Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΔημόσιος χώρος : Διασκέδαση και συνύπαρξη στη γειτονιά Τα καφενεία κέντρα συνύπαρξης και διασταύρωσης των «ξένων»
Καφενεία, καπηλειά και ταβέρνες είναι τα καθημερινά στέκια των προσφύγων. Με καφέ, κρασί και την τράπουλα ξεχνιούνται οι παλιοί καημοί και συζητιούνται τα νέα προβλήματα. Σε κάθε δρόμο, σε κάθε γειτονιά τα καφενεία αποτελούν τα σημεία συνάντησης ντόπιων και ξένων, παλιών και καινούριων. Η υποενότητα αυτή μπορεί να μελετηθεί παράλληλα με τη δεύτερη υποενότητα «Οι πρόσφυγες διασκεδάζουν στο κέντρο της πόλης» στη γεωγραφική ενότητα Κέντρο.
Στον καφενέ...
«Στον Καφενέ»
Καφενέ τον λέγανε, κι ας ήτανε πιο πολύ καπηλειό. Ο μπάρμπα Θαλής, πρόσφυγας απ' την Ανατολή, πρόφτασε απ' τους πρώτους κι έστησε ένα παραγκάκι στη Δημητρίου του Πολιορκητού, κατεβαίνοντας αριστερά προς την Αγίου Δημητρίου. Σε λίγες μέρες έτοιμο το καπηλειό. Στη μέση οι πάγκοι και γύρω-γύρω οι καρέκλες. Πίσω τα βαρέλια με τις κάνουλες χαμηλά προς τα κάτω.
Γρήγορα πήρε να γεμίζει. Σχεδόν όλοι πρόσφυγες. Τακτικοί πελάτες οι ηλικιωμένοι. Κάμποσοι μεσόκοποι και λιγοστοί νέοι άνεργοι.
Δεν έλειπε ο μπάρμπα Γιώργος που 'χασε δυο γιους στην αιχμαλωσία. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα του που γκαβώθηκε απ' το κλάμα. Δεν έλειπε ο κυρ Αναστάσης, που του εξοντώσανε ολόκληρη την οικογένεια. Τώρα ακούμπησε κοντά στις ανιψιές του. Κι ο Μίμης, ούτε δεκαοχτώ χρονώ, πιο πολύ άνεργος, ηφαίστειο, έτοιμο να εκραγεί. Συχνά τα βράδια έρχονταν κι ο Χατζηνάσος με τον καθηγητή. Πολλοί ντόπιοι μαζεύονται τελευταία.
Ο μπάρμπα Θαλής, με γκρίζα μαλλιά κι άσπρο μουστάκι, ένας καλοσυνάτος πενηντάρης, χωραταζτής και κεφάτος, πάντα πρόθυμος να περιποιηθεί τους πελάτες. Ό,τι θένε; Κρασί, τσίπουρο, μεζεδάκι, καφέδες.
Καθημερινό στέκι ο καφενές. Κουβαλιούνταν εκεί να πιουν το κατοσταράκι. Να ξεχάσουν τα ντέρτια. να παίξουν καμιά πρέφα. Να 'κούσουν κάνα νέο. Να λύσουν τ' άλυτα προβλήματα. Καυτό θέμα, το προσφυγικό ζήτημα κι οι επικαιρότητες, οι δεμένες με την πολιτική.
Εκείνη τη μέρα, στις τριάντα του Δεκέμβρη του 1923, ανάρπαστες οι εφημερίδες. Συγκλονιστικό το νέο. Έπεσε ο Σουλτάνος. Έγινε δημοκρατία η Τουρκία.
-Βρε, βρε! Κι οι Μεμέτηδες να ξυπνήσουν! Κι εμείς ακόμα να θέλουμε βασιλιά, έλεγε μ' αγανάκτηση ο Μίμης.
-Ήτανε φυσικό, πήρε το λόγο ο καθηγητής. Με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο πέσανε οι μεγαλύτερες δυναστείες της γης. Οι Ρωμανώφ, οι Χόεντζόλερν, οι Αψβούργοι. Όλοι ηττημένοι. Σειρά είχε η Τουρκία. Σ' έναν άλλο πόλεμο, θα πέσουν κι οι υπόλοιπες.
-Αμήν.
Αλίμονο αν γίνει κι άλλος τέτοιος πόλεμος…
-Και ποιος κυβερνά τώρα την Τουρκία; ρώτησε ο κυρ Αναστάσης.
-Πρόεδρος είναι ο Κεμάλ και πρωθυπουργός ο Ισμέτ Ινονού.
-Μη μιλάτε για τον Κεμάλ. Αυτός είναι ο Αντίχριστος που αναφέρει η Αποκάλυψη, φούντωσε ο Θανάσης. Φούντωσαν κι οι πρόσφυγες.
-Αυτός μας ξερίζωσε.
-Οι σύμμαχοι μάς ξερίζωσαν, συνεχίζει ο καθηγητής. Δηλαδή τα συμφέροντά τους. Αντί να εκτελέσουν πέρσι τους έξι στο Γουδί, έπρεπε να κόβανε τις σχέσεις με τους πραγματικά υπεύθυνους. Να απαλλαγούμε μια για πάνα απ' τους «συμμάχους». Μόνο τότε θα μπορέσει να σηκώσει κεφάλι η Ελλάδα.
-Βρε, τι μας νοιάζει εμάς για τους συμμάχους; Ο σκοπός είναι να γυρίσουμε στον τόπο μας.
-Τώρα στον τόπο μας; Τώρα που υπογράφτηκε στη Λωζάνη Συνθήκη Ειρήνης με τους Τούρκους; Πετάχτηκε πάλι ο Μίμης.
-Δηλαδή;
-Τώρα περιορίζονται τα σύνορά μας στον Έβρο… Μάλιστα έγινε η σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών, επεμβαίνει πάλι ο καθηγητής.
-Τι ανταλλαγή; Εμείς αφήσαμε στις πατρίδες μας αμέτρητη περιουσία. Κοντά τριακόσια εκατομμύρια τούρκικες χρυσές λίρες, γράφουν οι εφημερίδες.
-Μονάχα λίρες; μπαίνει στη μέση ο μπάρμπα Γιώργος. Με τι θα πληρωθούνε οι σκοτωμένοι; Με τι οι εξαφανισθέντες;
-Βρε πληρώνεται ποτέ η γη που γεννηθήκαμε; παίρνει το λόγο ο κυρ Αναστάσης, η γη που αφήσαμε τα κόκαλα των δικών μας;
Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους των προσφύγων ότι δεν θα ξαναγυρίζανε.
[…]
Το καφενείο έδειχνε το σφυγμό της ζωή της εποχής. Εκεί τα νέα, οι πληροφορίες, οι διαδόσεις.
Πανηγύρι για τη νίκη του Βενιζέλου το 1928. Τραγουδούσαν, χορεύανε, κερνούσε ο ένας τον άλλο.
Όλοι σκεφτικοί, όταν διάβαζαν, για την παγκόσμια κρίση του 1929, τις απεργίες. Πένθος όταν έγινε ο σεισμός της Χαλκιδικής. Σκοτώθηκε στην Αρναία ο Αβραάμ απ' τα Άδανα, που σύχναζε άλλοτε στον καφενέ. Είχε πάρει κλήρο κι είχε φύγει με την οικογένειά του.
[…]
Κι ήρθε το 1936. Κι αρχίζουν οι θάνατοι των δημοκρατικών αρχηγών. Το Γενάρη πεθαίνει ο Κονδύλης. Το Μάρτη ο Βενιζέλος στο Παρίσι. Τον Απρίλη ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός Δεμερτζής. Ο βασιλιάς βάζει στη θέση του Δεμερτζή το Μεταξά. Το Μάη ο Τσαλδάρης. Κι όλοι απ' την ίδια αρρώστια: το κυκλοφοριακό. Συγκοπή ή εγκεφαλικό επεισόδιο. Έτσι, ανενόχλητα ο Μεταξάς με το παλάτι, κάνουν τη δικτατορία της Τετάρτης Αυγούστου.
Μούδιασε η Ελλάδα. Καζάνι που βράζει οι πρόσφυγες. Όλοι συλλογισμένοι στον καφενέ, δεν μπορούν να πουν φωναχτά τον πόνο τους. Γέμισαν οι φυλακές και τα ξερονήσια. Ύποπτοι τύποι κυκλοφορούν παντού.
Στη σκιά της πεταλούδα...
Στη σκιά της πεταλούδας
(απόσπασμα)Είχε μπει για τα καλά στο συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής. Έκοψε δρόμο μέσα από κάτι αφώτιστα σοκάκια γεμάτα παράγκες και λακκούβες με βρόχινο νερό. Έφτασε μπροστά στην ταβέρνα που ήξερε πως είχε στεγάσει τον Βασίλη τους τελευταίους μήνες. Μερικά σπίτια γύρω είχαν φως, δεν ήταν ακόμα πολύ αργά, ήταν όμως ο χειμώνας που με το κρύο και τη μιζέρια του έριχνε από νωρίς τους ανθρώπους κάτω από τα σκεπάσματα.
Κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα στη χαμοκέλα. Το πρώτο πράγμα που ξεχώρισε ήταν το χαμηλό ταβάνι, ύστερα οι καπνοί και η τηγανίλα που έμοιαζε να κατακάθεται παντού. Στο βάθος έπαιζαν δυο μπουζούκια και μια κιθάρα, οι παρέες λιγοστές. Κάθισε σ' ένα τραπέζι στην άκρη δίπλα στην παγωνιέρα από εκεί μπορούσε να τα ελέγχει όλα.
Ο Βασίλης τον πλησίασε αμέσως, φορούσε ένα λερωμένο πουκάμισο και είχε καρφιτσωμένο το άδειο μανίκι με μια παραμάνα στο θηλύκι από το παντελόνι. Κοιτάχτηκαν λίγο βουβά, τον έψαξε για λίγο με το βλέμμα του για το τι γύρευε άραγε τέτοια ώρα. Και οι πιο πολλοί θαμώνες του έριχναν ματιές, ήταν πολύ περιποιημένος για εκείνο το καταγώγιο, καλοντυμένος και άγνωστος.
«Ένα μισόκιλο και καμία κονσέρβα» του είπε ξερά και βάλθηκε να χαζεύει την ορχήστρα.
Αυτός κούνησε το κεφάλι του χώθηκε σ' ένα κουζινάκι στο βάθος. Ο Ηλίας έριξε κλεφτές ματιές στα γύρω τραπέζια, μικρές παρέες εξαθλιωμένες. Στα τραπέζια λίγες ελιές, στραγάλια, κανένα κρεμμύδι, βραστές πατάτες. Πρόσωπα αξύριστα, σακάκια μπαλωμένα, ιδρωτίλα και βήχας πότε από δω και πότε από κει. Μόνο δυο ξεχώριζαν με κοστούμια, φάτσες όμως τραχιές, έσερναν μαζί τους και δυο παρδαλές.
Του ακούμπησε το κρασί και παστές σαρδέλες σε λαδόκολλα.
«Ποιοι είναι οι κουστουμαρισμένοι;» του σφύριξε κλεφτά.
Έκανε τάχα πως σκούπιζε το τραπέζι γύρω γύρω και βρήκε την ευκαιρία την ώρα που είχε γυρισμένη την πλάτη στ' άλλα τραπέζια:
«Μαυραγορίτες, πελάτες είναι, και οι πουτάνες τους γνωστές κι αυτές».
Σύρθηκε πάλι πίσω στο κουζινάκι.
Άναψε τσιγάρο κι έκανε πως άκουγε την ορχήστρα. Ένας δυο μεθυσμένοι είχαν σηκωθεί κι έκαναν γυροβολιές παραπατώντας. Αυτός με την κιθάρα, ο τραγουδιστής, ένας άντρας γεροδεμένος με παχύ μουστάκι, έσωζε την τιμή της ορχήστρας. Ο Ηλίας κάθισε λίγο πιο αναπαυτικά στην καρέκλα κι άδειασε το ποτήρι του, η ρετσίνα ήταν θολή και μύριζε μούχλα κι άπλυτο βαρέλι. Ο τραγουδιστής όμως τον έκανε να ξεχαστεί, τα μπράτσα του θύμιζαν παλαιστή, δε φαινόταν όμως του σκοινιού και του παλουκιού, πιο πολύ ντροπαλός έδειχνε και τα μάτια του τα είχε συνήθως κατεβασμένα.
Βαρύτερα, βαρύτερ' απ' τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα…
Χάθηκε στις σκέψεις του, η φωνή του τραγουδιστή ήταν πανί, τον ταξίδευε, χαιρόταν τη μοναξιά του τραπεζιού του και τους καπνούς που τον τύλιγαν.
Είδε το μαγαζάτορα να τον πλησιάζει δειλά δειλά.
«Καλώς ήρθε ο κύριος!» του είπε και χαμογέλασε δείχνοντας ένα χρυσό δόντι.
Το προσεγμένο παρουσιαστικό του Ηλία τον είχε υποχρεώσει να έρθει και να τον καλωσορίσει, ήθελε φαίνεται η υπόγα του να έχει ανοίγματα στον καλό τον κόσμο.
Κούνησε βουβά το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού.
«Σας εξυπηρέτησαν; Όλα εντάξει;» τον ξαναρώτησε με μια ελαφριά υπόκλιση.
Κούνησε πάλι το κεφάλι, η παρουσία του του είχε κόψει το γλυκό μούδιασμα της μοναξιάς του, δεν είχε όρεξη για πολλές κουβέντες. Ο μαγαζάτορας στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα αμήχανα μέσα στη σιωπή του κι ύστερα γύρισε να φύγει, για να μην ενοχλεί άλλο.
«Μια στιγμή!» τον σταμάτησε ξαφνικά.
«Παρακαλώ!» είπε κι έστριψε.
«Αυτός ο τραγουδιστής καινούριος είναι;»
«Δεν είναι επαγγελματίας, κύριε, Πρόδρομο τον λένε, κάπου κάπου έρχεται και μας λέει κανένα κομμάτι».
«Αηδόνι είναι, να το ξέρεις!»
«Το ξέρω, κύριε, μ' αυτή την κρίση όμως που υπάρχει δεν μπορούμε να τον έχουμε κάθε μέρα, καταλαβαίνετε… Άλλωστε είναι πεχλιβάνης, πιο πολύ γυρνάει στα πανηγύρια στα χωριά μ' ένα μπουλούκι…»
«Δικός μας είναι; Σαλονικιός;»
«Προσφυγόπουλο, μαχαλάς του είναι η πάνω πόλη, η Ακρόπολη. Πρόδρομο τον λένε, Πρόδρομο Μουτάφογλου, οι δικοί του όμως τον φωνάζουν Μποντόση».
«Κέρνα τον ένα από μένα» είπε κι έδειξε το μισόκιλο πάνω στο τραπέζι.
«Μάλιστα!»
«Και πού 'σαι, άλλο κρασί δεν έχεις;»
«Παράλειψη του σερβιτόρου, κύριε, δε σας μέτρησε σωστά απ' την πρώτη στιγμή, τα κάνει κάτι τέτοια, σακάτης βλέπετε… σημαδεμένος άνθρωπος, ας είναι…»
Απομακρύνθηκε με δυο τρεις ακόμα τεμενάδες.
Ο Βασίλης ήρθε μουτρωμένος με καινούριο μισόκιλο.
«Τι του είπες […] και με κατσάδιασε!»
Ο Ηλίας τον είδε μπαρουτιασμένο και του άνοιξε το κέφι.
«Να 'σαι επαγγελματίας, ρε, σαν το αφεντικό σου!» ψιθύρισε κι άρχισε να γελάει. «Πού τον κονόμησες, ρε, όλο τεμενάδες και σάλια είναι».
«Σκέτη γλίτσα, σου λέω!»
Την ώρα που του σερβίριζε σε καινούριο ποτήρι ο Ηλίας τον έπιασε με τρόπο από τον καρπό και του τον έσφιξε.
«Πρέπει να μιλήσουμε σήμερα, κανόνισέ το».
«Μείνε ως το τέλος, πάει και κοιμάται πιο νωρίς. Μαζεύει την είσπραξη και τραβάει στην κυρά του να τ' ακουμπήσει -μια μέγαιρα είναι. Βλέπεις; Όλα εδώ πληρώνονται».
Έφυγε παίρνοντας το κρασί που βρομούσε.
Ήπιε από το καινούριο κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. Οι μαυραγορίτες στο πέρα τραπέζι είχαν μερακλώσει κι έριχναν χαρτούρα μπροστά στην ορχήστρα. Μια απ' τις παρδαλές στο χορό της επάνω τον κοίταζε συνέχεια. Ο Ηλίας έριξε αλλού το βλέμμα, δεν ήθελε φασαρίες τέτοιες ώρες, οι δυο γραβατωμένοι σίγουρα κοιμόντουσαν με τα στιλέτα.
Έμειναν μόνοι τους κατά τις δώδεκα. Η ορχήστρα έφυγε τελευταία, ένιωσε την ανάγκη να σφίξει το χέρι του Πρόδρομου πριν τον καληνυχτίσει. Εκείνος ντροπαλός, ευχαρίστησε βιαστικά κατεβάζοντας τα μάτια και χάθηκαν όλοι τους μέσα στη νύχτα. Απ' έξω ακουγόταν η βροχή που τσιτσίριζε πάνω στα κεραμίδια και στις λαμαρίνες.
Ο Βασίλης έριξε μερικές χούφτες πριονίδι στο πάτωμα, έκλεισε όλα τα φώτα, έγειρε τα παντζούρια και ήρθε με μια μικρή λάμπα στο τραπέζι του.
Ζουργός Ισίδωρος, Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκη, Αθήνα 2004, σελ. 409-412.
Συναντήσεις στο λιμάνι...
Το ραντεβού της Θεσσαλονίκης
(απόσπασμα)Ένας δρόμος παγίδα, με μικρά τοιχία από μπετόν, χωρίς καμία λογική, κι ακανόνιστες πλάκες –ένα διαβολικό συνονθύλευμα για να σκοντάφτουν φυγάδες σαν του λόγου μου. Τρέχω στα τυφλά. Μια κατηφορική λεωφόρος κλείνει τον δρόμο, στρίβω αριστερά. Ενστικτωδώς.
Το κύμα των αυτοκινήτων με καθησυχάζει, επιτέλους είμαι και πάλι μόνος. Εδώ, στην άκρη αυτού του βρώμικου δρόμου, έχω την εντύπωση ότι ξαναβρίσκω τον εαυτό μου. Χώνομαι σʾ ένα σουπερμάρκετ. Περιδιαβαίνω ανάμεσα στα υπερμεγέθη ράφια όπου η Ελλάδα μαθαίνει να ξεχνάει τα γεμάτα μυρωδιές και καρυκεύματα μικρομάγαζά της. Ψηλαφίζω μερικά πράσινα μήλα. Άγουρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σʾ όλο της το μεγαλείο. Αγοράζω ένα ζευγάρι κάλτσες.
Ανασαίνω επιτέλους. Σύντομη ανάπαυλα. Ξαναβρίσκω το Βλόρα στο στρογγυλό τραπεζάκι του Φλοκαφέ. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα το ξανάβλεπα. Σίγουρα όχι στην είσοδο αυτού του σουπερμάρκετ, με τον αναμαλλιασμένο σερβιτόρο που παίζει με το σκουλαρίκι της γλώσσας του ενώ μου χρεώνει ένα ριστρέτο. Κι όμως το πλοίο είναι όντως εδώ, αναγνωρίζω το σκαρί που ανασηκώνεται στο μπροστινό μέρος, το χρώμα της σκουριάς. Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί απʾ τη μεριά της θάλασσας. Η εκτύπωση καταλαμβάνει όλο το πλάτος του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας που είναι παρατημένη στο ψεύτικο μάρμαρο, ανάμεσα στα απομεινάρια μιας πίτας.
– Τα καθάρματα, τους έβαζαν στʾ αμπάρια για να τους στείλουν στην Ιταλία…
Έψαχνα για μεταφραστή. Βρήκα έναν ένθερμο σχολιαστή. Ο τύπος που κάθεται στο διπλανό μου τραπέζι ζωηρεύει ξαφνικά
– Λένε ότι η αστυνομία εξάρθρωσε ένα δίκτυο. Το καράβι μετέφερε λαθρομετανάστες, Πακιστανούς και Κούρδους, που έρχονταν απʾ την Αλβανία. Δυο χρόνια αυτή η ιστορία. Αλλά τώρα τέρμα, συνέλαβαν τον καπετάνιο, έναν Έλληνα αλβανικής καταγωγής. Δεν εκπλήσσομαι δα!
Καταλαβαίνω καλύτερα γιατί τη μέρα που βγήκα απʾ το πλοίο η αστυνομία είχε βαλθεί να αποκλείσει την πρόσβαση στο Βλόρα.
Ζαλίζομαι. Υφίσταμαι όλη την εξιστόρηση της σύλληψης των λαθρομεταφορέων, με διαλείμματα από τσιγαρόβηχα κι αναφωνητά εναντίον των Αλβανών, όλοι τους κλέφτες και λαθρέμποροι παιδιών. Αλλά εκείνο που με αναστατώνει κυρίως είναι η ανάμνηση της παραίσθησής μου. Πώς ένα μυαλό τόσο ορθολογικό σαν το δικό μου μπόρεσε να αντιληφθεί τόσο καθαρά το δράμα που παιζόταν στην αποβάθρα της Ηγουμενίτσας; Και τι απέγιναν οι λαθρομετανάστες του φορτηγού; Κι αν ήταν να επιβιβαστούν ακριβώς στο Βλόρα;
– Όχι, δεν βρήκαν λαθρομετανάστες. Έψαξαν το πλοίο όσο ήταν ακόμα στο λιμάνι. Έτσι ανακάλυψαν ότι τα αμπάρια ήταν φίσκα σε υπολείμματα φαγητού, εμετούς και περιττώματα. Λαθρέμποροι, γουρούνια!
Ο μεταφραστής μου διαβάζει τώρα ενώπιον κοινού. Όλο το Φλοκαφέ συμμετέχει στα σχόλιά του• ακόμη κι ο σερβιτόρος με το σκουλαρίκι, που θεωρεί ότι αυτούς τους λαθρομετανάστες θα έπρεπε να τους αφήναμε να μας αδειάσουν τη γωνιά.
– Διαφορετικά, θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα κι έχουμε πήξει ήδη στους ξένους.
Δεν αντέχω άλλο, αυτή η αηδιαστική ιστορία με ακολουθεί μέχρι τα προάστια της Θεσσαλονίκης.
Ευχαριστώ τους μεταφραστές μου που έχουν γίνει τώρα πια πέντε και φιλονικούν για την ερμηνεία της εφημερίδας. Μαζεύω τελικά κι όλους τους λογαριασμούς και τους πληρώνω στον αχτένιστο υπάλληλο, που θα αποτελούσε ιδανικό νεοσύλλεκτο για τον Μεταξά, τον Έλληνα δικτάτορα της δεκαετίας του τριάντα.
Με το που βγαίνω έξω, αφήνω να ξεσπάσει η οργή που δεν θα ήθελα για τίποτα στον κόσμο να μοιραστώ με την πελατεία του Φλοκαφέ.
Βρίζοντας, αναθεματίζοντας ενάντια σʾ ολόκληρη την Ελλάδα και τα πολυκαταστήματά της, κλωτσώντας πλαστικά μπουκάλια που ξεχύνονται από κάδους σκουπιδιών, ρίχνω το φταίξιμο στον Θέμη. […]
Μετάβαση στο σημείο: Δημόσιος χώρος : Διασκέδαση και συνύπαρξη στη γειτονιά