Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΔυτικές συνοικίες Ιδιωτική και δημόσια ζωή στα δυτικά
«Πρόσωπο της πόλης δεν είναι μόνο η εικόνα της, η επιφανειακή της μορφή […] Είναι η συνολική της ατμόσφαιρα, η ιδιαιτερότητα της ουσίας της σ’ όλες της τις εκδηλώσεις, η αίσθησή της όπως αυτή προκύπτει από την καθολική της ζωή…» (Κωστής Μοσκώφ). Η υποενότητα αυτή μελετά τη ζωή στις δυτικές συνοικίες, ιδιωτική και δημόσια. Οι άνθρωποι, οι δουλειές τους, τα ήθη τους, οι αρετές και οι ιδιοτροπίες τους.
Αγώνας για επιβίωση...
Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου
(απόσπασμα)Ύστερα από τρεις μήνες παραμονής στην Καραντίνα της Καλαμαριάς, οι υπηρεσίες Αποκαταστάσεως Προσφύγων κινήθηκαν πιο γρήγορα. Άρχισαν να στέλνουν τους επιβιώσαντες πρόσφυγες έξω, στο ύπαιθρο, στα χωριά και τις πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης, γιατί στο μεταξύ κατέφθαναν καινούργιες καραβιές ξεριζωμένων του Καυκάσου. Από τις σαράντα τέσσερις οικογένειες του Βεζίνκιοϊ που απέμειναν ζωντανές, τέσσερις πήγαν στο κοντινό χωριό της Σαλονίκης, την Πολίχνη, ενώ οι άλλες σαράντα τράβηξαν πιο μακριά, για το Πρόχωμα, στις όχθες του Αξιού. Ο Νικόλας δήλωσε στην υπηρεσία ότι θέλει να πάει στο Κιλκίς, γιατί διατηρούσε στη μνήμη του όμορφες αναμνήσεις από την επίσκεψή του στην πόλη και την περιοχή της, τον καιρό των Βαλκανικών πολέμων. Εκεί άλλωστε είχε εγκατασταθεί και ο γαμπρός του ο Πέτρος, ο άντρας της ξαδέλφης του της Ανατολής.
Ο Τίμος όμως δεν ήθελε να πάει μαζί του. Προτιμούσε την Πολίχνη, που ήταν κοντά στη Σαλονίκη, όπου δούλευε η Άννα και όπου μπορούσε να βρει και ο ίδιος μια ευπρόσωπη δουλειά. Ο Νικόλας αγανάκτησε μέσα του για την απειθαρχία του μεγάλου γιου του, αλλά δεν τόλμησε να επιμείνει, γιατί ο ίδιος τον είχε χωρίσει από την οικογένεια. Αν πρόσταζε τον Τίμο να τον ακολουθήσει στο Κιλκίς, μπορούσε ο δεύτερος να του πετάξει στα μούτρα τη φράση ότι τη μια μέρα τον διώχνει και την άλλη τον καλεί κοντά του. Άλλωστε είχε υποσχεθεί, από το Καρς κιόλας, στην Άννα ότι, όταν θα έφταναν στην Ελλάδα, θα χώριζαν από τον πατέρα του. Και τώρα παρουσιαζόταν η αφορμή να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Έτσι, όταν φόρτωσε ο Νικόλας στο κάρο που νοίκιασε τα πράματα και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του και έφυγε, ο Τίμος και η Άννα αγκάζαραν ένα μικρό δίτροχο αμαξάκι, έβαλαν πάνω το μπαούλο και τα λιγοστά μπαγάζια τους και τράβηξαν για την Πολίχνη. Στο χωριό τούτο είχαν χτιστεί κιόλας από το υπουργείο αρκετά μικρά προσφυγικά σπιτάκια. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σ’ ένα από αυτά που του παραχώρησε η υπηρεσία. Βρισκόταν στην άκρη του χωριού, απόμερα, και διέθετε ένα δωματιάκι και μια κουζινούλα. Η Άννα μπήκε μέσα, το καθάρισε και το έκανε να αστράψει από πάστρα. Κατόπιν ταχτοποίησε τα πράματά της, το στόλισε με τα κεντήματά της, που είχε φέρει από την πατρίδα, έστρωσε το κρεβάτι και νοικοκύρεψε τα πάντα.[…]
Ο Τίμος σταμάτησε την κουβέντα και παραιτήθηκε από την προσπάθεια να πείσει τη γυναίκα του να χαλάσει το μικρό νοικοκυριό της και να πάει να υποδουλωθεί πάλι στην απαιτητική οικογένεια και τον αυταρχικό πατέρα του. Έτσι συνέχιζαν να ζουν οι δυο τους στο μικρό σπιτάκι, ανεξάρτητοι και αγαπημένοι. Η Άννα σηκωνόταν κάθε μέρα νωρίς, κατά τις έξι το πρωί, και πήγαινε στη δουλειά της, τις πιο πολλές φορές μόνη. Δεν είχε παρέα και συχνά μάλιστα κατέβαινε στη Σαλονίκη με τα πόδια. Κατηφόριζε, λοιπόν, πριν φέξει ακόμα, ένα βαθύ ρέμα έξω από το χωριό και μετά ανηφόριζε. Προχωρούσε, περνούσε ένα φυλάκιο στρατιωτικής εγκατάστασης και κατόπι συνέχιζε το δρόμο της ως το Μπεχ-Τσινάρ, στα Σφαγεία, όπου είχε πιάσει δουλειά τελευταία. Έκανε τη μαγείρισσα σε μια λαϊκή παραλιακή ψαροταβέρνα, γιατί το μπάλωμα των τσουβαλιών στην αποθήκη όπου απασχολιόταν είχε τελειώσει και δεν ήθελε να ξαναπάει τόσο μακριά, στην άλλη άκρη της πόλης, στο Ντεπό, για να ζητήσει δουλειά σε άλλη αποθήκη.
Ο Τίμος πάλι είχε πιάσει δουλειά σ’ ένα γιαπί, μαζί με μερικούς συμπατριώτες του από την Πολίχνη, και δούλεψε μερικές μέρες. Κατόπιν σταμάτησε, γιατί δεν άντεχε στην εξαντλητική δουλειά του οικοδόμου. Ο Νικόλας, στο μεταξύ, συνέχισε να πηγαινοέρχεται στο χωριό και, όσο έβλεπε το ζευγάρι να προοδεύει και να βάζει στην πάντα τρόφιμα και χρήματα, τόσο πιο συχνά το επισκεπτόταν, γιατί κάθε φορά, γυρνώντας στο Κιλκίς, κουβαλούσε μαζί του είτε λίγες δραχμές, που του έδινε η Άννα, είτε λίγα φαγώσιμα, που του έβαζε στο δισάκι ο Τίμος.
Η ζωή στο Καράισεϊν, όπως έλεγαν τότε την Πολίχνη, κυλούσε κανονικά. Το ζευγάρι δούλευε και έβγαζε τα απαραίτητα για τη συντήρησή του, έστω κι αν πότε-πότε ο Τίμος έχανε τη δουλειά του και έμενε για λίγο άνεργος. Ξαναπροσπαθούσε όμως αμέσως, έψαχνε για καινούργια απασχόληση και πάντα κάτι γινόταν. Ταυτόχρονα οι δυο τους έπαιρναν, όπως όλοι οι πρόσφυγες, ένα μικρό μηνιάτικο επίδομα, συμπλήρωναν μ’ αυτό τα οικονομικά τους, δηλαδή τις δεκαοχτώ δραχμές από τα μεροκάματά τους και ζούσαν μια υποφερτή ζωή.
Ο Τίμος έπιασε τελευταία μια δουλειά κοντά στο Λευκό Πύργο, σ’ ένα ξυλάδικο που είχε στηθεί κάτω από τα αιωνόβια δέντρα της παραλίας. Έσιαζε πάλι καρφιά. Το αφεντικό του, ένας δαιμόνιος Εβραίος, αγόραζε από τους Αγγλογάλλους αξιωματικούς ξύλα, σανίδια, κασόνια, ό,τι ξυλικό έβρισκε, και, αφού το περιποιόταν κατάλληλα, αφού το καθάριζε από τα καρφιά και τα σάπια κομμάτια, το ξαναπουλούσε στους επιπλοποιούς και τους ξυλέμπορους σε διπλάσια τιμή.
Ο γιος του Νικόλα δεν ένιωθε ταπεινωμένος σιάζοντας ολοήμερα καρφιά. Απεναντίας ήταν ευχαριστημένος που είχε βρει πάλι μιαν απασχόληση και έτρεμε μήπως τη χάσει, μήπως τον σταματήσουν ξανά και μείνει άνεργος. Από το μεροκάματό του των εννιά δραχμών έδινε κάθε μέρα μια δραχμή ρουσφέτι στον επιστάτη, για να τον κρατάει στη δουλειά, όπως έκαναν κι οι άλλοι εργάτες, και τις υπόλοιπες οχτώ τις έφερνε στο σπίτι.
Η Άννα όμως είχε στεριώσει για καλά στο μαγέρικο. Το αφεντικό της την εκτιμούσε πολύ, γιατί τα καλομαγειρεμένα φαγητά της τραβούσαν πολύ εργατικό κόσμο που δούλευε στο λιμάνι και στη θάλασσα. Μια μέρα μάλιστα του έδειξε όλη τη μαστοριά της. Κατάφερε κάτι εντυπωσιακό. Αφού πήρε όλα τα υλικά που του είχε ζητήσει, έβαλε όλο το μεράκι και την τέχνη της και του έφτιαξε ένα μπορτς. Όταν το ετοίμασε και του έδωσε το κουτάλι να δοκιμάσει τούτο το ρωσικό φαγητό, εκείνος τρελάθηκε από την απίθανη γεύση του:
‒ Θαύμα! Θαύμα! Περίφημο! Μπράβο! κραύγασε ενθουσιασμένος.
Ξαναδοκίμασε επανειλημμένα και, κάθε φορά που ρουφούσε την πηχτή και γεμάτη κομματάκια από λαχανικά, πατάτες και κρέας, σούπα, έγλειφε τα χείλια του. Και σε μια στιγμή, σαν να του ήρθε ξαφνική έμπνευση, ρώτησε:
‒ Κυρά-Άννα, μπορώ να σου ζητήσω να πηγαίνεις κάθε μέρα στο σπίτι μου και να μαγειρεύεις για τα παιδιά μου; Ξέρεις, δεν έχω γυναίκα. Είμαι χήρος.
‒ Ευχαρίστως, αφεντικό. Πόσα παιδιά έχεις; ρώτησε εκείνη χαρούμενη.
‒ Δυο. Θα κάνεις και την γκουβερνάντα, αν θέλεις. Θα μαγειρεύεις εδώ και όταν τελειώνεις, θα φεύγεις και θα πηγαίνεις να μαγειρεύεις και στο σπίτι μου. Κατόπιν θα κάθεσαι με τα παιδιά μου.
‒ Εντάξει. Τι μεροκάματο θα παίρνω;
‒ Είκοσι δραχμές, μαζί και φαγητό.
‒ Σύμφωνοι.
Το αφεντικό της Άννας ήταν πλούσιο. Η ψαροταβέρνα του είχε πολλή δουλειά. Όλη μέρα είχε κίνηση, ακόμα και το βράδυ. Τη μέρα δούλευαν τρία γκαρσόνια και το βράδυ τέσσερα, μαζί με έναν μπουζουκτσή που έπαιζε ρεμπέτικα τραγούδια για τους πελάτες. Πιο πέρα από την ταβέρνα ήταν οι αδελφοί Γεωργιάδηδες που είχαν πολλά μαγαζιά και εργαστήρια, καθώς και ένα βυρσοδεψείο, όπου κατεργάζονταν ντόπια δέρματα. Οι υπάλληλοι και οι εργάτες που δούλευαν εκεί και στα κοντινά χασάπικα, μανάβικα και ψαράδικα, έρχονταν στην ταβέρνα πιο πολύ για τα φαγητά της Άννας παρά για τα ψάρια.
Ο Τίμος τελικά παράτησε το σιάξιμο των καρφιών και ζήτησε δουλειά στο Μπεχ-Τσινάρι, για να βρίσκεται κοντά στη γυναίκα του. Δεν άργησε να προσληφθεί σε μια επιχείρηση σαν οικοδόμος, γιατί εκεί γύρω χτίζονταν πολλά σπίτια. Σ’ αυτό τον βοήθησαν κάτι αγρότες, πρόσφυγες από ένα χωριό του Καρς, το Καράκκλησε, που δούλευαν στο μπετόν αρμέ.Σαμουηλίδης Χρήστος, Στους πέντε ανέμους του Καυκάσου, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 363-367.
Η κυρα-Καλλιόπη...
Συμεών ο πρόσφυγας
(απόσπασμα)Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου
Δεκέμβριο του ʾ34, κοντά στα Χριστούγεννα, πρωί Δευτέρας, γύρω στις εντεκάμισι, βρόντηξε η πόρτα μας. Κάποιος τη χτύπησε με το χέρι.
– «Μπα; Δεν έχουμε φως;» ξαφνιάστηκε και απόρησε η μητέρα μου. Έκανε έναν σύντομο έλεγχο στρέφοντας το διακόπτη. Το φως όμως άναψε.
– «Θα είναι εκείνη η Καλλιόπη. Αυτή μόνο δε χτυπάει το κουδούνι και βροντάει την πόρτα. Περίεργο όμως…», μουρμούρισε ανοίγοντας.
– Βρε μπάμπω! Δευτέρα σήμερα. Την Πέμπτη δε σε είπα για την πλύση; Πάλι ούριασες ;
– «Ποια μπουγάδα τώρα», αναστέναξε η κυρα-Καλλιόπη, μπαίνοντας λαχανιασμένη από το ανέβασμα της σκάλας και από μιαν απροσδιόριστη ταραχή.
Κατέρρευσε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της, έβγαλε βαθύ στεναγμό κι έδειχναν οι μορφασμοί της σαν να ʾχε αντιμετωπίσει κάποια τραγωδία, μόλις πριν από λίγο.
Η κυρά-Καλλιόπη, η πλύστρα μας, πρόσφυγας από ένα χωριό της Σμύρνης, ήταν μια γριά με φερσίματα εντελώς απροσδόκητα. Τις μέρες που ερχότανε να μας πλύνει, ήμασταν πάντα έτοιμοι νʾ ακούσουμε, από το φαφούτικο στόμα της, συνταραχτικές ειδήσεις και σχόλια για τα πιο απίθανα συμβάντα.
Όταν ανασκουμπωνότανε και έβαζε πλύση στο σπίτι μας, με τα μπουγαδοκόφινα, τις στάχτες, τις σόδες και τα λουλάκια, δεν έκλεινε ούτε στιγμή το στόμα της. Μιλούσε συνέχεια. Ακόμα κι όταν μασούσε το προσφάι που της έδινε η μητέρα μου στο μέσον της δουλειάς. Διηγιότανε ασταμάτητα, ακόμα και με μπουκωμένο στόμα, διάφορα περιστατικά που άρπαζε το αυτί της από δω κι από κει, συνήθως όμως και κατά προτίμηση, τραγικά: για ξυλοδαρμούς νιόπαντρων, για ξαφνικά και αναπάντεχα διαζύγια, για εγκυμοσύνες κοριτσιών, για δυστυχήματα στο δρόμο –«Νά! Να με κάψει ο Θεός αν σας λέω ψευτιές! Εκεί που ερχόμουνα! Μπροστά στα μάτια μου!…»–, ότι τον τάδε τον πάτησε το τραμ και τον έκανε λιώμα, ότι το γαλατά της τον δάγκωσε το γαϊδούρι του και τον τρέξανε στον Ερυθρό Σταυρό για «τιτανικό» –«καλά τον ήκανε, να μάθει να μη νερώνει το γάλα»• ότι ο Γιουβανάκης, ο ψιλικατζής, ηλωλάθηκε και ηπήρε φαρμάκι να πεθάνει για κείνη την «καρσινή του, τη γλιτζού » την Ευτέρπη• ότι, όπως είδε στο δρόμο που ερχότανε, βάλανε μπρος… να γκρεμίσουν το Λευκοπύργο. Κι όλα αυτά τα παραμύθια τα διάνθιζε με θεατρικές, πλατιές χειρονομίες, κρατώντας στα χέρια τα βρεγμένα ρούχα της μπουγάδας, εξακοντίζοντας νερά και σαπουνάδες στους τοίχους.
Την άλλη κιόλας μέρα, όλα τα πράγματα μπαίνανε, ένα-ένα, στη θέση τους. Διαπιστώναμε ότι τα πιο πολλά απʾ όσα μας είχε αραδιάσει ήταν σκέτα ψέματα, και τα υπόλοιπα παρατραβηγμένα ως εκεί που δεν πάει. Τα ʾβγαζε από το νου της. Όπως, παραδείγματος χάριν, αυτό για το Λευκοπύργο: Σκάβανε κάποιοι εργάτες, να φυτέψουν λίγα πεύκα γύρω του, κι αυτή το γύρισε, ως συνήθως, στο τραγικό. Όταν επρόκειτο για συγκεκριμένα ή και γνωστά μας πρόσωπα, ήταν εύκολο να εξακριβώσουμε πως όσα έλεγε ήταν δικές της επινοήσεις ή κακοήθειες άλλων λαδικών, για ερωτικά τρίγωνα, για απιστίες παντρεμένων, για τα ξεπορτίσματα της τάδε «με το γιαβουκλού τση », για βιασμούς και για άλλα πολλά. Τα εφεύρισκε μόνη της ή της τα λέγανε άλλες, κι αυτή όχι μόνο τα πίστευε, αλλά τους έβαζε αλατοπίπερο και τα μετέφερε διογκωμένα πόρτα πόρτα, όπου πήγαινε να βάλει πλύση. Μυθοπλάστης και τερατολόγος η Καλλιόπη, τι να σου πω!
Έβλεπε και το φλιτζάνι, όπου μέσα σʾ αυτό, εκτός από τα συνηθισμένα για παράδες, μεγάλες πόρτες, λόγια, νυφικά στέφανα και κηδείες, «διάβαζε» του κόσμου τα τρομαχτικά και παράδοξα που έμελλε να συμβούν σε καναδυό τέρμενα, συνδυάζοντάς τα με λάγνες προβλέψεις σεξουαλικής μορφής. «Ηβοί καλέ! Κοίτα να δεις! Μια σπαθάτη, ίδια η ανεψιά σου η Φεβρωνία, με τέσσερα βυζιά! Νά! δες και συ, και μέτρα τα. Να μου το θυμηθείς! Θα γεννήσει εύκολα. Μʾ ένα αχ θα το πετάξει…».
Εξηγούσε και τα όνειρα. Βέβαια! Κινητός ονειροκρίτης η Καλλιόπη. «Ήπιασες ψάρια; λαχτάρα! Ήφαγες ψάρι; χωρισμός. Είδες να σε κυνηγάνε ξεβράκωτο; καλά μαντάτα. Ηπήγες να κατουρήσεις; ευτυχία. Ονειρεύτηκες πεθαμένο; κρεβάτι». Τέτοια.
Τα ʾλεγε, όμως, γλαφυρά η Καλλιόπη. Με κείνο το χαριτωμένο, ρυθμικό και στρογγυλεμένο σμυρναίικο ιδίωμα. Στόλιζε τα λόγια της με παρεμβαλλόμενες τσουχτερές παροιμίες, τη μία πιο ξετσίπωτη από την άλλη. Ήταν απόλαυση να την ακούς. Κι εγώ ακόμα, παρά τη μικρή μου ηλικία, έντεκα χρονών παιδί, ξεραινόμουνα στα γέλια με τα αστεία της, που τα πετούσε εκεί που δεν το περίμενες, κάνοντας και τους ανάλογους μορφασμούς. «Μέσα εσύ!», μου ʾβαζε τις φωνές η μάνα μου, όταν η διήγηση έπαιρνε κακό δρόμο κι άρχιζαν τα ερωτικά και οι χοντράδες της Καλλιόπης.
Η μπάμπω είχε το σπιτάκι της στο Νέο Κορδελιό, αλλά μπορούσε να κοιμάται, όποτε της ταίριαζε, σε μια παράγκα στην οδό Ακροπόλεως, όπου κατοικούσε εργένης ο γιος της. Δε διατηρούσε καμιά απολύτως σχέση με τον ηλεκτρισμό. «Δαιμονικό μαραφέτι» τον χαρακτήριζε. Γιʾ αυτό και δεν ακουμπούσε ποτέ το δάχτυλο στο κουδούνι, να μην τη χτυπήσει το ρεύμα. Στην παράγκα, όπως και στο συνοικισμό της άλλωστε, ανάβουν ακόμα γκαζόλαμπες, διότι σʾ αυτές τις περιοχές δεν έχει φτάσει το ηλεκτρικό.
Άλλοι την περιφρονούσανε, τη σιχαίνονταν. Τους εκνεύριζε. Η θεία μου η Φωφώ, η τσαούσα, δεν μπορούσε να την υποφέρει.
– «Όταν τη βλέπω έτσι ξερακιανή, μαυριδερή, ξεδοντού και μʾ εκείνο το πονηρό της το γέλιο», έλεγε, «τη φαντάζομαι καβάλα στο σκουπόξυλο, να περιίπταται μέσα στο πλυσταριό».
Η μητέρα μου όμως, καθώς είχε ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, αισθανότανε μεγάλη ευφορία, ακούγοντας τις σαχλαμάρες της Καλλιόπης και μη δίνοντας, βέβαια, καμιά απολύτως πίστη σʾ αυτά που έλεγε. Ήταν γιʾ αυτήν σαν να παρακολουθεί στο θέατρο κάποιον πετυχημένο κωμικό μονόλογο. Αντιθέτως, ο πατέρας μου, ο οποίος αποστρέφονταν τις «χυδαίες λέξεις», δεν την έβρισκε καθόλου διασκεδαστική και απορούσε με τη συμπάθεια που της έδειχνε η μητέρα μου. Δυσανασχετούσε.
– Πάλι αύριο θα ʾρθει αυτή η φαρμακομύτα; Την κάνεις γούστο εσύ. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι κι εσένα θα σε κουτσομπολεύει δεξιά κι αριστερά…
– «Δε βαριέσαι…», απαντούσε ανέμελα η μάνα μου, χαμογελώντας. «Ποιος θα δώσει πίστη στα λεγόμενα αυτής της παλαβής…».
Κι όμως. Σήμερα η μητέρα μου, από διαίσθηση, την πήρε στα σοβαρά…. Να ʾρθει έτσι, εκτάκτως, εκτός πλύσης και μάλιστα με τέτοιο απελπισμένο μούτρο, ήταν φανερό ότι αυτή τη φορά κάτι συνέβαινε. Έκανε σαν να είχε δει, μόλις τώρα, το Χάρο με τα μάτια της. Δεν ήταν σαν τις άλλες φορές, που στο ζαρωμένο της μούτρο διακρινόταν ένα κρυφό, σκωπτικό παιχνίδισμα και, ενώ εξιστορούσε του κόσμου τα τραγικά γεγονότα, τα πονηρά της μικρά ματάκια, γελούσαν. Όχι. Σήμερα ήταν αληθινά αναστατωμένη.Ζησιάδης Λεωνίδας, Συμεών ο πρόσφυγας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1996 / 1995, σελ13-16.
Αναμνήσεις από τους πρ...
«Οι στρατώνες»
[…] Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Η πόλη μεγάλωσε. Από τον σοφό γυμνασιάρχη έμειναν τα γραφτά του για να φωτίζουν την ιστορία της.
Έμεινε και η κίνηση του κεφαλιού του, καθώς ανέβαινε την ανηφόρα για το Δερβένι να κοιτάει προς τα πίσω και να σκαλώνει το βλέμμα στα λευκά έργα του κατακτητή και στα μαυρισμένα τείχη του παλιού μεγαλείου της πόλης.
Τώρα, στην ίδια κίνηση το βλέμμα σκαλώνει πάλι στο ίδιο σημείο. Για άλλο λόγο, αλλά στο ίδιο σημείο. Οι πολυκατοικίες περικύκλωσαν την πόλη, έκρυψαν τα τείχη, μα δεν πείραξαν τους στρατώνες. Τα λευκά κτίρια έχασαν την λάμψη τους. Δεσπόζουν όμως σε μια περιοχή γεμάτη τσιμέντο, με τα δέντρα και τις αλάνες που τα περιτριγυρίζουν. Οι παλιοί στρατώνες είναι μια όαση πράσινου και μια ελπίδα για τους νέους κατοίκους που δεν ονειρεύονται πια απελευθέρωση από ξένους κατακτητές αλλά ελεύθερη γη να περπατάνε. Αυτοί οι στρατώνες πάντα για κάτι άλλο κατάφερναν να ξεχωρίζουν κι όχι γι’ αυτό για το οποίο χτίστηκαν. Όπως με τον γυμνασιάρχη που κοίταζε λαμπρά κτίρια κι έβλεπε αιώνες υποδούλωσης. Το στρατόπεδο αυτό έχει τον τρόπο του να τρυπώνει στις ιστορίες των ανθρώπων αυτής της περιοχής. Κάθε εποχή και μια ιστορία. Δυστυχώς οι πιο πολλές για κακό. Κι ας έκαναν οι άνθρωποι προσπάθειες για να ξορκίσουν το δαίμονα που έκρυβε στα ντουβάρια του.[…]
Ήρθε στην περιοχή που όριζαν ο πανάρχαιος δρόμος και ο ακόμα παλιότερος χείμαρρος, την ίδια εποχή με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αυτοί για να γλυκάνουν τον αδούλευτο τόπο, με όλη τους τη λαχτάρα να τον κάνουν πατρίδα. Αυτός για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία στο στρατόπεδο που έφερνε πια το όνομα ενός σπουδαίου ήρωα. Τα δικά του μέρη βρίσκονταν πιο νότια. Εκεί θα επέστρεφε όταν με το καλό ξεμπέρδευε με τον στρατό και τους πολέμους. Δεν επέστεψε ποτέ. Ο τόπος και οι παλιοί στρατώνες τον σημάδεψαν για πάντα. Με όλους τους τρόπους.
Έζησε τα γλέντια κάτω από τα δέντρα. Χάρηκε την βόλτα και αντάλλασσε ματιές με τις προσφυγοπούλες. Στα μάτια μιανής σκάλωσε και την παντρεύτηκε. Βρέθηκε κι αυτός στα προσφυγόσπιτα κι έδεσε τη ζωή του με τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες. Ανακατεύτηκε στους ρυθμούς της πόλης. Δούλεψε στα καπνεργοστάσια. Βρέθηκε στην καρδιά της μεγάλης απεργίας τον Μάη του ’36. Τον είχε μπολιάσει το μικρόβιο του αγώνα. Είδε τον νέο πόλεμο να έρχεται, από την φυλακή όπου μπήκε για τις ανατρεπτικές του ιδέες. Βγήκε και πολέμησε. Κι όταν οι νέοι κατακτητές μπήκαν στην πόλη, αυτός κι ο πρώτος του γιος βγήκαν στην παρανομία. Βγάζανε κόσμο στο βουνό. Στους αντάρτες. Με κάθε τρόπο. Ακόμα και παίζοντας ποδόσφαιρο στην αλάνα του στρατοπέδου. Είδε τους κατακτητές να φυλακίζουν τον γιο του δίπλα από το σπίτι του• στον ίδιο θάλαμο που έκανε αυτός φαντάρος.
Είδε το άψυχο κουφάρι του παλικαριού του να σωριάζεται στα χώματα της τούμπας• στα ίδια χώματα που γνώρισε τον έρωτα με την προσφυγοπούλα. Κατέβηκε, μαζί με τους φυλακισμένους που δεν πρόλαβαν να εκτελέσουν οι φασίστες κατακτητές, στη μεγάλη διαδήλωση της τελευταίας απελευθέρωσης της πόλης. Στον εμφύλιο δεν πολέμησε.
Είδε τους χωριάτες να στοιβάζονται στο παλιό μοναστήρι, διωγμένοι από την γη τους. Πέρασε πολλά. Έδωσε το προσφυγόσπιτο αντιπαροχή και πήρε διαμερίσματα. Βόλεψε έτσι τα υπόλοιπα παιδιά του. Έζησε κι άλλη δικτατορία και έκανε εξορία σε ξερονήσι. Χάρηκε σαν μικρό παιδί, όταν είδε τους φοιτητές να βγαίνουν μπροστά στα τανκς. Βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις τον σύντροφό του στην εξορία να βγει δήμαρχος στην προσφυγική συνοικία και τα κατάφερε. […]Ξορκίζοντας το κακό, Λεύκωμα, Λαζαρίδης Σπύρος, Κείμενα του Γιάννη Τζανή και του Σπύρου Λαζαρίδη, Δήμος Σταυρούπολης, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 8, 13.
Μετάβαση στο σημείο: Δυτικές συνοικίες