Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣυλλογική μνήμη και η ταυτότητα της πόλης Η πόλη ως παλίμψηστο, ως μωσαϊκό
Μωσαϊκό = δάπεδο ή τοιχογραφία που κατασκευάζεται με τη συγκόλληση ψηφίδων διαφόρων υλικών // (μεταφορικά) σύνολο ανομοιογενών στοιχείων που συνυπάρχουν ή αναμειγνύονται μεταξύ τους. Παλίμψηστο = το χειρόγραφο παπύρου ή περγαμηνής, του οποίου η πρώτη έχει αποξεσθεί, για να γραφτεί νέο κείμενο.
Θεσσαλονίκη – κοσμόπολη, μωσαϊκό φυλών και παραδόσεων, παλίμψηστο. Γράφεται και ξαναγράφεται – άλλοτε με αίμα κι άλλοτε με χρώματα, σε ειρήνη ή σε πόλεμο. Στρώνεται ξανά και ξανά από τις ψηφίδες παλιών και νέων προσφύγων, ντόπιων και «περαστικών». Ξύνω τα στρώματα, να βρω τα όρια του εαυτού μου. Ποια είναι η ταυτότητά μου και ποια η ταυτότητα της πόλης μου;
Ποιος είμαι;...
«Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»
Στέκομαι και κοιτάζω τα παιδιά· παίζουνε μπάλα. Κάθομαι στο ορισμένο καφενείο· σε λίγο θα σχολάσουν και θ' αρχίσουν να καταφτάνουν οι μεγάλοι. Κουρασμένοι απ' τη δουλειά, είναι πολύ πιο αληθινοί. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν εδώ σ' αυτή την πόλη, όπως κι εγώ. Κι όμως διατηρούν πιο καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους, από μας τους διεσπαρμένους. Ιδίως όταν τους βλέπω εδώ, μου φαίνονται πιο γνήσιοι. Κάπως αλλιώτικα μοιάζουν μακριά, σε άλλα περιβάλλοντα συναντημένοι.
Η αλήθεια πάντως είναι πως στο ζήτημα της αναγνωρίσεως έχω φοβερά εξασκηθεί. Όπου κι αν είμαι, τον Πόντιο, ας πούμε, τον διακρίνω από μακριά· κι από μια γραμμή του κορμιού του μονάχα. Δεν είναι ανάγκη ν' ακούσω την ομιλία του, ούτε να διαπιστώσω την αλλιώτικη μελαχρινάδα. Σπανίως να πέσω έξω. Από κοντά όμως είμαι ολότελα αλάνθαστος. Το ίδιο με τους Καραμανλήδες, τους Καυκάσιους, τους Μικρασιάτες απ' τις ακτές, τους άλλους απ' τα βάθη, τους Κωνσταντινουπολίτες, από μέσα ή απ' τα περίχωρα, κι ας επιμένουν όλοι τους πως είναι απ' την καρδιά της Πόλης, κι απ' τον Γαλατά. Οι Θρακιώτες έρχονται πιο καστανοί· ξανθοί πολλές φορές, κι ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα. Εξάλλου σα να έχουν χάσει την ιδιαίτερη προφορά τους ή ίσως να την έχω εγώ συνηθίσει. Μπερδεύονται κυρίως μ' αυτούς που ήρθαν απ' τη Ρωμυλία. Αυτό συμβαίνει κι ανάμεσα στους Ηπειρώτες και στους άλλους απ' τις περιοχές του Μοναστηριού.
Όταν τους μπερδεύω, το καταλαβαίνω συνήθως αργά· γιατί έχω τόση πεποίθηση πάνω σ' αυτό το ζήτημα, ώστε σπανίως ρωτώ. Κατά βάθος βέβαια αυτό δεν είναι σφάλμα, είναι διαπίστωση.
Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου 'ρχεται ν' αγκαλιάσεις. Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου· μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι. Χαίρομαι να κοιτάζω τις αδρές και τίμιες φυσιογνωμίες τους, κι ανατριχιάζω βαθιά, όταν σκέφτομαι πως αυτός που μου μιλά είναι δικός μου άνθρωπος, της φυλής μου. Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα. Δεν έχει σημασία που δε γνώρισα ποτέ αυτή την πατρίδα ή που δε γεννήθηκα καν εκεί. Το αίμα μου από κει μονάχα τραβάει· εκτός κι αν είναι αληθινό πως ο άνθρωπος αποτελείται από αυτά που τρώει και πίνει, οπότε πράγματι είμαι αποδώ. Και πώς εξηγείται τότε όλη αυτή η λαχτάρα;
Γυρνώ μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς με δυνατή ευχαρίστηση. Θράκες, Χετταίοι, Φρύγες, όμορφοι Λυδοί, πάλι, θαρρείς, ανθούν ανάμεσά μας. Οι ίδιοι δεν ξέρουν βέβαια αυτά τα ονόματα· για μένα όμως είναι φορτωμένα μυστήριο και αγάπη. Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια.
Κι όμως τα τελευταία χρόνια έχουν κάνει το παν για να σκορπίσει η ομορφιά αυτή στους τέσσερις ανέμους. Οι εγκληματίες των γραφείων εκμεταλλεύτηκαν τη ζωηράδα τους και την αγνότητά τους. Τους εξώθησαν να σφάξουν και να σφαχτούν· να φαγωθούν, ιδίως μεταξύ τους. Τώρα φυσικά τρέμουν και προσπαθούν να τους ξεφορτωθούν με τη μετανάστευση. Πολύ αργά, νομίζω.
Κάθε φορά που φεύγω αποκεί, με χαιρετούν χωρίς να δείξουν παραξένεμα, αν και άγνωστοί μου άνθρωποι. Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους. Πάντως ποτέ τους δεν επιμένουν να με κρατήσουν στις συντροφιές τους.
Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες. Όταν ανάβει το κόκκινο και σταματούν τ' αυτοκίνητα, μου φαίνεται για μια στιγμή πως παύει εντελώς κάθε άλλος θόρυβος. Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν. Κι όμως βλέπω πως το πλήθος εξακολουθεί να περπατά, να κουβεντιάζει ή να γελάει. Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως στο κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες. Τώρα που δεν εμποδίζουν οι μηχανές, ακούω χιλιάδες βήματα στο πλακόστρωτο. Μου 'ρχεται να καμπυλώσω τη ράχη μου για να περάσει χωρίς εμπόδια αυτό το ποτάμι. Της Γονατιστής, όταν περνάει από πάνω μου το βουβό ποτάμι των προγόνων, γονατισμένος πάνω στα καρυδόφυλλα, σκύβω βαθιά στο χώμα, για να μη βγάλουν οι ψυχές εξαιτίας μου τον παραμικρότερο παραπονιάρικο βόμβο.
Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς· στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι' αυτούς. Ούτε μικροδιαφορές δεν υπάρχουν καν μεταξύ μας. Ο ένας αποφεύγει τον άλλο, όσο μπορεί. Μα κι αν τύχει να σου μιλήσουνε, κρύβουν συνήθως τα πραγματικά τους στοιχεία σα να 'ναι τίποτε κακοποιοί. Το ιδανικό, η τελευταία λέξη του πολιτισμού, είναι, λέει, να μην ξέρεις ούτε στη φάτσα τον γείτονά σου. Πονηρά πράγματα βέβαια· προφάσεις πολιτισμού, για να διευκολύνονται οι αταξίες.
Γι' αυτό ζηλεύω αυτούς που βρίσκονται στον τόπο τους, στα χωράφια τους, στους συγγενείς τους, στα πατρογονικά τους. Τουλάχιστο ας ήμουν σ΄ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.
Πόλη νεωτερική...
Σκοτεινός Βαρδάρης
(απόσπασμα)Στις 10 Μαΐου 1913 η ομάδα του ανθρωπογεωγράφου Ζαν Μπρυν φτάνει με το Οριάν Εξπρές στη Θεσσαλονίκη και καταλύει στο ξενοδοχείο ‒ για λόγους που εξυπηρετούν αυτήν τη μυθιστορία ‒ Σπλέντιτ Παλάς. Το πρωί της ενδεκάτης Μαΐου, το ατμόπλοιο των γαλλικών ναυτιλιακών γραμμών Messageries Maritimes Γουσταύος Φλωμπέρ, που εκτελεί το δρομολόγιο Μασσαλίας-Θεσσαλονίκης δύο φορές την εβδομάδα, μπαίνει στο λιμάνι του Θερμαϊκού κόλπου. Η θέα είναι πανοραμική. Προκαλεί και προσκαλεί την όραση σ’ ένα παιχνίδι χρωμάτων και εντυπώσεων.
Τι θα μπορούσε να κρατήσει το βλέμμα ενός φωτογράφου από αυτή την καινούργια πόλη; Αν κρίνω από τις φωτογραφίες που ο Ωγκύστ Λεόν θ’ αρχίσει να τραβά ακριβώς την επομένη της άφιξής του στη Θεσσαλονίκη, το βλέμμα του συγκρατεί περισσότερο τη λεπτομέρεια παρά το σύνολο, έλκεται από την εκφραστικότητα και όχι από τη θεαματικότητα, από τη διάθλαση του φωτός ‒που απλόχερα του προσφέρει η βαλκανική παραθαλάσσια πολιτεία ‒, παρά από τη διάχυσή του, από τις ανθρώπινες φιγούρες και τα πρόσωπά τους, σκιασμένα τις περισσότερες φορές, παρά από τα τοπία. Την ώρα που το Γουσταύος Φλωμπέρ έμπαινε στον Θερμαϊκό, ο Γάλλος φωτογράφος πρέπει να ένιωσε βαθιά μέσα στο αδηφάγο βλέμμα του τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στο εκτυφλωτικό μεσογειακό φως της Προβηγκίας και σε τούτο που μόλις ανέβαινε πίσω από τον Χορτιάτη μέσα σε μια αχλή ή και αραιή ομίχλη ‒ δεν ξεχώριζες ακριβώς ‒, πάντως μέσα σε κάτι που το έκανε να μοιάζει μάλλον νοτισμένο και θολό, άρα φευγαλέο, άπιαστο. Μπορεί και να ταράχτηκε ο νεαρός Προβηγκιανός, καθώς ένιωσε τη γητειά να απλώνεται, να έρχεται προς το μέρος του, αντέδρασε όμως σχεδόν αμέσως γνωρίζοντας πως το βλέμμα του σύντομα θα είχε τη δύναμη να την αιχμαλωτίσει.
Προς το παρόν, πάντως, είμαστε εμείς που βλέπουμε τον Ωγκύστ Λεόν και όχι εκείνος εμάς. Και τον βλέπουμε να μπαίνει στη μικρή λέμβο που τον μεταφέρει από το γαλλικό ατμόπλοιο στην αποβάθρα. Τον παρακολουθούμε να αποβιβάζεται κρατώντας τις δύο βαλίτσες του. Τη μικρή, αλλά δυσανάλογα βαριά, ξύλινη, και την πολύ ελαφρότερη, αν και μεγαλύτερη, υφασμάτινη. Επιτέλους, έφτασε στη “Salonique”. Η αποβάθρα είναι γεμάτη κόσμο, αλλά τι κόσμος είναι αυτός; Ο φωτογράφος μας εστιάζει γρήγορα το βλέμμα του σε φυσιογνωμίες και ενδύματα, το ένα διαφορετικό από το άλλο. Βλέπει τα καλυμμένα με μαντίλες πρόσωπα και δίπλα τους τα ευρωπαϊκά καπέλα, περιεργάζεται τα μακριά καφτάνια και δίπλα τους τα κομψά ευρωπαϊκά ρούχα τα ραμμένα σύμφωνα με την τελευταία λέξη της παριζιάνικης μόδας• το βλέμμα του στέκεται στις μακριές γενειάδες και πιο κει στα καλοσχηματισμένα μουστάκια, πιο πολύ όμως από το βλέμμα ερεθίζεται η ακοή του. Μιλάνε όλοι μαζί, αλλά δεν λένε τίποτε ίδιο, ή τουλάχιστον έτσι του φαίνεται εκείνου: εδώ πιάνει κάτι λέξεις τουρκικές, που σε δυο λεπτά αντιγυρίζουν σε κάτι τραγουδιστό που του φαίνεται κάπως πιο οικείο, λατινικά, ας πούμε. Δεν προλαβαίνει να σκεφτεί και έρχονται άλλες λέξεις με αρκετά φωνήεντα και βαριά σύμφωνα ‒ να είναι ελληνικά; ‒, αλλά να!, επιτέλους το αυτί του μεταφέρεται στην Ευρώπη, στην πατρίδα του, αυτά αναμφισβήτητα είναι γαλλικά: «Monsieur Léon, monsieur Léon», κάποιος τον φωνάζει.
Γυρίζει. Μα βέβαια!, είναι ο Ζυλ, το παιδί για όλες τις δουλειές, έρχεται προς το μέρος του μ’ εκείνες τις αστείες κινήσεις του και ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά• είναι η συμπάθειά του, το ξέρει, μόλις βρει λίγο χρόνο, τρέχει και στήνεται δίπλα του, θέλει να γίνει φωτογράφος, όλο ερωτήσεις και απορίες είναι, κι εκείνος, παρ’ όλο που τον κουράζει μερικές φορές, του τις λύνει. Νάτος, λοιπόν, ο μικρός Ζυλ! Έφτασε, αφού έδωσε αρκετές σκουντιές και αγκωνιές, εντελώς ασύμβατες προς την πατροπαράδοτη γαλατική ευγένεια.
Στο κάδρο μας τώρα, ο Γάλλος φωτογράφος με τον μικρό, κατάξανθο Νορμανδό που ήδη έχει σηκώσει και τις δύο αποσκευές του, τη βαριά και την ελαφριά, και του λέει, του λέει, του λέει. Για το δικό τους ταξίδι με το Οριάν Εξπρές, για τις γλυκές, όπως τις ονόμαζαν όλοι στην αποστολή, μικρές ιδιοτροπίες του κυρίου Μπρυν, άσε πια για την πόλη: «Αυτή δεν είναι πόλη, monsieur Léon», τον ενημέρωσε ο μικρός Ζυλ, «είναι “salade macédoine”. Πώς είναι έτσι τόσο ανακατωμένα όλα εδώ πέρα; Μέχρι και βασιλιάδες δολοφονούν εδώ• μάθαμε πως πριν δύο μήνες σκοτώσανε το βασιλιά τους, ακόμη δεν τον είχανε αποκτήσει καλά-καλά και τον ξαποστείλανε μια και καλή. Αλλά έχει, μας είπανε, κάτι καφέ σαντάν, monsieur Léon… Κάτι καφέ σαντάν!».
Καθώς τους βλέπουμε ν’ απομακρύνονται στο βάθος του κάδρου, πάντα με την ευγενική βοήθεια του νεαρού Νορμανδού, δηλαδή με σκουντιές και αγκωνιές για να ανοίξει δρόμο μέσα στο πολύβοο και πολύχρωμο πλήθος της “salade macédoine”, εικάζουμε πως μέσα σε μια μέρα που η ομάδα του Ζαν Μπρυν βρισκόταν στην πολυπόθητη πόλη, ο φιλοπερίεργος νεαρός είχε καταφέρει να πληροφορηθεί και για άλλους χώρους ψυχαγωγίας, αν και γνώριζε από άλλες αποστολές πως, όταν αρχίσει η δουλειά, δεν υπάρχει χρόνος ούτε για μια απλή βόλτα. Έτσι ο φωτογράφος έμαθε για την ύπαρξη θεάτρων και κινηματογράφων οι οποίοι μάλιστα πρόβαλλαν και τελευταίας εσοδείας έργα: «Άκου να δεις! Το περιμένατε αυτό, κύριε, εδώ; Τι μυστήρια πόλη είναι αυτή! Κάτι θα ξέρει ο κύριος Μπρυν που μας έφερε στο τέρμα Θεού να τραβήξουμε φωτογραφίες. Ε; Τι λέτε κι εσείς;».Χουζούρη Έλενα, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004², σελ. 175-178.
Η πόλη σαν μωσαϊκό...
«Η Θεσσαλονίκη της ψυχής μου»
Μια πόλη, μια κοσμόπολη σαν τη Θεσσαλονίκη, μοιάζει με μωσαϊκό. Η κάθε ψηφίδα του έχει άλλο χρώμα, άλλο σχήμα, άλλη προέλευση: προέρχεται από μια διαφορετική εποχή ή από μια διαφορετική παράδοση. Όλες αυτές οι ψηφίδες μαζί, ετερόκλητες, φτιάχνουν μια πολύπλοκη σύνθεση που έχει, ωστόσο, τη λογική της.
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης, η λεγόμενη πυρίκαυστη ζώνη, εκφράζει -με το πολεοδομικό της σχέδιο που ενέκρινε η κυβέρνηση Βενιζέλου αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917- την ελληνική φυσιογνωμία της πόλης: ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου αστικού σχεδιασμού και συνάμα χρωματίζεται έντονα από τις μνήμες της βυζαντινής κληρονομιάς.
[…]
Η παλιά πόλη, η Άνω Πόλη, διατηρεί τη δική της, παραδοσιακή λογική. Η ρυμοτομία της υπακούει στις ανάγκες άλλων, παλιότερων εποχών. Οι δρόμοι της ακολουθούν τις κλίσεις του εδάφους και διακλαδίζονται σε σχέση με τα κυρίαρχα σημεία αναφοράς: τις εκκλησίες ή τα τζαμιά, τα τείχη, το νερό.
Το νοτιοανατολικό μέρος της πόλης, παράλληλα προς τη θάλασσα, μαρτυρεί τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της στα τέλη του 19ου αιώνα. Στους Πύργους κατοικούσαν οι μεγαλοαστοί, ανεξάρτητα από θρησκευτικές ή εθνικές διακρίσεις: Τούρκοι, Εβραίοι, Έλληνες και Φράγκοι, με κοινό χαρακτηριστικό τους τη μεγάλη περιουσία και το κοινωνικό κύρος.
Σήμερα οι Πύργοι δεν υπάρχουν πια. Στη θέση τους χτίστηκαν οι πολυκατοικίες που στέγασαν τους εσωτερικούς μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου και έδωσαν στη Θεσσαλονίκη τη σημερινή της φυσιογνωμία: ενός μεγάλου αστικού κέντρου, ασφυκτικά δομημένου, μικρόψυχα σχεδιασμένου, με μόνη διέξοδο της φαντασίας τη θάλασσα και τα καταπράσινα πάρκα κατά μήκος της Νέας Παραλίας.
[…]
Η παραπάνω εικόνα της Θεσσαλονίκης δεν είναι πλήρης. Είναι η μνήμη μιας Θεσσαλονικιάς που γεννήθηκε δίπλα στην πλατεία της Αγίας Σοφίας, στην οδό Πρασακάκη 12, και μεγάλωσε στη συνοικία της Αγίας Τριάδας, δίπλα στον κινηματογράφο Πατέ και στο αγίασμα της Αγίας Σολωμονής. Πολύ αργότερα, στην ωριμότητά μου και ανεξάρτητα από τον σημερινό τόπο κατοικίας μου, ανακάλυψα τις δυο φτερούγες της πόλης μας, τις ανατολικές και τις δυτικές συνοικίες της (τώρα δήμους ξεχωριστούς) - τις ανακάλυψα και τις ενσωμάτωσα στη Θεσσαλονίκη της ψυχής μου, στη νοητή εικόνα της πατρίδας μου που κουβαλώ πάντοτε μαζί μου, όταν έμαθα την ιστορία των ανθρώπων τους: των προσφύγων του 1922.
Στο σχολείο δεν έμαθα τίποτε για τους πρόσφυγες. Ούτε στο Πανεπιστήμιο. Κι όταν άρχισα να διδάσκω Ιστορία στο Γυμνάσιο, στο εγχειρίδιο της εποχής η Μικρασιατική καταστροφή αναφερόταν ως ένα ατυχές πολεμικό γεγονός με δράστες τους στρατιωτικούς γι' αυτό και αναγράφονταν με πολλή προσοχή όλα τα ονόματα, θυμάμαι, των διοικητών των μεραρχιών κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ούτε λέξη για το διωγμό και την προσφυγική εμπειρία. Πώς να ξέρω ότι οι πρόσφυγες ήταν δίπλα μου; ότι η Θεσσαλονίκη, εκτός από ελληνιστική και βυζαντινή πόλη και μεγάλο βαλκανικό και μεσογειακό λιμάνι ήταν, επίσης, και η «μητέρα των προσφύγων», όπως την ονόμασε ο αλησμόνητος Γιώργος Ιωάννου;
Στην είσοδο της πόλης από τα ανατολικά υπάρχει μια πινακίδα που γράφει: «Οι Θεσσαλονικείς σας καλωσορίζουν». Κάθε φορά που την προσπερνώ αναρωτιέμαι: -Ποιοι είναι οι Θεσσαλονικείς; Και ποια είναι η σχέση τους με το περιβάλλον της πόλης, το φυσικό και το ιστορικό; Το αισθάνονται σαν «πατρίδα» ή απλώς το κατοικούν κι έχουν τα μάτια τους στραμμένα αλλού, εκεί όπου βρίσκεται το νήμα της παράδοσής τους; Οι πρόσφυγες, οι εσωτερικοί μετανάστες αισθάνονται, αλήθεια Θεσσαλονικείς;
Το ερώτημα της «συνείδησης», της «ταυτότητας» των ανθρώπων βρίσκεται από χρόνια στο κέντρο της μελέτης των κοινωνικών επιστημών. Χρόνια τώρα κι εγώ προσπαθώ να καταλάβω το συναφές φαινόμενο της προσαρμογής: πώς βολεύονται οι άνθρωποι στο ξένο περιβάλλον όπου τους έριξε η μοίρα τους; Πώς οι ξεριζωμένοι δημιουργούν καινούργιες ρίζες και πώς αλλάζει, στο πέρασμα του χρόνου, ο τρόπος και η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου κάτω από την επίδραση των νεόφερτων;
Τα ερωτήματα αυτά με οδήγησαν στη μελέτη των προσφύγων. Μελετάμε, με τους φοιτητές μου, την προσφυγική εμπειρία του 1922, στη μεγάλη της διάρκεια: από την πρώτη γενιά, που έζησε το διωγμό, στη δεύτερη, που έζησε την καταφρόνια (τα «προσφυγάκια» ήταν, στο σχολείο και τη γειτονιά, δακτυλοδεικτούμενα) ως την τρίτη γενιά, που δίκαια περηφανεύεται για την προσφυγική της καταγωγή. Το επίσημο ελληνικό κράτος μόλις πριν από ένα χρόνο, το 1986, καθιέρωσε ως «εθνική ημέρα μνήμης» την 14η Σεπτεμβρίου, ημέρα της καταστροφής της Σμύρνης και ορόσημο του διωγμού.
[…] Η πόλη μας, σαν μεγάλο λιμάνι, ήταν πάντοτε ένα μωσαϊκό φυλών και παραδόσεων που, μολονότι συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο, ζούσαν τη δική τους, ξεχωριστή ζωή μέσα στις κλειστές τους κοινότητες - όπως το επέβαλλε το διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τους πρόσφυγες δεν έγινε το ίδιο πράγμα: μέσα σε μια Θεσσαλονίκη ελληνική, οι διαφορές τους με τον ντόπιο πληθυσμό δεν ήταν τόσο μεγάλες ώστε να εμποδίσουν την ενσωμάτωσή τους. Αντίθετα, πιστεύω, τον ευνόησαν, και θα εξηγήσω το γιατί.
Η ιδεολογία του εθνικού κράτους, έτσι όπως διαμορφώθηκε το 19ο αιώνα, απαιτούσε τη δημιουργία μιας ενιαίας «εθνικής» συνείδησης, που ανέλαβε να την καλλιεργήσει το σχολείο. Στο όνομα της ομοιομορφίας της «εθνικής»αυτής συνείδησης ισοπεδώθηκαν όλες οι πατροπαράδοτες «τοπικές» παραδόσεις και έσβησε εκείνη η θαυμαστή πολυμορφία του πολιτισμού - από την οποίαν γεννήθηκε, ωστόσο, το εθνικό κράτος. Ίσως να ήταν αδήριτη πολιτική ανάγκη η θυσία της τοπικής πολυμορφίας στο βωμό της εθνικής ενότητας, ίσως και να μην ήταν. Άργησαν πάντως πολύ οι κοινωνικές επιστήμες να παραδεχτούν, στο θεωρητικό επίπεδο, ότι οι διαφορές στους κόλπους μιας κοινωνίας συντείνουν στην ανάπτυξη - και όχι στην κρίση και την αποδιοργάνωση του πολιτισμού της.
Η προσαρμογή των δικών μας προσφύγων του 1922 στον εθνικό κορμό δεν έγινε στο όνομα της αφομοίωσης και της ισοπέδωσης, αλλά της ιδιαιτερότητας. «Εμείς οι Πόντοι», «Εμείς οι Μικρασιάτες», «Εμείς οι Αϊβαλιώτες»…
Οι πρόσφυγες δεν θέλησαν να ξεχάσουν τις παραδόσεις τους.
Οι δεκάδες προσφυγικοί σύλλογοι της Θεσσαλονίκης το πιστοποιούν.
Μετάβαση στο σημείο: Συλλογική μνήμη και η ταυτότητα της πόλης