Η Κάτω Πόλη Δρόμοι και σπίτια στο κέντρο της πόλης
Η ρυμοτομία της Πάτρας είναι χαρακτηριστική. Όλοι οι δρόμοι της είναι χαραγμένοι κάθετα και οριζόντια διευκολύνοντας κατοίκους και επισκέπτες να τους περπατήσουν. Διασχίζοντας λοιπόν κανείς τις βασικές οδικές αρτηρίες του κέντρου της Κάτω πόλης -την Κορίνθου, την Αγίου Νικολάου, τη Μαιζώνος, την Ερμού, την Κανακάρη κ.ά.- μπορεί να περπατήσει κάτω από τις καμάρες, να αναμειχθεί με τον κόσμο και να ανακαλύψει νεοκλασικά σπίτια και κτίρια της παλιότερης Πάτρας εναρμονισμένα στο σύγχρονο αστικό τοπίο.
Γνωστές οικογένειες τη...
Πριμαρόλια (απόσπασμα)
Το σπίτι που νοίκιαζε η κυρία Μαριόγγα Μαρκέτου ήταν καλούτσικο, πάνω στην οδό Αράτου. Ο δρόμος αυτός στο κάτω του μέρος στολίζεται από κάμποσα επιβλητικά αρχοντικά, του Σκούρκου πάνω στην πλατεία Βασιλίσσης Όλγας, του Σωτηριάδη γωνία με Ρήγα Φεραίου, του Τσικλητήρα στην Κορίνθου. Πιο ψηλά, αφού περάσουμε την Κανακάρη, αρχίζουν τα ισόγεια με κάτι ελάχιστα περιβολάκια. Εκεί οι γυναίκες τελειώνοντας τα συγύρια και τα μαγειρέματά τους, βγαίνουν στο δρόμο, τον σκουπίζουν, ποτίζουν τις μολόχες που έχει φυτέψει ο Δήμος, και μετά φέρνουν τα σκαμνιά τους και κάθονται να μπαλώσουν, να πλέξουν, να φλυαρήσουν έχοντας και το νου τους στα παιχνίδια των παιδιών τους. Ανάμεσα στην μια περιοχή και στην άλλη, κατοικούσε η Μαριόγγα, σ’ ένα σπίτι δίπατο, με δυο παράθυρα να πλαισιώνουν την εξώπορτα κι ένα ταρατσάκι έξω από τη σοφίτα του. Την αυλίτσα του την σκέπαζε ένα γκιούλ μπρισίμι, είδος ακακίας που έβγαζε την άνοιξη αντί λουλούδια κάτι μεταξένιες φούντες κιτρινορόδινες, με άρωμα ροδάκινου. Οι κάμαρες του σπιτιού ήταν μικρές, το μπαλκόνι δεν έπαιρνε πάνω από μια καρέκλα να κοιτάζει τη θάλασσα και μια άλλη να κοιτάζει το Κάστρο, και το μπουρί της σόμπας που ζέσταινε το σπίτι περνούσε μέσα από τη σοφίτα, κόβοντας κι εκεί λιγάκι το κρύο.. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η Καλλιόπη είχε ξεκινήσει από το σπίτι εγκαίρως, όπως συνήθως. Οι καμπάνες της Ευαγγελίστριας χτυπούσαν όταν εκείνη έστριβε από την Κολοκοτρώνη και έμπαινε στην Μαιζώνος. Απ’ όλες τις μεριές πλησίαζε την εκκλησία κόσμος — οι Ρούφοι λίγο μπροστά της, οι Γεροκωστόπουλοι από την Ερμού, οι Παναγουλαίοι από την Καραϊσκάκη, ο Κόλλας μαζί με τον στενό του φίλο τον Φραγκόπουλο και τις οικογένειές τους ανηφόριζαν την Ερμού, οι Κρεμμυδαίοι και οι Τζιναίοι ένα τετράγωνο δώθε από την εκκλησία, οι Τριανταίοι, ο γείτονάς της ο Πράτσικας με τον σώγαμπρό του τον Φιλόπουλο, οι Πετραλαίοι, ο γιατρός ο Γερούσης, ο Γαζετόπουλος… Στην ενορία της Ευαγγελίστριας ανήκαν τα περισσότερα μεγάλα σπίτια των Πατρών, και από μερικά, που ουσιαστικά υπάγονταν σε άλλες ενορίες, οι ιδιοκτήτες ερχόνταν κι αυτοί εδώ, στην Ευαγγελίστρια, σαν πιο επίσημη που ήταν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στην οδό Ρήγα Φεραίου, μισό τετράγωνο μετά την πλατεία της Όλγας και απέναντι στο στενό Ραδινού, υπήρχε ένα μεγάλο κτίριο που στέγαζε το ξενοδοχείον «Αι Πάτραι». Δεξιά και αριστερά μέσα από τη φαρδιά είσοδό του λειτουργούσαν δυο εστιατόρια το χειμώνα και για το καλοκαίρι είχε προς τη θάλασσα μια αυλή, που την σκίαζε ένα μεγάλο πλατάνι. Μια όμορφη, μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε στα σαλόνια και στα υπνοδωμάτια του πρώτου ορόφου και μια στενότερη, ξύλινη, στον δεύτερο, όπου βρισκόνταν τα υπόλοιπα.
Το ξενοδοχείο ήταν ωραίο και άνετο, αλλά δεν πρόκοψε.
Στο μεταξύ η πίεση για να αποκτήσει η πόλη ένα Αρσάκειο αυξανόταν και ο Δήμος, με τη βοήθεια του Αχιλλέα Γεροκωστόπουλου, του πατρινού Υπουργού Παιδείας, κατέληξε σε συμφωνία με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Ο Δήμος θα της παρείχε το οίκημα και η Εταιρεία θα άνοιγε στην Πάτρα ένα από τα υποδειγματικά και ζηλευτά Παρθεναγωγεία της. Το κτίριο της Ρήγα Φεραίου, ιδιοκτησίας Νιανιάρα, θεωρήθηκε κατάλληλο, συμφωνήθηκε η ενοικίασή του, τροποποιήθηκαν ορισμένοι εσωτερικοί χώροι και στις 30 Ιανουαρίου 1892, στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών, έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του Σχολείου.
Μέρος του τελευταίου ορόφου είχε διαρρυθμιστεί κατάλληλα ώστε να αποτελεί την κατοικία της Διευθύντριας.Αθηνά Κακούρη, Πριμαρόλια, Αθήνα, Εστία, 51999 (1998), σσ. 28, 44-45 & 449-450.
Τα πρώτα χρόνια...
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκα στην Πάτρα στα 1859. Πέμπτη, απομεσήμερο, στις δυο η ώρα, δεκατρείς του Γενάρη. Τα νούμερα κρατώ από τον αδερφό μου. Αν καλά θυμούμαι, τα γνώριζε από κάποιο καταστιχάκι της μητέρας μου ή του πατέρα. Μέσα σ' αυτό σημειωμένα έτσι, χρόνος, ημέρα, ώρα, οι ερχομοί στον κόσμο και για τ' άλλα δυο τ' αδέρφια μου.
Το σπίτι μας πατρικό δίπατο· στο δρόμο η πρόσοψή του από καμαρωτές κολώνες, καθώς το συνήθιζαν τότε τα πατρινά τα σπίτια· σύμφωνα με κάποιο αρχιτεκτονικό τύπο του συρμού, παραδομένο, αν ίσως δε λαθεύω, από την Ιταλία. Το σπίτι μας το βλέπω τώρα στη φωτογραφία του· είχανε την καλοσύνη να μου την προσφέρουν, ύστερ' από πόσα χρόνια! δυο πατρινές αξιαγάπητες κοπέλες· συγυρισμένο κάπως και πασαλειμμένο φανταχτά· μα στον κύριο ρυθμό του πάντα το ίδιο. Το σπίτι μας έστεκε σε δρόμο πλατύ κάπως που τραβούσε όλο ίσα, καθώς όλοι της κάτω χώρας οι δρόμοι· σταματούσε από τη μια μεριά - δηλαδή για μένα σταματούσε· πιο μακριά δεν ήξερα που πάει ο δρόμος, - εσταματούσ' εκεί σ' έν' άλλο σπίτι, χαμηλότερο, μικρότερο. Το κατοικούσε μια φαμίλια φιλική. Από την άλλη τη μεριά ο δρόμος έβγαινε προς το περιβόλι της Αμαλίας· έτσι λέγοταν με τ' όνομα της πρώτης βασίλισσας ο κήπος ο δημόσιος που με πήγαιναν καμιά φορά παιδάκι. Δε θυμούμαι του περιβολιού γνωρίσματ' άλλα· μοναχά τα δεντρολίβανα· πυκνά συμπλέγματ' αραδιαστά, μαυρολογούσανε μπροστά μου. Δε βλέπω και δε μυρίζομαι δεντρολίβανο, χωρίς να μου φανεί στα μάτια το περιβόλι της Αμαλίας. Σαν ένα ισκιωμένο δασάκι, περιποιημένο, ήσυχο· δεν ξέρω αν κάπου μέσα εκεί ανάβρυζε κανένα σιντριβάνι· σα να μου έρχεται στο νου τέτοιο κάτι· μα καλά καλά δεν καταλαβαίνω αν είναι γέλασμα μνημονικό ή αν είναι του θυμητικού μου μια μισοσβησμένη εικόνα. Έτσι φέρνω στο πρώτο των «Πατρίδων» μου σονέττο μέσα στην «Ασάλευτη Ζωή» την εικόνα της μητέρας μου, κι αυτή μισοσβησμένη. Όσα θυμούμαι θέλω να σημειώσω εδώ, και όπως τα θυμούμαι. Το περιβόλι της Αμαλίας, από τα πιο απλά, τα πιο παλιά, τα πιο μονότονα ενθυμήματα· κάτι σαν εξοχή και σαν καταφυγή. Και είναι η πρώτη γνωριμιά μου με ό,τι λέμε φύση· πόσο πάντα τη λαχτάρησα και πόσο λίγο μου δόθηκε να τη χορτάσω και μ' όλη μου την πείνα. Θυμούμαι ζωηρά· εκεί που με πήγαιναν παιδάκι, το φως έπεφτε σαν αρειό και σαν ανάμεσ' από μια σκέπη· και μένει μέσα μου από το περιβόλι κάποιο αχνόφεγγο σα δειλινού την ώρα που ο ήλιος γέρνει. Και ίσως από τότε θα κρατώ, και μ' όλη μου την αγάπη προς τον ήλιο, κάτι χλωμό και κάτι σκοτεινό που κρύβει, λένε, η σκέψη μου. Της Πάτρας εκείνης δεν έχω στο νου μου άλλες μεριές. Μονάχα κάπως το Γεροκομειό, το εξοχικό το μοναστήρι που μονάζουν εκεί πολύ περισσότερο από καλόγερους οι χαροκόποι της χώρας και τα κοσμικά τα πανηγύρια. Μα το θυμούμαι πιο πολύ σαν ένα όνομα παρά σαν τόπο. Και τα Ψηλαλώνια· ο κεντρικός πλατύς τετράγωνος περίπατος που αντίκριζε από τα ύψη του το ηλιοβασίλεμα, θαρρώ, σε όλη του τη δόξα. Και ζωηρότερα πάντα, κ' ύστερα και μαζί με το περιβόλι που σας είπα, το μόλο. Το μόλο με τη θάλασσα την άγρια, την πολύβοη, την ακοίμητη. Και το φανάρι του μόλου στην άκρη άκρη. Τίποτε δεν αισθάνομαι πως αγάπησα και απ' όλα τα πρόσωπα που παίρνει αράδα αράδα η Φύση, τίποτε πιο πολύ από τη θάλασσα. Όμως αγάπη κι αυτή, σαν όλες μου τις αγάπες, ιδεατή και από ένα κάποιο μάκρεμα πάντα με του ονείρου τον παραδαρμό παρά με το σπαρτάρισμα της απολαβής.
Κολλητά με το σπίτι μας έν' άλλο σπιτάκι μ' ένα μπαλκόνι ξύλινο και μ' ένα φούρνο κάτου. Ο φούρναρης κράζοταν Τριαντάφυλλος. Θυμούμαι κ' ένα μαραγκό. Εδώ θολώνει η μνήμη όσο δεν παίρνει άλλο· και ο μαραγκός χωρίς όνομα, και τίποτε από το μαγαζί δεν ξεχωρίζει. Θυμούμαι και κάποιον άλλον αντικρύ· δεν ξέρω τι και ποιος να ήταν. Ξέρω πως είχε ένα κοριτσάκι· κι αυτό το κοριτσάκι, η Φωτεινή. Το σπίτι μας απλώνονταν από την πίσω του την όψη σ' ένα περιβολάκι. Το βασίλειο του μεγάλου μου αδερφού. Το καλλιεργούσε το περιβολάκι, ποτιστής του, σκαλιστής, καλοσυγυριστής· έκανε μέσα εκεί και τον ξυλουργό· μαστόρευε πάντα. Ήμουνα πολύ μικρός για να δουλεύω μέσα εκεί, και για να το κρατώ στο λογισμό μου καθαρά κάπως το περιβολάκι.
Κωστής Παλαμάς, «Τα πρώτα χρόνια», Νέα Εστία, τεύχος 8 (1 Αυγούστου 1927), σσ. 453-454
Ο Δροσινός, η Βασιλίνα...
Η μποτίλια με το κρασί του 1900
Ο Δροσινός αντέδρασε με την ευθυμία του. Βρίσκονταν στην καμάρα Αγίου Νικολάου. Έριξε τη ματιά του στο βάθος του δρόμου με τα σκαλοπάτια. Η δίζυγη αψίδα, που σχημάτιζαν οι γυρτοί φανοί, του φάνηκε σαν τεράστιες νυχτερίδες με διάπλατες φτερούγες. Κράτησε τις ντάμες του απ' τη μέση:
-Πόσοι θα με ζηλεύουν απόψε, ταναγραίες μου, που βρίσκομαι ανάμεσά σας. Δες τους πώς με καρφώνουν με το βλέμμα τους… Λοιπόν, θα σας πω τους «Τιμωρημένους άγγελους», που έγραψα χτες βράδυ μεταξύ Κτηριολογίας και Ρυθμολογίας. Η Ντόνα Παυλίνα Δροσινού μου τηλεφώνησε προχτές πως, αν περάσω με «λίαν καλώς», θα μου κάνει δώρο ένα αμαξάκι. Εγώ μάλλον προβλέπω πως θα της αφιερώσω την ποιητική μου συλλογή… Ακούμπησε σ' ένα στύλο κι απάγγειλε με τη βαριά συρτή του φωνή κοιτάζοντας στο βάθος του δρόμου:
«Να βρέχει, Πάτρα, κι εγώ απ' τις καμάρες σου
να βλέπω τις λαφίνες σου μέσα στα κρόσια
της βροχής με το τριαντάφυλλο της απιστίας
στα χείλη…
Από ποιους ουρανούς πέσατε, τιμωρημένοι
άγγελοι, σε ποιες μονιές ν' ακούεται το ηδονικό
σας λάφασμα, γαζέλες της Αχαΐας, με
τα βυζαντινά φρύδια σας ιστορημένα σε
αναθήματα από χρυσάφι και σμάλτο, τα πόδια
σας - δελφίνια του πόθου μου - να σχίζουν
την όχθη της αυγής…».Η Μελιώ διαμαρτυρήθηκε. Τόβρισκε, είπε ψευτοθυμωμένη, ένα ποίημα δυσφημιστικό! Τι σήμαινε εκείνο το «Από ποιους ουρανούς πέσατε, τιμωρημένοι άγγελοι;» Οι γαζέλες της Αχαΐας είναι γέννημα-θρέμμα του τόπου τους, εύφορες σαν τη γη τους.
Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, α΄ τόμ., Αθήνα, Εστία, 1975, σσ. 186-187.
Οι απομηθευτές
Μπαίνανε στην Πάτρα. Ζήτησε να την αφήσει έξω απ' την Περιφερειακή Διοίκηση. Ήτανε κιόλας έντεκα. Θέλανε δυο ακόμη ώρες για να συναντηθούνε. Καθώς ανέβαινε όμως με κομμένα ήπατα τα σκαλιά, της πέρασε ξαφνικά η υποψία πως ο Τζοβάνι μπορεί να μην ερχόταν! Η αγωνία την έπνιξε. Κατέβηκε μπρος - πίσω, μήπως τον προλάβει στο ξενοδοχείο του. Βάδιζε απ' το πεζοδρόμιο βιαστική, με το άσπρο πανταλόνι και το ταγαράκι στον ώμο. Κάποτε έτρεχε απ' το κατάστρωμα του δρόμου. Μερικοί, που τους αντιπερνούσε μ' αλαφριά σπρωξίματα, τη βρίζανε. Αδιαφορούσε αν ο κόσμος γύρω της καιόταν, φτάνει να πρόφταινε το Τζοβάνι. Θεέ μου, να τον προφτάσει!… Ο ιδρώτας έσταζε απ' τα σκούρα ματογυάλια της, όταν χώθηκε ξέπνοη στην καμάρα της οδού Αγίου Νικολάου. Έξω απ' το ξενοδοχείο σκουπίστηκε. Ξαναζήτησε τον εαυτό της. Η καρδιά της φτεροκοπούσε, σαν πρόφερε τόνομά του στην κοπέλα της υποδοχής.
-Μα έφυγε το πρωί για την Αγκώνα… διάκοψε εκείνη μια στιγμή τις συνεννοήσεις της με τ' ακουστικά στ' αυτιά.
Ένα χαμόγελο αμηχανίας πάγωσε στα χείλη της Βασιλίνας. Έκανε μερικά δισταχτικά βήματα. Προχώρησε στην έξοδο. Ξαφνικά, στάθηκε στο πεζοδρόμιο. Ήταν ανήμπορη να λειτουργήσει σαν ανθρώπινο σώμα. Τα βουρκωμένα μάτια της πίσω απ' τα σκούρα γυαλιά φέρανε μπρος της το γκριζοπράσινό του βλέμμα της γαζέλας, καθώς το σήκωσε από πάνω της αργά, σα νάσερνε ανάμεσά τους μιαν αυλαία. Εκείνη η διάχυτη θλίψη στο πρόσωπό του, όταν του αρνήθηκε να περάσει στον κήπο, που είχε κολακέψει την αυταρέσκειά της, ήτανε, λοιπόν, απ' την πίκρα του γιατί την αποχαιρετούσε; Τι μοιραίο ελάττωμά της κι αυτό: να της ξεφεύγει η πραγματικότητα από εγωισμό, μα να τη βλέπει ολοκάθαρη όταν την αναπολούσε…
Ανακινήθηκε επιτέλους, για να αιστανθεί πως δεν είχε απολιθωθεί. Έπρεπε με κάποιον να μιλήσει, για ν' αντιδράσει. Ξαναπήρε το δρόμο για την Περιφερειακή Διοίκηση. Το ταξίδι ήτανε το πιο θετικό που είχε να κάνει. Κάθε μέρα εδώ θα μάτωνε απ' την απουσία του. Καθώς βάδιζε απ' την οδό Κορίνθου, μετεωριζότανε μπρος της μια αυτοπροσωπογραφία του Ιταλού καμωμένη από πράξεις του, που πιθανόν να τολμούσε, αν τον ενθάρρυνε· από εκμυστηρεύσεις του, που μπορούσε να τις εμπιστευόταν, αν δημιουργούσε γύρω του την κατάλληλη ατμόσφαιρα· από τολμηρότητες, που θα τις ριψοκινδύνευε, αν δεν ύψωνε μπρος του την ασπίδα της: «ενδόμυχη έγκριση» - με χαρακτηριστικά μεγεθυμένα απ' τις παραλείψεις της και τονισμένα απ' τις παρασιωπήσεις της. Τον άκουε κιόλας να της ψιθυρίζει: «…Για να σ' αγγίξω, mia cara… Είχες πολύ θεριέψει μέσα στη φαντασία μου…». Ο λυγμός την έπνιγε. Περπατούσε άρρυθμα, σαν τυφλή, απ' τη πλατεία βασιλίσσης Όλγας.
Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, α΄ τόμ., Αθήνα, Εστία, 1975, σσ. 298-299.
Τα ποντίκια φρενιάζουν μέσα στο καράβι
Καθώς έκοβε η Μελιώ απ' την οδό Κορίνθου με τα δωράκια της για τους «αμερικάνους» του θείου Ανδρέα, το μάτι της πήρε το Ζανή να βγαίνει απ' το κοσμηματοπωλείο του Κατινιώτη. Για να τον αποφύγει, μέσα στην ταραχή της χώθηκε στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου. Μισόκλεισε τα μάτια μ' ανακούφιση. Η απότομη σιγή την είχε αγγίξει σα χάδι. Άναψε το κερί της στο μανουαλάκι και προχώρησε ως το τέμπλο. Στην αριστερή θύρα του ένας ιερωμένος είχε απλωμένο το πετραχήλι σε μια γυναίκα και της ψαλμούδιζε ευχές. Κάποιος γεροντάκος σταυροκοπιόταν μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου. Βυθίστηκε να παρατηρεί στους τοίχους τις βιβλικές μορφές μέσα στη μαρμαρυγή που ξεχύνανε τα καντηλέρια…
Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, β΄ τόμ., Αθήνα, Εστία, 1975, σ. 199.
Μετάβαση στο σημείο: Η Κάτω Πόλη