Στη σκιά της πεταλούδας
(απόσπασμα)
Οδός Εγνατία, με αιωρούμενη την απειλή μιας νέας βροχής. Περπατάει μέσα στο πλήθος, που είναι βιαστικό, ίσως γιατί κι αυτοί ανησυχούν για τη βροχή. Κάνει ένα κρύο νοτερό και αυτός όλο και φοβάται, μα δε θα το πει σε κανέναν. Κρατάει στην τσέπη δυο σημειώματα, που τον έσπρωξαν πριν από λίγο να κοντοσταθεί μετά τον Βαρδάρη μπροστά στο ξενοδοχείο «Βιέννη». Είχε γυρίσει πίσω του και είχε κοιτάξει στην πλατεία και πιο πολύ προς τα κει, προς την οδό Ειρήνης, στα πρώτα ασβεστάδικα και λίγο πιο πέρα, στις πρώτες προσφυγικές παράγκες. Τα λόγια που του είχε πει ο Χαράλαμπος Εφραίμογλου στο καφενείο είχαν αφήσει στο νου του σημάδια σαν την πρωινή μπόρα, που είχε σπείρει παντού γούρνες με βρόχινο νερό: «… απ' τη μια μεριά οι καλές γειτονιές της Σαλονίκης με τα γιαούρτια, τα ρυζόγαλα και τους τεμενάδες και από την άλλη οι πουτάνες, οι νταβατζήδες και οι ευκαιρίες. Πού να ξέρει κανείς πού σε περιμένει ο παράς κι η προκοπή».
Είχε βγει σκεφτικός απ' το καφενείο και, χωρίς να το καλοσκεφτεί, είχε πάρει το δρόμο για τις καλές γειτονιές και βάδιζε τώρα στην Εγνατία. Η βαλίτσα του ήταν μικροσκοπική και σαν πούπουλο στα χέρια του, που ήταν συνηθισμένα στις βαριές δουλειές στα χωράφια. Πέρασε μπροστά από βιτρίνες πολλές, υφασματάδικα, καπελάδικα, φαρμακεία και λίγο χάζεψε.
Έφτασε στη μεγάλη διασταύρωση κοντά στο Καραβάν Σαράι. Στα δεξιά είδε κάτι μικρούς τρούλους πλυμένους απ' τη βροχή, ήταν το Μπεζεστένι, μπορούσε τώρα πια να προσανατολιστεί καλύτερα. Τα τελευταία χρόνια, όταν κατέβαιναν με τον πατέρα να δώσουν με το κάρο ζαρζαβάτι στη λαχαναγορά, πολλές φορές γυρνούσαν οι δυο τους και για άλλες δουλειές και για σεργιάνι κι έφταναν και κάποιες φορές μέχρι κάτω στη θάλασσα. Κάπου εδώ γύρω μάλιστα είχε και γνωστούς κι έλεγαν και καλημέρες. Τότε θα ήταν που του είχε πει γι' αυτό το μέρος και την ιστορία του με τα φονικά, πάνε τρία χρόνια τώρα, όταν οι χωροφυλάκοι τσαλαπάτησαν με τα άλογα τους απεργούς απ' τα καπνομάγαζα και τα υφαντουργεία.
«Κάπου εδώ γύρω είχε γίνει το κακό» σκέφτηκε και κοντοστάθηκε πάλι για να προσέξει καλύτερα.
Έριξε πάλι μια ματιά κατά το Μπεζεστένι. Πιο πέρα σε μια γωνιά ήταν μαζεμένοι μερικοί περίεργοι γύρω από κάποιον που κάτι έκανε με κάτι τραπουλόχαρτα πάνω σ' ένα κασόνι.
[…]
Πέρασε μπροστά από τον κινηματογράφο «Διονύσια» κι έβγαλε πάλι από την τσέπη το χαρτί με τη σύσταση: ΓΑΛΑΚΤΟΠΩΛΕΙΟΝ ΑΦΟΙ ΣΕΡΑΦΙΜΟΒΙΤΣ.
Προχώρησε λίγο ακόμα και κοντοστάθηκε, συνέχισε και μπήκε μέσα στη στοά. Ήταν μια ξύλινη πόρτα με τζαμαρία, η ξινίλα απ' το γάλα πρόδωσε τη θέση του πριν ακόμα καταφέρει να ξεχωρίσει τη λερωμένη επιγραφή.
Έριξε μια ματιά απ' έξω απ' το τζάμι και μπήκε. Ένας μεσόκοπος με άσπρη ποδιά ήταν σκυμμένος σε μια ανοιχτή παγωνιέρα. Έβηξε λίγο στην αρχή, μέχρι που να δει την πλάτη να ανασηκώνεται.
Έβγαλε την τραγιάσκα και καλημέρισε.
«Από τον κύριο Εφραίμογλου έρχομαι» είπε και άπλωσε το χέρι να δώσει το σημείωμα.
Τον είδε να σκουπίζει τα δάχτυλα στην ποδιά και να το βαστάει στο χέρι από τη μια άκρη.
«Και τι λέει, βρε παιδί μου, το χαρτί;» τον ρώτησε - μιλούσε ελληνικά με ξενική προφορά.
«Δουλειά, θέλω δουλειά, λέει να με κρατήσεις, αν μπορείς…»
«Πώς να σας ταΐζω, βρε παιδί μου;» μουρμούρισε κι άρχισε να ξύνει το κεφάλι του. «Από πού είσαι;» ρώτησε ξαφνικά.
«Από 'να χωριό».
«Ποιο χωριό;»
«Από δω κοντά».
«Μη σε κυνηγάνε κι εσένα οι χωροφύλακες;»
«Όχι, κανένας δε με κυνηγάει».
«Ααα!» έκανε και συνέχιζε να ξύνει το κεφάλι. «Μην είσαι σαν το άλλο τον προκομμένο, που θα μας ανάψει καμιάν ώρα καμιά φωτιά;»
«Ποιον άλλο;»
Δεν απάντησε, μόνο γύρισε την πλάτη και προχώρησε δυο βήματα μέσα στους πάγκους. Μηχανικά ξεσκέπασε μια μεγάλη τσανάκα με γιαούρτι και ύστερα τη σκέπασε πάλι. Ήταν φανερό πως σκεφτόταν.
Ο Ηλίας παρέμενε όρθιος και σιωπηλός με την τραγιάσκα στο χέρι. Γύρω του είχε μερικά μαρμάρινα τραπέζια και καρέκλες, στον απέναντι τοίχο μια καρδερίνα σε ξύλινο κλουβί έστελνε κάπου κάπου τις τρίλιες της κουνώντας πέρα δώθε νευρικά το κεφάλι. Δίπλα της μέσα σε μια γύψινη κορνίζα ένας βοσκός με φουστανέλα έπαιζε φλογέρα ανάμεσα σε πρόβατα και πράσινες πλαγιές.
«Πάρε τα πράματά σου κι ανέβα εκεί» του είπε και έδειξε μια σιδερένια στριφογυριστή σκάλα στο βάθος του μαγαζιού.
«Αν είναι ο άλλος πάνω, ξύπνα τον, για να σου δείξει τα κόλπα».
Αυτά είπε ο ένας από τους Σεραφίμοβιτς, γιατί υπήρχε κι άλλος, κι έσυρε τα βήματα προς την παγωνιέρα.
«Το όνομά σας;» ρώτησε ξαφνικά ο Ηλίας.
Έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε με κάποια απορία. Ύστερα σαν να συνήλθε κάπως απ' την αφηρημάδα και τον κοίταξε λίγο σαν να τον ντρεπόταν που του είχε γυρίσει έτσι την πλάτη χωρίς να συστηθεί.
«Δεν το είπαμε;»
«Όχι… φαντάζομαι ο κύριος Σεραφίμοβιτς».
«Ναι, Ντράγκαν Σεραφίμοβιτς, έχω και τον αδερφό μου, τον Κρίστε, λείπει τώρα. Εσύ;»
«Ηλίας Χατζίδης του Μάρκου».
«Ορφανός είσαι;»
«Όχι…»
«Ααα…» είπε και τράβηξε πάλι για την παγωνιέρα.
Ο Ηλίας χούφτωσε τη βαλίτσα και βάδισε προς τη σιδερένια σκάλα. Όταν άρχισε να την ανεβαίνει με αργά βήματα, αυτή πήρε να κουνιέται συθέμελα.
Βγήκε πάνω σ' ένα πατάρι χαμηλοτάβανο και στενόχωρο. Απ' το δρόμο έμπαινε αρκετό φως, γιατί ήταν τραβηγμένες στην άκρη κάτι λερωμένες κουρτίνες που έμοιαζαν με τσουβάλια. Προχώρησε λίγο στο βάθος, όπου ξεχώριζε ένα άλλο παράθυρο σκοτεινιασμένο. Τα σανίδια στο πάτωμα έτριζαν και με την αναπνοή του ακόμα. Προσπέρασε κάτι ξύλινα κιβώτια και κάτι σιδεριές και στάμνες, ένα κρεβάτι και έφτασε σ' εκείνο το παράθυρο, που έβλεπε πίσω στην αυλή. Το φως εδώ ήταν λιγοστό, ξανακοίταξε γύρω του, όταν είδε σ' ένα άλλο κρεβάτι έναν μπόγο με στρατιωτική κουβέρτα.
Πλησίασε όσο μπορούσε πιο αθόρυβα, χωρίς τριξίματα. Άκουσε κάτι σαν ροχαλητό και ξεφύσημα. Έσκυψε από πάνω και τράβηξε λίγο την κουβέρτα, για να φανεί καλύτερα το αναμαλλιασμένο κεφάλι. Κάτι σαν να κουνήθηκε τότε και άνοιξε ένα μάτι κόκκινο κι αγριωπό.
«Ποιος είσαι, ρε, […]!» τσίριξε ξαφνικά και πετάχτηκε πάνω.
Ο Ηλίας πισωπάτησε τρομαγμένος. Ο μπόγος με την κουβέρτα είχε ξετυλιχτεί σαν φίδι και τώρα βρισκόταν μπροστά του ένας ψηλόλιγνος και αναμαλλιασμένος με τα σώβρακα και μάτια πυρωμένα σαν μαγκάλι. Στην αρχή απ' το ξάφνιασμα δεν έβγαινε η φωνή του, κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα.
Ο ψηλός φάνηκε να συνέρχεται γρήγορα. Έβλεπε μπροστά του ένα παιδί.
«Ποιος είσαι, ρε;» είπε και φάνηκε ο τόνος της φωνής του να χαμηλώνει.
«Καινούριος…» είπε ο Ηλίας, που είχε κάπως αναθαρρήσει.
«Τι καινούριος, ρε, του κουτιού να πούμε;»
«Μίλα καλά στο παιδί, μπουνταλά!» ακούστηκε από κάτω η φωνή του Σεραφίμοβιτς, που φάνηκε πως είχε απογαλακτιστεί πια απ' την παγωνιέρα, την είχε τώρα παρατήσει και άκουγε το σαματά πάνω στο πατάρι.
«Θα δουλέψω εδώ» είπε ο Ηλίας, που είχε ανακτήσει πια τις δυνάμεις του και τον κοίταξε τώρα ίσια στα μάτια μ' εκείνο τον τρόπο που εξόργιζε τους χωροφύλακες στο χωριό του.
«Σε πήρα, ρε, για παπατζή και σαλταδόρο» του είπε και για πρώτη φορά χαμογέλασε.
Το πρόσωπο του Ντράγκαν Σεραφίμοβιτς είχε φανεί στη σκάλα και προσπαθούσε να τους ξεχωρίσει εκεί στο βάθος, στα μισοσκότεινα.
«Να του δείξεις τη δουλειά» φώναξε «ν' αφήσει τα πράματά του και κουνήσου, γιατί μεσημέριασε!»
Χάθηκε πάλι κάτω στο μαγαζί. Στο σκονισμένο πατάρι επικρατούσε τώρα ηρεμία. Η καρδερίνα μετά τις δυνατές φωνές είχε αρχίσει πάλι να κελαηδάει, ο Ηλίας ξεντυνόταν. Μια ποδιά ήταν ριγμένη πάνω στο κρεβάτι του και τον περίμενε. Από το μπροστινό παράθυρο που έβλεπε στον κεντρικό δρόμο έφτανε τώρα ανεμπόδιστα το αχολογητό από κάρα, κούρσες, γκαζοζέν, ποδήλατα, ρόδες διάφορες… Το πατάρι μύριζε ξινίλα και πετρέλαιο. Μετεωριζόταν πάντα γύρω τους αυτή η μόνιμη ξινίλα, για να μην ξεχνάνε πως είναι γιαουρτάδες, όπως και η μυρωδιά του πετρελαίου από τα αλειμμένα κρεβάτια τους, για τους κοριούς.
Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σελ. 269-274.