Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΤα πρώτα χρόνια Εγκατάσταση και αποκατάσταση
Σταδιακά οι πρόσφυγες αρχίζουν να τακτοποιούνται και να οργανώνουν τη ζωή τους. Επιβάλλοντας κάποιες φορές την παρουσία τους και την εγκατάστασή τους καταφέρνουν να τη μετατρέψουν σε αποκατάσταση και προκοπή. Η Ε.Α.Π. παραχωρεί κατοικίες και εκτάσεις γης και σιγά-σιγά άνθρωποι και σπίτια εξελίσσονται. Η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται : ο πληθυσμός του κέντρου της αλλάζει σύνθεση, δημιουργούνται σχεδόν εξαρχής συνοικισμοί και χωριά. Και ο Γιώργος Ιωάννου χαρίζει στην πόλη το χαρακτηρισμό «Μητέρα των Προσφύγων».
Η παρέλαση των προσφύγ...
«Η παρέλαση των προσφύγων»
Λοιπόν· η «πολυδέγμων» Θεσσαλονίκη είχε το χρώμα το βυζαντινό της πάντοτε, ξανααπόχτησε όμως αυτό όλες τις ζωντανές του αποχρώσεις, αφότου η πολιτεία πατικώθηκε με προσφυγιά, που προέρχεται απ' όλα τα χαμένα, για την ώρα, μέρη. Οι εντόπιοι, οι επιλεγόμενοι μπαγιάτηδες, μολονότι πολύ περισσότεροι και πιο γνήσιοι από τους παλαιούς λεγόμενους Αθηναίους, έχουν προπολλού παραμερίσει κι ώρες ώρες, θαρρείς, συγχωνευτεί, αφού βέβαια έκαναν, όσο μπόρεσαν, μαύρο τον βίο των προσφύγων στα πρώτα χρόνια. Είχαν ετοιμαστεί, βλέπεις, να καταφάγουν μόνοι τους τα αμύθητα λάφυρα, αλλά λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί και οι πρόσφυγες να μην εμφανίζονταν, δεν επρόκειτο να το πετύχουν αυτό. Ήταν οι νέοι κατακτητές, οι Μοραΐτες, οι αμέτρητοι Κρητικοί, οι Δυτικομακεδόνες - οι Μοραΐτες αυτοί του βορείου χώρου. Βέβαια, αυτού του είδους οι αντιδράσεις, οι υπολογισμοί και αρπακτικότητες είναι, ως ένα σημείο, ανθρώπινοι κι αν τους μνημονεύουμε εδώ, το κάνουμε απλώς για την ιστορία και για την έκφραση του λαϊκού αισθήματος. Η ουσία είναι ότι οι πρόσφυγες, τελικά, κυριάρχησαν, δίνοντας τη δική τους μουντή και τεράστια σφραγίδα στην πόλη.
Από το 1914 ως το 1924, κι ακόμα πιο πέρα, πήραν να καταφθάνουν μεμονωμένοι ή σε μικρές ομάδες στην αρχή, κοπαδιαστά και άτακτα αργότερα, με αραμπάδες, ζώα, βάρκες, καΐκια, βαπόρια, ακόμα και με τα πόδια, σε χάλι κακό, βρωμισμένοι μα αποκαθαρμένοι, λουσμένοι μες στο αίμα τους, από τις ελληνικές πατρίδες της Ανατολής, την Ελλάδα μάλλον της Ανατολής, χιλιάδες των χιλιάδων κυνηγημένοι, ληστεμένοι, βιασμένοι, απορφανισμένοι άνθρωποί μας, αναζητώντας μια νέα γωνιά μες στην ελεύθερη πατρίδα. Υπήρξαν, βέβαια, κι εκείνοι που έφτασαν σχετικώς άνετα είτε γιατί είχαν τον τρόπο, είτε γιατί ήταν κατατοπισμένοι και προβλεπτικοί, είτε γιατί στάθηκαν τυχεροί είτε και γιατί τα είχαν καλά με τον Τούρκο. Αρκετοί έβαλαν πλώρη ή οδηγήθηκαν σε μάλλον άσχετους τόπους, ακόμα και στον Μοριά, όμως στη Θεσσαλονίκη προσέτρεξαν αυθόρμητα οι πιο πολλοί, και προπάντων ρίζωσαν, όχι μονάχα γιατί υπήρχαν κάπως οι ανάλογες συνθήκες, αλλά τους τράβηξε η πολιτεία που την ένιωθαν, τη γνώριζαν, κι ας μην την είχαν επισκεφθεί, τη συζητούσαν και την ένωναν στους θρήνους με την Κωνσταντινούπολη, ήταν και η δική τους συμπρωτεύουσα, συμβασιλεύουσα έστω, η δεύτερη πολιτεία της ασφυκτικής - φευ - μα τελικά ελληνικής, εις τους αιώνας των αιώνων, αυτοκρατορίας. Αυτό άλλωστε είναι για μας το μυστικό νόημα του όρου «συμπρωτεύουσα», συνδετικός κρίκος του βυζαντινού με τον νέο ελληνισμό.
Μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή, κανένας δεν είχε αντιμετωπίσει το ζήτημα της μόνιμης εγκατάστασης των ως τότε προσφύγων. Οι πρόσφυγες από τη Ρωμυλία, Σερβία, Θράκη, και Μικρασιάτες ορισμένοι, που είχαν ξεφύγει από τα πρωτοποριακά εκείνα σε χιτλερική εγκληματικότητα «αμελέ ταμπουρού», εργατικά δήθεν τάγματα, όσοι δεν είχαν τα μέσα, στριμώχνονταν σε σχολεία, εκκλησίες, στρατώνες και τα παρόμοια κι εκεί καρτερούσαν. Και όχι άδικα. Η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο του Μακεδονικού Μετώπου. Η κυβέρνηση της Άμυνας, της Τριανδρίας, Βενιζέλος, Κουντουριώτης και Δαγκλής, εγκατεστημένη εκεί. Όλα αυτά όμως ήθελαν σπίτια, κτίρια, χώρους. Σε λίγο ήρθε επιπλέον κι η πυρκαγιά του Δεκαεφτά κι έκανε τα πράγματα τρισχειρότερα. Και τότε εγκαθιδρύθηκε το βασίλειο της παράγκας. Αργότερα, όταν απελευθερώθηκε η Θράκη και άλλα μέρη, πολλοί πρόσφυγες αποκεί ξαναγύρισαν στις εστίες τους, αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι τις οικογένειες, τα παιδιά τους ιδίως, δεν τα μετακίνησαν διόλου. Οι απλοί άνθρωποι, οι μυαλωμένοι Θρακιώτες, έβλεπαν καθαρότερα από πολλούς μεγαλόσχημους, που συζητούσαν μέρα-νύχτα πολιτικά και διάβαζαν ακόμα και ξένες εφημερίδες. Όταν τέλος έσπασε το Μέτωπο - κρίμασιν οις οίδεν Κύριος, αλλά και εμείς λίγο - και όρμησαν από τις μονιές τους τα φρικαλέα στίφη, άρχισαν όλοι αυτοί να φεύγουν αποκεί μέσα σ' ένα ανήκουστο χάος. Για τους πρόσφυγες που έρχονταν από πολύ μακριά, επομένως μετά τον πανικό, μια και έφταναν αρκετόν καιρό αργότερα, τους Πόντιους, Καυκάσιους, Καππαδόκες, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα καραντίνας, λοιμοκαθαρτήρια διάφορα, στο Καραμπουρνάκι, Κερατσίνι, Μακρόνησο, όπου τους κρατούσαν απομονωμένους με άγρια συρματοπλέγματα και γεμάτα όπλα, επί μήνες και μήνες, μέσα σε άθλιες σκηνές, ώσπου να βεβαιωθούν ότι έπαψε κάθε κίνδυνος για μεταδοτικές αρρώστιες ανατολίτικες, που δήθεν οι εδώ δεν είχαν. Όσο κι αν τα μέτρα εκείνα ήταν δικαιολογημένα, η εγκατάλειψη και η αθλιότητα ήταν εντελώς αδικαιολόγητη και εξαιρετικά εύγλωττη ως προς τα αισθήματα των αφεντικών, που εντούτοις έφταιγαν για τα πάντα. Πέθαναν πάρα πολλοί εκεί στα στρατόπεδα μέσα, που πραγματικά έμειναν γερά φραγμένα για τους ανθρώπους, όχι όμως και για τα κουνούπια, τους ανωφελείς κώνωπες. Οι παρθενικοί μα τόσο πια εξασθενημένοι οργανισμοί αυτών των προσφύγων άρπαξαν το μικρόβιο της ελονοσίας, κάτι που τους ήταν ολότελα άγνωστο. Και για πολλούς άρχισε η κατρακύλα.
Και όταν το κακό καταλάγιασε, πέθαναν και όσοι ήταν εκτός προγράμματος να πεθάνουν, συνομολογήθηκε και στη Λωζάνη η ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε ο λεγόμενος Εποικισμός, η ηρωική αυτή υπηρεσία της απελπισίας, να προγραμματίζει και να πραγματοποιεί όπως όπως τη μόνιμη προσφυγική εγκατάσταση. Το είχαν πάρει πια όλοι απόφαση πως για μερικά χρόνια εδώ θα μείνουν.
Η εγκατάσταση αυτή σχημάτισε τρεις κύκλους ή μάλλον ημικύκλια: πόλη, συνοικίες, χωριά.
Αστοί και μικροαστοί κόλλησαν, με πολλή λαχτάρα μάλιστα, μέσα στην πόλη.
Εργατικοί, τεχνίτες, ακόμα και περιβολάρηδες, τραβήχτηκαν στους συνοικισμούς, που μεγάλες ερημιές τους περιζώναν.
Αγρότες, αμπελουργοί, ψαράδες, τράβηξαν στα χωριά, που πολλά τους σήμερα είναι προάστια της Θεσσαλονίκης, και μάλιστα περιζήτητα.
Εννοείται, βέβαια, ότι η διαίρεση αυτή είναι πολύ γενική και εκ των υστέρων κατασκευασμένη.
Πάντως, στο κέντρο, ιδίως στην πυρίκαυστο, έχουμε τους διάφορους αστούς ·Σμυρνιούς, Κωνσταντινουπολίτες, Αδριανουπολίτες, Ραιδεστιανούς, και χίλιους δυο άλλους, με κατάδηλα τα ίχνη του εξευγενισμού και της λεπτότητας. Μόλις συνήρθαν όλοι αυτοί, ακόμα από τότε που κατοικούσαν στις εκκλησιές και τα σχολεία, άρχισαν τα τραγούδια, τα γλέντια, τα καρναβάλια και τα γλυκά γλυκά καμώματα. Οι γυναίκες τους, με την εξυπνάδα και τη γλυκιά περίτεχνη γλώσσα που τις διέκρινε, τάραξαν τους πάντες με τα παινέματα, τις καυχησιές, και τα λεπτά σαλονίσια φερσίματα, διασκορπίζοντας κάπως την απελπιστική φτώχεια και τη μαυρίλα, που περιτύλιγε τη ζωή τους. Ακόμα και τα κυνηγήματα από τους Τούρκους, οι τρόποι που χρησιμοποιήθηκαν για να γλιτώσουν, έγιναν αστείες διηγήσεις, που τις έλεγαν με ιωνική χάρη και χειρονομίες εκφραστικές οι Σμυρνιές, όπως βλέπουμε σε κάτι αγγειογραφίες της αρχαιότητας τις γλωσσούδες του καιρού εκείνου. Οι μεγαλοαστοί ξέκοψαν προς τα αρχοντικά της παραλίας, μέχρι Ντεπώ, συνδέθηκαν με τους ομοίους τους και δεν ξανακούστηκαν. Παρόλη τη σκλαβιά, οι ταξικές αποστάσεις κρατιόντουσαν πολύ περισσότερο ανάμεσα στους αλύτρωτους.
Οι αστοί, φέρανε-δε φέρανε χρήματα, απόφυγαν να πάνε στους συνοικισμούς. Κι αυτό όχι μονάχα λόγω ασχολιών, αποστάσεως ή ξιπασιάς αλλά και γιατί οι συνοικισμοί αποτελούσαν ουσιαστικά το γκέτο των προσφύγων, στημένα επιδέξια, και εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον δινόταν η εντύπωση, πως όποιος έμπλεκε εκεί, Θεού πρόσωπο δεν επρόκειτο να δει με ευκολία. Τώρα, βέβαια, όλοι ζηλεύουν και μετανοούν, όταν βλέπουν τα ωραία σπίτια των συνοικισμών, πολλά από αυτά τυλιγμένα με τριαντάφυλλα και ένα βήμα από την πόλη με τη συγκοινωνία, όμως τότε κανένας σχεδόν δεν φανταζόταν αυτή την εξέλιξη. το μυαλό τους ήταν κουρντισμένο σε τούρκικους ρυθμούς, βραδυκίνητους.
Οι μικροαστοί κόλλησαν με επιμονή σε διάφορα επιταγμένα κτίρια, που ανήκαν άλλοτε στο τουρκικό δημόσιο ή στις μειονότητες και τις ξένες προπαγάνδες που αλωνίζανε στην πόλη και οι οποίες μετά τις ανταπαιτήσεις που πρόβαλαν είχαν θέσει από μόνες τους τον εαυτό τους σε διωγμό. Σχολεία, νοσοκομεία, γραφεία, πολιτιστικά ιδρύματα, τουρκικά, βουλγάρικα, ρουμάνικα, σέρβικα και κάθε άλλου μιλετιού, που είχε μελετήσει ν' αρπάξει την πόλη. Εκεί τους δώσανε κάμαρες για να μένουν, μία ή το πολύ δύο αν ήταν οικογένειες πολυμελείς, με κοινή κουζίνα και κοινό αποχωρητήριο. Σε λίγο άρχισε να γίνεται το μάλε-βράσε από καβγάδες και έρωτες, των νεαρών μελών, κυρίως, γιατί οι απιστίες ήταν, φαίνεται, πράγμα αρκετά σπάνιο. Πολλοί σημερινοί μεσήλικες, εν οις και εγώ, οφείλουν την ιδιαίτερη ύπαρξή τους, τη σύνθεσή τους την καταγωγική, σ' αυτή την τυχαία συγκατοίκηση, που θαρρώ πως σε ορισμένα κτίρια εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτοί πια οι πρόσφυγες θα μπορούσαν να πάρουν και το βραβείο της ανεπροκοπιάς και της αδιαφορίας.
Εκείνοι που έμειναν, όπως έμειναν, μέσα στην πόλη ξεθώριασαν από κάθε άποψη, είναι η αλήθεια, πολύ γρήγορα. Μια ιδιαίτερη μαγειρική παράδοση τους έμεινε μόνο. Ιδίως οι Θρακιώτες και οι βορειότεροι, εκείνοι οι καλοβαλμένοι και μορφωμένοι από τη Ρωμυλία, αφομοιώθηκαν πολύ εύκολα με τους εντόπιους. Δεν υπήρχε στην ουσία κανένα φράγμα, ούτε γλωσσικό, εννοώ διαλεκτικό, ούτε πολιτιστικό-ήταν ένας ο χώρος.
Από το λαό, που ήταν αποφασισμένος να παλέψει σκληρά και να υποφέρει τα πάνδεινα προκειμένου να γλιτώσει από τις συγκατοικήσεις και τα ενοίκια και να αποχτήσει δική του στέγη, δημιουργήθηκαν γύρω από την πόλη, με τη βοήθεια και του Εποικισμού, οι διάφοροι συνοικισμοί και πιο έξω ένα μεγάλο - ας μου επιτραπεί η έκφραση - στεφάνι από χωριά, που ανάστησαν τον τόπο. Εδώ είναι που κρατήθηκε η ψυχή της προσφυγιάς κι αυτοί οι άνθρωποι είναι που συνταράζονται τώρα και κοντανασαίνουν, όταν αρχίζει κατακεί να κλώθεται πάλι κάτι. Μέσα σ' αυτά τα πανομοιότυπα χαμηλά σπιτάκια άρχισε σε λίγο να δημιουργείται η νέα μακεδονική γενιά, «λέοντες στη μορφή και θεοί στην καρδιά», που οι σημερινοί απόγονοί της τόση εκτίμηση απολαμβάνουν παντού, ακόμα και στις κλίνες του κλεινού πλην μαραγκιασμένου άστεος.
Από την ανατολή γυροφέρνοντας προς τη δύση είναι οι προσφυγικοί συνοικισμοί? Αρετσού, Καλαμαριά, Νέα Κρήνη, Τούμπα, Τριανδρία, Σαράντα Εκκλησιές, Άγιος Παύλος, Συκιές, Νέα Βάρνα, Νεάπολη, Σταυρούπολη, Πολίχνη, Νέα Ευκαρπία, Επτάλοφος, Νέα Μαινεμένη, Αμπελόκηποι, Νέο Κορδελιό, Ξηροκρήνη, Νέα Μαγνησία, και άλλοι μικρότεροι, βέβαια.
Με οδηγό το πολύτιμο βιβλίο «Προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή Θεσσαλονίκης» των καθηγητών Μαραβελάκη και Βακαλόπουλου, μνημονεύουμε ορισμένα προσφυγικά χωριά, σε αντίστροφη κίνηση τώρα από τη δύση προς την ανατολή, όπως άλλωστε, λόγω καταγωγής, ταιριάζει. Θα θέλαμε να αναφέρουμε και άλλα στοιχεία πολλά, μα θα έπαιρνε αυτό το σημείωμα μεγάλο μάκρος.
Ας γοητευτούμε τουλάχιστο με τα ονόματα, περιοριζόμενοι σε όσα «έκαστος κατά διάνοιαν έχει» - και μπορεί να έχει πολλά.
Λέμε:
Φίληρο, Ρεντζίκι, Κουρί, Νέος Κουκλουτζάς, Ωραιόκαστρο, Νέα Φιλαδέλφεια, Σίνδος, Καλοχώρι, Νέα Αγχίαλος, Άδενδρο, Άγιος Αθανάσιος, Βαθύλακκος, Γέφυρα (το παλιό Τόπψιν), Νέα Μεσημβρία.
Και λέμε:
Πανόραμα, Θέρμη, Νέα Ραιδεστός, Καρδία, Αγία Τριάδα, Περαία, Νέοι Επιβάτες (το γνωστό κι από τα ρεμπέτικα Μπαχτσέ Τσιφλίκι), Νέα Μηχανιώνα, Αγγελοχώρι, Νέα Καλλικράτεια.
Και σμήνος άλλα τρισχαριτωμένα, άξια και υπεράξια.
Ένα προσφυγικό κατάλυμ...
Ψυχή μπλε και κόκκινη
(απόσπασμα)Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό προσφυγικό κατάλυμα· δυο δωμάτια, μια στενόχωρη σάλα και κουζίνα. Μόνο τα δυο δωμάτια είχαν ξύλινο πάτωμα, η σάλα και η κουζίνα χώμα. Το αποχωρητήριο ήταν έξω, καμιά εικοσαριά βήματα μακριά, δίπλα στο αχούρι, αλλά δεν είχαμε ζώα, παρά μόνο λίγες κότες, κι έτσι το χρησιμοποιούσαμε σαν πρόχειρη αποθήκη. Έμπαζε από παντού, αφού ήταν χτισμένο με πέτρες και λάσπη, κι η πόρτα του σκέτη σκουριασμένη λαμαρίνα. Κάθε φορά που πήγαινα στο «μέρος» -έτσι το λέγαμε- για το χοντρό μου, έπρεπε να σημαδεύω την τρύπα καθισμένος αλά τούρκα, γιατί αν δεν τα κατάφερνα με μάλωνε η μάνα μου, αφού έπρεπε να κουβαλήσει έναν επιπλέον κουβά νερό από τη βρύση της γειτονιάς για να το καθαρίσει. Κι επειδή φαίνεται πως δεν ήμουν ο μόνος που δεν ήμουν καλός στο σημάδι, αυτό το κουβάλημα, αποκλειστικό καθήκον της μάνας μου, αφού οι άντρες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές του σπιτιού ούτε κι αν επρόκειτο να καθαρίσουν τα σκατά τους, κι επειδή νερό χρειαζόταν και για τη λάτρα του σπιτιού, το πλύσιμο ή το λούσιμο με ζεματιστό νερό και πράσινο σαπούνι όλης της οικογένειας στη σάλα, όπου τ' απόνερα δημιουργούσαν λάσπη στο πάτωμα, αυτό το κουβάλημα του νερού με δυο κουβάδες, έναν στο κάθε χέρι, ήταν η αιτία που η μικροκαμωμένη μάνα μου απέβαλε την αδελφή μου -την πρώτη Αγγελικούλα, γιατί υπάρχει και η δεύτερη, η αδελφή μου- ολόκληρο μωρό πεθαμένο. Αγγελική λέγανε τη γιαγιά μου που με μεγάλωσε, αφού η μάνα μου μικροπαντρεύτηκε και δεν είχε προλάβει να χαρεί τη ζωή της. Δεκαεφτά χρονών τη γνώρισε ο πατέρας μου, που την περνούσε ακριβώς μια δεκαετία, σ' ένα χορό των τηλεγραφητών, όπου την είχε φέρει ντάμα του ο θείος Ηρακλής. Την άλλη μέρα στο γραφείο ο πατέρας μου διπλάρωσε το συνάδελφό του κι άρχισε να τον ρωτά πώς και τι η αδελφή του, κι όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν διαθέσιμη, ζήτησε την άδεια μιας ουσιαστικότερης γνωριμίας, με σκοπό το γάμο, που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί, μ' ένα τρικούβερτο γλέντι στην ταβέρνα του «Λαδά», και μάλιστα με ψήσιμο αρνιού στη σούβλα. Ο πατέρας μου δέχτηκε ως προίκα κάτι χρήματα κι αγόρασε τα απαραίτητα έπιπλα (ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι με καρέκλες), που τα στρίμωξε όλα στο ένα δωμάτιο του σπιτιού που του παραχώρησαν. Στο άλλο κοιμόταν η γιαγιά κι αργότερα, δίπλα της, πάνω στο μιντέρι που του έβαζαν μαξιλάρια για να μην πέσω, εγώ. Ο παππούς ο Διαμαντής είχε πεθάνει από σάκχαρο και από τη στενοχώρια του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τότε που από αφέντης στο δίπατο αρχοντικό της Πόλης βρέθηκε πένητας στο σπίτι αυτό του Εποικισμού με βιος ένα αμπέλι δυο στρέμματα, να θρέψει τέσσερα παιδιά και τη γιαγιά μου. Έτσι δεν ευτύχησε να με παίξει στα γόνατά του, παρά μόνο με κοίταζε βλοσυρά, φορώντας το κατάμαυρο φέσι του, μέσα από το κάδρο με το τζάμι, τη μεγάλη φωτογραφία του που η γιαγιά είχε κρεμάσει δίπλα στο εικονοστάσι για να προσεύχεται. Τα αδέλφια της μάνας μου, ο Πασχάλης, ο Ηρακλής κι ο Πλάτων (η μητέρα ήταν η τρίτη στη σειρά), κοιμόνταν οι δυο στη σάλα κι ο τρίτος, ο μικρότερος, στην κουζίνα. Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι γεννήθηκα, στο Τόπαλτι, που τώρα λέγεται Ροδοχώρι, και για πολλά χρόνια ήταν το κέντρο της οικογένειας, του κόσμου μου, ακόμα κι αφού φύγαμε, όταν συμπλήρωσα τα τέσσερά μου χρόνια, τότε που ο πατέρας μου χρεώθηκε ως το λαιμό κι αγόρασε με δόσεις μια μονοκατοικία στην άλλη άκρη της Θεσσαλονίκης, στου Χαριλάου, εκεί που κρύβαμε το θείο Ηρακλή κι αργότερα το θείο Πλάτωνα. Το δωμάτιο της γιαγιάς είχε ένα παράθυρο στο δρόμο, που η γιαγιά το είχε μετατρέψει σε παρατηρητήριο βάζοντας δυο χοντρά μαξιλάρια στο μιντέρι, για να μπορεί καθισμένη να εποπτεύει καθετί που συνέβαινε στη γειτονιά, ακόμα και στις απόκρυφες λεπτομέρειές της. Η εμβέλεια του παρατηρητήριου αυτού ξεπερνούσε τη στροφή του δρόμου και έφτανε μέχρι το σπίτι της συννυφάδας της -αυτό κυρίως υπήρξε ο καθημερινός της στόχος- με το γνησίως ανατολίτικο όνομα Σουσάνα, που είχε την τύχη όχι μόνο να επιβιώσει ο άντρας της, ο Χρίστος, μικρότερος αδελφός του παππού μου του Διαμαντή, αλλά και να προκόψει. Κι ήταν ο καημός της γιαγιάς Αγγελικής μέγας, αφού ο Χρίστος, άξεστος κι αμόρφωτος, τον οποίο ο παππούς ο Διαμαντής τον είχε κάτι σαν παραγιό στο μεγάλο του εμπορικό στην Πόλη, κατόρθωσε να τα οικονομήσει, δουλεύοντας στην αρχή εργάτης σε εργοστάσιο που έκοβε καρφιά, κι αργότερα, αφού αγόρασε μία κι ύστερα κι άλλες μηχανές, αποκτώντας δικό του. Κι αναρωτιόταν η γιαγιά πού τάχα είχε βρει τα λεφτά, εκτός κι αν είχε κουβαλήσει λίρες απ' την Πόλη, που βέβαια δεν μπορούσε να ήταν δικές του. Γιατί η ιστορία του ήταν κάπως μπερδεμένη κι ούτε η γιαγιά μπορούσε να βρει μιαν άκρη. Ο παππούς ο Διαμαντής στην περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας έγινε προμηθευτής του ελληνικού στρατού πουλώντας ζωοτροφές, κι αργότερα, με την προτροπή και μεσολάβηση κάποιου Έλληνα αξιωματικού του εφοδιασμού -είχε αρπάξει προφανώς μίζα γερή- άνοιξε φούρνο στην Προύσα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια, πουλώντας αποκλειστικά όλες του τις κουραμάνες στον ελληνικό στρατό. Στο εμπορικό της Πόλης έμεινε ο μεγάλος αδελφός του, ο Μανόλης, μαζί με τον Χρίστο. Το μαγαζί δούλευε γιατί ο Μανόλης, έχοντας ενστερνιστεί πλήρως το οθωμανικό πνεύμα λειτουργίας της κρατικής μηχανής, λάδωνε ανελλιπώς τους Τούρκους χωροφύλακες. Παρ' όλα αυτά μια μέρα εμφανίστηκαν δυο νέοι και δύστροποι τζαντερμάδες, που -διαφωνώντας προφανώς στο ποσό της καταβολής- τον πήραν για ανάκριση κι από τότε χάθηκαν οριστικά τα ίχνη του. Με την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου ο παππούς ο Διαμαντής πλήρωσε έναν καϊκτσή να φυγαδεύσει την οικογένειά του κι εκείνος γύρισε στην Πόλη να περιμαζέψει την περιουσία του. Βρήκε το μαγαζί εγκαταλειμμένο, λεηλατημένο, το σπίτι κλειδωμένο κι άδειο, τον Χρίστο άφαντο. Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί στο εξοχικό μιας ξαδέλφης του στον Βόσπορο, γιατί οι Τούρκοι τον καταζητούσαν ως προδότη, συνεργάτη των Ελλήνων. Για να γλιτώσει το κεφάλι του, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε σε Τούρκους κι Έλληνες, το μόχθο μιας ζωής ολόκληρης, κι έφτασε κυνηγημένος, κρυμμένος στ' αμπάρι ενός καραβιού, στα Νέα Μουδανιά (έτσι τα ξέρουμε σήμερα), πάμφτωχος και με το σάκχαρο στα ύψη, όπου αντάμωσε την υπόλοιπη οικογένεια, τη γιαγιά Αγγελική και τα τέσσερα παιδιά τους, να λιμοκτονούν σε μια σκηνή του Εποικισμού, αφού ο φίλος του καϊκτσής κράτησε τα δυο μπαούλα της γιαγιάς -τους έβγαλε στη στεριά και την κοπάνησε σηκώνοντας αμέσως άγκυρα- ως επιπλέον αμοιβή για την επικίνδυνη, πράγματι, αποστολή του. Αργότερα τους μετέφεραν για μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και επειδή ήταν εξαμελής η οικογένεια, τους παραχώρησαν το σπίτι με το αμπέλι. Ο Χρίστος εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη δυο χρόνια αργότερα, αφού ο παππούς ο Διαμαντής είχε πεθάνει και από το κάδρο τού ήταν αδύνατο να ζητήσει εξηγήσεις. Πήρε απ' τον Εποικισμό κι αυτός σπίτι έχοντας τετραμελή οικογένεια (την Κική από πρώτο γάμο και τον Γιώργο, γιος της Σουσάνας), που γρήγορα το ευπρέπισε με τσιμέντο στο πάτωμα και ακριβά για την εποχή έπιπλα, ακόμα και ψυγείο του πάγου. Αμπέλι του έδωσαν μεγαλύτερο αλλά πιο μακριά, μισό και πλέον χιλιόμετρο απείχε από το σπίτι τους, γι' αυτό κι έχτισε ένα τσαρδάκι στην αρχή κι αργότερα κανονικό παράσπιτο, με μια κρεβατσούλα στην αυλή, να ξαπλώνει και να ροχαλίζει. Γιατί πολύ αγαπούσε τον ύπνο ο θείος Χρίστος. Μόλις γύριζε απ' τη δουλειά, η θεία Σουσάνα του έπλενε πάντα τα πόδια με ζεστό νερό σε μια μπακιρένια λεκάνη, κι αφού τα σκούπιζε προσεκτικά, θαρρείς με ευλάβεια, ο θείος Χρίστος ανέβαινε στο κρεβάτι κι έτρωγε σταυροπόδι το φαΐ του πάνω σ' ένα μικρό σοφρά, πίνοντας κι άφθονο ρακί. Ξαφνικά έγερνε στο πλάι κι άρχιζε το ροχαλητό. Η θεία Σουσάνα κι άλλοτε και η Κική σήκωναν τότε το σοφρά με τ' αποφάγια και τον σκέπαζαν. Κι αυτό ήταν που βασάνιζε τη γιαγιά Αγγελική, πως αυτό το ζώο έγινε άνθρωπος με παράδες, κι εκείνη, η αρχόντισσα, κατάντησε πολλές φορές ζητιάνα, άλλοτε στην Κατοχή (θυμάμαι που μου έλεγε «Πήγαινε, τζιγέρι μου, στη Σουσάνα να φας λίγο χωσάφι»), μα κυρίως αργότερα, στον Εμφύλιο, τότε που έριξε τα μούτρα της κι έπεσε στα πόδια του Χρίστου και τα φιλούσε για να της δώσει λίρες να γλιτώσει τον Πλάτωνα απ' το εκτελεστικό απόσπασμα.
Σφυρίδης Περικλής, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σ. 16-20.
Εντόπιοι ή ξένοι;...
«Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων»
(απόσπασμα)Πριν από μερικές δεκαετίες δεν μπορούσες να ονομάσεις τους περισσότερους κατοίκους της πόλης αυτής «Θεσσαλονικείς», παρά μόνον κατά σύμβαση. Όπως λέμε σήμερα «Αθηναίοι» και εννοούμε απλώς αυτούς που κατοικούν στην Αθήνα, χωρίς να πολυεξετάζουμε. Τότε, παλιά, «Θεσσαλονικείς» ήταν μόνον οι εντόπιοι Έλληνες, αυτοί που κατοικούσαν εδώ από τα αρχαία χρόνια. Αλλά αυτοί σε σχέση με τον όγκο των προσφύγων ήταν οι λιγότεροι.
Οι πρόσφυγες έχουν αρχίσει να συρρέουν σ' αυτή την ευλογημένη ελληνική πόλη σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωσή της. Από το 1914 αρχίζουν να έρχονται. Και μέσα σε μια δεκαετία από τότε απαρτίζεται το μέγα και πολυποίκιλο προσφυγικό πλήρωμα και η Θεσσαλονίκη ξεκινάει.
Οι παλιοί ολοένα φεύγουν και οι νέοι κλιμακώνονται κατά γενιές. Σήμερα κανείς δεν λέει ότι είναι «πρόσφυγας», αλλά ίσως λέει, εάν ερωτηθεί με επιμονή, ότι είναι «προσφυγικής καταγωγής». Κι αυτό, όχι γιατί έχουν ξεχάσει ή δεν ξέρουν τις προγονικές κοιτίδες-όχι, αυτό μένει άσβεστο πάντα και επιδιώξιμο-αλλά γιατί νιώθουν εντόπιοι, πολύ δεμένοι πια μ' αυτόν τον τόπο, ο οποίος από κάθε άποψη έχει περιέλθει στα χέρια τους. Και έχει περιέλθει εξαιτίας της εργατικότητας και της καρτερικότητάς.
Λοιπόν, σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων αυτής της πολιτείας είναι ψυχή τε και σώματι «Θεσσαλονικείς». Προσφυγικής καταγωγής Θεσσαλονικείς. Και αγαπούν αυτή την πόλη όσο και τις πατρίδες των προγόνων τους.
Μέσα στο «Κοινό των Θεσσαλονικέων», όπως έλεγαν παλιά, ορισμένες ομάδες, από τις οποίες ισχυρότερη-απείρως ισχυρότερη-είναι αυτή των Ποντίων, διατηρούν άσβεστους τους πνευματικούς δεσμούς με την καταγωγή τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν καλοστέκονται στη νέα κοιτίδα. Χωρίς τους Ποντίους είναι δύσκολο να συλλάβει κανείς την καλή μοίρα του τόπου αυτού-όχι της Θεσσαλονίκης μόνον αλλά και της Βόρειας Ελλάδας. Το λιγότερο-και διπλωματικότερο-που μπορούμε να πούμε είναι ότι θα ήταν κάτι το πολύ διαφορετικό.
Μετάβαση στο σημείο: Τα πρώτα χρόνια