Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη
(απόσπασμα)
Χειμώνας 1926.
Δεν καλοτέλειωσε ο συνοικισμός της Κάτω Τούμπας και κουβαλήθηκαν οι πρόσφυγες στα νεόκτιστα. Στάζει ο φρέσκος ασβέστης στα ντουβάρια. Νωπό και το τσιμεντένιο πάτωμα. Κι ούτε στέγνωσε η κανελιά μπογιά στις πόρτες, στα κανάτια. Και το κρύο πιρουνιάζει.
[…]
Τα σπίτια δυο λογιώ. Τα μισά δυο κάμαρες χωρίς χολ. Τα υπόλοιπα ένα στενό διαδρομάκι με δυο καμαρούλες. Σε όλα από ένα κουζινάκι με τζάκι και δυο φουφούδες. Τίποτ’ άλλο. Δυο πόρτες στην κουζίνα. Η μια βγάζει σ’ ένα μικρό τούρκικο αναγκαίο. Η άλλη στο πίσω μέρος.
Ίδια τα σπίτια στο σουλούπι. Ακόμα και τη μέρα τα μπερδεύεις. Σίγουρος ότι βρίσκεσαι μπροστά στην πόρτα σου, βάζεις το κλειδί, και νάσου ανοίγει από μέσα ένα ξαφνιασμένο πρόσωπο. «Συγγνώμην, έκανα λάθος στο σπίτι», λες και φεύγεις.
Άσε τη νύχτα. Αδύνατο να βρεις μες στο σκοτάδι πού κάθεσαι. Κανένα σημάδι. Ούτε δέντρο, ούτε στύλος. Μονάχα λάκκοι στο χωματόδρομο και πέτρες σκορπισμένες, για να σκοντάφτεις κάθε τόσο.
Καμιά εικοσαριά σπίτια, κοντά στο τέρμα της οδού Παπάφη, μπήκε ο Μάρτης κι ακόμα να τελειώσουν. Ούτε πόρτες, ούτε τζάμια στα παράθυρα. Κι ας μοιράστηκαν όλα τα σπίτια της Κάτω Τούμπας.
Μας σκόλασαν οι εργάτες κι οι τεχνίτες, χίμηξαν μια φούχτα οικογένειες και τα κάνανε ζάπι.
Ξαφνιάστηκαν, τ’ άλλο πρωί, οι μαστόροι που ήρθαν να δουλέψουν. Πατάνε τις φωνές. Αγριεύουν. Τίποτα. Κουβαλήσανε τη χωροφυλακή. «Μονάχα πεθαμένους θα μας βγάλετε. Τι δηλαδή, κι εδώ τα μέσα θα περνούν; Κι εμείς δεν έχουμε τα ίδια δικαιώματα; Δεν είμαστε απ’ τους πρώτους που κάναμε αίτηση;» Ήρθανε οι εργολάβοι, η Στεγαστική Επιτροπή. Με το έτσι θέλω, μείνανε.
[…]
Πολύ πατιρντί και μεγάλο ταβατούρι στη βρύση της οδού Μουταλάσκης. Πολλές οι οικογένειες. Λίγο το νερό.
Απ’ τη νύχτα βάζανε οι γυναίκες τούς κουβάδες, τις στάμνες, τους ντενεκέδες. Η σειρά άρχιζε απ’ το σπίτι της κυρά Βασιλικής και τέλειωνε στης Νταντίαινας.
Πριν έρθει το νερό καρτερούσαν οι νοικοκυρές στη βρύση, μην τους πάρουν την αράδα. Πολλές κάθονταν πάνω σ’ έναν γκαζοντενεκέ. Η μια με το μωρό στο βυζί. Η άλλη με το πλέξιμο. Ετούτη να καθαρίζει τα φασουλάκια, τον αρακά, τις μπάμιες. Κι όλες να πηγαινοέρχονται στο σπίτι, να ρίξουν μια ματιά στα παιδιά, στο φαΐ, στις δουλειές.
Στη βρύση τα νέα και τα ντέρτια. Εκεί όλα τα μυστικά της γειτονιάς στη φόρα. Εκεί κι οι καβγάδες.
Πρώτη στον καβγά η βρακού απ’ την Αρτάκη. Ο φόβος κι ο τρόμος της γειτονιάς. Όταν ερχόταν, έκανε τέτοια φασαρία, που όλες προτιμούσαν να της δώσουν τη σειρά τους, παρά να πέσουν στο στόμα της. Ανάσαιναν, όταν βρισκόταν σε ξένη πλύση. Όμως και πάλι τα τσακώματα δε λείπανε.
‒ Δε μου λες, δε σε φτάνει ένας ντενεκές και μια στάμνα; Όλο το νερό θες να κουβαλήσεις;
‒ Αφού είναι η σειρά μου…
‒ Κι όταν έρθει η δικιά μου η σειρά, πάει, κόπηκε η βρύση.
‒ Και τι σου φταίω εγώ; Ας σηκωνόσουνα κι εσύ νύχτα.
‒ Βρε, από το βράδυ έβαλα τις προάλλες τον κουβά μου και μου τον κλέψανε.
Κι άρχιζε ο καβγάς.
‒ Πώς βρέθηκε αυτός ο ντενεκές με το πράσινο χερούλι πριν απ’ τον δικό μου, αφού ήτανε πιο πίσω; ξεφώνιζε μια άλλη. Αρπάζει τον ντενεκέ της και τον βάζει πιο μπροστά. Κι αρχίζει άλλος καβγάς.
‒ Νισάφι, κυρά μου, δε φτάνει που κόβεται η βρύση πριν το μεσημέρι, δε φτάνει που τρέχει σαν κλωστή, από πάνω θες να γεμίσεις κι όλα σου τα τσομπλέκια…
‒ Το ξέρεις ότι δυο μέρες δεν πρόκανα να πάρω σταγόνα νερό… Το ξέρεις ότι έτρεχα στον μπαχτσέ του Καλού, στο ρέμα, για να κουβαλήσω; Είμαστε και τόσες οι ψυχές. Έχουμε και μωρό…
Χρυσοχόου Ιφιγένεια, Ξεριζωμένη γενιά. Το χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη, Φιλιππότη, Αθήνα 1981, σελ. 129-131.