Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΔημόσιος χώρος : Διασκέδαση και συνύπαρξη στη γειτονιά Οι πρόσφυγες κουβαλούν τα έθιμα και τα τραγούδια τους
Μέσα στις λιγοστές αποσκευές που κουβαλούν οι πρόσφυγες απ’ τις πατρίδες τους έχουν τις μουσικές, τα έθιμα και τις πολιτισμικές τους συνήθειες. Η κοινωνική οργάνωση αλλάζει διαρκώς με τον ερχομό των εκάστοτε «ξένων». Η Θεσσαλονίκη αντηχεί από ρεμπέτικα τραγούδια και μικρασιάτικους αμανέδες• κάτω απ’ τα παράθυρα μυρίζουν σμυρνέικα σουτζουκάκια και λιβανέζικα μπαχαρικά. Μέρη μακρινά αρχίζουν να πλησιάζουν τον καινούριο τόπο.
Ο Κλήδονας...
Ο Κλήδονας
Πρώτο καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη. Ποιος σκέφτηκε ότι σήμερα είναι παραμονή του Άι Γιαννιού του Αφανιστή; Ότι απόψε ανάβουν φωτιές κι αύριο ανοίγουν τον κλήδονα και ρίχνουν το λιωμένο μολύβι στο κρύο νερό;
Κι όμως η Δέσποινα τʾ Ανανία, που ʾθελε να μάθει αν θα στεφανωθεί τον Κώστα, από μέρες το σκέφτεται. Έπιασε τις φιληνάδες της την Ευδοξία, τη Χαρίκλεια, τη Χρυσαυγή και τα μιλήσανε. Δοκιμάσανε να τα κουβεντιάσουν με τις μεγάλες. Ούτε να τʾ ακούσουν εκείνες.
– Τι καμώματα είνʾ αυτά; Μας τσιτσιρίζει η προσφυγιά. Φωτιά καίει στα σπλάχνα μας ο καημός για τους χαμένους άντρες μας. Μας δέρνουν οι πέντε άνεμοι του ξεριζωμού, κι εσείς μιλάτε για κλήδονα; Σα δε ντρεπούσαστε…
Ύστερα πιάσανε τις γιαγιάδες. Αυτές στην αρχή ξαφνιάστηκαν.
– Πράματα είναι τούτα; Σε ξένον τόπο!
– Έλα, καλέ νενέ, παρακαλεί η εγγονή την κόνα Μαλαματένια. Έλα, πες στην κόνα Λέγκω, στην κόνα Αναστασία. Ο κλήδονας θα σας θυμίσει την πατρίδα… τα νιάτα σας… Θα ξεχάσετε και λίγο τα ντέρτια της προσφυγιάς.
«Λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει». Έτσι αποφασίστηκε νʾ ανοίξουν τον κλήδονα στο σπίτι της Γιωργής. Εκεί έμενε κι η Στάσα η νιόπαντρη. Τον αδελφό της Γιωργής, τον Κώστα, αγαπά η Δέσποινα.Απʾ τα ξημερώματα της Παραμονής τʾ Άι Γιαννιού, πριν απʾ τη δουλειά, και πριν πάει σκολειό, στείλανε την Ανθούλα στη βρύση μʾ ένα χωματένιο κουμνί να το γεμίσει νερό.
– Τσιμουδιά, ακούς; αμίλητο πρέπει να ʾναι.
Την Παραμονή βγήκανε η Ευδοξία κι η Χρυσαυγή όξω απʾ τα κάστρα και φέρανε λυγαριές. Ύστερα πήγανε στις φιληνάδες τους για τα σημάδια. Στο τζαμί, στο σκολειό Αλλιάνς, στο Δημοτικό της Κασσάνδρου. Το κάθε κορίτσι έδωσε κι από ένα σημάδι. Μια χάντρα, μια δαχτυλήθρα, ένα κουμπί, μια ψεύτικη καρφίτσα, ένα σκουλαρίκι. Ό,τι είχε.
Αφού ρίξανε τα σημάδια στʾ αμίλητο νερό, σκέπασαν το κουμνί μʾ ένα κόκκινο πανί και τύλιξαν γύρω απʾ το λαιμό του λυγαριές. Το βράδυ το βάλανε στα κεραμίδια, στʾ αγιάζι. Να το γητέψει η νύχτα και τʾ άστρα. Το πήρανε πρωί πρωί πριν το ματιάσει ο ήλιος.Απʾ τʾ απόγεμα της Παραμονής τα παιδιά της προσφυγιάς βάλθηκαν να κουβαλάνε ξυλαράκια, χόρτα, χαρτιά. Μόλις βράδιασε ανάψανε στους δρόμους φωτιές, κι άρχισαν να πηδάνε αγόρια και κορίτσια. Δίνανε κι οι μαγαζάτορες παλιόκασες, παλιοπάνερα να ταΐζουν τις φωτιές. Μόλις κλείσανε τα μαγαζιά, άρχισαν να πηδάνε κι αυτοί.
Την πιο μεγάλη φωτιά την ανάψανε τα παιδιά στην αυλή του τζαμιού. Πηδούσαν μικρά και μεγάλα και δε σταματούσαν. Αναψοκοκκίνιζαν τα μάγουλα των κοριτσιών απʾ τις φλόγες και τη χαρά της βραδιάς. Ανεβοκατέβαιναν τρεμουλιαστά σε κάθε πήδημα τα στηθάκια. Μαζευτήκανε και κάτι κρεμανταλάδες της γειτονιάς. Ίσαμε κει πάνω τα σάλτα στη φωτιά. Άρχισαν και τα πειράγματα.
– Φτάνει πια. Κοντεύει δέκα η ώρα. Κι αύριο έχουμε να πάμε στη δουλειά. Άντε, και του χρόνου στα σπίτια μας, τους διώξανε οι γυναίκες.Την άλλη μέρα, ύστερα απʾ τη λειτουργία, μαζευτήκανε τα κορίτσια στο σπίτι της Στάσας. Απʾ τα χαράματα η Γιωργή στο πόδι. Να τελειώσει τις δουλειές. Να προφτάσει τον κλήδονα. Το ίδιο η μητέρα της η κόνα Αναστασία. Το ίδιο κι οι άλλες.
Στρώσανε στην αυλή μια κουρελού. Στη μέση η δεκάχρονη Μαργαρίτα, η μοναχοκόρη της Ειρήνης και του Στέργιου. Μπροστά της το σκεπασμένο κουμνί με τα σημάδια. Γύρω γύρω τα κορίτσια.
Η Χρυσαυγή βγάζει τη λυγαριά απʾ το λαιμό του κουμνιού και λέει.Ανοίξετε τον κλήδονα στʾ Άι Γιαννιού τη χάρη
Κι όπου ʾχει την τύχη την καλή, θα βρει το παλικάρι.Πρόσεξε, συμβουλεύει τη Μαργαρίτα η κόνα Αναστασία, που κάτι ξέρει από κλήδονα, πρόσεξε. Ό,τι πιάσει το χέρι σου, αυτό θα βγάλεις. Όχι να διαλέγεις. Ακούς; Τίμια πράματα.
Της σκεπάσανε το κεφάλι και το μούτρο μʾ ένα άσπρο τούλι κι αρχίσανε τα στιχάκια.Αυτό το «αχ» σα θα σου πω,
τρέμουν τα καλντερίμια.
Τρέμουν στη Σμύρνη τα τσαρσιά,
στην Πόλη τα γεφύρια.Η Μαργαρίτα χώνει το χέρι στο κουμνί και βγάζει μια παραμάνα.
Ήτανε της Σμυρνιάς της Λευτερίτσας που αγαπούσε τον Αντρέα τον Πολίτη. Όλες χειροκροτήσανε. Εκείνη κατέβασε τα μάτια κι έγινε κόκκινη σαν παπαρούνα.
Αρχίζει πάλι η Χρυσαυγή.Εχάθηκες, και ποιον να δω; και ποιον να απαντήσω;
Και ποια πουλάκια ʾγω να βρω, για σένα να ρωτήσω;Βγάζει η Μαργαρίτα ένα δαχτυλιδάκι. Ήτανε της Αντιγόνης, που ο αρραβωνιαστικός της έμεινε αιχμάλωτος.
Όλες σωπάσανε. Εκείνη δε μπόρεσε να κρατηθεί. Αρχίζει τα κλάματα και φεύγει.
– Βρε, μήπως και το κάνατε επίτηδες; ρωτάει η κόνα Αναστασία.
– Τι επίτηδες; λέει η Χρυσαυγή. Και πού ξέρει η Μαργαρίτα του καθενός τα σημάδια;Πολιτισμικές συνήθεις ...
Ψυχή μπλε και κόκκινη
(απόσπασμα)Απ' όλα τα πράγματα του σπιτιού μας στο Τόπαλτι εκείνο που αγαπούσα περισσότερο ήταν το γραμμόφωνο, που είχε αγοράσει ο πατέρας μου με τα ρέστα της προίκας. Μόλις έφευγαν όλοι από το σπίτι, η γιαγιά Αγγελική γύριζε τη μανιβέλα του, το κούρδιζε, άλλαζε τη σκληρή μεταλλική βελόνα κι έπαιζε δίσκους των εβδομήντα οχτώ στροφών με τραγούδια της εποχής ή κάνα δυο δίσκους με τούρκικα τραγούδια, που τους είχε αγοράσει ο θείος Ηρακλής για να θυμάται η γιαγιά την πατρίδα της. Μ' έπαιρνε τότε αγκαλιά και χορεύαμε άλλοτε τανγκό και βαλς, κι όταν έπαιζε τα τούρκικα, καρσιλαμά. Νομίζω ότι αυτές υπήρξαν οι ευτυχέστερες στιγμές της γιαγιάς μου αλλά και οι δικές μου, γι' αυτό έκανα κατάχρηση της καλοσύνης της κι όλο ζητούσα να βάζει πλάκες στο γραμμόφωνο και να χορεύουμε, κι επειδή μικρός δεν μπορούσα να προφέρω τη λέξη «γραμμόφωνο», που ανήκει στις μακριές γαϊδούρες του λεξιλογίου μας, φώναζα «Γιαγιά, τσιτ-τσιτ» κι εκείνη καταλάβαινε κι έτρεχε ξανά στη μανιβέλα. Αυτή η κρυφή τρυφερή μας σχέση ήταν που έκανε τη γιαγιά να με νιώθει σαν το παιδί της που περισσότερο αγάπησε, το στερνοπαίδι της όπως έλεγε, και δεν άφηνε κανέναν ν' αναλάβει τη φροντίδα μου. Όταν μετοικήσαμε στου Χαριλάου, η γιαγιά μελαγχόλησε, παρόλο που την επισκεπτόμασταν συχνά, μια και δυο φορές την εβδομάδα, διότι η μάνα μου μέχρι το θάνατο της γιαγιάς το 1960 είχε πολύ στενούς δεσμούς με το σόι της. Με το που φτάναμε στο Τόπαλτι, η γιαγιά με περίμενε έχοντας σοκολάτες ή καραμέλες στις τσέπες της, μ' έπαιρνε στην αγκαλιά της, με φίλευε, και το βράδυ, όταν φεύγαμε, μου έβαζε κρυφά χρήματα στο χέρι, που τα εξοικονομούσε ειδικά για μένα κάνοντας τσιγκουνιές στα ψώνια της εβδομάδας. Με το που απομακρυνόμασταν με τα πόδια από το σπίτι, η μάνα μου, που συχνά έκοβε την κίνηση, με ρωτούσε «Πόσα σου έδωσε η γιαγιά;» κι εγώ μουδιασμένος της έλεγα το ποσόν κι αμέσως της παρέδιδα -με απαίτησή της- τα λεφτά, να τα φυλάξει στην τσάντα της, μην τύχει και τα χάσω στο δρόμο, κι ας γνώριζα ότι τα χρήματα αυτά δεν επρόκειτο να τα ξαναδώ, να μαζέψω κι άλλα ν' αγοράσω κάνα παιχνίδι, αφού η μάνα, που έφερνε κι αυτή δύσκολα βόλτα το νοικοκυριό μας, τα παρακρατούσε ως συμπλήρωμα.
Το γραμμόφωνο αυτό εκτός από χαρές μου έδωσε και λύπες, όπως το καθετί που αγάπησα στη ζωή. Στο Τόπαλτι οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν ήξεραν καλά ελληνικά ή δεν τα μιλούσαν καθόλου, γι' αυτό τα τούρκικα βρίσκονταν σε ημερήσια διάταξη. Επίσης όλη η γειτονιά μύριζε παστρουμά, παρόλο που η κατανάλωσή του ήταν μικρή, αφού είχε τιμή αλμυρή, έτσι αντί για παστρουμά έτρωγαν όλοι ψωμί με τσιμένι και διαποτίζονταν από τη μυρωδιά του. Τα δυο αυτά πράγματα δεν μπόρεσε να τα χωνέψει ποτέ ο παλιοελλαδίτης πατέρας μου, που είχε ρητά δηλώσει: «Δε θέλω ο γιος μου ούτε τούρκικα να μάθει ούτε να βρωμάει παστρουμά!» Κάποιο βράδυ που γύρισε απρόσμενα νωρίς στο σπίτι, την ώρα που η γιαγιά κι εγώ είχαμε μερακλώσει και τρώγοντας ψωμί με τσιμένι ακούγαμε από το γραμμόφωνο έναν τούρκικο αμανέ που πολύ μου άρεσε, γι' αυτό και επαναλάμβανα μαζί με τη γιαγιά το σκοπό και τα λόγια της τραγουδίστριας, με το που μας είδε έγινε έξαλλος από θυμό ο πατέρας μου κι αρπάζοντας το δίσκο του γραμμοφώνου τον έσπασε πάνω στο γόνατό του. Η γιαγιά μάζεψε καρτερικά τα σκορπισμένα στο πάτωμα κομμάτια, εγώ έκλαιγα, «Δεν είναι τίποτα, τζιγέρι μου», είπε, «Πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη απ' τον πατέρα σου». Πήγα και στάθηκα μπροστά του χωρίς να μιλώ, μόνο προσπαθούσα να συγκρατήσω τ' αναφιλητά μου, κι εκείνος, που μ' όση ευκολία φούντωνε, μ' άλλη τόση ημέρευε, «Κλαίνε, βρε, οι άντρες;» με πείραξε, κι ύστερα, «Αν ξαναφάς τσιμένι ή μιλήσεις τούρκικα, θα πετάξω το γραμμόφωνο απ' το παράθυρο». Το γραμμόφωνο βέβαια δεν το πέταξε, αλλά το Φεβρουάριο του 1943, στη μεγάλη πείνα, το φόρτωσε μαζί με τις πλάκες στη σχάρα ενός ποδηλάτου που νοίκιασε από τον Τζώρτζη, τον ανάπηρο ποδηλατά της γειτονιάς μας, και πήγε μ' αυτό στα Βασιλικά, όπου το έδωσε για ένα σακί στάρι, που το βράζαμε και το τρώγαμε σαν κόλλυβα δίχως ζάχαρη.
Σφυρίδης Περικλής, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελ. 40 - 42.
Οι Ποντοκαυκάσιοι χορε...
Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου
(απόσπασμα)Οι λυράρηδες ωστόσο, σ’ όλο αυτό το διάστημα, έπαιζαν κάθε βράδυ τις λύρες τους και συνόδευαν την αλύγιστη από τα δεινά ποντιακή νεολαία στους ταχτικούς χορούς και τα τραγούδια της. Συνέχισαν να δίνουν κουράγιο στους συμπατριώτες τους και να προκαλούν το θαυμασμό των υπαλλήλων που έβλεπαν τους Καυκάσιους τη μέρα να θάβουν τους νεκρούς τους και τη νύχτα να χορεύουν. Όταν πρόσεξαν όμως καλύτερα, είδαν ότι τα πρόσωπά τους ήταν άγρια, όπως και οι χοροί τους, και πως με τη ζωηρή κίνηση ήθελαν να διώξουν τον πόνο και την απελπισία τους, ενώ τα τραγούδια τους δεν ήταν πια χαρούμενα και εύθυμα, μα λυπητερά και βαρύθυμα. Τελευταία μάλιστα ανακάλυψαν ότι έλεγαν ένα τραγούδι με επίκαιρα λόγια, σχετικά με την Καραντίνα:
Το έρημον το Καραμπουρνού, τριγύρ’ τριγύρ’ ταφία (τάφοι).
Ανοίξτε και τερέστε (κοιτάξτε) ατά, όλα Καρσί’ (του Καρς) παιδία…Σαμουηλίδης Χρήστος, Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 354.
Μετάβαση στο σημείο: Δημόσιος χώρος : Διασκέδαση και συνύπαρξη στη γειτονιά