Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΟ πρόσφυγας ως ενεργός πολίτης Τα παιδιά των προσφύγων μαθητές και εργαζόμενοι
Στην ηλικία που προσπαθούν να καταλάβουν τον κόσμο, ο κόσμος τους χάνεται και όλα όσα ήξεραν μέχρι τότε, αποκτούν νέο όνομα. Τα παιδιά των προσφύγων έρχονται στη Θεσσαλονίκη, γίνονται μαθητές και συχνά πρόωρα εργαζόμενοι. Ανακατεύονται με τα παιδιά των ντόπιων, γίνονται ένα ή αποξενώνονται. Η υποενότητα αυτή περιλαμβάνει κείμενα, φωτογραφίες και προφορικές μαρτυρίες που αποδίδουν τους τρόπους με τους οποίους βιώνει η παιδική ψυχή το τραύμα της προσφυγιάς.
Διδασκαλία της αλβανικ...
Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά
(απόσπασμα)Όταν σε λίγες μέρες ήρθε ο όλεθρος κι η Μικρασία άδειαζε απ’ τον πανάρχαιο Ελληνισμό της, οι Καλλιπολίτες αρνούνταν να φύγουν. Τόσα απανωτά γυρίσματα της τύχης δεν τα χωρούσε ο νους τους. Και έπρεπε να στείλει τέλος Οκτώβρη ο Βενιζέλος τηλεγράφημα για την εκκένωση της χερσονήσου, ώστε να συνειδητοποιήσουν οι Έλληνες ότι ο κίνδυνος σφαγιασμού τους ήταν άμεσος.
Οι Έλληνες ναι, αλλ’ όχι ο πατέρας• που μόλις είδε τη μητέρα να ξεκρεμάει τα εικονίσματα, φούντωσε, πάτησε τις φωνές, έγινε κατακόκκινος όσο ποτέ και ξαφνικά σωριάστηκε στο πάτωμα. Τον κηδέψανε χωρίς πολλές τιμές. Στο λιμάνι είχαν ήδη καταπλεύσει ελληνικά ατμόπλοια.
Απ’ το κατάστρωμα το πλήθος παρακολουθούσε τα διεθνή αγήματα, που είχαν παραταχθεί για την υποστολή της ελληνικής σημαίας. Ο Έλληνας ναύτης έσυρε το σχοινάκι, αλλ’ η σημαία έμεινε στη θέση της. Τράβηξε, ξανατράβηξε. Κανένας χειρισμός δεν μπορούσε να μετακινήσει τη σημαία. Ώσπου στο τέλος αναγκάστηκε ν’ αναρριχηθεί στον ιστό ο ίδιος ο ναύτης και να την κατεβάσει σφίγγοντάς την στο στήθος του.
Δάκρυα βουβά μούσκευαν το καράβι ως τη στιγμή που ακούστηκαν οι αλυσίδες της άγκυρας. Τότε ξέσπασε ο μεγάλος θρήνος, όπως ακριβώς τη στιγμή που κατεβαίνει το φέρετρο στη γη και ξέρεις πια ότι αποχωρίζεσαι για πάντα τους αγαπημένους.Μετά την καραντίνα στ’ ανοιχτά της Θεσσαλονίκης, το καράβι μπήκε στο λιμάνι με τσαμπιά ανθρώπων στην πλώρη. Έβρεχε και φυσούσε ένας κοφτερός άνεμος. Μέσ’ απ’ την καταιγίδα πρόβαλε ο «Πύργος του Αίματος», ο Λευκός Πύργος.
Τις πρώτες μέρες φιλοξενήθηκαν σ’ ένα τζαμί, ρουφώντας την κοιλιά για να περάσουν ανάμεσα στο πλήθος. Έπειτα ο Δημήτρης βρήκε ένα δωμάτιο στην Κασσάνδρου. Πρωτοχρονιά του ’26, χάρη και στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, σπάσαν το ρόδι στο κατώφλι και μπήκαν στη διπλοκατοικία με τις ροδοδάφνες και τη μεγάλη κορομηλιά.
Στο μεταξύ ο Παναγιώτης έστησε δικιά του επιχείρηση, η Ελένη δίδασκε γαλλικά σε παιδάκια καλών οικογενειών, ενώ ο Δημήτρης, αφού δούλεψε για λίγο στο νεκροτομείο, έγινε τελικά το δεξί χέρι του διευθυντή του Ανατόλια, που, ξεριζωμένο κι αυτό από τη Μερζιφούντα, ξαναστηνόταν εκ του μηδενός στου Χαριλάου.
Στην περιοχή αυτή βρήκαν και νοίκιασαν ένα παλιό καζίνο ανάμεσα σε εγκαταλειμμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, τις οποίες μετέτρεψαν σε οικοτροφείο και τραπεζαρία. Μετά από πρόταση του Δημήτρη προσλάβανε μαστόρους Καλλιπολίτες, που έρχονταν απ’ την Περαία. Εκεί τους είχε δοθεί κλήρος, μα ήταν μικρός για να θρέψει τις οικογένειες. Τον καλλιεργούσαν οι γυναίκες, που έστελναν στην πόλη με τις βάρκες πεπόνια, καρπούζια, σταφύλια. Κι οι άντρες στις οικοδομές. Δικό τους σπίτι δε χτίζανε, παραμένανε στις παράγκες. «Δεν αξίζει τον κόπο, αφού του χρόνου θα ’μαστε πίσω στην Καλλίπολη», τους άκουγε ο Δημήτρης και δεν του πήγαινε η καρδιά να τους διαψεύσει. Όλοι μεγαλύτεροί του, ήδη ένιωθε άβολα που τους επέβλεπε. Γι’ αυτό ρωτούσε τα μυστικά της τέχνης τους, δοκίμασε μια φορά κι αυτός το μυστρί. Ο διευθυντής τού συνέστησε να κρατάει κάποιες αποστάσεις, ωστόσο όχι μεγάλες. Ήταν πολύ φιλότιμοι αυτοί οι άνθρωποι.
Τέλος, το Γενάρη του ’24 το σχολείο-πρόσφυγας ξαναγεννιόταν, με δεκατρείς μαθητές σε καρέκλες και τραπεζάκια καφενείου. Ο δε Δημήτρης μετέφραζε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τους κανονισμούς ενός νέου αθλήματος: της καλαθόσφαιρας. Ο μαραγκός που πήρε την παραγγελία για τα ταμπλό τούς θεώρησε μισότρελους να ζητούν μια τέτοια κατασκευή για να βιδώσουν επάνω της ένα τρύπιο δίχτυ!
Η καλαθόσφαιρα κέρδισε αμέσως τ’ αγόρια. Στο χωμάτινο γήπεδο προπονούνταν καθημερινά. Ωστόσο η ελονοσία άρχισε να γεμίζει τις τάξεις με απουσίες. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια ανθυγιεινή πόλη. Το σχολείο έπρεπε ν’ αναζητήσει άλλον τόπο.
Με αφορμή τη νέα μετακίνηση, ο Δημήτρης βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει για τη σφαγή της Μερζιφούντας. «Να ’ξερες μόνο τι τράβηξε το Ανατόλια», είπε ο Αμερικανός. Δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες. Επί τέσσερις μέρες τα στίφη του Τοπάλ Οσμάν κατέσφαζαν Έλληνες και Αρμένιους. Κατόπιν πυρπόλησαν τις γειτονιές τους. Κάθε μέρα έξω απ’ την πύλη του σχολείου έβρισκαν μωρά εγκαταλειμμένα. Αυτά ήταν οι μόνοι χριστιανοί που επέζησαν. Ο αμαξάς του σχολείου, ένας Τούρκος, αγαθός άνθρωπος, του έδειξε την άλλη μέρα με περηφάνια τα χέρια του. Αυτά, του είπε, όταν πάει στους ουρανούς, θα γίνουν πράσινα, επειδή σκότωσαν τους εχθρούς της πατρίδας του. Και μεγαλύτερη τιμή για ένα μουσουλμάνο από τα πράσινα χέρια δεν υπάρχει.
Τελικά, μετά από λίγο καιρό βρέθηκε ένας λόφος κοντινός, με προστατευτικό υψόμετρο. Τελείως γυμνός, μα με υπέροχη θέα στον Θερμαϊκό. Πριν καν ξεκινήσουν οι οικοδομικές εργασίες, οι μαθητές έκαναν την πρώτη δενδροφύτευση. Καθένας τους ήταν υποχρεωμένος να φυτεύει τουλάχιστον ένα δέντρο το χρόνο. Ο Δημήτρης θαύμαζε τις κατευθύνσεις που έδινε ο διευθυντής. Έπαιρνε απ’ αυτόν μαθήματα πώς να προσεγγίζει τα παιδιά, πώς να αξιοποιεί τον καλύτερο εαυτό τους.
Όσο προχωρούσε η κατασκευή των κτηρίων, τόσο πρασίνιζε ο έρημος τόπος. Ήταν εύκολο πια να φανταστεί κανείς το μελλοντικό άλσος.Mεγάλου – Σεφεριάδη Λία, Γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά, Καστανιώτη, Αθήνα 2002 / 1999, σελ. 19-22.
Από το σχολείο στη βιο...
Χρήστος Χατζηδράκος
(μαρτυρία)Τι δουλειά έκανε ο πατέρας μου; Όταν ήρθε εδώ πέρα, καθισιό είχε, [Σημ. εννοεί : λόγω ανεργίας], τίποτα δεν είχε. Ό,τι είχε το φάγαμε [Σημ. εννοεί : λεφτά, κοσμήματα, κ.λ.π.] και μετά μείναμε όλοι έτσι. Όχι μόνο ο πατέρας μου, όλος ο κόσμος. Πού να βρει δουλειά; Μα δεν ήξεραν κιόλας! Εμείς ήμασταν στη Μικρά Ασία αγροτικώς εγκατεστημένοι, είχαμε τα χωράφια μας, είχαμε και τη θάλασσα…
[…]
Ήταν ένας Παπαδόπουλος, δάσκαλος. Ήμουν καλός μαθητής. Άνοιξε ένας θάλαμος και πηγαίναμε εκεί σχολείο. Άρχιζε όμως να μαστίζει η πείνα. Και πήγα 11 χρονών στη δουλειά. Ο καημένος ο δάσκαλος ήταν τόσο καλός…, μου λέει να πάω στο γυμνάσιο. Τότε άνοιξε ένα εργοστάσιο εδώ πέρα, έκοβε τούβλα, καρφιά έφτιαχνε. Για να μη βάνει μεγάλους ανθρώπους και πληρώνει πολλά, πήρε παιδάκια. 11 χρονώ παιδί, πήγαινα στη δουλειά. Καταλαβαίνεις τώρα… Η λάσπη στους δρόμους, ίσαμε εδώ [Σημ. εννοεί : βαθιά]. Το κρύο, μην το ρωτάς! Εδούλεψα τριάμισι χρόνια εκεί πέρα. Και έπαιρνα 6 δραχμές την ημέρα! Δηλαδή 36 δραχμές το μήνα! Και δουλεύαμε νύχτα σε νύχτα. Πού να υπήρχε ωράριο…
Χατζηδράκος Χρήστος, Απομαγνητοφωνημένη μαρτυρία από το Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς.
Το προσφυγάκι...
Ξεριζωμένη γενιά
(απόσπασμα)Πλάι στου κτηματομεσίτη είναι ο καφενές του κυρ Αναστάση.
Η ξαφνικιά βροχή ανάγκασε τον κόσμο να σταματήσει κάτω απ’ τα υπόστεγα, μπροστά στις πόρτες. Κάμποσοι χώθηκαν στον καφενέ, αντίκρυ στο Διοικητήριο. Δεν πρόφταινε ο κυρ Αναστάσης να ετοιμάζει καφέδες και τσάγια.
Η βροχή χαλνάει κόσμο. Χτυπάει τις παράγκες. Βρύσες χύνεται το νερό απ’ τις στέγες. Γίνεται ποτάμι στο δρόμο. Κατηφορίζει τη Δραγούμη, τη Βενιζέλου. Πλημμυρίζει στην Εγνατία και τρέχει στη θάλασσα.Όταν πήρε να ξεθυμαίνει, ξεχύθηκαν οι άνθρωποι στους δρόμους και το βάλανε για τα σπίτια τους. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Έρημος σε λίγο ο τόπος. Ένα αγοράκι γύρω στα δέκα δεν το κουνά απ’ τη θέση του. Με τα μούτρα κολλημένα στα θαμπωμένα τζάμια του καφενέ, κοιτάει μέσα. Τα παγωμένα νερά τρέχουν απ’ τα μπατζάκια του. Κολυμπούν τα πόδια στα χιλιοτρυπημένα παπούτσια. Τσούζουν τα δάχτυλα απ’ το κρύο. Το κρύο τρύπησε τα κόκαλα, έφτασε στο μεδούλι. Χτυπούν τα δόντια. Τρέμει ολόκληρο το παιδί.
Ένας από μέσα άνοιξε την πόρτα του καφενέ.
Δοκιμάζει να μπει τ’ αγόρι.
– Όξω, μπάσταρδε, αγρίεψε ο καφετζής.
– Άστο. Έλα, κάνει νόημα στο παιδί ένας πελάτης.
– Τι το θες; Ζητιανάκι θα ’ναι.
– Δεν είμαι ζητιανάκι. Προσφυγάκι είμαι, ξεσπά στα κλάματα το παιδί.
«Τι ζητιανάκι, τι προσφυγάκι», μουρμουρίζει ο καφετζής.
– Έλα, κάτσε κοντά μου, του λέει ο πελάτης. Φέρε ένα ζεστό τσάι και δυο παξιμάδια, φωνάζει στον καφετζή.
– Τον κακομαθαίνεις, τρίζει αυτός τα δόντια.
– Λοιπόν, πώς σε λένε; ρωτάει ο πελάτης το προσφυγάκι.
– Μιχάλη.
– Και γιατί βγήκες μ’ αυτόν τον καιρό, Μιχάλη;
– Πέθανε η νενέ μου και φοβάμαι να μείνω μονάχος στο υπογάκι.
– Πώς πέθανε;
– Δεν ξέρω.
– Κι η μαμά σου; Πού είν’ η μαμά σου;
– Δεν έχω μαμά ούτε μπαμπά. Τους σφάξανε οι Τούρκοι στο Αξάρι.
– Στο Αξάρι είπες; Δηλαδή είμαστε συμπατριώτες.
– Είσαι κι εσύ απ’ τ’ Αξάρι;
– Απ’ εκεί κοντά. Εσύ πώς γλίτωσες;
– Ήμουνα με το θειο μου και τη νενέ μου στη Σμύρνη. Τώρα που πέθανε η νενέ… Πού θα πάω; Τι θα γίνω; κλαίει το παιδί. Τι θα κάνω; Πού θα πάω; Καταπίνει το τσάι με τα δάκρυα.
– Έλα, μην κλαις. Πιες το τσάι σου και θα κρυώσει. Για έλα εδώ, κυρ Αναστάση, φωνάζει τον καφετζή.
– Στους ορισμούς σου, κυρ Αργύρη.
– Εσύ δεν είπες ότι χρειάζεσαι τσιράκι να πηγαίνει τους καφέδες στα τριγυρινά μαγαζιά, όταν πλακώνει η πελατεία;
– Είπα.
– Και γιατί δεν κρατάς αυτό τ’ αγοράκι που δεν έχει κανένα; Θα κάνεις και ψυχικό.
– Τι, αυτό το ξενηστικωμένο κολλητήρι;
– Μη μιλάς έτσι κι είναι αμαρτία.
– Δεν χρειάζομαι τσιράκι.
– Εσύ όλο παραπονιέσαι ότι δεν τα προφταίνεις όλα μοναχός σου.
– Ε, και;
– Για δοκίμασέ το. Το κρατάς δυο τρεις μέρες κι αν δεν σου κάνει, το διώχνεις. Θα κοιμάται σε μια κόχη. Έτσι θα σου φυλάει και το μαγαζί. Δοκίμασέ το, σου λέω.
– Τι να το δοκιμάσω; ρίχνει μια ματιά στο παιδί. Σήκω απάνω, ρε…
Πασκίζει να σταθεί εκείνο όρθιο.
Δυο καλαμένια πόδια που στηρίζουν ένα λειψό κορμάκι. Στο ρουφηγμένο μούτρο ξεχωρίζουν δυο πελώρια μάτια. Δυο μάτια καστανά που καθρεφτίζεται ο φόβος, το παράπονο, ο πόνος.
– Για το χατίρι σου θα το κρατήσω. Όμως με δοκιμή.Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα το παιδί. Έτρεμε απ’ το φόβο. Έτρεμε απ’ το κρύο. Κουβαριασμένο κάτω απ’ τα παλιοτσούβαλα, όλο και ζαρώνει πιο πολύ. Η νενέ δε φεύγει απ’ το νου του. Ούτε στιγμή το άφησε από τότε που γίνανε πρόσφυγες. Πάντα κοντά της πλάγιαζε. Κι όταν, τελευταία, καιόταν αυτή απ’ την ελονοσία, πάλι μαζί της κοιμόταν. Μονάχα χτες τη νύχτα, μια παγωνιά πλάι του τον ξύπνησε. Στις φωνές του, τρέξανε οι γυναίκες απ’ τ’ άλλα καμαράκια και τη βρήκανε πεθαμένη. Κι όταν ήρθε ο παπάς και τη σηκώσανε, πήρε κι αυτό τους δρόμους. Τώρα, πώς θα ζήσει χωρίς τη νενέ; Με ποιον θα κοιμάται; Ποιος θα τον νοιάζεται; Ποιος θα τον λούζει; Ποιος θα του πλένει τα ρούχα; Πώς τον αγαπούσε η νενέ του… Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε και πέρασε μαζί τους στο Αξάρι. «Να ξέρετε, πιο πολύ για το Μιχαλάκη ήρθα», έλεγε στη μαμά. Ύστερα τον πήρε μαζί της στη Σμύρνη. Του αγόρασε καινούργια ρούχα, παπούτσια, φύλαγγα για το σκολειό. Με τις ντουζίνες τού πήρε τετράδια και μολυβδοκόνδυλα.
Δεν πέρασαν δυο βδομάδες, κι άρχισε το κακό. Πιάσανε οι Τούρκοι το θειο. Η νενέ δεν άφησε ούτε στιγμή το Μιχαλάκη. Στη Θεσσαλονίκη μάθανε ότι σφάξανε τη μαμά, τον μπαμπά κι ολόκληρο το Αξάρι. Πώς τον αγαπούσε η νενέ! Ξενόπλενε για να τον ζήσει. «Έννοια σου, και σκολειό θα πας και γράμματα θα μάθεις», του ’λεγε και του ξανάλεγε. Τώρα που πέθανε; Τι θα γίνει ο Μιχαλάκης; Παιδεύεται το παιδικό μυαλό να βρει λύση. Ξέχασε το φόβο. Ξέχασε το κρύο. Νιώθει να βουλιάζει, να γκρεμίζεται σ’ ένα χάος. Τα ξημερώματα τον πήρε ο ύπνος.
Όταν άνοιξε ο καφετζής, τον βρήκε κοιμισμένο.
‒ Έτσι ε… Θα σε ξυπνάμε κιόλας, του δίνει μια κλωτσιά. Δυο μέρες ακόμη και παίρνεις πόδι. Κι ας λέει ο κυρ Αργύρης…
Τινάχτηκε το παιδί απάνω. Έβαλε τα δυνατά του να αρέσει στο αφεντικό.Μήνα στον καφενέ ο Μιχάλης κι έμαθε τη δουλειά στην εντέλεια. Τα πρόφταινε όλα. Και τους πελάτες του καφενέ και τις παραγγελίες απ’ τα τριγυρινά μαγαζιά και τα γραφεία καρσί στο Διοικητήριο. Μονάχα με τον κρεμαστό δίσκο πολύ δυσκολευότανε. Όσο και να πάσκιζε να κρατήσει ισορροπία, πάντα κάτι γινόταν και χυνόταν ο καφές. Στο δρόμο ακόμα πιο δύσκολα. Κάποιος θα σε σκουντήσει, χωρίς να το θέλει. Κάποιος βιαστικός θα πέσει απάνω σου. Βλέπεις ένα αυτοκίνητο, πας να τρέξεις, και χύθηκε ο καφές. Καλά, να είναι βολικός ο πελάτης. Άμα είναι όμως κάνας γρουσούζης, σαν κι εκείνον το γέρο; «Πίσω τον καφέ. Καϊμακλίδικο τον θέλω». «Καϊμακλίδικος είναι, κύριε». «Πού είναι το καϊμάκι;». «Χύθηκε λίγο». «Να φέρεις άλλον».
Θεριό έγινε το αφεντικό, μόλις είδε πίσω τον καφέ. «Πανάθεμά σε, χαραμοφάη. Δεν πρόσεχες, βρε; Πού είχες το μυαλό σου; Εγώ φταίω που σε κράτησα», και δος του να τον χτυπάει.
Κάθε φορά που έχυνε τον καφέ, τα ίδια και τα ίδια. Άσε, σαν έσπαε κάνα ποτήρι, κάνα φλιτζάνι… Εκτός απ’ το ξύλο, τον άφηνε και νηστικό. Κι όλο να τον απειλεί ότι θα τον διώξει.Το ’βαλε πια στο μυαλό του ο Μιχάλης να μην ξαναχυθεί ο καφές. Σηκωνόταν ξημερώματα, πολύ πριν έρθει τ’ αφεντικό. Αφού συγύριζε και σκούπιζε το μαγαζί, γέμιζε τα ποτήρια και τα φλιτζάνια νερό. Τα ’βαζε στον κρεμαστό δίσκο και δοκίμαζε να κρατάει ισορροπία. Έτρεχε ολόγυρα. Ανέβαινε τις καρέκλες, στα τραπέζια. Πηδούσε κάτω, καθόταν, σηκωνόταν απότομα. Στριφογύριζε στο ίδιο μέρος. Όλο και πήγαινε καλύτερα. Όλο και λιγότερο νερό χυνόταν.
Μια μέρα τον τσάκωσε τ’ αφεντικό να πηδάει πάνω στο τραπέζι με το δίσκο στο χέρι. Γούρλωσε τα μάτια.
‒ Τι κάνεις αυτού; Σαλτιμπάγκος πας να γίνεις; Χιμάει να τον αρπάξει. Αναποδογύρισε το τραπέζι. Πρόφτασε να πηδήξει ο Μιχάλης. Ο δίσκος στα χέρια του να στέκεται ολόισια. Κι ούτε στάλα νερό να χυθεί.
‒ Ποιον κοροϊδεύεις, βρε; φρένιασε ο καφετζής. Και δος του ξύλο και βρισιές. Ούτε τον ένοιαξε το Μιχάλη. Όλο χαρά ανοίγει τα κεπέγκια. Ετοιμάζει τα τραπέζια. Κατάφερε να μη χυθεί ούτε στάλα νερό απ’ τα ποτήρια. Ούτε στάλα απ’ τα φλιτζάνια. Τώρα δε θα χύνει τους καφέδες. Δε θα θυμώνουν οι πελάτες.Ο Βαρδάρης πάγωσε το χιόνι της νύχτας. Κρουσταλλιασμένοι οι δρόμοι. Δύσκολο να μη γλιστρήσεις. Κάθε τόσο πέφτουν οι διαβάτες. Πολλοί σηκώνονται με στραμπουλισμένα πόδια, με σπασμένα κόκαλα.
Ο Μιχάλης τέλειωσε τις παραγγελίες με τα πλαϊνά μαγαζιά. Τώρα ετοιμάζει το δίσκο με τους πρωινούς καφέδες για τα γραφεία καρσί στο Διοικητήριο. Τρεις καφέδες, δυο τσάγια, ένα λουκούμι, τέσσερα νερά. Δύσκολα χώρεσαν στον κρεμαστό δίσκο. Κολλητά τα ποτήρια, κολλητά τα φλιτζάνια, σκουντάει το ένα τ’ άλλο. Το πιατάκι με το λουκούμι πάνω στο ποτήρι. Κι ο κυρ Αναστάσης σήμερα στις κακές του. Απ’ την ώρα που ήρθε, βλαστημάει. Όλα τού φταίνε. Καλά πού είναι κι ο Μιχάλης και ξεθυμαίνει σ’ αυτόν.
‒ Τρέχα, μπάσταρδε. Μη χασομεράς στο δρόμο. Τρέχα, είπα.Ο Βαρδάρης σφυρίζει άγρια. Βιτσίζει τον παγωμένο δρόμο. Βιτσίζει τα μούτρα, τα κορμιά. Αρπάει καπέλα. Σηκώνει παλτά. Αγωνίζεται ο κόσμος να προφυλαχτεί απ’ το Βαρδάρη. Αγωνίζεται να μη γλιστρήσει. Αγωνίζεται κι ο Μιχάλης να κρατήσει ισορροπία. Ισορροπία στα πόδια, στα χέρια, στο κορμί, στο δίσκο. Το μάτι καρφωμένο στους καφέδες. Μη σαλέψει το καϊμάκι. Μην ταραχτεί ο καφές. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Θα τον σηκώσει ψηλά ο Βαρδάρης… Θα του αρπάξει το δίσκο… Χάθηκε, αν πέσει. Χάθηκε, αν του ξεφύγει ο δίσκος. Χάθηκε, αν του χυθούν οι καφέδες. Να, κοντεύει στη μέση του δρόμου. Ένας αραμπάς κατεβαίνει. Γκριτσανίζει ο παγωμένος δρόμος κάτω απ’ τα κατρακυλέκια. Πρέπει να βιαστεί ο Μιχάλης. Τρέμει μη χυθεί ο καφές και θυμώσει ο πελάτης, κι αγριέψει τ’ αφεντικό, και τον διώξει απ’ τη δουλειά του. Πώς γλιστράει ο δρόμος! Πώς φυσάει ο Βαρδάρης! Πώς τσούζει το κρύο! Πόσο βαρύς είναι ο δίσκος! Πόσο ξυλιασμένα είναι τα δάχτυλα! Κι ο αραμπάς κατεβαίνει. Τι γρήγορα που τρέχει το άλογο…
Σηκώθηκε ο αραμπατζής. Φωνάζει.
‒ Φύγε, φύγε από μπροστά. Εσένα μιλάω. Φύγε σου λέω, τραβάει τα γκέμια.
Πώς να φύγει; Κι αν χυθεί ο καφές; Ο αραμπάς όλο και πλησιάζει. Να, να. Θα πέσει απάνω του… Φωνάζει ο αραμπατζής. Φωνάζει ο κόσμος. Δυο δρασκελιές, κι έφθασε ο Μιχάλης στο πεζοδρόμιο. Ο δίσκος σφιχτά στα χέρια. Ούτε κουνήθηκε ο καφές. Ούτε τραντάχτηκε το καϊμάκι.
‒ Τραβήξου, φύγε, ξεφωνίζει ο αραμπατζής.
Του ξεφεύγουν τα γκέμια, Φρένιασε το άλογο.
‒ Τρέχα, τρέχα, φωνάζει ο κόσμος.
Όχι, δε θα τρέξει. Έφτασε πια. Ο καφές δε χύθηκε. Το καϊμάκι δεν τρεμούλιασε. Ακούνητα και τα νερά στα ποτήρια. Τα κατάφερε ο Μιχάλης. Δε γλίστρησε. Να, να, πατά στο πεζοδρόμιο…
Δε γλίστρησε ο Μιχάλης. Γλίστρησε τ’ άλογο. Μπερδεύτηκε στα πόδια του αλόγου ο Μιχάλης με το δίσκο. Σέρνεται το παιδί κάτω απ’ τα κατρακυλέκια. Σπάσανε τα ποτήρια. Τινάχτηκαν τα νερά. Σπάσανε τα φλιτζάνια. Χυθήκανε οι καφέδες. Μαύροι λεκέδες στο γλιστερό παγωμένο δρόμο.
Σέρνει για λίγο ο αραμπάς το κορμί του παιδιού στην κατηφόρα. Ζεστό αίμα αυλάκωσε τον πάγο.
Τρέχει ο κόσμος.
‒ Τι είναι; Τι είναι;
‒ Ένα παιδί σκοτώθηκε.
‒ Ποιο είναι; Ποιανού είναι; Και κρατάει ένα κρεμαστό δίσκο στο χέρι, ρωτάνε οι περίεργοι.
‒ Α, ένα προσφυγάκι, πληροφορεί τ’ αφεντικό, που τα παρακολούθησε όλα απ’ την πόρτα του μαγαζιού. «Να πάρει ο διάολος, τώρα βρήκε να σκοτωθεί. Τώρα που είχε μάθει τόσο καλά τη δουλειά…» μουρμουρίζει ανάμεσα στα δόντια του.
Μετάβαση στο σημείο: Ο πρόσφυγας ως ενεργός πολίτης