Θεσσαλονίκη
Πόλη και πρόσφυγες
Συγκρότηση ενότητας: Δέσποινα ΚακατσάκηΓύρω από τα Τείχη Σπίτια : από τη στέγαση στην κατεδάφιση
Παλιά τουρκόσπιτα ή σπίτια του Εποικισμού αλλά πάντα φτωχικά και πανομοιότυπα, τα σπίτια των προσφύγων στέγασαν τις ανάγκες τους στη νέα πατρίδα. Συγγραφείς, φωτογράφοι και τωρινοί κάτοικοι της Άνω Πόλης μάς ξεναγούν στο παρελθόν της αλλά και στα σύγχρονα προβλήματά της. Από τη στέγαση ως την κατεδάφιση : η διαδρομή της προσφυγικής μνήμης στην περιοχή γύρω απ’ τα Τείχη.
Ένα προσφυγικό κατάλυμ...
Ψυχή μπλε και κόκκινη
(απόσπασμα)Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν ένα μικρό προσφυγικό κατάλυμα· δυο δωμάτια, μια στενόχωρη σάλα και κουζίνα. Μόνο τα δυο δωμάτια είχαν ξύλινο πάτωμα, η σάλα και η κουζίνα χώμα. Το αποχωρητήριο ήταν έξω, καμιά εικοσαριά βήματα μακριά, δίπλα στο αχούρι, αλλά δεν είχαμε ζώα, παρά μόνο λίγες κότες, κι έτσι το χρησιμοποιούσαμε σαν πρόχειρη αποθήκη. Έμπαζε από παντού, αφού ήταν χτισμένο με πέτρες και λάσπη, κι η πόρτα του σκέτη σκουριασμένη λαμαρίνα. Κάθε φορά που πήγαινα στο «μέρος» -έτσι το λέγαμε- για το χοντρό μου, έπρεπε να σημαδεύω την τρύπα καθισμένος αλά τούρκα, γιατί αν δεν τα κατάφερνα με μάλωνε η μάνα μου, αφού έπρεπε να κουβαλήσει έναν επιπλέον κουβά νερό από τη βρύση της γειτονιάς για να το καθαρίσει. Κι επειδή φαίνεται πως δεν ήμουν ο μόνος που δεν ήμουν καλός στο σημάδι, αυτό το κουβάλημα, αποκλειστικό καθήκον της μάνας μου, αφού οι άντρες δεν ανακατεύονταν στις δουλειές του σπιτιού ούτε κι αν επρόκειτο να καθαρίσουν τα σκατά τους, κι επειδή νερό χρειαζόταν και για τη λάτρα του σπιτιού, το πλύσιμο ή το λούσιμο με ζεματιστό νερό και πράσινο σαπούνι όλης της οικογένειας στη σάλα, όπου τ' απόνερα δημιουργούσαν λάσπη στο πάτωμα, αυτό το κουβάλημα του νερού με δυο κουβάδες, έναν στο κάθε χέρι, ήταν η αιτία που η μικροκαμωμένη μάνα μου απέβαλε την αδελφή μου -την πρώτη Αγγελικούλα, γιατί υπάρχει και η δεύτερη, η αδελφή μου- ολόκληρο μωρό πεθαμένο. Αγγελική λέγανε τη γιαγιά μου που με μεγάλωσε, αφού η μάνα μου μικροπαντρεύτηκε και δεν είχε προλάβει να χαρεί τη ζωή της. Δεκαεφτά χρονών τη γνώρισε ο πατέρας μου, που την περνούσε ακριβώς μια δεκαετία, σ' ένα χορό των τηλεγραφητών, όπου την είχε φέρει ντάμα του ο θείος Ηρακλής. Την άλλη μέρα στο γραφείο ο πατέρας μου διπλάρωσε το συνάδελφό του κι άρχισε να τον ρωτά πώς και τι η αδελφή του, κι όταν πληροφορήθηκε ότι ήταν διαθέσιμη, ζήτησε την άδεια μιας ουσιαστικότερης γνωριμίας, με σκοπό το γάμο, που δεν άργησε να πραγματοποιηθεί, μ' ένα τρικούβερτο γλέντι στην ταβέρνα του «Λαδά», και μάλιστα με ψήσιμο αρνιού στη σούβλα. Ο πατέρας μου δέχτηκε ως προίκα κάτι χρήματα κι αγόρασε τα απαραίτητα έπιπλα (ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι με καρέκλες), που τα στρίμωξε όλα στο ένα δωμάτιο του σπιτιού που του παραχώρησαν. Στο άλλο κοιμόταν η γιαγιά κι αργότερα, δίπλα της, πάνω στο μιντέρι που του έβαζαν μαξιλάρια για να μην πέσω, εγώ. Ο παππούς ο Διαμαντής είχε πεθάνει από σάκχαρο και από τη στενοχώρια του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τότε που από αφέντης στο δίπατο αρχοντικό της Πόλης βρέθηκε πένητας στο σπίτι αυτό του Εποικισμού με βιος ένα αμπέλι δυο στρέμματα, να θρέψει τέσσερα παιδιά και τη γιαγιά μου. Έτσι δεν ευτύχησε να με παίξει στα γόνατά του, παρά μόνο με κοίταζε βλοσυρά, φορώντας το κατάμαυρο φέσι του, μέσα από το κάδρο με το τζάμι, τη μεγάλη φωτογραφία του που η γιαγιά είχε κρεμάσει δίπλα στο εικονοστάσι για να προσεύχεται. Τα αδέλφια της μάνας μου, ο Πασχάλης, ο Ηρακλής κι ο Πλάτων (η μητέρα ήταν η τρίτη στη σειρά), κοιμόνταν οι δυο στη σάλα κι ο τρίτος, ο μικρότερος, στην κουζίνα. Σ' αυτό λοιπόν το σπίτι γεννήθηκα, στο Τόπαλτι, που τώρα λέγεται Ροδοχώρι, και για πολλά χρόνια ήταν το κέντρο της οικογένειας, του κόσμου μου, ακόμα κι αφού φύγαμε, όταν συμπλήρωσα τα τέσσερά μου χρόνια, τότε που ο πατέρας μου χρεώθηκε ως το λαιμό κι αγόρασε με δόσεις μια μονοκατοικία στην άλλη άκρη της Θεσσαλονίκης, στου Χαριλάου, εκεί που κρύβαμε το θείο Ηρακλή κι αργότερα το θείο Πλάτωνα. Το δωμάτιο της γιαγιάς είχε ένα παράθυρο στο δρόμο, που η γιαγιά το είχε μετατρέψει σε παρατηρητήριο βάζοντας δυο χοντρά μαξιλάρια στο μιντέρι, για να μπορεί καθισμένη να εποπτεύει καθετί που συνέβαινε στη γειτονιά, ακόμα και στις απόκρυφες λεπτομέρειές της. Η εμβέλεια του παρατηρητήριου αυτού ξεπερνούσε τη στροφή του δρόμου και έφτανε μέχρι το σπίτι της συννυφάδας της -αυτό κυρίως υπήρξε ο καθημερινός της στόχος- με το γνησίως ανατολίτικο όνομα Σουσάνα, που είχε την τύχη όχι μόνο να επιβιώσει ο άντρας της, ο Χρίστος, μικρότερος αδελφός του παππού μου του Διαμαντή, αλλά και να προκόψει. Κι ήταν ο καημός της γιαγιάς Αγγελικής μέγας, αφού ο Χρίστος, άξεστος κι αμόρφωτος, τον οποίο ο παππούς ο Διαμαντής τον είχε κάτι σαν παραγιό στο μεγάλο του εμπορικό στην Πόλη, κατόρθωσε να τα οικονομήσει, δουλεύοντας στην αρχή εργάτης σε εργοστάσιο που έκοβε καρφιά, κι αργότερα, αφού αγόρασε μία κι ύστερα κι άλλες μηχανές, αποκτώντας δικό του. Κι αναρωτιόταν η γιαγιά πού τάχα είχε βρει τα λεφτά, εκτός κι αν είχε κουβαλήσει λίρες απ' την Πόλη, που βέβαια δεν μπορούσε να ήταν δικές του. Γιατί η ιστορία του ήταν κάπως μπερδεμένη κι ούτε η γιαγιά μπορούσε να βρει μιαν άκρη. Ο παππούς ο Διαμαντής στην περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας έγινε προμηθευτής του ελληνικού στρατού πουλώντας ζωοτροφές, κι αργότερα, με την προτροπή και μεσολάβηση κάποιου Έλληνα αξιωματικού του εφοδιασμού -είχε αρπάξει προφανώς μίζα γερή- άνοιξε φούρνο στην Προύσα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια, πουλώντας αποκλειστικά όλες του τις κουραμάνες στον ελληνικό στρατό. Στο εμπορικό της Πόλης έμεινε ο μεγάλος αδελφός του, ο Μανόλης, μαζί με τον Χρίστο. Το μαγαζί δούλευε γιατί ο Μανόλης, έχοντας ενστερνιστεί πλήρως το οθωμανικό πνεύμα λειτουργίας της κρατικής μηχανής, λάδωνε ανελλιπώς τους Τούρκους χωροφύλακες. Παρ' όλα αυτά μια μέρα εμφανίστηκαν δυο νέοι και δύστροποι τζαντερμάδες, που -διαφωνώντας προφανώς στο ποσό της καταβολής- τον πήραν για ανάκριση κι από τότε χάθηκαν οριστικά τα ίχνη του. Με την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου ο παππούς ο Διαμαντής πλήρωσε έναν καϊκτσή να φυγαδεύσει την οικογένειά του κι εκείνος γύρισε στην Πόλη να περιμαζέψει την περιουσία του. Βρήκε το μαγαζί εγκαταλειμμένο, λεηλατημένο, το σπίτι κλειδωμένο κι άδειο, τον Χρίστο άφαντο. Μόλις που πρόλαβε να κρυφτεί στο εξοχικό μιας ξαδέλφης του στον Βόσπορο, γιατί οι Τούρκοι τον καταζητούσαν ως προδότη, συνεργάτη των Ελλήνων. Για να γλιτώσει το κεφάλι του, έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε σε Τούρκους κι Έλληνες, το μόχθο μιας ζωής ολόκληρης, κι έφτασε κυνηγημένος, κρυμμένος στ' αμπάρι ενός καραβιού, στα Νέα Μουδανιά (έτσι τα ξέρουμε σήμερα), πάμφτωχος και με το σάκχαρο στα ύψη, όπου αντάμωσε την υπόλοιπη οικογένεια, τη γιαγιά Αγγελική και τα τέσσερα παιδιά τους, να λιμοκτονούν σε μια σκηνή του Εποικισμού, αφού ο φίλος του καϊκτσής κράτησε τα δυο μπαούλα της γιαγιάς -τους έβγαλε στη στεριά και την κοπάνησε σηκώνοντας αμέσως άγκυρα- ως επιπλέον αμοιβή για την επικίνδυνη, πράγματι, αποστολή του. Αργότερα τους μετέφεραν για μόνιμη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη και επειδή ήταν εξαμελής η οικογένεια, τους παραχώρησαν το σπίτι με το αμπέλι. Ο Χρίστος εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη δυο χρόνια αργότερα, αφού ο παππούς ο Διαμαντής είχε πεθάνει και από το κάδρο τού ήταν αδύνατο να ζητήσει εξηγήσεις. Πήρε απ' τον Εποικισμό κι αυτός σπίτι έχοντας τετραμελή οικογένεια (την Κική από πρώτο γάμο και τον Γιώργο, γιος της Σουσάνας), που γρήγορα το ευπρέπισε με τσιμέντο στο πάτωμα και ακριβά για την εποχή έπιπλα, ακόμα και ψυγείο του πάγου. Αμπέλι του έδωσαν μεγαλύτερο αλλά πιο μακριά, μισό και πλέον χιλιόμετρο απείχε από το σπίτι τους, γι' αυτό κι έχτισε ένα τσαρδάκι στην αρχή κι αργότερα κανονικό παράσπιτο, με μια κρεβατσούλα στην αυλή, να ξαπλώνει και να ροχαλίζει. Γιατί πολύ αγαπούσε τον ύπνο ο θείος Χρίστος. Μόλις γύριζε απ' τη δουλειά, η θεία Σουσάνα του έπλενε πάντα τα πόδια με ζεστό νερό σε μια μπακιρένια λεκάνη, κι αφού τα σκούπιζε προσεκτικά, θαρρείς με ευλάβεια, ο θείος Χρίστος ανέβαινε στο κρεβάτι κι έτρωγε σταυροπόδι το φαΐ του πάνω σ' ένα μικρό σοφρά, πίνοντας κι άφθονο ρακί. Ξαφνικά έγερνε στο πλάι κι άρχιζε το ροχαλητό. Η θεία Σουσάνα κι άλλοτε και η Κική σήκωναν τότε το σοφρά με τ' αποφάγια και τον σκέπαζαν. Κι αυτό ήταν που βασάνιζε τη γιαγιά Αγγελική, πως αυτό το ζώο έγινε άνθρωπος με παράδες, κι εκείνη, η αρχόντισσα, κατάντησε πολλές φορές ζητιάνα, άλλοτε στην Κατοχή (θυμάμαι που μου έλεγε «Πήγαινε, τζιγέρι μου, στη Σουσάνα να φας λίγο χωσάφι»), μα κυρίως αργότερα, στον Εμφύλιο, τότε που έριξε τα μούτρα της κι έπεσε στα πόδια του Χρίστου και τα φιλούσε για να της δώσει λίρες να γλιτώσει τον Πλάτωνα απ' το εκτελεστικό απόσπασμα.
Σφυρίδης Περικλής, Ψυχή μπλε και κόκκινη, Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σ. 16-20.
Στο σπίτι στο Επταπύργ...
«Στο σπίτι στο Επταπύργιο και ο Λωτρέκ : Μια “μαρτυρία”»
Το σπίτι ήταν πολύ παλιό, χτισμένο με το τούρκικο αρχιτεκτονικό σχέδιο: είχε μια μικρή αυλή όπου φύτρωνε μια συκιά, αριστερά ένα δωματιάκι και δεξιά την κουζίνα και το μπάνιο. Πάνω από το μικρό δωμάτιο υπήρχε ένας διάδρομος κι ένα μεγάλο δωμάτιο μ’ ένα παράθυρο στο δρόμο.
Μαζί μ’ όσα ήσαν γύρω του και πίσω του έφραζε το δρόμο και μόνο ένα μονοπάτι ανάμεσά τους συνεχιζόταν προς τα πάνω ‒ εκεί στο Επταπύργιο. Και σ’ αυτό το παλιό τούρκικο σπίτι κατέφυγε ό,τι απέμεινε από την οικογένεια του γιατρού Αντωνιάδη από το Νέβσεχιρ της Καππαδοκίας στα 1923.
Όταν άρχισε η ανάπλαση της περιοχής, επειδή το σπίτι κατέρρεε τόσα χρόνια κλειστό κι ήταν πια επικίνδυνο, αποφασίστηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης να το κατεδαφίσουν• ως το τέλος οι φοιτητές της Αρχιτεκτονικής ανέβαιναν ωστόσο και μελετούσαν τη γραμμή του.
Στη θέση του έγινε αργότερα ένα παρκάκι και σ’ έναν εναπομείναντα τοίχο του σπιτιού μπορεί να δεις και σήμερα ακόμα τη ζωγραφική που κάποιος έφτιαξε.
Είναι ίσως ενδιαφέρον πως το σπίτι φανέρωσε τη σχέση του με τη ζωγραφική διατηρώντας την και μετά το θάνατό του, όπως ακριβώς τόσα χρόνια σχετιζόταν μαζί της κι ας την έκρυβε κάτω, στο σομιέ ενός κρεβατιού, αδιάφορη για όλους, απαρατήρητη απ’ όλους, άνευ αξίας, άνευ σημασίας, ένα «κάτι» που κανείς δεν τόλμησε να πετάξει, που σώθηκε κι απ’ την Καταστροφή, που άντεξε στην Ανταλλαγή, μεταφέρθηκε, έφτασε ως το σπίτι του Επταπυργίου και έμεινε εκεί• το καναβάτσο διπλωμένο στα τέσσερα και στη γωνία κάτω η υπογραφή: Τουλούζ Λωτρέκ.
Θα πρέπει τώρα να γυρίσω στο γιατρό Αντωνιάδη, πριν γίνει ζωγραφιά, για να δούμε στη μαρτυρία αυτήν τη ροή της ιστορίας του και πώς έστω και ως πορτραίτο χωρίς κορνίζα, ταπεινά διπλωμένος στα τέσσερα κατοίκησε, ενοίκησε το Επταπύργιο, έγινε μια κρυφή μαρτυρία όπως όλα είναι ή μπορούν να είναι ίσως στην απώτατή τους διύλιση: μαρτύρια. Μαρτυριάτικα μιας βάπτισης της ιστορίας, της κάθε ιστορίας μέσα σε κάτι που την υπερβαίνει αποκαθιστώντας την εν τούτοις και ενώνοντάς την (αποπειρώμενο τουλάχιστον να την ενώσει) με ό,τι δεν είναι μόνο Ιστορία αλλά η ίδια η Σωτηρία της Ιστορίας, η αναγωγή της σε μιαν άλλη σύνθεση των πραγμάτων. Στη Μεταμόρφωσή τους.[…]
Ο Γεώργιος Αντωνιάδης λοιπόν ήταν ένα ορφανό παιδί στην Καππαδοκία και, επειδή ήταν γερός μαθητής, ο επίσκοπος του Ικονίου Παρθένιος ανέλαβε τα έξοδα των σπουδών του. Έτσι ο νεαρός Αντωνιάδης ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη σχολή της Ιατρικής. Ατυχώς ο επίσκοπος πέθανε, όταν ο Γεώργιος βρισκόταν ακόμα στο τρίτο έτος της Ιατρικής, πράγμα που ανάγκασε το νεαρό φοιτητή να επιστρέψει στην Καισάρεια σε κατάσταση απόγνωσης.
[…]
Έτσι λοιπόν ο Γεώργιος μπόρεσε να συμπληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα, γύρισε στο Νέβσεχιρ και άσκησε την Ιατρική με ζήλο, κερδίζοντας σε φήμη, σεβασμό και εκτίμηση, ιδίως μετά από μια εγχείρηση ματιού που έκανε. Ίσως ήταν μια επέμβαση καταρράκτη, γι’ αυτό όμως καμιά άλλη πληροφορία δεν υπάρχει• μόνο πως έλεγαν για τον γιατρό ότι μπορούσε να δώσει ακόμα και σε τυφλό το φως του.
Αργότερα ένας Πασάς ευγνώμων για τη βοήθεια και τις υπηρεσίες του τού απένειμε ένα χρυσό μετάλλιο που ο γιατρός δεν αποχωριζόταν ποτέ στη ζωή του και ιδιαίτερα επέμενε να το φορά τις γιορτινές μέρες. Η μεγάλη του κόρη θυμήθηκε να το πάρει μαζί της κατά την Ανταλλαγή και τα παιδιά της μαρτυρούν πως τους το έδειχνε όταν ήσαν πολύ μικρά. Αργότερα, στη γερμανική κατοχή, είχε κι αυτό τη γνωστή και κοινή τύχη πολλών ενθυμημάτων ή πολύτιμων πραγμάτων: πουλήθηκε για δυο φραντζόλες ψωμί κι έτσι όλη η συμπυκνωμένη πάνω του χαρά και περηφάνια της ψυχής του γιατρού Αντωνιάδη εξανεμίστηκε στα χέρια κάποιου άγνωστου αγοραστή, ανακουφίζοντας ωστόσο για λίγο, αν όχι θρέφοντας, τα εγγόνια που ο ίδιος ποτέ δεν είδε.[…]
Ο γιατρός πέθανε στην Ανατολή με το όνειρο και την ελπίδα πως κάπου ακούμπησε τις τρεις γυναίκες, ενώ αυτές το κύμα της Ανταλλαγής τις πέταξε αρχικά στην Αθήνα• τελικά βρήκαν απάγκιο στο σπίτι που τους παραχώρησε το Ελληνικό Κράτος στο Επταπύργιο. Η Ανδρομάχη δούλεψε τότε ταμίας στα χαμάμ Ι. Χριστοφορίδη της Θεσσαλονίκης, ώσπου με τον Πόλεμο κατέβηκε με τη μητέρα της στην Αθήνα και εκεί η κυρία Ολυμπία πέθανε μέσα στην πείνα του 1941. Ο γιατρός Δημήτρης Ωραιόπουλος πρόσφατα μου διηγήθηκε τι σκαρφιζόταν την ώρα του συσσιτίου για να κρύψει κάτι και να το πάει της γιαγιάς του, που δεχόταν με μεγάλη ευγνωμοσύνη το ψιχίο.
Είχαν αφήσει το σπίτι στη Θεσσαλονίκη τακτικό και πεντακάθαρο κι αργότερα η Ανδρομάχη ξαναγύρισε κι έμεινε εκεί όσον καιρό δούλευε κοντά στον Ηγούμενο της Μονής Βλατάδων. Κι αυτή όμως κατέληξε στης αδελφής της στην Αθήνα και το σπίτι έμεινε και πάλι ακατοίκητο, εκτός κι αν η ζωγραφιά αποτελούσε έναν κρυφό ένοικο, πολύτιμο όχι για την αξία ή την ομορφιά ή για την υπογραφή που έφερε, αλλά γιατί επέμενε να υπάρχει… για έναν λόγο μπροστά στον οποίο η γνώση μένει βουβή κι αμήχανη: για έναν άγνωστο ά λ λ ο λ ό γ ο.
Τα εγγόνια του γιατρού Αντωνιάδη έγιναν κυρίως γιατροί και μηχανικοί. Το Μακεδονία Παλλάς χρωστά τα μηχανολογικά και τον κλιματισμό του σ’ έναν απ’ αυτούς. Μέσα από περιπέτειες, βάσανα, ακόμα και πείνα, όλα σχετικά και ανάλογα με τις περιπέτειες του βίου της Ελλάδας στα αντίστοιχα χρόνια από το 1923 ως τα σήμερα πάνω κάτω, πρόκοψαν σπούδασαν, στάθηκαν εφευρετικοί, δημιουργικοί, πείσμονες, αξιόλογοι, καθένας με τον τρόπο του πριν οι περισσότεροί τους πουν αντίο στο βίο με τη σειρά τους.
Πάντως, κάπου εκεί στα μέσα του ’70, ανέβηκαν ως το σπίτι και το άνοιξαν. Δεν ξέρω γιατί τότε, ας πούμε… «καιρός παντί πράγματι»• και πράγματι οι γείτονες τους δώσαν τα κλειδιά που τόσα χρόνια κρατούσαν, για να το βρουν όπως το άφησε η «κυρία Ολυμπία» και η δεσποινίς Ανδρομάχη Αντωνιάδου.
Όλα μέσα ήσαν ανέπαφα, τακτικά, στη θέση που τους είχε ορίσει η αντίληψη των δύο γυναικών για την ευπρέπεια και τη νοικοκυροσύνη.
Τι έκαναν; Πώς το είδαν; Ήταν γι’ αυτούς πια κάτι ξένο κι άσχετο με τη ζωή τους; Αν και μεγάλοι στην ηλικία, επαγγελματίες δεινοί, ένιωσαν συγκίνηση και την έπνιξαν; Μήπως ξαφνικά κάτι, ένα παραπέτασμα τραβήχτηκε και στο τρεμουλιαστό φως βρήκαν το κουκούλι μιας βαθιάς λαχτάρας, το α ν τ ί κ ρ ι σ μ α που ποθούσε κι η δικιά τους ύπαρξη όπως κι αυτή των προγόνων; Ή για μια στιγμή αντιλήφθηκαν πως πατούν την κοίτη της Ιστορίας λίγο πριν η παλίρροιά της αποσύρει το ίχνος από το παμπάλαιο σπίτι του Επταπυργίου που στέγασε, ανάμεσα σε τόσους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης, και τη δικιά τους φύτρα;
Το σπίτι ωστόσο, όπως ήδη ειπώθηκε, κρατούσε ένα μυστικό και η ώρα μπορεί να ήταν του τέλους του, αλλά και της αποκάλυψής του επίσης. Έτσι ανάμεσα στο στρώμα και το σομιέ ενός κρεβατιού βρέθηκε το καναβάτσο διπλωμένο στα τέσσερα και ο γιατρός Γεώργιος Αντωνιάδης φανερώθηκε σ’ όλη του την αρχοντιά απεικονισμένος, κατά την υπογραφή, από τον Λωτρέκ.
Ακόμα δεν είναι σίγουρο το γνήσιον της υπογραφής, αλλά το σίγουρο της σύνθεσης είναι περισσότερο από βέβαιο. Και η σύνθεση (κατά την αντίληψή μου, που μπορεί να είναι πολύ περιορισμένη, μιας και με τα οικογενειακά πράγματα γίνεται κανείς περισσότερο προκατειλημμένος απ’ όσο συνήθως) κι η σύνθεση λοιπόν στρώνει ένα ψηφιδωτό όπου: ο Επίσκοπος Παρθένιος και ο ζωγράφος Λωτρέκ ή ψευδοΛωτρέκ, ο καλός και πιστός ανώνυμος Διάκος, το γνήσιο και το ψευδές, τα γεγονότα της Ιστορίας και η ιστορία του γιατρού Αντωνιάδη συναντώνται στο Επταπύργιο σ’ ένα σπίτι που δεν υπάρχει πια και λάμπουν αινιγματικά για τα τυφλά μάτια, μέσα όμως στο Γλυκύτατο Φως που τα γνωρίζει όχι όπως οι άνθρωποι και τα φανερώνει με μια τέχνη ασύγκριτη, όχι όπως οι ζωγράφοι ούτε άλλος κανείς.
Μετάβαση στο σημείο: Γύρω από τα Τείχη