Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣυλλογική μνήμη και η ταυτότητα της πόλης Η πόλη χάνει τους μουσουλμάνους της
«Η πόλη μας, σαν μεγάλο λιμάνι, ήταν πάντοτε ένα μωσαϊκό φυλών και παραδόσεων», γράφει η Κυριακίδου. Κι αναμφίβολα απ’ αυτό το μωσαϊκό δεν πρέπει να αποκλείσουμε το μουσουλμανικό στοιχείο. «Στην τούρκικη συνοικία συναντούμε μερικά βρώμικα παιδιά – αλλά με κάτι μάτια που θα λιώνανε ακόμα και πέτρα» (A. Goff – Hugh A. Fawcett). Λίγα χρόνια αργότερα οι γειτονιές αδειάζουν απ’ τα μάτια αυτά – το λιμάνι και ο σιδηροδρομικός σταθμός γεμίζουν από μουσουλμάνους που αναχωρούν. Οι μιναρέδες καταστρέφονται. Η Θεσσαλονίκη αποκτά εθνοτική και θρησκευτική ομοιογένεια. Και οι μουσουλμάνοι του σήμερα; Αυτοί οχυρώνουν την προσευχή τους πίσω από λευκά σεντόνια και έγχρωμα χαλιά.
Μουσουλμάνοι πρόσφυγες...
Σκοτεινός Βαρδάρης
(απόσπασμα)Σεπτέμβριος 1913. Παρότι είχε πια τελειώσει ο πόλεμος, ο Ωγκύστ Λεόν τον συναντούσε παντού, καθώς το Οριάν Εξπρές διέσχιζε το μέχρι πρότινος οθωμανικό βιλαέτι της Μακεδονίας. Από το παράθυρο έβλεπε, κάθε λίγο και λιγάκι, εγκαταλελειμμένα οχυρά, κατεστραμμένα πυροβόλα, ανατιναγμένα από τις οβίδες οχυρώματα, καμένα χωριά, καραβάνια ξεσπιτωμένων ανθρώπων που πήγαιναν, Κύριος οίδεν, πού. Ο Γάλλος φωτογράφος έβαζε μια καινούργια λέξη στη ζωή του: πρόσφυγες. Και επέστρεφε στα Βαλκάνια για τρίτη φορά, να κάνει φωτογραφία, αμετακίνητη μέσα στο χρόνο, αυτήν ακριβώς τη λέξη.
«Η τρίτη σας αποστολή εις τα Βαλκάνια, κύριοι, έχει ως στόχον κυρίως να φωτογραφίσετε τους πρόσφυγας. Διότι τώρα πλέον μετά την Συνθήκην του Βουκουρεστίου, πρόσφυγες μετακινούνται εις ολόκληρον την περιοχήν», τους ανακοίνωσε ο Αλμπέρ Καν μιλώντας, όπως πάντα, ήρεμα, καθησυχαστικά· αποφασιστικά. Είμαστε σε θέση να καταλάβουμε γιατί ο Αλσατός μεγαλοτραπεζίτης επικεντρώνει το ενδιαφέρον της τρίτης αποστολής στα Βαλκάνια στους πρόσφυγες. Αυτήν τη φορά θέλει αυτές οι εικόνες να μη χαθούν μέσα στο χρόνο, να μην ξεχαστούν, να εγκατασταθούν για τα καλά στη μνήμη όλου του κόσμου, να γίνουν κι αυτές Ιστορία, από την οποία βεβαίως οι άνθρωποι, όπως θα αποδειχτεί σύντομα, δεν θα διδαχτούν τίποτε, αυτό όμως δεν θέλει να το πιστεύει ο ρομαντικός μας ήρωας. Από τον Μισέλ Ζαρρύ, από τους φίλους του στο Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και από τις ανταποκρίσεις των εφημερίδων έχει όλες τις πληροφορίες ο Αλμπέρ Καν.
«Καραβάνια προσφύγων φεύγουν από τον τόπο τους και πηγαίνουν ούτε κι αυτοί ξέρουν πού. Σου σφίγγεται η ψυχή να τους βλέπεις. Έχουν στοιβάξει ό,τι μπορούσαν σε κάρα που τα σέρνουν αγελάδες ή κάτι ψωράλογα, και τραβούν στο άγνωστο. Οικογένειες ολόκληρες με βυζανιάρικα παιδιά! Κι όχι τίποτ' άλλο, το καλοκαίρι φεύγει, όπου να 'ναι θ' αρχίσουν βροχές, κρύα, τι θα γίνει όλος αυτός ο κόσμος; Κι ας μη με ρωτήσουν ποιοι είναι. Ό,τι θέλεις είναι: χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Έλληνες, Σέρβοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Τσιγγάνοι. Αδειάζουν ολόκληρες περιοχές, εγκαταλείπονται πόλεις· η Στρώμνιτσα και το Μελένικο, είναι δυο πόλεις που μου έρχονται πρόχειρα στο νου. Όλος ο ελληνικός πληθυσμός τις εγκατέλειψε, μόλις παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία· και οι μουσουλμάνοι το ίδιο. Αυτούς τους τελευταίους τους συνάντησα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Απερίγραπτες εικόνες εξαθλίωσης, αγαπητέ μου. Ωραία άρχισε ο Εικοστός αιώνας! Μήπως πρέπει να ντρεπόμαστε λιγάκι;» αφηγείται στον Αλσατό μεγαλοτραπεζίτη και εξίσταται ένας από τους εμπορικούς πράκτορες της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη· δεν έχει πολλές ημέρες στο Παρίσι και είναι πηγή πληροφοριών από πρώτο χέρι.
[…]
Γύρω στις έντεκα το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1913, η γαλλική φωτογραφική αποστολή με τον Ζαν Μπρυν επικεφαλής είχε μια σημαντική συνάντηση στο κτίριο που είχε σχεδιάσει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Βιταλιάνο Ποζέλι το 1891 για να το χρησιμοποιούν ως κονάκι τους οι Οθωμανοί της πόλης, ως διοικητήριο, δηλαδή. Σε αυτό το κτίριο, για το οποίο δικαίως περηφανεύονταν οι Οθωμανοί, στεγάζονταν και οι ελληνικές αρχές της πόλης.
Μια άμαξα οδηγεί τους Γάλλους στο κονάκι. Οι δρόμοι που διασχίζουν οι άνθρωποί μας δεν τους είναι άγνωστοι: από την παραλιακή στρίβουν στη Σερβρή Πασά, όλο επάνω, περνούν τον Φαρδύ Δρόμο, που αυτή την ώρα έχει πολλή κίνηση, κινούνται ακόμη δεξιότερα, επάνω, και να το το όμορφο αρχιτεκτόνημα του Ποζέλι μπροστά τους, δεσπόζει με τη λευκή φινέτσα του. Δυτικοευρωπαϊκός αέρας φυσάει γύρω τριγύρω, άμαξες περιμένουν λίγο πιο πέρα, ένα Φορντ του 1911 έχει κάνει την εμφάνισή του, κόσμος μπαινοβγαίνει, κάθε εθνικότητας και θρησκεύματος, ένα άγημα Κρητικών χωροφυλάκων στέκεται κοντά στην είσοδο: «Αυτή είναι η Σαλονίκη», σκέφτεται ο Γάλλος φωτογράφος και νιώθει πάλι εντονότατη την επιθυμία να αρχίσει να τραβά φωτογραφίες. Η άμαξα όμως έχει σταματήσει μόλις, και ένας ένας κατεβαίνουν.
Ο άνθρωπος που τους περιμένει είναι γνώριμός τους, ο Νικόλαος Τσώπρος, Έλληνας διερμηνέας στο Προξενείο της Γαλλίας. Τους οδηγεί στον επάνω όροφο, στο Γραφείο του εκπροσώπου του Βασιλείου της Ελλάδος και της κυβέρνησης στην Αθήνα, Κωνσταντίνου Ρακτιβάν· εκεί βρίσκεται και ο Γάλλος υποπρόξενος, ο Τουρκέ ντε Μπωρεγκάρ.
Από τον Έλληνα εκπρόσωπο ακούς, Ωγκύστ, πως στο Μελένικο δεν έχει μείνει κανένας Έλληνας. Ακούμε κι εμείς μαζί σου: «Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στο Ντεμίρ Χισάρ, το Σιδηρόκαστρο, από τις 27 Ιουνίου, οπότε ο ελληνικός στρατός εκδίωξε τον βουλγαρικό», συνεχίζει. «Στο Μελένικο ανθούσε, από κάθε άποψη, το ελληνικό στοιχείο», τους είπε ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν στα ελληνικά με μεταφραστή τον Νικόλαο Τσώπρο· «εκεί λειτουργούσε τυπογραφείο από το 1843, ο κύριος Νικόλαος Χρηστομάνος, από το Μελένικο κι αυτός, είχε εκδώσει την εφημερίδα Ερμής, εδώ, στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του περασμένου αιώνα. Ο κύριος Τσώπρος με έχει ενημερώσει για τους πρόσφυγες αυτούς οι οποίοι ξεριζώθηκαν αδίκως από την πόλη τους, αλλά έτσι είναι οι συμφωνίες κορυφής, κύριοι: απαιτούν αμοιβαίες υποχωρήσει και ισορροπίες». Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν αναφέρθηκε στους μουσουλμάνους πρόσφυγες: «Αυτοί, αγαπητοί μου, είναι, τολμώ να πω, σε άθλια κατάσταση, έχουν στήσει καταυλισμούς στην περιοχή η οποία εκτείνεται πέραν των τειχών της πόλεως, έχουν έρθει κυρίως από τη Στρώμνιτσα, δεν είμαι σίγουρος για το πού πηγαίνουν, αν και οι ίδιοι δείχνουν να το γνωρίζουν. Μερικοί από αυτούς έχουν έρθει μέσα στην πόλη, αν πάτε στην περιοχή του Ιπποδρομίου θα δείτε τα συσσίτια τα οποία έχουν οργανώσει φιλόπτωχες Ελληνίδες. Πάντως, οποιαδήποτε βοήθεια χρειαστείτε, κύριοι, οι ελληνικές αρχές θα είναι στη διάθεσή σας», ολοκλήρωσε ευγενικά ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης.
Χουζούρη Έλενα, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004, σελ. 255-256, 262-264.
Πάμε πίσω στο σπίτι μα...
Μπαϊρί Μουκαντές
(μαρτυρία)Ο πατέρας μου Αχμέτ Μπέη είχε ζαχαροπλαστείο στην περιοχή του Κιναρλί στη Θεσσαλονίκη, κοντά στο σπίτι του Μουσταφά Κεμάλ. Η καλύτερή μου φίλη στη γειτονιά ήταν η Ταρασία, μία ελληνοπούλα που πέθανε σε παιδική ηλικία. Ακόμα θυμάμαι την κηδεία της Ταρασίας, να παρακολουθώ την οικογένεια που φιλούσε τα εικονίσματα και να λέω στον εαυτό μου ότι δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Θυμάμαι την Ταρασία κάθε φορά που τα εγγόνια μου φέρνουν μία κούκλα. Η μητέρα μου έλεγε ότι τα πηγαίναμε καλά με τους Έλληνες γείτονες και ότι έκλαψαν όταν φύγαμε. Όσο για τον πατέρα μου ήταν ένας μεγαλόσωμος, δυνατός άνδρας αλλά έχασε τα λογικά του όταν αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι και το μαγαζί που είχε μόλις χτίσει στη Θεσσαλονίκη. Όταν το πλοίο μας έφτανε στο Σελιμπασά στην ακτή της Τουρκίας, γύρισε στη μητέρα μου και της είπε: «πάμε τώρα πίσω στο σπίτι μας».
Για τα νέα τζαμιά της ...
«Για τα νέα τζαμιά της Θεσσαλονίκης»
Οι φωτογραφίες του Αλέξανδρου Αβραμίδη αποτυπώνουν στιγμές καθημερινότητας μουσουλμάνων που ζουν στη Θεσσαλονίκη. Οι τελευταίοι επιτελούν μέρος του τελετουργικού της θρησκείας τους σε “δημόσιους” χώρους, είτε μέσα στο Πανεπιστήμιο είτε στην καρδιά της πόλης. Η αφάνεια αυτών των θρησκευτικών ημιδημόσιων-ημιιδιωτικών τόπων συνάρθρωσης μουσουλμάνων εντάσσεται στην έντονη προσπάθεια αποσιώπησης της παρουσίας τους στον ελλαδικό και ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Πρόκειται για πρακτική που ακολουθεί τις δυτικοευρωπαϊκές αντιλήψεις αποκλεισμού και υποτίμησης του μουσουλμάνου ως Άλλου, τις οποίες καλλιέργησε και καλλιεργεί συστηματικά ο οριενταλισμός και έρχεται τοπικά να τις υπερασπιστεί η αμφίσημη στάση του Έλληνα απέναντι στο έτερό του ήμισυ, τον Άλλο της Ανατολής. Υπό την απειλή των νέων μεταναστευτικών ροών που συνιστούν για τους Ευρωπαίους οι εξαθλιωμένοι της Ανατολής, οι οποίοι αναζητούν καλύτερη μοίρα στη Δύση, ο ελληνικός ελληνορθόδοξος εθνικισμός αναβαπτίζεται στο πνεύμα του δυτικού οριενταλισμού. Οι Νεοέλληνες, πιεζόμενοι από τις κρίσεις του καπιταλισμού, μιμούνται ακόμη και τον φόβο των Δυτικοευρωπαίων, στρεφόμενοι εναντίον των μεταναστών, κυρίως των μουσουλμάνων. Οι εμπειρίες της διαπολιτισμικής ιστορικής συνύπαρξης χριστιανών και μουσουλμάνων στο νότιο άκρο της Ευρώπης ξεχνιούνται, ενώ επισήμως αποσιωπώνται και απωθούνται ακόμα και η υλικότητα και η ορατότητα των λατρευτικών χώρων του βαλκανικού Ισλάμ. Η «πολιτισμική οικειότητα» των ανθρώπων που μεγάλωσαν και ζουν ανάμεσα σε μουσουλμανικά μνημεία της πόλης, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη, μετατρέπεται σε ξενότητα μέσα από το ηγεμονικό φίλτρο των στερεοτύπων που παράγουν θεσμικά η κυρίαρχη εθνικιστική κουλτούρα και, τα τελευταία χρόνια, οι ειδήσεις των οκτώ.
[…]
Υπάρχουν ακόμη περιθώρια διαφοροποίησης και βελτίωσης των σχέσεών μας με τους αποκλεισμένους Άλλους, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Για τους πρώτους απαιτείται κριτική αποτίμηση σε ιστορικό πλαίσιο, η οποία θα οδηγήσει στον καταλογισμό των ηγεμονιών του παρελθόντος και την ανάληψη των ευθυνών του παρόντος. Σε εθνικό επίπεδο, η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί σε συστηματική καλλιέργεια κριτικής σκέψης και αυτογνωσίας. Όχι μόνο για την εκ νέου ανακάλυψη του Άλλου, του μουσουλμάνου, του Εβραίου και των άλλων μειονοτικών, αλλά για τον επαναπροσδιορισμό της ελληνικότητάς μας όχι απαραίτητα και αποκλειστικά σε σχέση με την Ευρώπη. Το βαλκανικό Ισλάμ, πριν από τους εθνικισμούς, συνιστά παράδοση θρησκευτικού συγκερασμού και ανοχής πάνω στην οποία μπορούν να στηριχθούν οι νέες πρακτικές ανεκτικότητας και διαπολιτισμικής συνύπαρξης, παλαιών και νέων πολιτών, σε όλον τον βαλκανικό χώρο. Πρόκειται για πρακτικές αυτογνωσίας που ακολουθούν με επιτυχία και άλλες χώρες.
Προκειμένου να ατενίσουμε την πολυχρωμία του μέλλοντος χωρίς κόμπλεξ και προκαταλήψεις, θα πρέπει να απεξαρτηθούμε από την πολλαπλά βιωμένη πολιτισμική ιεραρχία της ευρωπαϊκής και εν γένει δυτικής ηγεμονίας. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» της πολιτισμικής μας οικειότητας στις συνθήκες συνύπαρξής μας με τους διαφορετικούς ιστορικούς μας συνοδοιπόρους, θα μπορούσαμε να εξοικειωθούμε και πάλι με τους χώρους και τις πρακτικές των Άλλων, προωθώντας την τοπική αντί της νεο-ισοπεδωτικής παγκοσμιοποιημένης αισθητικής του Ισλάμ. Η Θεσσαλονίκη, μια πόλη με ιστορικά τζαμιά, σούφικους τεκέδες και οθωμανικό χαμάμ, μπορεί να ηγηθεί του εγχειρήματος.Τσιμπιρίδου Φωτεινή, «Για τα νέα τζαμιά της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονικέων Πόλις, τχ. 12/35, Μάρτιος 2011, Φωτογραφίες Αλέξανδρος Αβραμίδης, σελ. 48 – 53.
Μετάβαση στο σημείο: Συλλογική μνήμη και η ταυτότητα της πόλης