Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΣυλλογική μνήμη και η ταυτότητα της πόλης Συλλογική μνήμη : Ανάμνηση μέσα από τον τόπο, τη γλώσσα και τη θρησκεία
Πώς συγκροτείται η ιστορική μνήμη, πώς διατηρείται η συλλογική ταυτότητα μετά τον ξεριζωμό; Η ονοματοθεσία των κτιρίων και των δρόμων της Θεσσαλονίκης, η δημιουργία πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων, η διατήρηση των γλωσσικών ιδιωμάτων και της θρησκευτικής πίστης, είναι ορισμένοι από τους μηχανισμούς που επιστρατεύτηκαν ενάντια στη λήθη και παρουσιάζονται στην υποενότητα αυτή.
Οι καινούριοι τόποι...
Σαρηγιάννης Δημήτρης
(μαρτυρία)…Γενικά όλοι οι πρόσφυγες ψάχνανε να βρούνε γεωφυσικές συνθήκες αντίστοιχες με της χαμένης πατρίδας. Και όταν είδαν την Αρετσού, εδώ, αυτό τον βράχο, το πρανές αυτό και τον κόλπο, θεωρήσανε ότι μοιάζει με την πατρίδα και όταν πήγαμε και εμείς στην Αρετσού πρόσφατα, πράγματι έχει μια αναλογία η θέση, η τοποθεσία εδώ της Αρετσούς με εκείνη…
Για την Καλλίπολη...
Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά
(απόσπασμα)Έβρεχε τρεις μέρες ασταμάτητα. Σήμερα η υγρή πόλη ξύπνησε λάμποντας στον ήλιο. Χειμωνιάτικη λιακάδα ‒ απ’ τα πιο όμορφα πράγματα στη ζωή. Ο Δημήτρης κι ο Στράτος την απολάμβαναν στην παραλία. Η θάλασσα χρύσιζε πέρα ως πέρα. Κλειστή κι αυτή όπως κι η άλλη, της πρώτης πατρίδας, που σπάνια την πρόφεραν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σαν να είχαν γεννηθεί εδώ, στη Θεσσαλονίκη, πριν από εννέα μόλις χρόνια.
Το σήμερα, το τώρα, η ορμή της νιότης κάλυπταν τις πληγές. Απίστευτο κι όμως μπορούσαν ακόμη και να γελούν μ’ αυτές. Με την αμερικάνικη βοήθεια λόγου χάρη, που είχε καταντήσει τους πρόσφυγες καρναβάλια. Φορούσαν οι γιαγιάδες κόκκινα της φωτιάς, κοριτσάκια με τακούνια και να πλέει το πόδι τους, ο Στράτος είχε βρεθεί με δυο δεξιά παπούτσια κι άλλο σχέδιο το καθένα. Γυρνούσε τις γειτονιές πουλώντας ζαχαρωτά. «Κλάψτε, παιδάκια, να πάρετε πετειναράκια!» Κάθε μέρα σε διαφορετική γειτονιά, γιατί ποια μητέρα μπορούσε να διαθέσει πάλι ακόμη ολόκληρη δεκάρα. «Είχες προϋπηρεσία στα ζαχαρωτά εσύ! Θυμάσαι που στην Καλλίπολη έκλεβες γλυκά απ’ τη γιαγιά σου και τα πουλούσες στους φαντάρους;»
Έπρεπε ν’ αδειάσουν πολλά καραφάκια ούζο για ν’ ανεβεί στο στόμα τους η Καλλίπολη. Το λιγοστά ευτυχισμένα χρόνια ανάμεσα σε αλυσίδα από συμφορές. Αγαπημένο τους παιχνίδι ο πετροπόλεμος. Γειτονιά εναντίον γειτονιάς. Κατεβαίνανε στη θάλασσα να πλύνουν τα αίματα. Ώρες περνούσαν χαζεύοντας τ’ ατμόπλοια στο λιμάνι, που κουβαλούσαν λάδι, αποικιακά• κι έπειτα έφευγαν φορτωμένα του κόσμου τα καλά: στάρι, σουσάμι, κρασί, μαλλί, βαμβάκι, κουκούλια, όσπρια, ψάρια, σπόγγους ‒ ευλογημένη γη, ευλογημένη θάλασσα.
Η οικογένεια του Στράτου είχε μονάδα επεξεργασίας σφουγγαριών. Αυτά, μαζί με μια σειρά άλλα προϊόντα, τα εξήγε ο πατέρας του Δημήτρη σε Ευρώπη και Ρωσία.Μεγάλου – Σεφεριάδη Λία, Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 / 1999, σελ. 13-14.
H Παναγιά Ρευματοκρατό...
«Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα»
Στη μισοβυθισμένη μες στα χώματα Αχειροποίητο, σε μια γωνιά του νάρθηκα, βρίσκεται σχεδόν παραπεταμένη η Παναγία η Ρευματοκρατόρισσα. Κατεβαίνω αρκετά συχνά και την κοιτάζω πικρογελώντας για την κοινή κατάντια μας. Δε μοιάζει, βέβαια, με προσκύνημα αυτό που κάνω και το ξέρω καλά. Είναι πιο πολύ σαν μια επίσκεψη σε μια παλιά φιλενάδα της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, όπου πάω για να χαϊδευτώ και να κλαυτώ, μια κι έχουν λείψει προ πολλού εκείνες. Το κερί τ' ανάβω απλώς για να βλεπόμαστε καλύτερα. Κρυφοκοιταζόμαστε ώσπου να λιώσει κι ύστερα τη φιλώ στα πεταχτά και φεύγω. Τα συναισθήματά μας πάντοτε τα καταπιέζουμε στο σπίτι. Ώρες ώρες θαρρώ πως κάτι θέλει να μου μιλήσει. Αυτό και να γίνει δεν πρόκειται να το θεωρήσω για θαύμα.
Πολλές ιστορίες, πολλά ανέκδοτα και μυστικά, θα πρέπει να ξέρει για τους προγόνους μου. Αιώνες την προσκυνούσαν και την εμπιστευόταν στην πατρίδα. Εκεί, ήταν αρχόντισσα, είχε παλάτι δικό της, αυτοκρατορικό. Εδώ, μόλις και της επιτρέπουν να κουρνιάζει σ' αυτόν το νάρθηκα. Πάλι καλά που δεν την έστειλαν ακόμα σε κανένα μουσείο. Η προσφυγιά κι αυτηνής κι η δική μας ούτε έληξε ούτε πρόκειται ποτέ να λήξει. Χάσαμε τα σπίτια μας, τα παλάτια μας, κι ήρθαμε εδώ να παλεύουμε με τους σκληροτράχηλους ντόπιους, που αμέσως μας όρμηξαν.
Τη Ρευματοκρατόρισσα τη φέραν οι παππούληδές μου από μια πολιτεία της Προποντίδας. Την άρπαξαν μια Κυριακή πρωί και φύγαν πάνω στ' άλογα. Ο δεσπότης δεν πρόλαβε να βγάλει τ' άμφιά του, σαν ήρθε η είδηση πως έφταναν οι τσέτες. Πρόσταξε μοναχά τον κόσμο να πάρει αμέσως τα βουνά, κι αυτός, αφού τελείωσε όπως όπως τη λειτουργία, ανέβηκε στο άλογο και καλπάζοντας μες στα χρυσά τους πρόφταξε. Οι γέροι και τα γυναικόπαιδα έτρεχαν το κατόπι, γύρω τριγύρω έφερναν κύκλους τα παλικάρια, και δίπλα στο δεσπότη ένας παλίκαρος με την εικόνα αγκαλιά πήγαινε πάνω στ' άλογο. Κρύφτηκαν σ' ένα σπήλαιο βαθύ και γλίτωσαν απ' τους τσέτες, που πέρασαν απ' το διπλανό μονοπάτι. Στα μωρά είχαν δώσει μόκο, αφιόνι δηλαδή, κι έτσι δεν κλαίγαν. Ήταν έμπειροι σ' αυτά και από καιρό για όλα προετοιμασμένοι. Τη νύχτα κατέβηκαν κρυφά τα παλικάρια και πήραν κι άλλα πράγματα. Όπως τον Άγιο Γιώργη τον Αράπη κανένας δεν τον πρόλαβε, τον είχαν κάψει οι τούρκοι. Έκλαψε ο δεσπότης σαν το έμαθε και πήρε την απόφαση να τους οδηγήσει πια στην ελεύθερη πατρίδα. Σε δυο τρεις μέρες, τραβώντας συνεχώς κατά τα δυτικά, έφτασαν στον Έβρο και διάβηκαν σα λιτανεία το ρεύμα. Η Ρευματοκρατόρισσα συγκράτησε και πάλι το πολύ νερό.
Στη Σαλονίκη τους πιο πολλούς τους στρίμωξαν στην Αχειροποίητο ή εκεί γύρω. Οι τούρκοι είχαν μετατρέψει για αιώνες την τεράστια εκκλησιά σε τζαμί κι έτσι την είχαν μαγαρίσει. Μπορούσαν λοιπόν να τη μαγαρίσουν λιγάκι κι οι ανοικονόμητοι πρόσφυγες. Αυτοί, αφού έστησαν την εικόνα τους στη θέση του ιερού, χώρισαν με σεντόνια και κουβέρτες χώρους σαν δωμάτια κι άρχισαν να ζουν. Έρωτες, καβγάδες, ξυλοδαρμοί, γλέντια, χαρές και γεννητούρια, γίνονταν πίσω απ' τα κρεμασμένα σεντόνια, που τότε μόνο σηκώνονταν όλα, όταν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας το γεγονός. Στα καρναβάλια καίγονταν το πελεκούδι. Ως κι οι μπαγιάτηδες σαλονικιοί προσπαθούσαν να πάρουν μέρος. Ύστερα απ' όλα αυτά, ήταν βέβαια περιττό να ξαναγιαστεί η εκκλησία, πράγμα όμως που έγινε μεγαλοπρεπώς, μόλις πέταξαν από μέσα τους πρόσφυγες. Η εικόνα, φυσικά, απόμεινε αιχμάλωτη των ξένων παπάδων.
Τις ιστορίες αυτές τις έμαθα πολύ αργότερα από ένα πλήθος ανθρώπων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει πλέον εκλείψει. Εκτός απ' την εικόνα, σχεδόν τίποτε άλλο δεν απομένει από κείνη τη γενιά. Όσο την κοιτάζω, τόσο θαρρώ πως βλέπω στο πρόσωπό της τη γιαγιά μου. Έτσι θα ήταν, βέβαια , και η προγιαγιά μου. Οι άνθρωποι μοιάζουν στις δικές τους περιοχές. Είναι όμως νέα η εικόνα και όμορφη και στο δέρμα κεραμιδιά, σαν να βουτήχτηκε, πράγμα διόλου απίθανο, σε αιμάτινο ποτάμι. Πολλές σφαγές θρυλούνται στα παλιά τα χρόνια. Ο παππούς μου είχε μάθει απ' τον πρόπαππού μου και πάντα κοίταζε την πλάτη του αρνιού, προβλέποντας τα αίματα, τις πείνες και τις δίψες. Πήγαινε τότε κρυφά και το 'λεγε και παρακαλούσε γονατιστός τη Ρευματοκρατόρισσα. Όταν ένα λατρευτό μου πρόσωπο έκαμνε συνέχεια αιμοπτύσεις βαριές, τρέχοντας σαν τρελός για γιατρούς, πέρασα μια στιγμή και το 'πα στην εικόνα. Μα, ήταν αργά πια. Έτσι τρέχω πάντα στις δύσκολες ή τις χαρούμενες στιγμές και της τα λέω όλα. Κι όχι πως περιμένω καμιά βοήθεια. Τι να σου κάνει κι αυτή ενάντια στην παντοδύναμη μοίρα; Απλώς, νιώθω τη βαθιά ανάγκη να τα εμπιστευτώ σ' ένα δικό μου πρόσωπο, που ξέρει τη ρίζα μου και τη φύτρα μου κι ανησυχεί ίσως για ορισμένα καμώματά μου. Στους γάμους, τις κηδείες, και τα βαφτίσια πάντα τους συγγενείς δεν πρωτοθυμάται κανένας;
Μια μέρα, τώρα τελευταία, καθώς της παραπονιόμουν νοερά για την αφόρητη πια ερημιά μου, άκουσα μέσα μου σαν απάντηση ένα ποντιακό τραγούδι με ωραίο σκοπό:
Τυραννίουμαι και κλαίω
και κανέναν δεν το λέω.
Σ' έναν έμορφον κορτσόπλον
τα παράπονα μ' θα λέω.
Την είδα σαν να μου έγνεφε ενθαρρυντικά - ίδια η γιαγιά μου, που ως τα τελευταία της έλπιζε για δισέγγονα. «Δίκιο έχεις, ψιθύρισα. Καιρός και γα κορτσόπλον, πράγματι. Θα σβήσει το ρέμα μιας γενιάς ολόκληρης απάνω μου, έτσι όπως πάω».
H Καλαμαριά των Ποντίω...
Το δικό μας αίμα
(απόσπασμα)Αναμφίβολα, απ’ όλα τα προσφυγικά στοιχεία το πιο ζωντανό, αν και βαρύ κάπως σε όλα του, αποδείχτηκαν οι Πόντιοι. Ο μέγας συνοικισμός της Καλαμαριάς, η λαμπρή αυτή νέα ποντιακή πρωτεύουσα, όπου ζει όσο πουθενά αλλού το Βυζάντιο και η Τραπεζούντα, όπως στον Μοριά η κλεφτουριά και το Εικοσιένα και όπου η ζωτικότητα και η λαμπράδα των κατοίκων είναι αμέσως έκδηλες, ξεπήδησε μέσα από αφάνταστες κακουχίες αλλά και αρρενωπό, αθέατο, πείσμα. Σώζονται φωτογραφίες με τις κωνικές σκηνές των Ποντίων μέσα στην τότε ερημιά της περιοχής. Τις βλέπεις σήμερα και δεν πιστεύεις στα μάτια σου. Πότε έγιναν και πότε πάλιωσαν όλα αυτά, σχεδόν συνομήλικα ή και νεότερά μας, ώστε να γκρεμίζονται κιόλας για να δώσουν τη θέση τους σε σύγχρονα;
Στις μεγάλες εθνικές γιορτές, η δοξολογία στη μητρόπολη της Καλαμαριάς, τον ναό του Σωτήρος, παίρνει μια παλαιά Κοινοτική γνησιότητα και αίγλη, που όσο κι αν δεν την έζησες, ξαφνικά κυριεύεσαι και τη νιώθεις. Λάβαρα που θυμίζουν ελληνικές πολιτείες εξαιρετικά κάποτε ανθηρές, μα και ποτάμια αίματος που διαβαίνουν, σημαίες που κρατιούνται με πίστη, και όχι άδικη, αιώνιων νοσταλγών, προεδρεία διάφορα που ατενίζουν τους νεαρούς βλαστούς και το υπόλοιπο πλήρωμα με αυστηρό και επίσημο μάτι. Ατμόσφαιρα αρρενωπή, όπου η κρυφή νοσταλγία, η κάποια πίστη στην επιστροφή, ο σεβασμός και το φιλότιμο, συνθέτουν την αρμονία της. Μονάχα στη σημερινή ιωνική πρωτεύουσα, τη Νέα Σμύρνη, και μάλιστα την Εστία της, συνάντησα πολύ πιο απροκάλυπτη, απερίφραστη, τη λαχτάρα και την πίστη στην επιστροφή. Εδώ είναι μπασμένοι οι άνθρωποι, ξέρουν καλά τα πράγματα, δεν έχουν πέραση τα κηρύγματα περί δήθεν πολιτικού ρεαλισμού και οι χλευασμοί της πολιτικής για την ανάκτηση. Ας ήταν –Θεός φυλάξει, βέβαια,– υποδουλωμένη η Πελοπόννησος ή η Κρήτη και να τους είχαμε εμείς εκεί πρόσφυγες και θα σου ’λεγα εγώ πόσες φορές θα μας είχαν βάλει στα αίματα. Τώρα που με τους απύθμενης ελαφρότητας τυχοδιωκτισμούς τους μας έχουν ρίξει στο βάραθρο, θέλουν με κάθε τρόπο να ξεχαστεί το πράγμα ως κάτι το ασήμαντο, ακόμα και το τελείως πια ντεμοντέ, μια και τόσο πολύ δεν συμφέρει στο βόλεμά τους, πάνω στο κορμί της πατρίδας.
Ιδιαίτερα συγκινητική στην Καλαμαριά είναι η παρέλαση, που ακολουθεί τη δοξολογία. Μετά τα τυπικά τμήματα, σχολεία και διμοιρίες τιμητικές, διέρχονται ορμητικά οι νέοι Πόντιοι, με τις πατροπαράδοτες στολές, τα βυζαντινά λάβαρα, και τις παλιές σημαίες, μέσα σε μια αποθέωση από μέρους του κόσμου, που προτιμάει χίλιες φορές να μείνει εκεί, παρά να δει τη μεγάλη παρέλαση κάτω στην πόλη, όσο μεγαλόπρεπη κι αν προμηνύεται.
Ο Πόντος είχε αναπτύξει καταπληκτική ένοπλη αντίσταση εναντίον των φρικτών δυναστών του. Οι Πόντιοι αυτούς τους ξέρουν καλά. Και δεν τους υπολογίζουν. Εμείς οι άλλοι είμαστε που δεν ξέρουμε ούτε τον Πόντο ούτε την ιστορία του, αλλά ούτε και την ιστορία μας πια, ενώ γνωρίζουμε και το τελευταίο χωριουδάκι της αρχαιότητας. Κι αυτό όχι τόσο γιατί ανήκει στην αρχαιότητα αλλά γιατί βρίσκεται σε ορισμένο χώρο.
Οι Πόντιοι είναι σήμερα περίπου 1.500.000 άτομα σε όλη την Ελλάδα. Από αυτά τα 1.200.000 βρίσκονται στη Βόρεια. Μόνο στη Θεσσαλονίκη ζουν 130.000 Πόντιοι. Με βαθύ σεβασμό αναφέρω το μεγάλο εθνικό σωματείο τους «Εύξεινος Λέσχη».Ιωάννου Γιώργος, Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 1980, σελ. 79-83.
Μετάβαση στο σημείο: Συλλογική μνήμη και η ταυτότητα της πόλης