Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΓύρω από τα Τείχη Η ανθρώπινη δραστηριότητα
Οι κληματαριές στις αυλές, τα καφενεία, οι αθλητικές ομάδες, οι συνήθειες των απλών ανθρώπων αποτελούν το υλικό της υποενότητας αυτής που μελετάει την ανθρώπινη δραστηριότητα έτσι όπως εξελίσσεται στην πάροδο των χρόνων στις προσφυγικές γειτονιές γύρω από τα Τείχη του Επταπυργίου.
Άνθρωποι και γειτονιές...
«Η οδός Δημητρίου Πολιορκητού»
Εδώ και πέντε χρόνια είμαι κάτοικος της Άνω Πόλης. Έφυγα από την Κάτω Τούμπα και ησύχασα. Είχε χαλάσει πια η παλιά Τούμπα• σπίτια και άνθρωποι όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. […]
Απ’ την αρχή λογάριαζα να ψάξω στην άνω πόλη, κάτι με τραβούσε κατά κει, ίσως η πιθανότητα μιας πιο ανθρώπινης ζωής.[…]
Το σπίτι, ένα πολύ ωραίο διατηρητέο, χτισμένο πριν εκατό χρόνια μα καλοστεκούμενο και καλοδιατηρημένο, τρίπατο, με δύο σαχνισιά να βγαίνουν στο δρόμο και με στριφογυριστή εσωτερική ξύλινη σκάλα, ανήκε σ’ έναν μπέη και το είχε χαρέμι• κάθε πάτωμα και μια χανούμισσα. Το 1924, το έτος της ανταλλαγής των πληθυσμών, το αγόρασε ένας Κωνσταντινουπολίτης από τον Άγιο Στέφανο και το συντήρησε με πολύ μεράκι. Σήμερα μένει σ’ αυτό η μία κόρη του, ψηλά, στο τρίτο πάτωμα, ενώ εγώ βολεύτηκα στο δεύτερο, κι όσο για το πρώτο, είναι αποθήκη. Στο πίσω μέρος, χωρίς να φαίνεται, υπάρχει κήπος με λογιώ λογιώ λουλούδια, τριαντάφυλλα, γαρίφαλα, γεράνια, βιολέτες, βασιλικά κι αηδημητριάτικα, ανάλογα με την εποχή. Ο κήπος διαθέτει και μια επιχωματωμένη δεξαμενή ρωμαϊκών ή βυζαντινών χρόνων ‒ για να μην ξεχνάμε και τ’ αρχαία. Μαζί με τον τεράστιο κήπο του διπλανού διατηρητέου, αποτελεί μια ενότητα με πολλά οπωροφόρα δέντρα (ροδιές, συκιές, κληματαριές, κυδωνιές, αχλαδιά, ερεικιά, ελιά, έναν υπέροχο λωτό και άλλα ‒ ακόμα και κυπαρίσσια υπήρχαν λίγο πριν έρθω), χώρια τα εποχιακά λαχανικά που καλλιεργεί ο διπλανός συμπαθής φοιτητής.[…][…]
Η γειτονιά έχει πολύ χρώμα. Πολλές φτωχικές οικογένειες, που διαθέτουν αυλή, ακόμα βγάζουν ουζάκι το απόγευμα κάτω από το τσαρδάκι με την κληματαριά. Δε λείπουν και αρκετοί συμπαθείς φοιτητές που συζούν με τις φιληνάδες τους, μερικοί μάγκες που εκτονώνονται ακόμα κάνοντας σούζες με τα μηχανάκια τους, μερικοί ξένοι διανοούμενοι αθεράπευτοι εραστές της Άνω Πόλης και αρκετές οικογένειες συμπαθών Ρωσοποντίων (άλλοι ρωσόγλωσσοι κι άλλοι τουρκόγλωσσοι), που θυμίζουν έντονα μικροαστική Θεσσαλονίκη του 1950.
Αλλά και η ευρύτερη συνοικία έχει ενδιαφέρον. Πριν από το 1924 η περιοχή χωρίζονταν στο Κονάκι (δεξιά) και στο Τσινάρι (αριστερά). Το Κονάκι, που θα πει διοικητήριο, ήταν αριστοκρατική γειτονιά και κατοικούνταν από εύπορους Τούρκους, που δούλευαν ως ανώτεροι υπάλληλοι στο διοικητήριο. Τέτοιος ήταν και ο δικός μας παλιός νοικοκύρης με το χαρέμι. Αντίθετα το Τσινάρι, που θα πει πλάτανος, κατοικούνταν, μέχρι την ανταλλαγή, από τούρκικη φτωχολογιά. Παρόλο που το Τσινάρι από παλιά είχε κακή φήμη για την ηθική ποιότητα των γυναικών του, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες που τους διαδέχτηκαν είναι πολύ καλή πάστα. Στο Τσινάρι κάθονταν μερικές από τις πιο εξαιρετικές φίλες μου από το πανεπιστήμιο, στο Τσινάρι κάθονταν και ο φιλόλογος καθηγητής μου στο γυμνάσιο Κωνσταντίνος Σγουρής, απ’ τον οποίο έμαθα γράμματα. Ανέκαθεν το Τσινάρι ήταν γλεντζέδικη περιοχή. Στο κέντρο του, όπου υπήρχε παλαιότερα ο πλάτανος και σήμερα σώζεται μια τούρκικη βρύση (απ’ τις πολλές της περιοχής) με βυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο στον τοίχο και με γούρνα από λάρνακα ελληνιστικών χρόνων, λειτουργούν σήμερα πολλά γραφικά ταβερνάκια, που τραβούν τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους κουλτουριάρηδες. Έτσι λοιπόν το Τσινάρι από μόνο του εξακολουθεί να συντηρεί τη λαϊκουριά του, ενώ το εύπορο Κονάκι αποχρωματίστηκε και τελικά χάθηκε. Ακόμη και η βίλα Μοσκώφ που το στόλιζε παλαιότερα και βρίσκονταν λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας, στην οδό Άθωνος, και που τον Οκτώβρη του 1944 είχε φιλοξενήσει τον ελασίτη καπετάνιο Μάρκο Βαφειάδη, εξαφανίστηκε και στη θέση της ξεφύτρωσε ένα αχαμνό δημοτικό παρκάκι με πολλές γάτες.
Μετάβαση στο σημείο: Γύρω από τα Τείχη