Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΠεριοχή Βαρδαρίου Στο σιδηροδρομικό σταθμό
Πλήθος πολύβουο, χρωματιστό και ανόμοιο στο σιδηροδρομικό σταθμό. «Ιδού, λοιπόν, η Σαλονίκη». Τα βαλς και οι πόλκες ανακατεύονται με τα ανατολίτικα σάζια και τα λαούτα. Κι όμως το 1923 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης υποχρεώνονται να την εγκαταλείψουν.
Με το Όριαντ Εξπρές στ...
Σκοτεινός Βαρδάρης
(απόσπασμα)Σχεδόν χωρίς να το καταλάβει λοιπόν, φτάνει ο νεαρός Μελενίκιος στη Θεσσαλονίκη, ή μάλλον, για την ακρίβεια, φτάνει το τραίνο στο οποίο εκείνος επιβαίνει. Νάτο το μυθικό Οριάν Εξπρές! Ελαττώνει ταχύτητα και εισέρχεται στο σταθμό της Θεσσαλονίκης. Πολύ θα επιθυμούσα να σταματούσε ο χρόνος αυτήν ακριβώς τη στιγμή που το επιβλητικό θηρίο φτάνει. Ένα τελευταίο ρουθούνισμα, και το Οριάν Εξπρές είναι δίπλα μας. Έφτασε! Αν απλώσουμε το χέρι μας, μπορεί και να αγγίξουμε το μαύρο μέταλλό του. Μπορούμε να παρατηρήσουμε τα ξαναμμένα πρόσωπα που είναι πίσω από τα παράθυρα και μας κοιτούν, όπως εμείς αυτά, με λαίμαργη περιέργεια. Τι να ʾναι; Τούρκοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Έλληνες, Ρουμάνοι; Το πιθανότερο, αφού το τραίνο, για να φτάσει από το Παρίσι έως εδώ, έχει διασχίσει τα Βαλκάνια. Σίγουρα όμως και Κεντροευρωπαίοι. Εμπορικοί πράκτορες ή άλλου είδους: βρίθει από αυτούς πλέον η Θεσσαλονίκη.
Εμείς, ωστόσο, δεν είμαστε εδώ απλώς για να θαυμάσουμε το μυθικό τραίνο. Εμείς περιμένουμε τον νεαρό Μελενίκιο σπουδαστή Στέφανο Φουρτούνα. Και, επιτέλους!, Νάτος που κατεβαίνει. Καθώς πατά στο τελευταίο σκαλοπάτι του βαγονιού, στέκεται για κλάσματα του δευτερολέπτου και ρίχνει μια ματιά τριγύρω, σαν να βλέπει κάτι καινούργιο και κάτι παλιό μαζί. Έτσι τουλάχιστον μας φαίνεται. Μέχρι να αποφασίσουμε, εκείνος έχει ήδη κατεβεί. Τώρα τον βλέπουμε να κατευθύνεται μαζί με τους άλλους επιβάτες προς την έξοδο. Ψηλός, λεπτός, ευθυτενής, κομψός, με τη βαλίτσα του στο ένα χέρι και στο άλλο ένα υφαντό σακούλι, γεμάτο καλούδια από το Μελένικο. Καθώς βαδίζει, μπερδεύεται μέσα σʾ ένα απίστευτο, για τα δικά μας μάτια, πλήθος. Ένα πολύβοο, χρωματιστό και ανόμοιο πλήθος.
Επιταχύνει τώρα το βήμα, δεν του αρέσει αυτή η ετερόκλητη και φασαριόζικη πολυκοσμία, ενοχλείται από τις μπερδεμένες μυρωδιές των σωμάτων, αποφεύγει τα απρόσκλητα αγγίγματα, δεν συμπαθεί τις χρωματικές ατασθαλίες, έχει ήδη τη σκληρή και μοναχική ευγένεια της επιλεκτικότητας. Βγαίνει, λοιπόν, τώρα από το σταθμό και του έρχεται η μυρωδιά της θάλασσας στα ρουθούνια, ενώ μια αραιή ομίχλη έρχεται να αγγίξει ελαφρά το δέρμα του. «Αυτή είναι η Σαλονίκη», σκέφτεται και αμέσως μετά: «Είμαι στη Σαλονίκη!». Την αίσθηση και τη σκέψη ακολουθεί το βλέμμα. Ένα βλέμμα διαφορετικό από εκείνο της 14ης Σεπτεμβρίου 1911. Ένα βλέμμα όχι πια αθώο, ούτε έκπληκτο, ουδόλως φιλοπερίεργο, ελάχιστα λαίμαργο. Αλλά τότε; Ένα βλέμμα που προσπαθεί να εσωτερικεύσει, αφού πρώτα επιλέξει. Ένα βλέμμα που γνωρίζει, άρα κρίνει. Ατενίζεις, λοιπόν, Στέφανε, τη Θεσσαλονίκη της 1ης Σεπτεμβρίου 1912. Καθώς η άμαξα σε πηγαίνει στο Οικοτροφείον του Διδασκαλείου Αρρένων διασχίζοντας τους ίδιους δρόμους απʾ όπου είχες περάσει και τον περσινό Σεπτέμβριο, στραβώνεις λιγάκι το στόμα σου σαν να εκφράζεις μια απορία ή και μια ελαφρά ανησυχία ή σαν να σκέφτεσαι: «Συμβαίνει κάτι», ή: «Άλλαξε κάτι», ή σαν νʾ αναρωτιέσαι: «Πρόκειται νʾ αλλάξει κάτι;».
Και όμως, οι δρόμοι παραμένουν στη θέση τους, να!, τώρα η άμαξα στρίβει αριστερά στην Πλατεία της Σκάλας, απέναντι βλέπεις τα επιβλητικά καταστήματα νεωτερισμών με την υπερμεγέθη επιγραφή «ΣΤΑΪΝ». Όλα είναι όπως τα άφησες πριν τρεις μήνες, Στέφανε, γιατί έχεις αυτή την ανησυχία; Γιατί δεν αφήνεσαι στην υγρή αγκαλιά αυτής της πολιτείας; Μήπως για αυτό ακριβώς δεν ήρθες; Για να αφεθείς, να μη σκέφτεσαι, να διώξεις από τʾ αυτιά σου εκείνο το τραγούδι που σου σιγοτραγούδησε ο Αντώνιος Γιαννάκης. Να μη θυμάσαι εκείνο τʾ όνειρο; Ιδού, λοιπόν, η Σαλονίκη. Και όμως, ό,τι κι αν λέω, δεν φαίνεται να σε πείθω. Η Σαλονίκη έχει αλλάξει. Όπως, άλλωστε, σε λίγο όλα.
Αλλά ας αφήσουμε προς στιγμήν τις δυσοίωνες σκέψεις, δεν ταιριάζουν με τον ωραίο μήνα Σεπτέμβριο που βρίσκουμε να μας περιμένει στη Θεσσαλονίκη. Έναν Σεπτέμβριο σχεδόν καλοκαιρινό, με εκείνον τον γλυκό ανατολικό άνεμο, που οι Τούρκοι ονομάζουν “hortac”, να πνέει τις νύχτες και να γλυκαίνει σώματα και ψυχές, να τις ετοιμάζει για τα άλλα, τα μεγάλα, που μόνο στα μάτια μπορείς να τα διαβάσεις, αν ανήκεις στους προορισμένους. Και τον χαίρονται αυτόν τον αναπάντεχα εκμαυλιστικό Σεπτέμβριο οι πολύγλωσσοι, πολύχρωμοι και πολύβοοι κάτοικοι αυτής της πόλης με κάθε τρόπο, σαν να γνωρίζουν ότι σε λίγο όλα θα είναι διαφορετικά. Έτσι, μουσικές εξαίσιες ακούγονται κάθε βράδυ από τον Κήπο των Πριγκίπων και από τον Λευκό Πύργο, ορχήστρες ευρωπαϊκές παίζουν βαλς, πόλκες, καντρίλιες και, ναι, Στέφανε, και τον «Γαλάζιο Δούναβη», που τώρα πια προσπαθείς να μην ακούς, να μη βλέπεις να τον χορεύουν. Ορχήστρες από την Ανατολή παίζουν σάζια, λαούτα και σαντούρια, δεν ξέρεις πού να πρωτοπάς, τι να πρωτακούσεις, καθώς οι εξαίσιες μουσικές σε τραβούν απʾ όπου και αν περάσεις, προπαντός αν επιχειρήσεις να κάνεις τη βόλτα σου κατά μήκος της παραλίας, με τη μυρωδιά της θάλασσας να χωνεύεται με τις άλλες που μαντεύεις περισσότερο παρά οσφραίνεσαι, πράγμα ακόμη πιο θανατηφόρο, τις άλλες, που συνωστίζονται εκεί στα καφέ σαντάν που αραδιάζονται μπροστά σου με τα φώτα και τα φωτάκια τους – το θαύμα του ηλεκτρισμού, το θαύμα του νέου αιώνα, Στέφανε –, να σε προκαλούν και να σε προσκαλούν, ω πόσο να σε προσκαλούν, Στέφανε…, κι εσύ να υποκύπτεις τελικά στη γητειά της Σιμχά Σερούρ, σʾ αυτό το αστέρι εξ Ανατολής που δίνει καθημερινά δύο παραστάσεις, μία αλά τούρκα και μία αραβικά.Χουζούρη Έλενα, Σκοτεινός Βαρδάρης, Κέδρος, Αθήνα 2004², σελ. 112-115.
Μετάβαση στο σημείο: Περιοχή Βαρδαρίου