Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΤα πρώτα χρόνια Οι πρώτες ενέργειες των προσφύγων
Οι πρώτες ενέργειες των προσφύγων μετά την οδυνηρή άφιξη: σίτιση, στέγαση, εξασφάλιση ρούχων, αναζήτηση των αγαπημένων προσώπων και νομιμοποίηση. Βασικές ενέργειες για τις βασικές ανάγκες μιας ζωής με αξιοπρέπεια. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι σε μια σκηνή θεάτρου στεγνώνουν ασπρόρουχα…
Ο Συμεών αναζητά την α...
Συμεών ο πρόσφυγας
(απόσπασμα)Εδώ και οκτώ μήνες είχε κάνε αίτηση ο Συμεών στον Ερυθρό Σταυρό, στο Τμήμα αναζητήσεων, για να βρουν τα ίχνη της χαμένης του αδελφής, της Ευλαμπίας, γιατί κάποιος του είπε ότι την είδανε στην Καβάλα. Έφαγε τον κόσμο ο Συμεών, αλλά δεν την βρήκε μέχρι τώρα. Σχεδόν δύο φορές την εβδομάδα ακούγεται από το ράδιο του Τσιγκιρίδη η ανακοίνωση του Ερυθρού Σταυρού: «Αναζητείται η Ευλαμπία Κουιντούρογλου του Αβραάμ και της Χαρίκλειας, ετών 43, από το χωριό Ζεντερλίκ περιοχής Άγκυρας Τουρκίας. Το '22, με την Καταστροφή, έχασαν τα ίχνη της Ευλαμπίας οι δικοί της και έκτοτε αγνοείται η τύχη της. Την αναζητεί ο αδελφός της Συμεών Κουιντούρογλου, οδός Βεροίας 16, Θεσσαλονίκη. Παρακαλείται όποιος γνωρίζει σχετικώς δια την τύχην της Ευλαμπίας, να ειδοποιήσει τον αδελφό της Συμεών Κουιντούρογλου…».
Η Ευλαμπία από μικρό παιδί αγαπούσε τα γράμματα. Το 1900, εννιά χρονών κοριτσάκι, την πήρε ο θείος τους, ο Κοσμάς Κουιντούρογλου, αδελφός του πατέρα τους, και την έφερε στη Σμύρνη, όπου ήταν καλά εγκατεστημένος. Εκεί, μέσα σε μια ελληνόφωνη κοινωνία, πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Έμαθε καλά τα ελληνικά και έβγαλε το Παρθεναγωγείο της Σμύρνης.
Το καλοκαίρι του 1910 γύρισε στους γονείς της, αλλά σχεδόν κάθε χρόνο πήγαινε για λίγους μήνες, τα καλοκαίρια, στη Σμύρνη. Λέγανε, μάλιστα, ότι είχε αγαπήσει έναν Σμυρνιό, συνεργάτη του θείου της.
Εκεί, το '22, την βρήκε η συμφορά και από τότε χάθηκαν τα ίχνη της.
Ζησιάδης Λεωνίδας, Συμεών, ο πρόσφυγας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996/1995, σελ. 32-33.
Από τη στέγαση στην ερ...
Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη
(απόσπασμα)Στριμωχτήκανε μια φουρνιά πρόσφυγες στο τζαμί της οδού Κασσάνδρου, ανάμεσα στη Δραγούμη και Δημητρίου του Πολιορκητού. Σχεδόν μόνο γυναίκες και παιδιά. Προφτάσανε οι καπάτσες και κάνανε κατοχή τα κελιά των χοτζάδων, που κοιτάγανε στο χαγιάτι της αυλής. Οι άλλες στριμώχτηκαν στο τέμενος. Οι καθυστερημένες, αναγκαστήκανε να μείνουν στα υπόστεγα του τζαμιού. Κρεμάσανε κουβέρτες και τσούλια μπροστά και στα πλάγια, για να προφυλαχτούν απ’ το κρύο κι απ’ τ’ αδιάκριτα μάτια.
Στο τζαμί είχανε κουρνιάσει απ’ όλα τα μέρη της Μικρασίας. Ήτανε όμως και λιγοστές Θρακιώτισσες. Δυο τρεις Πολίτισσες και κάνα δυο Πόντιες.
Η εγκατάσταση εδώ ήταν πιο μόνιμη. Όμως πόσο θα μείνουνε στον ξένο τόπο; Κι οι άντρες τους… Πότε θα γυρίσουν; Κι αν δε γυρίσουν;
Οι κλάψες δεν ωφελούν. Αν οι άντρες μείνανε στη Μικρασία, ήρθαν τα παιδιά. Αυτά πρέπει να ζήσουν και να μεγαλώσουν. Και ξαμολύθηκαν όλες για δουλειά. Χτύπησαν πόρτες. Πέρασαν από διπλοκοπιές. Παρακάλεσαν, προσκύνησαν, πρόσπεσαν, ταπεινώθηκαν, φίλησαν ποδιές κατουρημένες. Καμιά τους δεν το ’βαζε κάτω.
Πολλές που ξέρανε γράμματα και δεν είχαν υποχρεώσεις, κατάφεραν και μπήκανε σε γραφεία, σε καταστήματα, σε επιχειρήσεις. Οι νοικοκυρές γίνανε παραδουλεύτρες, πλύστρες, υπηρέτριες, εργάτριες. Τ’ αγόρια, απ’ τα δέκα τους χρόνια πήγανε τσιράκια, παραγιοί, βοηθοί σε μαγαζιά, σε αργαστήρια. Κάνανε δουλειές του ποδαριού, πουλούσαν τσιγάρα, κουλούρια, σπόρια, φυστίκια. Γίνανε λουστράκια. Πολλά κοριτσάκια μπήκανε δουλάκια. Άλλα πήγανε σε εργοστάσια, σε καταστήματα, σ’ όποια δουλειά. Οι μωρομάνες, που δεν είχανε κανένα ν’ αφήσουν τα παιδιά τους, πήρανε μια σκάφη και ξενοπλένανε. Σταματημό δεν είχε αυτή η δουλειά. Ούτε οι σκάφες στεγνώσανε, ούτε τα σκοινιά μένανε άδεια.[…]
Το πρώτο που σκέφτηκαν όλες ήταν να πάρουνε βαμβάκι και πανί. Να ράψουν κάνα στρώμα, κάνα πάπλωμα. Πόσον καιρό θα κοιμούνται στις ψάθες και στις κουρελούδες; Ένας Ανατολίτης παπλωματάς, ο μπάρμπα Γιάννης, που καθόταν στην οδό Δημητρίου του Πολιορκητού, κατέβαινε κάθε πρωί με το δοξάρι περασμένο στον ώμο, κι άρχιζε μπροστά στο τζαμί με την ανατολίτικη προφορά του.
‒ Παμπάκι τινάζουμεεε… Παπλώματα ράβουμεεε…
Κάθε μέρα τον φωνάζανε οι γυναίκες κάτι να τους κάνει. Οι δουλειές πλήθαιναν. Η προσφυγιά απ’ τις παράγκες, τα τούρκικα σπίτια, όλο καινούργιες παραγγελίες. Δεν πρόφταινε μονάχος. Άνοιξε ένα παπλωματάδικο στη Βενιζέλου κοντά στην Εγνατία. Πήρε και τα δυο του αγόρια βοηθούς.Κάθε λίγο και λιγάκι κι άνοιγαν καινούργια μαγαζάκια. Άρχισαν οι πρόσφυγες να καταπιάνονται με δικές τους δουλειές. Η Ελπίδα, η χήρα απ’ την Καισάρεια, έστησε ένα αργαλειό στην παραγκούλα της, αντίκρυ στο Διοικητήριο, κι άρχισε να υφαίνει χαλιά. Η Καλλιόπη απ’ τα Άδανα πήρε μια πλεκτομηχανή. Πολλές αγοράσανε με δόσεις ραπτομηχανές Σίγγερ με πόδια κι όλη μέρα κεντούσαν. Η Νάσαινα αποτέλειωσε το σπίτι. Έκανε κι ένα καμαράκι στην αυλή και το νοίκιαζε. Τίποτ’ άλλο. Πέντε παιδιά σπουδάζουν. Δεν είναι μικρό πράγμα.
Πολλά μπακάλικα, μανάβικα, ψιλικατζίδικα ανοίξανε τελευταία.
Απ’ το 1922 είχαν αρχίσει τα τρία αδέλφια απ’ τον Πόντο να κάνουν κουλούρια και μπισκότα σ’ ένα παραγκάκι κολλητά στης Νάσαινας. Η μυρουδιά απ’ τα μπισκότα γαργαλούσε τη μύτη στο τζαμί και στη γειτονιά. Μαζεύονταν τα φτωχόπαιδα μπροστά στο παραγκάκι και περιμένανε να τους δώσουν τίποτα τρίμματα.
Μετάβαση στο σημείο: Τα πρώτα χρόνια