Πάτρα
Πάτρα
Συγκρότηση ενότητας: Χρύσα ΘεολόγουΗ Κάτω Πόλη Τα πλοία δένουν στο λιμάνι
Το λιμάνι της Πάτρας έπαιξε από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της πόλης. Την εποχή της ακμής του εξαγωγικού εμπορίου της σταφίδας, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν το μεγαλύτερο εξαγωγικό λιμάνι της Ελλάδας. Κίνηση, θόρυβος από τα κάρα που μετέφεραν το εμπόρευμα, πριμαρόλια, καράβια δηλαδή που φόρτωναν τον πρώτο καρπό της σταφίδας και τον μετέφεραν κυρίως στην Αγγλία, συνέθεταν τότε το σκηνικό του λιμανιού. Σήμερα η εικόνα του έχει αλλάξει. Όμως ο θόρυβος από τη μεταφορά εμπορευμάτων και η κίνηση από την άφιξη και αναχώρηση τουριστών και μεταναστών εξακολουθούν να το καθιστούν ένα από τα ζωντανότερα σημεία της πόλης.
Το αγνάντεμα των αραγμ...
Πάτρα-Άμστερνταμ: δύο λιμάνια
Το ηλιοβασίλεμα, ναι, αυτό ήταν αυτονόητο. Ο ήλιος βυθιζόταν στην άπλα του Πατραϊκού σαν την μόνη γήινη αλήθεια.
Η αλήθεια αυτή συνεπαγόταν από μια επαναλαμβανόμενη με ακρίβεια εικόνα που φαινόταν απόλυτη και αιώνια.
Ήξερα κάθε στιγμή του χρόνου πώς κρύωναν τα χρώματα τους χειμωνιάτικους μήνες, πώς βάθαιναν και σκούραιναν ραγδαία το καλοκαίρι και πώς στις νότιες ακτές της πόλης έσπαγε το χρώμα σε μια παλέτα απαλή και ρόδινη ενώ στις βόρειες παραλίες κόντρα στην Παλιοβούνα και το μπλε της θάλασσας, διαγραφόταν πάντα μια αντίθεση κοφτερή, με καθαρές κοντούρες.
(05-1996)
Στο λιμάνι χάζευα πάντα με κατάνυξη τη ρυτιδιασμένη επιφάνεια του νερού σαν έπιανε η βροχή. Το νερό θολό, πράσινο.
Αξέχαστο παραμένει το κατέβασμα από τους λόφους του Κάστρου προς το λιμάνι και το αγνάντεμα των αραγμένων καραβιών στην αποβάθρα.
Η κάθοδος αυτή -αλλά και η άνοδος με την επιστροφή- είχε χαρακτήρα τελετουργικό.
Ακόμα προκαλεί μια απροσδόκητη ευφορία και μαζί ακατανίκητη έλξη για αναχώρηση.
Κολλημένα τα καράβια σαν σε σουρεαλιστικό κολλάζ στο τέλος των ευθεία χαραγμένων δρόμων καταπάνω στα πολυώροφα κτήρια!
Γιατί το λιμάνι εκτός από αγκυροβόλι είναι μάτι στο παράθυρο του κόσμου.
(12-2003)
Αλεξάνδρα Ζώη, Πάτρα-Άμστερνταμ: δύο λιμάνια, έκδοση του Οργανισμού: «Πάτρα-Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006», σσ. 8, 28-29
Η κίνηση του λιμανιού...
Η Πόλη και ο Μύθος
Ένα βαρύ συννεφιασμένο κυριακάτικο πρωινό του Φεβρουαρίου του 2000, αφού είχαν τελειώσει στην πόλη οι γιορτές του Ιωβηλαίου της χιλιετίας και επέκειντο οι γιορτές του καρναβαλιού, χάζευα και πάλι στην προβλήτα της Αγίου Νικολάου τους ελάχιστους περιπατητές κι ένα συνεργείο που τοποθετούσε μάσκες στους στύλους για τα καρναβάλια. Τα σύννεφα μαύρα κύκλωναν απειλητικά την Παλιοβούνα. Επρόκειτο να βρέξει. Τότε εισήλθε στο λιμάνι ένα μεγάλο επιβατικό, με ταχύτητα μεγάλη για λιμάνι και ανεπίτρεπτη, άδειο από επιβάτες, σηκώνοντας κύματα με τον όγκο του επικίνδυνα για τις λίγες βάρκες που ήσαν δεμένες. Εισήλθε σαν να φοβόταν μην καταστραφεί από την επερχόμενη καταιγίδα. Ήταν ένα μεγάλο καράβι της σειράς των σούπερ φαστ όπως τα λένε, που δρομολογήθηκαν στη γραμμή Αγκόνας-Πάτρας. Ήταν φρεσκοβαμμένο κι έλαμπε σαν μεγάλο παιχνίδι. Έκανε ελιγμό να δέσει παράλληλα στη βόρεια πλευρά της προβλήτας με την πρύμη προς τον σιδηροδρομικό σταθμό. Πετάχτηκαν δυο-τρεις από τα υπόστεγα της προβλήτας, και έδεσαν τα παλαμάρια του στις αγκωνές. Αυτοί ήταν όλοι όσοι το υποδέχτηκαν. Δεν υπήρχε στο λιμάνι το συνηθισμένο πλήθος της υποδοχής. Λιμενικοί, αστυνομικοί με εκπαιδευμένα σκυλιά, τελωνειακοί, ταξιτζήδες. Όπως έδεσε το καράβι έμεινε ακίνητο. Δεν έκανε λοιπόν αυτό το καράβι δρομολόγιο αλλά ούτε ήταν ένα καράβι συνηθισμένο στις γραμμές Πάτρας-Ιταλίας, γιατί έδειχνε απολύτως καινούργιο και το οξύ από το φρέσκο χρώμα πέρασε μέσα από την υγρασία του λιμανιού σε όλη την προβλήτα. Φαινόταν σαν να κατέπλευσε πρώτη φορά στην Πάτρα. Όμως αν ήταν έτσι, θα υπήρχαν επίσημοι να το υποδεχτούν, τουλάχιστον ένας πράκτορας, ένας δημοσιογράφος. Ένα καινούργιο καράβι στη γραμμή είναι γεγονός οικονομικό και κοινωνικό. Γιατί το καράβι εισήλθε σαν παράνομο, σαν ανεπιθύμητο στο λιμάνι; Τι έκρυβε; Τι φοβόταν; Πήγα προς το μέρος του και είδα το όνομά του στην πλώρη και κατάλαβα. Ήταν το «Σούπερ Φαστ ΙΙΙ», το καράβι που πριν μερικούς μήνες το φθινόπωρο του 1999 είχε ανάψει φωτιά στο κήτος του κι είχαν καεί δεκατέσσερις λαθρομετανάστες, αβοήθητοι, κρυμμένοι στα φορτηγά αυτοκίνητα που μετέφερε στην Ιταλία το καράβι. Εκεί κοντά στη Βαράσοβα, προς τα δυτικά.
Το καράβι τώρα, Φεβρουάριο του 2000 ύστερα από μερικούς μόλις μήνες από την πυρκαγιά, γύριζε από το ναυπηγείο που επισκευάστηκε κι έσβησε τα ίχνη της φωτιάς με φρέσκο χρώμα. Γι' αυτό μπήκε γρήγορα και βιαστικά στο λιμάνι σαν κλέφτης. Από ενοχή γιατί δεκατέσσερις νέοι είχαν καεί σε αυτό. Δεκατέσσερις άνθρωποι, νέα παιδιά που είχαν περάσει κι αυτοί τις πύλες του λιμανιού αναζητώντας το όνειρο στη Δύση. Άλλοι από καθαρή ανάγκη, άλλοι γιατί ήθελαν να κάνουν το ταξίδι του Οδυσσέα, να ζήσουν, όπως όλοι οι νέοι, τη μεγάλη περιπέτεια. Ανάμεσά τους και μια γυναίκα που άφησε παιδιά και σπίτι να βρει τον ξενιτεμένο άντρα της στη Γερμανία, γιατί καλοθελητές τής είχαν πει πως τα είχε φτιάξει και συζούσε με άλλη. Ήθελε να τον φέρει πίσω, στη γη τους και στα παιδιά. Και οι δεκατέσσερις έρχονταν από τα ταραγμένα, τα άνυδρα εδάφη της Μέσης Ανατολής, από τις δικτατορίες. Και πήγαιναν στην άτεκνη Δύση, που είχε όμως το χρυσάφι και τη δύναμη του χρυσού. Χάθηκαν μέσα σ' αυτό το καράβι, το «Σούπερ Φαστ ΙΙΙ», πριν από μερικούς μήνες κι ο κόσμος στην Πάτρα το είχε ήδη ξεχάσει. Το είχε παντελώς ξεχάσει και το Σούπερ Φαστ, τώρα δεχόταν τη βροχή του Φεβρουαρίου και σε όλο το λιμάνι απλωνόταν υποκριτική ησυχία, σαν να έδινε η βροχή του αθώου ουρανού άφεση αμαρτιών.
Τέλη Σεπτέμβρη του 2000 και ξαναβρίσκομαι στην προβλήτα της Αγίου Νικολάου. Είναι η ώρα του ηλιοβασιλέματος, η ώρα που μπορείς να δεις τον ήλιο στα μάτια. Τα καράβια φεύγουν το ένα μετά το άλλο για την Ιταλία γεμάτα με τουρίστες που τέλειωσαν τις καλοκαιρινές διακοπές τους, φορτηγά φορτωμένα φρούτα, φοιτητές που σπεύδουν στις σπουδές τους. Γυλιοί, σακίδια πολύχρωμα, ξανθά κορίτσια μαυρισμένα πάνω στις μοτοσικλέτες τους. Πούλμαν με εκδρομείς από όλη την Ευρώπη. Από τη Σλοβενία, την Κροατία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, με αυτοσυγκρατημένους τουρίστες, σε αντίθεση με τους φασαριόζους μεσογειακούς. Φεύγουν τα καράβια, ο τριγμός της άγκυρας που ανεβαίνει σκεπάζει τις γλυκές φωνές, τα Ι.Χ. μπαίνουν με μανούβρες στο κήτος των καραβιών. Οι ναυτεργάτες βιάζονται να γίνουν όλα γρήγορα, σα να θέλουν να προλάβουν το ηλιοβασίλεμα. Πριν από έναν αιώνα ακριβώς, το λιμάνι τέτοια εποχή είχε επίσης μεγάλη κίνηση. Όχι με τουρίστες και φορτηγά που φόρτωναν τα επιβατηγά πλοία, αλλά με κάσες σταφίδες, με εργάτες αχθοφόρους που φόρτωναν τα φορτηγά με καραγωγείς και άλογα. Μεγάλη βουή και ωραίες μυρωδιές στο λιμάνι και τότε. Και πάντα οι μικροπωλητές, οι αιώνιες κλωστές του χρόνου, που πωλούσαν κάθε λογής εμπόρευμα, και τότε και τώρα.
Για τον θόρυβο του λιμανιού στην ακμή του εμπορίου της σταφίδας έγραψε ο Μητσάκης στον «Αυτόχειρα» αλλά κι ο αγνοημένος Πατρινός σατιρικός ποιητής Ηλίας Συνοδινός. Κάποιο ρίγος από τη ζωή τους θα διαπερνά σήμερα την προβλήτα, που το χαρούμενο σμάρι των τουριστών παίρνει τον δρόμο της επιστροφής. Ανάκατοι με τους τουρίστες και οι λαθρομετανάστες. Ξεχωρίζουν από το ντύσιμό τους. Κι από το χρώμα τους όσοι έρχονται από τη Μέση Ανατολή, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, τα κρατίδια του μαλακού υπογάστριου της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπάρχουν όμως και κατάξανθοι Σλάβοι, Ουκρανοί και Αλβανοί, ξερακιανοί και ψηλοί γκέκηδες. Όλοι μαζί περιμένουν να φύγουν με τον τρόπο του ο καθένας.
Βασίλης Λαδάς, «Η πόλη και ο μύθος» στο: Η Πόλη και ο Μύθος. Αφηγήματα για την Πάτρα, εκδόσεις ΔΕΠΑΠ Δήμου Πατρέων, 2002, σσ. 31-34 & 44-45
Μνήμη ανθρώπου, λήθη α...
Μνήμη ανθρώπου, λήθη ανθρώπου
Στον Βασίλη Λαδά
Κανένας τους δεν σίμωσε ούτε καν γι' αστείο το στόμα του στη μαντική πηγή, που κάποτε μάντευε την πορεία μιας αρρώστιας μέσα από έναν καθρέφτη, μόλις βυθισμένο στο νερό. Το πρόσωπο του αγαπημένου αρρώστου ζωγραφιζόταν μια στιγμή πάνω στο κάτοπτρο. Νεκρό ή ζωντανό. Έτσι μαντεύανε τη μοίρα του οι γυναίκες, τότε που ο χρόνος δεν είχε ακόμη μετρηθεί.
Αλλά το έτος 2002 κανένας τους δεν άγγιξε το τάσι, το κρεμασμένο με μιαν αλυσίδα πάνω από το μαρμαρένιο στόμιο της πηγής. Το μέρος ήταν πια γνωστό σαν το 'Πηγάδι του Αϊ-Αντρέα' και δεν στέρεψε, υποστηρίζουν κάποιοι πολυπράγμονες, το δάκρυ της πηγής -εννοώντας βέβαια το αρχαίο μαντικό νερό-, επειδή δίπλα του μαρτύρησε ο Απόστολος πάνω σε δυο μαδέρια καρφωμένα χιαστί, ή, σύμφωνα με άλλη παράδοση, σταυρωμένος πάνω στον χοντρό κορμό μιας ελιάς δίπλα στο νερό. Λένε ακόμη ότι, έως και σήμερα, όποιος πίνει από το άγιο νερό της πηγής, αξιώνεται να ζήσει για να ξαναγυρίσει στην Πάτρα και να ξαναπιεί.
Οι Κούρδοι όμως δεν θέλουν να ξαναγυρίσουνε στην Πάτρα. Γι' αυτό δεν ήπιαν. Να φύγουν θέλουνε, με τα μεγάλα άσπρα φέρι-μποτ. Να φύγουν όσο γίνεται πιο μακριά από τα σκαλοπάτια της εκκλησίας του Απόστολου, που κομπάζει χτισμένη δίπλα στο υπόγειο αγίασμα. Δεκέμβρης ήταν, κρύα νύχτα, όταν κάθισαν στα φαρδιά μαρμαρένια σκαλοπάτια του ναού ικέτες, έπειτα από μια απίστευτη πορεία. Την παραμονή σκοτώθηκε ένας δικός τους. Είχε κρυφτεί σε μια νταλίκα για να φύγει -λένε-, ανακαλύφθηκε, χτυπήθηκε, έτρεξε να σωθεί, έπεσε από ψηλά. Ήτανε μόλις δεκαοχτώ χρονών, ένας άντρας έφηβος. Δεν θα προλάβαινε ούτε καν την Πρωτοχρονιά του τρίτου χρόνου της καινούργιας χιλιετίας, που θα γιορταζόταν σε λίγες μέρες. Μα ως άντρας έφηβος, μακάρι να είχε προλάβει έστω τη μικρογραφία μιας ολόκληρης ζωής. Γιατί βαθιά μέσα στον άντρα που είχε ξεκινήσει από το Κουρδιστάν, συγκεκριμένα από το επίφοβο Ιράκ, και μπόρεσε να φτάσει έως την Πάτρα -την πόλη που για την ταπεινή δική του χάρη ξαναχρίστηκε Πύλη της Δύσης-, σίγουρα θα κρυβόταν το κουκούτσι μιας εφηβείας κουτσουρεμένης, ασφυκτικής, αν όχι και μαρτυρικής και ασφαλώς για τούτο καθαγιασμένης.
Ξεκίνησαν την πορεία τους από τον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων, το όριο κατά κάποιον τρόπο της περιοχής τους από τη μια μεριά. Από την άλλη, έθετε κάτι σαν αθέατο σύνορο το τείχος των ακριβών παράκτιων πολυκατοικιών, πρόσφατα χτισμένων πάνω στα πανάρχαια έλη, που τα μπαλώματά τους φαίνονται ακόμη δώθε κείθε στην ακτή. Αυτά, μα καθώς φαίνεται όχι μόνο αυτά, δώσανε στην Πάτρα το όνομα Maremma, έστω και στο μυαλό ενός ακριβού της γιου που αυτοκτόνησε, ενός επαναστάτη και ρομαντικού, πάει αιώνας, στην κατάμαυρη, την παγωμένη νύχτα ενός άλλου Δεκεμβρίου. Αλλά τον Δεκέμβριο του 2002 η επιλήσμων πόλη απέστρεφε το βλέμμα από την κατάμαυρη, την παγωμένη θάλασσα και αρμένιζε σε φωτεινά ενδότερα πελάγη, αφού πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τέτοιες μέρες το χειμώνα έπεφτε νωρίς σκοτάδι, αλλά οι κεντρικοί της δρόμοι, ολόφωτοι, είχαν ξεχάσει έως και το σκοτάδι. Παντού αναβόσβηναν γιρλάντες που εικόνιζαν πολύχρωμα άστρα με ουρά, κεριά αναμμένα, Αγιοβασίληδες σε έλκηθρα που τα σέρνανε ελάφια, αγγέλους με χρυσές τρομπέτες, γονατιστούς ποιμένες, μάγους με καμήλες, ή απλώς μεγάλους φιόγκους κατακόκκινους. Έως και στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία με το θέατρο και τα δυο σιντριβάνια, όπου είχε στηθεί μια γιγαντιαία φάτνη με τη σκηνή της γέννησης στη σπηλιά, τα γυμνά κλαδιά όλων των δέντρων που την τριγύριζαν είχαν στολιστεί με λευκές ηλεκτρικές φλογίτσες. Πολλές προσόψεις πολυκατοικιών είχαν από πάνω μέχρι κάτω φωτεινά καράβια, κεριά, γεννήσεις και άλλα παρόμοια εορταστικά ντεκόρ. Αρμένιζε λοιπόν η πόλη σε κύματα φωτός, αλλά και πάνω σε κύματα χριστουγεννιάτικων μελωδιών που ξεχυνόντουσαν από παντού στη διαπασών, εξαρθρωμένες κάπως από τα μεγάφωνα του Δήμου.
Οι Κούρδοι άφησαν τη θάλασσα, έστριψαν και μπήκαν στην πόλη. Άρχισαν να διασχίζουν την πιο μεγάλη εμπορική οδό. Βάδιζαν όλοι τους με απόλυτη σιωπή. Ούτε λέξη, ούτε σχεδόν ανάσα. Ο καθένας τους είχε στο χέρι ένα φτηνό κεράκι αναμμένο, κεριά από την εκκλησία κοντά στα λημέρια τους. Τότε, ο κόσμος που αγόραζε δώρα και δώρα κι άλλα δώρα στάθηκε ξαφνικά εμβρόντητος στα φαρδιά και φωτισμένα πεζοδρόμια, σφίγγοντας πάνω στο σώμα τα λογής πακέτα, σαν για να πάρει θάρρος από την ύπαρξή τους. Πού είχαν βρεθεί όλοι αυτοί οι μελαχρινοί παρίες, αυτοί οι αρουραίοι του λιμανιού, αναρωτήθηκαν. Ποιος άφησε να στάξει η μαύρη τους θλίψη, η κουφόβραση καλύτερα κάποιας οργής, επάνω στα χρυσά χριστουγεννιάτικα στολίδια; Και γιατί σβήνανε όλα τα φώτα ξαφνικά;
Όντως αυτό συνέβη. Καθώς περνούσανε οι Κούρδοι, έσβηναν για δευτερόλεπτα, ώσπου να περάσουν, όλα τα φώτα από τις γιρλάντες, από τις βιτρίνες, από τα κλαδιά των δέντρων, από τις πολυκατοικίες, από τη μνήμη ακόμη των κατοίκων για τις εορταστικές φωτοχυσίες, τα πυροτεχνήματα. Το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο, το πράσινο, το γαλάζιο, το βαθύ μπλε, το μαβί· τα εφτά χρώματα του ουράνιου τόξου. Έσβηναν έως και τα μεσαία φώτα των αυτοκινήτων στους κάθετους δρόμους, που περίμεναν να περάσουνε οι Κούρδοι. Σιωπούσαν μια στιγμή και τα στριγκά μεγάφωνα. Απόλυτη σιωπή -αν και ακουγόταν, θα μπορούσε μάλλον να ακουγόταν, ο αχός της αφρισμένης μαύρης θάλασσας όλων των χειμώνων. Απόλυτο σκοτάδι, μέσα στο οποίο έλαμπε σαν το άστρο πάνω από τη σπηλιά η κάθε φλόγα από τα αγιοκέρια των Κούρδων. Παρά το δυνατό της φως, η αβέβαιη φλόγα έφευγε δεξιά ζερβά, πότε κατά τη μεριά της μνήμης, πότε κατά τη μεριά της λήθης.
Οι Κούρδοι απομακρύνθηκαν, η πόλη βρήκε αμέσως τον γιορταστικό ρυθμό της. Υπήρξαν μερικοί ανάμεσα στον κόσμο που ηρέμησαν κάνοντας τη σκέψη ότι αυτή η σκοτεινή παρένθεση, που μόλις έκλεισε, δεν ήταν μια πορεία των Κούρδων αλλά μια πομπή των Κούρδων, ενδεχομένως ένας δικός τους επιτάφιος. Οι Κούρδοι ήταν βέβαια μουσουλμάνοι, οι πιο πολλοί τους, ποιος όμως ξέρει πώς, πότε και τι ακριβώς γιόρταζε κάθε θρησκεία - να τολμούσαν άραγε να πουν 'κάθε πολιτισμός'; Έμοιαζε πάντως με τον χριστιανικό ορθόδοξο επιτάφιο η πομπή τους. Μακάρι να γιορτάζανε κι αυτοί ειρηνικά ένα θρησκευτικό τους έθιμο, όπως οι κάτοικοι της πόλης θα γιόρταζαν σε λίγο τα Χριστούγεννά τους. Μα κι έτσι ακόμη, ήταν τόσο φτωχός ο επιτάφιος αυτών των φτωχών, που καν δεν υπήρχε το νεκρό σώμα ενός θεού τους να το περιάγουν νύχτα στις οδούς. Κάποιων το μυαλό πέταξε μια στιγμή στον νεαρό νεκρό που περίμενε τα χαρτιά του στο νεκροτομείο, ολομόναχος πέρα στους λόφους, μα αυτοί ήταν λίγοι, ελάχιστοι.
Η πορεία των Κούρδων κατέληξε στην πλατεία του Αγίου Αντρέα, άλσος πιο πολύ παρά πλατεία, που έβγαζε στη θάλασσα. Μια θάλασσα συνήθως σκεπτική, αφού βρισκόταν μακριά από τη βουή του λιμανιού με τα μεγάλα πλοία που ευαγγελίζονταν την Ιταλία. Διψούσαν απ' το δρόμο, αλλά κανένας τους δεν σίμωσε ούτε καν γι' αστείο το στόμα του στη μαντική πηγή, που κάποτε μάντευε την πορεία μιας αρρώστιας μέσα από τον καθρέφτη. Μια γουλιά από το νερό της μπορεί να ρουφούσε όλη τη θάλασσα μπροστά τους, και δεν θα μπορούσαν πια να φύγουν. Κάθισαν απλώς στα μαρμαρένια σκαλοπάτια του χριστιανικού ναού με αναμμένα τα κεράκια τους. Βουβοί. Για ώρα. Με το βλέμμα τους στραμμένο κατά τη μεριά της θάλασσας. Χωρίς να τη βλέπουν. Ήτανε και σκοτάδι, δεν ξεχώριζε από τον ουρανό. Έμοιαζε σαν να κρεμότανε μπροστά τους ένα τεράστιο πένθιμο σεντόνι. Πίσω του κρυμμένοι έκλαψαν, όσοι έκρυβαν τα δάκρυά τους από τους κατοίκους αυτής της πόλης. Κι έπειτα ονειρεύτηκαν ξανά την κιβωτό ενός άσπρου μεγάλου πλοίου που τους έσωζε κρυμμένους μέσα στην κοιλιά του. Διότι μέσα στο σκοτάδι, μέσα στα δάκρυα, ονειρεύεται κανείς τα πιο βαθιά του όνειρα.
Μετάβαση στο σημείο: Η Κάτω Πόλη