης εθνικότητας είναι λιγότερο αυστηρές από αυτήν την άποψη και κάποια περισσότερη καινοτομία έχει εισχωρήσει στα εθνικά έθιμα. Οι συνήθειες των Ελληνίδων κυριών, όσον αφορά τη δημόσια εμφάνιση, πλησιάζουν σε κάποιο βαθμό αυτές των Τούρκων και προσδιορίζονται εν μέρει από τα δικά τους ήθη ως λαού και εν μέρει από την ανάγκη συμμορφώσεως προς τα Τουρκικά έθιμα. Σπάνια εμφανίζονται στους δρόμους και όταν βγαίνουν έξω, μεταμφιέζονται με σχεδόν όμοιο τρόπο. Οι Ελληνίδες και Αλβανίδες της κατώτερης τάξεως δεν υπόκεινται σ’ αυτούς τους περιορισμούς και μπορούν να θεωρηθούν ως οι μόνες ορατές γυναίκες στους δρόμους της πόλης.
Η αστυνομία των Ιωαννίνων είναι εξαιρετικά καλή. Η επαγρύπνηση του Αλή Πασά εκτείνεται σε κάθε γωνιά της πόλης και περίπολοι Αλβανών στρατιωτών διασχίζουν τους δρόμους τη νύχτα για να εξασφαλίζουν την ηρεμία. Είναι καλή η διάταξη για τέτοια πρωτεύουσα, ότι δηλαδή κανείς δεν επιτρέπεται να περπατά στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου χωρίς φανάρι ή δαδί. Τα παζάρια κλείνουν μία συγκεκριμένη ώρα το βράδυ και με προσωπική πείρα διαπίστωσα ότι είναι επικίνδυνο να βρίσκεται κανείς εκεί μετά από αυτήν την ώρα. Μία φορά, επιστρέφοντας σπίτι από τις όχθες της λίμνης, μπήκα σε έναν από αυτούς τους δρόμους καθώς έκλειναν τα μαγαζιά και αμέσως μου επιτέθηκαν δύο μεγάλα και άγρια σκυλιά, πηγαίνοντας να κάνουν το καθήκον τους ως νυκτοφύλακες. Αν και αμέσως αναχαιτίστηκαν από τους ανθρώπους του παζαριού, έσχισαν το μεγάλο παλτό που φορούσα σε διάφορα κομμάτια και χωρίς την παρέμβασή τους, θα μου άφηναν ακόμη πιο σοβαρά σημάδια της προσηλώσεώς τους στο καθήκον.
Το κλίμα των Ιωαννίνων φυσικά επηρεάζεται πολύ από τη θέση τους και από την ψηλή οροσειρά που τα πλησιάζει και τα περιβάλλει. Το ύψος της πόλης πάνω από τη θάλασσα, όπως προέκυψε από βαρομετρικές παρατηρήσεις, μπορεί να τοποθετηθεί, πιστεύω, στα 1.000 με 1.200 πόδια. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να καταρτίσω εδώ κάποιο πίνακα θερμοκρασιών για διάφορα έτη• αλλά από τις έρευνες που έκανα και από δικές μου παρατηρήσεις οδηγούμαι να πιστεύω ότι ο βαθμός του χειμερινού κρύου στα Ιωάννινα, αν και σε γεωγραφικό πλάτος περίπου 39ο 30’, είναι κατά μέσο όρο όχι μικρότερος από αυτόν των δυτικών περιοχών της Αγγλίας. Ο χειμώνας του 1812-1813 ήταν, είναι η αλήθεια, ξεχωριστά δριμύς σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, καθώς και στη Ρωσία και Πολωνία. Όταν φθάσαμε στα Ιωάννινα στις αρχές του Νοεμβρίου, όλες οι ψηλότερες κορυφές της Πίνδου ήταν σκεπασμένες με χιόνι. Τις πρώτες λίγες μέρες της παραμονής μας εδώ ο καιρός ήταν εξαιρετικά ωραίος, αλλά κρύος, ενώ το θερμόμετρο στις 8 π.μ. έδειχνε από 40ο έως 44οF. Ακολούθησαν αρκετές βροχερές ημέρες με περιστασιακές καταιγίδες και έπεφτε πολύ χιόνι στην Πίνδο, καλύπτοντας ακόμη και το μεγαλύτερο μέρος του Μιτσικέλι, του βουνού πάνω από τη λίμνη. Πριν το χάραμα της 9ης είχαμε μια καταιγίδα πιο βίαιη και διαρκή από όσες είχα γνωρίσει ως τότε• το αποτέλεσμα της αντήχησης από τα βουνά, που περιβάλλουν την πόλη, ήταν πέρα από κάθε μέτρο υπέροχο και επιβλητικό. Με φώναξαν σ’ ένα σπίτι κοντά στο κατάλυμά μας για να εξετάσω έναν άνδρα που τον είχε κτυπήσει ο κεραυνός. Από την κατεστραμμένη δομή ενός μικρού μέρους δέρματος στο μέτωπο, φάνηκε ότι το ηλεκτρικό ρεύμα τον κτύπησε εκεί• ο άνθρωπος φυσικά πέθανε ακαριαία. Ο αδελφός του, που στεκόταν κοντά του, υπέστη μερικό κλονισμό, που τον έριξε αναίσθητο για λίγη ώρα, αλλά δεν είχα λόγο να αμφιβάλλω για την τελική του ανάρρωση.
[…]
Οι μήνες Ιανουάριος και Φεβρουάριος ήταν εξαιρετικά δριμείς στα Γιάννενα με βόρειους και βρειοανατολικούς ανέμους. Το χιόνι είχε μεγάλο ύψος στις πεδιάδες και για δέκα ημέρες η λίμνη καλυπτόταν από τόσο παχύ στρώμα πάγου, που οι χωρικοί τη διέσχιζαν απ΄ όλα τα σημεία της επιφάνειά της. Κατά τα μέσα Μαρτίου, όταν επέστρεψα εδώ από τη Ζάκυνθο, η ψηλότερη κορυφή του Μιτσικέλι ήταν καλυμμένη με χιόνι και η οροσειρά της Πίνδου παρουσίαζε μια διαδοχή από χιονοσκεπείς μάζες. Αυτή την εποχή είδα περισσότερες από μία φορές το θερμόμετρο στο σημείο πήξεως, αλλά και αργότερα, όταν στις αρχές Απριλίου έπεσε χιόνι μέσα στην πόλη με αρκετές ημέρες με πολύ κρύο και θυελλώδη καιρό. Η θερμοκρασία της περιοχής το καλοκαίρι πιστεύω ότι είναι πολύ ψηλή.
[…]
Έχω ήδη αναφέρει την έκταση της λίμνης. Το βάθος της είναι πολύ ασήμαντο και καταλήγει στα άκρα της σε χαμηλό βαλτώδες έδαφος• αυτό του βορείου άκρου προχωράει βόρεια κάτω από τη μεγάλη κορυφή του Μιτσικέλι σε μια άλλη μικρή λίμνη, περίπου έξι μίλια μακριά από την πόλη. Αυτή είναι η βασική έξοδος των νερών από τη λίμνη των Ιωαννίνων• ένα ρυάκι ρέει από αυτήν προς αυτήν την κατεύθυνση και που, αφού περάσει από τη δεύτερη λίμνη, ξαφνικά μπαίνει σ’ ένα υπόγειο πέρασμα κάτω από μερικούς ασβεστολιθικούς λόφους και εμφανίζεται ξανά σε σημαντική απόσταση σαν ένας χείμαρρος που ενώνεται με τον ποταμό Καλαμά. Και κάτι ακόμη μοναδικό: φαίνεται να υπάρχει μια υπόγεια έξοδος νερού από το βορειότερο άκρο της λίμνης κάτω από τον άγριο γκρεμό ενός μεμονωμένου ασβεστολιθικού βράχου. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα που επανεμφανίζεται αυτό το νερό, ίσως όμως σε κάποιο μέρος της χώρας μεταξύ των Ιωαννίνων και του κόλπου της Άρτας. Τα νερά της λίμνης προέρχονται από πηγές και από τους διάφορους ορεινούς χειμάρρους που καταλήγουν σ’ αυτήν.
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτ...
Γη της οδύνης
Μόνο στου Αλή Πασά τα χρόνια, που κάθε τόσο έρχονταν στην πολιτεία μαύρα μαντάτα φωτιάς και χαλασμού, — το Χάρκοβο σήμερα για εκδίκηση της μάνας του της Χάμκως, το Σούλι αύριο γιατί δεν είχε προσκυνήσει, το Γαρδίκι την παράλλη γι’ άλλο λόγο,
μόνο στα δίσεχτα εκείνα χρόνια, όταν στο μεγάλο πλάτανο, στο σταυροδρόμι της Μητρόπολης, κρέμονταν όσα παλικάρια ξακουστά έπεφταν στα χέρια του τυράννου, — ίσια κορμιά, ακόμα και στο θάνατο αλύγιστα,
μόνο στα χρόνια του Αλή Τεπελενλή, όταν Χριστιανοί σάπιζαν αλυσοδεμένοι στα μπουντρούμια, όταν σε ψηλά παλούκια έβλεπες μπηγμένα ανθρώπινα κεφάλια, — αγέρωχα κι αυτά, κι ας ήτανε χωρίς κορμί,
μόνο στα μαύρα χρόνια που στοίχειωσε η Λίμνη γιατί μια νύχτα δίχως άστρα τής έριξαν δεμένες δεκαοχτώ ομορφονιές, — στους απαλούς λαιμούς πούχαν φιλήσει Τούρκων ξαναμμένα χείλη, θηλειές με αγκωνάρια είχαν τότες περαστεί,
μόνο σ’ εκείνα τα σκοτεινά και κρύα χρόνια είχαν ζήσει τα Γιάννενα μέρες σαν ετούτου του Νοέμβρη του 43.Ζούσαν οι άνθρωποι, κυκλοφορούσαν φοβισμένα, κρυφά κι απόκρυφα μιλούσαν μεταξύ τους, μα η σκέψη είχε πετρώσει και δε δούλευε. Η πολιτεία όλη κινιόταν βραδύτερα, μηχανικά, σαν από κεκτημένη ταχύτητα, μα η ψυχή της είχε πεθάνει.
Και πώς να μην πεθάνει η ψυχή της πολιτείας, πώς να δουλεύει η σκέψη όσων την κατοικούσαν!
Τα χαρωπά τραγούδια της λευτεριάς είχαν γίνει μοιρολόγια της συμφοράς. Οι ελπίδες που φούσκωναν τα στήθια είχαν γίνει βάρος-βουνό που πλάκωνε τις καρδιές. Τα μάτια ήταν στεγνά γιατί δεν κλαιν τα μάτια που κοιτάνε με απόγνωση. Το καμάρι για τους ηρωισμούς που ζωντάνευαν ξανά το Σούλι και το Πέτα είχε γίνει επίμονος θρήνος για τους χαμούς.
Κι όλοι ρωτούσαν:
—Γλύτωσε ο δείνα;
—Γλύτωσε ο τάδε;
—Στο πέρα χωριό που κάηκε, πόσοι πρόφτασαν να φύγουν;
Κι οι απαντήσεις έμοιαζαν η μία με την άλλη:
—Λένε ότι σκοτώθηκε.
—Λένε πως τον βρήκαν σκοτωμένο… Μα δεν είναι σίγουρο ότι ήταν αυτός, γιατί ήταν φαγωμένος απ’ τους λύκους και τα όρνια.
Ή αντίθετα:
—Λένε πως γλύτωσε.
—Λένε πως οι κάτοικοι πρόφτασαν οι πιο πολλοί και κρύφτηκαν στα δάση.
Μόνο για τον Αρχηγό, το Ζέρβα, και για μερικά πρωτοπαλίκαρά του, οι φήμες ήταν πιο θετικές: Είχαν γλυτώσει.
Μα και γι’ αυτούς οι φήμες δεν έλεγαν τίποτα παραπάνω. Άλλοι πίστευαν πως κρύβονταν σαν τα τσακάλια στα φαράγγια. Άλλοι πως είχαν φύγει για μακριά, —για την Αθήνα ίσως— να κρυφτούνε σε μέρη που δεν τους ήξεραν. Μια φορά, είχαν εξαφανιστεί. Και τί νάκαναν άλλο! Κυνηγημένοι ήταν, πελεκημένοι, ξαρμάτωτοι, κι ο τόπος πλημμυρισμένος από Γερμανούς κι από ελασίτες… Τί νάκαναν άλλο!
Μα και τί νάκαναν κι οι Γιαννιώτες κι οι άλλοι Ηπειρώτες γύρω τους! Ως τώρα στερούνταν, συχνά βαστούσαν την ανάσα τους, μα καμάρωναν κι έλπιζαν!… έλπιζαν!… Τώρα δεν έμενε να κάνουν άλλο παρά να θρηνούν και να περιμένουν…
Να περιμένουν τί; Το χαμό, ή ένα θαύμα… μόνο ένα θαύμα… Αλλά γίνονται θαύματα όταν είσαι δίχως άρματα κι οι εχθροί σου είναι τ’ ανήμερα θεριά, η φωτιά και το σίδερο;
Όχι, δε γίνονται! φώναζε η πραγματικότητα.
Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Γη της οδύνης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1966, σ. 88-91.
Κώστας Κρυστάλλης, Στα...
«Στα χαλάσματα»
[…] Που να ιδήτε τον Κώστα Θόδωρο εδώ δα, στην Πουβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως που μολόγησαν. Είν’ ενενήντα χρονών άνθρωπος. Αφ’ όντας μικρό παιδί πήρε τον τρουβά και την γκλίτσα στο χέρι του και πάει στα πρόβατα, δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Ξέμαθε ολότελ’ από το χωριό τώρα. Άλλοι του παν το ψωμί, άλλοι του παν την αλλαξιά• όλο στα βουνά του αυτός, στα κλαργιά στους ίσκιους. Το χειμώνα κατεβαίνει στα χειμαδιά της Λάμαρης, πού να ζυγώσ’ εκεί στο χωριό. Ούτε κι από γυναίκα ξέρει ακόμα.
Μια βολά πέρνανε απόξω από τα Γιάννενα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τo ’γινε κολτσίδα για να τον πάρει μια ψίχα στα Γιάννενα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να ιδεί στα Γιάννενα στρούγγες κι αυτός κι μαντριά. Για τσελιγγάτο τα ’χε πάρει στο νου το κι αυτός. Μήνα ρώτησε καμιά βολά για να μάθει; Τί τον έγνοιαζε για να ρωτήσει; Κ’ ύστερα, σαν γέροντας, έλεγε πως τα ξέρει όλα, αφού ήξερε κι ορμήνευε τους μικρότερους για την τσοπάνικη ζωή• και να ρωτήσει τώρα τους μικρότερους για τα Γιάννενα, του ’ρχόνταν ντροπή, ήτον περήφανος. Κι έτσι τα ’πλασε αυτός στο λογισμό του σα μεγάλο τσελιγγάτο. Σα μπήκε στα Γιάννινα κ’ είδε τα ψηλά εκείνα τα σπίτια με τα πολλά παραθύρια, τους δρόμους, τα μπεζεστένια, το παζάρι, τα μαγαζιά, τα κάστρα, τα σαράγια, τον κόσμο, την κίνηση, μαθημένος αυτός από τα χαμηλά του γρέκια, από τη συντροφιά του κοπαδιού κι από την ερημιά του βουνού και του χειμαδιού, έμεινε ολόρθος κι έχασκε σαν αλαλιασμένος. Κ’ ύστερα πόφυγε, τίναξε στο κουμέρκι τον κουρνιαχτό από τα βοϊδοτσάρουχά του, πήρε κ’ ένα λιθάρι κι έριξε πίσω του, και του λέει του Καράλη: «Πίσω μου είσαι, διάτανε• αμ’ που μ’ έφερες εδώ, ωρέ κουμπάρε; πάντεχα που ήμουν πεσμένος μέσα στην κόλαση. Ακόμα βουίζουν τ’ αυτιά μ’ απ’ την αχλαλουή των κολασμένων. Μπα, π’να τους κάψ’ η αστραπή ντε. Μ’τι ήσαν τούτ’ ωρέ Καράλ’! Σα διατάν’ μόμοιαζαν όλοι ντυμέν’ έτσι. Σαν εκείνους π’γλέπω τ’ Λαμπρή στ’ν Αγιά-Παρασκευή στ’ν εκκλησιά, πόχουν ζουγραφισμέν’ την κόλασ’. Κι εκείν’ οι δρόμ’, κι εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ’, φύλαξέ με!» Κι έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πως ζαν έτσ’ απανουτοί, πως παίρνουν αέρα!» Έλεγε. Ο Καράλης γέλασε, τι να ’κανε. Τώρ’ αν τον ρωτήσεις τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννενα: «Φεύγα, γιε μ’, θα σου πη, από δαύτα, μη μπεις εκεί μέσα τι θα πεθάν’ς. Μια ψίχα μπήκα γω μέσα μια βολά όλ’ όλ στη ζωή μ’ και πήγε να με πιαστεί η ανάσα. Φεύγ’ από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Σταν’ και πάλε στάν’.» […]
Κώστας Κρυστάλλης, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005.
Κώστας Κρυστάλλης, Προ...
Προπέρσινα Χριστούγεννα
(Φιλική γραφή από τα Γιάννινα)«Νυχτών’ η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς – θυμάσαι, τα στενά και τα σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από δω από την πόλη και από τα χωριά έξω. Η Καλούτσασμη σήμερα, η Λούτσα, οι Καμάρες, το Κουρμανιό, η Σκάλα, το Σταυροπάζαρο, ο Πλάτανος, τα Γάλατα, όλα είν’ έρμα κι άλαλα σήμερα. Τα γυναικόπαιδα μοναχά της φτωχολογιάς σωριασμένα στριμώνονται στα παραπόρτια των Ελεών. Καρτερούν το μικρό το χριστουγεννιάτικο μοίρασμα. Κ’ η βροχή που απ’ την αυγή ασταμάτητη πέφτει με το δρυμόνι, δέρνει τα ασκέπαστα τα κεφάλια τους, κι από τα τρυπημένα τους ρούχα χώνεται ως μέσα στα ζάρκα κορμιά τους και τα καταποντιάζει. Τα δύστυχα! … Αραδαργιά στο παζάρι οι αργαστηριαρέοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, χωρίς δουλειά, κι άλλοι με σκεφτά τα κεφάλια, λες κι ακαρτερούν βοήθεια από τον ουρανό. Μα ο ουρανός ρίχνει τη συγκρατούμενη βροχή του σκεπασμένος πέρα ως πέρ’ από σύγνεφα. Επελάγωσαν οι δρόμοι μας όλοι, μούσκεψαν οι τοίχοι κ’ οι σκεπές των σπιτιών. Νοτίζουν όλα τα πράγματά μας. Και μια μεγάλη υγρασία, που περνάει τη σάρκα μας ως το κόκκαλο, μας εζάρωσε ολότελα. Τα βουνά πέρα είναι τυλιγμένα σε μπόρα και δεν φαίνονται. Βρέχ’ εδώ και χιονίζει εκεί.
Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κ’ οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Οι εκκλησιές είναι κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κ’ οι παπάδες. Οι αυλές και τα κατώφλια εχορτάργιασαν. Οι αράχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παράθυρα. Μέσα σκουριάζουν άπλυτα τα πολύφωτα κ’ οι κηροστάτες, μουχλιάζουν σε εικόνες, ιδρώνουν νοτιά οι τοίχοι κ’ οι μεσιανοί οι στύλοι, παγώνει το λάδι στα σβηστά ασημοκάνδηλα και τα δισκοπότηρα μένουν δίχως μεταλαβιά απάνου στην Προσκομιδή και στην Άγια Τράπεζα.
Ξέρεις το μοιρολόι της Πόλης, όταν την έπαιρνε ο Τούρκος. Σ’ άκουσα πολλές φορές να το λες όξω που βγαίναμε τις ηλιοφανιές κι έβλεπα να νοτίζουν από δάκρυα τα ματόφυλλά του όντας έλεες και ξανάλεες με θλιβερό σκοπό το πικρό γύρισμά του: «Κλάψτε μωρέ, καημένοι χριστιανοί». Ήρθε καιρός τώρα οπού το μοιρολόι και τ’ απόφωνο τούτο το λέμε και το ξαναλέμε εδώ οι Χριστιανοί όλοι. Το λέμε και κλαίμε όλοι με πυρωμένα δάκρυα.
Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είναι πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα.
Όσο σφίγγει το σκοτάδι, τόσο απλώνεται η ερμιά στην πόλη μας. Ως πόφτακεν ώρα όπου τα Γιάννενα όμοιαζαν κοιμητήρι, κι ας ήμασταν ζωντανοί όλοι στα σπίτια μας, κι ας ήμασταν ξύπνιγοι όλοι. Νεκρίλα μωρέ αδερφέ, νεκρίλα απέραντη η νυχτιά τούτη. Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου οι σταλαματιές κ’ οι κάναλες των κεραμιδιών, και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπατη και του καρακολιού.
Είχαν σκολάσ’ οι νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ’ ασπρίσματα των σπιτιών τους κι έλαμπαν τούτ’ από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά της σπιτομάνας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων. Έκαιγε στην εστιά η φωτιά η Χριστουγεννιάτικη, καμωμένη από τετραπάνωτα σύδαυλα κι εζέστανε το σπίτι όλο. Είχαμεν γευτεί τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και συμμαζωγμένοι γύρα της όλοι, από τα παιδιά ως τους γέρους, εκαρτερούσαμεν τα Χριστούγεννα. Του κάκου εκατερούσαμεν τα Χριστούγεννα. Του κάκου αγρυπνούσαμαν. Χριστός δεν εγεννιόταν για εμάς την νύκτα τούτη. Κι αν γεννιόνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βουλετό να δούμε ποτέ τ’ αστέρι που το ’δειξε μια φορά στους Μάγους.
Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν κ’ οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Οι εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα εικονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας.
«Κλάψτε, μωρέ καημένοι χριστιανοί!»
Έχουν περάσει τα μεσάνυχτα. Η ίδια νεκρίλα στην πόλη μας. Η ίδια κουβέντα στα σπίτια, για το κλείσιμο των εκκλησιών. Και λέγουν ανάμεσα πως κάπου κρυφοσυνάζονται και κρυφοσυντάζονται για ταραχές την αυγή. Τα μικρά τα παιδιά ξεδειλιασμέν’ από τη φωτιά κι αποσταμέν’ από τα παιγνίδια, αποκοιμιόνταν ένα-ένα στα γόνατα των γονιών τους, εκεί παραστιάς.
Ήρθεν η ώρα του όρθρου. Εβουβαθήκαμεν μονοκοπανιάς όλοι. Λόγος δεν έσκαε τότε στα χείλια μας. Εμείναμε ασάλευτοι κι ακαρτερούσαμε μήπως ακούσωμε σήμαντρο πουθενά ή κράχτην. Ξέρεις τι ώρα γιομάτη μυστήριο ιερό και θρησκευτικό γήτεμα είναι τούτη που ακαρτεράς άγρυπνος τόση νυκτιά ν’ ακούσεις να ’ρχεται ο κράχτης στη γειτονιά σου, χτυπώντας παντού στες αυλόπορτες το βροντερό εκείνο μπαμ-μπαμ-μπαμ! Με το ξύλινο το τσοκάνι του. Πετιέσαι τότες όξω στην κρεβάτα σου ή στο παραθύρι κι ακούς να τρικυμίζουν τον αγέρα και τα σκοτάδια οι γλυκύτατοι και μαγικοί ήχοι του σημαντριού, ποιοι μακρινοί και ποιοι κοντινοί. Και βλέπεις τότε ν’ ανοίγουν πόρτες και να γιομόζουν οι δρόμοι από κόσμον, όπου πηγαίνουν ν’ ακούσουν στην εκκλησιά τα Χριστούγεννα.
Συνηθισμένος απ’ αυτά, σαν εκαρτέρεσα βουβός τόσην ώρα και δεν ακουρμάστηκα πουθενά κράχτην απετάχτηκα στην κρεβάτα. Πίσσα το σκοτάδι όξω και το κρύο φαρμακερό. Στηλώνω τ’ αυτί κι ακαρτερώ κι εκεί ολόρθος ωσάν μαρμαρωμένος. Δεν άκουσα τίποτε ο μαύρος. Ως που μ’ ανάγκασαν οι φωνές της μανούλας μου να μπω μέσα να μην παγώσω.
— Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσεις αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για μας φέτο.
Κι εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά:
— Κλάψτε, μωρά καημένοι χριστιανοί!
Κι ένιωσα να νοτίζει δάκρυ τα ματόφυλλά μου.
Εξημέρωσεν. Η δέηση έγινε μπροστά στα κονίσματα των σπιτιών μας. Εγώ έψαλα το «η Γέννησίς σου Χριστέ».
Κι ανάρια ανάρια εβγαίναμε από τα σπίτια να μάθουμε κάνα καινούριο χαμπέρι. Κανένας δεν ήξερε τίποτε. Όλων οι όψες οι ξαγρυπνισμένες και κατσουφιασμένες από την θλίψη έμοιαζαν το μισοσυγνεφιασμένον κι αγέλαστον ουρανό μας.
Τρέχουμε στη Μητρόπολη. Κι εκεί τίποτε δεν ηξέρουν.
Ο Δεσπότης ορμηνεύ’ ησυχία κ’ υπομονή. Η υπομονή ήταν μεγάλη μέσ’ στην καρδιά μας, μα η ησυχία που καταΐσκιωνε σαν θείο χέρι ως τώρα τα γαληνεμένα μας στήθια, άρχισε να τραβιέται απάνου και ν’ αφανίζεται σαν την αντάρα της λίμνης μας την πρωινή, κι ο βοριάς της στέρησης της εκκλησιάς άρχιζε ν’ αναταράζει τα βάθητά μας.
— Πώς θα περάσουμε χωρίς εκκλησιά τέτοιες μέρες.
Αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι αυτός ο λόγος άναφτε μέσα στα σπλάχνα μας. Οι Τούρκοι είχαν γίν’ άφαντοι την αυγή τούτη. Εφοβήθηκαν από ταραχές. Γιατί κι όλοι μας δεν εκαρτερούσαμεν, παρά ταραχές.
— Τα χωριά δε θα λα το νταγιαντίσουν.
Έλεγαν άλλοι.
— Εκκλησιά πουθενά δε θα λ’ ανοίξει με το στανιό, αν είμεστε Χριστιανοί κι αν έχουμε Πατριάρχην.
— Τα χωριά αρματωμένα θα ’ρθουν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίζουν.
— Από την Πόλη θα λ’ αρχινήσει ο χαλασμός, αν θα λ’ αρχινήσει.
Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ώσπου σίμωσε το γιόμα. Κι όλοι μας δεν καρτερούσαμε πλια τώρα παρά χαλασμό.
Επεινάσαμαν κι αλειτούργητοι οι μαύροι εστρώσαμαν το γιόμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι εμείς νύχτα, σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωί. Φέτο, όπου δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας τη νύχτ’ απ’ ώρα σ’ ώρα, τον σήμαντρο και τον κράχτη. Κι από την αγρύπνια αυτή μας εγένονταν αγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας.
Έξαφνα, μέσ’ στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.
— Κάτι κακό θα ’ρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στο στόμα του.
— Χριστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάνα.
Εμείς και τα παιδιά επανιάσαμαν.
Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους.
Πετιούμαστε με τον πατέρα στο δρόμο να μάθουμε.
Όλ’ έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται.
— Ανοίγουν οι εκκλησιές, μας λέγουν.
— Και πως ανοίγουν; Με το στανιό;
— Μωρ’ τι με το στανιό, που νικήσαμαν! Πήραμαν τα προνόμια.
— Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια!
Πήραμαν τα προνόμια!…
Τώρα αυτός ο λόγος επέταε στα στόματα όλων κι όλοι ετρέχαμαν κατά τη Μητρόπολη! Εκεί ηύραμαν ολάνοιχτες της εκκλησιάς τες πόρτες κι αναμμένα τα καντήλια και τα πολύφωτα και τους κηροστάτες. Είχε γιομίσει κόσμον η εκκλησιά και μέσα και στην αυλή ακόμα. Οι εικόνες δεν επρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζει απάνου. Ξεσυννέφιασαν και οι όψες των χριστιανών, όπ’ έλαμπαν τώρα χαρούμενες κι αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα. Και μέσ’ από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη:
— Θε μου, δώσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνει από ολούθε νικήτρια, δώσε κι εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμιά μέρα οι αμαρτίες μας κι ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ’ άστρο».
Την φιλική τούτη γραφή ανοίγοντάς σας σήμερα ελεύθερα εβουλήθηκα να σας γυρίσω μ’ αυτήν δυο χρόνια πίσω, να σας γυρίσω με τον νου στα Χριστούγεννα της μαυρισμένης χρονιάς με το κλείσιμο των εκκλησιών.
Δάκρυσ’ αλήθεια διαβάζοντας τότες του φίλου μου τη γραφή και γέρνοντας κι εγώ κατά τον ουρανό τα μάτια εδεήθηκα τέτοια:
Δώσε, Θεέ, δύναμη της εκκλησιάς μας να βγαίνει απ’ ολούθε νικήτρα• όμως δώσε και κάθε τόσο τέτοιες στον τόπο μας ταραχές, για να ξυπνάν κάπου κάπου τα σαπημένα μας αίματα και για να ξεσκουργιάζει η πατσαβουργιασμένη μας καρδιά• μπέλκιμ και βγούνε καμιά βολά για καλύτερο.
(1892)
Ιωάννης Ν. Νικολαΐδης,...
Τα Γιάννινα του Μεσοπολέμου
[αποσπάσματα]Όταν στις 6 Οκτωβρίου του 1912 άρχισε ο πόλεμος με την Τουρκία, οι καρδιές των Ηπειρωτών σταμάτησαν για μια στιγμή να χτυπούν, λες κι είχε κοπεί ο χρόνος στα δυο• οι αιώνες ακούμπησαν ν’ αφουγκραστούν τα ηχηρά βήματα της ιστορίας που άρχισε να γράφεται, ύστερα τα στήθη φούσκωσαν από περηφάνια, λαχτάρα κι ελπίδα, ο δρόμος ήταν ανηφορικός, κακοτοπιές δύσβατες, δεν θάφηνε εύκολα ο Τούρκος τη λεία που κρατούσε στα γαμψά νύχια του επί αιώνες, ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει και να πεθάνει πάνω στα τρομερά οχυρά που του είχαν σχεδιάσει οι Γερμανοί σύμμαχοί του, ο πόθος του Ρωμιού έπρεπε να εκδηλώνεται σιωπηρά, να μη δίνει αφορμές στον τύραννο, είχαν ήδη κρεμάσει τις πρώτες μέρες του πολέμου 4 Έλληνες φυλακισμένους αγωνιστές, δεν κατάφεραν αυτή τη φορά να σκορπίσουν το φόβο, γιγάντωσαν αντίθετα το μίσος των ραγιάδων, που ρίχτηκαν στον αγώνα για να βοηθήσουν το στρατό στις επιχειρήσεις του. Σύνδεσμοι έφευγαν κρυφά από τα Γιάννινα, άλλοι έρχονταν, περνούσαν από μονοπάτια άγνωστα, από βουνοκορφές απάτητες, το σπίτι του Ιωάννη Λάππα, γραμματέα και μεταφραστή του Γαλλικού υποπροξενείου, είχε γίνει το μυστικό κέντρο πληροφοριών, εκεί κρυπτογραφούσαν και αποκρυπτογραφούσαν τα μηνύματα που έστελναν κι έπαιρναν, ο αγώνας ήταν σκληρός και φονικός, η κάθε μέρα όμως έφερνε κι ένα βήμα μπροστά το στρατό μας, το μεγάλο χτύπημα ετοιμαζόταν να δοθεί.
Η πόλη περνούσε μέρες εφιαλτικές. Πείνα, αρρώστιες, κρεμάλες, δυστυχία. Και πάνω απ’ όλα ο φόβος. Οι Έλληνες καταλάβαιναν πως το θηρίο ψυχορραγούσε, κι ας κρατούσε ακόμα το Μπιζάνι, όμως οι τελευταίοι σπασμοί του ήξεραν πως ήταν οι πιο επικίνδυνοι. Να φύγουν προς τα χωριά δεν μπορούσαν, τα Γιάννινα ήταν αποκλεισμένα από παντού. Έπειτα η ύπαιθρος είχε τα δικά της βάσανα. Οι Τούρκοι και οι Αρβανίτες, όσοι είχαν μείνει μετά τις ομαδικές λιποταξίες, ρήμαζαν τον τόπο, έπαιρναν τη μπουκιά από το στόμα των ανθρώπων, βασάνιζαν, τυραννούσαν, έκαιγαν σπίτια, χωριά ολόκληρα, ο θηριώδης Μπεκίρ αγάς που κυνηγούσε τους αντάρτες του Καραγιώργου στο Ζαγόρι, δεν άφηνε τίποτε όρθιο, το σπίτι του Πέτρου στο χωριό είχε γίνει ρημαδιό, από την αρπαγή και τη φωτιά που το αποτέλειωσε, το σπίτι της γυναίκας του έμεινε όρθιο, ήταν θαύμα πώς γλύτωσε, όπως και νάναι το Ζαγόρι είχε πληρώσει τότε —το ίδιο και με τους Γερμανούς αργότερα— βαρύ φόρο στον αγώνα της λευτεριάς…
Κι ήρθε η ώρα που το Μπιζάνι έπεσε. Όχι όπως όλοι φαντάζονταν πως θα γίνει, αλλά με στρατηγικό ελιγμό που ξεγέλασε τους Τούρκους. Οι Έλληνες χτύπησαν εκεί που δεν τους περίμεναν και νάτος ο Βελισσάριος έξω από τα Γιάννινα και το Μπιζάνι να στέκεται ολόρθο κι άπαρτο. Ο Εσσάτ πασάς, άξιος ηγέτης, συμμαθητής του Κωνσταντίνου στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, άνθρωπος με σύνεση και ικανότητες να ερμηνεύει σωστά την κατάσταση, παραδέχτηκε την ήττα του και πήρε μέτρα να μη καταστραφεί από τα λείψανα του τουρκικού στρατού η πόλη, ίσως να μίλησε μέσα του το ελληνικό αίμα που έτρεχε στις φλέβες του, από χωριού του Ζαγοριού έλεγαν πως καταγόταν. Τη νύχτα της 20ής Φεβρουαρίου, με τη μεσολάβηση των προξένων, υπογράφτηκαν στο στρατηγείο του Κωνσταντίνου τα χαρτιά της παράδοσης, κι όλα τελείωσαν. Τα Γιάννινα ήταν ελεύθερα!
Τί έγινε όταν ξημέρωσε η αγία και αλησμόνητος αυγή της 21ης Φεβρουαρίου… ούτε καμμία πέννα ειμπορεί να ζωγραφίσει, ούτε κανένας άνθρωπος να διηγηθεί, ούτε καμμία μνήμη να συγκρατήσει, έγραφε ο Γ. Χατζής στην εφημερίδα του. Μία ουρανομήκης κραυγή υψώθη ως τα πόδια των ουρανών, πάνδημος και μυριόστομος. Αυτό τα λέει όλα. Με κέντρο την πλατεία της πόλης, μπροστά από το παλιό Διοικητήριο, όπου σήμερα είναι το Δημαρχείο, δεν απόμεινε γωνιά της πόλης που να μη γιορτάσει, με κάθε είδους εκδηλώσεις την λαμπροφόρον ημέραν της εγέρσεως. Γιατί, στ’ αλήθεια, αυτή τη χειμωνιάτικη μέρα, που μοσχοβολούσε άνοιξη, για να ταιριάξει με τις καρδιές των ανθρώπων, την Ανάσταση γιόρταζαν.
Το πανηγύρι δεν τέλειωσε με τον ερχομό της νύχτας, συνεχίστηκε ως το πρωί, μ’ όλα τα σπίτια ανοιχτά να καλοδέχονται και να φιλεύουν, μ’ ό,τι είχε απομείνει από την πεντάμηνη πολιορκία, τους ελευθερωτές αξιωματικούς και στρατιώτες, χωρίς διακρίσεις. Όταν ξημέρωσε όλοι πάλι βρίσκονταν στο πόδι, για να υποδεχτούν το νικητή Διάδοχο, αναταραζόταν από αγαλλίαση ο Μιχαήλ Γεωργίου στο μνήμα του, ο νουνός του Δημήτρη, θα του δώσω και το όνομα του Κωνσταντίνου, επέμενε, έχω την προαίσθηση πως αυτός θα μας φέρει τη λευτεριά. Κάποιος, το είχε τάξει στον πατέρα του, πήγε στο νεκροταφείο την πρώτη ελεύθερη μέρα, γονάτισε στον τάφο του, κι έριξε δυο τουφεκιές στον αέρα, Σήκω πατέρα, φώναξε, ήρθαν οι Έλληνες. Σίγουρα ο θείος Δημήτρης, ο Μιχαήλ Γεωργίου, κι όσοι είχαν κοιμηθεί με την ελπίδα της Ανάστασης των ψυχών και της Πατρίδας, άκουσαν το χαρμόσυνο άγγελμα κι αντάμωσαν εκεί ψηλά στους ουρανούς για να γιορτάσουν με το δικό τους τρόπο.
Θυμάται την υποδοχή του Κωνσταντίνου ο Πέτρος και τη δοξολογία στη Μητρόπολη, λίγες μέρες εξάλλου είχαν περάσει, κι ανατριχιάζει. Ακόμα δεν μπορεί να πιστέψει πώς το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα. Γιάννινα ωραία με το αιματοβαμμένο μέτωπον… είστε ελεύθερα και γελούμενα… Εχαμογέλασαν τέλος πάντων και τα ιδικά σας χείλη, διάβαζε ο Πέτρος το άρθρο του Χατζή και δε χόρταινε. Δάκρυα χαράς κύλησαν, από τα μάτια του. Τέλειωσε το πρωινό κι ετοιμάστηκε να κατέβει στο μαγαζί. Πολλές δουλειές τον περίμεναν εκεί και δεν ήταν μόνο δικές του…
[…]
Στο μαγαζί που κατέβηκε ο Πέτρος λίγο αργότερα εκείνη τη μέρα, βρήκε μια κίνηση ασυνήθιστη. Κόσμος πολύς ψώνιζε με κάποια νευρικότητα, σα να βιαζόταν, ρώτησε τον πεθερό του, τον κρατούσε ακόμα επικεφαλής του προσωπικού, παρά τα γηρατειά του, είχε γίνει ένα με το μαγαζί ο γέρος, ούτε αυτός γνώριζε την αιτία της συρροής τόσου κόσμου, είχε πάρει όμως τ’ αυτί του την κουβέντα δυο πελατών πως θ’ ακρίβαιναν τα είδη από την άλλη μέρα• ο Νεοκλής, ο πιο έμπιστος από τους υπαλλήλους, δεξί χέρι του Πέτρου, ήρθε κοντά τους και πρότεινε να μην βγάλουν άλλες ποσότητες τροφίμων από τις αποθήκες, εξάλλου δεν είχαν απομείνει και πολλά, εξαιτίας της πολύμηνης πολιορκίας• ευτυχώς το μαγαζί, καλά ασφαλισμένο με σιδερένιες πόρτες, δεν είχε παραβιαστεί από τα υποχωρούντα κατάλοιπα του τουρκικού στρατού, όπως άλλα• όχι, απάντησε ο Πέτρος, φέρτε όλα όσα έχουμε, να ψωνίσει ο κόσμος, έχει στερηθεί από τον πόλεμο τ’ αγαθά να μην του τα στερήσουμε και μεις για να κερδίσουμε δυο δεκάρες παραπάνω, θα φέρουμε εμπόρευμα, οι δρόμοι κι οι θάλασσες είναι ανοιχτές. Ο Πέτρος σιχαινόταν την κερδοσκοπία, από το μακαρίτη θείο του είχε κληρονομήσει την αρετή αυτή, έγνοια είχε για τα μαγαζιά του στις άλλες πόλεις, προπαντός σ’ εκείνο του Αργυροκάστρου, οι Αρβανίτες, πριν φτάσει ο ελληνικός στρατός, το είχαν αδειάσει, έπρεπε μια μέρα να πεταχτεί εκεί πάνω να το φροντίσει.
Αναστάτωση είχε δημιουργηθεί στην αγορά και με τη χρήση των τουρκικών νομισμάτων, ο καθένας τα μετέτρεπε σε δραχμές κατά τη δική του εκτίμηση. Ύστερα ήταν και οι χωρικοί, που ασυνήθιστοι από δραχμές, ζητούσαν μόνο γρόσια για την πώληση των προϊόντων τους. Με όσα είχαν υποφέρει δεν ήταν ακόμα σίγουροι αν το ρωμέικο είχε στεριωθεί για να προτιμήσουν τις δραχμές, τί θα τις έκαναν αν τυχόν και ξαναγύριζαν οι Τούρκοι; Ο Πέτρος ήταν αμετάπειστος στο θέμα των συναλλαγών. Είχε πει στους υπαλλήλους μόνο δραχμές να παίρνουν από τους πελάτες, αν δεν είχαν έπρεπε ν’ αλλάξουν τα γρόσια με δραχμές, δεν ήταν και τόσο δύσκολο, μόνο σε μεγάλη ανάγκη θάπαιρναν τουρκικά νομίσματα. Την ίδια μέρα, το βράδυ, έγινε συζήτηση, και στη συνέλευση του ισναφιού και πήραν συλλογική απόφαση, σύμφωνα με την πρόταση του Πέτρου.
Σαν κεραυνός έπεσε στα Γιάνινα, όπως και σ’ όλη την Ελλάδα, η είδηση της δολοφονίας, στις 5 Μαρτίου, του βασιλιά Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, από κάποιον μισότρελο έλληνα δάσκαλο, έλεγαν πως ήταν όργανο των Αυστριακών. Ο Γεώργιος, που τον περίμεναν να έρθει και στα Γιάννινα, έμενε στη Θεσσαλονίκη για να συμβολίζει την εθνική κυριαρχία στη Μακεδονική πρωτεύουσα, που την εποφθαλμιούσαν οι Βούλγαροι, δεν μπορούσαν να το χωνέψουν πώς την είχαν χάσει. Η αγγελία της δολοφονίας σήμανε συναγερμό για τους Γιαννιώτες. Έτρεξαν κατά χιλιάδες στο αρχοντικό του Α. Σακελλαρίου, όπου βρισκόταν ο Διάδοχος, (ο Κωνσταντίνος με τους άλλους πρίγκιπες φιλοξενούνταν μόνιμα στο αρχοντικό του Λέανδρου Μίσιου, στην οδό Ασωπίου, που σώζεται ως τις μέρες μας) για να συμπαρασταθούν στο πένθος και να εκδηλώσουν την αφοσίωσή τους στο νέο βασιλιά. Ο Πέτρος ήταν από τους πρώτους που βρέθηκαν εκεί. Δεν θα λησμονήσει ποτέ το θέαμα που είχε αντικρύσει. Ο Κωνσταντίνος στημένος στο κεφαλόσκαλο του αρχοντικού, κάτωχρος, με φανερά τα σημάδια της συγκίνησης, παρά την προσπάθεια που κατέβαλε να συγκρατηθεί, κοίταζε άφωνος το συγκεντρωμένο πλήθος που συμμεριζόταν το πένθος του. Ύστερα άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες και τότε ακούστηκε η βροντερή φωνή του υποστράτηγου Π. Δαγκλή: Ζήτω ο νέος βασιλεύς μας Κωνσταντίνος, που συνοδεύτηκε από μια μυριόστομη φωνή του συγκεντρωμένου πλήθους Ζήτω ο βασιλεύς. Ήταν οι τελευταίες ώρες της παραμονής του Κωνσταντίνου στα Γιάννινα. Στις 10 π.μ., περνώντας από τους δρόμους μιας πόλης που πενθούσε, έφυγε για την Αθήνα, να ορκιστεί. Την ίδια μέρα, απηύθυνε διάγγελμα, στο στρατό, να τον συγχαρεί για τις νίκες του και να τον καλέσει να σταθεί στο πλευρό του. Προς τον Στρατόν μου άρχιζε κι εκείνο το μου που υποδήλωνε σχέση ιδιοκτησίας, σχολιάστηκε από τους θαυμαστές του Βενιζέλου. Δεν χτύπησε καλά στ’ αυτιά τους.
Η μουσουλμανική κοινότητα των Γιαννίνων, Τούρκοι και Αλβανοί, καθώς και Εβραίοι, οι πρώτοι στο τζαμί του Ναμάζ Γκιάχ, Αναματζάι τόλεγαν οι Γιαννιώτες, όπου η σημερινή Νομαρχία, χτισμένο πάνω στην παλιά εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, και οι δεύτεροι στη συναγωγή τους στο Κάστρο, έσπευσαν να οργανώσουν δοξολογίες για να τιμήσουν το νέο βασιλιά και να ευχηθούν για μακροημέρευση και επιτυχία του έργου του. Στις 7 Μαρτίου, έφτασαν καλά μηνύματα και από την προέλαση του Στρατού στη Β. Ήπειρο. Το Τεπελένι είχε καταληφθεί και οι Έλληνες έσπευσαν να πανηγυρίσουν το γεγονός. Το ίδιο θάκαναν εικοσιεφτά χρόνια αργότερα, όταν στα ίδια μέρη, τα ποτισμένα με άφθονο ελληνικό αίμα, οι Έλληνες κυνηγούσαν τους Ιταλούς και χάριζαν για τρίτη φορά τη λευτεριά στη Β. Ήπειρο.
[…]
Ο πόλεμος από την άλλη μεριά είχε ανοίξει πολλές πληγές, που έπρεπε να επουλωθούν. Η πόλη κινδύνευε από επιδημίες. Τα σκουπίδια την είχαν κατακλύσει, παλιά ρούχα τούρκων στρατιωτών ήταν σκορπισμένα παντού, μαζί μ’ αυτά πτώματα εχθρών που σκοτώθηκαν ή υπέκυψαν στα τραύματά τους αβοήθητοι, αμέτρητα κουφάρια ζώων, η πόλη μύριζε πτωμαΐνη, έπρεπε το γρηγορότερο να καθαριστεί. Ο τύπος έκανε εκκλήσεις καθημερινά, οι υγειονομικές αρχές έστελναν συνεργεία σ’ όλη την πόλη, έριχναν ασβέστη στα πτώματα, έκαναν ελέγχους στα νερά των πηγαδιών, τα περισσότερα βρέθηκαν ακάθαρτα• όσοι μπορούσαν αγόραζαν νερό από τη Ντραμπάτοβα, σε μικρά βαρελάκια, οι άλλοι, αν δεν ήταν σίγουροι το έβραζαν, με πολύ κόπο η πόλη απαλλασσόταν σιγά-σιγά από τις εστίες κινδύνου. Μπήκαν όλα σε κάποιο έλεγχο, η προσαρμογή των κατοίκων στις καινούριες συνθήκες αργούσε αλλά σημείωνε σταθερή πρόοδο. Θάταν ακόμα πιο γρήγορη αν βοηθούσε περισσότερο κι ο απελευθερωτής στρατός. Δυστυχώς, ένα μέρος του πίστευε πως είχε δικαιώματα πάνω στους πρώην υπόδουλους και συμπεριφερόταν κάποτε με τρόπο ανάρμοστο, που δεν απείχε και πολύ από τις μεθόδους της τουρκικής εξουσίας. Μάλιστα μερικοί δημιουργούσαν και επεισόδια, που είχαν δυσμενή αντίκτυπο στην κοινωνία της πόλης. Κάποια μέρα μια ομάδα στρατιωτών, με επικεφαλής αξιωματικό, μπήκε στο μαγαζί του Πέτρου και με τρόπο αυταρχικό αξίωνε να τους προμηθεύσει τρόφιμα που δεν υπήρχαν στο μαγαζί, δεν τα είχαν αντικαταστήσει ακόμα. Οι απελευθερωτές σχημάτισαν τη γνώμη πως σκόπιμα τα έκρυβαν και αναστάτωσαν το μαγαζί προσπαθώντας να ανακαλύψουν πού ήταν τα κρυμμένα. Δεν βρήκαν τίποτα και αντί να ζητήσουν συγγνώμη και να φύγουν, άρχισαν να κορδακίζονται και να αυτοεπαινούνται, ότι αυτοί είχαν φέρει τη λευτεριά στα Γιάννινα κι έπρεπε όλοι να το καταλάβουν. Ο Πέτρος δεν άντεξε. Κατέβηκε από το γραφείο του, στάθηκε μπροστά στον αξιωματικό, άκου, του λέει, το καλό που σου θέλω, όσο βρίσκεσαι σ’ αυτή την πόλη, να μην κοκορεύεσαι για το ό,τι έκανες. Να μάθεις πρώτα την ιστορία της, την προσφορά της στους απελευθερωτικούς αγώνες, στα γράμματα, την κοινωνική πρόνοια και τόσα άλλα, κι ύστερα να μιλάς. Μπορεί εσύ να πολέμησες στο Μπιζάνι τέσσερις μήνες, εμείς όμως οι σκλάβοι, εδώ μέσα, αγωνιστήκαμε χρόνια και χρόνια, με το κεφάλι στο ντουρβά, για να προετοιμάσουμε το έδαφος νάρθετε εσείς, τ’ αδέρφια μας. Και τώρα συμπεριφέρεσαι σε μας σα να εξακολουθούμε να είμαστε δούλοι. Ντροπή σου!. Ο άλλος έσκυψε το κεφάλι, μάζεψε τους άντρες του κι έφυγε αμίλητος. […]
Νικολαΐδης Ν. Ιωάννης, Τα Γιάννινα του μεσοπολέμου, Τόμος Α’, Ιωάννινα, 1992, σ. 30-38.
Χριστόφορος Μηλιώνης, ...
Πατριωτισμοί στα Γιάννενα
Περίεργο: από τα μαθητικά μου χρόνια στα Γιάννενα, δε θυμάμαι τις γιορτές για την 28η Οκτωβρίου, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά για την απελευθέρωση της πόλης. Ίσως, επειδή δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από τα γεγονότα του πολέμου στην Αλβανία και δεν είχαν προλάβει ακόμη να γίνουν μύθος, ενώ είχαν περάσει κιόλας σαράντα χρόνια από την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, το 1913.
Θυμάμαι λοιπόν τις παρελάσεις στην πλατεία, στις 21 Φεβρουαρίου, όλο ερωτισμό, με την Άνοιξη να στέλνει τις πρώτες φουσκοδεντριές στις φλαμουριές του Κουραμπά και στα πλατάνια του Μώλου, και τις μαθήτριες με τις μαύρες ποδιές, να φλυαρούν ξαναμμένες. Λόγοι στη γιορτή του σχολείου, που κανείς μας δεν τους άκουγε, και τραγούδια, που τα συνόδευε ο συμμαθητής μας, ο Στέφανος Σταμάτης, με το βιολί:
«Τα πήραμε τα Γιάννενα, μάτια πολλά το λένε οπού γελούν και κλαίνε».
Είχα προσέξει πάντως ότι το μόνο που κάπως μας συγκινούσε, κι εμένα και τους άλλους μαθητές, ήταν η αναφορά στο Μπιζάνι, που βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη, και τα υψώματά του τ’ αγναντεύαμε από το Βελισσάριο. Αλλά ποτέ δεν μας πήγαιναν εκδρομή πέρα από την Κιάφα, επειδή παραέξω έβραζε τότε ο Εμφύλιος. Όσο για το Βελισσάριο, το λόφο στην είσοδο των Ιωαννίνων, όπου πηγαίναμε για βόλτα ή για διάβασμα στο γρασίδι, με τη λιακάδα, κι αυτός κάτι μας έλεγε, αλλά μας μπέρδευε η συνωνυμία με τον βυζαντινό στρατηγό του Ιουστινιανού, με τον οποίο βέβαια δεν είχε καμία σχέση. Λίγοι από μας ξέρανε ότι ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Έλληνα αξιωματικού του 1912-13, του Βελισσαρίου, που παρέκαμψε την αντίσταση του Μπιζανίου και της Μανωλιάσσας, προχώρησε αριστερά στο διάσελο του Αγίου Νικολάου, το βρήκε αφύλαχτο κι έφτασε με το σώμα του στην άκρη των Ιωαννίνων. Ο Εσσάτ-πασάς, ο Τούρκος Φρούραχος, αιφνιδιάστηκε και παρέδωσε την πόλη. Κι ο Βελισσάριος, που είχε ενεργήσει αστόχαστα και χωρίς διαταγή, γλίτωσε το στρατοδικείο. Αλλά φαίνεται πως τα μεγάλα κατορθώματα μόνο οι αστόχαστοι τα πετυχαίνουν. Το ίδιο έγινε κι αργότερα, το 1940, με τον Μέραρχο της 8ης Μεραρχίας, τον Κατσιμήτρο, που αντί να συμπτυχθεί στο Μακρυνόρος, όπως του είχε ορίσει το Γενικό Επιτελείο, περίμενε τους Ιταλούς στο Καλπάκι και τους έστειλε στον αγύριστο.
Μαθητική εκδρομή στο Μπιζάνι πήγαμε μονάχα το 1950, όταν είχε τελειώσει πια ο Εμφύλιος κι εγώ τελείωνα τη Ζωσιμαία Σχολή. Πήγαμε και στο Εμίν Αγά, όπου, καθώς είπε στο λόγο που μας έβγαλε ο Γυμνασιάρχης, είχε το Στρατηγείο του ο Στρατηλάτης, δηλαδή ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος ο ΙΒ΄, που λίγο αργότερα ανακηρύχτηκε βασιλεύς των Ελλήνων μέσα στα Γιάννενα, στο σπίτι του Λάππα, όταν στη Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε ο Γεώργιος.
Αυτόν τον Κωνσταντίνο, τον ήξερα πιο πολύ από μια κορνιζαρισμένη ελαιογραφία του Γιαννιώτη ζωγράφου Κενάν Μεσαρέ που ήταν εκτεθειμένη μονίμως στην προθήκη του Φωτογραφείου Βασιλείου Κουτσαβέλη, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ. Δεν ξέρω αν βρισκόταν εκεί για να θυμίζει το γεγονός της απελευθέρωσης ή να διακηρύττει τον φιλοβασιλισμό, άρα και την εθνικοφροσύνη, τον καταστηματάρχη, και τον πατριωτισμό του ζωγράφου με το παράξενο όνομα.
Όλα αυτά ήταν περιζήτητα διαπιστευτήρια εκείνα τα χρόνια.
Αλλά η πιο ζωντανή παρουσία που μας συνέδεε με το Μπιζάνι και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν ο Καπετάνιος. Κανείς δεν ήξερε το όνομά του ούτε την οικογένειά του – αν είχε. Παλιός μπιζανομάχος, όπως έλεγαν, φορούσε, χειμώνα καλοκαίρι, την ίδια πάντα θερινή στολή του 1912, με γαλόνια δεκανέα, με γκέτες και γαλλικό στρατιωτικό πηλήκιο, με μια πέτσινη λουρίδα λοξά στο στήθος, πάνω από το χιτώνιο. Μικρόσωμος και αδύνατος, μισή μερίδα, με γενάκι και μεγάλα άσπρα μουστάκια. Χαιρετούσε στρατιωτικά στο δρόμο τους αξιωματικούς – και υπήρχαν πολλοί τότε στα Γιάννενα, εξαιτίας του πολέμου και της 8ης Μεραρχίας. Άλλοι του το ανταπέδιδαν και οι πιο πολλοί κάνανε πως δεν τον είχαν αντιληφθεί. Εμφανής ήταν η παρουσία του στη βραδινή υποστολή της σημαίας της Μεραρχίας, στην Κεντρική Πλατεία, όπου φρόντιζε να είναι πάντα παρών, έπαιρνε θέση αντίκρυ της σε στάση προσοχής, όπως εξάλλου όλοι οι περιπατητές και οι θαμώνες των γύρω καφενείων και ζαχαροπλαστείων (του Αβέρωφ, του Παρθενώνα και της Μεγάλης Βρετανίας) και χαιρετούσε με τον παλιό τρόπο, φέρνοντας την παλάμη οριζόντια στο πλάι του πηληκίου.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τον χαιρετούσαμε κι εμείς, όταν τον συναντούσαμε στο δρόμο. Φορούσαμε πηλήκιο και μας ανταπέδιδε τον χαιρετισμό. Μερικοί όμως του πετούσαν κοροϊδευτικά το στίχο από το τραγούδι που ήταν τότε της μόδας: «Καπετάνιε, καπετάνιε, χαμογέλα!» […]
Πότε τέλειωσαν όλα αυτά κι αν τέλειωσαν, δεν ξέρω. Για μένα πάντως τίποτε δεν τελειώνει. Και κάθε φορά που πηγαίνω στα Γιάννενα, με οποιαδήποτε αφορμή, όπως τώρα, κάνω βόλτες στον Κουραμπά, στην Πλατεία, στο Μώλο, συναντώ παλιούς φίλους που έχουν χαθεί, και το βράδυ, όταν χτυπάει η σάλπιγγα και γίνεται υποστολή της σημαίας, ψάχνω μπροστά στη Μεραρχία να ιδώ τον Καπετάνιο.
Μετάβαση στο σημείο: Γιάννενα (η πόλη ως σύνολο)