Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΝτόπιοι και Άλλοι Ρατσισμός, ξενοφοβία και αποπομπή του Άλλου
Γιατί οι ντόπιοι αποκαλούν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες τουρκόσπορους; Γιατί εμποδίζουν το γάμο των παιδιών τους με «ξένους»; Πώς φτάνει ο άνθρωπος από την εκμετάλλευση του άλλου στη βίαιη μεταχείρισή του και το ρατσισμό; Η υποενότητα αυτή μελετά περιστατικά ξενοφοβίας και αποπομπής της διαφορετικότητας από τον ερχομό των πρώτων προσφύγων στην πόλη μέχρι σήμερα.
Το προσφυγάκι...
Ξεριζωμένη γενιά
(απόσπασμα)Πλάι στου κτηματομεσίτη είναι ο καφενές του κυρ Αναστάση.
Η ξαφνικιά βροχή ανάγκασε τον κόσμο να σταματήσει κάτω απ’ τα υπόστεγα, μπροστά στις πόρτες. Κάμποσοι χώθηκαν στον καφενέ, αντίκρυ στο Διοικητήριο. Δεν πρόφταινε ο κυρ Αναστάσης να ετοιμάζει καφέδες και τσάγια.
Η βροχή χαλνάει κόσμο. Χτυπάει τις παράγκες. Βρύσες χύνεται το νερό απ’ τις στέγες. Γίνεται ποτάμι στο δρόμο. Κατηφορίζει τη Δραγούμη, τη Βενιζέλου. Πλημμυρίζει στην Εγνατία και τρέχει στη θάλασσα.Όταν πήρε να ξεθυμαίνει, ξεχύθηκαν οι άνθρωποι στους δρόμους και το βάλανε για τα σπίτια τους. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Έρημος σε λίγο ο τόπος. Ένα αγοράκι γύρω στα δέκα δεν το κουνά απ’ τη θέση του. Με τα μούτρα κολλημένα στα θαμπωμένα τζάμια του καφενέ, κοιτάει μέσα. Τα παγωμένα νερά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του. Κολυμπούν τα πόδια στα χιλιοτρυπημένα παπούτσια. Τσούζουν τα δάχτυλα απ’ το κρύο. Το κρύο τρύπησε τα κόκαλα, έφτασε στο μεδούλι. Χτυπούν τα δόντια. Τρέμει ολόκληρο το παιδί.
Ένας από μέσα άνοιξε την πόρτα του καφενέ.
Δοκιμάζει να μπει τ’ αγόρι.
– Όξω, μπάσταρδε, αγρίεψε ο καφετζής.
– Άστο. Έλα, κάνει νόημα στο παιδί ένας πελάτης.
– Τι το θες; Ζητιανάκι θα ’ναι.
– Δεν είμαι ζητιανάκι. Προσφυγάκι είμαι, ξεσπά στα κλάματα το παιδί.
«Τι ζητιανάκι, τι προσφυγάκι», μουρμουρίζει ο καφετζής.
– Έλα, κάτσε κοντά μου, του λέει ο πελάτης. Φέρε ένα ζεστό τσάι και δυο παξιμάδια, φωνάζει στον καφετζή.
– Τον κακομαθαίνεις, τρίζει αυτός τα δόντια.
– Λοιπόν, πώς σε λένε; ρωτάει ο πελάτης το προσφυγάκι.
– Μιχάλη.
– Και γιατί βγήκες μ’ αυτόν τον καιρό, Μιχάλη;
– Πέθανε η νενέ μου και φοβάμαι να μείνω μονάχος στο υπογάκι.
– Πώς πέθανε;
– Δεν ξέρω.
– Κι η μαμά σου; Πού είν’ η μαμά σου;
– Δεν έχω μαμά ούτε μπαμπά. Τους σφάξανε οι Τούρκοι στο Αξάρι.
– Στο Αξάρι είπες; Δηλαδή είμαστε συμπατριώτες.
– Είσαι κι εσύ απ’ τ’ Αξάρι;
– Απ’ εκεί κοντά. Εσύ πώς γλίτωσες;
– Ήμουνα με το θειο μου και τη νενέ μου στη Σμύρνη. Τώρα που πέθανε η νενέ… Πού θα πάω; Τι θα γίνω; κλαίει το παιδί. Τι θα κάνω; Πού θα πάω; Καταπίνει το τσάι με τα δάκρυα.
– Έλα, μην κλαις. Πιες το τσάι σου και θα κρυώσει. Για έλα εδώ, κυρ Αναστάση, φωνάζει τον καφετζή.
– Στους ορισμούς σου, κυρ Αργύρη.
– Εσύ δεν είπες ότι χρειάζεσαι τσιράκι να πηγαίνει τους καφέδες στα τριγυρινά μαγαζιά, όταν πλακώνει η πελατεία;
– Είπα.
– Και γιατί δεν κρατάς αυτό τ’ αγοράκι που δεν έχει κανένα; Θα κάνεις και ψυχικό.
– Τι, αυτό το ξενηστικωμένο κολλητήρι;
– Μη μιλάς έτσι κι είναι αμαρτία.
– Δεν χρειάζομαι τσιράκι.
– Εσύ όλο παραπονιέσαι ότι δεν τα προφταίνεις όλα μοναχός σου.
– Ε, και;
– Για δοκίμασέ το. Το κρατάς δυο τρεις μέρες κι αν δεν σου κάνει, το διώχνεις. Θα κοιμάται σε μια κόχη. Έτσι θα σου φυλάει και το μαγαζί. Δοκίμασέ το, σου λέω.
– Τι να το δοκιμάσω; ρίχνει μια ματιά στο παιδί. Σήκω απάνω, ρε…
Πασκίζει να σταθεί εκείνο όρθιο.
Δυο καλαμένια πόδια που στηρίζουν ένα λειψό κορμάκι. Στο ρουφηγμένο μούτρο ξεχωρίζουν δυο πελώρια μάτια. Δυο μάτια καστανά που καθρεφτίζεται ο φόβος, το παράπονο, ο πόνος.
– Για το χατίρι σου θα το κρατήσω. Όμως με δοκιμή.Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα το παιδί. Έτρεμε απ’ το φόβο. Έτρεμε απ’ το κρύο. Κουβαριασμένο κάτω απ’ τα παλιοτσούβαλα, όλο και ζαρώνει πιο πολύ. Η νενέ δε φεύγει απ’ το νου του. Ούτε στιγμή το άφησε από τότε που γίνανε πρόσφυγες. Πάντα κοντά της πλάγιαζε. Κι όταν, τελευταία, καιόταν αυτή απ’ την ελονοσία, πάλι μαζί της κοιμόταν. Μονάχα χτες τη νύχτα, μια παγωνιά πλάι του τον ξύπνησε. Στις φωνές του, τρέξανε οι γυναίκες απ’ τ’ άλλα καμαράκια και τη βρήκανε πεθαμένη. Κι όταν ήρθε ο παπάς και τη σηκώσανε, πήρε κι αυτό τους δρόμους. Τώρα, πώς θα ζήσει χωρίς τη νενέ; Με ποιον θα κοιμάται; Ποιος θα τον νοιάζεται; Ποιος θα τον λούζει; Ποιος θα του πλένει τα ρούχα; Πώς τον αγαπούσε η νενέ του… Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε και πέρασε μαζί τους στο Αξάρι. «Να ξέρετε, πιο πολύ για το Μιχαλάκη ήρθα», έλεγε στη μαμά. Ύστερα τον πήρε μαζί της στη Σμύρνη. Του αγόρασε καινούργια ρούχα, παπούτσια, φύλαγγα για το σκολειό. Με τις ντουζίνες τού πήρε τετράδια και μολυβδοκόνδυλα.
Δεν πέρασαν δυο βδομάδες, κι άρχισε το κακό. Πιάσανε οι Τούρκοι το θειο. Η νενέ δεν άφησε ούτε στιγμή το Μιχαλάκη. Στη Θεσσαλονίκη μάθανε ότι σφάξανε τη μαμά, τον μπαμπά κι ολόκληρο το Αξάρι. Πώς τον αγαπούσε η νενέ! Ξενόπλενε για να τον ζήσει. «Έννοια σου, και σκολειό θα πας και γράμματα θα μάθεις», του ’λεγε και του ξανάλεγε. Τώρα που πέθανε; Τι θα γίνει ο Μιχαλάκης; Παιδεύεται το παιδικό μυαλό να βρει λύση. Ξέχασε το φόβο. Ξέχασε το κρύο. Νιώθει να βουλιάζει, να γκρεμίζεται σ’ ένα χάος. Τα ξημερώματα τον πήρε ο ύπνος.
Όταν άνοιξε ο καφετζής, τον βρήκε κοιμισμένο.
‒ Έτσι ε… Θα σε ξυπνάμε κιόλας, του δίνει μια κλωτσιά. Δυο μέρες ακόμη και παίρνεις πόδι. Κι ας λέει ο κυρ Αργύρης…
Τινάχτηκε το παιδί απάνω. Έβαλε τα δυνατά του να αρέσει στο αφεντικό.Μήνα στον καφενέ ο Μιχάλης κι έμαθε τη δουλειά στην εντέλεια. Τα πρόφταινε όλα. Και τους πελάτες του καφενέ και τις παραγγελίες απ’ τα τριγυρινά μαγαζιά και τα γραφεία καρσί στο Διοικητήριο. Μονάχα με τον κρεμαστό δίσκο πολύ δυσκολευότανε. Όσο και να πάσκιζε να κρατήσει ισορροπία, πάντα κάτι γινόταν και χυνόταν ο καφές. Στο δρόμο ακόμα πιο δύσκολα. Κάποιος θα σε σκουντήσει, χωρίς να το θέλει. Κάποιος βιαστικός θα πέσει απάνω σου. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο, πας να τρέξεις, και χύθηκε ο καφές. Καλά, να είναι βολικός ο πελάτης. Άμα είναι όμως κάνας γρουσούζης, σαν κι εκείνον το γέρο; «Πίσω τον καφέ. Καϊμακλίδικο τον θέλω». «Καϊμακλίδικος είναι, κύριε». «Πού είναι το καϊμάκι;». «Χύθηκε λίγο». «Να φέρεις άλλον».
Θεριό έγινε το αφεντικό, μόλις είδε πίσω τον καφέ. «Πανάθεμά σε, χαραμοφάη. Δεν πρόσεχες, βρε; Πού είχες το μυαλό σου; Εγώ φταίω που σε κράτησα», και δος του να τον χτυπάει.
Κάθε φορά που έχυνε τον καφέ, τα ίδια και τα ίδια. Άσε, σαν έσπαε κάνα ποτήρι, κάνα φλιτζάνι… Εκτός απ’ το ξύλο, τον άφηνε και νηστικό. Κι όλο να τον απειλεί ότι θα τον διώξει.Το ’βαλε πια στο μυαλό του ο Μιχάλης να μην ξαναχυθεί ο καφές. Σηκωνόταν ξημερώματα, πολύ πριν έρθει τ’ αφεντικό. Αφού συγύριζε και σκούπιζε το μαγαζί, γέμιζε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια νερό. Τα ’βαζε στον κρεμαστό δίσκο και δοκίμαζε να κρατάει ισορροπία. Έτρεχε ολόγυρα. Ανέβαινε τις καρέκλες, στα τραπέζια. Πηδούσε κάτω, καθόταν, σηκωνόταν απότομα. Στριφογύριζε στο ίδιο μέρος. Όλο και πήγαινε καλύτερα. Όλο και λιγότερο νερό χυνόταν.
Μια μέρα τον τσάκωσε τ’ αφεντικό να πηδάει πάνω στο τραπέζι με το δίσκο στο χέρι. Γούρλωσε τα μάτια.
‒ Τι κάνεις αυτού; Σαλτιμπάγκος πας να γίνεις; Χιμάει να τον αρπάξει. Αναποδογύρισε το τραπέζι. Πρόφτασε να πηδήξει ο Μιχάλης. Ο δίσκος στα χέρια του να στέκεται ολόισια. Κι ούτε στάλα νερό να χυθεί.
‒ Ποιον κοροϊδεύεις, βρε; φρένιασε ο καφετζής. Και δος του ξύλο και βρισιές. Ούτε τον ένοιαξε το Μιχάλη. Όλο χαρά ανοίγει τα κεπέγκια. Ετοιμάζει τα τραπέζια. Κατάφερε να μη χυθεί ούτε στάλα νερό απ’ τα ποτήρια. Ούτε στάλα απ’ τα φλιτζάνια. Τώρα δε θα χύνει τους καφέδες. Δε θα θυμώνουν οι πελάτες.Ο Βαρδάρης πάγωσε το χιόνι της νύχτας. Κρουσταλλιασμένοι οι δρόμοι. Δύσκολο να μη γλιστρήσεις. Κάθε τόσο πέφτουν οι διαβάτες. Πολλοί σηκώνονται με στραμπουλισμένα πόδια, με σπασμένα κόκαλα.
Ο Μιχάλης τέλειωσε τις παραγγελίες με τα πλαϊνά μαγαζιά. Τώρα ετοιμάζει το δίσκο με τους πρωινούς καφέδες για τα γραφεία καρσί στο Διοικητήριο. Τρεις καφέδες, δυο τσάγια, ένα λουκούμι, τέσσερα νερά. Δύσκολα χώρεσαν στον κρεμαστό δίσκο. Κολλητά τα ποτήρια, κολλητά τα φλιτζάνια, σκουντάει το ένα τ’ άλλο. Το πιατάκι με το λουκούμι πάνω στο ποτήρι. Κι ο κυρ Αναστάσης σήμερα στις κακές του. Απ’ την ώρα που ήρθε, βλαστημάει. Όλα τού φταίνε. Καλά πού είναι κι ο Μιχάλης και ξεθυμαίνει σ’ αυτόν.
‒ Τρέχα, μπάσταρδε. Μη χασομεράς στο δρόμο. Τρέχα, είπα.Ο Βαρδάρης σφυρίζει άγρια. Βιτσίζει τον παγωμένο δρόμο. Βιτσίζει τα μούτρα, τα κορμιά. Αρπάει καπέλα. Σηκώνει παλτά. Αγωνίζεται ο κόσμος να προφυλαχτεί απ’ το Βαρδάρη. Αγωνίζεται να μη γλιστρήσει. Αγωνίζεται κι ο Μιχάλης να κρατήσει ισορροπία. Ισορροπία στα πόδια, στα χέρια, στο κορμί, στο δίσκο. Το μάτι καρφωμένο στους καφέδες. Μη σαλέψει το καϊμάκι. Μην ταραχτεί ο καφές. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Θα τον σηκώσει ψηλά ο Βαρδάρης… Θα του αρπάξει το δίσκο… Χάθηκε, αν πέσει. Χάθηκε, αν του ξεφύγει ο δίσκος. Χάθηκε, αν του χυθούν οι καφέδες. Να, κοντεύει στη μέση του δρόμου. Ένας αραμπάς κατεβαίνει. Γκριτσανίζει ο παγωμένος δρόμος κάτω απ’ τα κατρακυλέκια. Πρέπει να βιαστεί ο Μιχάλης. Τρέμει μη χυθεί ο καφές και θυμώσει ο πελάτης, κι αγριέψει τ’ αφεντικό, και τον διώξει απ’ τη δουλειά του. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Πώς τσούζει το κρύο! Πόσο βαρύς είναι ο δίσκος! Πόσο ξυλιασμένα είναι τα δάχτυλα! Κι ο αραμπάς κατεβαίνει. Τι γρήγορα που τρέχει το άλογο…
Σηκώθηκε ο αραμπατζής. Φωνάζει.
‒ Φύγε, φύγε από μπροστά. Εσένα μιλάω. Φύγε σου λέω, τραβάει τα γκέμια.
Πώς να φύγει; Κι αν χυθεί ο καφές; Ο αραμπάς όλο και πλησιάζει. Να, να. Θα πέσει απάνω του… Φωνάζει ο αραμπατζής. Φωνάζει ο κόσμος. Δυο δρασκελιές, κι έφθασε ο Μιχάλης στο πεζοδρόμιο. Ο δίσκος σφιχτά στα χέρια. Ούτε κουνήθηκε ο καφές. Ούτε τραντάχτηκε το καϊμάκι.
‒ Τραβήξου, φύγε, ξεφωνίζει ο αραμπατζής.
Του ξεφεύγουν τα γκέμια, Φρένιασε το άλογο.
‒ Τρέχα, τρέχα, φωνάζει ο κόσμος.
Όχι, δε θα τρέξει. Έφτασε πια. Ο καφές δε χύθηκε. Το καϊμάκι δεν τρεμούλιασε. Ακούνητα και τα νερά στα ποτήρια. Τα κατάφερε ο Μιχάλης. Δε γλίστρησε. Να, να, πατά στο πεζοδρόμιο…
Δε γλίστρησε ο Μιχάλης. Γλίστρησε τ’ άλογο. Μπερδεύτηκε στα πόδια του αλόγου ο Μιχάλης με το δίσκο. Σέρνεται το παιδί κάτω απ’ τα κατρακυλέκια. Σπάσανε τα ποτήρια. Τινάχτηκαν τα νερά. Σπάσανε τα φλιτζάνια. Χυθήκανε οι καφέδες. Μαύροι λεκέδες στο γλιστερό παγωμένο δρόμο.
Σέρνει για λίγο ο αραμπάς το κορμί του παιδιού στην κατηφόρα. Ζεστό αίμα αυλάκωσε τον πάγο.
Τρέχει ο κόσμος.
‒ Τι είναι; Τι είναι;
‒ Ένα παιδί σκοτώθηκε.
‒ Ποιο είναι; Ποιανού είναι; Και κρατάει ένα κρεμαστό δίσκο στο χέρι, ρωτάνε οι περίεργοι.
‒ Α, ένα προσφυγάκι, πληροφορεί τ’ αφεντικό, που τα παρακολούθησε όλα απ’ την πόρτα του μαγαζιού. «Να πάρει ο διάολος, τώρα βρήκε να σκοτωθεί. Τώρα που είχε μάθει τόσο καλά τη δουλειά…» μουρμουρίζει ανάμεσα στα δόντια του.Στο αστυνομικό τμήμα...
Συμεών ο πρόσφυγας
(απόσπασμα)Μπρος ο Ηρακλής, πίσω το όργανον της τάξεως και παραπίσω οι δυο αυτήκοοι μάρτυρες, ανέβηκαν την ετοιμόρροπη, ξύλινη σκάλα και μπήκαν στη σάλα του Αστυνομικού Τμήματος, που ήταν στεγασμένο σ' ένα τριώροφο παμπάλαιο τουρκόσπιτο.
[…]
Στο τμήμα υπήρχε ζωηρή κίνηση. Αν και Κυριακή, κόσμος και κοσμάκης μπαινόβγαινε. Μέσα σ' ένα δωμάτιο, στο βάθος, ακούγονταν φωνές από κάποια ανάκριση. Βγήκε ο υποδιοικητής για λίγο έξω, να πιει ένα ζεστό τσάι, που του σέρβιρε το γκαρσόνι του καφενείου από κάτω. Είχε ξεκούμπωτο το αμπέχωνο και σκυλόβριζε ανάμεσα στα δόντια του τον ανακρινόμενο, διότι του έβγαλε την ψυχή ώσπου να ομολογήσει. Στο βάθος, πίσω από την πόρτα, ακούγονταν ακόμα κάτι λίγες σφαλιάρες.
[…]
Περασμένες δύο, κατέφθασε ο κύριος διοικητής. Χραπ! Όλοι εκεί μέσα κλαρίνο. Διέσχισε σκυφτός τη σάλα και μπήκε στο γραφείο του. Από πίσω του, κουμπώνοντας βιαστικά το αμπέχωνό του, μπήκε και ο κύριος υποδιοικητής…
Σε λίγο, με χαρτιά και φακέλους υπό μάλης, μπήκε και ο ενωματάρχης υπηρεσίας για να τους ενημερώσει επί της υποθέσεως αποπείρας φόνου.
Ο Μανόλης μελαγχόλησε στη σκέψη ότι τώρα το ψητό, κρέας με πατάτες στο φούρνο, θα το έχει κουβαλήσει ο γιος του στο σπίτι και θα τρώνε. Ο Αγησίλαος έχει στο νου του τη γυναίκα του, που θα τον ψάχνει. Τον θερίζει κι αυτόν η πείνα και έχει στεγνώσει το στόμα του, ενώ τα πόδια του ξύλιασαν μέσα στη σάλα, που μπάζει από παντού.
Κάποια στιγμή επιτέλους, μισάνοιξε η πόρτα του γραφείου και ρίξανε μια κλέφτικη ματιά μέσα. Ο διοικητής πάτησε νευρικά το στρογγυλό μεταλλικό κουδούνι που ήταν πάνω στο γραφείο του και συγχρόνως φώναξε με αυστηρή φωνή:
-Σταθουλακόπουλος!
Τσακίστηκε ένας με πολιτικά και κοιλίτσα.
-Διαταγάς!
- Να μου προσκομίσουτε τα στοιχεία των εμπλεκομένων εις το συμβάν. Τόσον του θύματος, όσον και του δράστου. Ονοματεπώνυμον, έτος γεννήσεως, επάγγελμα, διεύθυνσιν κατοικίας και λοιπά στοιχεία, αλλά κυρίως τόπον καταγωγής. Να μεταβεί πάραυτα ο Διακογιαννέας του δικαστικού εις το Δημοτικόν, ή εις το Προσφυγικόν, δια να λάβει κατάθεσιν του τραυματίου και γνωμάτευσιν των ιατρών. Ομοίως να λάβει στοιχεία των μαρτύρων και πούθε είναι ο καθείς… Ο βλάκας ο Παπαχαραλαμπόπουλος που διεξήγαγε την σύλληψιν, να προσκομίσει αύριον την σύζυγον.
Σκούρα τα πράματα, σκέφτηκε ο Μανόλης ξεροκαταπίνοντας το σάλιο του. Καταράστηκε μέσα του την ώρα και τη στιγμή που άφησε το ωραίο του ταβλάκι, ο σερσέμης, και πήγε ν' ανακατευτεί σ' όλα αυτά. Ανησύχησε και μ' αυτό το «πούθε είναι ο καθείς» που άκουσε, διότι ως πρόσφυγας, δεν αποκλείεται να βρεθεί στα καλά καθούμενα μπερδεμένος. Εδώ που τα λέμε, ολόκληρος Γεώργιος Βλάχος της «Καθημερινής», έγραψε πριν από έξι χρόνια, σε κύριο άρθρο του για τους πρόσφυγες, που τους ονόμασε «προσφυγική αγέλη», ότι δε θέλει ούτε να τους ξέρει, ούτε να τους βλέπει. «Να πάτε από κει που ήρθατε, έγραφε. Δε σας θέλουμε ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως οπαδούς, ούτε ως πολιτικούς αντιπάλους. Ούτε ως συμπολίτας, ούτε ως αναγνώστας μας…». Να τα διαβάζεις, δηλαδή, και να σε πιάνει ρίγος… «Δε θα μας θέλουν ούτε και ως μάρτυρες», σκέφτηκε ο Μανόλης φοβισμένος προκαταβολικά.
Ο διοικητής, ένας μονίμως συνοφρυωμένος πενηντάρης, κοντός και γερός, με φαρδιές πλάτες, σουλούπι παλαιστή, μόλις φέτος προαχθείς σε μοίραρχο. Μεσσήνιος την καταγωγήν, είχε ξεκαθαρισμένες απόψεις για τους πολίτες, γενικώς. Διετείνετο, επίσης, ότι μπορεί να διαγνώσει το ποιόν ενός εκάστου με μια ματιά.
Προσηλωμένος εις το καθήκον δια την πάταξιν του κοινού εγκλήματος, είχεν επεδείξει προσφάτως και μίαν αξιοσημείωτον πολιτικήν δραστηριότητα, τυλίγοντας σε μία κόλλα χαρτί όσα βενιζελόμουτρα του πέφτανε στα χέρια. Αυτές τις πατριωτικές του ενέργειες φρόντιζε, μέσω ενός φίλου του βουλευτή, να τις πληροφορείται η σεβαστή Κυβέρνηση για να εκπληρωθεί έτσι ο μεγάλος του πόθος: να τον μεταθέσουν επιτέλους εις το «λεκανοπέδιον», ύστερα από μία πενταετία εξορίας του στη Μακεδονία.
Έδενε στο πι και φι τους ενόχους και τους εξαπόστελνε στον εισαγγελέα. Κι όταν ύστερα μάθαινε ότι οι περισσότεροι βγαίνανε αθώοι, ελεεινολογούσε τη Δικαιοσύνη για τη στραβομάρα και την επιείκεια που έδειχνε σ' αυτά τα «σκατόφκυαρα», όπως χαρακτήριζε όλους, όσοι πέφτανε στα χέρια του. Καμιά φορά τους έλεγε και «σκατοσέσουλες». Αναλόγως. Είχε κατατάξει τους πολίτες σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει του τόπου καταγωγής τους:
Πρώτοι και καλύτεροι, υπεράνω πάσης υποψίας, αγνοί πατριώτες και νομιμόφρονες πολίτες, ήταν όσοι κατάγονταν από «τα άγια χώματα, κάτω από τ' αυλάκι», κατά προτίμηση μάλιστα, από Βυτίνα και νοτιότερα.
Αμέσως μετά, στη δεύτερη κατηγορία, κατέτασσε όλους γενικώς τους παλιολλαδίτες ως τη Μελούνα. Και τους νησιώτες επίσης, εξαιρέσει όμως των Επτανησίων, των οποίων τον ανδρισμόν και την εντιμότητα δεν απεδέχετο, εξ ενστίκτου, πλήρως.
Οι Θεσσαλοί και οι Ηπειρώτες δεν ήταν για τον κύριο διοικητή και τόσο πολύ καθαροί Έλληνες. Αυτούς, μαζί με τους ντόπιους της Μακεδονίας και της Θράκης, συλλήβδην, τους αντιμετώπιζε με σχετική ανοχή.
Τους Εβραίους, αν και σταυρώσανε ως γνωστόν το Χριστό, τους αντιμετώπιζε με έναν ανεξήγητο σεβασμό. Στην τελευταία κατηγορία και σε μεγάλη περιφρόνηση είχε κατατάξει τους εκ Τουρκίας, εξ Αλβανίας, εκ Γιουγκοσλαβίας και εκ Βουλγαρίας πρόσφυγες, για τους οποίους δε διατηρούσε ούτε την παραμικρή αμφιβολία, ότι «είχον από αιώνας αφελληνισθεί, επεσώρευσαν με τον ερχομόν των όλα τα δεινά δια την Πατρίδα και απηργάζοντο τον εθνικό αφανισμόν, όντες οι περισσότεροι βενιζελικοί και κομμουνισταί… Από τους τουρκόσπορους όλα μπορείς να τα περιμένεις», έλεγε συχνά ο κύριος διοικητής.
Ζησιάδης Λεωνίδας, Συμεών, ο πρόσφυγας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996/1995, σελ. 55-58.
Μεικτοί γάμοι 1...
Γεώργιος Ματσάγκος
(μαρτυρία)Η μάνα μου δεν ήθελε. Ήθελε να με δώσει Μικρασιάτισσα. Έλεγε, τι θα γίνει εδώ πέρα, τι θα γίνω εγώ; Όχι, λέει, δε θα την πάρεις, θα σου δώσουμε δικιά μας φλέβα, Μικρασιάτισσα. Μη μιλάς, λέω, πάρτο χαμπάρι, αυτή θα πάρεις. Από δω, από κει, κάνω παντρειές, την πήρα εγώ… Και μάλιστα κι η Επανωμή δεν ήθελε να πάρουν απ’ τη Μικρασία άντρα.
Γεώργιος Ματσάγκος, Απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία στο Νέα Μηχανιώνα. Από τις «χαμένες πατρίδες» στην πατρίδα του σήμερα, Παρασκευάς Ποτηρόπουλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 164.
Δυο φορές ξένος...
«Δυο φορές ξένος»
Είναι αργά για μας να διατηρήσουμε τις μνήμες μας.
Η ουσία τους, η αρχική ουσία,
έχει ήδη αφανιστεί.
Εκείνοι οι πρώτοι πρόσφυγες πήραν μαζί τις αναμνήσεις τους,
αναμνήσεις που έπρεπε
να είχαν καταγραφεί χωρίς καθυστέρηση.
Έχουν περάσει ογδόντα χρόνια,
και οι αναμνήσεις παλεύουν με κάτι άλλο,
έτοιμο να παραποιηθεί.
Αλλά το επίκεντρο της διήγησης κάθε πρόσφυγα
παραμένει το ίδιο.
Να γεννιέσαι σε ένα μέρος,
να γερνάς σε ένα άλλο.
Και να αισθάνεσαι ξένος και στα δυο μέρη.
Το κίτρινο περιβραχιόν...
Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη
(απόσπασμα)Μπαρούτι μοναχό, μπήκε μια μέρα ο Μίμης στον καφενέ.
– Αίσχος, αίσχος.
– Τι τρέχει;
– Διαβάσατε τι γράφει ο Νίκος Κρανιωτάκης στην εφημερίδα του: «Ο Τύπος»;
– Όχι.
– Γράφει ότι «Πρέπει να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια, για να τους γνωρίζουν οι Έλληνες και να τους αποφεύγουν».
Τινάχτηκαν όλοι στο πόδι.
– Ποιος, είν’ αυτός;
– Ένας δημοσιογράφος. Φανατισμένος αντιβενιζελικός, είχε συλληφθεί το 1922 απ’ τον Πλαστήρα μαζί με άλλους και τον απομονώσανε στις φυλακές Αβέρωφ.
– Μα αυτός είναι άπατρις, ανθέλληνας…
– Δεν ξέρει ότι εμείς έχουμε τον αρχαιότερο πολιτισμό; Βρε, ευλογία ήταν οι πρόσφυγες για την Ελλάδα…
– Έτσι είπε κι ο Μόργκεντάου, αυτός ο φιλέλληνας διπλωμάτης, που ήτανε ο πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, λέει ένας, άλλοτε υπάλληλος του Εποικισμού.
– Μονάχα ο Μόργκεντάου; Τα ίδια είπε κι ο Βενιζέλος.
– Κι όμως στην Παλιά Ελλάδα, και στην Αθήνα ακόμα, σαν μπαμπούλα δείχνουνε τον πρόσφυγα. Πολλοί, «πρόσφιγγες» τους λένε. «Θα σε φάει ο πρόσφιγγας», φοβερίζουν τα παιδιά τους.
– Εμείς τους ανοίξαμε τα μάτια. Εμείς φέραμε εδώ τον πολιτισμό μας, τα ωραία μας έθιμα, τις τέχνες μας, την προκοπή μας.
– Εσείς, οι Μακεδόνες, κυρ Αναστάση, έχετε κατανόηση, κάνει ο Χατζηνάσος.
– Εμείς, όταν ήρθατε το Εικοσιδύο, ξέραμε τι θα πει τούρκικη σκλαβιά. Ακριβώς δέκα χρόνια είχανε περάσει απ’ την απελευθέρωσή μας. Έτσι ο λαός της Θεσσαλονίκης σάς είδε με συμπόνια.
– Στην Παλιά Ελλάδα ο κόσμος δεν έχει ιδέα από τούρκικο ζυγό. Πριν εκατό χρόνια είχε γίνει η επανάσταση του Εικοσιένα. Σας αντιμετωπίσανε σαν ξένους. Ξένους που ήρθατε να τους αρπάξετε τη δουλειά! Να μοιραστείτε το φτωχό έχει τους, παίρνει το λόγο ένας Πελοποννήσιος, που είχε παντρευτεί Μικρασιάτισσα.
– Να με θυμάστε, μια μέρα οι πρόσφυγες θα πάρουν τα σκήπτρα στα χέρια τους. Έξυπνη ράτσα, εργατική, προοδευτική, λέει ο Χατζηνάσος.
– Και σάμπως λίγα κάνανε ίσαμε τώρα;
– Μην ξεχνάτε, λέει ο Πελοποννήσιος, ότι αρκετά σας βοήθησε το κράτος. Έγιναν αγροτικές εγκαταστάσεις, έγιναν αστικές. Σας έδωσε δάνεια, αποξήρανε έλη.
– Πέντε έδωσε το κράτος, πεντακόσια πήρε, απαντάει απότομα ο Μίμης. Μονάχα τους φόρους που πληρώνουν οι πρόσφυγες φτάνουν. Χώρια η δουλειά τους. Δουλειά σκλάβου.
– Χάρη στους πρόσφυγες σταμάτησε η φεουδαρχία, εξηγεί ο καθηγητής. Σ’ αυτούς οφείλεται η απαλλοτρίωση της γης. Απ’ το Φλεβάρη του 1923 ίσαμε το 1927 απελευθέρωσε ο Πλαστήρας δεκαοχτώ εκατομμύρια στρέμματα και τα μοίρασε στους πρόσφυγες και στους ακτήμονες. Δέκα χρόνια πάλευε ο Βενιζέλος να το επιτύχει αυτό. Πού να τον αφήσει η αντίδραση… Από τότε που ήρθαν οι πρόσφυγες, η γεωργική παραγωγή τετραπλασιάστηκε. Ό,τι θες βρίσκεις πια στην Ελλάδα: Καπνά, βαμβάκι, σταφίδα, κανάβι, φρουτόδενδρα, λαχανικά. Χώρια οι μουριές. Έτσι αναπτύχθηκε η μεταξουργία. Πολλαπλασιάστηκαν οι βιοτεχνίες. Πρώτοι οι πρόσφυγες κάνανε εργοστάσια. Πρώτοι ταπητουργεία. Άσε τα κλωστικά, τα υφαντά, τα εμαγέ, την ξυλεία… Και πού είσαι ακόμα. Κι όλα με ίδρωτα κι αίμα.
– Μην πει κανείς ότι οι πρόσφυγες ήτανε βάρος, γιατί θα τον ξεσκίσω, φούντωσε ο Μίμης.
– Έλα μην αποπαίρνεσαι, τον κερνούσε ο καφετζής ο Θαλής.
– Πες, τι καλό δεν έχουν; Τίμιοι, δουλευταράδες, αγνοί πατριώτες. Μετερίζια της Δημοκρατίας και της Ειρήνης είναι οι συνοικισμοί κι οι προσφυγικές εγκαταστάσεις. Το ξερίζωμά μας έγινε αιτία και πήρε πόδι το Παλάτι.
– Ακριβό το τίμημα, κάνουν όλοι.
– Θυμάμαι, λέει ο Χατζηνάσος, τι πανηγύρι είχαμε τότε στις Εικοσιπέντε Μαρτίου το 1924. Διπλή γιορτή. Γιορτή για την επέτειο της απελευθέρωσης. Γιορτή για τη νίκη της Δημοκρατίας. Ολόκληρη η προσφυγιά γιόρταζε το θάνατο της δυναστείας. Κλαίγαμε, γελούσαμε. Αλαλάζαμε από ευτυχία. Δοξολογίες στις εκκλησιές. Παρελάσεις στους δρόμους. Ξεχάσαμε τους χίλιους καημούς της προσφυγιάς. Πατέρας της φυλής ήτανε ο Βενιζέλος. Πατέρας της Δημοκρατίας ο Παπαναστασίου.
– Δόξα να ’χει ο Θεός, γλιτώσαμε μια για πάντα απ’ τους Γκλύξμπουργκ.
– Μη λες μεγάλο λόγο. Μη μας τους ξαναφέρουν.
– Κουνηθείτε απ’ τη θέση σας. Πώς μπορεί;Κίτρινο αστέρι 20 χρόν...
Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά
(απόσπασμα)Η Υβόν ένιωθε το βήμα της ν’ αλαφραίνει πάλι. Έλεγε συνεχώς μέσα της ότι η εποχή των τεράτων έφτανε στο τέλος της. Δεν ήταν μόνο οι ειδήσεις του BBC ή η προκήρυξη του ΕΑΜ, αλλά και κάτι εξίσου σημαντικό που παρατήρησε η Ντόλυ. Το βάναυσο κόκκινο της ναζιστικής σημαίας, που κυμάτιζε στον Λευκό Πύργο, είχε ξεθωριάσει απ’ τον ήλιο… Έτσι, όταν στις έξι Φεβρουαρίου μαθεύτηκε η άφιξη μιας ειδικής επιτροπής των SS, δε συμμερίστηκε καθόλου την ανησυχία του Δημήτρη.
Κι όμως, σε λιγότερο από μια βδομάδα άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει ο πέλεκυς χωρίς ανάπαυλα. Τα εβραϊκά καταστήματα υποχρεώθηκαν να αναρτήσουν πινακίδα με τις λέξεις «εβραϊκόν κατάστημα», οι κατοικίες και τα οικόπεδα των Εβραίων επιγραφή με άστρο της Σιών. Απαγορεύτηκε στους Εβραίους ν’ αλλάζουν τόπο διαμονής. Απαγορεύτηκε να χρησιμοποιούν το τραμ ή οποιοδήποτε άλλο μεταφορικό μέσο. Απαγορεύτηκε να εμφανίζονται στους δρόμους και στις πλατείες και κάθε δημόσιο χώρο μετά τη δύση του ηλίου. Απαγορεύτηκε να χρησιμοποιούν ιδιωτικά ή δημόσια τηλέφωνα. Οι Εβραίοι συνδρομητές έπρεπε να παραδώσουν τα τηλέφωνά τους στην εταιρεία και να πληρώσουν τις καθυστερημένες οφειλές τους. Επίσης όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να φορέσουν ένα κίτρινο αστέρι κοντά στη θέση της καρδιάς, το οποίο να διακρίνεται «εν παντί καιρώ».Η εγκατάλειψις της εβραϊκής θρησκείας, οποτεδήποτε
και εάν έλαβε χώραν, δεν απαλλάσσει από το σήμα.
Εις περίπτωσιν μικτού γάμου, ο Εβραίος σύζυγος
υποχρεούται εις το σήμα.
Αιτήσεις περί εξαιρέσεως από το σήμα είναι περιτταί.Άφησε ο Δημήτρης τη Νέα Ευρώπη να πέσει καταγής. Την ποδοπάτησε. «Εσύ δε θα το φορέσεις!» της είπε. Συμφώνησαν μαζί του ο Στράτος κι ο Παναγιώτης. Θυμήθηκαν μ’ αυτή την αφορμή την πρόταση μιας αθηναϊκής φυλλάδας το ’29 να φορέσουν οι πρόσφυγες κίτρινα περιβραχιόνια, για να τους αναγνωρίζουν οι γνήσιοι Έλληνες και να τους αποφεύγουνε.
Μεγάλου – Σεφεριάδη Λία, Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 / 1999, σελ. 332-333.
Μετάβαση στο σημείο: Ντόπιοι και Άλλοι